Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 196/2020

 Περίληψη

Αξιώσεις από την κατάρτιση σύμβασης ναυτικής εργασίας θαλαμηπόλου σε ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο σχετικές με διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων δώρων εορτών, πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές και αποζημιώσεως για μη χορήγηση αδειών διανυκτερεύσεως. Αντίθετες εφέσεις. Υπερωρίες. Πότε χωρεί καταλογισμός σ’ αυτές πρόσθετων αμοιβών που έλαβε ο ναυτικός από τον εργοδότη. Δε χωρεί συμψηφισμός αν οι παροχές αυτές καταβλήθηκαν από τρίτον. Πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές. Η αναλογία της συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των δώρων εορτών, εφόσον τα δρομολόγια εκτελούνται τακτικά και η πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως. Αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις. Πότε οφείλεται και τι περιλαμβάνει. Κατάχρηση δικαιώματος. Δέχεται τις εφέσεις. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός 196/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 30.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/30.7.2018 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../30.7.2018 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Α έφεση] και β) από 23.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./11.9.2018 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../11.9.2018 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β έφεση], που στρέφονται κατά της, όπως διορθώθηκε, υπ’ αριθμ. 1807/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 27.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/28.12.2017 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 16.4.2018, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του ο …………. ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στον Πειραιά με την εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – 0/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου ΒS2, ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων εκατόν εβδομήντα δύο κόρων και είκοσι τεσσάρων εκατοστών (16.172,24 κ.ο.χ.), ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκατέσσερις [14] ώρες κατά τις διαδοχικές ναυτολογήσεις του εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος από 1.1.2016 έως 14.9.2017, οπότε και λύθηκε η τελευταία σύμβασή του με την εναγόμενη. Προσθέτως ισχυρίστηκε ότι μολονότι η σύμβαση αυτή λύθηκε επειδή νόσησε, η εναγομένη δεν του κατέβαλε τους νόμιμους μισθούς ασθένειάς του επί τετράμηνο μετά την απόλυσή του. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2016 και 2017, τα οποία δικαιούται ούτε τη νόμιμη αποζημίωση διανυκτέρευσης ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε ο ενάγων, όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (20.870,65 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της ιδίας στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων δεκαεννέα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (15.519,79 €) για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, αποζημίωσης διανυκτερεύσεων, καθώς και ως μισθούς ασθένειας, με το νόμιμο τόκο από τα ίδια ως άνω αφετήρια χρονικά σημεία. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του συνολικώς και αδιακρίτως καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή δέκα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (10.445,62 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, ως υπόλοιπο εορταστικών επιδομάτων και πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, καθώς και ως αποζημίωσή του για τις διανυκτερεύσεις που δικαιούτο αλλά δεν του χορηγήθηκαν, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, στις 14.9.2017, ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ απέρριψε κατ’ ουσίαν τόσο την αξίωση επί των μισθών ασθένειας του ενάγοντος όσο και την ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Α έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η αναφορά των περιστατικών αυτών χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο πληρότητα καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008, Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006, Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 365/2005, Δνη 47/1663, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 147/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ. 857/2006, ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ. 124/2003, ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Για δε την κατ’ άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφορών αποδοχών για παρασχεθείσα ναυτική εργασία κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του επιδίκου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός τους αλλά αρκεί να μνημονεύεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο ενάγων κατά το χρονικό αυτό διάστημα (ΑΠ 1600/2006, Δνη 48/808, ΑΠ 725/1999, Δνη 41/343). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχείο είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος ναυτικού, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 376/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ.). Ομοίως δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της ιδίας αγωγής η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κάθε ημέρα του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο ούτε της συχνότητας επαναλήψεως κάθε εργασίας εκτελούμενης εκτός του νόμιμου ωραρίου απασχόλησης του ναυτικού (ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της, επομένως και του οφέλους που αποκόμισε ο εναγόμενος εργοδότης από την παροχή των αντιστοίχων υπηρεσιών (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΜονΕφΠειρ. 176/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή του προσώπου από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΜονΕφΠειρ. 168/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 892/2002, ΠειρΝομ. 2002/479 = ΕΝαυτΔ 2002/437) ούτε και των δρομολογίων του πλοίου (ΕφΠειρ. 1312/1997, ΕΝαυτΔ 1998/11), εκτός αν στην αγωγή σωρεύεται κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, οπότε προσαπαιτείται η μνεία των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (ΜονΕφΠειρ. 17/2013, ΠειρΝομ. 2013/167). Σε κάθε άλλη περίπτωση αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσο όρο ανά μήνα (ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝομ. 2003/70). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας ως προς την πληρότητα ή μη της παραθέσεως των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561).

Επομένως, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως θαλαμηπόλος, αντί των καθοριζομένων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ όρων και αποδοχών, ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές από υπερωριακή εργασία, κατά καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ειδικώς δε, όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, εκτίθενται σαφώς οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στην εργασία της ειδικότητάς του στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας του, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή απασχόλησή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και απέρριψε τον προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της εναγομένης περί αοριστίας των σχετικών με την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος αγωγικών κονδυλίων, διότι δεν αναφέρονται στην αγωγή επακριβώς οι συνθήκες εργασίας και οι ανάγκες του πλοίου, διαφοροποιημένες ανά χρονική περίοδο απασχόλησης, οι ειδικότερες εργασίες που εκτελούσε και η κατανομή τους χρονικά στο εικοσιτετράωρο, ο χρόνος παροχής και η συχνότητα επαναλήψεως εκάστης ειδικότερης εργασίας και αν αυτή εκτελούταν όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο ή όταν ταξίδευε ούτε οι λόγοι που επέβαλαν την ανάθεση στον ενάγοντα υπερωριακής εργασίας, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο πρώτος λόγος της υπό κρίση Α έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη επαναφέρει τον ίδιο αμυντικό ισχυρισμό της είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

  1. IV. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
  2. V. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως …………., προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου στο πιο κάτω πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκε μαζί με τον ενάγοντα καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, η οποία περιέχεται στα υπό των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της με αριθμό …/28.2.2018 ένορκης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεως του ………, που με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο μόνον όμως κατά το πρώτο επτάμηνο του έτους 2016, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …………/21.2.2018 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………, οι οποίες αμφότερες (κατάθεση και βεβαίωση) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο …………. τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος ………, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ……… ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου ΒS2, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …………, κόρων ολικής χωρητικότητας 16.172,24, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ….., ο απασχολούμενος σ’ αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου ήδη από το έτος 2012, όπως δεν αμφισβητείται, ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου με την αυτή ειδικότητα. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 9.12.2015 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 27η.1.2016, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λαμβάνοντας άδεια μηνιαίας διάρκειας. Επαναπροσλήφθηκε δε στις 11.3.2016 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο έως την 1η.11.2016, οπότε και απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Ακολούθησαν τρεις (3) ακόμη ναυτολογήσεις του ενάγοντος στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα στις 28.12.2016, την 1η.3.2017 και στις 14.5.2017, που διήρκεσαν αντιστοίχως έως την 1η.2.2017, την 22α.4.2017 και την 14η.9.2017, οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε τις μεν δύο [2] πρώτες φορές λόγω λήψεως άδειας αναψυχής, τη δε τρίτη λόγω του ότι ασθένησε, υποστάς οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Για δύο [2] από τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, συγκεκριμένα, για τις από 11.3.2016 και από 1.3.2017 τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η εναγόμενη, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (2.778,35 €). Κατά το χρονικό διάστημα (1.1.2016 έως 14.9.2017) που είναι επίδικο, αφού ο ενάγων δεν προβάλει απαιτήσεις από την εργασία του γεννηθείσες προγενεστέρως, ίσχυσαν διαδοχικώς οι ταυτόσημων ρυθμίσεων από 23.8.2016 και 27.10.2017 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2016 και 2017, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 και 1.1.2017 αντιστοίχως, που κυρώθηκαν αρμοδίως και, έτσι, κατέστησαν γενικά υποχρεωτικές με τις, αντίστοιχες, υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/72672/2016 και 2242.5-1.5/77056/2017 αποφάσεις του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2796/5.9.2016 και 4005/17.11.2017), οι ρυθμίσεις των οποίων, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν και τους διαδίκους. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 των εν λόγω ΣΣΝΕ οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Κατά τις ίδιες ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δεκατρία λεπτά {[(1157,99 € + 254,76 € : 22) + 19,21 €] Χ 5 ημέρες = 417,13 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (8,37 €) και σε δέκα ευρώ και τέσσερα λεπτά (10,04 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και σαράντα λεπτά (2.441,40 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπολειπόταν του συμβατικού κλειστού μισθού του. Όπως δε οι διάδικοι συνομολογούν, αποδεικνύεται άλλωστε και από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του το ισόποσο της υπερωριακής εργασίας του είκοσι τριών (23) ωρών ή αναλογία αυτών για τους μήνες που δεν απασχολούταν πλήρως. Η αμοιβή αυτή για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης ανερχόταν σε εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (192,44 €). Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΒS2 στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων απασχολούταν προσωπικό που, όπως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε είκοσι [20] θαλαμηπόλους, δεκατέσσερις [14] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Εξάλλου, κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο ΒS2 διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό κυρίως τη Νήσο Ρόδο της Δωδεκανήσου δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2016 έως 10.1.2016, από 18.1.2016 έως 27.1.2016 και από 11.3.2016 έως 4.4.2016, το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος – Πάτμος – Λέρος – Κως – Ρόδος, αναχωρώντας κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή από τον Πειραιά στις 19:00, για να προσεγγίσει διαδοχικά τη Σύρο στις 22:50, την Πάτμο στις 03:15, τη Λέρο στις 04:35 και την Κω στις 06:35 για να καταπλεύσει στο λιμένα της Ρόδου στις 10:10 το πρωινό της επομένης, δηλαδή μετά από ταξίδι είκοσι πέντε [25] και πλέον ωρών, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες επί εικοσάλεπτο της ώρας στους τρείς [3] πρώτους και επί ημίωρο στον τελευταίο. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 17:00 το απόγευμα εκάστης Τρίτης, Πέμπτης και Κυριακής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 06:10 της Τετάρτης και στις 08:05 τα πρωινά της Παρασκευής και της Δευτέρας, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών, κατά μεν το δρομολόγιο της Τρίτης μόνο στο λιμένα της Κω, όπου κατέφθανε στις 20:35 της ημέρας εκείνης και απέπλεε μετά από είκοσι λεπτά της ώρας και κατά τα υπόλοιπα δρομολόγια και σ’ αυτούς της Λέρου και της Πάτμου, όπου κατέπλεε στις 22:35 για να αποπλεύσει είκοσι πρώτα λεπτά της ώρας αργότερα, ενώ κατά το δρομολόγιο της Κυριακής προσέγγιζε και στο λιμένα της Σύρου, όπου παρέμενε επί εικοσάλεπτο (από 04:00 έως 04:20). Σημειώνεται εδώ ότι δεν πραγματοποιήθηκε δρομολόγιο του πλοίου την 1η.1.2016, όπως και στις 20, 21 και 26 του ιδίου μηνός, λόγω συμμετοχής, κατά τις τρεις [3] αυτές ημερομηνίες, του πληρώματός του σε απεργία που είχε προκηρύξει η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία [ΠΝΟ], ενώ στις 13.3.2016, μετά την άφιξη του πλοίου στη Ρόδο δεν εκτελέστηκε άλλο δρομολόγιο, όπως συνέβη και στις 4.4.2016 μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά. Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 11.1.2016 έως και 17.1.2016 το πλοίο πραγματοποίησε τα ίδια δρομολόγια με τη διαφορά ότι την Τετάρτη 13.1.2016 αναχώρησε από τον Πειραιά στις 06:10 για να προσεγγίσει διαδοχικά τη Σύρο στις 11:35 (με παραμονή εκεί επί δεκαπέντε λεπτά) και τη Μύκονο στις 12:50, από όπου αναχώρησε στις 14:30 της ιδίας ημέρας και πραγματοποιώντας το αντίστροφο δρομολόγιο κατέπλευσε στη Σύρο στις 15:30, όπου παρέμεινε επί ημίωρο και στον Πειραιά, όπου κατέφθασε στις 19:00, για να αναχωρήσει και πάλι στις 22:00 ακολουθώντας το ίδιο, όπως συνήθως, δρομολόγιο (Σύρο – Πάτμο – Λέρο – Κω) και να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 12:35 το μεσημέρι της Πέμπτης. Από εκεί αναχώρησε στις 17:00 της ιδίας ημέρας και ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο, χωρίς όμως να προσεγγίσει τη Σύρο, κατέφθασε στον Πειραιά στις 06:40 της Παρασκευής. Ακολούθησε δρομολόγιο όμοιο με εκείνο της προηγούμενης Τετάρτης με αναχώρηση από τον Πειραιά στις 09:00 και επιστροφή στο λιμένα της αφετηρίας στις 19:30 της ιδίας ημέρας. Ακολούθησε, στις 22:00, απόπλους προς Ρόδο, με το ίδιο όπως συνήθως δρομολόγιο και κατάπλους εκεί στις 12:35 το μεσημέρι του Σαββάτου 16.1.2016, όπου το πλοίο διανυκτέρευσε και επανέλαβε το ταξίδι προς τον Πειραιά την Κυριακή στις 17:00. Γ] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 5.4.2016 έως 12.6.2016 και από 7.9.2016 έως 28.10.2016 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Θήρα – Κως – Ρόδος αναχωρώντας κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή στις 18:00 από τον Πειραιά, για να προσεγγίσει διαδοχικά τη Θήρα και την Κω στις 00:35 και στις 05:45 και να καταπλεύσει στο λιμένα της Ρόδου στις 09:00 το πρωινό της επομένης, δηλαδή μετά από ταξίδι δεκαπέντε [15] ωρών, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες επί δεκαπέντε και τριάντα λεπτά της ώρας αντίστοιχα. Στο δρομολόγιο της Κυριακής από τον Πειραιά το πλοίο προσέγγιζε μετά τον κατάπλου στη Ρόδο και το λιμένα της Καρπάθου στις 14:00 της Δευτέρας, όπου παρέμενε ελλιμενισμένο επί εικοσάλεπτο πριν αναχωρήσει για να αφιχθεί και πάλι στη Ρόδο στις 17:50. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 16:00 το απόγευμα της Τετάρτης και της Παρασκευής και στις 19:00 το απόγευμα εκάστης Δευτέρας και κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:45 τα πρωινά της Πέμπτης και του Σαββάτου και στις 08:35 το πρωί της Τρίτης, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στους λιμένες της Κω και της Θήρας, όπου παρέμενε επί τριάντα και δεκαπέντε πρώτα λεπτά της ώρας αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι στις 8 και 9 Μαΐου 2016 και στις 23.9.2016 δεν πραγματοποιήθηκε δρομολόγιο λόγω συμμετοχής του πληρώματος σε απεργιακή κινητοποίηση της ΠΝΟ. Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 13.6.2016 έως και 25.6.2016 το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγιο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Θήρα – Ανάφη – Κως – Ρόδος, αναχωρώντας από τον Πειραιά κάθε Κυριακή, Τρίτη και Πέμπτη στις 18:00 και κάθε Σάββατο στις 09:00, για να προσεγγίσει διαδοχικά στους ενδιάμεσους λιμένες, όπου παρέμενε επί δεκαπεντάλεπτο στους δύο [2] πρώτους και επί ημίωρο σ’ εκείνον της Κω και να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 09:00 της επομένης Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και στις 00:15 της Κυριακής και να ακολουθήσει το αντίστροφο δρομολόγιο με αναχώρηση στις 17:00 της Δευτέρας, στις 16:00 της Τετάρτης και της Παρασκευής και στις 01:25 της Κυριακής και άφιξη αντιστοίχως στον Πειραιά στις 10:00 της Τρίτης, στις 07:45 της Πέμπτης και του Σαββάτου και στις 13:45 της Κυριακής. Στο δρομολόγιο της Κυριακής από τον Πειραιά το πλοίο, μετά την άφιξή του στη Ρόδο στις 09:00, συνέχιζε στις 10:30 το δρομολόγιό του προς την Κάρπαθο, στην οποία κατέπλεε στις 14:00 και από όπου αναχωρούσε στις 14:20, ενώ στα δρομολόγια της Πέμπτης και του Σαββάτου από τον Πειραιά, όπως και στις επιστροφές τους, δεν ελλιμενιζόταν στην Ανάφη. Ε] κατά το χρονικό διάστημα από 14.5.2017 έως και 3.6.2017 το πλοίο είχε δρομολογηθεί στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Θήρα και διενεργούσε ημερήσιους πλόες αναχωρώντας καθ’ εκάστη από τον Πειραιά στις 07:25 για να αφιχθεί διαδοχικά σε Πάρο (στις 11:40 με παραμονή εκεί επί δεκαπεντάλεπτο), Νάξο (στις 12:40 με παραμονή εκεί επί δεκαπεντάλεπτο ομοίως), Ίο (στις 14:05 με δεκάλεπτη παραμονή εκεί) και να καταπλεύσει στη Θήρα στις 15:10, από όπου αναχωρούσε μετά από είκοσι πρώτα λεπτά της ώρας και ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο (πλην της Ίου), να προσεγγίσει διαδοχικά στην Νάξο στις 17:30, όπου παρέμενε επί ημίωρο και στην Πάρο στις 18:45, όπου παρέμενε επί ημίωρο επίσης, για να επιστρέψει τελικά στον αφετήριο λιμένα του Πειραιώς στις 23:25. Σημειώνεται ότι στις 16, 17 και 18 Μαΐου 2017 δεν εκτελέστηκε το δρομολόγιο λόγω συμμετοχής του πληρώματος του πλοίου σε απεργία προκηρυχθείσα από την ΠΝΟ.

Τα δρομολόγια του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου ΒS2 κατά τα υπόλοιπα ένδικα χρονικά διαστήματα εκτελέστηκαν όπως εμφανίζεται στους πίνακες που ακολουθούν:

Από 26.6.2016 έως 10.7.2016 και από 29.8.2016 έως 6.9.2016
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Θήρα 02.55 03.20 Κως 00.40 01.10 Θήρα 02.55 03.20 Θήρα 00.05
Κως 07.50 08.30 Θήρα 05.40 06.10 Κως 07.50 08.30 Πειραιάς 05.25 07.30
Ρόδος 11.10 13.00 Πειραιάς 11.15 21.30 Ρόδος 11.10 16.00 Σύρος 11.00 11.20
Κάρπαθος 16.30 16.50 Κώς 18.50 19.20 Μύκονος 12.10 13.45
Ρόδος 20.20 22.00 Θήρα 23.50 Σύρος 14.35 15.00
Πειραιάς 18.30 21.30
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Θήρα 02.55 03.20 Θήρα 0.05 Πειραιάς 07.30
Κως 07.50 08.30 Πειραιάς 05.25 Σύρος 11.00 11.20
Ρόδος 11.10 16.00 Μύκονος 12.10 13.45
Κώς 18.50 19.20 Σύρος 14.35 15.00
Θήρα 23.50 Πειραιάς 18.30 21.30

Σημειώνεται ότι το Σάββατο 9.7.2016 εκτελέστηκε πρόσθετο δρομολόγιο με αναχώρηση από τον Πειραιά στις 09:00 και προορισμούς διαδοχικά την Πάρο (άφιξη στις 13:10 και αναχώρηση στις 13:30) και τη Θήρα (άφιξη στις 16:00 και αναχώρηση στις 16:30) με επιστροφή από εκεί στον Πειραιά στις 22:30 της ιδίας ημέρας.

Από 11.7.2016 έως 28.8.2016
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Θήρα 02.55 03.20 Θήρα 00.05 Θήρα 02.55 03.20 Θήρα 00.05
Κως 07.50 08.30 Πειραιάς 05.25 07.30 Κως 07.50 08.30 Πειραιάς 05.25 07.30
Ρόδος 11.10 16.00 Σύρος 11.00 11.20 Ρόδος 11.10 16.00 Σύρος 11.00 11.20
Κως 18.50 19.20 Μύκονος 12.10 13.45 Κως 18.50 19.20 Μύκονος 12.10 13.45
Θήρα 23.50 Σύρος 14.35 15.00 Θήρα 23.50 Σύρος 14.35 15.00
Πειραιάς 18.30 21.30 Πειραιάς 18.30 21.30
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Θήρα 02.55 03.20 Θήρα 0.05 Πειραιάς 07.00 08.30
Κως 07.50 08.30 Πειραιάς 05.25 9.30 Σύρος 12.00 12.20
Ρόδος 11.10 16.00 Πάρος 13.40 14.10 Μύκονος 13.05 13.45
Κώς 18.50 19.20 Θήρα 16.30 17.00 Σύρος 14.35 15.00
Θήρα 23.50 Κως 21.30 22.30 Πειραιάς 18.30 21.30

 

Από 29.10.2016 έως  1.11.2016
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Χίος 05.00 05.30 Ψαρά 01.45 02.05 Χίος 05.00 05.30 Πειραιάς 06.55 20.00
Λέσβος 07.55 20.00 Πειραιάς 07.55 20.00 Μυτιλήνη 07.55 20.00
Χίος 22.40 23.10 Χίος 22.40 23.10
Οινούσσες 23.40 23.59
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Ψαρά 02.00 02.20 Πειραιάς 06.55 Πειραιάς 20.00
Οινούσσες 04.05 04.25
Χίος 05.00 05.30
Μυτιλήνη 07.55 20.00
Χίος 22.40 23.10

 

Από 28.12.2016 έως 1.2.2017 και από 1.3.2017 έως 5.3.2017
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Σύρος 04.00 04.20 Πάτμος 03.15 03.35 Πειραιάς 08.05 19.00 Πάτμος 03.15 03.35
Πειραιάς 08.05 19.00 Λέρος 04.35 04.55 Σύρος 22.50 23.10 Λέρος 04.35 04.55
Σύρος 22.50 23.10 Κως 06.35 07.05 Κως 06.35 07.05
Ρόδος 10.10 17.00 Ρόδος 10.10 17.00
Κως 20.05 20.35 Κως 20.05 20.35
Λέρος 22.15 22.35 Λέρος 22.15 22.35
Πάτμος 23.35 23.55 Πάτμος 23.35 23.55
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Πειραιάς 08.05 19.00 Πάτμος 03.15 03.35 Ρόδος 17.00
Σύρος 22.50 23.10 Λέρος 04.35 04.55 Κως 20.05 20.35
Κως 06.35 07.05 Λέρος 22.15 22.35
Ρόδος 10.10 Πάτμος 23.35 23.55

 

Από 6.3.2017 έως 3.4.2017
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Σύρος 04.00 04.20 Πάτμος 03.15 03.35 Πειραιάς 08.05 19.00 Πάτμος 02.35 02.55
Πειραιάς 08.05 19.00 Λέρος 04.35 04.55 Σύρος 22.35 22.55 Λέρος 03.50 04.10
Σύρος 22.50 23.10 Κως 06.35 07.05 Κως 05.40 06.10
Ρόδος 10.10 17.00 Ρόδος 09.00 10.30
Κως 20.05 20.35 Πειραιάς 21.15 23.00
Λέρος 22.15 22.35
Πάτμος 23.35 23.55
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Ψαρά 04.10 04.25 Πειραιάς 06.55 19.00 Κως 05.00 05.30
Οινούσσες 05.55 06.20 Ρόδος 08.30 17.00
Χίος 06.50 07.20 Κως 20.05 20.35
Μυτιλήνη 09.40 20.00 Λέρος 22.15 22.35
Χίος 22.40 23.10 Πάτμος 23.35 23.55

Σημειώνεται ότι τη Δευτέρα 3.4.2017 μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά δεν εκτελέστηκε άλλο δρομολόγιο.

Από 4.4.2017 έως 22.4.2017, από 4.6.2017 έως 13.6.2017  και από 5.9.2017 έως 14.9.2017
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Καρλόβασι 00.45 01.15 Καρλόβασι 01.20 01.40 Καρλόβασι 00.45 01.05 Καρλόβασι 00.15 00.35
Κως 04.05 04.35 Πειραιάς 08.35 18.00 Κως 04.05 04.35 Πειραιάς 07.20 18.00
Ρόδος 07.20 10.30 Ρόδος 07.20 18.00
Κάρπαθος 14.00 14.20 Κώς 20.45 21.15
Ρόδος 17.50 19.00
Κως 21.50 22.20
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Βαθύ 01.20 01.40 Πειραιάς 06.40 Πειραιάς 18.00
Κως 04.55 05.25
Ρόδος 08.10 16.00
Κώς 18.45 19.15
Βαθύ 23.00 23.20

 

Από 14.462017 έως 24.6.2017
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Ανάφη 01.55 02.10 Ανάφη 01.55 02.10 Θήρα 00.35 00.50 Θήρα 01.10 01.25
Κως 05.45 06.15 Θήρα 03.25 03.40 Ανάφη 01.55 02.10 Πειραιάς 07.45 18.00
Ρόδος 09.00 10.30 Πειραιάς 10.00 18.00 Κως 05.45 06.15
Κάρπαθος 14.00 14.20 Ρόδος 09.00 16.00
Ρόδος 17.50 19.00 Κως 19.15 19.45
Κως 21.50 22.20 Ανάφη 23.40 23.55
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Βαθύ 01.20 01.40 Πειραιάς 06.40 12.00 Ρόδος 02.00
Κως 05.40 06.15 Κως 20.30 21.00 Πειραιάς 13.00 18.00
Ρόδος 09.30 16.00 Ρόδος 23.45
Κώς 18.45 19.15
Βαθύ 23.00 23.20
Από 25.6.2017 έως 4.9.2017
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Καρλόβασι 04.15 04.35 Κως 00.40 01.10 Καρλόβασι 04.15 04.35 Πειραιάς 05.25 07.30
Κως 07.50 08.30 Καρλόβασι 04.15 04.35 Κως 07.50 08.30 Σύρος 11.00 11.20
Ρόδος 11.10 13.00 Πειραιάς 11.20 21.30 Ρόδος 11.10 16.00 Μύκονος 12.10 13.45
Κάρπαθος 16.30 16.50 Κως 18.50 19.00 Σύρος 14.35 15.00
Ρόδος 20.20 22.00 Καρλόβασι 22.20 22.40 Πειραιάς 18.30 21.30
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Βαθύ 04.50 05.10 Πειραιάς 06.40 09.00 Πειραιάς 05.00 07.30
Κως 08.25 08.55 Πάρος 13.10 13.40 Σύρος 11.00 11.20
Ρόδος 11.40 16.00 Νάξος 14.25 14.55 Μύκονος 12.10 13.45
Κως 18.45 19.15 Κως 19.15 20.15 Σύρος 14.35 15.00
Βαθύ 23.00 23.20 Πειραιάς 18.30 21.30

 

Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθ’ άπαντα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα εργαζόταν επί δεκατέσσερις [14] ώρες ημερησίως επί του πλοίου εκτελώντας είτε, κατά τη χρονική περίοδο από 1.1.2016 έως 23.4.2017, νυκτερινή υπηρεσία στο διανυκτερεύον κυλικείο (μπαρ) του πλοίου καθ’ εκάστη από 22:00 έως 06:00, απασχολούμενος στη συνέχεια επί εξάωρο με εργασίες καθαριότητας των κοιτώνων των επιβατών και των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου είτε, κατά την υπόλοιπη επίδικη χρονική περίοδο, πρωινή υπηρεσία σε κάποιο από τα εσωτερικά κυλικεία του και στις κοιτώνες των επιβατών και τους κοινόχρηστους χώρους του πλοίου, τους οποίους καθάριζε, απασχολούμενος ημερησίως κατά τις ώρες 06:00 έως 22:00 με δίωρο διάλειμμα τις μεσημβρινές ώρες για φαγητό και ανάπαυση. Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, αφού δεν ήταν επιφορτισμένος με όλα τα καθήκοντα των θαλαμηπόλων αλλά η εργασία του παρεχόταν αποκλειστικά στα κυλικεία του πλοίου, ενώ το ωράριό του επεκτεινόταν και πέραν του οκταώρου μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, παρίστατο ανάγκη υπερωριακής εργασίας του, η διάρκεια της οποίας, όμως, ουδέποτε υπερέβη τη μία [1] ώρα ημερησίως. Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει καταρχήν ότι η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση εκάστης συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής αλλά και τον όγκο της επιβατικής κινήσεως αυτής ανά λιμένα προσεγγίσεως. Αποδεικνύεται, όμως, περαιτέρω ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του ο ενάγων εργαζόταν, κατ’ εντολή του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου, πέραν του νόμιμου ωραρίου του, γεγονός, άλλωστε, που συνομολογεί και η εναγόμενη, η οποία παραδέχεται ότι του κατέβαλε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα και για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του το ισόποσο της υπερωριακής εργασίας του είκοσι τριών (23) ωρών ή αναλογία αυτών για τους μήνες που δεν απασχολούταν πλήρως. Τις αποδοχές αυτές, που αντιστοιχούν σε υπερωριακή απασχόληση σαράντα πέντε [45] περίπου πρώτων λεπτών της ώρας ημερησίως, η εναγομένη υπολόγιζε με βάση το ωρομίσθιο του ενάγοντος προσαυξημένο κατά ποσοστό 25% (192,44 € ÷ 23 ώρες = 8,37 €/ώρα). Την αμοιβή αυτή μάλιστα η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι του κατέβαλε ακόμη και τους μήνες που ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά ή τους μήνες κατά τους οποίους πραγματοποίησε λιγότερες ώρες υπερωριών. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε, αμφισβήτηση ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής του και ως προς το ύψος της αξιούμενης από την αιτία αυτή απαίτησής του εγείρεται εκ μέρους της εναγομένης, η οποία  υποστηρίζει ότι οι ώρες της υπερωριακής απασχόλησής του ήσαν λιγότερες και από τις επικαλούμενες αλλά και από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη, έχουν δε εξοφληθεί πλήρως με την καταβολή των ποσών που έλαβε για την αιτία αυτή ο ενάγων. Ως προς το ζήτημα αυτό, της χρονικής διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι αυτός κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο ΒS2 απασχολήθηκε κυρίως σε κάποιο από τα κυλικεία του πλοίου, επιφορτισμένος με το σερβίρισμα των επιβατών και την καθαριότητα του αντίστοιχου χώρου. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 22.4.2017 ο ενάγων εκτελούσε πράγματι νυκτερινή υπηρεσία στο μοναδικό διανυκτερεύον κυλικείο του πλοίου κατά το ωράριο 22:00 έως 06:00 και στη συνέχεια από τη λήξη της βάρδιάς του εκεί ήταν επιφορτισμένος με την εκτέλεση εργασιών καθαριότητας στις καμπίνες των επιβατών, απασχολούμενος πλέον ως «διαμεριστής», καθώς, κάθε ημέρα, σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε εκπονήσει ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, χρεωνόταν κυμαινόμενους ως προς τον αριθμό τους (από δεκαέξι [16] έως είκοσι έξι [26], πλην όμως, συγκεκριμένους κοιτώνες, τους οποίους έπρεπε να ευπρεπίζει, μεριμνώντας για την αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων και τον καθαρισμό τους, πάντοτε στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού του πλοίου (Πειραιά και Ρόδο αντίστοιχα) αλλά ακόμα και ενδιάμεσα, αν κατά τη διάρκεια του δρομολογίου συνέβαινε κάποια καμπίνα να κενωθεί, προκειμένου να παραδοθεί σε επόμενο επιβάτη. Κατά το υπόλοιπο του επιδίκου χρονικό διάστημα ο ενάγων εκτελούσε πρωινή εργασία σε κάποιο από τα εσωτερικά κυλικεία του πλοίου απασχολούμενος εκεί σε δύο [2] βάρδιες και, συγκεκριμένα, από 06:00 έως 11:30 (με ενδιάμεση διακοπή από 08:00 έως 09:30, οπότε τον αντικαθιστούσε επίκουρος θαλαμηπόλος) και από 16:00 έως 22:00 (με ενδιάμεση διακοπή από 18:00 έως 22:00, οπότε αντικαθίστατο και πάλι από επίκουρο θαλαμηπόλο). Μετά το πέρας της πρωινής βάρδιας του, όμως, ο ενάγων απασχολούταν και πάλι επί τετράωρο και πλέον με εργασίες καθαριότητας στους ίδιους όπως και παραπάνω χώρους. Τα ανωτέρω προκύπτουν από την ένορκη βεβαίωση του …………… και δεν ανατρέπονται από την ένορκη κατάθεση του …………, ο οποίος ανέφερε ότι μετά τη λήξη της βραδινής υπηρεσίας του ο ενάγων «…δε χρειαζόταν να απασχοληθεί σε άλλα πόστα γιατί ήταν ώρες ξεκούρασης και συνέχιζαν οι άλλες βάρδιες των θαλαμηπόλων…», ιδίως ενόψει του μη αμφισβητούμενης γνησιότητας ως εκδοθέντος από αυτόν «πλάνου καθαρισμού καμπινών» της 4ης.4.2016 και της 15ης.6.2016, που προσκομίζει ο ενάγων, όπου εμφανίζεται αυτός ως επιφορτιζόμενος με την υποχρέωση καθαρισμού συγκεκριμένου κάθε φορά αριθμού καμπινών επιβατών. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και ενόψει ιδίως α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, με τις προαναφερθείσες συχνές προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, που είχαν ως αποτέλεσμα περισσότερες εντός του ιδίου δρομολογίου εναλλαγές των επιβατών που χρησιμοποιούσαν τους κοιτώνες του, οι οποίοι έπρεπε να ευπρεπιστούν πριν παραδοθούν στον επόμενο χρήστη τους, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα του ενδίκου χρονικού διαστήματος χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσον κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσον και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της ειδικότητας του ενάγοντος και εντεύθεν της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, δ) του γεγονότος ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος και ε) της αυξημένης επιβατικής κίνησης ιδίως κατά τις θερινές περιόδους, κρίνεται ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου ΒS2 και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεως του επί δεκαπέντε (15) ώρες καθημερινώς, που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της Β έφεσης, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της Α έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακώς παρά μόνο για το χρόνο που αναγράφεται στις μισθοδοτικές της καταστάσεις και ότι έχουν εξοφληθεί οι συναφείς απαιτήσεις του, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος, πολύ δε περισσότερο καθόσον οι προπεριγραφείσες εργασίες του ενάγοντος δεν ήταν και κατά την κοινή λογική εφικτό να εκτελούνται εντός του ωραρίου απασχόλησής του στα κυλικεία του πλοίου. Το γεγονός, εξάλλου, ότι αυτό κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει οι προαναφερθέντες λόγοι των ενδίκων εφέσεων, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Σφάλμα, όμως, στο συγκεκριμένο αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης εντοπίζεται, αφενός, στο ύψος του απλής προσαύξησης (κατά ποσοστό 25%) του ωρομισθίου του ενάγοντος (8,38 € αντί του στις ΣΣΝΕ προβλεπόμενου 8,37 €), που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησής του και, αφετέρου στον αριθμό των καθημερινών ημερών και των Κυριακών για τις οποίες έγινε δεκτό ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακώς επί δωδεκάωρο. Πράγματι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι κατά τις Κυριακές και τις καθημερινές ο τελευταίος εργάστηκε επί τριακόσιες εβδομήντα οκτώ [378] ημέρες συνολικά, ενώ τούτο δεν αληθεύει, δεδομένου ότι ορισμένες από τις καθημερινές ημέρες του ενδίκου χρονικού διαστήματος ο ενάγων είτε δεν απασχολήθηκε στο πλοίο πέραν του οκταώρου, όπως συνέβη κατά τις ημέρες που προαναφέρθηκαν, κατά τις οποίες αυτό δεν εκτέλεσε δρομολόγια είτε δεν εργάστηκε καθόλου, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια των αδειών διανυκτέρευσης που έλαβε, περί των οποίων θα γίνει λόγος αναλυτικά πιο κάτω υπό στοιχ. VI της παρούσας. Συνεπώς, με βάση τις εν μέρει μόνον ορθές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τον αριθμό των ωρών της εργασίας του, διορθούμενες πλέον ως προς τα σημεία που προαναφέρθηκαν, ο ενάγων δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησής του: Α) Για τις τριακόσιες εξήντα έξι [366] καθημερινές ημέρες και Κυριακές του επιδίκου χρονικού διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακά και για τις, αντίστοιχες, συνολικά χίλιες τετρακόσιες εξήντα τέσσερις (366 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως = 1.464) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων διακοσίων πενήντα τριών ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (1.464 ώρες Χ 8,37 € το ωρομίσθιο = 12.253,68 €), από το οποίο αφαιρείται το συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (3.282,32 €), το οποίο έλαβε από την εναγομένη, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις της μισθοδοσίας του, συνομολογεί δε και ο ενάγων ήδη καθ’ υποφορά με την αγωγή του και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο για την αιτία αυτή ύψους οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (8.971,36 €) και Β) για τις ογδόντα τρεις (83) συνολικά ημέρες Σαββάτου και αργιών του ιδίου χρονικού διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακά και για τις συνολικά εννιακόσιες ενενήντα έξι (83 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως = 996) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (996 ώρες Χ 10,04 το ωρομίσθιο = 9.999,84 €), από το οποίο αφαιρείται το συνολικό χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (6.998,87 €), το οποίο έλαβε από την εναγομένη, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις της μισθοδοσίας του, συνομολογεί δε και ο ενάγων καθ’ υποφορά με την αγωγή του και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο για την αιτία αυτή ύψους τριών χιλιάδων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (3.000,97 €). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά της οφειλόμενης από την καταβληθείσα αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας, που ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσόν των ένδεκα χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (8.971,36 € + 3.000,97 € = 11.972,33 €). Στο (κατά τι υπέρτερο του ανωτέρω και ανερχόμενο συγκεκριμένα σε δώδεκα χιλιάδες τριακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και σαράντα δύο λεπτά [12.374,42 €]) ποσόν που για την αιτία αυτή η εκκαλουμένη έκρινε οφειλόμενο, καταλόγισε, κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της προταθείσας πρωτοδίκως εκ μέρους της εναγομένης ένστασης συμψηφισμού, το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων δεκατριών ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (4.513,63 €), το οποίο η τελευταία είχε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα καταβάλει τμηματικά στον ενάγοντα (δύο χιλιάδες διακόσια τριάντα εννέα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά [2.239,78 €] κατά το έτος 2016 και δύο χιλιάδες διακόσια εβδομήντα τρία ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτά [2.273,85 €] κατά το έτος 2017) ως «έκτακτες αμοιβές» του, δεχόμενο ειδικότερα ότι αυτό καταβλήθηκε «…ως αμοιβή για την εκτέλεση εργασίας καθ’ υπέρβασιν του νομίμου ωραρίου…» και συνάγοντας από τον πιο κάτω αναφερόμενο συμβατικό όρο ερμηνευτικό συμπέρασμα περί του ότι για τον καταλογισμό του εν λόγω χρηματικού ποσού στις αξιώσεις του ενάγοντος για αμοιβή υπερωριακής εργασίας υπήρχε ειδική συμφωνία των διαδίκων. Την κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττει ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της Β έφεσής του αιτιώμενος εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις από 24.3.2015 (προηγούμενης των επιδίκων), 11.3.2016 και 1.3.2017 προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και τις υπόλοιπες των επιδίκων άτυπες συμβάσεις του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω υπό στοιχ. IV της παρούσας αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Άλλωστε, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του αποτελούσαν ποσοστό επί των εισπράξεων των κυλικείων του πλοίου, διανεμόμενο μόνο μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαιτήσεως και όχι σε ολόκληρο το πλήρωμα, μολονότι, όπως δεν αμφισβητείται αλλά και αποδεικνύεται, η επίμαχη συμφωνία «συμψηφισμού» περιλαμβανόταν στις συμβάσεις όλων των απασχολούμενων σ’ αυτό ναυτικών ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ούτε προσδιορίστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των ως άνω εισπράξεων θα υπόκεινται (αυτά και όχι οποιαδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος πέραν των συμβατικώς προβλεπομένων. Άλλωστε, με βάση τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι κατέβαλε στον ενάγοντα τακτικά και μόνιμα αμοιβή για είκοσι τρεις (23) ώρες υπερωριακής εργασίας για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του, ακόμη κι αν αυτός δεν εργαζόταν για κάποιο μήνα υπερωριακώς ή απασχολούταν για λιγότερες ώρες, ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος επιτρέπει (και) την ερμηνευτική εκδοχή ότι στις πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα, κατά τον επόμενο μήνα εκείνου κατά τον οποίον έλαβε τόσο την αχρεώστητη υπερωριακή αμοιβή όσο και την ως άνω «έκτακτη αμοιβή», πραγματικές υπερωρίες του μπορούσε να καταλογιστεί όχι το ποσόν των «εκτάκτων αμοιβών» αλλά το καταβληθέν τον προηγούμενο μήνα ως «επίδομα υπερωριών» ποσό, που αντιστοιχούσε στις εν λόγω είκοσι τρεις (23) ώρες, κατά τις οποίες όμως ο ενάγων είτε δεν είχε εργαστεί υπερωριακώς είτε δεν τις είχε εξαντλήσει. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον, όπως πιο κάτω υπό στοιχ. VIII της παρούσας θα εκτεθεί, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαιτήσεως (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το συναφή βάσιμο λόγο της ένδικης Β έφεσης.

  1. VI. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3).

Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων επικαλέστηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των διαδοχικών ναυτολογήσεών του η εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρία του παρείχε μόνον δύο (2) διανυκτερεύσεις και, συγκεκριμένα ανά μία [1] τους μήνες Σεπτέμβριο του έτους 2016 και Ιούλιο του έτους 2017, έναντι των δεκαεννέα [19] συνολικώς αδειών που έπρεπε να λάβει, χωρίς μάλιστα να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση για κάθε μη παρασχεθείσα διανυκτέρευση και ζήτησε να αποζημιωθεί για δεκαεπτά (17) διανυκτερεύσεις τις οποίες στερήθηκε εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του και του επιδίκασε αποζημίωση ύψους εξακοσίων σαράντα επτά ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (647,41 €). Η κρίση του αυτή είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι από τα ίδια ως ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από το αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του Ε/Γ – Ο/Γ ΒS2 προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε, πλην εκείνων τις οποίες και ο ίδιος παραδέχεται (4.9.2016 και 9.7.2017), άδειες διανυκτέρευσης και στις 15.5.2016, 23.6.2016 και 12.9.2017. Μάλιστα, στις περιπτώσεις αυτές εξήλθε του πλοίου στον Πειραιά ημέρα Κυριακή, Πέμπτη και Τρίτη αντίστοιχα και δεν επανήλθε σ’ αυτό παρά μόνο μετά διήμερο κάθε φορά, επειδή κατά το μεσοδιάστημα το πλοίο ταξίδευε, με αποτέλεσμα να μην εργαστεί καθόλου την επόμενη της άδειας που κάθε φορά έλαβε. Το ίδιο συνέβη και στις 4.9.2016 και στις 9.7.2017, οπότε η απουσία του από το πλοίο λόγω αδείας διανυκτερεύσεως διήρκεσε επί διήμερο κάθε φορά. Επομένως, ο ενάγων για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του έτους 2016 και Σεπτέμβριο του έτους 2017 έλαβε τις προβλεπόμενες δύο [2] άδειες διανυκτέρευσης και δεν δικαιούται αποζημιώσεως, όπως συμβαίνει και για τους μήνες Σεπτέμβριο του έτους 2016 και Ιούλιο του έτους 2017, κατά τους οποίους εξαντλήθηκε η νόμιμη υποχρέωση της εναγομένης να του χορηγήσει μία [1] διανυκτέρευση για κάθε μήνα από αυτούς, μολονότι εκείνος παρέμεινε εκτός πλοίου επί διήμερο κάθε φορά. Αντιθέτως, ο ενάγων δεν έλαβε δεκατρείς [13] ακόμα άδειες διανυκτέρευσης, τις οποίες δικαιούτο και, συγκεκριμένα, ανά δύο [2] τους μήνες Απρίλιο και Οκτώβριο του έτους 2016 και Ιανουάριο, Μάρτιο και Ιούνιο του έτους 2017 και ανά μία [1] τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2016 και Αύγουστο του έτους 2017. Η εναγομένη ισχυρίζεται, βέβαια, ότι όλες οι νόμιμες διανυκτερεύσεις χορηγήθηκαν στο ενάγοντα, από αυτές όμως στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου καταγράφονταν μόνον εκείνες που χορηγούνταν στους ναυτικούς που απουσίαζαν από τους πλόες του πλοίου και τούτο «για λόγους ασφάλειας». Προς τον ισχυρισμό της δε αυτό συνάδει η κατάθεση του ως άνω μάρτυρα ανταποδείξεως, ο οποίος αναφέρει ότι «…οι διανυκτερεύσεις δίνονταν…όταν δεν έχουμε διανυκτέρευση στον Πειραιά δεν καταγράφεται προσωπικά στον καθέναν. Μένουν οι βάρδιες μέσα κι εμείς βγαίνουμε…». Από μόνη την κατάθεση, όμως, αυτή δεν κλονίζεται το αποδεικτικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών αλλά και για αποδεικτικούς λόγους.  Επομένως, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού των δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης, η οποία ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των εξακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα δύο λεπτών [(μισθός ενέργειας 1.157,99 € Χ 1/22 =) 52,64 € X 13 διανυκτερεύσεις = 684,32 €], από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν διακόσια σαράντα επτά ευρώ και τριάντα λεπτά (247.30 €), που του είχαν ήδη πριν την έγερση της αγωγής καταβληθεί, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο της απαιτήσεώς του από την αιτία αυτή να ανέρχεται σε τετρακόσια τριάντα επτά ευρώ και δύο λεπτά (684,32 € – 247,30 € = 437,02 €). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του προσδιόρισε το οφειλόμενο για την αιτία αυτή υπόλοιπο της σχετικής απαιτήσεως του ενάγοντος σε εξακόσια σαράντα επτά ευρώ και σαράντα ένα λεπτά (647,41 €), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό εν μέρει βάσιμο πέμπτο λόγο της ένδικης Α έφεσης.

VII. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 33 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ ή οι όροι της έχουν καταστεί περιεχόμενο της ατομική εργασιακής τους σύμβασης, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του, το επίδομα άδειας (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονων γραμμών (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι, όμως, για όσους λόγους αναλυτικά πιο κάτω υπό στοιχ. VIII της παρούσας θα εκτεθούν, το επίδομα ιματισμού (ΜονΕφΠειρ. 200/2016, ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ούτε ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός, αν αυτές δεν καταβάλλονται από τον εργοδότη του αλλά από τρίτον.

Εν προκειμένω, με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα το πλοίο ΒS2 εκτέλεσε 38,42 εξπρές δρομολόγια και με βάση ότι [με συνυπολογισμό στις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του (2.441,5 €) της αναλογίας των πρόσθετων αμοιβών [2.239,78 € για το έτος 2016 και 2.273,85 € για το έτος 2017] που του καταβάλλονταν «για εκτέλεση εργασίας καθ’ υπέρβασιν του νομίμου του ωραρίου»] οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος έφθαναν τις δύο χιλιάδες εξακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και δέκα λεπτά (2.628,10 €) για το έτος 2016 και τις δύο χιλιάδες επτακόσια είκοσι πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτά (2.725,70 €) για το έτος 2017, η εκκαλουμένη δέχθηκε περαιτέρω ότι η κατ’ άρθρο 33 των πιο πάνω ΣΣΝΕ πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για τα δρομολόγια αυτά ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτού (3.490,71 €), έναντι του οποίου αυτός είχε ήδη μέχρι την άσκηση της αγωγής λάβει δύο χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα ένα ευρώ και πέντε λεπτά (2.871,05 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των εξακοσίων δεκαεννέα ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (619,66 €), το οποίο και του επιδίκασε (καταψηφιστικώς μάλιστα, μολονότι το αίτημα που αφορούσε το αγωγικό αυτό κονδύλιο είχε μετατραπεί νομότυπα σε αναγνωριστικό).

Κατά της κρίσεως αυτής της εκκαλουμένης διαμαρτύρονται αμφότεροι οι εκκαλούντες αιτιώμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Συγκεκριμένα, επικαλούνται η μεν εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της Α έφεσής της, ο δε ενάγων με τον ταυτάριθμο λόγο της δικής του Β έφεσης, ότι λανθασμένα συνυπολογίστηκαν για τον προσδιορισμό της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής α) το επίδομα αδείας και β) η αναλογία των ως άνω «πρόσθετων αμοιβών» του ενάγοντος, καθώς και ότι έπρεπε να συνυπολογιστεί γ) το επίδομα ιματισμού και δ) ο μέσος όρος της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, αντιστοίχως. Από τις αιτιάσεις αυτές οι υπό στοιχ. α και γ είναι αβάσιμες, καθόσον για τον προσδιορισμό της επίδικης πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται το επίδομα άδειας του ναυτικού, όχι, όμως, το επίδομα ιματισμού. Αντιθέτως, κατά παραδοχή ως βάσιμων των ανωτέρω υπό στοιχ. β και δ αιτιάσεων, κρίνεται εσφαλμένος ο συνυπολογισμός, αφενός, της μηνιαίας αναλογίας των πρόσθετων αμοιβών που λάμβανε ο ενάγων, για τους λόγους που θα εκτεθούν αναλυτικά πιο κάτω υπό στοιχ. VIII της παρούσας και, αφετέρου, ο μη συνυπολογισμός του μέσου όρου της υπερωριακής απασχόλησής του, τον οποίο επίσης εσφαλμένα η εκκαλουμένη εξήγαγε με βάση τις ως άνω «πρόσθετες αμοιβές», οι οποίες όμως είχαν άλλη αιτία καταβολής και δεν δόθηκαν ως αντάλλαγμα της εργασίας του ενάγοντος καθ’ υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου του. Αντιθέτως, ορθός κρίνεται ο τρόπος καθορισμού του αριθμού των ενδίκων εξπρές δρομολογίων με βάση το σύνολο των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου για το υπόλοιπο, πλην των κατωτέρω περιόδων, επίδικο χρονικό διάστημα, τον οποίον υιοθέτησε η εκκαλουμένη (για τον τρόπο αυτό βλ. και ΜονΕφΠειρ. 215/2017, αδημ.), απορριπτομένου του συναφούς ισχυρισμού της εναγομένης, που προβάλλεται με το αντίστοιχο σκέλος του κρινόμενου τέταρτου λόγου της έφεσής της, ότι ο αριθμός αυτός έπρεπε να εξαχθεί κατόπιν αθροίσεως των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου σε εβδομαδιαία βάση, προεχόντως ως αλυσιτελούς, δεδομένου ότι ο επικαλούμενος τρόπος υπολογισμού δεν εκτίθεται ότι οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, ευμενέστερο για την εκκαλούσα. Ο υπολογισμός αυτός αφορά στις περιόδους κατά τις οποίες το πλοίο πραγματοποιούσε έως και πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό, κατά τα ειδικότερα πιο πάνω στην παρούσα εκτεθέντα, με αποτέλεσμα οι ώρες της πρόωρης αναχώρησής του να ανέλθουν σε εκατόν δεκατρείς περίπου (113,15), αντιστοιχούσες σε 14,14 δρομολόγια εξπρές (113,15 ÷ συντελεστή 8 = 14,14). Αντιθέτως, κατά το χρονικό διάστημα από 11.7.2016 έως και 28.8.2016 το πλοίο ΒS2 εκτελούσε επτά [7] κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, όπως περιγράφονται ανωτέρω, εκ των οποίων τα δύο [2] αποτελούν δρομολόγια εξπρές κατά την έννοια της § 5 του άρθρου 33 της οικείας ΣΣΝΕ. Τούτο σημαίνει ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα εκτελέστηκαν δεκατέσσερα τέτοια δρομολόγια (2 δρομολόγια Χ 7 εβδομάδες = 14). Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2017 έως 4.9.2017 το ίδιο πλοίο πραγματοποιούσε έξι [6] κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, όπως αυτά παραπάνω περιγράφονται, εκ των οποίων κατ’ εφαρμογή της αυτής ως άνω διατάξεως της οικείας ΣΣΝΕ ως εξπρές χαρακτηρίζεται το ένα [1], με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να ανέρχεται σε 10,28 (1 δρομολόγιο Χ 10,28 εβδομάδες = 10,28). Συνολικώς δε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εκτελέστηκαν, όπως ορθώς και πρωτοδίκως κρίθηκε, 38,42 δρομολόγια εξπρές (14,14 + 14 + 10,28 = 38,42). Επομένως, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που ισούται προς χίλια τετρακόσια ογδόντα έξι ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά [(12.253,68 € + 9.999,84 € =) 22.253,52 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του ÷ 449 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 μέρες/μήνα = 1.486,87 €) στο άθροισμα των λοιπών τακτικών και πάγιων αποδοχών του, όπως αυτές ανωτέρω υπό στοιχ. V της παρούσας προσδιορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα ενός ευρώ και σαράντα λεπτών [2.441,40 €], στο οποίο συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (2.441,40 € + 1.486,87 € = 3.928,27 €) και η αμοιβή που δικαιούται αυτός για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων τριάντα ευρώ και ογδόντα λεπτών (3.928,27 € Χ 1/30 Χ 38,42 = 5.030,80 €), από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσόν των δύο χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και πέντε λεπτών (2.871,05 €), κατά το οποίο ο ενάγων έχει εξοφληθεί, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμά της να πλήττεται, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί προς αυτόν οφειλόμενο για την ίδια αιτία το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν πενήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (5.030,80 € – 2.871,05 € = 2.159,75 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το βάσιμο συναφές σκέλος του τέταρτου λόγου της ένδικης Β εφέσεως.

VIII. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 εκάστης προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι  ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Ε αυτής συγκαταλέγονται και οι θαλαμηπόλοι, χρηματικό ποσό πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (56,50 €) ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του έθεσε ως βάση το χρηματικό ποσό, που αποτελούσε κατά τα ανωτέρω υπό στοιχ. V της παρούσας αναφερόμενα το σύνολο των ελαχίστων νομίμων αποδοχών του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (2.441,40 €), το οποίο προσαύξησε με το χρηματικό ποσό των εκατόν ογδόντα έξι ευρώ και εξήντα λεπτών (186,60 €) για το έτος 2016 και των διακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι λεπτών (284,20 €) για το έτος 2017, που αποτελούσαν το μέσο καθ’ έκαστο έτος όρο των καταβαλλόμενων, όπως δέχθηκε, πρόσθετων αμοιβών του ενάγοντος, περί των οποίων έγινε ήδη λόγος ανωτέρω και έτσι συνάθροισε μαζί με τα άλλα επιδόματα και το επίδομα αδείας, με τη ρητή παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, χωρίς, όμως, να συνυπολογίσει και το επίδομα ιματισμού, όπως ζητούσε ο ενάγων, με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή ότι αυτό δεν αποτελούσε παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της εργασίας του, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες οι συναφείς αιτιάσεις που εκατέρωθεν προβάλλονται με τα αντίστοιχα πρώτα εκάστου σκέλη του τρίτου λόγου καθεμιάς από τις ένδικες εφέσεις, όπου υποστηρίζονται τα αντιστοίχως ενάντια. Αντιθέτως, σφάλμα της εκκαλουμένης αποτελεί, κατά παραδοχή ως βασίμου του τρίτου λόγου της Α έφεσης κατά το συναφές δεύτερο σκέλος του, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου των παροχών που ο ενάγων έλαβε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ως πρόσθετες αμοιβές του, αφού, αν ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις, θα έπρεπε να δεχθεί ότι το συνολικό χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων δεκατριών ευρώ και εξήντα τριών λεπτών [2.239,78 € κατά το έτος 2016 + 2.273,85 € κατά το έτος 2017 = 4.513,63 €), το οποίο προηγουμένως, και πάλι εσφαλμένα, είχε καταλογίσει στις αξιούμενες υπερωριακές αποδοχές του ενάγοντος, δεν αποτελούσε αντάλλαγμα της παρασχεθείσας υπερωριακώς εργασίας του ούτε καταβλήθηκε σ’ αυτόν από την εργοδότρια εναγομένη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….», στην οποία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πωλήσεως από αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές κατά τα προεκτεθέντα στα μέλη του πληρώματος ενδιαιτήσεως, ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου. Έσφαλε ομοίως η εκκαλουμένη επειδή κατά τον υπολογισμό των αυτών ενδίκων επιδομάτων δε συνάθροισε στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ούτε το μέσο όρο της αμοιβής του ενάγοντος για την παροχή υπερωριακής εργασίας ούτε την αναλογία της μέσης αμοιβής του για τη συμμετοχή του σε δρομολόγια εξπρές, μολονότι, όπως κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκε, δέχθηκε άλλωστε και η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση, το πλοίο πραγματοποιούσε τακτικά κυκλικά δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση, πληρώντας τις προϋποθέσεις του άρθρου 33 των εφαρμοζόμενων εν προκειμένω ως άνω ΣΣΝΕ. Αντιθέτως, έπρεπε να προσδιορίσει το μέσο όρο της πρόσθετης αυτής αμοιβής του ενάγοντος στο χρηματικό ποσό των τριακοσίων τριάντα έξι ευρώ και δεκατριών λεπτών (5.030,80 € το σύνολο της πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος για τα εξπρές δρομολόγια του πλοίου ÷ 449 ημέρες συνολικής απασχόλησής του Χ 30 ημέρες/μήνα = 336,13 €) και να αθροίσει αυτό στις ως άνω ελάχιστες αποδοχές του ενάγοντος (2.441,40 €) πλέον του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής, όπως ανωτέρω ορθώς προσδιορίστηκε (1.486,87 €) και να καθορίσει τις πάγιες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος στο χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών (2.441,40 € + 1.486,87 € + 336,13 € = 4.264,40 €). Μη πράττοντας έτσι απέτυχε να υπολογίσει σωστά τα οφειλόμενα στον ενάγοντα υπόλοιπα των επιδομάτων δώρων εορτών στα οποία είχε αυτός δικαίωμα.

Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2016 το ποσόν των χιλίων τριακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών [4.264,40 € πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 2.132.20 € ÷ 15 = 142,14 € Χ 9,75 οκταήμερα (78 ημέρες ÷ 8) = 1.385,93 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει εξακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (664,67 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των επτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (1.385,93 € – 664,67 € = 721,26 €), Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2016 το ποσόν των τριών χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα έξι λεπτών [4.264,40 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 341,15 € Χ 9,95 δεκαεννεαήμερα (189 ημέρες εργασίας ÷ 19) = 3.394,46 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει χίλια πεντακόσια εβδομήντα τρία ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (1.573,57 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των χιλίων οκτακοσίων είκοσι ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (3.394,46 € – 1.573,57 € = 1.820,89 €), Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2017 το ποσόν των χιλίων τετρακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και σαράντα επτά  λεπτών [4.264,40 € πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 2.132.20 € ÷ 15 = 142,14 € Χ 10,50 οκταήμερα (84 ημέρες ÷ 8) = 1.492,47 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει επτακόσια είκοσι έξι ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (726,24 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των επτακοσίων εξήντα έξι ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (766,23 €) και Δ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017 το ποσόν των δύο χιλιάδων διακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών [4.264,40 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 341,15 € Χ 6,52 δεκαεννεαήμερα (124 ημέρες εργασίας ÷ 19) = 2.224,30 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει χίλια πενήντα τρία ευρώ και επτά λεπτά (1.053,07 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των χιλίων εκατόν εβδομήντα ενός ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (2.224,30 € – 1.053,07 € = 1.171,23 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα εννέα  ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (721,26 € + 1.820,89 € + 766,23 € + 1.171,23 € = 4.479,61 €).

IΧ. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και πιο πάνω υπό στοιχ. V της παρούσας σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.).

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της ένδικης Α έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας προηγήθηκε επανειλημμένη άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος περί ανυπαρξίας οικονομικών απαιτήσεών του κατ’ αυτής, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του, ενώ ουδέποτε την όχλησε για την εξόφλησή τους, αντιθέτως λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της και την αμοιβή του για την πέραν της νόμιμης υπερωριακή απασχόλησή του, παραλαμβάνοντας τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του χωρίς να διατυπώσει επ’ αυτών ποτέ οποιαδήποτε επιφύλαξη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και ο ερευνώμενος λόγος της Α έφεσης είναι απορριπτέος, πλην όμως με την ορθή αιτιολογία της νομικής αβασιμότητάς του, που θα ισχύσει μετά τη συνολική εξαφάνιση της εκκαλουμένης.

Χ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συστοίχως προς τις αγωγικές διακρίσεις, Α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των ένδεκα χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (11.972,33 €) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης και Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των επτά χιλιάδων εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (4.479,61 € + 2.159,75 € + 437,02 € = 7.076,38 €) ως διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές αλλά και ως αποζημίωση λόγω μη χορηγήσεως αδειών διανυκτέρευσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (14.9.2017), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΧΙ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Α έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των πέντε χιλιάδων  ευρώ (5.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.

ΧΙΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των ένδεκα χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (11.972,33 €) με το νόμιμο τόκο από την 15η.9.2017 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (7.076,38 €) με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως αμέσως ανωτέρω αφετήριο σημείο.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια τριακόσια ευρώ (1.300 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ