Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 203/2020

Περίληψη

Έφεση κατ’ αποφάσεως που απέρριψε αγωγή περί καταβολής εργολαβικής αμοιβής κατά το μείζον μέρος της ως παραγεγραμμένη. Σύμβαση επισκευής μηχανών πλοίου έναντι αμοιβής που συμφωνήθηκε να προσδιοριστεί μετά την ολοκλήρωση των εργασιών με κοινή συμφωνία των μερών για την εκκαθάριση της εργολαβικής σχέσης και αφού θα είχε προηγηθεί τιμολόγηση των εργασιών εκ μέρους της εργολάβου και έλεγχος αυτών εκ μέρους των εργοδοτών. Άρνηση των τελευταίων να αποπληρώσουν το υπόλοιπο της επικαλούμενης από την εργολάβο αμοιβής της. Ληξιπρόθεσμο έκτοτε της αξιώσεως της εργολάβου και έναρξη της παραγραφής, που συμπληρώθηκε με την άπρακτη παρέλευση ολόκληρου του επόμενου έτους. Γεγονός ανασταλτικό της παραγραφής που συνέβη σε χρονικό σημείο εκτός του τελευταίου εξαμήνου της διαδρομής της δεν επηρεάζει τη συμπλήρωσή της ούτε τη συνολική της διάρκεια. Η ένσταση της παραγραφής δεν αντιτάσσεται στο δανειστή παρά μόνον, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 281 ΑΚ, όταν συντρέχουν ειδικές συνθήκες, αναγόμενες σε προηγούμενες της επελεύσεως της παραγραφής υπαίτιες ενέργειες του οφειλέτη, που δημιούργησαν κατάσταση τέτοια που είχε ως συνέπεια τη δικαιολογημένη αποτροπή του ενάγοντος από την έγκαιρη άσκηση των αξιώσεών του. Η ζημία, περιουσιακή και ηθική, της ενάγουσας από την καταβολή εξόδων πλειστηριασμού που επισπεύστηκε από τρίτον δανειστή της για την ικανοποίηση προγενέστερων της επίδικης συμβατικής σχέσης αξιώσεών του και η συνεπεία αυτής τρώση της αξιοπιστίας της στις συναλλαγές δε συνδέονται αιτιωδώς με την άρνηση των εναγομένων να εξοφλήσουν το εριζόμενο υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής. Αβάσιμος λόγος έφεσης σχετικά με την επιβολή των δικαστικών εξόδων. Απορρίπτεται η έφεση χωρίς να θιγεί το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που εσφαλμένα επιδίκασε μέρος της παραγεγραμμένης απαιτήσεώς της στην ενάγουσα.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   203/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Η ένδικη από 12.10.2018 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../15.10.2018 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../16.10.2018), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 3735/2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε κατ’ ελάχιστο μέρος της την περί καταβολής εργολαβικής αμοιβής από 30.12.2014 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……./30.12.2014) της ήδη εκκαλούσας, απορρίπτοντας αυτήν κατά τα λοιπά ως παραγεγραμμένη, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ, εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη με επιμέλεια των εφεσιβλήτων επίδοση της εκκαλουμένης, που πραγματοποιήθηκε στις 23.9.2018, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……./2018 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό ……… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 15.10.2018 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Με την ένδικη αγωγή, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της, η ενάγουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης, δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα της επισκευής μηχανών ξηράς και θαλάσσης, υποστήριξε ότι κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ αυτής και του ομίλου εταιριών ……, του οποίου οι τρεις πρώτες εναγόμενες ναυτικές εταιρίες ήταν μέλη, ο δε τέταρτος εναγόμενος εμφανιζόταν ως ο διοικητής του, καταρτίστηκε στις 15.12.2010 άτυπη σύμβαση, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την εκτέλεση στο μηχανουργείο της εργασιών επισκευής εξαρτημάτων των μηχανών των πλοίων MJ, SJ και SJ2, που ανήκαν ανά ένα στην πλοιοκτησία των ως άνω ναυτικών εταιριών, αντί αμοιβής, για την οποία συμφωνήθηκε το μεν ακριβές ύψος της να προσδιοριστεί «εντός των λογικών και ειθισμένων πλαισίων που κινείται η ναυτική αγορά» μετά την ολοκλήρωση των εργασιών με κοινή συμφωνία και αφού θα είχε προηγηθεί η προτιμολόγησή τους από την ενάγουσα και η ολική εκκαθάριση της εργολαβικής σχέσης εκ μέρους των εναγομένων, η δε εξόφλησή της να γίνει εντός τεσσάρων το αργότερο μηνών από την ημερομηνία της εκκαθαρίσεως. Ότι το έργο εκτελέστηκε προσηκόντως και είχε παραδοθεί μέχρι τα τέλη του θέρους του έτους 2011, η δε ενάγουσα εξέδωσε τα αναφερόμενα στην αγωγή επτά [7] προτιμολόγια, πέντε [5] από τα οποία, συνολικού ύψους εκατόν πενήντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ (158.885 €) αφορούν το κοστολόγιο των εργασιών που εκτελέστηκαν για την επισκευή των μηχανών του πλοίου MJ και τα υπόλοιπα, ύψους αντιστοίχως δεκαεπτά χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα πέντε ευρώ (17.465 €) και δεκαέξι χιλιάδων πενήντα ευρώ (16.050 €) αφορούν ανά ένα [1] τις πραγματοποιηθείσες εργασίες επισκευής των μηχανών των έτερων δύο [2] πλοίων. Ότι η αμοιβή της έχει εξοφληθεί εν μέρει μόνον δια τμηματικών καταβολών, συνολικού ύψους ενενήντα έξι χιλιάδων τριάντα ευρώ (96.030 €), που έγιναν κατά τη διάρκεια των εργασιών και εξόφλησαν πλήρως το πρώτο προτιμολόγιο των εργασιών του πλοίου MJ και μερικώς το δεύτερο προτιμολόγιο του ιδίου πλοίου, όπως και το μοναδικό προτιμολόγιο που εκδόθηκε για τις εργασίες στο πλοίο SJ, καθώς και ότι το υπόλοιπο του εργολαβικού ανταλλάγματος που παρέμεινε ανεξόφλητο ανέρχεται σε εβδομήντα μία χιλιάδες τριακόσια πενήντα πέντε ευρώ (71.355 €) πλέον φόρου προστιθέμενης αξίας [ΦΠΑ] ύψους τριάντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα τριών ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (36.543,55 €) για το πλοίο MJ, οκτώ χιλιάδες εννιακόσια εξήντα πέντε ευρώ (8.965 €) πλέον ΦΠΑ ύψους τεσσάρων χιλιάδων δεκαεπτά ευρώ (4.017 €) για το πλοίο SJ και δεκαέξι χιλιάδες πενήντα ευρώ (16.050 €) πλέον ΦΠΑ ύψους τριών χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και πενήντα λεπτά (3.691,50 €) για το πλοίο SJ2. Ότι οι εναγόμενοι κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011, άλλοτε επιδεικνύοντας καθησυχαστική συμπεριφορά και υποσχόμενοι σύντομη εξόφληση και άλλοτε επικαλούμενοι προσχηματικά κακοτεχνίες κατά την επισκευή των μηχανών που είχε προηγηθεί, καθυστερούσαν υπαίτια να προβούν σε εκκαθάριση της εργολαβικής σχέσης και τούτο διήρκεσε μέχρι τις 31.5.2012, οπότε ο τέταρτος από αυτούς σε συνάντησή του με το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας του πρότεινε το χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) σε ολοσχερή εξόφληση της οφειλής των εταιριών του ως άνω ομίλου και τον απείλησε ότι σε περίπτωση μη αποδοχής της οικονομικής προσφοράς του θα προκαλούσε τη διακοπή λειτουργίας του μηχανουργείου της ενάγουσας. Ότι λόγω του φόβου που η απειλή αυτή εμποίησε στο νόμιμο εκπρόσωπό της η ενάγουσα δεν ενήργησε για την προστασία των δικαιωμάτων της και επιχείρησε να μεταπείσει τους αντιδίκους της, ο τέταρτος από τους οποίους σε νέα συνάντησή του με το νόμιμο εκπρόσωπό της στις 20.3.2013, μεταβάλλοντας στάση, υποσχέθηκε εκ νέου την εκκαθάριση των εκδοθέντων προτιμολογίων μέχρι το τέλος του έτους εκείνου, πράγμα όμως που δε συνέβη. Ότι συνεπεία της «οικονομικής εξαθλίωσης» στην οποία την οδήγησε η αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων η ενάγουσα δεν κατόρθωσε να εξοφλήσει τις συνολικού ύψους ενενήντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (93.944,69 €) χρηματικές απαιτήσεις του κατονομαζόμενου τρίτου, πρώην υπαλλήλου της, που προέρχονταν από την παροχή εξαρτημένης της εργασίας του στην επιχείρησή της κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1999 – 2000, για την ικανοποίηση των οποίων αυτός, αφού πέτυχε την τελεσίδικη επιδίκασή τους το έτος 2011 επέσπευσε εναντίον της αναγκαστική εκτέλεση το έτος 2013 και, προκειμένου να αποτρέψει τον πλειστηριασμό του ακινήτου της ιδιοκτησίας της, στο οποίο στέγαζε το μηχανουργείο της, αναγκάστηκε να διακανονίσει την αποπληρωμή του ως άνω δανειστή της σε δόσεις, υποστάσα έτσι, αφενός, περιουσιακή ζημία, αφού κατέβαλε χρηματικό ποσό οκτώ χιλιάδων εξακοσίων πενήντα πέντε (8655 €) ως έξοδα εκτελέσεως και, αφετέρου, ηθική βλάβη, επειδή τρώθηκε η φήμη και η αξιοπιστία της στην ναυτική αγορά του Πειραιώς λόγω της αδυναμίας της να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, στην οποία περιήλθε εξαιτίας της δόλιας συμπεριφοράς των εναγομένων, που είχαν εξαρχής λάβει την απόφαση να μην αποπληρώσουν το εργολαβικό αντάλλαγμα και κατά τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν στης σύναψης της ένδικης σύμβασης εμφάνισαν τις εταιρίες του ομίλου ……. ως φερέγγυες και οικονομικά εύρωστες, ενώ τούτο δεν ήταν αληθές, όπως αποδείχθηκε κατά την εξέλιξη των γεγονότων. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη περαιτέρω τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ, ζήτησε η ενάγουσα, όπως το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημά της μετατράπηκε πρωτοδίκως παραδεκτώς σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί Α] η εις ολόκληρον μετά του τετάρτου εναγομένου ευθύνη 1] της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του πλοίου MJ, στην καταβολή εκατόν επτά χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών, που αντιστοιχεί στο ανεξόφλητο υπόλοιπο του ανταλλάγματος για την επισκευή των μηχανών του πλοίου της συμπεριλαμβανομένου του ανάλογου ΦΠΑ των προτιμολογίων της (71.355 € + 36.543,55 € = 107.898,55 €), 2] της δεύτερης εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του πλοίου SJ, στην καταβολή δώδεκα χιλιάδων ογδόντα δύο ευρώ (12.082 €), που αντιστοιχεί στο ανεξόφλητο υπόλοιπο του ανταλλάγματος για την επισκευή των μηχανών του πλοίου της συμπεριλαμβανομένου του ανάλογου ΦΠΑ του προτιμολογίου της (8.965 € +  4.017 € = 12.082 €) και 3] της τρίτης εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του πλοίου SJ2, στην καταβολή δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα ενός ευρώ και πενήντα λεπτών, που αντιστοιχεί στο συνολικώς ανεξόφλητο αντάλλαγμα για την επισκευή των μηχανών του πλοίου της συμπεριλαμβανομένου του ανάλογου ΦΠΑ του προτιμολογίου της (16.050 € + 3.691,50 € = 19.741,50 €), καθώς και  Β] η εις ολόκληρον ευθύνη απάντων των εναγομένων στην καταβολή χρηματικού ποσού σαράντα τριών χιλιάδων εξακοσίων πενήντα πέντε ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνεται η περιουσιακή ζημία που υπέστη από την καταβολή των εξόδων του πλειστηριασμού που προαναφέρθηκε και το αξιούμενο προς αποκατάσταση της ηθικής της ζημίας χρηματικό ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (8.655 € + 35.000 € = 43.655 €). Για όλα τα ανωτέρω κονδύλια η ενάγουσα αξίωσε νόμιμους τόκους, την αφετηρία των οποίων προσδιόρισε για μεν τα υπό στοιχεία Α 1 έως 3 ανωτέρω στις 20.7.2013, δηλαδή μετά την παρέλευση τετραμήνου από την 20η.3.2013, χρονικό σημείο μέχρι το οποίο ανέμενε την εκ μέρους των εναγομένων εκκαθάριση των εργασιών τις οποίες είχε πραγματοποιήσει και τον προσδιορισμό του ύψους της αμοιβής της, όπως κατά τους ισχυρισμούς της είχε υποχρέωση με βάση τη σύμβαση και την καλή πίστη, για δε το υπό στοιχείο Β ανωτέρω στις 16.3.2013, οπότε διακανόνισε την οφειλή της προς τον επισπεύδοντα την ως άνω αναγκαστική εκτέλεση τρίτο – δανειστή της, ενώ επικουρικώς τοποθέτησε την έναρξη της νόμιμης τοκοφορίας στο χρόνο επιδόσεως της ένδικης αγωγής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη, παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη, όμως, μόνο στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ενώ την απέρριψε κατά τη βάση της που επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, που θεώρησε ότι δεν εύρισκαν έδαφος εφαρμογής εν προκειμένω, χωρίς ως προς την κρίση του αυτή να διατυπώνεται μομφή. Περαιτέρω, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη ως προς το ποσό του πέμπτου προτιμολογίου της ενάγουσας, που ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ (3.950 €), το οποίο και επιδίκασε αναγνωριστικώς σε βάρος μόνον της πρώτης εναγόμενης, ενώ κατά τα λοιπά απέρριψε αυτήν ως αβάσιμη όσον αφορά τις αδικοπρακτικές αξιώσεις της ενάγουσας στο σύνολό τους και ως αναπόδεικτη τόσο ως προς τον τέταρτο εναγόμενο όσο και ως προς τα κονδύλια που αντιστοιχούσαν στο ΦΠΑ της αμοιβής της ενάγουσας, για την οποία δέχθηκε ότι δεν είχε εκδώσει ισόποσα τιμολόγια, ενώ, κατ’ αποδοχή σχετικής ένστασης, έκρινε παραγεγραμμένες όλες τις λοιπές συμβατικές απαιτήσεις της ενάγουσας με την παραδοχή ότι αυτές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές την 1η.1.2012 και μέχρι την επίδοση της αγωγής είχε συμπληρωθεί η ενιαύσια παραγραφή που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 289 αρ. 3 και 291 εδαφ. α ΚΙΝΔ. Κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει ήδη η ενάγουσα και επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί με την υπό κρίση έφεση την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της αγωγής της, προκειμένου να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολό της.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 533 § 1 και 534 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως και των λόγων της ερευνά την ουσιαστική βασιμότητα αυτών και, αν πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό που προσκομίζεται ενώπιόν του στο σύνολό του, δηλαδή τόσον τα, παραδεκτά και νόμιμα, αποδεικτικά μέσα που είχαν με επίκληση προσκομισθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσον και εκείνα που υπό τους όρους του άρθρου 529 ΚΠολΔ παραδεκτώς προσκομίζονται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 102/2010, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, 1855/2006, ΔιΜΕΕ 2007/283 = ΔΕΕ 2007/1347, ΑΠ 1440/2005, Δνη 2006/155, ΜονΕφΠειρ. 533/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 115, αρ. 2, σελ. 273). Επομένως, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, ειδικότερος λόγος αυτής περί εσφαλμένης μη λήψεως υπόψη εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ορισμένου αποδεικτού μέσου, ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, του οποίου γίνεται επανεπίκληση και επαναπροσκομιδή, αποβαίνει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού σε κάθε περίπτωση το εφετείο έχει και χωρίς ειδικό παράπονο την υποχρέωση καθολικής επανεκτίμησεως των αποδείξεων, της οποίας η παραβίαση κατά την κατάστρωση της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού του συλλογισμού ιδρύει τον από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως (ΟλΑΠ 42/2002, ΕΕΔ 2003/425 = Δνη 2003/375). Κατ’ ακολουθίαν, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα, πέραν των λοιπών αιτιάσεων που επί της ουσίας προβάλλει, μέμφεται την εκκαλουμένη, επειδή δεν έλαβε υπόψη της τρεις [3] ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες είχε παραδεκτώς με επίκληση προσκομίσει πρωτοδίκως είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί και τούτο ανεξαρτήτως του ότι από τις ουσιαστικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης προκύπτει ότι οι βεβαιώσεις αυτές, μολονότι εκ προφανούς παραδρομής δεν μνημονεύονται με τα προσδιοριστικά εκάστης στοιχεία στο εισαγωγικό του αποδεικτικού μέρους τμήμα της, ελήφθησαν εντούτοις υπόψη, αφού από τις μαρτυρίες των εν λόγω βεβαιωσάντων και, συγκεκριμένα, των ………… το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξήγαγε αποδεικτικό πόρισμα.

  1. IV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως ……….., που ελήφθη στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του, των με αριθμούς ……… τριών [3] ενόρκων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Χανίων Κρήτης …… η πρώτη και της Συμβολαιογράφου Κρωπίας Αττικής ……… οι λοιπές βεβαιώσεων των, αντιστοίχως, ……….., που ελήφθησαν με την επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. τις με αριθμούς .………οκτώ [8] εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …… και των με αριθμούς …… τριών [3] ενόρκων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων των, αντιστοίχως, . .. ………., που ελήφθησαν με την επιμέλεια των εναγομένων κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./10.10.2017 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), οι οποίες όλες (μαρτυρική κατάθεση και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, μεταξύ των οποίων και φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711), τα οποία οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (ΑΠ 1628/2003, Δνη 2004/723), έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, πλήρως αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Κατά τον επίδικο χρόνο (έτη 2010 – 2013) η ενάγουσα, εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………», από της συστάσεώς της το έτος 1984 δυνάμει του με αριθμό …/31.1.1984 συμβολαιογραφικού εγγράφου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ….. με έδρα στον Πειραιά και αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση παντός είδους μηχανουργικών και μηχανολογικών εργασιών σχετικών με την επισκευή και συντήρηση μηχανών πλοίων, διατηρούσε προς τούτο μηχανουργείο επί της οδού ……. στην έδρα της και απασχολούσε προσωπικό αποτελούμενο από τεχνίτες συναφών ειδικοτήτων, ενώ οι εναγόμενες εταιρίες (ναυτικές εταιρίες του Ν. 959/1979 με έδρα στον Πειραιά) ήσαν, όπως δεν αμφισβητείται, πλοιοκτήτριες η μεν πρώτη («…. .») του πλοίου MJ, η δεύτερη («…….») του πλοίου SJ και η τρίτη («……..») του πλοίου SJII, τα οποία άπαντα είχαν νηολογηθεί στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντες αριθμούς εγγραφής, αντιστοίχως, ……… Κατά τον ίδιο χρόνο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας ήταν ο εκ των ιδρυτών της ………, μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού, ενώ τις εναγόμενες ναυτικές εταιρίες εκπροσωπούσε νόμιμα ο πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου …….., όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου ………. έξι [6] έγγραφες βεβαιώσεις της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιριών της Διεύθυνσης Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Κλάδου Ναυτιλιακής Πολιτικής του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Οι εταιρίες αυτές ήσαν μέλη του ομίλου …………., με τον οποίο είχε αδιευκρίνιστη σχέση ο γεννηθείς το έτος 1932 τέταρτος εναγόμενος …………., για τον οποίο η μεν ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατείχε διευθυντική θέση, ενώ οι εναγόμενες ναυτικές εταιρίες υποστηρίζουν ότι ήταν εξωτερικός συνεργάτης του ομίλου και οικονομικός του σύμβουλος. Ενδιαφερόμενες για την τακτική συντήρηση και την επισκευή των πλοίων τους οι εναγόμενες ναυτικές εταιρίες προήλθαν περί τα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2010 σε διαπραγματεύσεις με την ενάγουσα, προκειμένου αυτή να αναλάβει έναντι αμοιβής την εκτέλεση μηχανουργικών και μηχανολογικών εργασιών επισκευής των μηχανών των παραπάνω πλοίων. Στα πλαίσια αυτά η ενάγουσα υπέβαλε στις 7.12.2010 τη με αριθμό …/10 έγγραφη προσφορά για την εκτέλεση τέτοιων εργασιών στις μηχανές του πλοίο MJ της πρώτης εναγομένης, την οποία απηύθυνε προς τον όμιλο «……….» και την έθεσε υπόψη του τέταρτου εναγομένου ως γενικού διευθυντή του και του ………, ως επικεφαλή της τεχνικής διεύθυνσής του. Στην προσφορά αυτή περιγράφονται είκοσι μία [21] εργασίες σχετικές κυρίως με την εξάρμωση, τον καθαρισμό (και την αντικατάσταση όσων είχαν υπερβεί τα προβλεπόμενα όρια φθοράς) των πωμάτων, των εμβόλων, των βάκτρων, των χιτωνίων και των κουζινέτων της κύριας μηχανής του πλοίου, τύπου ruston, το λύσιμο των υψηλής πίεσης αντλιών του καυσίμου, των μπεκ και των εξαεριστικών βαλβίδων, την επιθεώρηση των ελαστικών συνδέσμων στήριξης της βάσης της μηχανής, τον καθαρισμό της ελαιολεκάνης και των ψυγείων, τον καθαρισμό των φίλτρων αέρος λαδιού καυσίμου, καθώς και την εξάρμωση, συντήρηση και επανατοποθέτηση του υπερπληρωτή και του ρυθμιστή στροφών, οι οποίες κοστολογούνται στο συνολικό χρηματικό ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων ευρώ (47.000 €). Στην προσφορά αυτή δεν περιελήφθησαν μηχανουργικές κατασκευές. Ο όμιλος ……., ενεργώντας για λογαριασμό των εναγόμενων εταιριών υπέβαλε «αντιπροσφορά» (άρθρο 191 εδαφ. β ΑΚ) επιδιώκοντας τη μείωση του κόστους των ως άνω εργασιών κατά ποσοστό 50% επικαλούμενη ότι διέθετε το προσωπικό και την τεχνογνωσία για την εξάρμωση των προς επισκευή εξαρτημάτων των μηχανών των παραπάνω πλοίων και χρειαζόταν τις υπηρεσίες της ενάγουσας μόνο κατά τη φάση της επισκευής τους στο μηχανουργείο της. Η νέα αυτή πρόταση συζητήθηκε σε συνάντηση στα γραφεία του ομίλου …, που πραγματοποιήθηκε στις 15.12.2010 με τη συμμετοχή των νομίμων εκπροσώπων των αντίδικων εταιριών ……….. και …….., καθώς και του τέταρτου εναγομένου με την ιδιότητα του συνεργάτη των πλοιοκτητριών εταιριών, όπως και του ………, υπεύθυνου κατά τον Διεθνή Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM) για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων που προαναφέρθηκαν (DPA) και μέλους της διοίκησης των εναγόμενων εταιριών. Κατά τη συνάντηση αυτή η ενάγουσα ανέλαβε την εκτέλεση εργασιών επισκευής εξαρτημάτων των μηχανών του πλοίου MJ της πρώτης εναγομένης, που θα πραγματοποιούνταν στο μηχανουργείο της και όχι επί του πλοίου, ενώ η αμοιβή της δεν καθορίστηκε επακριβώς, αφού συμφωνήθηκε, αφενός ότι κατά την εξέλιξη των εργασιών η ενάγουσα θα λάμβανε προκαταβολές έναντι της συνολικής αμοιβής της, ενώ το τελικό χρηματικό ποσό που θα λάμβανε ως εργολαβικό αντάλλαγμα θα προσδιοριζόταν σύμφωνα με τις ειθισμένες στην αγορά αμοιβές μετά την ολοκλήρωση των εργασιών με κοινή συμφωνία υπογραφόμενη από τους νόμιμους εκπροσώπους των μερών και αφού θα είχε προηγηθεί η προτιμολόγηση από την ενάγουσα των εργασιών που θα είχε αποπερατώσει και ο έλεγχος αυτών από τους υπεύθυνους του εργοδότη, προκειμένου να κοστολογηθούν και από αυτόν οι εργασίες που θα είχαν εκτελεστεί. Μετά από τις ενέργειες αυτές ο από κοινού καθορισμός της αμοιβής της ενάγουσας συμφωνήθηκε ότι θα συνιστούσε εκκαθάριση της εργολαβικής σχέσης, ενώ ως χρόνος καταβολής του χρηματικού ποσού που κατ’ αυτόν τον τρόπο θα προσδιοριζόταν συνομολογήθηκε η χρονική περίοδος ενός τετραμήνου από την ημερομηνία της ως άνω εκκαθάρισης, προκειμένου, όπως είναι προφανές, να παρασχεθεί ισόχρονη πίστωση της εργολαβικής αμοιβής υπέρ του οφειλέτη. Οι συμβατικοί αυτοί όροι δεν αποτυπώθηκαν σε έγγραφο, όπως ευλόγως θα ανέμενε κανείς, ιδίως ενόψει του χρηματικού αντικειμένου της συμφωνίας, δεν αμφισβητούνται όμως από τους διαδίκους, επιβεβαιώνονται άλλωστε και από τις εκατέρωθεν μαρτυρίες. Υπό τα δεδομένα αυτά η συνεργασία των διαδίκων εταιριών δεν βασίστηκε στην ως άνω προσφορά, όπως οι τιμές της διαμορφώθηκαν κατόπιν της τροποποιητικής πρότασης του ομίλου ……., αφού δε συμφωνήθηκε ως κατ’ αποκοπή εργολαβικό αντάλλαγμα το χρηματικό ποσό ούτε της πρώτης (47.000 €) ούτε της δεύτερης (23.500 €). Μάλιστα κατά τη διάρκεια των εργασιών διαπιστώθηκε η ανάγκη εκτέλεσης μηχανουργικών κατασκευών, που δεν είχαν περιληφθεί στο με αριθμό …….. προταθέν κοστολόγιο, αφού χρειάστηκε να γίνει είτε κατεργασία των προς επισκευή εξαρτημάτων είτε κατασκευή νέων ανταλλακτικών τους. Πάντως, οι εργασίες επί των εξαρτημάτων των μηχανών του πλοίου MJ εκκίνησαν στις αρχές του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2011 και ολοκληρώθηκαν το μήνα Μάιο του ιδίου εκείνου έτους. Στα πλαίσια της συμβάσεώς της με την πρώτη των εναγομένων το μηχανουργείο της ενάγουσας, όπως δεν αμφισβητείται, χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση παρόμοιων εργασιών και επί εξαρτημάτων των μηχανών των πλοίων SJ της δεύτερης και SJII της τρίτης από αυτές, όπως και του πλοίου SR, που ανήκε στην πλοιοκτησία άλλης εταιρίας του ομίλου …… Όλες οι εργασίες αποπερατώθηκαν περί τις αρχές του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2011 και μέχρι τότε η ενάγουσα είχε λάβει έναντι της συνολικής αμοιβής της το χρηματικό ποσό των ενενήντα έξι χιλιάδων τριάντα ευρώ (96.030 €) ως εξής: α] μέχρι τις 10.6.2011, οπότε εκδόθηκε η προσκομιζόμενη έγγραφη απόδειξη που φέρει τις υπογραφές του ……… και του ……… της είχαν καταβληθεί τριάντα τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια τριάντα ευρώ (34.530 €) σε μετρητά χρήματα και πενήντα τρεις χιλιάδες ευρώ (53.000 €) σε επιταγές εκδόσεως της δεύτερης εναγόμενης και τρίτων, ενώ β] στις 12.8.2011, στις 19.8.2011, στις 9.9.2011 και στις 16.9.2011 έλαβε επιπλέον οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (8.500 €) συνολικά. Για τις εργασίες που εκτέλεσε η ενάγουσα εξέδωσε, σε συμμόρφωση με τον ανωτέρω συμβατικό όρο, επτά [7] προτιμολόγια, στα οποία κοστολόγησε αυτές και τα υπέβαλε προς έγκριση στον όμιλο «………» θέτοντάς τα υπόψη του τεχνικού του διευθυντή ….. Ειδικότερα, όσον αφορά τις εργασίες επισκευής των εξαρτημάτων των μηχανών του πλοίου MJ εξέδωσε: 1] το από 14.4.2011 προτιμολόγιο για ποσό εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ (74.185 €), 2] το από 14.5.2011 όμοιο για ποσό τριάντα χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ευρώ (30.480 €), 3] το από 3.6.2011 όμοιο για ποσό σαράντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα ευρώ (48.780 €), 4] το από 21.7.2011 όμοιο για ποσό χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €) και 5] το από 1.9.2011 προτιμολόγιο για ποσό τριών χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ (3.950 €), ενώ στις 6.6.2011 εξέδωσε δύο [2] ακόμη προτιμολόγια, το πρώτο για ποσό δεκαεπτά χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα πέντε ευρώ (17.465 €), που αντιστοιχούσε στις εργασίες που πραγματοποίησε για την επισκευή εξαρτημάτων των μηχανών του πλοίου SJ της δεύτερης εναγόμενης και το δεύτερο για ποσό δεκαέξι χιλιάδων πενήντα ευρώ (16.050 €), που αντιστοιχούσε στις εργασίες που αφορούσαν τα εξαρτήματα των μηχανών του πλοίου SJII της τρίτης εναγόμενης. Στο συνολικό ποσό των εκατόν πενήντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ (74.185 € + 30.480 € + 48.870 € + 1.400 € + 3.950 € = 158.885 €) των προτιμολογίων των εργασιών που σχετίζονται με το πλοίο MJ η ενάγουσα καταλογίζει τις προκαταβολές που έλαβε έως 10.6.2011 με αποτέλεσμα το υπέρ αυτής υπόλοιπο της αμοιβής της να ανέρχεται, κατά τους ισχυρισμούς της, σε εβδομήντα μία χιλιάδες τριακόσια πενήντα πέντε ευρώ (71.355 €) και να αφορά, μετά την εξόφληση του από 14.4.2011 προτιμολογίου, μέρος του από 4.5.2011 και το σύνολο των από 3.6.2011, 21.7.2011 και 1.9.2011 όμοιων, ενώ τις επόμενες προκαταβολές που έλαβε τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2011 καταλογίζει στην αμοιβή που υποστηρίζει ότι δικαιούται από τη δεύτερη εναγόμενη, σύμφωνα με το από 6.6.2011 σχετικό προτιμολόγιό της, το υπόλοιπο της οποίας προσδιορίζει σε οκτώ χιλιάδες εννιακόσια εξήντα πέντε ευρώ (17.465 € – 8.500 € = 8.965 €). Μάλιστα η ενάγουσα νομότυπα (μολονότι δε το μνημονεύει στην αγωγή της) προσκομίζει και ένα [1] «γενικό προτιμολόγιο», που απηύθυνε στον ίδιο ανωτέρω όμιλο και στο οποίο αναφέρονται τα ίδια, με τη διαφορά ότι σ’ αυτό συμπεριλαμβάνονται, αφενός, οι προκαταβολές του διμήνου Αυγούστου – Σεπτεμβρίου του έτους 2011 και, αφετέρου, οι χρεώσεις για τις εργασίες στο πλοίο SR συνολικού ύψους δεκαέξι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα ευρώ (16.870 €), που δεν αφορούν την παρούσα αντιδικία. Το έγγραφο αυτό φέρει ως ημεροχρονολογία εκδόσεώς του την 7.9.2011, όμως αυτή είναι εσφαλμένη, η δε αληθής πρέπει να εντοπιστεί μετά την 25η.9.2011, δεδομένου ότι στο κείμενό του γίνεται αναφορά, αφενός, στις προκαταβολές της 9ης και της 16ης.9.2011 και, αφετέρου, στην με αριθμό …. επιταγή της ………., που έφερε ημεροχρονολογία εκδόσεως αρχικώς την 20η.8.2011 και στη συνέχεια, κατόπιν συμφωνίας διαδοχικώς την 25η.9.2011 και την 30η.12.2011. Οι εναγόμενοι προσκομίζουν την από 16.9.2011 έγγραφη «έκθεση ελέγχου εργασιών και κόστους», την οποία υπογράφει ο ναυπηγός – μηχανικός ……….., που κατά το έτος εκείνο (2011) συνεργάστηκε με τις εναγόμενες ναυτικές εταιρίες για την οργάνωση των εργασιών επισκευής και συντήρησης των μηχανών των πλοίων τους και στον οποίο ανατέθηκε από τους …… και ……. ο πλήρης έλεγχος των εργασιών που είχε πραγματοποιήσει η ενάγουσα και η αξιολόγηση των προτιμολογήσεών της. Ο ελεγκτής εκτίμησε ότι το κόστος των εργασιών της ενάγουσας δεν υπερέβη τις ογδόντα χιλιάδες οκτακόσια ογδόντα πέντε ευρώ (80.885 €) για το πλοίο MJ, τις οκτώ χιλιάδες εξήντα πέντε ευρώ (8.065 €) για το πλοίο SJ και τις επτά χιλιάδες πενήντα ευρώ (7.050 €) για το πλοίο SJII και ότι το σύνολο της χρηματικής απαίτησής της ανερχόταν σε ενενήντα έξι χιλιάδες ευρώ (80.885 € + 8.065 € + 7.050 € = 96.000 €). Η έκθεση αυτή εγχειρίστηκε στις 16.9.2011 στον ……….., που βεβαιώνει ενόρκως ότι την παρέδωσε αυθημερόν στο νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης. Το γεγονός της άμεσης γνωστοποιήσεώς της στον ……… βεβαιώνουν ενόρκως και οι λοιποί μάρτυρες των εναγομένων. Με τη σύνταξη της ίδιας έκθεσης διαμορφώθηκε η άποψη και των εναγομένων ως προς το ύψος της τελικής αμοιβής της ενάγουσας και σύμφωνα με τα όσα είχαν συνομολογηθεί στις 15.12.2010 επήλθε η εκκαθάριση της εργολαβικής σχέσης, παρά το γεγονός της ουσιαστικής ασυμφωνίας τους, που προέκυψε από το ότι οι εργοδότες θεώρησαν την απαίτηση της ενάγουσας εξοφλημένη μετά τις προκαταβολές στις οποίες είχαν προβεί και τον έλεγχο του κόστους των εργασιών που η εργολάβος είχε πραγματοποιήσει. Με τον τρόπο αυτό κατέστη έκτοτε ληξιπρόθεσμη (άρθρο 323 ΑΚ) η αξίωση για την καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας, που πλέον, μετά την προβολή του ισχυρισμού των εργοδοτών της ότι την είχαν εξοφλήσει, δεν είχε λόγο να αναμείνει ούτε την επίτευξη κοινής συμφωνίας ούτε την παρέλευση του τετραμήνου της πιστώσεως του υπολοίπου της αμοιβής της, όπως θα συνέβαινε αν οι εναγόμενοι είχαν αποδεχθεί την ύπαρξη τέτοιου υπολοίπου, με αποτέλεσμα να είναι έκτοτε δυνατή η δικαστική επιδίωξη εκ μέρους της ενάγουσας της ικανοποίησης της αξιώσεως που υποστήριζε ότι έχει. Επειδή περιστατικά επαγόμενα κατά νόμο διακοπή της παραγραφής αυτής (έγερση αγωγής ή αναγνώριση της απαίτησης εκ μέρους εκάστου οφειλέτη) δεν μεσολάβησαν, η παραγραφή που άρχισε να διαδράμει στις 31.12.2011 συμπληρώθηκε στις 31.12.2012 (άρθρα 289 αρ. 3, 291 εδαφ. α ΚΙΝΔ, βλ. και Δ. Χριστοδούλου, Παραγραφή και αποσβεστική προθεσμία στο Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, σε Π. Παπανικολάου, Ζητήματα του Δικαίου της Παραγραφής, 2016, σελ. 865 – 931 [887]). Βέβαια, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε πριν την έναρξη της αντιδικίας οι εναγόμενοι της είχαν γνωστοποιήσει οποιαδήποτε έκθεση υπολογισμού του κόστους των εργασιών που είχε πραγματοποιήσει επί σκοπώ εκκαθαρίσεως της εργολαβικής σχέσης, καθώς και ότι η ως άνω από 16.9.2011 έκθεση συντάχθηκε μετά την έγερση της ένδικης αγωγής, για την ικανοποίηση αποδεικτικών αναγκών των εναγομένων, ενώ προς επίρρωση αυτών επικαλείται τη σύμπτωση του υπολογισθέντος κόστους με την αξία των μέχρι τότε (16.9.2011) προκαταβολών που είχε λάβει. Οι ισχυρισμοί αυτοί δε μπορούν να γίνουν δεκτοί, αφού αντικρούονται από τις μαρτυρίες των ενόρκως υπέρ των εναγομένων βεβαιωσάντων. Είναι βέβαια αληθές ότι η γνωστοποίηση της επίμαχης έκθεσης στην ενάγουσα δεν επιβεβαιώνεται και από έγγραφο αποδεικτικό μέσο, όπως ευλόγως θα ανέμενε κανείς από συνετούς συμβαλλομένους. Όμως, η έλλειψη τηρήσεως αποδεικτικού τύπου είναι χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς αμφοτέρων των πλευρών της παρούσας αντιδικίας, που δε μερίμνησαν ούτε τη συμφωνία της 15ης.12.2010 να αποτυπώσουν (από κοινού) εγγράφως ούτε την ως άνω έκθεση να επιδώσουν (οι εναγόμενοι) με τρόπο αποδεικτικά αξιόπιστο ούτε τις διαμαρτυρίες τους για την αντισυμβατική στάση των αντιδίκων τους (ιδίως η ενάγουσα) να περιλάβουν σε εξώδικα δικόγραφα επιδιδόμενα με δικαστικό επιμελητή. Την προσοχή του Δικαστηρίου δε διαλανθάνει ότι την ίδια ημέρα (16.9.2011), κατά την οποία φέρεται να λαμβάνει γνώση ο ……………. περί της αρνήσεως των εναγομένων να αποπληρώσουν το υπόλοιπο της αναφερόμενης στα προπαρατεθέντα προτιμολόγια της εταιρίας του αμοιβής, εκδίδεται η τελευταία χρονικά απόδειξη για την είσπραξη προκαταβολής από την εργολάβο, στο κείμενο της οποίας αναγράφεται ότι η πληρωμή λαμβάνει χώρα «έναντι εργασιών», χωρίς μνεία ούτε της πλήρους εξοφλήσεως ούτε οποιασδήποτε επιφυλάξεως, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει αν η εκεί προκαταβάλλουσα δεύτερη εναγόμενη είχε την πεποίθηση ότι δια της καταβολής αυτής εξοφλούσε τις υποχρεώσεις της. Όμως, για την έκδοση της συγκεκριμένης απόδειξης, όπως και όλων όσες προηγήθηκαν, πλην εκείνης της 10ης.6.2011, υπογράφει μόνος ο …………. και όχι ο νόμιμος εκπρόσωπος της οφειλέτριας. Αν αυτό είχε συμβεί θα μπορούσε να συναχθεί συμπέρασμα περί του ότι στις 16.9.2011 η δεύτερη εναγόμενη δεν είχε αποπληρώσει τις οφειλές της προς την εργολάβο και, λόγω της κοινής εκπροσωπήσεως όλων των εναγομένων ναυτικών εταιριών από το …………, περί του ότι οι οφειλέτριες δεν είχαν ακόμα εκκαθαρίσει την εργολαβική σχέση. Ακόμα όμως και αν ήθελε γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εκκαθάριση του λογαριασμού των διαδίκων δεν έγινε στις 16.9.2011 και, επομένως, η απαίτησή της δεν κατέστη τότε ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, με αποτέλεσμα να μην υπόκειται ακόμα σε παραγραφή, το συμπέρασμα περί παραγραφής της συμβατικής αξιώσεώς της ήδη πριν την έγερση της αγωγής της δε δύναται να παραλλάξει και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Αν υποτεθεί ότι η ενάγουσα κατά το μεταγενέστερο της αποστολής των προτιμολογίων της χρονικό διάστημα προσδοκούσε από τους εναγομένους να εκκαθαρίσουν τη δοσοληψία και τηρούσε προς τούτο στάση αναμονής, παρότι οι ίδιοι ολιγωρούσαν υπαίτια, όπως η ίδια ισχυρίζεται, με την πρόταση είτε αναληθών υποσχέσεων είτε προσχηματικών παραπόνων για την ποιότητα της εκτελεσθείσας εργασίας, η αναμονή αυτή έπρεπε να τερματιστεί στις 31.5.2012, όταν με βάση και πάλι τους δικούς της ισχυρισμούς, η ενάγουσα έλαβε γνώση και μάλιστα με άκομψο και εκβιαστικό, όπως υποστηρίζει, τρόπο, περί του ότι κατά την άποψη των εναγομένων δικαιούται μόνον είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €). Η προσφορά αυτή [και αν υποτεθεί ότι της έγινε από τον τέταρτο εναγόμενο] συνιστά αναμφίβολα και έτσι θα έπρεπε να εκληφθεί από τον ……………. στον οποίο απευθύνθηκε, εκκαθάριση της εργολαβικής σχέσης εκ μέρους των εναγομένων, με οικονομικό μεν αποτέλεσμα που δε συνέπιπτε βέβαια με τις προσδοκίες της ενάγουσας, με νομικό όμως αποτέλεσμα το ληξιπρόθεσμο της απαιτήσεώς της, την οποία μπορούσε (και θα έπρεπε) να είχε επιδιώξει έκτοτε δικαστικά, τουλάχιστον για το υπερβαίνον τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €) μέρος της ένδικης απαιτήσεώς της, αν θεωρούσε, όπως θα ήταν εύλογο, για το μέρος αυτό άσκοπη την παρέλευση τετραμήνου από την ημερομηνία της εκκαθαρίσεως. Υπό την εκδοχή αυτή η προθεσμία της ενιαύσιας παραγραφής αφετηριάστηκε στις 31.12.2012 και εξέπνευσε άπρακτη στις 21.12.2013, χωρίς να μεσολαβήσει άλλο διακοπτικό αυτής γεγονός. Ούτε βέβαια μπορεί να θεωρηθεί ως ανασταλτικό της παραγραφής γεγονός η υπόσχεση που έλαβε ο …………. από τον τέταρτο εναγόμενο σε νέα συνάντησή τους που πραγματοποιήθηκε στις 20.3.2013 ότι η εκκαθάριση της εργολαβικής σχέσης θα έχει περατωθεί έως το τέλος του έτους εκείνου (2013) και τούτο όχι μόνο διότι ο αγωγικός ισχυρισμός περί της συναντήσεως αυτής (και της σχετικής δόλιας υποσχέσεως) παρέμεινε αναπόδεικτος αλλά και επειδή, ακόμα και αν είχε αποδειχθεί, δεν θα επαγόταν κατά νόμο αναστολή της παραγραφής της απαιτήσεως της ενάγουσας, αφού δεν έλαβε χώρα εντός του τελευταίου εξαμήνου του χρόνου της παραγραφής (άρθρο 255 εδαφ. β ΑΚ, περί του ότι ανασταλτικό γεγονός που συμβαίνει σε οποιοδήποτε άλλο χρονικό σημείο της διαδρομής της παραγραφής δεν επηρεάζει ούτε αυτήν ως προς τη συμπλήρωσή της ούτε τη συνολική της διάρκεια βλ. ΕφΑθ. 2452/2006, ΕΕμπΔ 2007/358, ΕφΑθ. 2060/1989, Δνη 1991/592, Δ. Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 255, αρ. 9, σελ. 1383, Μ. – Χρ. Καλογερά, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, 1η έκδοση [1997], άρθρο 255, αρ. 5, σελ. 455 και αρ. 9, σελ. 456). Με βάση όσα προαναφέρθηκαν όταν δια της επιδόσεώς της στους εναγομένους (άρθρα 215 1 εδαφ. α και 221 § 1 στοιχ. γ) ασκήθηκε η ένδικη αγωγή στις 31.12.2014 (βλ. τις με αριθμούς …………. τέσσερις [4] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………), η συμβατική αξίωση της ενάγουσας, της οποίας η ικανοποίηση δι’ αυτής επιδιώχθηκε, ήταν ήδη παραγεγραμμένη στο σύνολό της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με διάφορες (εσφαλμένες και αντιφατικές) αιτιολογίες, που πάντως αντικαθίστανται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ) απέρριψε για τον ίδιο λόγο την αγωγή κατά το μείζον μέρος της, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της ένδικης έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα μέμφεται την πρωτόδικη κρίση, αντιστοίχως, για την παραδοχή της ένστασης παραγραφής και για την απόρριψη των δικών της αντενστάσεων περί αναστολής της και περί καταχρηστικής προβολής της. Ειδικώς για τον τελευταίο αυτό ισχυρισμό, η επί του οποίου σιωπηρά αποφατική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν αιτιολογήθηκε, πρέπει να σημειωθεί ότι ναι μεν η απαγόρευση από το νόμο (άρθρο 281 ΑΚ) της καταχρηστικότητας στη συμπεριφορά των κοινωνών του δικαίου αντιτάσσεται και κατά του δικαιώματος του εναγομένου προς πρόταση της ενστάσεως παραγραφής, η προβολή όμως της καταχρηστικότητας αυτής επιτρέπεται μόνον υπό ειδικές συνθήκες (ΑΠ 1207/1979, ΝοΒ 1980/701, ΕφΠειρ. 928/1994, Δνη 1996/377) και, συγκεκριμένα, όταν από τις προηγούμενες της επελεύσεως της παραγραφής υπαίτιες ενέργειες του εναγόμενου οφειλέτη δημιουργήθηκε κατάσταση τέτοια, που είχε ως συνέπεια τη δικαιολογημένη αποτροπή του ενάγοντος από την έγκαιρη άσκηση των αξιώσεων του, όπως όμως δε συμβαίνει εν προκειμένω, για όσους λόγους θα εκτεθούν εκτενέστερα πιο κάτω. Εδώ θα σημειωθεί μόνο ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε τη συνδρομή κατά το χρονικό διάστημα από 16.9.2011 έως 31.12.2012 λόγου ανασταλτικού της παραγραφής ούτε καν την επικαλούμενη από αυτήν παροχή εκ μέρους των εναγομένων αόριστων υποσχέσεων προς ικανοποίησή της, των οποίων δεν προέκυψε ούτε ο ακριβής χρόνος της παροχής τους ούτε το ειδικότερα περιεχόμενό τους, ενώ δεν αιτιολόγησε ούτε την παράλειψή της να εγείρει την ένδικη αγωγή ακόμα και όταν η τελευταία υπόσχεση που υποστηρίζει ότι έλαβε από τον τέταρτο εναγόμενο στις 20.3.2013 περί εξοφλήσεώς της εντός του έτους εκείνου αποδείχθηκε και αυτή αναληθής αλλά ολιγώρησε για λόγους που δεν (ισχυρίζεται ότι) αφορούν τους εναγομένους επί ένα [1] ακόμη έτος και μάλιστα υπό γενικότερες περιστάσεις που δημιουργούσαν ιδιαίτερη οικονομική πίεση σ’ αυτήν, όπως και πιο κάτω θα αναφερθεί. Να σημειωθεί, εξάλλου, ότι, μολονότι η σχετική πρωτοβάθμια κρίση είναι εσφαλμένη και η επιδικασθείσα απαίτηση έπρεπε για όσους λόγους εκτέθηκαν να απορριφθεί και αυτή ως παραγεγραμμένη, το κεφάλαιο της εκκαλουμένης κατά το οποίο έγινε δεκτή η αγωγή, δε θα θιγεί, εξαιτίας της δεσμεύσεως του παρόντος Δικαστηρίου τόσο από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της ένδικης εφέσεως όσο και από την αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσης του εκκαλούντος (ΑΠ 1344/2015, ΑΠ 261/2012, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 496/2010, ΧρΙΔ 2011/176 = ΝοΒ 2011/52, Ν. Νίκας, ο.π., § 115, αρ. 19, σελ. 286, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 522, αρ. 11, σελ. 183, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 287), αφού κατά το κεφάλαιό της αυτό η εκκαλούμενη απόφαση δεν εξεκλήθη από την εκκαλούσα ούτε προσβλήθηκε με έφεση από την πρώτη εναγόμενη.
  2. V. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει επιπλέον ότι οι εναγόμενοι αμέσως μετά την ολοκλήρωση του έργου που είχαν αναθέσει στην ενάγουσα αρνήθηκαν ρητά να αναγνωρίσουν την επικαλούμενη απαίτησή της να λάβει αμοιβή υπέρτερη του ύψους των γενόμενων ήδη προκαταβολών. Μάλιστα στην από 16.9.2011 «έκθεση ελέγχου εργασιών και κόστους» καταγράφονται συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους η απαίτηση της ενάγουσας αποκρούστηκε, σχέση έχοντες [και] με διπλές χρεώσεις, με απόκλιση της αξίας των εργασιών που προτάθηκε από τις ειθισμένες στη ναυτική αγορά τιμές, με χρεώσεις για μη εκτελεσθείσες πράγματι εργασίες και με τιμολόγηση αξίας εργαλειακού εξοπλισμού που δεν είχε περιληφθεί στην από 15.12.2010 σύμβαση. Ανεξαρτήτως της ουσιαστικής ορθότητας ή της αλήθειας των λόγων που προβλήθηκαν για να δικαιολογήσουν την άρνηση των εναγομένων, δεν προκύπτει πρόθεσή τους να φαλκιδεύσουν τα συμβατικά δικαιώματα της αντιδίκου τους ούτε να την αποτρέψουν από τη δικαστική διεκδίκηση των αξιώσεών της. Προκύπτει επομένως η γένεση μιας αστικής μόνον αντιδικίας, με εριζόμενο ζήτημα την αθέτηση ή μη μιας συμβατικής υποχρεώσεως, χωρίς αδικοπρακτικά χαρακτηριστικά, ενώ δεν αποδείχθηκε ούτε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι οι εναγόμενοι είχαν εξαρχής αποφασίσει να μην της καταβάλουν αμοιβή για τις εργασίες που θα εκτελούσε. Αντιθέτως, προέκυψε πλήθος προκαταβολών κατά τη διάρκεια υλοποίησης των επισκευών, που δεν θα έπρεπε να έχουν πραγματοποιηθεί αν ο ερευνώμενος ισχυρισμός αλήθευε. Επιπλέον, δε μπορεί να γίνει λόγος για εκβιαστική συμπεριφορά του τετάρτου εναγομένου, ιδίως ενόψει της προσεκτικής στην αγωγή διατύπωσης με την οποία η σχετική μομφή αποδίδεται σ’ αυτόν, ενεργούντα για λογαριασμό των εργοδοτριών ναυτικών εταιριών (: «… θα ενεργούσαν έτσι ώστε να προκαλέσουν το κλείσιμο του μηχανουργείου…»), η οποία επιτρέπει και την εκδοχή ότι οι εργοδότριες δεν θα ανέθεταν του λοιπού στην ενάγουσα την εκτέλεση νέων εργασιών σε πλοία του ομίλου στον οποίο ανήκαν, με δυσμενείς γι’ αυτήν οικονομικές συνέπειες. Σε κάθε περίπτωση, ούτε η ενάγουσα επικαλέστηκε ποια μέσα θα χρησιμοποιούσαν οι εναγόμενοι για την υλοποίηση της εξαγγελίας τους, ώστε να κριθεί αν ήσαν ικανά να προκαλέσουν φόβο στο νόμιμο εκπρόσωπο της εργολάβου, ώστε να παραλείψει εξ αυτού του λόγου την έγερση αγωγής ούτε αυτή καθαυτή η επικαλούμενη απειλητική συμπεριφορά αποδείχθηκε με ασφάλεια, αφού ο μάρτυρας αποδείξεως, που φέρεται αυτόπτης και αυτήκοος, επιβεβαιώνει μόνον τη συνάντηση της 31ης.5.2012 μεταξύ ………και …………., την οποία σημειωτέον οι εναγόμενοι αρνούνται, ενώ ως προς τα κατ’ αυτήν διαμειφθέντα αναφέρεται μόνο σε «απειλητικό ύφος» του δεύτερου και σε «απαξιωτική» πρότασή του, χωρίς ειδικότερες διευκρινίσεις. Τέλος, η καταβολή των εξόδων της εκτελέσεως που κατά το έτος 2013 επέσπευσε σε βάρος της πρώην εργοδότιδάς του ενάγουσας ο τρίτος ……….., κάτοικος Κορυδαλλού, για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής του παραχθείσας ήδη από το έτος 1999, όπως και η τρώση της εμπορικής φήμης και της αξιοπιστίας της καθ’ ης η εκτέλεση, που εμφανίστηκε να αδυνατεί να εκπληρώσει τις νόμιμες υποχρεώσεις της, κινδυνεύοντας ακόμη και με πλειστηριασμό του ακινήτου της επαγγελματικής της έδρας, επί των οποίων η ενάγουσα θεμελιώνει περιουσιακή και ηθική της βλάβη αποτελούν περιστατικά άσχετα με την εξέλιξη της συμβατικής σχέσης των διαδίκων και δε συνδέονται αιτιωδώς με αδικοπρακτική συμπεριφορά οποιουδήποτε από τους εναγομένους, αφού αιτία της καταβολής των εξόδων εκτελέσεως και της επισπεύσεως πλειστηριασμού, που δημιούργησε αρνητική ως προς τη φερεγγυότητα της ενάγουσας εικόνα, αποτέλεσε η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της προς τον ……….., η οποία ως γεγονός προϋπήρξε της συμβατικής σχέσης των διαδίκων. Επομένως, η εκκαλουμένη που με συνοπτικότερες αιτιολογίες απέρριψε στο σύνολό τους τις αδικοπρακτικές αξιώσεις της ενάγουσας ορθώς έκρινε και ο τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VΙ. Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλουμένης τη σχετική με την επιβολή της δικαστικής δαπάνης, παραπονούμενη για τον σε βάρος της καταλογισμό των δικαστικών εξόδων που αντιστοιχούσαν στο αντικείμενο της αγωγής της που απορρίφθηκε και, συγκεκριμένα, για την επιδίκαση υπέρ της δεύτερης των εναγομένων διακοσίων ευρώ (200 €), υπέρ της τρίτης από αυτούς τριακοσίων πενήντα ευρώ (350 €) και υπέρ του τετάρτου δύο χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (2.600 €), αιτιώμενη ότι τα υπέρ αυτού του τελευταίου έξοδα έπρεπε να συμψηφιστούν. Ο λόγος αυτός παραδεκτώς μεν κατ’ άρθρο 193 ΚΠολΔ προβάλλεται, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤριμΕφΑθ. 1891/2015, ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3080/2010, Δνη 2011/1068), όμως κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι, όπως στη διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ ορίζεται, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας (ΑΠ 859/2002, Δνη 2003/1290, ΕφΑθ. 798/2007, Δνη 2008/239). Άλλωστε, το χρηματικό αντικείμενο της αγωγής καθ’ εκάστου εναγομένου δικαιολογεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 58 § 3, 63 § 1 και 68 § 1 του Ν.4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (ΦΕΚ Α 208/27.09.2013), που ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων υπέρ εκάστου νικητή εναγομένου, ενώ λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 179 ΚΠολΔ (περί των οποίων βλ. ΑΠ 1034/2012, ΧρΙΔ 2013/46 = ΕφΑΔ 2013/256, ΤριμΕφΑθ. 1115/2017, ΤριμΕφΠειρ. 60/2015, ΤριμΕφΠειρ. 216/2014, ΤριμΕφΑθ. 4924/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 461/2010, ΕΠολΔ 2011/205, ΕφΑθ. 833/2009, Δνη 2010/1046, ΕφΑθ. 5540/2006, Δνη 2008/239) εν προκειμένω δε συνέτρεξε.

VΙΙ. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό, για την επιδίκαση των οποίων έχουν υποβάλει αίτημα, σε βάρος της εκκαλούσας, που ηττάται στη δίκη (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και, για τον ίδιο λόγο, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3735/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος  της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε επτακόσια ευρώ (700 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ