Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 212/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     212/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα και ενενήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 1 και 271 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, το τελευταίο από τα οποία εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ’ έφεση δίκη, συνάγεται ότι, αν ο εκκαλών δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη της κλήτευσής του και αν μεν δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, η έφεση απορρίπτεται. Ήτοι, πριν από την πιο πάνω έρευνα, πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιός από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευση του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (Α.Π. 549/2007, Α.Π. 441/2006, Eφ.Πειρ. 145/2009, ΕλλΔνη 2010, 211, Εφ.Αθ. 4422/2003, ΕλλΔνη 2004, 592, Εφ.Αθ. 1535/2001, Αρχ.Ν. 2001, 563). Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 Κ.Πολ.Δ.), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία, μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, συντελείται, κατά το άρθρο 498 Κ.Πολ.Δ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου, αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (Α.Π. 85/1994, ΕλλΔνη 1995, 346, Α.Π. 1207/1985, Νο.Β. 1986, 516, Μαργαρίτη σε Ερμ.ΚΠολ.Δ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, υπ’ άρθρο 518, αριθ. 5) και υποδηλώνει τη βούλησή του ότι επιθυμεί την εκδίκασή της, ενώ η μη επίδοσή της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου. Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε από τον εκκαλούντα, αλλά τυχαίως αυτός έλαβε γνώση της συζήτησης, δεν μπορεί να προσέλθει αυτοβούλως και να επιμείνει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην του εκκαλούντος, αν δεν τον έχει ο ίδιος κλητεύσει νομίμως και εμπροθέσμως, καθόσον ο προσδιορισμός δικασίμου της έφεσης με επιμέλεια του εκκαλούντος και η στη συνέχεια μεταμέλειά του για μη κλήτευση του εφεσίβλητου και μη παράσταση του ίδιου στη συζήτηση υποδηλώνει μεταμέλεια για συζήτηση της υπόθεσης, που ο ίδιος έθεσε σε κίνηση και επομένως η συζήτησή της θα ήταν αντίθετη προς τη θεμελιακή αρχή της διάθεσης (Α.Π. 658/1974, Νο.Β. 1975, 273, Εφ.Πειρ. 28/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μακρίδου στην Ερμ.Κ.Πολ.Δ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, έκδ. 2000, υπ’ άρθρο 272, αριθ. 1, Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 531, αριθ. 3).            Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της από 16-11-2018 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. …/16-11-2018 έφεσης της  ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας «……….» κατά της με αριθ. 3659/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά – που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 1-9-2015 και με ΓΑΚ …. και ΑΔΚ ../3-9-2015 αγωγής του εφεσίβλητου ……… εναντίον της ανωτέρω εκκαλούσας – όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, η εκκαλούσα δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, είτε με την εμφάνιση και παράσταση αυτής στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, είτε με την κατάθεση έγγραφης δήλωσης, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις, ενώ ο εφεσίβλητος παραστάθηκε νόμιμα δια της προαναφερόμενης πληρεξούσιας δικηγόρου του. Από το αντίγραφο της άνω έφεσης, με την κάτω από αυτήν με Γ.Α.Κ. … και ΕΑΚ …../16-11-2018 πράξη προσδιορισμού δικασίμου, η οποία γράφηκε στο σχετικό πινάκιο με αριθμό 3, σύμφωνα με τα άρθρα 498 παρ. 1 εδ. α’ και 2 εδ. β’ και 226 παρ. 2 και 3 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι, με μέριμνα της πληρεξούσιας δικηγόρου της εκκαλούσας ………., ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (10-10-2019, ημέρα Πέμπτη και ώρα 11:00, στο ακροατήριο του Εφετείου Πειραιά, στον γ’ όροφο, αίθουσα 307). Πλην όμως δεν προκύπτει ότι στη συνέχεια η εκκαλούσα επιμελήθηκε για τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εφεσίβλητου για συζήτηση της έφεσης κατά την ως άνω δικάσιμο, αλλά ούτε και ότι ο εφεσίβλητος επέδωσε στην εκκαλούσα αντίγραφο της έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση αυτής για την ως άνω δικάσιμο, παράλειψη που επιβεβαίωσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του, κατόπιν τηλεφωνικής πρόσκλησής της από το Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου κατ’ άρθρο 227 Κ.Πολ.Δ. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, εφόσον η εκκαλούσα δεν επέδωσε στον εφεσίβλητο αντίγραφο της ως άνω έφεσης, αλλά ούτε και ότι ο εφεσίβλητος επέδωσε την άνω έφεση προς την εκκαλούσα, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, ελλείψει κλήτευσης της εκκαλούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 16-11-2018 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …./16-11-2018 έφεσης κατά της με αριθ. 3659/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου του εφεσίβλητου.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ