Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 218/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως  218/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα E.T..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

            Ι. Εισάγονται προς συζήτηση οι από 19.11.2018 (ΓΑΚ …/2018  ΕΑΚ ../2018), από 20.11.2018 (ΓΑΚ ../2018, ΕΑΚ ../2018) και από 12.6.2019 (ΓΑΚ……./2019 ΕΑΚ …/2019)  εφέσεις του ενάγοντος,  της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων, αντιστοίχως,  κατά της υπ΄αριθ. 2878/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (αρθ. 591, 614, 621-622 ΚΠολΔ), την ενώπιόν του ασκηθείσα από  από 28.12.2015  (ΓΑΚ …/2015 ΕΑΚ …./2015) αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων. Οι εφέσεις, που πρέπει να συνεκδικασθούν (246 ΚΠολΔ)  διότι πλήττουν την ίδια απόφαση, έχουν ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου και εμπροθέσμως, εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, επίδοση της οποίας δεν προκύπτει. Πρέπει, επομένως,  να γίνουν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 παρ. 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙ. H εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την  προαναφερόμενη αγωγή, με την οποία ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, εργαζόμενος ως Ναύτης στο πλοίο “ΠΕ”, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης,  του οποίου τον εφοπλισμό ανέλαβε από 27.6.2015 η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη, προς την οποία το πλοίο μεταβιβάσθηκε ως επιχείρηση άλλως περιουσία, στις 24.11.2015, ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων απολύθηκε, ζήτησε, μετά παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος 1) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εκάστη εις ολόκληρον, να του καταβάλουν  για υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής του χρονικού διαστήματος από 22.3.2014 έως 11.01.2015 και από 30.01.2015 έως 26.6.2015, το συνολικό ποσό των (15.277,77 +4.156,48=) 19.434,25 ευρώ, η πρώτη ως πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου και η δεύτερη σύμφωνα με το άρθρο 207 του ΚΙΝΔ και επικουρικά  κατ΄άρθρο 479 ΑΚ και να αναγνωρισθεί ότι οι προαναφερόμενες υποχρεούνται, εκάστη εις ολόκληρον, να του καταβάλουν, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητες, ειδικά δε για το διάστημα από 27.6.2015 έως 24.11.2015, η πρώτη με την ιδιότητα της κυρίας του πλοίου και η δεύτερη της εφοπλίστριας, για υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής των αναφερόμενων χρονικών διαστημάτων, συνολικό ποσό 8.246,56 ευρώ, για πρόσθετη αμοιβή έχμασης οχημάτων ολόκληρου του ένδικου χρονικού διαστήματος ποσό 11.181,91 ευρώ και για διαφορές δώρων εορτών όλου του επίδικου χρονικού διαστήματος, ποσό 6.413,49 ευρώ,  όλα τα  ποσά νομιμοτόκως από  την ημέρα που έκαστο επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την απόλυσή του άλλως από την επίδοση της αγωγής.  Ειδικότερα, η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή, κατά το μέρος της που αναφερόταν σε εφαρμογή των διατάξεων 205, 207 ΚΙΝΔ και ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την από το άρθρο 479 ΑΚ αξίωση (κεφάλαια της εκκαλουμένης για τα οποία δεν υπάρχουν λόγοι εφέσεως) και δέχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη ως εφοπλίστρια του πλοίου από τις 27.6.2015 και μετά, κεφάλαιο κατά του οποίου, επίσης, δεν υπάρχει λόγος εφέσεως και ακολούθως, δέχθηκε ότι ο ενάγων, κατόπιν συμφωνίας με την εργοδότριά του, αμοιβόταν με βάση με την από 8.4.2014  ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, που κυρώθηκε με την 3525.1.15/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β’ 1664/24.6.2014) και όχι πορθμείων που ισχυρίζονταν οι εναγόμενες, ότι εργαζόταν κατά μέσο όρο 10 ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών καθ΄όλα τα ένδικα χρονικά διαστήματα πλην εκείνων που το πλοίο τελούσε επισκευές και ότι μία ημέρα κάθε εβδομάδα που το πλοίο εκτελούσε ένα πρόσθετο δρομολόγιο από Κερατσίνι προς Αίγινα μεταφέροντας επικίνδυνα φορτία, εργαζόταν επί 12 ώρες ημερησίως  και όχι 14 και 16 ώρες , αντιστοίχως, που  αξίωνε ο ενάγων. Με βάση τα προηγούμενα, υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικό ποσό 4.486,25 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα σε αυτή αναφερόμενα και αναγνώρισε ότι η μεν πρώτη εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει για υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής ποσό 2,65 ευρώ,  για πρόσθετη αμοιβή φορτοεκφόρτωσης και έχμασης οχημάτων ποσό 7.107,81 ευρώ και για διαφορές δώρων εορτών ποσό 1.854,87 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα σε αυτή ανφερόμενα και τέλος αναγνώρισε ότι αμφότερες οι εναγόμενες υποχρεούνται, εκάστη εις ολόκληρον, να του καταβάλουν για υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής ποσό 1.511,76 ευρώ και για διαφορά αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2015 ποσό 11,31 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα σε αυτή αναφερόμενα.

Κατά της αποφάσεως αυτής,  παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά τον μεν ενάγοντα-εκκαλούντα να γίνει ολικά δεκτή η αγωγή του κατά δε τις εναγόμενες-εκκαλούσες να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρία.

Ειδικότερα, ο ενάγων-εκκαλών, με  τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς του παραπονείται ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι εργαζόταν υπερωριακώς μόνο 10 και 12 ώρες, κατά περίπτωση, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι εργαζόταν, καθόλα τα ένδικα χρονικά διαστήματα, καθημερινώς επί 14 ώρες πλην κάθε Τρίτης που εργαζόταν επί 16 ώρες και ακολούθως, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι με βάση τις ανωτέρω ώρες έπρεπε να υπολογισθεί τόσο η οφειλόμενη αμοιβή του για υπερωρίες όσο και (δεύτερος λόγος εφέσεως) οι οφειλόμενες διαφορές για δώρα εορτών ενώ με τον τρίτο και τελευταίο λόγο εφέσεως, κατ’ εκτίμηση αυτού, πλήττει τον υπολογισμό του επιδικασθέντος επιδόματος φορτοεκφορτώσεως οχημάτων, ισχυριζόμενος ότι αυτό έπρεπε να υπολογισθεί με βάση αριθμό απασχολουμένων  ναυτών τριών (η εκκαλουμένη υπολόγισε τέσσερις) και ενός ναύκληρου.

Η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της παραπονείται ότι κατά κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων  η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε υπερωρίες χωρίς να εκτιμήσει το γεγονός ότι αυτός πληρωνόταν με “κλειστές υπερωρίες”,  ακολούθως  ότι εσφαλμένως του επιδίκασε τα ανωτέρω ποσά για διαφορά υπερωριακής αμοιβής και δώρων (δεύτερος λόγος) εορτών. Με τον τρίτο λόγο παραπονείται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη εφάρμοσε τη ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων διότι έπρεπε να εφαρμόσει τη συλλογική σύμβαση των εργαζομένων σε πορθμειακές γραμμές δεδομένου ότι η απόσταση που το ένδικο πλοίο ταξίδευε ήταν 29,8 ναυτικά μίλια, με τον τέταρτο δε και τελευταίο λόγο πλήττει την εκκαλουμένη ως προς το επιδικασθέν κονδύλι για επίδομα φορτγοεκφόρτωσης και έχμασης ισχυριζόμενος ότι αυτό υπολογίσθηκε με εσφαλμένο τρόπο (τον οποίο επεξηγεί) και ότι το ανώτατο ποσό που μπορούσε να επιδικασθεί στον ενάγοντα για την ανωτέρω αιτία ήταν 6.807,35 ευρώ.

Η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της παραπονείται ότι κατά κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων  η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε υπερωρίες χωρίς να εκτιμήσει το γεγονός ότι αυτός πληρωνόταν με “κλειστές υπερωρίες” και ακολούθως  ότι εσφαλμένως του επιδίκασε τα ανωτέρω ποσά για διαφορά υπερωριακής αμοιβής, με τον δεύτερο δε λόγο (τελευταίο) εφέσεως  παραπονείται ότι κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη επιδίκασε στον ενάγοντα διαφορές για δώρα εορτών.

ΙΙΙ. Κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι αποτελούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ισχύουσας ή και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014, “Νόμος”) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 “Νόμος”, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004,”Νόμος”, ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999, Δνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015, “Νόμος”, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ο.π., ΤριμΕφΘεσ. 262/2011, “Νόμος” Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017 “Νόμος”), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 “Νόμος”, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, “Νόμος”, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017 “Νόμος”) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (MονΕφΠειρ 205/2019 Ιστότοπος Εφετείου Πειραιώς). Περαιτέρω, κατά την έννοια των άρθρων 680 § 3 ΑΚ και 7 του Ν. 1876/1990 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (ΑΠ 1934/2008, ΔΕΕ 2009/993 = ΕπιΔικΙΑ 2009/413 = Ε7 2012/117 = Δνη 2011/1596). Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ΝΔ 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για την πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017, “Νόμος”, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276 κ.α.). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ. 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009/267).  Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998, ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕΔ 2000/176 = ΕΝαυτΔ 1999/465, ΜονΕφΠειρ. 212/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895, ΜονΕφΠειρ 205/2019 – ο.π).

ΙV.  Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση α)  της ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς υπ΄αριθ. ……./2017 ένορκης βεβαιώσεως  που με επίκληση επαναπροσκομίζει ο ενάγων-εκκαλών-εφεσίβλητος και της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση των εναγομένων-εκκαλούντων-εφεσιβλήτων (βλ. …… και …../2017 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………) β) των ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. υπ’ αριθ. ………./2016 ενόρκων βεβαιώσεων που με επίκληση επαναπροσκομίζει η δεύτερη εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη και των οποίων προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. υπ’ αριθ. ……/2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών  ……. και γ) όλων των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων από αμφότερα τα διάδικα μέρη εγγράφων, σε μερικά από τα οποία, ενδεικτικώς μόνο, γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων-εκκαλών-εφεσίβλητος, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με αριθμό μητρώου ….., στις 15.01.2014, στον Πειραιά, συνήψε προσύμφωνο ναυτικής εργασίας με εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία ………, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία πλοίου με την ονομασία “ΠΕ” κ.ο.χ 1801,52, το οποίο εκτελούσε δρομολόγια Αργοσαρωνικού και στη συνέχεια προσελήφθη και ναυτολογήθηκε από τον πλοίαρχο αυτού  με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του Ναύτη, αντί μικτού μηνιαίου “κλειστού” μισθού 2.441,40 ευρώ, ο οποίος αντιστοιχούσε στην εργασία του κατά το διάστημα που το πλοίο βρισκόταν σε επισκευή, δηλαδή από 15.01.2014 έως 27.02.2014. Κατά τα λοιπά, συμφωνήθηκε η εφαρμογή των όρων της ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων έτους 2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/2014), με την οποία εξάλλου πληρώνονταν όλοι οι ναυτικοί που εργάζονταν στο ανωτέρω πλοίο, του οποίου τον εφοπλισμό ανέλαβε από 27.6.2015 η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη, αποδεχόμενη τους ανωτέρω όρους. Η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη ισχυρίζεται με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς της ότι εφαρμοστέα ήταν η αντίστοιχη σύμβαση των εργαζομένων σε πορθμειακές γραμμές διότι η απόσταση μεταξύ Πειραιά και Πόρου (απώτατο σημείο του πλου που εκτελούσε το ανωτέρω πλοίο) είναι 29,80 ναυτικά μίλια. Ωστόσο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, με βάση την ένδικη ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκε, όπως προαναφέρεται, ότι εφαρμοστέα ήταν η ρηθείσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων έτους 2014, οι όροι της οποίας κατέστησαν κατ΄αυτό τον τρόπο όροι και της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, χωρίς να απαιτείται τήρηση έγγραφου τύπου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ένδικο πλοίο εκτελούσε δρομολόγια ημερόπλοιου και ειδικότερα εκτελούσε καθημερινώς δύο με τρία κυκλικά δρομολόγια από το λιμάνι του Πειραιά προς διάφορα νησιά του Αργοσαρωνικού, κυρίως προς την Αίγινα και το Αγκίστρι, τα οποία μερικές ημέρες της εβδομάδας επεκτείνονταν προς τον Πόρο και τα Μέθανα, με επιστροφή στον Πειραιά μέσω των ίδιων λιμένων. Μια ημέρα την εβδομάδα, συνήθως Τρίτη, το πλοίο εκτελούσε ένα επιπλέον δρομολόγιο από Δραπετσώνα προς Αίγινα μεταφέροντας επίκινδυνο φορτίο (βυτία με γκάζι, βενζίνη, πετρέλαιο). Η μέση διάρκεια των καθημερινών δρομολογίων ήταν 10 με 11 ώρες, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο ημερολόγιο του πλοίου. Στην οργανική σύνθεση του πλοίου υπηρετούσαν, όπως προβλέπεται, ως προσωπικό καταστρώματος, ένας πλοίαρχος, ένας ανθυποπλοίαρχος, ένας ναύκληρος, τέσσερις ναύτες και ένας ναυτόπαις. Αποδεικνύεται επίσης ότι ο ενάγων, όπως και οι υπόλοιποι ναύτες του πλοίου, προσερχόταν στο πλοίο κάθε πρωί μία ώρα πριν την έναρξη του δρομολογίου και ήταν επιφορτισμένος με τα καθήκοντα επίβλεψης της επιβίβασης των επιβατών και της εισόδου και ασφαλούς τοποθετήσεως και προσδέσεως των οχημάτων στο γκαράζ του πλοίου, ενώ μετά το πέρας των δρομολογίων, ο ενάγων εργαζόταν περί τη μισή ώρα περίπου σε εργασίες καθαριότητας και ακολούθως αποβιβαζόταν. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι εκτελούσε και εργασίες συντήρησης του πλοίου καθόλη τη διάρκεια των πλόων αυτού, ισχυρισμός που δεν αποδείχθηκε βάσιμος γιατί το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα είχε υποβληθεί σε εργασίες επισκευής και συντήρησης στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας δύο φορές , από 15.1.2014 έως 27.2.2014 και από 12.1.2015 έως  29.1.2015, συνεπώς δεν παρίστατο ανάγκη να γίνονται τέτοιες εργασίες σε καθημερινή βάση από τους ναύτες όταν αυτό ταξίδευε. Εξάλλου, οι ώρες ευθύνης και ετοιμότητας του ενάγοντος και του πληρώματος γενικά καθόλη τη διάρκεια του πλού ενός πλοίου δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός ως εκ της φύσεως του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις εντολές των προϊσταμένων του (αρθ. 57 παρ. 1 ΚΙΝΔ). Σύμφωνα με τα προηγούμενα και ενόψει της φύσεως της εργασίας του ενάγοντος αφενός και των διδαγμάτων της κοινής πείρας αφετέρου, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων και ήδη εκκαλών εργάσθηκε κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε πλόες, κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, από τις οποίες οι 2 ώρες , μετά το νόμιμο οκτάωρο της καθημερινής και Κυριακής εργασίας , πρέπει να πληρωθούν με απλή υπερωριακή αμοιβή, ίση με το 1/173 του βασικού μισθού του προσαυξημένο κατά 25% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, για τα δε Σάββατα και τις αργίες πρέπει να πληρωθούν όλες οι ώρες με υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένο κατά 50% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε  υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο βρισκόταν για επισκευή, δηλαδή  από 15.1.2014 έως 27.2.2014 και από 12.1.2015 έως 29.1.2015, ούτε αυτός εργαζόταν τα Σάββατα, όπως αποδεικνύεται από το ημερολόγιο του πλοίου. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα από 2.11.2015 έως 24.11.2015, το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο λόγω εργασιών συντήρησης κι ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά ούτε εργάσθηκε Σάββατο. Επομένως, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που έκρινε τα προαναφερθέντα και ο πρώτος και ο δεύτερος λόγοι εκάστης εφέσεως, με τους οποίους όλοι οι εκκαλούντες παραπονούνται για το αντίθετο, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Σημειώνεται ότι οι εκκαλούντες δεν παραπονούνται για τον (με βάση τις ανωτέρω ώρες υπερωριακής εργασίας και  τον αριθμό καθημερινών, αργιών, Σαββάτων και Κυριακών ημερών του ένδικου χρονικού διαστήματος) τρόπο μαθηματικού υπολογισμού (σύμφωνα με την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ) των οφειλόμενων διαφορών από την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος και συνακολούθως από τα δώρα εορτών, παρά μόνο  (παραπονούνται) αφενός για την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ (η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα) αφετέρου για το ύψος των ωρών της παρασχεθείσας εργασίας, τις οποίες ο μεν ενάγων αναβιβάζει σε 14  ώρες σε καθημερινή βάση καθ’ ολα τα ένδικα χρονικά διαστήματα πλην κάθε Τρίτης που τις αναβιβάζει  σε 16, οι δε εναγόμενες-εκκαλούσες αρνούνται ότι αυτός εργάσθηκε υπερωριακά. Επομένως, δεν συντρέχει λόγος να προβεί το παρόν Δικαστήριο σε εκ νέου υπολογισμό των οφειλομένων διαφορών από υπερωριακή εργασία και δώρα εορτών.

Περαιτέρω, το άρθρο 30 της ρηθείσας ΣΣΝΕ ορίζει : “Α Ρ Θ Ρ Ο Ν  30.Φορτοεκφόρτωση οχημάτων.1. Στο κατώτερο προσωπικό καταστρώματος που ασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων,  καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή ως ακολούθως: α. Για κάθε φορτηγό συρόμενο ή επικαθήμενο αυτοκίνητο (νταλίκες, τροχόσπιτα κ.λ.π.) δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,03 ΕΥΡΩ ανά οχημα. β. Για κάθε άλλο φορτηγό αυτοκίνητο παντός τύπου δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,26 ΕΥΡΩ. γ. Για κάθε επιβατηγό αυτοκίνητο ή τρίκυκλο, δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως  0,54 ΕΥΡΩ και για κάθε δίκυκλο 0,25 ΕΥΡΩ. 2. Η καταβολή κατά μήνα των κατά τα ως άνω ποσών στους δικαιούχους γίνεται αναλογικά σε καθένα από αυτούς. Ως προς το ναύκληρο και υποναύκληρο, το αναλογούν εις αυτούς ποσόν προσαυξάνεται κατά ποσοστό (10%) του απομένοντος υπολοίπου ανακατανεμομένου εξ ίσου μεταξύ των υπολοίπων μελών του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος.  Για χρόνο υπηρεσίας ολιγότερο του μηνός καταβάλλεται στους δικαιούχους ανάλογο κλάσμα του αντίστοιχου ποσού.  Οι ως άνω πρόσθετες αμοιβές σε καμία περίπτωση δεν συμψηφίζονται με οποιαδήποτε άλλη παροχή ούτε συμπεριλαμβάνονται σε οποιονδήποτε συμφωνηθέντα κλειστό μισθό”. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλουμένη επιδίκασε στον ενάγοντα ως επίδομα έχμασης  του χρονικού διαστήματος από 28.2.2014 έως 4.3.2014, ποσό 22,03 ευρώ, κεφάλαιο της εκκαλουμένης ως προς το οποίο δεν υπάρχει λόγος εφέσεως. Ακολούθως, για την ίδια αιτία και για το χρονικό διάστημα από 22.3.2014 έως 11.1.2015 και από 30.1.2015 έως 26.6.2015, η εκκαλουμένη έκρινε ότι αποδείχθηκε πως διακινήθηκαν συνολικά 49.546 ΙΧΕ αυτοκίνητα, 7.688 φορτηγά και 24.393 δίκυκλα κι επιδίκασε στον ενάγοντα το ανάλογο επίδομα έχμασης. ΄Ομως, ο ενάγων με την αγωγή του ζητούσε, για το ανωτέρω διάστημα, επίδομα έχμασης για λιγότερα οχήματα και συγκεκριμένα για 47.996 ΙΧΕ, 7.802 φορτηγά και 24.580 δίκυκλα. Επίσης, η εκκαλουμένη,  μολονότι έκρινε, κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, πως στην ανωτέρω εργασία απασχολούνταν 6 άτομα (1 ναύκληρος, 4 ναύτες και 1 ναυτόπαις),  και όχι 4 (δηλαδή ένας ναύκληρος και τρεις ναύτες), που υποστηρίζει ο εκκαλών, με τον τρίτο (και τελευταίο) λόγο της εφέσεώς του, τούτου απορριπτομένου ως αβασίμου, υπολόγισε το ανωτέρω επίδομα χωρίς να αφαιρέσει την κατά 10% προσαύξηση για τον ναύκληρο, όπως ορίζει το προπαρατεθέν άρθρο. Επομένως, για επίδομα φορτοεκφόρτωσης και έχμασης του ανωτέρω χρονικού διαστήματος και σύμφωνα με τον αριθμό οχημάτων που ο ενάγων ζητεί με την αγωγή του και τα οποία αποδεικνύεται ότι πράγματι διακινήθηκαν, αυτός δικαιούται: Για 47.996 ΙΧΕ Χ 0,54=25.917,84 : 6=4.319,64 Χ10%=431,96, επομένως ο ναύκληρος δικαιούται (4.319,64+431,96=) 4.751,60 ευρώ, ποσό το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το ανωτέρω συνολικό ποσό των 25.917,84 και απομένει προς ανακατανομή μεταξύ των υπολοίπων (5)   μελών υπόλοιπο ποσού 21. 166,24 ευρώ διαιρούμενου δια 5 ίσον 4.233,24 ευρώ, το οποίο δικαιούται ο ενάγων. Για 7.688 φορτηγά Χ 1,26 ευρώ =9.686,88 : 6=1.614,48 Χ10%=161,45, επομένως ο ναύκληρος δικαιούται ποσό (1.614,48 + 161,45=) 1775,93 ευρώ, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το ανωτέρω ποσό των 9.686,88 ευρώ και απομένει υπόλοιπο προς ανακατανομή μεταξύ των υπολοίπων εργαζομέων στην έχμαση ποσό (9.686,88-1.775,93=) 7.910,95, το οποίο διαιρούμενο δια πέντε δίνει πηλίκο 1.582,19 ευρώ, το οποίο δικαιούται ο ενάγων. Τέλος, για 24.292  δίκυκλα του ανωτέρω χρονικού διαστήματος Χ 0,25 ευρώ =6.073 : 6=1.012,17 Χ 10%=101,22, ο ναύκληρος δικαιούται (1012,17+101,22=) 1.113,39 ευρώ, ποσό που αφαιρούμενο από το ανωτέρω ποσό των 6.073 δίνει υπόλοιπο 4.959,61 ευρώ, το οποίο απομένει προς ανακατανομή μεταξύ των πέντε υπολοίπων εργαζομένων και το οποίο διαιρούμενο δια του πέντε δίνει πηλίκο 991,92 ευρώ. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται για την ανωτέρω αιτία συνολικό ποσό (4.233,24 + 1.582,19 + 991,92 =) 6.807,35 ευρώ στο οποίο πρέπει να προστεθεί το ποσό των 22,03 ευρώ ως προς το οποίο δεν υπάρχει λόγος εφέσεως, όπως προαναφέρεται.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει τόσο η έφεση του ενάγοντος όσο και η έφεση της δεύτερης εναγομένης να απορριφθούν ως αβάσιμες, η δε έφεση της πρώτης εναγομένης να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη κατ΄αποδοχή του τέταρτου (τελευταίου) λόγου αυτής, των λοιπών  λόγων απορριπτομένων ως αβάσιμων. Στη συνέχεια, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτελέσεως κι αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί η αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, σύμφωνα με όσα  αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των ηττηθέντων εναγομένων (176, 178 παρ. 1, 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την από 19.11.2018 (ΓΑΚ …../2018  ΕΑΚ ……/2018) έφεση, την από 20.11.2018 (ΓΑΚ …../2018, ΕΑΚ …./2018) έφεση και την από 12.6.2019 (ΓΑΚ…/2019 ΕΑΚ …../2019) έφεση.

-Δέχεται τις εφέσεις τυπικά .

-Απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 19.11.2018 (ΓΑΚ ……/2018  ΕΑΚ …../2018) έφεση και την από 12.6.2019 (ΓΑΚ…../2019 ΕΑΚ …../2019) έφεση.

-Δέχεται κατ΄ουσίαν την  από 20.11.2018 (ΓΑΚ …../2018, ΕΑΚ …./2018) έφεση.

-Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αριθ. 2878/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 28.12.2015  (ΓΑΚ …./2015 ΕΑΚ …./2015) αγωγή.

-Δέχεται αυτή εν μέρει.

-Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία: “………..”, να καταβάλει στον ενάγοντα για υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής ποσό τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (4.486,25 ευρώ), νομιμοτόκως από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός εντός του οποίου κατέστη απαιτητό κάθε επιμέρους κονδύλι.

-Αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής ποσό 2,65 ευρώ, για πρόσθετη αμοιβή φορτοεκφόρτωσης-έχμασης οχημάτων ποσό 6.829,38 ευρώ, νομιμοτόκως το  μεν ποσό των 2,65 ευρώ και το μερικότερο ποσό των 22,03 ευρώ από την επομένη της απολύσεώς του (5.3.2014) το δε υπόλοιπο ποσό των 6.807,35 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της τελευταίας απολύσεώς του (25.11.2015),  και τέλος για διαφορές Δώρων εορτών ποσό χιλίων οκτακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (1.854,87), νομιμοτόκως για τα μερικότερα ποσά των 264,85 ευρώ και 528,05 ευρώ που αφορούν Δώρο Πάσχα έτους 2014 και 2015 αντιστοίχως, από την 1η Μαΐου του έτους εντός του οποίου οφείλονται, τα δε ποσά των 852,24 ευρώ και 209,73 ευρώ που  αφορούν Δώρο Χριστουγέννων των ετών 2014 και 2015 αντιστοίχως, από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους εντός του οποίου οφείλονται.

-Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη περιορισμένα δια του πλοίου ΠΕ και μέχρι της αξίας του, υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα για υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής του χρονικού διαστήματος από 27.6.2015 έως 24.11.2015, ποσό 1.511,76 ευρώ, νομιμοτόκως από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός εντός του οποίου κατέστη απαιτητό κάθε επιμέρους κονδύλι και για υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων 2015, ποσό 11,31 ευρώ, νομιμοτόκως από 1.1.2016.

-Ορίζει τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας στο ποσό των 1.000 ευρώ, από το οποίο η πρώτη εναγομένη καταδικάζεται να καταβάλει στον ενάγοντα το μερικότερο ποσό των 800 ευρώ, αμφότερες δε οι εναγόμενες καταδικάζονται να του καταβάλουν εις ολόκληρον το υπόλοιπο ποσό των 200 ευρώ.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  10 Μαρτίου 2020.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ