Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 224/2020

Αριθμός     224/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 16.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 5264/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 22.12.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015 αγωγής της ήδη εφεσίβλητης κοινοπραξίας που εδρεύει στο Πέραμα έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ 1, 517 και  518 παρ 1 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας  δεδομένου ότι η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε  στον εκκαλούντα στις 18.12.18 σύμφωνα με τη με αριθμό …/18 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …………  Να σημειωθεί τέλος ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ……./2019 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την από 22.12.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2015 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ήδη εφεσίβλητη η ενάγουσα εξέθετε ότι έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας -μεταξύ άλλων- την παροχή υπηρεσιών ρυμούλκησης. Ότι σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτής και του ήδη εκκαλούντος εναγόμενου, παρείχε τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής υπηρεσίες ρυμούλκησης και ότι για το λόγο αυτό εκδόθηκαν με αναφερόμενα με αριθμούς ……… τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού (4.000 + 2.394 + 9.757 + 5.800 =) 21.951 ευρώ. Ότι κάθε επιμέρους αμοιβή συμφωνήθηκε πληρωτέα εντός 60 ημερών από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου. Ότι κατά την κατάρτιση των συμβάσεων ο ήδη εκκαλών εναγόμενος κάτοικος Πειραιά, ο οποίος είχε την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, ενήργησε όχι μόνο ως αντιπρόσωπος των πλοιοκτητών των πλοίων, στα οποία παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες ρυμούλκησης, αλλά ανέλαβε και ατομικά έναντι της ενάγουσας την ευθύνη για την πληρωμή της εκάστοτε οφειλόμενης αμοιβής. Ότι ο εναγόμενος έχει καταβάλει μόνο το ποσό των 1.000 ευρώ, αντί της οφειλόμενης αμοιβής για την οποία εκδόθηκε το με αριθμό ……/10.10.2014 τιμολόγιο, και εξακολουθεί να οφείλει για την παραπάνω αιτία το ποσό 20.951 ευρώ. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθεί ο ήδη εκκαλών με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.951 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση εξήντα ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2 και 22 του ΚΠολΔ λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 α, 2, 3Α, 3Β περ. ε’ Ν. 2172/1993 με νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 341, 345, 346,477 ΑΚ, 907, 908 ΚΠολΔ. Στη συνέχεια δε την έκανε δεκτή εξ ολοκλήρου και υποχρέωσε τον ήδη εκκαλούντα εναγόμενο να της καταβάλει το αιτηθέν ποσό των 20.951 ευρώ με προσωρινά εκτελεστή απόφαση εντόκως όπως αναγράφεται στο διατακτικό της εκκαλουμένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών εναγόμενος με την κρινόμενη έφεση του για κακή εκτίμηση αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί τοκοδοσίας και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί συνολικά η αγωγή.

Κατά τις διατάξεις για την αντιπροσωπεία του άρθρου 211 ΑΚ που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, ενόψει της ανυπαρξίας ειδικών διατάξεων στον ΕμπΝ, δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου είτε συνάγεται από τις περιστάσεις είτε έγινε στο όνομα του. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο ναυτικός πράκτορας, ο οποίος ως εντεταλμένος στη διοίκηση κάποιου κλάδου των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή που διενεργεί θαλάσσιες μεταφορές, ή του φορτωτή ή του παραλήπτη, έχει την ιδιότητα του αντιπροσώπου, δηλαδή του καθολικού εντολοδόχου των τελευταίων τούτων προσώπων, συνάπτοντας με την ιδιότητα του αυτή συμβάσεις ναύλωσης ή θαλάσσιας μεταφοράς με τρίτα πρόσωπα (τον πλοιοκτήτη αν είναι εντολοδόχος του φορτωτή ή τον φορτωτή αν είναι εντολοδόχος του παραλήπτη) ή εκδίδοντας ως εντολοδόχος του πλοιάρχου τη θαλάσσια φορτωτική, όταν πρόκειται για θαλάσσια μεταφορά ή άλλο αποδεικτικό έγγραφο της φόρτωσης των πραγμάτων στο πλοίο κατά τα άρθρα 108 και 168 επ. ΚΙΝΔ. Από τις συμβάσεις αυτές δεν δημιουργούνται δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος του, διότι από τη δραστηριότητα του αυτή δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται, σύμφωνα με τη διάταξη που προεκτέθηκε, μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη (ΕφΠειρ 1/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010/339). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρώς, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνωρίσεως χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά αναλήψεώς του, εφ` όσον αυτό πραγματικά υπάρχει, δύναται δε να αφορά και σε μελλοντικό χρέος, ως τοιούτου νοουμένου, τόσο εκείνου του χρέους, που ο νομικός λόγος παραγωγής του υπάρχει κατά την κατάρτιση της συμβάσεως αναδοχής, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), όσο και εκείνου του οποίου, ούτε ο λόγος παραγωγής, ούτε η απαίτηση υπάρχει κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, και στις δύο περιπτώσεις, το μελλοντικό χρέος είναι οριστό, μπορεί δηλαδή να προσδιορισθεί, κατά το χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση έναντι του οφειλέτη. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ 481), δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ` επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 726/2019 δημ. νομος, ΕφΠειρ 178/2004 ΠΕΙΡΝΟΜ 2004/164).

Από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα του ήδη εκκαλούντος το περιεχόμενο της οποίας περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης Δικαστηρίου, από την με αριθμό …./15-10-2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά της ………… εργαζόμενης στην εφεσίβλητη, μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό …. Γ/10-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …………, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από αμφότερα τα διάδικα μέρη, και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η εφεσίβλητη κοινοπραξία, που εδρεύει στο Πέραμα, έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών ρυμούλκησης και υπηρεσιών θαλάσσιας αρωγής σε πλοία και πλωτά ναυπηγήματα. Ο εκκαλών που κατοικεί στον Πειραιά δραστηριοποιείται στον τομέα της πρακτόρευσης πλοίων, και διατηρεί για το λόγο αυτό ναυτικό πρακτορείο στον Πειραιά, επί της οδού ……….. Στο πλαίσιο της παραπάνω εμπορικής του δραστηριότητας, αυτός αναλαμβάνει την αντί αμοιβής παροχή υπηρεσιών, σχετικών με τη θαλάσσια αποστολή, ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, του εφοπλιστή ή του ναυλωτή. Το διάστημα που ενδιαφέρει εδώ δηλαδή από την 20-06-2014 έως την 13-11-2014 ο εκκαλών παρείχε υπηρεσίες πρακτόρευσης για τα παρακάτω  -μεταξύ άλλων- πλοία: Α) Για το υπό σημαία Μάλτας, με ΔΔΣ ….., κ.ο.χ. 10.265, πλοίο «RΚ», πλοιοκτησίας -κατά τον ένδικο χρόνο- της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «………….». Β) Για το υπό σημαία Γιβραλτάρ, με ΔΔΣ …, κ.ο.χ. 40.306, πλοίο «MA», πλοιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «………….». Γ) Για το υπό σημαία Νήσων Μπαχάμες, με Αριθμό ΙΜΟ ….., κ.ο.χ. 31.793, πλοίο «IBE», πλοιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………». Δ) Για το υπό σημαία Νήσων Κομόρες, με ΔΔΣ ……, κ.ο.χ. 441, πλοίο «PK», πλοιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «………..». Περαιτέρω, σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά μεταξύ της εφεσίβλητης και του εκκαλούντος που ενεργούσε για λογαριασμό των πλοιοκτητριών ως άμεσος αντιπρόσωπος, η εφεσίβλητη παρείχε ρυμουλκικές εργασίες στα παραπάνω πλοία κατά το ως άνω αναφερόμενο χρονικό διάστημα (από 20-06-2014 έως 13-11-2014), αντί συμφωνημένης αμοιβής και ειδικότερα: Α) Την 20-06- 2014 από ώρα 11.30 έως ώρα 13.00 παρείχε υπηρεσίες μεθόρμισης του πλοίου «RΚ» από τον προλιμένα Πειραιώς στη μεγάλη πλωτή δεξαμενή Περάματος, με τη χρήση τριών ρυμουλκών, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής 863 ευρώ ανά ρυμουλκό και ανά ώρα, πλέον συμφωνηθείσας αμοιβής 510 ευρώ για χρήση κάθε ρυμουλκού πέραν της ώρας, ήτοι αντί συνολικής αμοιβής [(863 ευρώ ανά ρυμουλκό και ανά ώρα Χ 3 ρυμουλκά =) 2.589 ευρώ + (510 ευρώ ανά ρυμουλκό για χρήση πέραν της ώρας Χ 3 ρυμουλκά =) 1.530 =] 4.119 ευρώ. Β) Την 24-06-2014 από ώρα 11.00 έως ώρα 12.30 παρείχε υπηρεσίες μεθόρμισης του πλοίου «RΚ» από τη μεγάλη πλωτή δεξαμενή Περάματος στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας, με τη χρήση δύο ρυμουλκών, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής 2.309 ευρώ ανά ρυμουλκό και ανά ώρα, πλέον συμφωνηθείσας αμοιβής 510 ευρώ για χρήση κάθε ρυμουλκού πέραν της ώρας, ήτοι αντί συνολικής αμοιβής [2.309 ευρώ ανά ρυμουλκό και ανά ώρα Χ 2 ρυμουλκά =) 4.618 ευρώ + (510 ευρώ ανά ρυμουλκό για χρήση πέραν της ώρας Χ 2 ρυμουλκά =) 1.020 =] 5.638 ευρώ. Γ) Την 07-08-2014 από ώρα 14.30 έως ώρα 16.00 παρείχε υπηρεσίες μεθόρμισης του πλοίου «MA» σε προβλήτα …., με τη χρήση τριών ρυμουλκών, αντί συνολικής αμοιβής (800 ευρώ ανά ρυμουλκό Χ 3 ρυμουλκά =) 2.400 ευρώ. Δ) Την 10-08-2014 από ώρα 12.05 έως ώρα 12.55 παρείχε υπηρεσίες ρυμούλκησης για την αναχώρηση του πλοίου «MA», με τη χρήση δύο ρυμουλκών, αντί συνολικής αμοιβής (800 ευρώ ανά ρυμουλκό Χ 2 ρυμουλκά =) 1.600 ευρώ. Ε) Την 22-08-2014 από ώρα 14.30 έως ώρα 19.50 παρείχε υπηρεσίες ρυμούλκησης για την αναχώρηση του πλοίου «IB» από το ναυπηγείο ….. χωρίς μηχανή και τη μεθόρμισή του στη ράδα Πειραιά, με τη χρήση ενός ρυμουλκού, αντί συνολικής αμοιβής 2.394 ευρώ. ΣΤ) Την 13-11-2014 παρείχε υπηρεσίες ρυμούλκησης από ώρα 05.00 έως ώρα 12.05, με την παραλαβή του πλοίου «PK» από στίγμα 37040Β και 23040Α και την παράδοσή του στο ναυπηγείο «……», αντί αμοιβής 5.800 ευρώ. Με βάση τα προαναφερθέντα, η συνολική αμοιβή που οφειλόταν στην ήδη εφεσίβλητη ενάγουσα για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες ρυμούλκησης, για τις οποίες εκδόθηκαν, αντίστοιχα, τα με αριθμούς ………… τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των (4.119 + 5.638 + 2.400 + 1.600 + 2.394 + 5.800 =) 21.951 ευρώ. Η αμοιβή της εφεσίβλητης ενάγουσας συμφωνήθηκε να καταβληθεί εντός εξήντα ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου, όπως αναγράφηκε στα παραπάνω αναφερόμενα τιμολόγια. Περαιτέρω όμως ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ενάγουσας ότι ο εκκαλών εναγόμενος συμφώνησε κατά την κατάρτιση όλων των παραπάνω συμβάσεων να ευθύνεται και ο ίδιος δεν αποδείχθηκε στον απαιτούμενο βαθμό. Και τούτο διότι πρωτίστως στα τιμολόγια που αμφότερα τα διάδικα μέρη προσκομίζουν τα οποία είναι ανυπόγραφα δεν αναφέρεται το όνομα του εναγομένου εκκαλούντος αλλά των πλοιοκτητριών εταιριών. Να σημειωθεί ότι γίνεται δεκτό από τη νομολογία όπως προαναφέρθηκε πιο πάνω ότι και στην περίπτωση που ο ναυτικός πράκτορας εκδώσει έγγραφο κατ’εντολή του πλοιάρχου τότε και πάλι δεν ευθύνεται αφού είναι ο αντιπρόσωπος. Επιπλέον στη συγκεκριμένη περίπτωση αν ο εκκαλών συμφωνούσε πράγματι να καταβάλει το εργολαβικό αντάλλαγμα για τις ρυμουλκήσεις τότε σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 περ. ε του ν. 2859/2000 θα δικαιούτο ειδική απαλλαγή από το ΦΠΑ και συνεπώς πρωτίστως θα ζητούσε να εκδοθούν τα τιμολόγια στο δικό του όνομα, αφού δε συνάδει με τους κανόνες της λογικής, αλλά ούτε και τους κινδύνους που αναλαμβάνει ο ελεύθερος επαγγελματίας (εδώ ο εκκαλών), αφενός να συμφωνεί να ευθύνεται για την καταβολή του εργολαβικού ανταλλάγματος, αλλά να είναι το αφανές πρόσωπο στη συναλλαγή αν και δικαιούται είδους φορολογικής απαλλαγής εκ της δραστηριότητας αυτής. Να σημειωθεί ότι το γεγονός αυτό αποτελεί κοινό πασίδηλο και δεν είναι νέα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται για πρώτη φορά στους ισχυρισμούς του όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της. Το γεγονός ότι η εργαζόμενη στην εφεσίβλητη ……. . καταθέτει στην ένορκη βεβαίωση της ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά ότι αποτελεί πρακτική της κοινοπραξίας να φροντίζει για την είσπραξη της αμοιβής της για κάθε ρυμούλκηση να ευθύνεται κάθε φορά για την πληρωμή της και ο πράκτορας του πλοίου δεν αρκεί για την κατάφαση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αφενός διότι μια εθιμική πρακτική δεν καταργεί νόμο, καθώς θα έπρεπε αυτή η πρακτική να συνοδεύεται και με συγκεκριμένες ενέργειες (αναγραφή στα τιμολόγια όρου ή επιφύλαξης έστω και με προδιατυπωμένους όρους που θα αφορούσαν την είσπραξη του εργολαβικού ανταλλάγματος εννοείται με τη γνωστοποίηση του όρου αυτού στο άλλο μέρος ή έστω έκδοση του τιμολογίου παροχής υπηρεσιών στο όνομα του πράκτορα ώστε να συνοδεύεται αυτό και από φορολογικές συνέπειες) και αφετέρου διότι η δικαστική επιδίωξη εργολαβικού ανταλλάγματος προφανώς και μπορεί να περιλάβει μίσθωση υπηρεσιών δικηγόρου ανά την υφήλιο ώστε να γίνουν δικαστικές ενέργειες κατά αλλοδαπών εταιριών και των συγκεκριμένων πλοίων πλοιοκτησίας τους. Οι κίνδυνοι δε μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν μετακυλύονται άνευ άλλου τινός σε συνεργάτες – άμεσους αντιπροσώπους του κάθε επιχειρηματία, ούτε ενδιαφέρει εδώ το αν μια δικαστική εμπλοκή καθιστά μια επιχειρηματική δραστηριότητα ασύμφορη, όπως επιχειρεί να υπαινιχθεί η εφεσίβλητη ενάγουσα με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Να σημειωθεί τέλος ότι ο νομοθέτης τουλάχιστον στην Ελλάδα έχει προβλέψει από πολύ παλαιά την εξασφάλιση των δανειστών των πλοιοκτητριών είτε με τη θέσπιση διατάξεων στον αστικό κώδικα (βλ. άρθρο 479 ΑΚ) είτε με την εξασφάλιση προνομίου σε περίπτωση πλειστηριασμών (βλ. διατάξεις ν.δ. 2687/1953 “περί επενδύσεως και προστασίας  κεφαλαίων εξωτερικού”). Η εφεσίβλητη προσκομίζει ακόμη και επικαλείται τη με αριθμό 225/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε με διάδικο εταιρία περιορισμένης ευθύνης και όχι φυσικό πρόσωπο και η οποία δεν είναι τελεσίδικη. Τα όσα αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής δεν επιβεβαιώνονται ούτε από το μάρτυρα του εκκαλούντος εναγομένου που εξετάστηκε και υποβλήθηκε στη βάσανο του ακροατηρίου, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο ναυτικός πράκτορας δεν αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη για την καταβολή των ποσών που οφείλονται για τις ρυμουλκήσεις καθώς τα ποσά είναι συνήθως μεγάλα, ενώ αναφέρεται και στο ποσό των 1.000 ευρώ που καταβλήθηκε στην εφεσίβλητη από τον εκκαλούντα εξηγώντας ότι ήταν η εποχή που προσπαθούσε να πάρει τα χρήματα του γιατί αντιμετώπιζε δυσκολίες στην είσπραξη και τα προώθησε στην εφεσίβλητη για να καλύψει οφειλόμενο από την πλοιοκτήτρια ποσό και να διατηρήσει την καλή του σχέση με την εφεσίβλητη. Εξάλλου το προαναφερόμενο ποσό δεν μπορεί να οδηγήσει αβασάνιστα σε συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων υπέρ της βασιμότητας της αγωγής αφενός διότι το αιτούμενο ποσό είναι εικοσαπλάσιο και αφετέρου επειδή κατά τους κανόνες της λογικής αν πράγματι η εφεσίβλητη εξοφλείτο μέσω του εκκαλούντος τότε θα υφίσταντο περισσότερα εμβάσματα. Εξάλλου η ενάγουσα εφεσίβλητη ουδέν αναφέρει περί της προμήθειας του εκκαλούντος εναγομένου, το πώς αμειβόταν αυτός και από ποιον, καθώς και για το πότε όχλησε αυτόν για την καταβολή του εργολαβικού ανταλλάγματος δεδομένου ότι η αγωγή ασκήθηκε 22.12.2015, αν και ζητεί τα οφειλόμενα ποσά εντόκως από την παρέλευση εξήντα ημερών από την έκδοση των τιμολογίων, ούτε φυσικά προκύπτει τέτοια όχληση από αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος ή εξωδίκου. Η δε παροχή έκπτωσης υπό την αίρεση πληρωμής εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία έκδοσης κάθε τιμολογίου είναι επίσης συντεταγμένη στην αγγλική γλώσσα στο τιμολόγιο και απευθύνεται στην αντισυμβαλλόμενη πλοιοκτήτρια και επομένως δεν αφορά τον αντιπρόσωπο εκκαλούσα εναγόμενο, όπως εσφαλμένως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως η έχουσα το βάρος απόδειξης ενάγουσα εφεσίβλητη δεν ανταποκρίθηκε σε αυτό. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο περί ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγή εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της κρινόμενης εφέσεως ως ουσιαστικά βάσιμου (ενώ παρέλκει η εξέταση του λόγου εφέσεως που αφορά το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας) θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό από 22.12.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 αγωγή την οποία θα απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επειδή το ένδικο μέσο της εφέσεως γίνεται δεκτό κατ’ουσίαν θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………/2019 ποσού 100 ευρώ στον εκκαλούντα, ενώ τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντος εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης ενάγουσας, (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την 16.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 5264/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 22.12.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2015 αγωγής

Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό ……./2019 ποσού 100 ευρώ

Εξαφανίζει τη με αριθμό 5264/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Κρατεί στην υπόθεση και Αναδικάζει επί της από 22.12.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 αγωγής

Απορρίπτει την αγωγή

Επιβάλλει σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  11 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ