Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 223/2020

Περίληψη

Αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία. Στοιχεία ορισμένου αγωγής. Αδικοπραξία αποτελεί και η αξιόποινη πράξη της απάτης στο δικαστήριο. Πότε αυτή είναι τετελεσμένη και πότε σε απόπειρα. Δεν τελείται το αδίκημα αυτό (ούτε σε απόπειρα), αν ο δικαστής δεν προέβη σε έλεγχο της ουσιαστικής αλήθειας των ισχυρισμών του διαδίκου που φέρεται ως δράστης. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να είναι εύλογο, δίκαιο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας. Δέχεται έφεση. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Αριθμός     223/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 22.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./24.10.2018) έφεση των ηττηθέντων εναγόμενων . ………………… και . ………………… και Β) η από 26.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../26.10.2018) έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου ………., οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθ. 3977/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Οι ως άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Οι ως άνω εφέσεις παραδεκτώς εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές από 24.10.2018 και από 26.10.2018 αντίστοιχες βεβαιώσεις της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες και των δύο εφέσεων το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, για εκάστη αυτών, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα. Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με τις κρινόμενες ως άνω εφέσεις.

ΙΙΙ. Με την από 8.7.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../24.7.2015) αγωγή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ενάγουσα, . ………………… (ήδη εφεσίβλητη), ισχυρίσθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, ……. (ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης), είναι πρώην σύζυγός της, με το οποίον ο μεταξύ τους γάμος λύθηκε με διαζύγιο με την ήδη αμετάκλητη υπ’ αριθ. 1508/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι ο τελευταίος άσκησε εναντίον της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 25.5.2007 (µε αριθ. κατάθ. …./2007) αγωγή του, µε την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το ποσό των 126.000 ευρώ, επικουρικώς δε το ποσό των 60.000 ευρώ, λόγω αξίωσής του για συμμετοχή στα αποκτήματα κατ’ άρθρο 1400 ΑΚ. Ότι επί της ως άνω αγωγής του πρώτου εναγομένου, που εκδικάσθηκε την 7.1.2011, εκδόθηκε η ήδη τελεσίδικη υπ’ αριθ. 4310/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (σημειώνεται ότι εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στην αγωγή ο 4310/2010 ως ο αριθμός της απόφασης αυτής), που απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ότι αυτή (ενάγουσα), με τις από 24.11.2010 προτάσεις της, πρόβαλε, μεταξύ άλλων ισχυρισμών της, και την ένσταση περί μηδενικής συμβολής του τότε ενάγοντος και πρώην συζύγου της (ήδη πρώτου εναγομένου) στην αύξηση της περιουσίας της κατά τη διάρκεια του γάμου τους, επικαλούμενη ότι ο τελευταίος δαπανούσε τα χρήματά του, πλην άλλων προσωπικών διασκεδάσεων, και λόγω της έντονης ενασχόλησης του µε τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους της Σαλαμίνας, καθόσον ήταν φίλαθλος και παράγοντας των συλλόγων αυτών και συμμετείχε για πολλά χρόνια στην κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, προκειμένου να αντικρούσει την ανωτέρω ένσταση αυτής, επικαλέστηκε (τόσο με τις προτάσεις του, όσο και με την από 19.1.2011 προσθήκη-αντίκρουσή του) και προσκόμισε την από 5.1.2011 έγγραφη βεβαίωση του Αθλητικού συλλόγου µε την επωνυμία «………..», την οποία υπέγραφαν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, . …………………. και ……..(ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης), ως Πρόεδρος και Γενικός Γραμματέας, αντίστοιχα, του ανωτέρω συλλόγου. Ότι το περιεχόμενο της εν λόγω βεβαίωσης ήταν ψευδές, αφού αυτός ήταν για πολλά έτη μέλος του ως άνω ποδοσφαιρικού σωματείου καθώς και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του, όπως τούτο έγινε δεκτό και με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 4310/2011 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, µε την οποία η ανωτέρω αγωγή του πρώτου εναγομένου απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ότι το ψευδές περιεχόμενο της βεβαίωσης αυτής γνώριζαν πολύ καλά τόσο ο πρώτος εναγόμενος, που επικαλέστηκε και προσκόμισε αυτήν στο ανωτέρω δικαστήριο, όσο και οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, οι οποίοι, υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους, την συνέταξαν και υπέγραψαν, ακολούθως δε την χορήγησαν σ’ αυτόν. Ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο ως προς τον πρώτο εναγόμενο και της άμεσης συνέργειας σε αυτό ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, αυτή (ενάγουσα) έχει υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται, ως χρηματική ικανοποίηση, με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή της κριτήρια, το ποσό των 30.000 ευρώ και, μετά την αφαίρεση ποσού 40 ευρώ που επιφυλάσσεται να αξιώσει στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγουσα, ζήτησε (όπως παραδεκτώς, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το αίτημά της περιορίσθηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό-άρθρα 223, 295 και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, έκαστος αυτών, το ποσό των 29.960 ευρώ, για την προαναφερθείσα αιτία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων  914, 926 (που θεμελιώνει την εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων για αδικοπραξία), 932 του ΑΚ και 386, 42, 46 παρ. 1β΄ του ΠΚ, δέχθηκε αυτήν (αγωγή) καθ’ ολοκληρίαν, ως ουσιαστικά βάσιμη, και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος (άρθρο 926 ΑΚ), στην ενάγουσα το ποσό των 29.960 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

  1. IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ   της   συμπεριφοράς   του   δράστη   και   της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που  αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος (ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 359/2012, ΕφΘεσ 1887/2012 και ΕφΔωδ 176/2018 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, που συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, ως τέτοια δε νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μείωσής της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα (ΑΠ 318/2011 και ΕφΘεσ 438/2018 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, λόγω της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 του ΠΚ, η οποία (απάτη) στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξή του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει προσκόμιση και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά περιεχόμενο, με τα οποία παραπλανά το δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση, οπότε η απάτη στο Δικαστήριο είναι τετελεσμένη. Αν, όμως, το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία και απέρριψε αυτούς, τότε υφίσταται αξιόποινη απόπειρα της ανωτέρω πράξης. Τέλος, η επίκληση και προσκόμιση των ως άνω αποδεικτικών μέσων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης, ακόμη και με τη μορφή της απόπειρας τέλεσής του, καθόσον μόνον η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού στο δικαστήριο δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή εκτέλεσης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 787/2015, ΑΠ 1184/2014, ΑΠ 1499/2013 και ΑΠ 512/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν τελείται, όμως, το αδίκημα της απάτης (ούτε σε απόπειρα) σε δίκη όπου ο δικαστής δεν προέβη σε έλεγχο της ουσιαστικής αλήθειας των ισχυρισμών του διαδίκου που φέρεται ως δράστης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η αγωγή του τελευταίου απορρίφθηκε ως αόριστη ή ως μη νόμιμη και, συνεπώς, τα προσκομισθέντα απ’ αυτόν προς υποστήριξη της αγωγής του ψευδή αποδεικτικά στοιχεία δεν ελήφθησαν ούτε μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τεθεί θέμα απόπειρας απάτης (ΑΠ 702/2019, ΑΠ 2078/2005, ΕφΘεσ 618/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 765/2001 ΠΧρ 2002.238).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ως άνω αγωγή της . …………………, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, αξιολογείται ως επαρκώς ορισμένη, καθόσον η ενάγουσα, που ζητεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκθέτει, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, α) ότι τελέσθηκε σε βάρος της από τους εναγόμενους αδικοπραξία, δηλαδή παράνομη και υπαίτια πράξη αυτών κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, η οποία, επιπροσθέτως, αποτελεί και αξιόποινη (ποινικά κολάσιμη) πράξη, ήτοι απόπειρα απάτης στο δικαστήριο ως προς τον πρώτο εναγόμενο και άμεση συνέργεια σε απόπειρα απάτης στο δικαστήριο ως προς τους λοιπούς εναγόμενους και β) ότι αυτή (ενάγουσα) υπέστη άμεσα ηθική βλάβη, δηλαδή ψυχικό άλγος, προκληθέν από την αναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, καθόσον ηθική βλάβη μπορεί να προκληθεί από την προσβολή οιουδήποτε δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος, το οποίο προστατεύεται από κανόνες δικαίου όχι μόνο αστικού αλλά και ποινικού περιεχομένου που έχουν τεθεί για την προστασία των ιδιωτικών συμφερόντων (βλ. Γ. Γεωργιάδης σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του ΑΚ, έκδ. 2010, τόμ. Ι, άρθρο 932, αρ. 7-10, σελ. 1901-1902). Σημειώνεται, ότι η ενάγουσα δεν ήταν αναγκαίο, για το ορισμένο της αγωγής της, να προσδιορίσει σε τι συνίσταται το ψυχικό άλγος που αυτή επικαλείται ότι υπέστη και να εξειδικεύσει τους παράγοντες, με τους οποίους αποτιμά το επικαλούμενο ψυχικό άλγος της στο αιτούμενο απ’ αυτήν ποσό, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του πρώτου εναγομένου. Και τούτο, γιατί οι ειδικότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της ηθικής βλάβης, όπως η έκταση της βλάβης του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι λοιπές συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση καθώς και οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κλπ, αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (λοιπές συνθήκες) και δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής (ΑΠ 1220/2010 ΕλλΔνη 2011.979, βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2018, τόμ. Ι, άρθρο 2016, αρ. 27, σελ. 351). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον πρώτο εναγόμενο, ….., με τον σχετικό λόγο (τέταρτο κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

  1. V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων . …….. και ………, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο πρώτος με επιμέλεια της ενάγουσας και ο δεύτερος με επιμέλεια των εναγομένων, με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος εναγόμενος, ……. (ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης), είναι πρώην σύζυγός της ενάγουσας, . …………………. (ήδη εφεσίβλητης). Ο μεταξύ των ως άνω διαδίκων γάμος λύθηκε με διαζύγιο, που απαγγέλθηκε με την (ήδη αμετάκλητη) υπ’ αριθ. 1508/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ακολούθως, ο πρώτος εναγόμενος άσκησε κατά της ενάγουσας (πρώην συζύγου του), ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 25.5.2007 (µε αριθ. έκθ. κατάθ. …../2007) αγωγή του, µε την οποία, επικαλούμενος ότι συνέβαλε στην κατά τη διάρκεια του γάμου τους επαύξηση της περιουσίας της τελευταίας (ήτοι στην κτήση κατά ποσοστό 3/8 μίας διώροφης οικοδομής στα ….. Σαλαμίνας), ζήτησε, λόγω αξίωσής του για συμμετοχή στα αποκτήματα κατ’ άρθρο 1400 ΑΚ, να επιδικασθεί υπέρ αυτού νομιμοτόκως, κυρίως μεν το ποσό των 126.000 ευρώ που προσδιόρισε βάσει της επικαλούμενης πραγματικής συμβολής του, επικουρικώς δε το ποσό των 60.000 ευρώ, που προσδιόρισε βάσει της εκ του άρθρου 1400 εδ. β΄ ΑΚ τεκμαρτής συμβολής του. Επί της αγωγής αυτής του πρώτου εναγομένου, που εκδικάσθηκε την 7.1.2011 ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, εκδόθηκε η (ήδη τελεσίδικη) υπ’ αριθ. 4310/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία α) η κύρια βάση της, η στηριζόμενη στον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής του τότε ενάγοντος (ήδη πρώτου εναγόμενου) με αίτημα το ποσό των 126.000 ευρώ, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και β) η επικουρική βάση της, η στηριζόμενη στον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής του τότε ενάγοντος (ήδη πρώτου εναγόμενου) με αίτημα το ποσό των 60.000 ευρώ, αφού κρίθηκε νόμιμη και ερευνήθηκε κατ’ ουσίαν, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στο πλαίσιο της ως άνω δίκης η ήδη ενάγουσα (τότε εναγομένη), με τις από 24.11.2010 έγγραφες προτάσεις της, πρόβαλε, μεταξύ άλλων ισχυρισμών της, και τον ισχυρισμό περί μηδενικής συμβολής του αντιδίκου της και πρώην συζύγου της (ήδη πρώτου εναγομένου) στην αύξηση της περιουσίας της κατά τη διάρκεια του γάμου τους, επικαλούμενη ότι ο τελευταίος δαπανούσε τα χρήματά του, πλην άλλων προσωπικών διασκεδάσεων, και λόγω της έντονης ενασχόλησής του µε τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους της Σαλαμίνας, καθόσον ήταν φίλαθλος και παράγοντας των συλλόγων αυτών και συμμετείχε για πολλά χρόνια στην κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους. Σημειώνεται, ότι ο ισχυρισμός αυτός της τότε εναγομένης (ήδη ενάγουσας) με την ανωτέρω απόφαση (4310/2011) του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έγινε δεκτό ότι είναι νόμιμος, ως συνιστών την εκ του άρθρου 1400 εδ. β΄ ΑΚ ένσταση, και ότι πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Στη συνέχεια, ο τότε ενάγων (ήδη πρώτος εναγόμενος), προκειμένου να αντικρούσει την εν λόγω ένσταση, επικαλέστηκε με τις έγγραφες προτάσεις του, αλλά και με την από 19.1.2011 «προσθήκη – αντίκρουση – αξιολόγηση μαρτυρικών καταθέσεων μετά την συζήτηση» (προς αντίκρουση της κατάθεσης του μάρτυρα της αντιδίκου του) ότι ο ίδιος δεν είχε καμία συμμετοχή στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους της Σαλαμίνας, προσκομίζοντας την από 5.1.2011 έγγραφη βεβαίωση του αθλητικού συλλόγου της Σαλαμίνας «………», την οποία υπέγραφαν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, …… και ………. (ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης), ως Πρόεδρος και Γενικός Γραμματέας, αντίστοιχα, του ανωτέρω συλλόγου, με το εξής περιεχόμενο: «Ο ……….… βεβαιώνει ότι μετά από έλεγχο των υπαρχόντων βιβλίων Γενικών Συνελεύσεων και Διοικητικών Συμβουλίων, ότι δεν είχε καμία ενεργώ συμμετοχή ο κύριος ………….., όπως επίσης και από τον έλεγχο του βιβλίου μελών δεν προκύπτει ότι ήταν μέλος του Συλλόγου. Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε στα βιβλία των ταμείων διαπιστώθηκε ότι ουδεμία οικονομική συνεισφορά προσέφερε προς τον Σύλλογό μας.». Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, αν και το όνομα του πρώτου εναγόμενου είναι «…», στον κοινωνικό του περίγυρο τον προσφωνούσαν ως «….», όνομα με το οποίο ήταν γνωστός και, για το λόγο αυτό, στην εν λόγω βεβαίωση αναγράφεται ως «……….». Τελικά, όπως προεκτέθηκε, με την υπ’ αριθ. 4310/2011 (ήδη τελεσίδικη) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η ως άνω αγωγή, κατά την ερευνηθείσα κατ’ ουσίαν επικουρική βάση της (περί επιδίκασης ποσού 60.000 ευρώ), αφού κρίθηκε και ότι δεν αποδείχθηκε συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας της εναγομένης. Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση έγινε δεκτό α) ότι ο ενάγων δαπανούσε πολλά χρήματα, μεταξύ άλλων, «διευκολύνοντας τους φίλους του για τις ανάγκες του ποδοσφαιρικού συλλόγου, γιατί ήταν φανατικός φίλαθλος», όπως, άλλωστε, αυτό «δέχθηκε και η υπ’ αριθ. 1/2007 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς» και β) ότι ο ισχυρισμός του τότε ενάγοντος (ήδη πρώτου εναγομένου) ότι δεν είχε καμία συμμετοχή στον σύλλογο του ….. και η προσκομιζόμενη από 5.1.2011 σχετική βεβαίωση του ως άνω συλλόγου «κρίνονται ψευδείς, καθώς από το υπ’ αριθ. …../21.6.1999 πρακτικό του ως άνω συλλόγου προκύπτει ότι ο ενάγων κατά τον ως άνω χρόνο ήταν έφορος, από το υπ’ αριθ. ……/29.8.1995 ότι ήταν μέλος, από το υπ’ αριθ. …../12.8.1996 ότι υπήρξε γενικός αρχηγός». Πράγματι, από τα ανωτέρω προσκομιζόμενα με επίκληση πρακτικά του αθλητικού συλλόγου «…………..» αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος το έτος 1995 ήταν μέλος του ως άνω συλλόγου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του με την ιδιότητα του Γενικού Αρχηγού (βλ. το υπ’ αριθ. …./29.8.1995 πρακτικό Γενικής Συνέλευσης και Διοικητικού Συμβουλίου), το έτος 1996 είχε την ίδια ιδιότητα (Γενικός Αρχηγός), από την οποία τότε παραιτήθηκε (βλ. το υπ’ αριθ. …../12.8.1996 πρακτικό) και, τέλος, το έτος 1999 ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ως άνω συλλόγου με την ιδιότητα του Εφόρου (βλ. το υπ’ αριθ. …./21.6.1999 πρακτικό). Η ανωτέρω αποδειχθείσα ενεργός συμμετοχή του πρώτου εναγομένου στον αθλητικό σύλλογο «………» καταδεικνύει το αναληθές περιεχόμενο της από 5.1.2011 βεβαίωσης του ως άνω συλλόγου, την οποία συνέταξαν και υπέγραψαν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, με τις ιδιότητες του Προέδρου και Γενικού Γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου του, και, ακολούθως, χορήγησαν στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος την επικαλέσθηκε και προσκόμισε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς στο πλαίσιο της σχετικής δίκης επί της από 25.5.2007 αγωγής του για αξίωση συμμετοχής του στα αποκτήματα, με σκοπό του τελευταίου να απορριφθεί η ένσταση της ήδη ενάγουσας περί μηδενικής συμβολής του στην αύξηση της περιουσίας της, να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του και να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος συνιστάμενο στο αιτούμενο με την επικουρική βάση της αγωγής ποσό των 60.000 ευρώ. Η αλήθεια, όμως, την οποία γνώριζε ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν, όπως αυτό κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου με την υπ’ αριθ. 4310/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι η συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας της ήδη ενάγουσας κατά τη διάρκεια του γάμου της ήταν μηδενική, γιατί, μεταξύ άλλων, δαπανούσε τα χρήματά του στο πλαίσιο της έντονης ενασχόλησής του με τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους της Σαλαμίνας, αφού, ως παράγοντας των συλλόγων αυτών, συμμετείχε στην κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους επί πολλά έτη. Ακόμη, ο σκοπός των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων με την προαναφερθείσα παράνομη πράξη τους (ήτοι την σύνταξη, υπογραφή και χορήγηση στον πρώτο αυτών της εν λόγω με ψευδές περιεχόμενο βεβαίωσης), ήταν να ενισχύσουν τον σχετικό ισχυρισμό του πρώτου αυτών ότι ο ίδιος δεν είχε καμία συμμετοχή στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους της Σαλαμίνας, και να τον βοηθήσουν στο πλαίσιο της σχετικής πολιτικής δίκης να απορριφθεί η ένσταση της ήδη ενάγουσας περί μηδενικής συμβολής του στην αύξηση της περιουσίας της, να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του και να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος συνιστάμενο στο αιτούμενο με την επικουρική βάση της αγωγής ποσό των 60.000 ευρώ. Η αλήθεια, όμως, την οποία αυτοί γνώριζαν, ήταν ότι ο πρώτος των εναγομένων ήταν μέλος του ως άνω αθλητικού συλλόγου και ότι, κατά το παρελθόν, μετείχε και στο Διοικητικό Συμβούλιό του είτε με την ιδιότητα του Γενικού Αρχηγού, είτε με την ιδιότητα του Εφόρου, πλην όμως οι Δικαστές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δεν πείσθηκαν από την ψευδή βεβαίωση των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων και απέρριψαν, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την αγωγή του πρώτου αυτών κατά την επικουρική βάση της, με την υπ’ αριθ. 4310/2001 απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου. Σημειώνεται, ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων, που προβάλλεται με σχετικούς λόγους των εφέσεών τους, ότι η εν λόγω βεβαίωση αφορούσε μόνο το χρονικό διάστημα από το 2008 και μετέπειτα, αφού η αναγραφόμενη στην βεβαίωση φράση «μετά από έλεγχο των υπαρχόντων βιβλίων» αφορούσε μόνο αυτό το χρονικό διάστημα, δεν είναι βάσιμος. Και τούτο γιατί δεν γίνεται αναφορά ότι τα «υπάρχοντα βιβλία» αφορούν το μετά το έτος 2008 χρονικό διάστημα, όπως θα έπρεπε να γίνει, εάν ο ισχυρισμός τους ήταν βάσιμος. Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι η ως άνω αγωγή του πρώτου εναγομένου, κατά την κύρια βάση της (με την οποία ζητούσε το ποσό των 126.000 ευρώ) είχε απορριφθεί, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, με την προαναφερθείσα απόφαση (4310/2011), με συνέπεια να μην υπάρχει στάδιο διερεύνησης της ουσιαστικής βασιμότητας των ισχυρισμών των διαδίκων ως προς την κύρια βάση αγωγής και, συνακόλουθα, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο IV της παρούσας, να μην τίθεται, ως προς τη βάση αυτή, ζήτημα τέλεσης της αξιόποινης πράξης της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, όπως αυτό έγινε δεκτό και με το υπ’ αριθ. 283/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Κατόπιν αυτών, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της ψυχικής στενοχώριας και της ανησυχίας που βίωσε από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία, ανεξαρτήτως του ότι στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο και της άμεσης συνέργειας σ’ αυτήν, συνιστά αδικοπραξία σε βάρος της κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, και από τον κίνδυνο τυχόν ευδοκίμησης της από 25.5.2007 εναντίον αυτής αγωγής ασκηθείσης από τον πρώτο εναγόμενο ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, µε την προσκόμιση απ’ αυτόν ψευδούς κατά περιεχόμενο αποδεικτικού μέσου και συγκεκριμένα της από 5.1.2011 ψευδούς κατά περιεχόμενο βεβαίωσης, που υπέγραψαν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα, έστω και με πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), και δέχτηκε ότι από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων προκλήθηκε στην ενάγουσα ηθική βλάβη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των απο­δείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από όλους τους εναγόμενους με τους σχετικούς λόγους των εφέσεών τους (πρώτο, δεύτερο και τέταρτο της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης και πρώτο, δεύτερο και τρίτο της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης), τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, το ποσό των 8.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο (άρθρο 932 ΑΚ) καθώς και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΧρΙΔ 2015.575, ΑΠ 622/2017), λαμβανομένων υπόψη του βαθμού υπαιτιότητας (δόλου) των εναγομένων, του είδους της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους, των επιπτώσεων που θα είχε για την ενάγουσα η εξαιτίας της προσκόμισης της εν λόγω ψευδούς κατά περιεχόμενο βεβαίωσης, απόρριψη της ένστασής της περί μηδενικής συμβολής του πρώτου εναγομένου στην κατά τη διάρκεια του γάμου τους επαύξηση της περιουσίας της και η συνακόλουθη αποδοχή της αγωγής του τελευταίου ως προς την ερευνηθείσα κατ’ ουσίαν επικουρική βάση της περί καταβολής του αιτούμενου, βάσει του τεκμαρτού υπολογισμού (άρθρου 1400 εδ. β΄ ΑΚ), ποσού των 60.000 ευρώ, καθώς και της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 29.960 ευρώ, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων, ως ουσιαστικά βάσιμων, των σχετικών λόγων (τρίτου της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης και τέταρτου κατά το δεύτερο σκέλος του, της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης) των εφέσεων των εναγομένων περί επιδίκασης χαμηλότερου του επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού για την ως άνω αιτία.
  2. VI. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να γίνουν δεκτές, ως ουσιαστικά βάσιμες, α) η από 22.10.2018 έφεση των . ………………… και . ………………… και β) η από 26.10.2018 έφεση του …….. κατά της υπ’ αριθ. 3977/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 8.7.2015 αγωγή της . …………………, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος (άρθρο 926 ΑΚ), στην ενάγουσα το ποσό των 8.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, λόγω της νίκης των εκκαλούντων, αφού έγιναν δεκτές οι εφέσεις τους, πρέπει να διαταχθεί: α) η επιστροφή στους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από αυτούς με το με αριθμό κωδικού ………./2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με το από 24.10.2018 γραμμάτιο είσπραξης παραβόλου της Τράπεζας Αττικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει) και β) η επιστροφή στον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτόν με το με αριθμό κωδικού πληρωμής . . ./2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 26.10.2018 εξόφληση παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν, κατά ένα μέρος τους, σε βάρος των εκκαλούντων-εναγομένων λόγω της μερικής ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων Α) την από 22.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2018) έφεση των . ………………… και . ………………… και Β) την από 26.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2018) έφεση του ……….

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία τις ανωτέρω εφέσεις.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ` αριθ. 3977/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 8.7.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2015) αγωγής της … ………………….

Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι, ……, οφείλουν να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, στην ενάγουσα, . …………………, το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης, . ……… και …………., του κατατεθέντος από αυτούς παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, ……., του κατατεθέντος απ’ αυτόν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τους ως άνω εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Μαρτίου 2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

     Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ