Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 711/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 Αριθμός απόφασης    711 /2018

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

  Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ. Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Η κρινόμενη από 29.6.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………… και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………  έφεση των εκκαλούντων, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2257/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 8.3.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……….. αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου εναντίον τους, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 31.5.2017 στους τρίτο και τέταρτο εναγομένους, για τον εαυτό τους και με την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων και αντικλήτων των εναγομένων εταιρειών, συντασσομένων των υπ’αριθμ. ……….. εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ……….., που προσκομίζονται από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 30.6.2017, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, …………., στην από 8.3.2016 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που μετά την λήξη του μετετράπη σε αορίστου, η οποία καταρτίστηκε στον Πειραιά, στις 9-10-2015, μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας εγκατεστημένης νομίμως στην Θεσσαλονίκη, που τυγχάνει αντιπρόσωπος, γενική πράκτορας και αντίκλητος της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Παναμά φορτηγού πλοίου «B. Z.», οι δε τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι είναι νόμιμοι εκπρόσωποι της δεύτερης εναγομένης, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο εν λόγω πλοίο, υπό την ειδικότητα του Α΄ μηχανικού, αντί μηνιαίων αποδοχών 8.500 ευρώ, πλέον αντιτίμου τροφής και επιδόματος αδείας και σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας πληρωμάτων φορτηγών πλοίων από 4.500 DTW και απασχολήθηκε σ’αυτό μέχρι τις 2.2.2016, που απολύθηκε, ένεκα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον ίδιο, λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, χωρίς να του καταβληθεί αποζημίωση απόλυσης. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, μετά παραδεκτού εν μέρει περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό,  να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον, με βάση την σύμβαση και επικουρικά με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να του καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €), που αντιστοιχεί σε μέρος των δεδουλευμένων αποδοχών του και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν το υπόλοιπο ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα έξι και τριάντα επτά λεπτών (22.456,37 €) ευρώ, που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο των οφειλομένων αποδοχών του, το επίδομα αδείας και την αποζημίωση απόλυσης,  όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και ότι εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, με ρητή συμφωνία των μερών, έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της και ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε τους εναγομένους εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000 €), αναγνώρισε δε την υποχρέωση τους να του καταβάλουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα επτά και ογδόντα δύο λεπτών (15.797,82 €) ευρώ, για τις αντίστοιχες προαναφερθείσες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση τους οι εναγόμενοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης τους, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη της.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α` και 2 του Ν. 762/1978, «περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβαση εργασίας μετά του ναυτικού», «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συναπτών μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν, δι` απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού… Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον δια τας κατά των προηγουμένων παράγραφον απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής, που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη, ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως μέχρι το χρόνο της άσκησης από το ναυτικό των αξιώσεων του από την εργασιακή σχέση. Η σύμβαση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει εγγράφως. Η σύμβαση πρόσληψης του ναυτικού για να ναυτολογηθεί σε πλοίο είναι ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που θέλησαν τα μέρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ και κατά συνέπεια, αν αυτή έγινε στην Ελλάδα, υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη των υπόχρεων, που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη για τις υποχρεώσεις, που πηγάζουν απ` αυτήν ή τη σύμβαση ναυτολόγησης που επακολούθησε (ΑΠ 1090/2010 ΔΕΕ 2010.1343, ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24.124, ΕφΠειρ 761/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 457/2011 ΕΝΔ 2012.21, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, Εφ Πειρ 235/2010 ΕΝΔ 2010.131, Εφ.Πειρ. 305/2005 ΕΝΔ 2005.82).

  1. IV. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), μη λαμβανομένων υπόψη, ούτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφενός των υπ’αριθμ. ……… ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, χωρίς όμως να αναφέρονται στην από 13.9.2016 σχετική κλήση των αντιδίκων, τα ονοματεπώνυμα και λοιπά στοιχεία των προς εξέταση μαρτύρων, κατ’εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 422 παρ.1 και 424 ΚΠολΔ (όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015) και αφετέρου της από 26.11.2015 δήλωσης του ……………, που προσκομίζεται από τους εναγομένους-εκκαλούντες, πλην όμως αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, εφόσον δεν έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες δικονομικές διατάξεις για την εξέταση μάρτυρα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας τριών μηνών με δυνατότητα παράτασης ή σύντμησης της κατά ένα μήνα, που καταρτίστηκε εγγράφως στις 19.10.2015 στην Ελλάδα, χωρίς τούτο να αναιρείται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και συγκεκριμένα στα γραφεία στην Ελλάδα της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην ………. και έχει εγκαταστήσει νομίμως γραφείο στην ……….. επί της οδού ….. , η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο ενεργούσε, ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα, της πρώτης εναγομένης, ήδη εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», με καταστατική έδρα στον………….., πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Παναμά φορτηγού πλοίου «B.Z.»,  νηολογίου Παναμά, κ.ο.χ. 27.011 και DWT 637 και του ενάγοντος ……………, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον λιμένα Κωστάντζα της Ρουμανίας,  υπό την ειδικότητα του Α΄ μηχανικού, αντί συμφωνηθέντων “κλειστών” μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 8.500 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου επιδόματος αδείας 2,5 ημερών μηνιαίως και κατ’αποκοπή υπερωριακής αμοιβής 103 ωρών κάθε μήνα, σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας πληρωμάτων φορτηγών πλοίων από 4.500 DTW και άνω του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.1/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β’ 123/9-2-2011). Επισημαίνεται ότι η υπηρεσία του  ενάγοντος,  όντος συνταξιούχου ναυτικού, στο ως άνω πλοίο επιτρεπόταν από το άρθρο 8 Ν.2987/ 2002 (για την απασχόληση συνταξιούχων ναυτικών), μη εμποδιζόμενη (υπό τη μορφή προβλεπόμενων κατά νόμω προϋποθέσεων) από την  ακολούθως εκδοθείσα, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, Υ.Α. υπ’ αρ. 3511.4./20/2004 (ΦΕΚ Β΄ 1782/2.12.2004), εφόσον  το  ανωτέρω  υπό ξένη σημαία πλοίο, δεν προέκυψε ότι ήταν συμβεβλημένο στο Ν.Α.Τ, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού των εναγομένων, που υποστηρίζει, αντιθέτως, την ακυρότητα της σύμβασης, λόγω της συνταξιοδότησης του ενάγοντος και την επιζήμια απόκρυψη τούτου εκ μέρους του. Ειδικότερα, η ανωτέρω σύμβαση, ερμηνευόμενη κατά τα άρθρα 173 και 200ΑΚ, συνήφθη με συμβαλλομένους, αφενός την αντιπρόσωπο στην Ελλάδα της ανωτέρω πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, δεύτερη εναγομένη εταιρεία δια του προστηθέντος εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου της, ………………., που ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της, η οποία, όπως προκύπτει από την υπ’αρ.πρωτ. …………. από 1.12.2016 βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών της Δ/νσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Αρχηγείου Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, έχει νόμιμα εγκαταστήσει το ανωτέρω γραφείο στην Ελλάδα με την ………….. κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, που εξακολουθεί να ισχύει,  είχαν δε οριστεί με το από 8.4.2005 πρακτικό του διοικητικού της συμβουλίου εκπρόσωποι του εν λόγω γραφείου οι ………….. και ……………, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων και αφετέρου  τον ενάγοντα, ως εργαζόμενο ναυτικό με την προαναφερθείσα ειδικότητα, με την διαμεσολάβηση του ναυτικού πρακτορείου εύρεσης εργασίας «………..», που εδρεύει στον …….., στο οποίο απηύθυνε ο ενάγων την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη σχετική αίτηση ναυτολόγησης, που ακολούθως διαβιβάστηκε, μεταξύ άλλων, στην δεύτερη εναγομένη προς επιλογή των ναυτικών για την επάνδρωση του ένδικου πλοίου. Επίσης, από την ίδια ανωτέρω βεβαίωση προκύπτει ότι στις 8.3.2016, ήτοι μετά την κατάρτιση της επίδικης εργασιακής σύμβασης και την λύση της, στις 2.2.2016, κατόπιν αίτησης του ενάγοντος για αντικατάσταση του, κατατέθηκε στην ανωτέρω αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής το από 15.5.2015 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, σύμφωνα με το οποίο εκπρόσωπος του ανωτέρω γραφείου ορίστηκε ο ………………, τέταρτος εναγόμενος, πλην όμως εφόσον δεν είχαν τηρηθεί οι απαιτούμενες προϋποθέσεις δημοσιότητας αναφορικά με την αλλαγή στην εκπροσώπηση της εταιρείας κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, τούτο δεν μπορεί να αντιταχθεί εναντίον του καλόπιστου συναλλασσομένου ενάγοντος. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι στην πραγματικότητα ο τρίτος εναγόμενος εξακολουθούσε να εκπροσωπεί την δεύτερη εναγομένη. Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 31.8.2004 επιστολή της  πλοιοκτήτριας αλλοδαπής εταιρείας, πρώτης εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης από τον τρίτο εναγόμενο, που κατατέθηκε στην ανωτέρω Υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και διαλαμβάνεται στην υπ’αριθμ.πρωτ. …………… βεβαίωση αυτής, φέρεται ότι έχει ανατεθεί από την πλοιοκτήτρια πρώτη εναγομένη στην δεύτερη εναγομένη η διαχείριση του ανωτέρω πλοίου, πλην όμως η ιδιότητα της δεύτερης εναγομένης, ως διαχειρίστριας, δεν επιρρωνύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να θεωρηθεί ότι αυτή ενεργούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ως διαχειρίστρια του εν λόγω πλοίου, κατά την έννοια του νόμου. Ενόψει τούτων, αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας στην Ελλάδα, η δεύτερη εναγομένη, ήδη εκκαλούσα εταιρεία, ενήργησε δια του προαναφερθέντος εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου της, ως άμεση αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της εργοδότριας αλλοδαπής πλοιοκτήτριας εταιρίας και συνεπώς, ευθύνεται έναντι του ενάγοντος εις ολόκληρον με αυτήν για κάθε υποχρέωση, που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας του, παράλληλα δε με την εργοδότρια πρώτη εναγομένη ευθύνονται ατομικώς και εις ολόκληρον οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, που εκπροσωπούσαν το νομικό πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης αντιπροσώπου κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, ο μεν τρίτος εναγόμενος σε κάθε περίπτωση μέχρι το χρόνο σύνταξης της κρινόμενης από 8.3.2016 αγωγής, ο δε τέταρτος εξακολουθητικώς και αδιαλείπτως μέχρι σήμερα. Επομένως, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ένδικη σύμβαση καταρτίστηκε επί του πλοίου, ενόσω ελλιμενιζόταν στον λιμένα Κωστάντζα Ρουμανίας, ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της δεύτερης εναγομένης και συνακόλουθα των νομίμων εκπροσώπων της, τρίτου και τέταρτου αυτών, που επιχειρείται να βασισθεί σε μη εν Ελλάδι τόπο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης, επιπρόσθετα δε διότι ο τρίτος εναγόμενος δεν είχε τότε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου, που προέβαλαν πρωτοδίκως και επαναφέρουν με την κρινόμενη έφεση τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε κατένειμε εσφαλμένα το βάρος απόδειξης, απορριπτομένων των πρώτου και δεύτερου λόγων της έφεσης των εναγομένων-εκκαλούντων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά ρητό όρο της εργασιακής σύμβασης υπό στοιχεία Β.1, στον συμφωνηθέντα μισθό του ενάγοντος περιλαμβάνονταν αποδοχές αδείας 2,5 ημερών ανά μήνα. Σύμφωνα με το άρθρο 16 της εφαρμοζομένης ανωτέρω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ο ναυτικός δικαιούται άδεια, που υπολογίζεται σε οκτώ (8) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας του, για δε τις επιπλέον ημέρες σε αντίστοιχο κλάσμα της παραπάνω μηνιαίας αδείας. Κατά τις ημέρες της αδείας του ο ναυτικός δικαιούται τον βασικό μισθό, που αναλογεί σ’αυτές, όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 1 της Συλλογικής Σύμβασης, που προσαυξάνεται με το επίδομα 22% των Κυριακών, καθώς και το 10% επίδομα δεξαμενοπλοίων, για τους ναυτικούς που υπηρετούν σ’αυτά, καθώς επίσης και το αντίτιμο τροφής, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 15 σε 13,69 ευρώ την ημέρα, πλην λιμένων ΗΠΑ και Καναδά. Ενόψει τούτων, ο ενάγων, λόγω μη χορήγησης αυτούσιας της προβλεπομένης αδείας και μη καταβολής του μισθού, που αναλογεί σε 8 ημέρες αδείας ανά μήνα αλλά σε 2,5 ημέρες, δικαιούται να λάβει την προκύψασα διαφορά, που αναλογεί σε 5,5 ημέρες αδείας κάθε μήνα μετά του αναλογούντος σ’αυτές αντιτίμου τροφής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και επιδίκασε για την αιτία αυτή στον ενάγοντα το ποσό των 3.418,82 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά την εκκαλουμένη, που δεν προσβάλλεται ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς του, σε αποδοχές αδείας 5,5 ημερών κάθε μήνα, μετά τροφοδοσίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και, ως εκ τούτου, ο συναφής τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης με τον οποίο υποστηρίζεται ότι ο συμφωνημένος κλειστός μισθός περιελάμβανε τις προβλεπόμενες κατά την οικεία ΣΣΕ αποδοχές αδείας μετά του αντιτίμου τροφής, εφόσον στο σύνολο του υπερκάλυπτε τις νόμιμες αποδοχές, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού δεν περιλαμβανόταν στην σύμβαση πρόβλεψη ειδική και ορισμένη περί καταλογισμού του πρόσθετου καταβαλλόμενου πέραν των προβλεπομένων από την Σ.Σ.Ε. χρηματικού ποσού προς άλλες συμβατικές αποδοχές και επομένως, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελούσε μέρος του μισθού του ενάγοντος και όχι δωρεάν παροχή της εργοδότριας πλοιοκτήτριας, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση, ως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι στον κρινόμενο λόγο, που συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν.

  1. V. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, “Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 664 ΑΚ, “Ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό σε απαίτηση του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειας του. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για το συμψηφισμό με απαίτηση που έχει ο εργοδότης λόγω ζημίας που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι είναι δυνατή η απόσβεση ομοειδών, ληξιπροθέσμων απαιτήσεων δύο προσώπων στην έκταση που καλύπτονται η μία με την άλλη, εφόσον το ένα πρόσωπο δηλώσει στο έτερο τη βούληση του για το σκοπό αυτό. Ο κανόνας κάμπτεται, κατ` εξαίρεση, όταν πρόκειται για απαιτήσεις μισθολογικών παροχών. Τότε, ο συμψηφισμός τους με ανταπαίτηση του εργοδότη απαγορεύεται. Η απαγόρευση, όμως, ισχύει μόνο για το μέρος, ως προς το οποίο οι μισθολογικές παροχές ήθελε θεωρηθούν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, απολύτως αναγκαίες για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειας του. Πλήρης επαναφορά στον κανόνα επέρχεται όταν η ανταπαίτηση του εργοδότη απορρέει από ζημία, που του προξένησε δολίως ο εργαζόμενος κατά την παροχή της εργασίας. Δεν είναι απαραίτητο η εν λόγω δόλια ενέργεια, που δημιούργησε την ανταπαίτηση του εργοδότη, να συνιστά και ποινικό αδίκημα. Πέραν τούτων, η απαγόρευση του συμψηφισμού δεν ισχύει και όταν πρόκειται για απαιτήσεις του εργαζομένου που δημιουργούνται μεν στο πλαίσιο λειτουργίας της συμβάσεως εργασίας, αλλά δεν είναι μισθολογικής φύσεως. Τέτοιες απαιτήσεις θεωρούνται εκείνες που έχουν χαρακτήρα αποκατάστασης, όπως η αποζημίωση που οφείλεται λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 943/2010) ή λόγω μη αυτούσιας χορήγησης της ετήσιας άδειας αναπαύσεως (άρθρο 5 του α.ν. 539/1945). (ΑΠ 1067/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 980/2009 ΔΕΕ 2010. 953, ΑΠ 1007/2003 ΧρΙΔ 2004. 376, ΑΠ 844/1999 ΕλΔνη 2000. 444, ΕφΑθ 930/2013 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι οι παραβάσεις-ελαττώματα, που διαπιστώθηκαν στο πλοίο κατά την επιθεώρηση του στις 24.11.2015 από τις λιμενικές αρχές στο Ντέρμπαν της Νοτίου Αφρικής, αναφορικά με τις δεξαμενές πετρελαίου, τις σεντίνες, τους ανιχνευτές φωτιάς στους διαχωριστήρες πετρελαίου και τις ηλεκτρογεννήτριες, την έλλειψη λειτουργικών ενδείξεων στο καζάνι της μηχανής και ελαττωματικού μηχανισμού ειδοποίησης σε περίπτωση κινδύνου, την διαρροή πετρελαίου κ.αλ., με αποτέλεσμα την κράτηση τούτου μέχρι την αποκατάσταση τους, ανάγονταν σε λειτουργικές ελλείψεις και πλημμελή συντήρηση και επισκευή του από υπαιτιότητα της πλοιοκτήτριας εναγομένης εταιρείας, αν και είχαν επισημανθεί, ως επί το πλείστον και σε προγενέστερο χρόνο, αφενός κατά την επιθεώρηση του πλοίου στις 7.4.2005 από την λιμενική αρχή των Η.Π.Α, όπως αναφορικά με τα προβλήματα διαρροών του συστήματος σωληνώσεων-αγωγών του μηχανοστασίου, αλλά και κατά την επιθεώρηση του στις 8.10.2015 από την λιμενική αρχή στην Κωστάντζα Ρουμανίας, όπου επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, η μη λειτουργικότητα του πηδαλίου και του καταγραφέα δεδομένων του πλοίου, κατά παράβαση των συναφών διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης SOLAS, εντούτοις δεν αποκαταστάθηκαν πριν τον απόπλου τούτου. Ενόψει τούτων, τα διαπιστωθέντα κατά τις ανωτέρω επιθεωρήσεις ελαττώματα, όπως συνάγεται και από το είδος και την φύση τους, δεν εμφανίστηκαν μετά την ναυτολόγηση του ενάγοντος, ούτε οφείλονταν σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τούτου κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, μήτε προκλήθηκαν δολίως από τον ενάγοντα, αλλά οφείλονται σε παράβαση εκ μέρους της πλοιοκτήτριας εναγομένης των διατάξεων και κανονισμών περί ασφαλείας του πλοίου και των εργαζομένων σ’αυτό.  Ένεκα τούτων, η ανταπαίτηση, που ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη ότι διατηρεί εναντίον του ενάγοντος, συνολικού ποσού 58.803,31 ευρώ, προερχόμενη από την ζημία της, που συνίσταται στο πρόστιμο, που της επιβλήθηκε από την λιμενική αρχή της Ν.Αφρικής, τα λιμενικά τέλη από την κράτηση του πλοίου της για 11 ημέρες και την δαπάνη, που κατέβαλε στην εταιρεία «………..” για το κόστος των ανταλλακτικών και των εργασιών αποκατάστασης των ελλείψεων και βλαβών, σύμφωνα με τα εκδοθέντα από 26.11.2015 και 7.12.2015 σχετικά τιμολόγια της τελευταίας, όπως επαρκώς εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, κρίνεται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, εφόσον η οποιουδήποτε ποσού περιγραφόμενη ζημία της δεν προκλήθηκε δολίως από τον ενάγοντα και σε κάθε περίπτωση δεν οφείλεται σε αντισυμβατική μήτε αδικοπρακτική συμπεριφορά του και συνεπώς, δεν θεμελιώνεται ανταπαίτηση της σε βάρος του, που να μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό των επίδικων μισθολογικών αξιώσεων του ενάγοντος, ούτε ολικώς, ούτε μερικώς, απορριπτομένης της συναφούς ένστασης της, που επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού της πρώτης εναγομένης, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ) και, ως εκ τούτου, αβασίμως παραπονούνται οι εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσης τους, ο οποίος κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

  1. VI. Επίσης απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν, κρίνεται και ο πέμπτος λόγος της έφεσης, που πλήττει την εκκαλουμένη, ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, μέρος των οποίων επιδικάστηκαν υπέρ του ενάγοντος, προσδιοριζομένων στο ποσό των 1.200 ευρώ, καθόσον γενομένης εν μέρει δεκτής της αγωγής, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, ορθά, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 178 παρ.1 ΚΠολΔ, κατανεμήθηκαν μεταξύ των διαδίκων αναλόγως της νίκης και της ήττας τους και υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων).

VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων-εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος-εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.2257/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

 Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων-εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος-εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 26 Νοεμβρίου 2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ