Αριθμός 225/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα, Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση των ηττηθέντων ανακοπτόντων κατά της με αριθμό 4521/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού δε για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ) . Με την ένδικη από 24.3.2010 (αρ. καταθ………/29.3.2016) ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ανακόπτοντες , για τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, ζήτησαν την ακύρωση της υπ΄ αρ……/2016 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αυτοί (ανακόπτοντες), η μεν πρώτη, με την ιδιότητα της πρωτοφειλέτριας, οι δε λοιποί (2ος έως και 4η) με την ιδιότητα των εγγυητών, υποχρεώθηκαν να καταβάλουν προς την καθ΄ ης η ανακοπή (η οποία αιτήθηκε την έκδοση της διαταγής πληρωμής), αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 92.741,50 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄ αρ. 4521/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου(διαδικασία περιουσιακών διαφορών), με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή, ως προς όλους τους λόγους της. Κατά της αποφάσεως αυτής οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητούν να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ανακοπή τους.
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 εδ. α` του άρθρου 632 ΚΠολΔ ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο. Η άσκηση της ανακοπής αυτής, που είναι ανακοπή κατά δικαστικής πράξης, στην οποία δεν συμμετείχε, ούτε προσκλήθηκε ο καθ’ ου η διαταγή οφειλέτης, και διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, γίνεται, όπως σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 215 § 1, 583 και 585 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το εδ. β` της αμέσως προαναφερθείσας διάταξης (άρθ. 632 § 1), κατά τον τρόπο που γίνεται και η άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και με την επίδοση αντιγράφου της είτε στο δικηγόρο που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, είτε στον καθ’ ου η ανακοπή. Επομένως, για να είναι παραδεκτή η εν λόγω ανακοπή, θα πρέπει όχι μόνο η κατάθεσή της αλλά και η επίδοση αυτής να γίνει μέσα στην προθεσμία των δεκαπέντε εργασίμων ημερών, αλλιώς, δηλαδή σε περίπτωση επίδοσής της μετά την ανατρεπτική αυτή προθεσμία, η ανακοπή είναι εκπρόθεσμη. Το εκπρόθεσμο της άσκησης της ανακοπής ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η δε εκπρόθεσμη ανακοπή απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (ΕΑ 3299/2003, ΕφΔωδ 12/2002, δημοσιευμένες στη Νόμος, Χ.Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, 4η έκδοση, Αρθρο 632, σελ.1810). Περαιτέρω, από τα άρθρα 511, 520 § 1, 522, 524 § 1 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης, μεταβιβάζεται η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή ή την ανακοπή την ίδια με το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξουσία, δηλαδή την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τα θέματα που εξετάζει αυτεπαγγέλτως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως είναι το παραδεκτό, η νομική βασιμότητα και το ορισμένο της αγωγής ή της ανακοπής. Έτσι, αν η αγωγή ή η ανακοπή, απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη και παραπονείται ο εκκαλών- ενάγων-ανακόπτων για την απόρριψη για το λόγο αυτό, τότε το εφετείο μπορεί να απορρίψει την αγωγή ή την ανακοπή για λόγο μη ουσιαστικό-δικονομικό, όπως ως απαράδεκτη, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, χωρίς δηλαδή ειδικό παράπονο, αφού η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα ενάγοντα-ανακόπτοντα και επομένως δεν υφίσταται κώλυμα από τη διάταξη της § 1 του άρθρου 536 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την έκδοση από το εφετείο επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης (ΑΠ 1279/2004, ΕΑ 1416/2019, ΕΑ 583/2018, ΕφΠειρ 283/2015, ΕφΠειρ 697/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος).
ΙΙ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η έκθεση επίδοσης, που έχει συνταχθεί από τον αρμόδιο καθ’ύλην και κατά τόπο δικαστικό επιμελητή, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο περιέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτό ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη χωρεί, μόνον εφόσον προσβληθεί το έγγραφο αυτό ως πλαστό. Στη ρύθμιση δε του άρθρου 438 του ως άνω Κώδικα υπάγονται μεταξύ άλλων, ο χρόνος της επίδοσης, η προσέλευση του δικαστικού επιμελητή στον τόπο επίδοσης, η απουσία επιδεκτικών επίδοσης προσώπων καθώς και η θυροκόλληση του εγγράφου (ΕφΠειρ 72/2017, δημοσιευμένη στη Νόμος). Το άρθρο δε 139 παρ. 3 του ΚΠολΔ ορίζει ότι «όποιος ενεργεί την επίδοση σημειώνει πάνω στο επιδιδόμενο έγγραφο την ημέρα και την ώρα της επίδοσης και υπογράφει. Η σημείωση αυτή αποτελεί απόδειξη υπέρ εκείνου προς τον οποίο έγινε η επίδοση. Αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην έκθεση της επίδοσης και στη σημείωση, υπερισχύει η έκθεση» (βλ.και ΑΠ 1102/2006, ΑΠ 1529/2004, δημοσιευμένες στη Νόμος).
ΙΙΙ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στο Εφετείο (βλ.ΕφΠειρ 63/2014 και 134/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΘεσ 925/2000 Αρμ 54. 1132, ΕφΑθ 9839/1995 ΕλλΔνη 37.1099), το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η παρεχομένη από την παραπάνω διάταξη ευχέρεια περιλαμβάνει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει, πλην άλλων, την προσκομιδή των αναγκαίων για το σχηματισμό της κρίσεώς του εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων που, αν και γίνεται επίκλησή τους δεν προσκομίστηκαν (ΑΠ 1212/2017, ΑΠ 2154/2014, ΑΠ 2114/2009, ΑΠ 145/2011 δημοσιευμένες στη Νόμος, ΑΠ 108/1987 ΕλλΔνη 1988.295, ΕφΠειρ 63/2014 και 134/2014 ό.π, ΕφΑθ 9839/1995 ό.π, ΕφΑθ 1675/1991 ΑρχΝ 1992.28, ΕφΘεσ 1043/1994 Αρμ. 1994.818).
Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν της από 29.12.2015 αιτήσεως της καθ ης η ανακοπή εκδόθηκε σε βάρος των ανακοπτόντων η με αριθμό ……/2016 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία υποχρεώθηκαν αυτοί να καταβάλουν στην καθ ης η ανακοπή, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 92.741,50 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ακριβές αντίγραφο εξ απογράφου της εν λόγω διαταγής επιδόθηκε σε καθένα από τους ανακόπτοντες, ως συνομολογείται από τους διαδίκους στις 10.3.2016. Κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής οι ανακόπτοντες άσκησαν την ένδικη από 24.3.2016 και με αριθμό καταθέσεως …………./29.3.2016 ανακοπή τους, με την οποία, για τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, ζητούν την ακύρωσή της. Η καθ ης η ανακοπή ισχυρίσθηκε πρωτόδικα, ισχυρισμό που επαναφέρει και με τις κατατεθείσες ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις της ότι η ένδικη ανακοπή επιδόθηκε σ αυτήν στις 30.6.2016, ήτοι πέραν της καθοριζόμενης στο άρθρο 632 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση στους ανακόπτοντες της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, που κατά προαναφερόμενα έλαβε χώρα στις 10.3.2016, και ως εκ τούτου εκπρόθεσμα. Επικαλείται δε και προσκομίζει προς απόδειξη του ως άνω ισχυρισμού της το επιδοθέν σ αυτήν αντίγραφο της ένδικης ανακοπής, επί του οποίου υπάρχει σημείωση του διενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή, ……………, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω ανακοπή επιδόθηκε στην καθ ης στις 30.6.2016 και ώρα 10.30 πμ. Από την επισκόπηση της εκκαλουμένης απόφασης, προκύπτει ότι η τελευταία απέρριψε σιγή τον ως άνω ισχυρισμό, δεχθείσα ότι η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς κατά επί λέξει αναγραφόμενα σ αυτήν η «υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε στις 29.3.2016 και επιδόθηκε την 30η.3.2016, όπως προκύπτει από την με αριθμό .-……/30-3-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, …………..….», και ως εκ τούτου όχι στις 30.6.2016, ως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη, επικαλούμενη την επ αυτής σημείωση του δικαστικού επιμελητή επί του κοινοποιηθέντος σ αυτήν αντιγράφου της ανακοπής, κατά τα προαναφερόμενα, κρίση της εκκαλουμένης για την οποία παραπονείται η εφεσίβλητη. Από την επισκόπηση, επίσης, των πρωτόδικων προτάσεων των ανακοπτόντων, στις οποίες αναφέρονται και επικαλούνται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι αυτοί προσκόμισαν και επικαλέστηκαν πρωτόδικα την ως άνω έκθεση επίδοσης, σύμφωνα με την οποία, κατά τα αναγραφόμενα στις πρωτόδικες προτάσεις τους, προκύπτει ότι η ένδικη ανακοπή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ ης η ανακοπή και δη στις 30.3.2016, ως δέχτηκε και η εκκαλουμένη, την οποία, όμως, (έκθεση) ουδόλως προσκομίζουν και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αν και το ανωτέρω έγγραφο, ενόψει και των προαναφερομένων στην υπό στοιχ.ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, είναι απολύτως κρίσιμο και αναγκαίο για τον σχηματισμό της κρίσης αυτού του Δικαστηρίου περί του εμπροθέσμου ή μη άσκησης της κρινόμενης ανακοπής, ερευνώμενου και αυτεπαγγέλτως από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά τα αναγραφόμενα εκτενώς στην υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη της παρούσας.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υποθέσεως, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της κρινόμενης εφέσεως για να προσκομιστεί το προαναφερόμενο έγγραφο, με επιμέλεια των ανακοπτόντων-εκκαλούντων, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης, που θα επαναφερθεί προς συζήτηση, με την επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους.Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, των διαδίκων θα αντιμετωπισθούν κατά την τελειωτική κρίση αυτού του δικαστηρίου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ, κατά τα λοιπά, την έκδοση της οριστικής απόφασής του.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου προκειμένου να προσκομισθεί, με την επιμέλεια των ανακοπτόντων-εκκαλούντων, αντίγραφο της με αριθμό ……./30.3.2016 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, …..
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις 12.3.2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ