Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 222/2020

Αριθμός    222 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η από 20.3.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 306/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 19.10.2015 και με αριθμό κατάθεσης ………./2015 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι δεν έχει παρελθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (η μη γνήσια δηλαδή προθεσμία) και τα διάδικα μέρη δεν επικαλούνται επίδοση της (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά το άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 φεκ α 87/23.7.2015). Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ……/2019 ύψους 100 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016.  Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με τη με αριθμό κατάθεσης ……./2015 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα που εδρεύει στον Πειραιά εξέθετε ότι δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων και ότι η πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη εταιρία με έδρα το Αμβούργο είναι η πλοιοκτήτρια του υπό σημαία νήσων Μάρσαλ πλοίου με το όνομα MV KE με αριθμό ΙΜΟ ….., ΚΟΧ 23246, κκχ 10162, ΜΣ …. και ανήκει στον όμιλο εταιρειών της δεύτερης εναγομένης, ήδη δεύτερης εφεσίβλητης εταιρίας, με έδρα το Αμβούργο. Ότι στα πλαίσια της προαναφερόμενης δραστηριότητας της στα μέσα του Οκτωβρίου του έτους 2014 πώλησε και παρέδωσε στο προαναφερόμενο πλοίο και ενώ αυτό βρισκόταν στη ράδα στο λιμάνι του Πειραιά 180.000 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου 1FO 380 C8T (Α8 PER 180 8217:2010 RMG380 ΜΑΧ 8 3,5 %), έναντι συνολικού ποσού 85.658,40 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι 475,88 δολάρια ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, και εξέδωσε το σχετικό με αριθμό ………../30-10-2014 τιμολόγιο, που ήταν πληρωτέο την 24η Νοεμβρίου του 2014. Ότι κατά την κατάρτιση της ενοχικής δικαιοπραξίας συμβλήθηκε με την εδρεύουσα στην Μάλτα εταιρεία με την επωνυμία «………….», που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της πρώτης εφεσίβλητης πλοιοκτήτριας, όπως συναγόταν από τις περιστάσεις, διότι ο εφοδιασμός με καύσιμα αφορούσε το πλοίο της. Ότι συμφωνήθηκε τόκος ύψους 2% μηνιαίως σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης του τιμήματος αγοραπωλησίας και ότι τα καύσιμα παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο του προαναφερόμενου πλοίο πλοιοκτησίας της πρώτης εφεσίβλητης. Με βάση τα παραπάνω και αφού περιόρισε το αγωγικό αίτημα σε έντοκο αναγνωριστικό ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εφεσίβλητων να της καταβάλουν το τίμημα αγοραπωλησίας, με δεδομένο ότι η πρώτη είναι η πλοιοκτήτρια που ανήκει στον όμιλο εταιριών της δεύτερης και επικουρικά λόγω της κυριότητας τους επί του πλοίου και με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και ειδικότερα  το ισόποσο του ανεξόφλητου ως άνω συνολικού ποσού των 85.658,40 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ, κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα της πληρωμής, πλέον τόκων που υπολογίστηκαν με το συμφωνηθέν επιτόκιο 2% μηνιαίως από την επόμενη της 25ης Νοεμβρίου του 2014 (ήτοι της δήλης ημέρας πληρωμής), διαφορετικά με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της πρώτης εφεσίβλητης ότι έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης και απέρριψε την αγωγή ως προς αυτή ως απαράδεκτη με βάση το νομικό πλαίσιο του με αριθμό 1346/2000 κανονισμού που ίσχυε κατά την έναρξη της διαδικασίας πτωχεύσεως (άρθρα 3 και 4 κανονισμού που ρυθμίζουν δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο και άρθρα 16 και 17 περί αυτοδίκαιης εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης στα κράτη μέλη) και με δεδομένο ότι προσκομιζόταν με επίκληση τόσο η με αριθμό 93ΙΝ 65/14 απόφαση περί πτωχεύσεως όσο και το γερμανικό δίκαιο. Αναφορικά με τη δεύτερη εφεσίβλητη έκρινε ότι έχει τοπική και υλικά αρμοδιότητα και ακολούθως διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση τη υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του κανονισμού με αριθμό 1215/2012 δεχόμενο ότι η σύμβαση καταρτίστηκε στην επαγγελματική έδρα της εκκαλούσας στον Πειραιά με την αποδοχή της πρότασης σύναψης αγοραπωλησίας καυσίμων εκ μέρους της αμέσου αντιπροσώπου της εφεσίβλητης πλοιοκτήτριας, ενώ ο τόπος παροχής ήταν στην Ελλάδα (με δεδομένο ότι η πετρελαίευση του εν λόγω σκάφους έλαβε χώρα στην Ελλάδα στο λιμάνι του Πειραιά), ενώ έκρινε ότι δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση των επικουρικών βάσεων εκ της πραγματοπαγούς ευθύνης και του αδικαιολογήτου πλουτισμού διότι οι εφεσίβλητες εμφανίστηκαν για να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που δε θεμελιωνόταν στα τμήματα 2 έως 7 του άρθρο 5 του κανονισμού, σύμφωνα δηλαδή με το άρθρο 26 του Κανονισμού (έλλειψη παρέκτασης). Στη συνέχεια έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο ως προς την καταρτισθείσα σύμβαση πωλήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις 2 και 3 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού 593/2008 κρίνοντας ότι υφίσταται μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου εκ των ισχυρισμών  ενστάσεων των εφεσιβλήτων (ειδικά της δεύτερης). Ακολούθως έκρινε ότι η κύρια βάση της αγωγής έχει νομικό έρεισμα στα άρθρα 292, 293, 341, 345, 346 ΑΚ, 111 παρ. 1 Εισνακ και 6 ν. 5422/1932, ενώ έκρινε μη νόμιμο το αίτημα περί τοκοδοσίας ύψους 2% μηνιαίως που υπερέβαινε το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Επί της ουσίας επειδή αποφάνθηκε ότι η  αντισυμβαλλόμενη της εκκαλούσας δεν ήταν ούτε η αντιπρόσωπος των πλοιοκτητών ούτε ενήργησε ως μεσίτρια στη σύμβαση πώλησης, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα ενάγουσα με τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως λόγους παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αιτούμενη την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Με τον κανονισμό 1346/2000 του Συμβουλίου της 29.5.2000, που ισχύει από 31.5.2002, έχοντας γενική και άμεση ισχύ σε κάθε κράτος μέλος κατ’ άρθρο 288 της ΣΔΕΕ, ο οποίος εφαρμόζεται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας με διασυνοριακές (διακοινοτικές) επιπτώσεις, ήτοι στις «συλλογικές διαδικασίες, που στηρίζονται στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη και συνεπάγονται τη μερική ή ολική πτωχευτική του απαλλοτρίωση και το διορισμό συνδίκου» (άρθρο 1 παρ. 1), τίθενται κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρο 3) και κανόνες εφαρμοστέου δικαίου (άρθρο 4). Ειδικότερα, στις διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας, εφαρμοστέο δίκαιο που ρυθμίζει τις προϋποθέσεις έναρξης, διεξαγωγής και περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η lex fori concursus, δηλαδή το δίκαιο του κράτους – μέλους έναρξης της διαδικασίας, εφόσον ο κανονισμός δεν ορίζει διαφορετικά. Μεταξύ άλλων, το άρθρο 4 παρ. 2 περ. στ΄ αποκλείει τη lex fori concursus για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών επί εκκρεμών δικών, ενώ το άρθρο 15 του κανονισμού προβλέπει ότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί εκκρεμούς δίκης με αντικείμενο πράγμα ή δικαίωμα της πτωχευτικής περιουσίας διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό, του κράτους-μέλους, όπου υφίσταται η εκκρεμοδικία (βλ. Κοτσίρη Ευρωπαϊκό Εμπορικό Δίκαιο, 2012 76 ε.π., 253-254, Ε. Μαστρομανώλη σε ΔΕΕ 2001.1226 επ.). Επιπλέον, ο κανονισμός καθιερώνει την αρχή της αυτόματης αναγνώρισης των διασυνοριακών διαδικασιών, η οποία επιτυγχάνεται με την αυτόματη και άμεση αναγνώριση της δικαστικής απόφασης, που εκδίδεται από το δικαστήριο κράτους-μέλους για έναρξη μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας από όλα τα άλλα κράτη-μέλη (άρθρο 17 παρ. 1 και 2). Η αυτόματη αναγνώριση συνεπάγεται την επέκταση στα άλλα κράτη-μέλη των συνεπειών της διαδικασίας ακόμη και αν λόγω της ιδιότητας του οφειλέτη (π.χ. μη έμπορος) θα ήταν αδύνατη στα υπόλοιπα κράτη η κατ’ αυτού έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας (βλ. ΕφΘεσ 266/2015 ΑΡΜ 2016/1368 Α. Κοτσίρη ΔΕΕ 2003.1016 επ., Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, Διαδικασίες αφερεγγυότητας με διασυνοριακές επιπτώσεις, Αφιέρωμα στο Λ. Κοτσίρη, εκδ. 2004, σελ. 1175 επ.). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή της ως προς την πρώτη εφεσίβλητη επειδή αυτή κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, αφού κανένα δημόσιο έγγραφο για την πορεία της πτωχεύσεως δεν προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να κριθεί σε ποιο στάδιο βρίσκεται η διαδικασία πτωχεύσεως αφού ενδέχεται μετά το διάστημα των τριών ετών που μεσολάβησε από την έναρξη της πτώχευσης μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, να έχουν παύσει οι εργασίες της ή να έχει ανακληθεί η πτωχευτική απόφαση, ενώ η πρώτη εφεσίβλητη παρόλο που η αγωγή της κοινοποιήθηκε από το 2015 δεν αυτή δεν μερίμνησε προς ενημέρωση της ώστε να προβεί σε διαδικασία εξέλεγξης πιστώσεων. Πρωτίστως να σημειωθεί ότι ο λόγος αυτός εφέσεως ως προς το δεύτερο σκέλος του είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι τυχόν κατάφαση της βασιμότητας του δε θα οδηγούσε σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθώς όπως προαναφέρθηκε με βάση το άρθρο 17 παρ. 1 και 2 του κανονισμού με αριθμό 1346/2000 η πτώχευση της πρώτης εφεσίβλητης που κηρύχθηκε από γερμανικό δικαστήριο, παράγει αυτομάτως τα αποτελέσματά της και στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα ο σύνδικος και όχι ο αφερέγγυος οφειλέτης να είναι ο μόνος σωστός εναγόμενος για κάθε απαίτηση κατά της πτωχευτικής περιουσίας, αφού κατά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης η πλήρης εξουσία της διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας να μεταφέρεται στο σύνδικο της πτώχευσης (βλ. γνωμοδότηση από 15.3.2018 επί της με αριθμό 80 διατάξεως του ΙnsO (γερμανικό δίκαιο) που προσκομίζεται ως σχετ. 4). Επομένως καμία εξουσία δεν είχε η πρώτη εφεσίβλητη επί της πτωχευτικής περιουσίας αφού η εξουσία αυτή είχε μεταφερθεί στο σύνδικο και επομένως δεν μπορούσε να ενημερώσει την εκκαλούσα για οποιοδήποτε θέμα, ενώ η δίκη αυτή δεν ήταν εκκρεμής στις 2.2.2015 που ξεκίνησαν οι εργασίες αφερεγγυότητας ώστε να μην εφαρμόζεται το γερμανικό δίκαιο (να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που θα ήταν εκκρεμής με την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου θα είχαμε κατ’άρθρο 286 του ΚΠολΔ βιαία διακοπή της δίκης). Εξάλλου στη συγκεκριμένη περίπτωση από το προσκομιζόμενο σχετικό 3 αποδεικνύεται ότι στις 14.3.2018 οι διαδικασίες πτωχεύσεως ήταν ακόμη εκκρεμείς. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η πρώτη εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται παθητικά λόγω πτωχεύσεως και απέρριψε ως απαράδεκτη ως προς αυτή την αγωγή ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και το όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον προαναφερόμενο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Σύμφωνα με τον κανονισμό 1215/2012 που αντικατέστησε τον προϊσχύσαντα κανονισμό 44/2001 και ισχύει για όσες αγωγές ασκούνται από την 10.1.2015 και εφεξής (άρθρο 66) η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων στη γενική διάταξη ρυθμίζεται ως εξής: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και ότι τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν, υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύουν για τους ημεδαπούς» (άρθρο 4). «Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου.» (άρθρο 5). Ειδικότερα στο τμήμα 2 περί ειδικών δικαιοδοσιών ορίζεται ότι: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1) α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή. β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων, εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών. γ) το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β). 2) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. 3) σε περιπτώσεις αγωγής αποζημίωσης ή αγωγής αποκατάστασης της προτέρας κατάστασης που θεμελιώνεται σε αξιόποινη πράξη, ενώπιον του δικαστηρίου όπου ασκείται η ποινική δίωξη, κατά το μέτρο που σύμφωνα με το δίκαιό του το δικαστήριο αυτό μπορεί να επιληφθεί της πολιτικής αγωγής. 4) σε περιπτώσεις αστικής αγωγής για την ανάκτηση, βάσει δικαιώματος κυριότητας, πολιτιστικού αγαθού, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 1 της οδηγίας 93/7/ΕΟΚ, που ασκείται από πρόσωπο που διεκδικεί το δικαίωμα ανάκτησης ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου όπου ευρίσκεται το πολιτιστικό αγαθό κατά τη στιγμή της άσκησης της αγωγής. 5) ως προς διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης, ενώπιον του δικαστηρίου της τοποθεσίας τους. 6) για διαφορές κατά ιδρυτή, trustee ή δικαιούχου ενός trust που έχει συσταθεί είτε δυνάμει νόμου, είτε γραπτά ή προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου το trust έχει την έδρα του. 7) σε διαφορές σχετικές με πληρωμή της αμοιβής που απαιτείται για την αρωγή ή τη διάσωση φορτίου ή ναύλου, ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου το εν λόγω φορτίο ή ο αντίστοιχος ναύλος : α) έχει κατασχεθεί για να εξασφαλισθεί η πληρωμή αυτή. Ή β) θα μπορούσε να είχε κατασχεθεί για το σκοπό αυτό, αλλά παρασχέθηκε εγγύηση ή άλλου είδους ασφάλεια… (άρθρο 7). «Ένα πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί επίσης να εναχθεί: 1) εφόσον υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων λόγω της χωριστής εκδίκασής τους. 2) αν πρόκειται για προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή ή άλλη προσεπίκληση, ενώπιον του δικαστηρίου της κύριας δίκης, εκτός αν μόνος σκοπός της ήταν να απομακρύνει τον εγγυητή ή τον προσεπικαλούμενο από το δικαστήριο που θα είχε διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωσή τους. 3) αν πρόκειται για ανταγωγή που απορρέει από την ίδια σύμβαση ή τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κύρια αγωγή, ενώπιον του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η αγωγή αυτή. 4) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, εάν η αγωγή μπορεί να συνδυασθεί με αγωγή κατά του ιδίου εναγομένου σε διαφορές που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου, ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου» (άρθρο 8)…Με το τρίτο τμήμα ρυθμίζεται η δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων με βάση την κατοικία του ασφαλιστή (άρθρο 11 περ. α) του ασφαλισμένου (άρθρο 11 περ. β), της εγκατάστασης του πρακτορείου (άρθρο 11 παρ. 2) του ζημιογόνου γεγονότος (άρθρο 12), της προσεπίκλησης (άρθρο 13). Στο τμήμα 4 του κανονισμού ρυθμίζεται η διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών και εναγωγή στο δικαστήριο της κατοικία του καταναλωτή είναι δυνατή :α) όταν πρόκειται για σύμβαση πώλησης αγαθών με τμηματική καταβολή του τιμήματος. β) όταν πρόκειται για σύμβαση δανείου με σταδιακή εξόφληση ή παροχής πίστωσης με άλλη μορφή για τη χρηματοδότηση της αγοράς αγαθών. Ή γ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση έχει συναφθεί με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή κατευθύνει με οποιοδήποτε τρόπο τέτοιου είδους δραστηριότητες σε αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων. 2. Όταν ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος αλλά έχει υποκατάστημα, πρακτορείο ή άλλη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, θεωρείται, ως προς τις διαφορές τις σχετικές με την εκμετάλλευσή τους, ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους. (άρθρο 17). Στο τμήμα 5 ρυθμίζεται η διεθνής δικαιοδοσία σε ατομικές συμβάσεις και υφίσταται δυνατότητα εναγωγής του εργοδότη «2. Όταν εργαζόμενος συνάπτει ατομική σύμβαση εργασίας με εργοδότη ο οποίος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, τότε ο εργοδότης θεωρείται ότι για διαφορές σχετικές με τις εργασίες του υποκαταστήματος, πρακτορείου ή άλλης εγκατάστασης έχει την κατοικία του σε αυτό το κράτος μέλος» (άρθρο 20 παρ. 2) ενώ «Εργοδότης που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί: α) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του. Ή β) σε άλλο κράτος μέλος: i) ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του ή των δικαστηρίων του τελευταίου τόπου στον οποίο ή από τον οποίο συνήθως εκτελούσε την εργασία του. Ή ii) εάν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί ή δεν εκτελούσε συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντοτε χώρα, ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο είναι ή ήταν εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε.2. Ο εργοδότης ο οποίος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β). (άρθρο 21) Στο τμήμα 6 περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας ορίζεται ότι : «Τα ακόλουθα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων: 1) σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου.

Πάντως, σε υποθέσεις μισθώσεων ακινήτων που συνάπτονται για προσωρινή ιδιωτική χρήση μέγιστης διάρκειας έξι συνεχών μηνών, έχουν επίσης διεθνή δικαιοδοσία τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, εφόσον ο μισθωτής είναι φυσικό πρόσωπο και ο ιδιοκτήτης και ο μισθωτής έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος. 2) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο το κύρος της σύστασης, ακυρότητας ή λύσης εταιρειών ή άλλων νομικών προσώπων ή ενώσεων φυσικών ή νομικών προσώπων ή το κύρος αποφάσεων των οργάνων τους, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο η εταιρεία, το νομικό πρόσωπο ή η ένωση έχουν την έδρα τους. Προκειμένου να καθορισθεί η έδρα, το δικαστήριο εφαρμόζει τους ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνες του. 3) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο το κύρος καταχωρίσεων σε δημόσια βιβλία, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τηρούνται τα βιβλία αυτά. 4) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο την καταχώριση ή το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σημάτων, σχεδίων και υποδειγμάτων ή άλλων ανάλογων δικαιωμάτων τα οποία επιδέχονται κατάθεση ή καταχώριση, ανεξαρτήτως εάν το ζήτημα τίθεται στο πλαίσιο ασκήσεως αγωγής ή προβολής ένστασης, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ζητήθηκε, πραγματοποιήθηκε, ή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε η κατάθεση ή η καταχώριση σύμφωνα με πράξη της Ένωσης ή με διεθνή σύμβαση. Με την επιφύλαξη της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, σύμφωνα με τη σύμβαση χορηγήσεως ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στο Μόναχο στις 5 Οκτωβρίου 1973, τα δικαστήρια κάθε κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις που αφορούν την καταχώριση ή το κύρος οποιουδήποτε ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας που χορηγείται για το εν λόγω κράτος μέλος. 5) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτέλεσης της απόφασης» (άρθρο 24). Τέλος τμήμα 7 ορίζεται ο τρόπος παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας ως εξής: «1. Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις Ή γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα άρθρο 25 παρ. 1). Στο δε άρθρο 26 ορίζεται ότι «1. Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24.». Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση των επικουρικών βάσεων της αγωγής επειδή οι εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες εδρεύουν στο Αμβούργο καθώς η δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Πειραιά ορίστηκε στη σύμβαση πώλησης όρος που γνωστοποιήθηκε τόσο στην αντιπρόσωπο της πλοιοκτήτριας μαλτέζικης εταιρία, όσο και στον πλοίαρχο του πλοίου που παρέλαβε τα καύσιμα. Τονίζουν δε ότι η ρήτρα αυτή σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 5 του κανονισμού διατηρεί την εγκυρότητα της και σε περίπτωση που η σύμβαση δεν είναι έγκυρη. Ο λόγος αυτός εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης διότι και είναι γι’αυτό το λόγο απορριπτέος καθώς η ευθύνη του κυρίου του πλοίου από πράξεις του εφοπλιστή (ναυλωτή), αν και είναι πραγματοπαγής, αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εξωσυμβατική ενοχή, το έρεισμα της οποίας αναζητείται στο νόμο (ενοχή ex lege) (ΕφΠειρ 107/2015 δημ. νομος). Επομένως τόσο γι’αυτή όσο και για τη δεύτερη επικουρική βάση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού η δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου θα μπορούσε να θεμελιωθεί μόνο σε παρέκταση αφού οι εφεσίβλητες δεν εδρεύουν στην Ελλάδα αλλά και δεν ενάγονται με τις ειδικές διατάξεις των τμημάτων 2 έως 7 του κανονισμού που ρυθμίζουν τη δωσιδικία ενοχών από σύμβαση, αδικοπραξία, αγωγή αποζημίωσης και εκμετάλλευσης υποκαταστήματος, τη δωσιδικία της συνάφειας, του ασφαλιστή, του καταναλωτή, του εργοδότη και των αποκλειστικών δωσιδικιών (ακίνητα κλπ). Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση οι εφεσίβλητες εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο για να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού δεν μπορεί να συναχθεί παρέκταση δικαιοδοσίας. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο δεύτερο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Η σύμβαση χρονοναύλωσης συνιστά εκμετάλλευση πλοίου κατά την οποία στο ναυλωτή ανήκει και η ναυτική διεύθυνση του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου. Αντιθέτως, εάν τη ναυτική διαχείριση του πλοίου διατηρεί ο εκναυλωτής, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρούνται από τους αντιπροσώπους του μέσα στα πλαίσια της εκμετάλλευσης του πλοίου. Οι συμβάσεις που συνάπτονται από τον χρονοναυλωτή ή τον πλοίαρχο χρονοναυλωμένου πλοίου με τρίτους δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη έστω και αν, σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσυμφώνου, έχουν συναφθεί για λογαριασμό του χρονοναυλωτή, καθώς οι όροι του ναυλοσυμφώνου αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων δηλαδή την εκναυλώτρια και την ναυλώτρια, εκτός και αν έχει γνωστοποιηθεί στον τρίτο η παραχώρηση της εκμετάλλευσης του πλοίου οπότε ευθύνεται ο ναυλωτής (ΑΠ 777/2015 δημ. νόμος ΕφΠειρ 2/2002 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2002/237).

Από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα, καθώς ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν εξετάστηκαν μάρτυρες, τη με αριθμό ……./9.5.2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …….. του ναυτικού πράκτορα ………, μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………/4.5.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ……. και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα είναι ανώνυμη εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων και έχει ως αντικείμενο εργασιών της την προμήθεια ποντοπόρων πλοίων με καύσιμα και λιπαντικά. Προς τούτο είναι κάτοχος της με αριθμό ……./18-2-2014 άδειας φορολογικής αποθήκης και εγκεκριμένος προμηθευτής καυσίμων πλοίων, έχουσα τη με αριθμό …………/27-03-2012 άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, καθώς και κάτοχος της με αριθμό  ………..5.1997 άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε και αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Οι συμβάσεις πωλήσεως καταρτίζονται είτε απευθείας µε τους πλοιοκτήτες, ναυλωτές, η τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκµεταλλευόµενους πλοία, είτε µέσω ανεξάρτητων ενδιάµεσων εµπόρων. Μεταξύ των ενδιάµεσων εµπόρων µε τους οποίους συνεργαζεται επί µακρύ χρονικό διάστηµα είναι και ο όµιλος εταιριών «………….», στον οποίο ανήκει πλήθος εταιριών που εδρεύουν σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσµο και αναλάµβανουν την υποχρέωση να εφοδιάζουν, σε εκτέλεση συµβάσεων πώλησης, πλοία µε καύσιµα, τα οποία είχαν προηγουµένως προµηθευτεί από την ίδια. Η πολuετής εµπορική συνεργασία της µε εταιρίες του ανωτέρω οµίλου (µεταξύ των οποίων ήταν και η παρακάτω αναφερόμενη εταιρία ‘………….») ειδικότερα συνίστατο κάθε φορά στην πώληση απ’ αυτήν σε µία από τις εν λόγω εταιρίες ορισµένης ποσότητας καυσίµων, αντί του συµφωνηµένου τιµήµατος, καταβληθησοµένου εντός συγκεκριμένης προθεσµίας από την παράδοσή τους. Τα καύσιµα, στα οποία έκαστη σύµβαση αφορούσε, συµφωνούντο πάντοτε παραδοτέα από την εκκαλούσα σε συγκεκριµένη ηµεροµηνία, σε συγκεκριμένο λιµένα και σε συγκεκριµένο πλοίο και µεταπωλούνταν στο µμεσοδιάστημα από την εκάστοτε αντισυµβαλλόµενη της εταιρία του ανωτέρω οµίλου – αγοράστρια αυτών στον πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, ναυλωτή, ή στον καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκµεταλλευόµενο το πλοίο, για τον ανεφοδιασµό του οποίου προορίζονταν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στα πλαίσια της δραστηριότητας αυτής η εκκαλούσα στις 30.10.2014 εξέδωσε το με αριθμό ……. τιμολόγιο πώλησης καυσίμων (σχετ. 5) στο όνομα της εδρεύουσας στην Μάλτα εταιρείας με την επωνυμία «………» και αφορούσε την πώληση 180 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων τύπου IFO 380 CST στο υπό σημεία νήσων Μάρσαλ πλοίο “MV KE” το οποίο βρισκόταν στη ράδα στο λιμάνι του Πειραιά, με τιμή μονάδας 475,88 δολαρίων ΗΠΑ και συνολική αξία 85.658,40 δολαρίων ΗΠΑ δηλαδή 67.666,01 ευρώ. Η παραγγελία είχε γίνει στις 23.10.2014 από την προαναφερόμενη εδρεύουσα στην Μάλτα εταιρεία (βλ. σχετ. 4 και 8) και η επιβεβαίωση κατάρτισης της πώλησης απεστάλη στις 23.10.2014 με ημερομηνία παράδοσης 25.10.2014 τοπικό πράκτορα πλοίου τη …………. και ημερομηνία εξόφλησης του τιμήματος 21 μέρες μετά την ημερομηνία παράδοσης χωρίς να επιτρέπονται εκπτώσεις και επιτόκιο 2% το μήνα σε περίπτωση εκπροθέσμου πληρωμής (σχετ. 9). Να σημειωθεί εδώ ότι η πρώτη εφεσίβλητη από το έτος 2010 (βλ. σχετ. 6 και 8) είχε εκναυλώσει το πλοίο στην εδρεύουσα στα νησιά Μάρσαλ εταιρία με την επωνυμία ……….. η οποία στις  21.10.2014 ως ναυλώτρια είχε ζητήσει από την προαναφερόμενη εταιρία με την επωνυμία «………….» προσφορά για 300 μετρικούς τόνους καυσίμου τύπου 380 CST, όπως αποδεικνύεται από το σχετικό με αριθμό 9 που αφορά επιβεβαίωση παραγγελίας με αριθμό 16-35542 και πληρωμή 30 μέρες από την ημερομηνία παράδοσης. Η ποσότητα αυτή παραδόθηκε στις 25.10.2014 στο πλοίο όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά 5 και 15 που αφορούν απόδειξη παράδοσης καυσίμων 290 μετρικών τόνων.  Στο από 4.1.2010 χρονοναυλοσύμφωνο συμφωνείται εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο και προβλέπεται ρητά ότι οι ναυλωτές είναι υπεύθυνοι για την παραγγελία και την πληρωμή των καυσίμων. Η επίδικη σύμβαση πώλησης καυσίμων, που συνήφθη από την χρονοναυλώτρια του ένδικου χρονοναυλωμένου πλοίου θα δέσμευε την πλοιοκτήτρια έστω και αν, σύμφωνα με τον σχετικό όρο του ναυλωσυμφώνου, είχε συναφθεί για λογαριασμό της χρονοναυλώτριας. Όμως η αντισυμβαλλόμενη της εκκαλούσας δεν ήταν η δεύτερη εφεσίβλητη που έχει μικρό μέρος των μετοχών της ήδη υπό πτώχευσης πρώτης εφεσίβλητης, καθώς η εταιρία με έδρα τη Μάλτα στο όνομα της οποίας εξεδόθη το τιμολόγιο δεν ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας ούτε ως μεσίτρια σε πώληση που αφορούσε τις εφεσίβλητές παρόλο που ο εφοδιασμός καυσίμων αφορούσε το προαναφερόμενο πλοίο αφού δεν υπέδειξε στις εφεσίβλητες (τη δεύτερη εδώ ως προς την οποία εξετάζεται κατ’ουσίαν η υπόθεση) ευκαιρία για τη σύναψη ορισμένης σύμβασης ούτε μεσολάβησε στην κατάρτισή της για λογαριασμό τους. Οι εφεσίβλητες ουδέποτε συμβλήθηκαν ούτε αντιπροσωπεύτηκαν ούτε η πλοιοκτήτρια ως τρίτη, αποδέχτηκε η ενέκρινε τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που συνήφθη κατά τα ανωτέρω μεταξύ της εκκαλούσας και της εταιρίας με την επωνυμία «………….» αφού αυτό δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό μέσο και μόνη η έκδοση του παραπάνω τιμολογίου με αναφορά ως υπόχρεης και της πλοιοκτήτρια χωρίς αυτή να κατονομάζεται δεν αρκεί και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τελευταία. Να σημειωθεί δε ότι σύμφωνα με την παράγραφο 9 του άρθρου 6 ν. 3054/2002, «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συµβάσεως πωλήσεων ναυτιλιακών καυσίµων είτε απευθείας µε τον διαχειριζόµενο το πλοίο είτε µε άλλο πρόσωπο που συνδέεται συµβατικά µε αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο µε ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων ειδών εµπορίας» και έτσι δυνάμει αυτής της διατάξεως η εδρεύουσα στη Μάλτα εταιρία που δεν είναι κάτοχος αδείας εμπορίας πετρελαιοειδών, όπως η εκκαλούσα, μπορεί να καταρτίζει συμβάσεις πωλήσεως καυσίμων αφού η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο µε ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων ειδών εµπορίας και στην συγκεκριμένη περίπτωση της εκκαλούσας. Επομένως η τελευταία αλυσιτελώς ισχυρίζεται ότι δεν επιτρέπεται η εμπορία καυσίμων από εταιρίες που δεν έχουν τη σχετική άδεια αφού η κατά τα αναφερόμενα πρακτική ουδεμία επιρροή έχει στο κύρος των συμβάσεων. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς οι σχετικοί περί του αντιθέτου τρίτος και τέταρτος εκ των λόγων εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Να σημειωθεί εξάλλου ότι στο πλαίσιο αυτό, στη διαδικασία παραλαβής καυσίμων στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδεμία ουσιαστική ανάμειξη είχε ο πλοίαρχος του προαναφερόμενου πλοίου, ο οποίος απλώς ενημερωνόταν σχετικά με το γεγονός της επικείμενης πετρελαίευσης και ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωνε τον πρώτο μηχανικό, ώστε να ετοιμαστούν για την παλαβή των καυσίμων για λογαριασμό των ναυλωτών, στην αρμοδιότητα δε του τελευταίου ήταν η επιμέλεια της διαδικασίας παραλαβής των καυσίμων και υπογραφής του οικείου δελτίου παράδοσης. Η εξουσιοδότηση όμως που παρέχεται από την πλοιοκτήτρια στο μηχανικό του πλοίου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας αφορά μόνο τον έλεγχο, κατά την υπογραφή των δελτίων παράδοσης, των αναγραφομένων σ’ αυτά τεχνικών στοιχείων όπως του όγκου των παραδοθέντων καυσίμων, του τύπου, της θερμοκρασίας μέτρησης και την αντίστοιχη καταμέτρηση των καυσίμων και όχι την ανάληψη για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας του πλοίου οποιασδήποτε συμβατικής δέσμευσης έναντι του φυσικού προμηθευτή των καυσίμων, με δεδομένο ότι τα πληρώματα των πλοίων δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις διαπραγμάτευσης εμπορικών και νομικών όρων στην κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης, σε εκτέλεση των οποίων διεξάγονται οι εκάστοτε πετρελαιεύσεις. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο ότι ο πρώτος μηχανικός δεν δεσμεύει με την υπογραφή του την πλοιοκτήτρια ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Απορριπτέος και ως αλυσιτελής είναι και ο έκτος λόγος εφέσεως που αφορά το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας αφού η βασιμότητα του δεν επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης πέρα του ότι το ύψος του συμβατικού τόκου έχει ως όριο τις διατάξεις των άρθρων 293, 294 και 295 του ΑΚ και συνεπώς δεν είναι νόμιμο κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσοστό του νόμιμου συμβατικού τόκου.

Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεως της στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας στην παρούσα έκκλητη δίκη, (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 20.3.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 306/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 19.10.2015 και με αριθμό κατάθεσης ………../2015 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ………/2019 ύψους 100 ευρώ που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεως της

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  11 Mαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ