Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 226/2020

Αριθμός    226/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη,   η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα,  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου κατά της με αριθμό 1816/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού δε για το παραδεκτό της συζήτησής της  έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο ποσού εκατό (100)  ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ)

Ο αρχικώς ενάγων, …………., που απεβίωσε αδιάθετος στις 31.5.2018, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του οι εφεσίβλητοι, με την από 12.9.2014 και με αριθμό καταθέσεως …………/2014 αγωγή του που άσκησε σε βάρος του εναγόμενου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι ο τελευταίος  ενεργώντας ως εν τοις πράγμασι νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία «………….» υπογράφοντας κάτω από την ως άνω εταιρική επωνυμία, εξέδωσε εις διαταγήν του (ενάγοντος) μία επιταγή, πληρωτέα από  τον υπ’ αριθ. ….. λογαριασμό της εταιρείας που τηρεί αυτή στην τράπεζα ……….. και ειδικότερα την υπ’ αριθμ. ….. επιταγή, με χρονολογία εκδόσεως την 10-1-2012, ποσού  30.387,74 ευρώ. Ότι η παραπάνω επιταγή εμφανίστηκε εμπροθέσμως προς πληρωμή στις 12-1 – 2012, αλλά δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων, γεγονός που βεβαιώθηκε από την ως άνω τράπεζα στο σώμα αυτής. Ότι ο  ίδιος είναι νόμιμος κομιστής της άνω επιταγής. Με βάση το παραπάνω ιστορικό και επικαλούμενος αφενός μεν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, που συνίσταται στην έκδοση της επιταγής, αν και γνώριζε ότι δεν υπήρχαν τα αναγκαία προς πληρωμή κεφάλαια στο συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας που εκπροσωπούσε και αφετέρου την επέλευση ζημίας σ’ αυτόν (ενάγοντα), εκ του ως άνω λόγου, ίσης με το ποσό της εκδοθείσας επιταγής, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 30.387,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της σφράγισής της και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση του εναγομένου, διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 1816/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί καταβολής τόκων από την επομένη της σφράγισής της, έκανε αυτή βάσιμη και κατ ουσίαν και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στους εφεσιβλήτους, ως αδιαθέτου κληρονόμους του αρχικώς ενάγοντος, το ποσό των 30.387,74 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη, απήγγειλε προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγόμενου, ως μέσο εκτέλεσής της, διάρκειας 6 μηνών, ενώ  τον καταδίκασε στη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων, που όρισε στο ποσό των 1.200 ευρώ.  Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο  ηττηθείς  εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την ένδικη έφεσή του και τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, που συνίστανται σε λανθασμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητά την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί η σε βάρος του αγωγή.

Ι.     Η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο (άρθρ. 26 ΠΚ), που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρ. 27 ΠΚ), αφού μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρ. 79 του ως άνω νόμου με  το άρθρ. 1 του ν.δ. 1325/1972 δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν θα έχει κατά την έκδοση ή την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό. Οι διατάξεις του άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής (ΑΠ 1536/2000, 571/2010, 798/2010) και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρ. 4§1 του ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ` εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται.  Συνεπώς η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία που τον υποχρεώνει κατά τα άρθρ. 914 και 932 ΑΚ σε ισόποση κατ` αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά μπορεί να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, είναι δε η ζημία του απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μ` αυτή (ΟλΑΠ 29/2007, ΑΠ 495/2010). Εξ άλλου δεν αποκλείει την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής το γεγονός ότι την υπέγραψε ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας, αφού στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρ. 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΑΠ 495/2010) και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής(ΑΠ 1051/2012, δημοσιευμένη στη Νόμος).  Περαιτέρω, το φυσικό πρόσωπο που εξέδωσε επιταγή για λογαριασμό εταιρίας, μολονότι δεν διέθετε την αναγκαία προς τούτο εξουσία, ναι μεν δεν δεσμεύει, καταρχήν, την εταιρία, ευθύνεται όμως ατομικά ως εκδότης της επιταγής ( ΕφΛαρ 7/2017, δημοσιευμένη στη Νόμος).

ΙΙ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245 παρ. 1, 368, 387, 388, 522, 527, 529, 533 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Εφετείο δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, να διατάξει χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, είτε αυτή δεν είχε διαταχθεί, είτε κρίνεται αναγκαία η συμπλήρωσή της ή η επανάληψή της, όταν  υπόκειται ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, έτσι ώστε, μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων αυτών, που θα διεξαχθούν και εκείνων που η εκκαλουμένη εκτίμησε, να κρίνει αν είναι εσφαλμένη η απόφαση, που προσβλήθηκε με την έφεση και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ 14 σελ. 568, ΝοΒ 31 σελ. 219, ΑΠ 2/2006 ΕλλΔνη 47 σελ. 1047, ΕφΠειρ 532/2015, ΕφΛαμ 139/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος). Τέλος,  από τις διατάξεις του άρθρου 368 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης,  εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 96/2019, ΑΠ 1512/2005, δημοσιευμένες στη Νόμος), το οποίο εκτιμά ελεύθερα την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται “ιδιάζουσες” και όχι ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα. Σημειωτέον δε ότι “ιδιάζουσες” γνώσεις απαιτούνται, όταν πρόκειται για αντικείμενο τόσο έντονα εξειδικευμένο, ώστε μόνο από ειδικό μπορεί να εξετασθεί, ενώ απλώς “ειδικές” όταν πρόκειται για αντικείμενο που, αν και η έρευνά του ανήκει κυρίως σε ειδικούς, δεν αποκλείεται να κριθεί και από μη ειδικό και να αξιολογηθούν τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και κατ` εφαρμογή ακόμη των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής (Εφ Θεσ 7/2017, ΕφΛαμ 162/2011, ΕφΘεσ 531/2008, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του ισχυρίζεται ότι κατ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή την σε βάρος του ως άνω αγωγή, που στηρίζεται, κατά τα προαναφερόμενα,  στην έκδοση από αυτόν της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. …  ακάλυπτης επιταγής, πληρωτέα από  τον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «…………», με τη ιδιότητά του ως εν τοις πράγμασι διαχειριστή  της τελευταίας, της οποίας ναι μεν υπήρξε εταίρος ουδέποτε όμως διαχειριστής, ούτε είχε την εξουσιοδότηση να εκδίδει επιταγές, δεσμεύοντας την εταιρία, αρνείται δε ότι η υπογραφή που βρίσκεται κάτω από την εταιρική επωνυμία είναι η δική του, καθώς ουδέποτε αυτός εξέδωσε την ένδικη επιταγή, ως αβασίμως αναφέρεται στην αγωγή, για το λόγο, αυτό, εξάλλου προέβαλε πρωτόδικα την ένσταση ελλείψεως παθητικής του νομιμοποίησης, που λανθασμένα απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ισχυρισμό που επαναφέρει και με τον ως άνω λόγο της εφέσεώς του.  Για το εριζόμενο κρίσιμο, για την ουσιαστική ή μη βασιμότητα της κρινόμενης αγωγής, ενόψει και των προαναφερομένων στην υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη της παρούσας,  τούτο θέμα, το οποίο απαιτεί ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης, το Δικαστήριο, λόγω της αδυναμίας συναγωγής ασφαλών συμπερασμάτων από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙΙ) κρίνει αναγκαίο,  να διατάξει αναβάλλοντας την οριστική του απόφαση νέες, συμπληρωματικές, αποδείξεις και ειδικότερα τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από ειδικό γραφολόγο-πραγματογνώμονα, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Πειραιώς και ορίζεται στο διατακτικό, χωρίς προηγουμένως να προβεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, εξουσία την οποία έχει, κατά τα προαναφερόμενα, στην ίδια ως άνω νομική σκέψη (υπό στοιχ.ΙΙ),   για την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ από τυπική άποψη την από 3.9.2019 και με αριθμό κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./11.9.2019  έφεση

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την οριστική του απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία θα διεξαχθεί με την φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα την ………….., που περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ειδική γραφολόγο με ειδίκευση στη διερεύνηση της πλαστότητας χειρόγραφων και εκτυπωμένων εγγράφων, κάτοικο Αθηνών, ………, ΤΚ…., τηλ….., κιν………,  η οποία, αφού δώσει τον όρκο που προβλέπεται από το νόμο, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σε αυτήν  της παρούσας  αποφάσεως, στο κατάστημα του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον της   Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, Ελένης Τοπούζη,  Εφέτη ή του νομίμου αναπληρωτή της,  σε ημέρα και ώρα που αρμοδίως θα ορισθεί, πρέπει, αφού προηγουμένως  λάβει γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας και συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες και ενεργήσει κάθε άλλη αναγκαία πράξη, παραλάβει από τους εφεσιβλήτους  το πρωτότυπο σώμα της κάτωθι μνημονευόμενης επιταγής και λάβει δείγματα γραφής του εναγόμενου-εκκαλούντος, να γνωμοδοτήσει εγγράφως, με πλήρως αιτιολογημένη έκθεση, στην οποία θα αναφέρει κάθε χρήσιμο στοιχείο για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και την οποία θα καταθέσει, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, από την ημέρα της όρκισής της για το αν η υπογραφή στην με αριθμό …… επιταγή, με χρονολογία εκδόσεως την 10-1-2012, ποσού  30.387,74 ευρώ, πληρωτέα εις διαταγήν του ……. από  τον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της εταιρείας«……..» στην ………. και κάτω από την  εταιρική επωνυμία της ως άνω εταιρείας ( ……….) έχει τεθεί δια χειρός του εναγόμενου-εκκαλούντος, ήτοι αν αυτή φέρει ομοιότητες ως προς τα ουσιώδη στοιχεία αυτής με την υπογραφή του τελευταίου, έτσι ώστε να μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα σε αυτόν ή όχι.    Η νέα  συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιορισθεί με την κλήση του επιμελέστερου διαδίκου μετά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις        12.3.2020,  απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ