Αριθμός 217/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη έφεση (υπ’ αριθμ. κατάθ. …./7-10-2015) κατά της κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων εκδοθείσας υπ’ αριθμ. 280/2015 απόφασης, τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρμοδίως εισαγομένη, κατ’ άρθρον 19 ΚΠολΔ, προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί, κατά τα άρθρα 495§1, 511, 513§1περ.β και 518§2 ΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, έχει, δε, προκαταβληθεί διά αυτήν, κατ’ άρθρον 495§4εδ. α΄ & β΄ ΚΠολΔ, το προβλεπόμενον παράβολον εκ ποσού 200 ευρώ. Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή (άρθρον 533§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια, ως άνω διαδικασία, ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρον 524§1 ΚΠολΔ). Με την υπ’ αριθμ. κατάθ……/2011 ανακοπή και τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, η ανακόπτουσα και ήδη, εκκαλούσα, ζητούσε την ακύρωση της υπ’ αριθμ. …/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του υπ’αριθμ. …./2011 πρώτου απογράφου εκτελεστού αυτής, καθώς και της συνταχθείσας κάτωθι αντιγράφου του ανωτέρω απογράφου και με αναγραφόμενη ημερομηνία 24-11-2011 επιταγής προς πληρωμή, που της κοινοποιήθηκε στις 23-11-2011 και με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης και ήδη, εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 120.732,80 ευρώ, για απαίτηση της τελευταίας από καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων διαδοχικές συμβάσεις πώλησης ιατρικών ειδών, για τις οποίες εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής τιμολόγια επί πιστώσει-δελτία αποστολήςΕπί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθμ. 280/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφ’ενός, μεν, απορρίφθηκε η ανακοπή, κατά το μέρος της, με το οποίο στρεφόταν κατά της υπ’αριθμ. …../2011 διαταγής πληρωμής και επικυρώθηκε η τελευταία, αφ’ετέρου, δε, έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή, κατά το μέρος της, που στρεφόταν κατά της με αναγραφόμενη ημερομηνία 24-11-20111 επιταγής προς πληρωμή, συνταχθείσα κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής και ακυρώθηκε η τελευταία, μόνον κατά το κονδύλιό της, ποσού, ευρώ, τριακοσίων ογδόντα(380€).Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται η εν μέρει νικήσασα ανακόπτουσα, η οποία για τους στην κρινόμενη έφεση εμπεριεχόμενους λόγους, ζητά να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή καθ’ όλα τα αιτήματά της, η ως άνω ανακοπή της και να απορριφθεί στο σύνολό της, η με αριθμ. ……/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω δικαστηρίου και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 395, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
Η καθ’ης η ανακοπή και ήδη, εφεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία δραστηριοποιείτο στην αγορά προς μεταπώληση ιατρικών νοσοκομειακών ορθοπεδικών, χειρουργικών ειδών, ορθοπεδικών οργάνων και συσκευών κλπ. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής, από το έτος 2006 προμήθευε την ανακόπτουσα και ήδη, εκκαλούσα εταιρεία, που τυγχάνει ιδιωτική κλινική, διάφορα ιατρικά είδη-υλικά και αναλώσιμα, για τις ανάγκες της. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από 18-3-2009 μέχρι 16-2-2010 πώλησε και παρέδωσε στην ανακόπτουσα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που συνήφθησαν προφορικώς μεταξύ των διαδίκων διάφορα ιατρικά είδη και αναλώσιμα, για τα οποία εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην ανακοπτόμενη, υπ’ αριθμ. ……/2011 διαταγή πληρωμής τιμολόγια επί πιστώσει-δελτία αποστολής, τα οποία φέρουν σφραγίδα της ανακόπτουσας και ήδη, εκκαλούσας και υπογραφή, συνολικής αξίας ευρώ 101.297,56, τα οποία είχαν τις συμφωνηθείσες ιδιότητες και ποιότητα, παραδόθηκαν έγκαιρα στην έδρα της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας και αυτή τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα και χρησιμοποίησε έκτοτε χωρίς πρόβλημα και κατά τον προορισμό τους, αντί των συμφωνηθέντων τιμημάτων πώλησης ανά τιμολόγιο, τα οποία (τιμήματα) ήταν πληρωτέα στην έδρα της καθ’ης και ήδη, εφεσίβλητης. Δυνάμει των ανωτέρω αναφερόμενων τιμολογίων – δελτίων αποστολής, η εφεσίβλητη πώλησε και παρέδωσε στην εκκαλούσα τις παραγγελθείσες ποσότητες εμπορευμάτων. Η όποια καταβολή αφαιρούνταν από παλαιότερα τιμολόγια καθώς είχε διαρκώς χρεωστικό υπόλοιπο, οι όποιες καταβολές δηλαδή, ήταν έναντι υπολοίπου και ουδεμία άλλη συμφωνία ή δήλωση της εκκαλούσας, περιήλθε στην εφεσίβλητη, κατά τον χρόνο των καταβολών σχετικά με άλλο τρόπο εξόφλησης ή εξειδίκευση των καταβολών. Τα επίδικα τιμολόγια ουδέποτε εξόφλησε η εκκαλούσα, οι δε καταβολές που κατά καιρούς έκανε, αφορούν σε παλαιότερες οφειλές της και γίνονταν πάντα έναντι λογαριασμού, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη, κινήσεις λογαριασμού της Τράπεζας Πειραιώς, όπου η εκκαλούσα, εμφαινόμενη ως ….. κατά την καταβολή κάθε χρηματικού ποσού (άρθρ. 422 ΑΚ) από το επίδικο διάστημα μέχρι το 2011, δηλαδή κατά την κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό της εφεσίβλητης, χρηματικού ποσού, στη θέση «αιτιολογία», δήλωνε και γραφόταν απλά το όνομα της καταθέτιδας κλινικής (ή τίποτε), χωρίς να εξειδικεύει ποιά τιμολόγια αφορούσε εκάστη κατάθεση ή άλλη αιτιολογία (περικοπές από ασφαλιστικά ταμεία κλπ). Η καταβολή έναντι λογαριασμού και όχι έναντι συγκεκριμένων τιμολογίων, με όλες τις εταιρείες συμφερόντων της εφεσίβλητης αποδεικνύεται, επίσης, από τις απ’ αυτήν προσκομιζόμενες αποδείξεις είσπραξης, του διαστήματος από Μάρτιο του 2009, έως Ιούνιο του 2011. ΄Ετσι, από ενάρξεως μέχρι το τέλος της συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων όλες οι καταβολές ήταν έναντι υπολοίπου και ουδεμία πίστωση έγινε λόγω περικοπής από τα ασφαλιστικά ταμεία, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα, η οποία ουδέν στοιχείο (καταθετήριο τράπεζας, απόδειξη είσπραξης ή κατάλογο εξοφλούμενων τιμολογίων με αποδεδειγμένη κοινοποίηση στην εφεσίβλητη) προσκομίζει, απ’ όπου να προκύπτει ότι οι επιμέρους καταβολές αφορούσαν σε συγκεκριμένο τιμολόγιο. Ουδεμία όχληση ή άλλη διαμαρτυρία ως ενημέρωση περί των προθέσεων της εκκαλούσας κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη, από το 2006 μέχρι την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, πλην της από 5-12-2011 εξώδικης δήλωσης, που απέστειλε η εκκαλούσα, περί τα 2,5 έτη μετά το πέρας των μεταξύ τους συναλλαγών, την οποία αρνήθηκε η εφεσίβλητη με την από 19-12-2011 εξώδικη απάντησή της (βλ. υπ’ αριθμ. …../23-12-2011 έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή Αθηνών .. …..).Μεταβολή στον τρόπο συναλλαγής, δηλαδή, να δέχεται η εφεσίβλητη περικοπές ποσών τιμολογίων, μετά την περικοπή από ασφαλιστικό φορέα, ζητήθηκε για πρώτη φορά, προφορικά, στις αρχές του 2010, αλλά για τις εφεξής συναλλαγές, οπότε και διακόπηκε η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο ήταν ασύμφορο για την προμηθεύτρια εφεσίβλητη(βλ. ένορκη κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου). Η κρίση του δικαστηρίου τούτου για το περιστατικό αυτό ενισχύεται από το από 14-4- 2010 «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ», που συνήφθη μεταξύ της εκκαλούσας και της επιχείρησης με συναφή με αυτήν της εφεσίβλητης δραστηριότητα «…………», με το οποίο συμφωνήθηκε η εξόφληση των τιμολογίων μετά την αντίστοιχη εκκαθάριση αυτών από τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα εκάστου ασθενούς, με την προμηθεύτρια εταιρία να βαρύνεται τις όποιες περικοπές και κρατήσεις υπέρ τρίτων με την έκδοση πιστωτικού τιμολογίου (όρος 3,5). Μάλιστα, με το ίδιο συμφωνητικό ορίστηκε έναρξη ισχύος της ανωτέρω συμφωνίας έξι ημέρες μετά την υπογραφή του και συγκεκριμένα η 20-4-2010 (βλ. όρο 6,1). Να σημειωθεί ότι τα ονόματα των ασθενών και ο φορέας αναγράφονται στα τιμολόγια κατόπιν επιθυμίας της εκκαλούσας, για να διακρίνεται ο ασθενής για τον οποίο προοριζόταν κάθε ιατρικό είδος. Με το ως άνω εξώδικό της, η εκκαλούσα ισχυριζόταν ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ αυτής και της εφεσίβλητης (ή ότι ήταν πρακτική) να της προμηθεύει η τελευταία ιατρικά υλικά, τα οποία τιμολογούσε στην εκκαλούσα και ότι, επειδή, κατ’ ουσίαν, αφορούσαν ασθενείς, μετά τις μερικές ή ολικές περικοπές από τα ασφαλιστικά ταμεία, όφειλε η εφεσίβλητη να επιστρέφει το ποσό που περικοπτόταν ή ακόμη και το συνολικό τίμημα. Ο εν λόγω ισχυρισμός περί διαμεσολαβητικού ρόλου της εκκαλούσας και μετακύλισης των όποιων περικοπών στην εφεσίβλητη, είναι κατ’ αρχήν απορριπτέος λόγω αοριστίας, αφού δεν αναφέρει με σαφήνεια το χρόνο (και τον τόπο) κατά τον οποίο συνήφθη τέτοια σύμβαση και τα φυσικά πρόσωπα, που συμβλήθηκαν, σε κάθε, δε, περίπτωση, κρίνεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, καθώς ουδέποτε συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, να πληρώνεται η εφεσίβλητη με τον τρόπο, που επικαλείται η εκκαλούσα, παρά μόνον στους χρόνους πίστωσης του τιμήματος, δεδομένου ότι ουδέποτε, από το 2006, που άρχισε η συνεργασία τους, όχλησε την εφεσίβλητη για έκδοση πιστωτικού τιμολογίου για περικοπές υλικών. Επίσης όλες οι τμηματικές καταβολές από πλευράς της εκκαλούσας γίνονταν «έναντι υπολοίπου», δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλη συμφωνία, ούτε αυτή προέβαινε κατά την καταβολή σε δήλωση, προσκομίζοντας σχετική απόδειξη ότι γνωστοποίησε τέτοια δήλωση, για το ποιά ειδικότερα πώληση (τιμολόγιο) αφορά η συγκεκριμένη καταβολή. Επομένως το ποσό της κάθε καταβολής αφαιρούνταν, κατ’άρθρ.422 ΑΚ, ως «έναντι καταβληθέν» από τις αρχαιότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι, δε, καταβολές που μνημονεύει η εκκαλούσα αφορούν παλαιότερες οφειλές της που εξοφλούσαν πάντα μέρος του διαρκώς ανεξόφλητου και αυξανόμενου, ταυτόχρονα με τις νέες πωλήσεις, υπολοίπου. Σύμφωνα, άλλωστε, με τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 361 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς τον δανειστή και η καταβαλλόμενη παροχή δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά την καταβολή και όχι μεταγενέστερα το χρέος που θέλει να εξοφλήσει και έχει το βάρος να αποδείξει ότι κατά την καταβολή έλαβε γνώση αυτής ο δανειστής. Αν δεν έχει ορίσει ποιό χρέος αφορά η καταβολή και όλα τα χρέη είναι ληξιπρόθεσμα και το ίδιο επαχθή για τον οφειλέτη, τότε η καταβολή αυτή λογίζεται στο αρχαιότερο χρέος (ΑΠ 892/2011, ΕφΠειρ 555/2015). Ουδέποτε, τέλος, η εφεσίβλητη εξέδωσε πιστωτικό τιμολόγιο, που να αφορά σε παροχή έκπτωσης προς την ανακόπτουσα, μετά από την όποια περικοπή από τα ασφαλιστικά ταμεία, ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει κάτι τέτοιο η εκκαλούσα. Ουδεμία όχληση ή άλλη διαμαρτυρία ως ενημέρωση περί των προθέσεών της κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα από το 2006 μέχρι την έκδοση της διαταγής πληρωμής, πλην της προσχηματικής, από 5-12-2011 εξωδίκου, που απεστάλη περί τα 2,5 έτη μετά το πέρας των συναλλαγών, την οποία αρνήθηκε η εφεσίβλητη, με την από 19-12-2011 εξώδικη απάντησή της (βλ. υπ’ αριθμ. ../23-12-2011 έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή Αθηνών, ………). Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας και ήδη, εκκαλούσας περί πληρωμής των επίδικων τιμολογίων κατά το χρόνο και το ποσό εκκαθάρισής τους από τα αντίστοιχα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς επίσης και ανεξαρτήτως τούτου, ότι (δεν αποδείχθηκε) ότι οι αναφερόμενες απ’ αυτήν καταβολές, που αφορούσαν σε περισσότερα τιμολόγια, αντιστοιχούσαν στα ειδικώς απ’ αυτήν επικαλούμενα επίδικα τιμολόγια, ελλείψει σχετικού προσδιορισμού εκ μέρους της κατά το χρόνο καταβολής και ενόψει του πλήθους των επίδικων τιμολογίων, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και επομένως, ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης, που ερείδεται στην εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης ολικής και μερικής εξόφλησης της επίδικης απαίτησης της εφεσίβλητης και στην απόρριψη της ένστασης συμψηφισμού, πρέπει, ως κατ’ουσίαν αβάσιμος να απορριφθεί.
Από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται, ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ` ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσωπήσεως δεν το δεσμεύει. Ειδικότερα η ανώνυμη εταιρία, η οποία είναι νομικό πρόσωπο, εκπροσωπείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 22 του ν. 2190/1920, από το διοικητικό της συμβούλιο το οποίο ενεργεί συνολικώς. Μπορεί όμως, εφόσον τούτο ορίζεται στο καταστατικό, να ανατεθεί ευθέως από αυτό ή δια του διοικητικού της συμβουλίου η εκπροσώπησή της σε ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου ή στους διευθυντές της ή άλλα πρόσωπα ή και σε τρίτο. Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες προς αυτές των άρθρων 118, 216 παρ.1α, 224 εδ.β, 623, 626 και 633 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί αιτήσεως του κομιστή πιστωτικών τίτλων προς έκδοση βάσει αυτού διαταγής πληρωμής κατά νομικού προσώπου, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής τους κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο, δεν απαιτείται να αναγράφονται στο δικόγραφο της αιτήσεως και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο κατά την ανάληψη υποχρεώσεως από τον πιστωτικό τίτλο, ή ότι αυτά ενήργησαν εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας, σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου. Αν όμως με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αμφισβητηθεί από το τελευταίο η αντιπροσωπευτική εξουσία του φυσικού προσώπου που ανέλαβε για λογαριασμό του υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου, για το λόγο ότι μόνη η υπογραφή τούτου επ` αυτού δεν το δεσμεύει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό του, ο κομιστής του τίτλου, καθού η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, επικαλούμενος ότι εγκύρως εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, βάσει του προσκομισθέντος στο δικαστή πιστωτικού τίτλου, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι το φυσικό πρόσωπο, το οποίο ανέλαβε για λογαριασμό του νομικού προσώπου υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου, νομίμως εκπροσώπησε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με το καταστατικό του και δήλωσε κατά νόμιμο τρόπο τη σχετική βούλησή του (ΑΠ908/2005δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 391/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, από το δικόγραφο της ανακοπής της ανακόπτουσας και ήδη, εκκαλούσας προκύπτει ότι η τελευταία, με το δεύτερο λόγο της, ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πάσχει ακυρότητας, καθόσον δεν προέκυπτε απ’αυτήν αν τα τιμολόγια-δελτία αποστολής, βάσει των οποίων εκδόθηκε αυτή φέρουν την υπογραφή του εντεταλμένου προς τούτο νομίμου αντιπροσώπου της, καθόσον δεν αναφέρεται σ’αυτήν από ποιό φυσικό πρόσωπο έχουν υπογραφεί. Ο ως άνω λόγος ανακοπής αλυσιτελώς προβλήθηκε, μη δυνάμενος να στοιχειοθετήσει λόγο ανακοπής ερειδόμενο στη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ της έλλειψης, δηλαδή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης της καθ’ης και ήδη, εφεσίβλητης, καθόσον η ανακόπτουσα, που δεν αρνείται την παραλαβή των εμπορευμάτων, δεν ισχυρίστηκε ότι τα ένδικα τιμολόγια -για τα οποία στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αναφέρεται ότι σφραγίστηκαν και υπογράφηκαν δεόντως στο σώμα αυτών, από την καθ’ης η αίτηση- δεν φέρουν την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της ή εντεταλμένου για την παραλαβή υπαλλήλου της και ενόψει και του ότι για το ορισμένο της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, όπως επίσης και της διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται να αναγράφονται τα φυσικά πρόσωπα, που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο κατά την ανάληψη υποχρέωσης του τελευταίου από τιμολόγιο, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την ίδια αιτιολογία απέρριψε ως μη νόμιμο το δεύτερο λόγο της ανακοπής, ορθά το νόμο εφάρμοσε και επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης, πρέπει ως μη νόμιμος να απορριφθεί.
Από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επιταγή προς εκτέλεση, η οποία αποτελεί την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να περιέχει βέβαιη και εκκαθαρισμένη την απαίτηση, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα πιο πάνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το δικαστήριο με την προϋπόθεση ότι η αοριστία επιφέρει στον καθ` ου η εκτέλεση δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί άλλως, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (βλ. σχετ. ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 41. 80, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37. 101, ΑΠ 72/1995 ΕλλΛνη 1995. 101, ΕφΑΘ 2838/2002 ΕλλΔνη 43. 1460, ΕφΑΘ 3009/2001 ΕλλΔνη 42. 1372, ΕφΑΘ 2535/1998 ΕλλΔνη 40. 384). Η, δε, ακυρότητα αυτή επέρχεται ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής πράξης, η οποία, όμως, δεν πλήττει την επιταγή στο σύνολο της, αλλά μόνο κατά το ελαττωματικό μέρος. Για την πληρότητα, όμως, της επιταγής δεν χρειάζεται να αναφέρεται ειδικότερα το ποσοστό του τόκου, αφού αυτό ορίζεται από το νόμο, αλλά ούτε και το ποσό του τόκου που θα καταβληθεί, εφόσον τούτο μπορεί να εξευρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ποσοστού του τόκου και του χρονικού διαστήματος, που θα παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως της επιταγής (ΑΠ 1773/2001 ΕλλΔνη 43. 1385, ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 41. 81, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37. 102). Η αναφορά του είδους των τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και αντιληφθεί τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του (ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 38.585).Στην προκειμένη περίπτωση, από την από 24-11-2011 επιταγή προς εκτέλεση, κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ…../2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προκύπτει ότι η εφεσίβλητη επιτάχθηκε να καταβάλει για επιδικασθείσα απαίτηση 100.498,80 ευρώ, για νόμιμους τόκους 17.159 ευρώ, για δικαστική δαπάνη 2.600 ευρώ, για έξοδα επίδοσης 95 ευρώ και για απόγραφο, τέλος απογράφου, αντιγράφου και επιταγή 380 ευρώ και συνολικά το ποσό των 120.732,80 ευρώ, νομιμότοκα μέχρι την εξόφληση, εκτός από τους τόκους.
Η ανακόπτουσα και ήδη, εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο ανακοπής ισχυρίστηκε ότι πάσχει ακυρότητας η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, επικαλούμενη ότι δεν προσδιορίζονται ο τρόπος υπολογισμού αυτών και το οφειλόμενο ποσό τόκων ανά τιμολόγιο, πλην, όμως, ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος, ως μη νόμιμος, καθώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, η παράλειψη καθορισμού του τρόπου υπολογισμού των τόκων δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής, ενώ ούτε και το ποσό των τόκων ανά τιμολόγιο απαιτείται να αναφέρεται στην επιταγή, αφού, με ακρίβεια και σαφήνεια συνάγεται πώς προκύπτει το ποσό των τόκων, αφού η ίδια η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αναφέρει ότι η τοκοφορία ορίζεται σε 90 ημέρες από την έκδοση εκάστου τιμολογίου πώλησης-δελτίου αποστολής, πλην α) υπ’ αύξ. αριθμ. …, για το οποίο τοκοφορεί μόνο το ποσό των ευρώ 1.190, λόγω έκδοσης κατά τα ανωτέρω του τιμολογίου επιστροφής ποσού ευρώ 396,66-πιστωτικού υπέρ της καθ’ης, υπ’αύξ.αριθμ…., β)του υπ’αύξ. αρ. 86… για το οποίο τοκοφορεί μόνο το ποσό των ευρώ 303,45, λόγω έκδοσης κατά τα ανωτέρω του τιμολογίου επιστροφής, ποσού ευρώ 101,15-πιστωτικού υπέρ της καθ’ης, υπ’αύξ.αριθμ…. και γ) του υπ’αύξ.αριθμ…., για το οποίο τοκοφορεί μόνο το ποσό των ευρώ 2.618, λόγω έκδοσης κατά τα ανωτέρω του τιμολογίου επιστροφής, ποσού ευρώ 872,69-πιστωτικού υπέρ της καθ’ης, υπ’αύξ.αριθμ….. και επομένως, οι τόκοι, κατά τη σύνταξη της επιταγής υπολογίστηκαν, σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα επιτόκια, από την επομένη της 90ης ημέρας από την έκδοση του κάθε τιμολογίου μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής την 24η Νοεμβρίου 2011, απορριπτομένου, κατόπιν αυτών και του δεύτερου λόγου της έφεσης, καθώς και της έφεσης στο σύνολό της. Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (183 και 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.Δέχεται τυπικά καιΑπορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 280/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ