Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 712/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  712/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ. Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 29-7-2015 (αρ. καταθ. ………..) έφεση του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ-ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ», του οποίου καθολικός διάδοχος είναι το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)», κατά της υπ΄ αρ. 5247/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του δεύτερου των καθ΄ ων η ανακοπή και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, ούτε οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως την 15-10-2013 μέχρι την άσκησή της (εφέσεως) την 31-12-2015 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για παραδεκτό της ένδικης εφέσεως το εκκαλούν δεν υποχρεούται σε κατάθεση παραβόλου εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) ως ΝΠΔΔ (άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998).

Με την από 19-1-2010 (αρ. καταθ. ……..) ανακοπή του, το ανακόπτον, ήδη εκκαλούν, επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον ως αναγγελθείς δανειστής στον πλειστηριασμό ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη της επισπεύδουσας-πρώτης των καθ΄ ων η ανακοπή, ήδη πρώτης των εφεσίβλητων, ζήτησε, κατ΄ εκτίμηση αυτής (ανακοπής) για τον αναφερόμενο σ΄ αυτή (ανακοπή) λόγο, τη μεταρρύθμιση του ανακοπτόμενου υπ΄ αρ. ……… πίνακα-πρόσκληση δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βαρβάρας Σγούρα, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, προκειμένου να καταταγεί το ίδιο προνομιακά στον ως άνω πίνακα για την αναγγελθείσα απαίτησή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με  την υπ΄ αρ. 5247/2013 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 15-10-2013, όπως προαναφέρθηκε, ερήμην του δεύτερου των καθ΄ ων η ανακοπή και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε μετά την πάροδο της από το νόμο προβλεπόμενης προθεσμίας, απέρριψε αυτή (ανακοπή) ως απαράδεκτη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 29-7-2015 (αρ. καταθ. …….) έφεσή του, το ηττηθέν ανακόπτον και με τον διαλαμβανόμενο σ΄ αυτή (έφεση) λόγο, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη  ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατ΄ εκτίμηση αυτής (έφεσης), ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να γίνει δεκτή καθ΄ ολοκληρία η ένδικη ανακοπή του.

Σύμφωνα, με τις διατάξεις του άρθρου 979 παρ. 1 του ΚΠολΔ μέσα σε τρεις (3) ημέρες, αφότου συνταχθεί ο πίνακας κατατάξεως δανειστών, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση, καθώς και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα της κατάταξης. Επιπλέον σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 979 παρ. 2 εδ. α΄ και β΄του ΚΠολΔ, μέσα σε δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παραγράφου 1, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. του ΚΠολΔ. Αντίγραφο δε της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η ανακοπή  στρέφεται κατά των δανειστών, των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν.Δ. 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» «Αι προσθεσμίαι προς άσκησιν ενδίκων μέσων, προς δήλωσιν επί κατασχέσεων εις χείρας του Δημοσίου ως τρίτου και αι πάσης άλλης φύσεως νόμιμοι και δικαστικαί προθεσμίαι, εάν ορίζωνται βραχύτεροι των τριάκοντα ημερών, είναι δια το Δημόσιον διαρκείας τριάκοντα ημερών. Παρέκτασις της προθεσμίας ταύτης λόγω αποστάσεως κατά τας διατάξεις του άρθρ. 195 της Πολ. Δικονομίας χωρεί πάντοτε έστω και αν εν τω ειδικώ νόμω δεν ορίζεται τοιαύτη. Εξαιρετικώς επί συντηρητικών μέτρων η προθεσμία προς εμφάνισιν είναι δεκαήμερος, επί δε προσωπικής κρατήσεως είναι πενθήμερος». Το άρθρο δε 58 παρ. 4 του Ν.Δ. 356 της 27-3/5-4-1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (ΚΕΔΕ) ορίζει ότι «η προθεσμία διά την άσκησιν ανακοπής υπό του Δημοσίου είναι τριάκοντα ημερών από της επιδόσεως της εγγράφου προσκλήσεως του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου προς τους δανειστάς ίνα λάβωσι γνώσιν του πίνακος κατατάξεως». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις η προθεσμία ασκήσεως ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου κατά πίνακα κατάταξης είναι 30 ημερών, αρχομένη από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της προσκλήσεως δανειστών του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (ΑΠ 295/1997 ΝοΒ 46.1239, ΑΠ 60/1997 ΕλλΔνη 39.126, ΑΠ 1734/1990 ΕλλΔνη 33.537, ΕφΠειρ 400/2015, ΕφΑθ 2074/2008 ΕλλΔνη 49.1505). Ακολούθως, κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ, η επίδοση για το δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 85 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ του προαναφερομένου Ν.Δ. 356 της 27-3/5-4-1974 (ΚΕΔΕ) «Επί δικών του παρόντος Ν. Διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ΄ ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών.». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 του προαναφερόμενου Ν.Δ. 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» «Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τις διατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867 και υπό στοιχείον Ρ4Γ΄ Νόμου γενόμεναι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπήται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλήν του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργόν των Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης. Η αντίθετος διάταξις του άρθρ. 88 εδάφ. 3 του από 24/27 Αυγούστου 1931 Διατάγματος “περί κώδικος του Νόμου περί εισπράξεως των Δημοσίων εσόδων” καταργείται (Ν. ΩΛΖ`/1880 άρθρ. 2, Α.Ν. 1919/1939 άρθρ. 11, Ν. 2861/1922 άρθρ. 1 και Ν.Δ. 27 Σεπτ. 1922 άρθρ. 4).». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσο στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΟλΑΠ 34/1988 ΝοΒ 377.1200, ΑΠ 439/2004 ΝοΒ 53.872, ΑΠ 690/2003 ΕλλΔνη 45.132, ΑΠ 1636/2002 ΕλλΔνη 44.745, ΕφΠατρ 373/2009). Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ΑΕΔ 27/2004, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 1571/2013, ΑΠ 1570/2013, ΑΠ 1801/2012, ΑΠ 126/2012, ΑΠ 1515/2010). Κατόπιν των ανωτέρω, η ως άνω ανακοπή ασκείται με την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και με επίδοση αυτού στους καθ΄ ων απευθύνεται (άρθρο 585 παρ. 1 του ΚΠολΔ) μέσα στην ανωτέρω προθεσμία. Συνεπώς, όταν η ανακοπή αυτή απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, απαιτείται πάντοτε για το εμπρόθεσμο της ασκήσεώς της η μέσα στην ανωτέρω προθεσμία κοινοποίησή της στον Υπουργό των Οικονομικών. Εξάλλου, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 21 παρ. 9 του Ν. 1902/1990, σύμφωνα με τις οποίες το ΙΚΑ και οι λοιποί οργανισμοί αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, {στους οποίους ανήκει και το Ταμείο Νομικών, [καθολικός διάδοχος του οποίου, δυνάμει του Ν. 3655/2008 (άρθρα 25 και 38), είναι το ανακόπτον, «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων» (Ε.Τ.Α.Α.) – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (TAN)], δυνάμει του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. 4114/1960 με το οποίο Ν.Δ. κυρώθηκε ο Κώδικας «Περί Ταμείου Νομικών», του άρθρου 36 του Ν.Δ. 1/1968, του Ν. 400/1976, του Π.Δ. 544/1977, του άρθρου 14 του Ν. 1266/1982 και του άρθρου 10 του Π.Δ. 574/1982}, έχουν όλα τα δικα­στικά και δικονομικά προνόμια του Δη­μοσίου, το ανωτέρω άρθρο 58 παρ. 4 του Ν.Δ. 354/1974 (ΚΕΔΕ), εφαρμόζεται και για το ανακόπτον [Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ-ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ», του οποίου καθολικός διάδοχος είναι το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)»]. Συνεπώς, και για το τελευταίο Νο­μικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου η προ­θεσμία άσκησης της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών είναι τριά­ντα (30) ημέρες και αρχίζει από την επί­δοση της προαναφερθείσας έγγραφης πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Κατά δε το άρθρο 536 του αυτού Κώδικα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ΄ ουσίαν. Τέλος, κατ΄ άρθρο 534 του ως άνω Κώδικα, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι είναι δυνατή η απόρριψη της εφέσεως του ενάγοντος ως απαράδεκτης, όταν η αγωγή αυτού είχε απορριφθεί πρωτοδίκως για τυπικό λόγο, το δε Εφετείο κρίνει αυτή απορριπτέα για άλλο, τυπικό επίσης, λόγο, με αντικατάσταση της σχετικής αιτιολογίας, υπό την προϋπόθεση ότι η αντικαθιστώσα αιτιολογία δεν επάγεται δυσμενέστερες για τον εκκαλούντα συνέπειες (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 46.143, ΑΠ 1566/1988 ΕλλΔνη 40.121, ΕφΠειρ 73/2009). Επιπλέον, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τυπικό λόγο, όπως απαράδεκτη, χωρίς δηλαδή να ερευνηθεί η ουσία αυτής και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αγωγή, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία αυτής και να την απορρίψει ή να την κάνει δεκτή κατ΄ ουσίαν, ανεξάρτητα αν το πρωτόδικο Δικαστήριο ερεύνησε ή όχι την ουσία της υπόθεσης (πρβλ. ΑΠ 298/2010, ΑΠ 1065/2009, ΕφΠειρ 145/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, ο υπ΄ αριθμόν ……………. πίνακας-πρόσκληση δανειστών, κατ΄ άρθρο 979 παρ. 1 του ΚΠολΔ, της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου Συμβολαιογράφου Αθηνών Βαρβάρας Α. Σγούρα, επιδόθηκε στο ανακόπτον Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ-ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ», του οποίου ήδη καθολικός διάδοχος είναι το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)», την 11-1-2010. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, η από 19-1-2010 ανακοπή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ-ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ» κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 8-2-2010 με αριθμό κατάθεσης …….. και επιδόθηκε στους καθ΄ ων η ανακοπή (ήτοι την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS ΑΕ και τη ΔΟΥ Α΄ Πειραιά, η οποία, όπως είναι προφανές είναι δημόσια υπηρεσία, χωρίς νομική αυτοτέλεια, ο προϊστάμενος της οποίας εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο και είναι διάδικο με την ιδιότητα του δεύτερου των καθ΄ ων στην ανοιγείσα με την ανακοπή δίκη και ήδη δεύτερο των εφεσίβλητων, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής και της εφέσεως) την 9-2-2010, όπως προκύπτει από τις υπ΄ αρ. ………. εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………… Επομένως, η ένδικη ανακοπή επιδόθηκε εμπροθέσμως στην πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή και στον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου (δεύτερο των καθ΄ ων η ανακοπή) Διευθυντή της ΔΟΥ Α΄ Πειραιά, ενώ δεν επιδόθηκε στον Υπουργό των Οικονομικών, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις. Επομένως, η ένδικη ανακοπή ως προς την πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή-πρώτη των εφεσίβλητων ασκήθηκε εντός της ως άνω νομίμου τριακονθήμερης προθεσμίας, η οποία έληγε την 12-2-2010, ενώ ως προς το δεύτερο των καθ΄ ων η ανακοπή-δεύτερο των εφεσίβλητων είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον δεν επιδόθηκε και στον Υπουργό των Οικονομικών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη ανακοπή και ως προς το δεύτερο των καθ΄ων-δεύτερο των εφεσίβλητων, αλλά για άλλο λόγο και συγκεκριμένα ως ασκηθείσα μετά την πάροδο της από το νόμο προβλεπόμενης προθεσμίας. Συνεπώς, ως προς το δεύτερο των καθ΄ ων η ανακοπή-δεύτερο των εφεσίβλητων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθά, κατ΄ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, διότι όταν η ανακοπή απορριφθεί για ένα τυπικό λόγο και το Εφετείο δεχθεί άλλο, επίσης, τυπικό λόγο απορριπτικό της ανακοπής, η έφεση απορρίπτεται, δεδομένου ότι η απόρριψη της ανακοπής με εναλλαγή του ενός τυπικού λόγου με άλλο δεν καταλήγει σε διαφορετικό κατ΄ αποτέλεσμα διατακτικό, δηλαδή δεν διαφοροποιεί το δεδικασμένο. Τέλος, όσον αφορά το δεύτερο των εφεσίβλητων ως προς τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των ως άνω διαδίκων (εκκαλούντος και δεύτερου των εφεσίβλητων), διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

Από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1, 974, 975, 976, 977, 978 και 979 του ΚΠολΔ [όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 972, τα άρθρα 975, 977 και 978 και η παράγραφος 2 του άρθρου 979 ίσχυαν πριν αντικατασταθούν με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και  εφαρμόζονται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε πριν την 1-1-2016 (παράγραφος 3 άρθρου ένατου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015)], προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ΄ ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και να αναφέρεται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το Δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθ΄ ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 1229/2008). Κατά συνέπεια όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 1 του ΚΠολΔ), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθ΄ ων η ανακοπή, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 2 του ΚΠολΔ) και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός της χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς καθένα από τους καθ΄ ων, χωρίς να επηρεάζονται από αυτό οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ΄ ων, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ τους ως προς τις απαιτήσεις τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 2117/2014). Κατόπιν τούτων, το απαράδεκτο της άσκησης ανακοπής εναντίον κάποιου δανειστή δεν συνεπάγεται απαράδεκτο της ανακοπής και κατά άλλου δανειστή κατά του οποίου αυτή ασκήθηκε νομότυπα. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, που απορρίφθηκε η ανακοπή ως προς το δεύτερο των καθ΄ ων, ως απαράδεκτη, δεν συνεπάγεται ότι αυτή είναι απαράδεκτη και ως προς την πρώτη των καθ΄ ων, η οποία συνδέεται με το δεύτερο των καθ΄ ων με το δεσμό της απλής ομοδικίας. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, ως προς την πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή-πρώτη των εφεσίβλητων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένδικη ανακοπή ως απαράδεκτη, λόγω ασκήσεως αυτής μετά την πάροδο της από το νόμο προβλεπόμενης προθεσμίας, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Κατόπιν τούτων, ως προς την πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή-πρώτη των εφεσίβλητων, η από 29-7-2015 έφεση του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ-ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ», πρέπει να γίνει δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η από 19-1-2010 (αρ. καταθ. ……..) ανακοπή, να γίνει τυπικά δεκτή αυτή (ανακοπή), ως εμπροθέσμως ασκηθείσα, και να ερευνηθεί περαιτέρω. Με αυτό το ιστορικό και αίτημα, η ένδικη ανακοπή είναι νόμιμη, στηριζομένη στις  διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1, 974, 975, 976, 977, 978, 979, 1006 παρ. 3 και 1007 παρ. 1 του ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω οι λόγοι της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (το ανακόπτον και η πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή), έστω και αν δεν μνημονεύονται όλα (τα έγγραφα) ειδικά κατωτέρω, (μάρτυρες δεν εξετάσθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε οι ως άνω διάδικοι ζήτησαν την εξέταση μάρτυρά τους ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου), (σημειώνεται δε ότι το εκκαλούν στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ΄ αρ. ……. εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βαρβάρας Σγούρα εκπλειστηριάσθηκε το αναφερόμενο σ΄ αυτήν ακίνητο του καθ΄ ου η εκτέλεση …………, που κατασχέθηκε με την υπ΄ αρ. ……….. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. Η ως άνω αναγκαστική εκτέλεση έλαβε χώρα με επίσπευση της πρώτης των καθ΄ ων η ανακοπή, ήδη πρώτης των εφεσίβλητων, την 8-7-2009, το δε εκπλειστηριασθέν ακίνητο κατακυρώθηκε σε τρίτο φυσικό πρόσωπο, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, αντί του ποσού των 100.000 ευρώ. Μεταξύ των εμπροθέσμως αναγγελθέντων δανειστών περιλαμβάνονται το ανακόπτον και η πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή. Ειδικότερα, το ανακόπτον αναγγέλθηκε για απαίτησή του ποσού 21.368,61 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που απορρέει από την μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών, ποσού 14.585,62 ευρώ και την μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στον ΚΕΑΔ, ποσού 4.375,23 ευρώ, για τα έτη 2002 έως και 2008 και την οφειλή δανείου ποσού 2.347,76 ευρώ. Η πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή και επισπεύδουσα αναγγέλθηκε για το ποσό των 97.532,99 ευρώ και το ποσό των 1.832,88 ευρώ. Η υπάλληλος του πλειστηριασμού, λόγω του ότι το πλειστηρίασμα, δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν, συνέταξε τον υπ΄ αρ. ………. πίνακα κατάταξης, όπου, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης απέμεινε υπόλοιπο προς διανομή στους δανειστές το ποσό των 90.741,97 ευρώ, και κατέταξε, μεταξύ άλλων, την πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή τυχαία και προνομιακά ως πρώτη προσημειούχο δανείστρια στο ένα τρίτο (1/3) και στα δύο τρίτα (2/3) του εναπομείναντος εκπλειστηριάσματος ποσού 90.293,80 ευρώ, υπό τον όρο τελεσιδικίας της υπ΄ αρ. 1758/2008 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, άλλως και όλως επικουρικώς στην τυχόν περίπτωση της τυχόν απόφασης σε βάρος της ανωτέρω θα καταταγούν οι αμέσως έχοντες έννομο συμφέρον δανειστές, σύμφωνα με τις αναγγελίες τους και τα προνόμια κατάταξης, ενώ ως προς την αναγγελία του ανακόπτοντος σημείωσε ότι έχει συνταχθεί και υπογραφεί από τον ίδιο τον οφειλέτη και με την ιδιότητά του ως Δικηγόρου, καθώς και ότι εκ των συγκοινοποιουμένων εγγράφων στην ως άνω αναγγελία προκύπτει ότι η συγκεκριμένη αναγγελθείσα απαίτηση δεν έχει βεβαιωθεί από τον ανωτέρω ασφαλιστικό οργανισμό, με συνέπεια να μην έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη μέχρι την ημερομηνία του πλειστηριασμού και ως εκ τούτου να μην υπάγεται στα ειδικά προνόμια του άρθρου 975 παρ. 6 του ΚΠολΔ, αλλά είναι εγχειρόγραφη απαίτηση, η οποία θα ικανοποιηθεί κατ΄ άρθρο 977 του ΚΠολΔ σύμμετρα με τους υπόλοιπους εγχειρόγραφους δανειστές μόνο εάν υπάρξει υπόλοιπο μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 975 και 976 του ΚΠολΔ. Την αναγγελία την κατέθεσε ο καθ΄ ου η εκτέλεση, πλην όμως όχι στο όνομά του, αλλά με την ιδιότητά του ως πληρεξούσιος Δικηγόρος του αναγγελθέντος δανειστή. Επίσης με την αναγγελία αυτή του ανακόπτοντος, ήδη εκκαλούντος, η οποία προσκομίζεται με επίκληση από αυτό, συγκοινοποιήθηκαν, νομίμως και εμπροθέσμως, στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, έγγραφα, που προσκομίζονται και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από τα οποία προκύπτει ότι η συγκεκριμένη αναγγελθείσα απαίτηση είναι αόριστη, καθόσον δεν εξειδικεύονται επαρκώς τα στοιχεία της, ήτοι δεν αναλύονται τα επιμέρους, κατ΄ έτος, ποσά, από τα οποία αυτή απορρέει, όπως κατά νόμο απαιτείται, ούτε συμπληρώνεται αυτή με παραπομπή σε άλλα, συνυποβαλλόμενα, έγγραφα, καθώς επίσης σε κάθε περίπτωση κατόπιν τούτων δεν προκύπτει ότι έχει βεβαιωθεί από τον ανωτέρω ασφαλιστικό οργανισμό, με συνέπεια να μην έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη μέχρι την ημερομηνία του πλειστηριασμού και ως εκ τούτου να μην υπάγεται στα ειδικά προνόμια του άρθρου 975 παρ. 6 του ΚΠολΔ, αλλά είναι εγχειρόγραφη απαίτηση, η οποία θα ικανοποιηθεί κατ΄ άρθρο 977 του ΚΠολΔ σύμμετρα με τους υπόλοιπους εγχειρόγραφους δανειστές μόνο εάν υπάρξει υπόλοιπο μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 975 και 976 του ΚΠολΔ. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω η ένδικη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί και ως προς την πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των ως άνω διαδίκων (του ανακόπτοντος και της πρώτης των καθ΄ ων η ανακοπή), διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής [άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, σημειώνοντας ότι εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, αφού η νομική υπηρεσία του ως άνω ΝΠΔΔ (ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος) δεν διεξήχθη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (άρθρο 22 παρ. 3 του Ν. 3693/1957, πρβλ. ΑΠ 1562/2005, ΑΠ 98/2005, ΑΠ 1617/1999, ΑΠ 318/1993)], κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 29-7-2015 (αρ. καταθ. ……….) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 5247/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), ως προς το εκκαλούν και το δεύτερο των εφεσίβλητων.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των ως άνω διαδίκων (του εκκαλούντος και του δεύτερου των εφεσίβλητων), τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 29-7-2015 (αρ. καταθ. …………..) έφεση, ως προς το εκκαλούν και την πρώτη των εφεσίβλητων.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 5247/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), ως προς το εκκαλούν και την πρώτη των εφεσίβλητων.

Κρατεί και δικάζει την από 19-1-2010 (αρ. καταθ. ……….) ανακοπή ως προς το ανακόπτον και την πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή ως προς το ανακόπτον και την πρώτη των καθ΄ ων η ανακοπή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των ως άνω διαδίκων (του ανακόπτοντος και της πρώτης των καθ΄ ων η ανακοπή) τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 27 Νοεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, των πληρεξουσίων Δικηγόρων του εκκαλούντος και της πρώτης εκ των εφεσιβλήτων και της Δικαστικής πληρεξουσίας Α΄ Ν.Σ.Κ. της δεύτερης  εξ αυτών.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ