Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 238/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Διεθνής Δικαιοδοσία. Κανονισμός (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012 (Κανονισμός Βρυξέλλες Ια). Συμφωνία των διαδίκων περί παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Η δικαιοδοσία αυτή είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως.

Αριθμός 238/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————-

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Στο άρθρο 528 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011) ορίζεται: «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ανωτέρω διάταξη, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, προκύπτει ότι στην περίπτωση αυτή η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Ειδικότερα, παρέχεται η δυνατότητα στο διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες, που η απουσία του, ενδεχομένως, επέφερε (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011). Συνεπώς για την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, όταν αυτή εκδόθηκε ερήμην του διαδίκου (εκκαλούντος), δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά επαρκεί η τυπική παραδοχή της (βλ. ΑΠ 579/2018, ΑΠ 495/2017, ΑΠ 546/2014, ΑΠ 251/2009, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 884/2007 άπασες εις ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη «Η έφεση» εκδ. 2015 σελ. 513 αρ. 2042, Α. Πανταζόπουλο εις «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου εκδ. 2017 σελ. 297 επ. αρθρ. 528).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση πλήττεται η υπ’ αριθ. 1837/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 25-07-2016 (υπ’ αριθ. ………./2016 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εκκαλούσας – εναγομένης. Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως διενεργήθηκε στις 6-9-2017 (βλ. την υπ’ αριθ. …./6-9-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . ..) και αυτή (έφεση) κατατέθηκε στις 4-10-2017 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./4-10-2017 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), και έχει καταβληθεί το ανάλογο παράβολο (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το ν. 4335/2015). Επομένως, πρέπει η έφεση αυτή να γίνει τυπικώς δεκτή. Περαιτέρω, με την κρινόμενη έφεση, η εκκαλούσα ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή, η οποία είχε γίνει δεκτή με την ίδια απόφαση, για τους εκτιθέμενους σ’ αυτήν (έφεση) λόγους, που αφορούν στη μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφό της. Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε ερήμην της εκκαλούσας, πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες (υπό στοιχείο Ι) σκέψεις, η έφεση να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η ανωτέρω αγωγή, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία με κάποιο στοιχείο, που θεμελιώνει δωσιδικία και ειδικότερα αρμοδιότητα κάποιου ελληνικού δικαστηρίου. Επίσης, κατά το άρθρο 4 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας, σε περίπτωση που παρίσταται ο εναγόμενος, μόνον εάν είναι επιτρεπτή κατά το νόμο η σύναψη σύμβασης παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή σε περιπτώσεις υπάρξεως ρητής παρεκτάσεως (με συμφωνία των μερών) υπέρ δικαιοδοσίας άλλου δικαστηρίου, κατά τις οποίες ο εναγόμενος φέρει το δικονομικό βάρος να προτείνει τη σχετική ένσταση. Ακόμη, σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει την έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του απορρίπτει ως απαράδεκτη την αγωγή ή την αίτηση δικαστικής προστασίας (βλ. ΑΠ 703/2005 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 5973/2013 ΝοΒ 2014 583, ΕφΑθ 717/2009 ΔΕΕ 2010 453, ΕφΛαρ 833/2006 Δικογρ. 2007 95, ΕφΑθ 1609/2003 ΕλλΔνη 2004 1467).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Κανονισμός Βρυξέλλες Ια) – ο οποίος, αντικαθιστώντας τον, με όμοιο αντικείμενο, Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 (Κανονισμός Βρυξέλλες Ι), εφαρμόζεται επί διαφορών ενεχουσών στοιχεία αλλοδαπότητας (όπως είναι λ.χ. η κατοικία ή η έδρα κάποιου διαδίκου στην αλλοδαπή ή σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε.) και, σύμφωνα με τις μεταβατικού δικαίου διατάξεις των άρθρων του υπ’ αριθ. 66 παρ. 1 και 81, επί εισαγωγικών δίκης δικογράφων που κατατίθενται μετά την 10-1-2015 – τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. Επίσης, στο άρθρο 63 του ίδιου Κανονισμού (ΕΕ υπ’ αριθ. 1215/2012) ορίζεται ότι «1. Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση, ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Από τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις που το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Ακόμη, στο άρθρο 25 του Κανονισμού (ΕΕ υπ’ αριθ. 1215/2012), σχετικώς με την παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας, ορίζεται ότι «1. Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ, βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως». Ο κανόνας αυτός (του άρθρου 25 παρ. 1 του ΚανΒρυξ Ια) εισάγει ένα μαχητό τεκμήριο υπέρ της αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου στο οποίο αφορά η ανωτέρω συμφωνία παρέκτασης, ο οποίος παρακάμπτεται είτε όταν τα μέρη επέλεξαν ρητά την κατάρτιση συμφωνίας, που υποδεικνύει ως αρμόδια περισσότερα του ενός δικαστήρια, είτε όταν η ερμηνεία της συμφωνίας υποδεικνύει διαφορετική επιθυμία των συμβαλλομένων (βλ. Ε. Σαχπεκίδου σε «Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία» Ν. Νίκα – Ε. Σαχπεκίδου, εκδ. 2016, σελ. 418-419). Επιπροσθέτως, στην ίδια παράγραφο του άρθρου 25 του Κανονισμού (ΕΕ υπ’ αριθ. 1215/2012) ορίζεται ότι η ανωτέρω συμφωνία περί παρεκτάσεως, πρέπει να καταρτισθεί: «α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Επιπλέον, στο άρθρο 26 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΕ υπ’ αριθ. 1215/2012) ορίζεται ότι «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24». Στην περίπτωση αυτή, της σιωπηρής παρέκτασης, το δικαστήριο αποκτά διεθνή δικαιοδοσία για ζητήματα για τα οποία δεν έχει καταρχήν δικαιοδοσία, δεν μπορεί όμως, να γίνει δεκτό ότι η συμφωνία αυτή (σιωπηρής παρέκτασης) εξακολουθεί οπωσδήποτε να ισχύει, ακόμη και μετά την περάτωση της σχετικής διαδικασίας, καθώς και σε σχέση με άλλες διαδικασίες που θα μπορούσαν να ανακύψουν μεταγενέστερα (πρβλ. ΔΕΚ 01-10-2014 υποθ. C 436/2013). Μάλιστα, περίπτωση σιωπηρής παρέκτασης δεν μπορεί να συντρέχει, όταν ένας διάδικος απευθύνεται σε δικαστήριο που στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, για την κύρια διαφορά, και αιτείται προσωρινή δικαστική προστασία ή άλλο ασφαλιστικό μέτρο (πρβλ. ΔΕΚ 27-04-1999 υποθ. C-99/1996 Συλλογή 1999 I-2277). Τέλος, στο άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ υπ’ αριθ. 1215/2012) ορίζεται ότι «Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους αυτού, έστω και εάν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης». Από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 25, 26 και 35 του ίδιου ανωτέρω Κανονισμού συνάγεται ότι η συμφωνία παρεκτάσεως, που έχει συναφθεί κατά τα οριζόμενα ανωτέρω, μπορεί να περιλαμβάνει και τη δικαιοδοσία για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, όμως, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα και από το δικαστήριο του τόπου εκτελέσεως αυτών, μάλιστα το άρθρο 35 του Κανονισμού εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις ύπαρξης ρήτρας παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας (βλ. Χ. Παμπούκη – Χ. Μεϊδάνη «Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών», εκδ. 2010, σελ. 1359, πρβλ. ΔΕΚ 17-11-1998 υποθ. C-391/1995).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την ανωτέρω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, αλλοδαπή εταιρία, εξέθεσε ότι σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που συνήψε, με την εδρεύουσα στην Ελλάδα, εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, δραστηριοποιούμενη στον τομέα της παραγωγής αλλαντικών και παραγώγων τους, πώλησε και παρέδωσε, διαδοχικώς, σε αυτή, τις αναλυτικά αναφερόμενες ποσότητες εμπορευμάτων. Ότι για τις πωλήσεις αυτές εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια, το χρηματικό ποσό των οποίων ήταν πληρωτέο κατά την ημέρα, μετά την πάροδο ενενήντα (90) ημερών, από της ημέρας εκδόσεως εκάστου εξ αυτών. Ότι το συνολικό τίμημα των πωλήσεων αυτών ανήλθε στο ποσό των 152.461,44 ευρώ. Ότι αν και η εναγόμενη παρέλαβε ανεπιφύλακτα το σύνολο των πωληθέντων εμπορευμάτων, κατέβαλε για το σχετικό τίμημα μόνον το ποσό των 9.224,33 ευρώ, με αποτέλεσμα να οφείλει το ποσό των 143.237,11 ευρώ. Βάσει των προαναφερθέντων, η ενάγουσα ζήτησε, κατόπιν περιορισμού του αγωγικού αιτήματος (από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό), να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 143.237,11 ευρώ, λόγω του ως άνω οφειλομένου υπολοίπου τιμήματος των εν λόγω πωλήσεων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας πληρωμής εκάστου των ανωτέρω τιμολογίων, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Περαιτέρω, η εναγόμενη – εκκαλούσα με το μοναδικό λόγο της έφεσης της, και τις προτάσεις, που κατέθεσε, νομίμως, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προβάλει την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων, σχετικώς με την ένδικη αγωγή, επικαλούμενη την ύπαρξη συμφωνίας των διαδίκων περί του ότι αρμόδια για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς, η οποία μπορεί να προκύψει μεταξύ των συμβληθέντων μερών στις αναφερόμενες στην αγωγή διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως εμπορευμάτων, είναι τα δικαστήρια της πόλης του Βικ (Vic) της Ισπανίας, η οποία (συμφωνία), κατά τους ισχυρισμούς της, περιλαμβάνεται στα αναφερόμενα στην αγωγή, εκδοθέντα από την ενάγουσα – εφεσίβλητη, τιμολόγια – δελτία αποστολής.
Όπως προκύπτει από τα υπ’ αριθ. ………… τιμολόγια, τα οποία νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα – εναγομένη εταιρία και τα οποία εξέδωσε η εφεσίβλητη – ενάγουσα εταιρία, που εδρεύει στη ….. της Ισπανίας, για τις ένδικες διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως εμπορευμάτων, στην εμπρόσθια όψη αυτών, αναγράφεται, κατά την αντίστοιχη μετάφραση από την ισπανική στην ελληνική γλώσσα, η φράση: «Για οποιαδήποτε διαφορά μπορεί να προκύψει τα μέρη υποβάλλονται στα δικαστήρια του Βικ». Από τη ρήτρα αυτή συνάγεται ότι υφίσταται συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί του ότι τα δικαστήρια της πόλης του Βικ (Vic) της Ισπανίας θα δικάζουν τις διαφορές που θα προκύψουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή τις αναφερόμενες στην αγωγή διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως εμπορευμάτων. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), τα ανωτέρω δικαστήρια της Ισπανίας έχουν διεθνή δικαιοδοσία επί της υποθέσεως που αφορά στην ένδικη αγωγή, η οποία είναι αποκλειστική. Εξάλλου, η ενάγουσα – εφεσίβλητη, με τις προτάσεις της, που κατέθεσε, νομίμως, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρίζεται ότι από την ως άνω συμφωνία των διαδίκων (την ύπαρξη της οποίας δεν αμφισβητεί) δεν προκύπτει αποκλειστική δικαιοδοσία των ανωτέρω δικαστηρίων της Ισπανίας για τις εν λόγω διαφορές, αλλά ότι από αυτή (συμφωνία) παρέχεται η ευχέρεια στα σχετικώς συμβληθέντα μέρη να επιλέξουν μεταξύ περισσότερων αρμόδιων δικαστηρίων και τα ανωτέρω δικαστήρια της Ισπανίας. Πλην όμως, όπως εκτέθηκε ανωτέρω (υπό στοιχείο ΙΙΙ), η διεθνής δικαιοδοσία, η οποία θεμελιώνεται στη συμφωνία των μερών, κατ’ άρθρο 25 του Κανονισμού (ΕΕ υπ’ αριθ. 1215/2012), έχει αποκλειστικό χαρακτήρα, εκτός εάν τα μέρη συμφώνησαν άλλως, και εν προκειμένω, δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο η ύπαρξη σχετικής συμφωνίας των διαδίκων περί καθορισμού συντρέχουσας αρμοδιότητας περισσοτέρων Δικαστηρίων για τις εν λόγω διαφορές, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα – εφεσίβλητη. Ακόμη, η τελευταία (ενάγουσα – εφεσίβλητη) ισχυρίζεται ότι κατά τη συζήτηση σχετικής αίτησής της περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και χορηγήσεως προσωρινής διαταγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 25-7-2016, η καθης και ήδη εναγόμενη – εκκαλούσα, εκπροσωπήθηκε ενώπιον του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, χωρίς να προβάλλει την ένσταση περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας – εφεσίβλητης, περί σιωπηρής παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων του Πειραιώς, κατά τις προεκτεθείσες ως άνω (υπό στοιχείο ΙΙΙ) σκέψεις, είναι αβάσιμος, διότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς είχε αρμοδιότητα να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα, και συγκεκριμένα την αιτηθείσα απαγόρευση κάθε νομικής και πραγματικής μεταβολής της περιουσίας της εναγομένης και να χορηγήσει την αντίστοιχη προσωρινή διαταγή, κατ’ άρθρον 35 του Κανονισμού (ΕΕ υπ’ αριθ. 1215/2012), ως δικαστήριο του τόπου εκτελέσεως αυτών (ασφαλιστικών μέτρων), λόγω της έδρας της εναγομένης στην Ελλάδα. Επίσης, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υπήρξε σχετική σιωπηρή παρέκταση κατά την ανωτέρω δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι η παρέκταση αυτή αφορούσε, εκτός από τη σχετική δίκη περί των ασφαλιστικών μέτρων, και όλες τις τυχόν λοιπές διαδικασίες (δίκες) για τις εν λόγω διαφορές.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει του ότι δεν υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων για τη διαφορά, η οποία αφορά στην ένδικη αγωγή, η τελευταία είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Επίσης, η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολο της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1837/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, η οποία αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 25-7-2016 (υπ’ αριθ. ……./2016 εκθ. κατάθεσης) αγωγή.
Απορρίπτει την ανωτέρω αγωγή.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου (υπ’ αριθ. κωδ. ………… /2017, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 19 -3-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ