Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 713/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης: 713/2018

TΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ. Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1329/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της διετίας από την έκδοση της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1 β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), διότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει ούτε κανείς από τους διαδίκους επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 25/11/2015 αγωγή της ισχυρίσθηκε ότι την 2/4/2003 προσλήφθηκε από την εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως καθαρίστρια στους σταθμούς του Μετρό της Αθήνας, που η τελευταία της υποδείκνυε, ότι εργαζόταν έξι ημέρες την εβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον τριών Κυριακών κάθε μήνα, από την 21:00 ώρα έως την 05:00 ώρα, λαμβάνοντας ένα ρεπό εβδομαδιαίως και ότι, αν και παρείχε προσηκόντως την εργασία της, η εναγόμενη από την έναρξη της σύμβασης εργασίας έως την εκ μέρους της καταγγελίας της, την 17/9/2012, δεν της κατέβαλλε τις νόμιμες αποδοχές της, όπως αυτές καθορίζονται από την εφαρμοστέα Δ.Α. 11/2008, καθόσον το καταβληθέν ημερομίσθιο, η αμοιβή της για τη νυκτερινή εργασία και την εργασία της τις Κυριακές και τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα υπολείποντο των νόμιμων αντίστοιχων αποδοχών, ενώ ουδέποτε της κατέβαλε αποζημίωση γα τη μη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης. Ζητούσε, όπως παραδεκτά περιόρισε εν μέρει, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και με τις προτάσεις του, το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 έως την 31/6/2012 για διαφορά δεδουλευμένων τακτικών αποδοχών το συνολικό ποσό των 16.431,81 ευρώ, για διαφορά αποζημίωσης λόγω της μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλ. τις αποδοχές που θα κατέβαλλε η εναγόμενη σε άλλον μισθωτό, που θα απασχολούσε με έγκυρη σύβαση εργασίας κατά τις ίδιες ημέρες και υπό τις ίδιες συνθήκες που η ίδια – παρανόμως – εργάσθηκε, το συνολικό ποσό των 1.141,33 ευρώ, για συνολική διαφορά αποδοχών των μηνών Ιουλίου έως και Σεπτεμβρίου 2012 το ποσό των 1.421,09 ευρώ, για διαφορά επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2010 και 2011 το συνολικό ποσό των 351,25 ευρώ και για διαφορά επιδόματος εορτών Πάσχα 2010 και 2011 το συνολικό ποσό των 365,04 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να της καταβάλει για οφειλόμενη διαφορά προσαύξησης νυχτερινής εργασίας, για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 έως την 31/6/2012, το συνολικό ποσό των 3.653,95 ευρώ και για διαφορά προσαύξησης λόγω εργασίας τις Κυριακές το ίδιο χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των 1.660,42 ευρώ, όπως τα ως άνω ποσά αναλυτικά υπολογίζει στην αγωγή της, όλα δε τα ανωτέρω ποσά νομιμότοκα από το χρόνο που κάθε επί μέρους απαίτησή της κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα για την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω της μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 2.550,97 ευρώ ως οφειλόμενη προσαύξηση λόγω της εργασίας της τις Κυριακές και τη νύχτα και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 9.940,87 ευρώ για διαφορές ημερομισθίων και επιδόματος εορτών Πάσχα 2010, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη ημέρα που κάθε επί μέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό έως την εξόφληση του. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή της η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της, ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, των υπ’ αριθμ. ……… ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……………., που κατέθεσαν με επιμέλεια της ενάγουσας – εφεσίβλητης ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Αναστάσιου Ζάχου, για τις οποίες η εναγόμενη κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές (υπ’ αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όχι όμως και της υπ’ αριθμ. …….. ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα ……….., η οποία κατέθεσε με επιμέλεια της εναγόμενης – εκκαλούσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνας Καλογεροπούλου, διότι η τελευταία δεν την επικαλείται σαφώς και ορισμένα στις προτάσεις της, που κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου αυτού (ΟλΑΠ 9/2000 ΕΕΝ 2000, 353, ΑΠ 972/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 161/2017 ΝΟΜΟΣ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της έγγραφης από 2/4/2003 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, η οποία έχει αναλάβει το έργο της καθαριότητας των σταθμών του Μετρό της Αθήνας, ως καθαρίστρια, εργαζόμενη έως το έτος 2010 στους σταθμούς Αγίου Δημητρίου και Ακρόπολης και έως την καταγγελία από την εναγόμενη της σύμβασής της, την 17/9/2012, στους σταθμούς Μεταξουργείου και Αγίου Αντωνίου. Στην ως άνω από 2/4/2003 έγγραφη σύμβαση εργασίας δεν αναγράφεται το ωράριο εργασίας της ενάγουσας, δηλαδή, πόσες ώρες θα εργάζεται την ημέρα και ποιες ημέρες την εβδομάδα, πλην όμως, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι: «Οι ημέρες εργασίας θα είναι έξι (6) με δικαίωμα του εργαζομένου να λαμβάνει ένα (1) ρεπό εβδομαδιαίως». Ως προς τις ώρες και ημέρες εργασίας αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα, αν και υπαγόταν στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Δ.Α. 39/2014 «Για τους όρους αμοιβής εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας», η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 29/9/2004 με την ΥΑ 13129/2004 (ΦΕΚ Β’ 1643/2004) και στα προγράμματα εργασίας που η εναγόμενη κατάρτιζε και κατέθετε νομίμως στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του Πειραιά αναγραφόταν ότι η ενάγουσα παρείχε την εργασία της από την 21:30 ώρα έως την 05:00 ώρα με διάλειμμα από την 01:00 ώρα έως την 02:00 ώρα, στην πραγματικότητα εργαζόταν οκτώ ώρες ημερησίως (από την 21:00 ώρα έως την 05:00 ώρα) με ολιγόλεπτο διάλλειμα και έξι ημέρες την εβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων και τριών έως τεσσάρων Κυριακών κάθε μήνα. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι αποδοχές που η εναγόμενη κατέβαλε στην ενάγουσα υπολειπόταν των νομίμων, τόσο ως προς το ημερομίσθιο όσο και ως προς τις προσαυξήσεις για την εργασία της τις Κυριακές και τη νύκτα και ως προς το επίδομα εορτών Πάσχα. Συγκεκριμένα κρίθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς η κρίση της αυτή να πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης, ότι το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας καθορίστηκε για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 έως την 1/8/2010 σύμφωνα με την Δ.Α. 11/2008 «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας», η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 51871/2440/11.7.2008 (ΦΕΚ Β’ 1448/23.7.2008), στο ποσό των 47.40 ευρώ [37,23 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 4,48 ευρώ (επίδομα τριετιών) + 3,73 ευρώ (επίδομα γάμου) + 1,87 ευρώ (επίδομα ανθυγιεινής εργασίας)] και για το χρονικό διάστημα από την 1/8/2010 έως την 17/9/2012 σύμφωνα με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των ετών 2010, 2011 και 2012 και ειδικότερα στο ποσό των 36,92 ευρώ από την 1/8/2010 έως την 1/7/2011, στο ποσό των 37,51 ευρώ από την 1/7/2011 έως τη 14/2/2012 και στο ποσό των 31,42 ευρώ από την 14/2/2012 έως την 17/9/2012. Επομένως με βάση τα ανωτέρω η ενάγουσα δικαιούται: 1) Για το έτος 2010: τον Ιανουάριο το ποσό των 1.232,40 ευρώ (47,40 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 709,72 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 522,68 ευρώ, το Φεβρουάριο το ποσό των 1.090,20 ευρώ (47,40 ευρώ X 23 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 612,94 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 477,26 ευρώ, το Μάρτιο το ποσό των 1.137,60 ευρώ (47,40 ευρώ X 24 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 419,38 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 718,22 ευρώ, (η εκκαλουμένη υπολόγισε εσφαλμένα το ποσό αυτό ως 477,26 ευρώ χωρίς όμως να πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης)  τον Απρίλιο το ποσό των 1.232,40 ευρώ (47,40 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 685,65 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 546,75 ευρώ, τον Μάιο το ποσό των 1.232,40 ευρώ (47,40 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 685,65 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 546,75 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 1.137,60 ευρώ (47,40 ευρώ X 24 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 653 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 484,60 ευρώ, τον Ιούλιο το ποσό των 1.232.40 ευρώ (47,40 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 489,75 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 742,65 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 959,92 ευρώ (36,92 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 750,95 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 208,97 ευρώ το Σεπτέμβριο το ποσό των 959,92 ευρώ (36,92 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 457,10 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 502,82 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 959,92 ευρώ (36,92 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 685,65 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 274,27 ευρώ, το Νοέμβριο το ποσό των 959,92 ευρώ (36,92 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 718,30 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 241,62 ευρώ, το Δεκέμβριο το ποσό των 849,16 ευρώ (36,92 ευρώ X 23 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 555,05 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 294,11 ευρώ. 2) Για το έτος 2011: Τον Ιανουάριο το ποσό των 849,16 ευρώ (36,92 ευρώ X 23 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 620,35 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 228,81 ευρώ, το Φεβρουάριο το ποσό των 886,08 ευρώ (36,92 ευρώ X 24 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 653 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 233,08 ευρώ το Μάρτιο το ποσό των 959,92 ευρώ (36,92 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 718,30 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 241,62 ευρώ, τον Απρίλιο το ποσό των 923 ευρώ (36,92 ευρώ X 25 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 632,72 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 290,28 ευρώ, το Μάιο το ποσό των 959,92 ευρώ (36,92 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 892,08 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 67,84 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 738,40 ευρώ (36,92 ευρώ X 20 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 528,64 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 209,76 ευρώ, τον Ιούλιο το ποσό των 975,26 ευρώ (37,51 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 693,84 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 281,42 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 975,26 ευρώ (37,51 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 693,84 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 281,42 ευρώ, το Σεπτέμβριο το ποσό των 712,69 ευρώ (37,51 ευρώ X 19 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 528,64 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 184,05 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 825,22 ευρώ (37,51 ευρώ X 22 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 594,72 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 230,50 ευρώ, το Νοέμβριο το ποσό των 975,26 ευρώ (37,51 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 726,88 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 248,38 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των 862,73 ευρώ (37,51 ευρώ X 23 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 594,72 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 268,01 ευρώ. 3) Το έτος 2012: Τον Ιανουάριο το ποσό των 975,26 ευρώ (37,51 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 726,88 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 248,38 ευρώ, το Φεβρουάριο το ποσό των 827,16 ευρώ [(37,51 ευρώ X 12 ημέρες) + (31,42 ευρώ X 12 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 594,72 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 232,44 ευρώ, το Μάρτιο το ποσό των 816,92 ευρώ (31,42 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 693,84 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 123,08 ευρώ, τον Απρίλιο το ποσό των 785,50 ευρώ (31,42 ευρώ X 25 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 660,80 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 124,70 ευρώ, το Μάιο το ποσό των 816,92 ευρώ (31,42 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 429,52 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 387,40 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 816,92 ευρώ (31,42 ευρώ X 26 ημέρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 429,52 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 387,40 ευρώ. Επίσης επιδικάστηκαν με την εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης και συνεπώς δεν χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης, τα ακόλουθα ποσά: α) Ως νόμιμη προσαύξηση για την εργασία της τις Κυριακές, τον αριθμό των οποίων κατ’ έτος όπως τον δέχθηκε η εκκαλούμενη δεν αμφισβήτησε η εναγόμενη με ειδικό λόγο έφεσης, για το έτος 2010, οπότε εργάστηκε 4 Κυριακές τον Ιανουάριο, 3 Κυριακές το Φεβρουάριο, 3 Κυριακές το Μάρτιο, 4 Κυριακές τον Απρίλιο, 4 Κυριακές το Μάιο, 3 Κυριακές τον Ιούνιο, 3 Κυριακές τον Ιούλιο, 3 Κυριακές τον Αύγουστο, 3 Κυριακές το Σεπτέμβριο, 4 Κυριακές τον Οκτώβριο, 4 Κυριακές το Νοέμβριο και 4 Κυριακές το Δεκέμβριο, το συνολικό ποσό των 221,90 ευρώ, για το έτος 2011, οπότε εργάστηκε 3 Κυριακές τον Ιανουάριο, 3 Κυριακές το Φεβρουάριο, 4 Κυριακές το Μάρτιο, 4 Κυριακές τον Απρίλιο, 4 Κυριακές το Μάιο, 3 Κυριακές τον Ιούνιο, 4 Κυριακές τον Αύγουστο, 2 Κυριακές το Σεπτέμβριο, 3 Κυριακές τον Οκτώβριο, 4 Κυριακές το Νοέμβριο και 4 Κυριακές το Δεκέμβριο, το συνολικό ποσό των 15249 ευρώ και τους μήνες Ιανουάριο έως και Ιούνιο 2012, οπότε εργάστηκε 4 Κυριακές τον Ιανουάριο, 3 Κυριακές το Φεβρουάριο, 4 Κυριακές το Μάρτιο, 4 Κυριακές τον Απρίλιο, 3 Κυριακές το Μάιο, 3 Κυριακές τον Ιούνιο, το συνολικό ποσό των 37,03 ευρώ, β) ως νόμιμη προσαύξηση για την επτάωρη νυκτερινή εργασία για το έτος 2010 το συνολικό ποσό των 1.170,87 ευρώ, για το έτος 2011 το συνολικό ποσό των 617,72 ευρώ και για τους μήνες από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούνιο 2012 το συνολικό ποσό των 347,35 ευρώ και γ) ως επίδομα εορτών Πάσχα 2010 το ποσό των 102,18 ευρώ. Τέλος για τους μήνες Ιούλιο 2012, κατά τον οποίο εργάστηκε 26 ημέρες συμπεριλαμβανομένων 4 Κυριακών, Αύγουστο 2012, κατά τον οποίο εργάστηκε 14 ημέρες, συμπεριλαμβανομένων 2 Κυριακών και Σεπτέμβριο 2012 (έως την 17η), κατά τον οποίο εργάστηκε 4 ημέρες, για τους οποίους η εναγόμενη δεν προσκομίζει εκκαθαριστικά σημειώματα για τη μισθοδοσία της ενάγουσας, η ενάγουσα δικαιούται για τον Ιούλιο το ποσό των 1.125,96 ευρώ [816,92 ευρώ (νόμιμη αμοιβή) + 214,76 ευρώ (προσαύξηση για νυκτερινή εργασία) + 94,28 ευρώ (προσαύξηση λόγω εργασία τις Κυριακές)], για τον Αύγουστο το ποσό των 602,66 ευρώ [439,88 ευρώ (νόμιμη αμοιβή) + 115,64 ευρώ (προσαύξηση για νυκτερινή εργασία) + 47,14 ευρώ (προσαύξηση λόγω εργασίας τις Κυριακές)] και το Σεπτέμβριο το ποσό των 253 ευρώ [(125,68 ευρώ (νόμιμη αμοιβή) + 33,04 ευρώ (προσαύξηση για νυκτερινή εργασία)]. Η εναγόμενη της κατέβαλε αντίστοιχα τα ποσά των 1.124,79 ευρώ, 590,79 ευρώ και 186,05 ευρώ και της οφείλει το συνολικό ποσό των 79,99 ευρώ.

Η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, όπως εκτιμάται, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, θεώρησε την απασχόληση της ενάγουσας την έκτη ημέρα κάθε εβδομάδας ως νόμιμη εργασία και συνυπολόγισε το αντίστοιχο ημερομίσθιο στη νόμιμη αμοιβή της με βάση τις απορρέουσες από τη σύμβαση εργασίας διατάξεις, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως μη νόμιμη, διότι πρόκειται για άκυρη εργασία και η ενάγουσα έπρεπε να ζητήσει, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της καταβάλει το ποσό, το οποίο θα κατέβαλε η εναγόμενη σε άλλο εργαζόμενο καθαριότητας άγαμο και χωρίς προϋπηρεσία, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας με τις ίδιες συνθήκες εργασίας και το οποίο ωφελήθηκε. Ο λόγος αυτός, ο οποίος είναι καταρχάς παραδεκτός, ανεξάρτητα αν η πιο πάνω αμφισβήτηση της νομικής βασιμότητας του σχετικού αιτήματος δεν είχε προταθεί πρωτοδίκως, διότι λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και δεν εντάσσεται στο πλαίσιο εφαρμογής των περιορισμών της διάταξης του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 470/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 781/2017 ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (Δευτέρα έως και Παρασκευή), των 8 ωρών ημερησίως και των 40 συνολικά εβδομαδιαία, άκυρη είναι η επί 8ωρο (εκούσια ή εξαναγκασμένη) παροχή εργασίας κατά το Σάββατο (ως 6η ημέρα), ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης λόγω εξάντλησης του δνθημέρου, η οποία δημιουργεί απαίτηση του μισθωτού κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού για την απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη (ΑΠ 506/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 864/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1615/2011 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενάγουσα ελάμβανε ένα ρεπό εβδομαδιαίως και ότι εργαζόταν τρεις έως τέσσερις Κυριακές κάθε μήνα, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και η εναγόμενη δεν αμφισβήτησε με ειδικό λόγο έφεσης, η έκτη ημέρα κάθε εβδομάδας ήταν η Κυριακή, για την εργασία κατά την οποία η ενάγουσα αμειβόταν με την προσαύξηση του 75% του ημερομισθίου της και όχι το Σάββατο, το οποίο δεν ήταν η 6η ημέρα, αλλά εντασσόταν στην πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση. Τότε μόνο θα εδικαιούτο αμοιβή κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και σε αυτές θα έπρεπε να στηρίξει την αξίωση για την καταβολή της, εάν η έκτη ημέρα ήταν Σάββατο, οπότε, ως υπερβαίνουσα τη νόμιμη πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, η παροχή εργασίας της θα ήταν άκυρη. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δεν απέρριψε, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως, το σχετικό αίτημα ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 εδ. α’ του ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή και η δεύτερη ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά τη καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής που επάγεται την απόσβεση, ολική ή μερική, της οφειλής του, χωρίς να είναι αναγκαίο να ισχυρισθεί και ν’ αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνον είναι η διαφορά. Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται, εάν ο δανειστής καθ’ υποφορά ήδη με την αγωγή του προβεί στην αφαίρεση του καταβληθέντος σε αυτόν ποσού που αντιστοιχεί στις ένδικες αξιώσεις του για τον επίδικο χρόνο, η οποία ενέχει άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών διώκοντας την επιδίκαση σε αυτόν της ούτω προκύπτουσας διαφοράς (ΑΠ 533/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1139/2017 ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με την ένσταση αυτή παρατηρητέα τυγχάνουν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση, όπως και η αγωγή (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Η απουσία κρίσιμων περιστατικών που θεμελιώνουν το αμυντικό αίτημά της οδηγεί σε απόρριψη τη ενστάσεως ως αόριστης – απαράδεκτης. Επομένως για να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης χρηματικής απαιτήσεως, που έχει ως βάση περισσότερες της μίας καταβολές, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό που φέρεται καταβληθέν ή προταθέν σε συμψηφισμό (ΑΠ 1522/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1163/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 960/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 178/2010 ΝΟΜΟΣ) και δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, άλλως πρέπει να μνημονεύονται και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων. Για τον λόγω αυτό, άλλωστε, με τα άρθρα 1.8 του ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του ν. 1469/1984 επιβάλλεται στους ενάγοντες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογή μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σε αυτές (ΑΠ 1069/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της είχε ισχυριστεί ότι η ενάγουσα από τις αποδοχές, που, σύμφωνα με την αγωγή, έπρεπε να της καταβληθούν για όλες τις ημέρες του μήνα που εργάστηκε (καθημερινές και Κυριακές), αφαιρεί τις ήδη καταβληθείσες αποδοχές μόνο των καθημερινών και όχι και των Κυριακών, με συνέπεια να αξιώνει μεγαλύτερο ποσό των νομίμων. Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά ένσταση εν μέρει εξόφλησης της απαίτησης της ενάγουσας είναι απαράδεκτη ως αόριστη, αφού υπεβλήθη επιγραμματικά και δεν περιλαμβάνει τα απαιτούμενα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά, καθόσον δεν περιλαμβάνει καν το συνολικό ποσό της αμοιβής της ενάγουσας για την εργασία της τις Κυριακές που κατά την εναγόμενη της έχει καταβληθεί και πολύ περισσότερο το ακριβές ποσό που καταβλήθηκε στην ενάγουσα ανά Κυριακή κάθε μήνα, καθώς και τον ακριβή χρόνο της καταβολής, μην αρκούσης της παραπομπής στα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής των αποδοχών της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και απέρριψε την πιο πάνω ένσταση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 655 του ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του ΑΚ και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα της συμφωνηθείσας νυκτερινής εργασίας και της εργασίας του τις Κυριακές και τις αργίες, αφού συνιστούν νόμιμα αντάλλαγμα της εργασίας του. Επομένως και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, σε τρόπο ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του ΑΚ και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α’ του ΑΚ. Για την αμοιβή δε, της συμφωνηθείσας νυχτερινής εργασίας και της εργασίας του τις Κυριακές και τις αργίες, δήλη ημέρα καταβολής των απαιτήσεων αυτών σε μισθωτό που αμείβεται με μηνιαίο μισθό είναι η τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκαν οι επί μέρους αυτές εργασίες, εκτός αν συμφωνήθηκε εγκύρως άλλη. Ανεξάρτητα, όμως, από το άρθρο 655 του ΑΚ, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, τάσσεται από το νόμο (άρθρο 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, του ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ν.δ/τος 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο του οικείου έτους, αντίστοιχα), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, κατά το άρθρο 345 εδ. α’ του ΑΚ (ΟλΑΠ 39/2002 ΕΕργΔ 2002, 1482, ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002, 1478, ΑΠ 1166/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 286/2013 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι αν και η ενάγουσα αμειβόταν με ημερομίσθιο, η αμοιβή της καταβαλλόταν, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων στην από 20/4/2003 έγγραφη σύμβαση εργασίας, στο τέλος κάθε μήνα και επομένως δήλη ημέρα καταβολής των αποδοχών της για τις καθημερινές, τις Κυριακές και για τη νυκτερινή εργασία κάθε μήνα, που επιδικάστηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, ήταν η τελευταία ημέρα του μήνα αυτού, μετά την πάροδο της οποίας η εναγόμενη περιερχόταν σε υπερημερία και όφειλε τόκους υπερημερίας χωρίς όχληση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Το ίδιο ισχύει και για το επιδικασθέν επίδομα εορτών Πάσχα 2010 με δήλη ημέρα καταβολής την 30/4/2010. Η εναγόμενη ισχυρίστηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρει τον ισχυρισμό της με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ότι δεν πρέπει να της καταλογιστούν τόκοι υπερημερίας κατά τα ανωτέρω διότι δεν βαρύνεται από υπαιτιότητα ως προς τη μη καταβολή των επιδικασθέντων αποδοχών στην ενάγουσα, καθώς καλόπιστα είχε την πεποίθηση ότι της κατέβαλλε τις νόμιμες αποδοχές, την οποία πεποίθησή της ενίσχυε η έλλειψη οποιοσδήποτε διαμαρτυρίας από την εναγόμενη κατά την είσπραξη των αποδοχών της. Ο ισχυρισμός αυτός, που συνιστά ένσταση ελλείψεως της υπαιτιότητας της εναγομένης εκ των άρθρων 330 και 342 του ΑΚ (ΑΠ 1278/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 113/2014 ΝΟΜΟΣ) πρέπει να απορριφθεί, διότι η απαίτηση της ενάγουσας είναι πλήρως εκκαθαρισμένη, απορρέουσα από τις οικίες διατάξεις αρχικά της ΔΑ 11/2008 και, μετά την παύση της ισχύος της, της ΕΓΣΣΕ 2010, 2011, 2012, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, την εφαρμογή των οποίων στη σύμβαση εργασίας των διαδίκων η εναγόμενη ουδέποτε αμφισβήτησε και επομένως δεν δικαιολογείται άγνοια ούτε για το ύψος των νομίμων αποδοχών της, πολύ δε περισσότερο που οι επιδικασθείσες διαφορές δεν είναι μικροποσά, ούτε ότι θα έπρεπε να αμείβεται για πλήρη και όχι για μερική απασχόληση, όπως ισχυρίζεται, αφού τέτοιου είδους απασχόληση δεν αποδείχθηκε από πουθενά. Εξάλλου ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί βάσιμος ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η ενάγουσα ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για την αμοιβή που ελάμβανε δεν δικαιολογεί αμφιβολία και έλλειψη υπαιτιότητας της εναγομένης και δεν αίρει την υπερημερία της, διότι, σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου (άρθρα 3, 174, 180, 679 του ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1920 και 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959), εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις, ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους (άρθρο 454 ΑΚ), καθώς και η παραίτηση, από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 1554/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1089/2006 ΔΕΕ 2006, 1178, ΑΠ 495/2006 ΔΕΕ 2006, 948). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και απέρριψε την ένσταση της εναγόμενης περί της έλλειψης υπαιτιότητάς της ως προς τη μη καταβολή στην ενάγουσα των νόμιμων αποδοχών της, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της και  να επιβληθούν τα

δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας – εναγόμενης λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 τταρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1329/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 28 Νοεμβρίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ