Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 229/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Συνεκδίκαση εφέσεων καθ΄ού η ανακοπή – ανακόπτοντος, συνεκδικαζόμενων ανακοπών στρεφομένων κατά δικαστικού επιμελητή –αναγκαία ομοδικία. Απαγορευμένη επικουρική εναγωγή καθ’ ών η ανακοπή,  εξαφάνιση απόφασης, απόρριψη (α) συνεκδικαζόμενης ανακοπής. Παραδεκτό αναγγελίας Δημοσίου κατά τον ΚΕΔΕ, στοιχεία αναγγελίας, μη ακυρότητα από εσφαλμένη αναγραφή ονόματος συμβολαιογράφου, όταν προκύπτει από άλλα στοιχεία ότι αφορά το συγκεκριμένο πλειστηριασμό. Απόδειξη εμπρόθεσμης επίδοσης αυτής. ¨Εξοδα δικαστικού επιμελητή, επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, αμφισβήτηση πράξεων εκτελέσεως προς το συμφέρον όλων των δανειστών – νομίμων ορίων με βάση τις από τις οικείες  νομοθετικές διατάξεις (ΚΥΑ),εξόδων αυτών.  Εκκαλεί απόφαση και ως προς τη (β) συνεκδικαζόμενη ανακοπή, μεταρρυθμίζει πίνακα κατάταξης δανειστών.

 

Αριθμός  απόφασης :  229/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν  οι εφέσεις : α)   από και με 26.6.2018 και με αρ. καταθ. ……/2018  του ………., καθ’ού η ανακοπή, κατά πίνακα κατάταξης δανειστών  β)  από 5.7.2018 και μεαρ. καταθ. ………/2018  του Ελληνικού Δημοσίου – ανακόπτοντος κατά των εφεσιβλήτων,  καθ’ ών η ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης δανειστών,  οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς  στρέφονται κατά της ιδίας με αρ. 2223/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, και από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται κι επιταχύνεται  η διεξαγωγή της δίκης (άρθρο 246 ΚΠολΔ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι  η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε αντίστοιχα στους εκκαλούντες στις 25.5.2018 (βλ. τις με αρ. ………./25.5.2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….) και ασκήθηκαν στις 22.6.2018 και  25.6.2018 αντίστοιχα(άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.) κι επιπλέον  για την (α) έφεση  έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 § 3Α περ. β´ του Κ.Πολ.Δ, (βλ. το με αρ. …………  ηλεκτρονικό  παράβολο, σε συνδυασμό με την ηλεκτρονική πληρωμή αυτού της ΑLFA BANK WEB BANKING), ενώ δεν απαιτείται παράβολο για τη (β) έφεση, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης [19  §  1 του του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931)]. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να  ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Εξάλλου  από τις με αρ.  ……/16.7.2018 και . …/20.7.2018εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή  στο Εφετείο Αθηνών …….., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της (β)  έφεσης  ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους  πρώτο και τρίτη εφεσίβλητους (άρθρα 122 §1, 123, 124, 126 §1 α, 127 §1, 128 §§1, 3 και 139 του Κ.Πολ.Δ.). Οι τελευταίοι, όμως δεν εμφανίστηκαν, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη νόμιμη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και κατά συνέπεια πρέπει να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 §4 του Κ.Πολ.Δ.).

Από τις διατάξεις των άρθρων 972 § 1 και 974 έως 979 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατατάξεως προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατατάξεως, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαιτήσεως του καθ` ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατατάξεως. Έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαιτήσεως εκείνου κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου που κατετάγη στον πίνακα και επιδιώκει την αποβολή εκείνου και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ` ου η ανακοπή. Δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατατάξεως είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Αν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή. Στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι του ενός μη καταταγέντες δανειστές βάλλουν με συνεκδικαζόμενες ανακοπές κατά της κατάταξης του ίδιου δανειστή για την αποβολή του, θα υπολογισθούν οι απαιτήσεις των περισσοτέρων ανακοπτόντων, και αν η απαίτηση του αποβαλλόμενου δανειστή δεν καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων των ανακοπτόντων που νικούν, θα γίνει σύγκριση μεταξύ των τελευταίων από το δικαστήριο και προτίμηση των δανειστών εκείνων που έχουν ισχυρότερο προνόμιο ή ανάλογη μεταξύ των ισοβάθμων κατάταξη. Στο πλαίσιο της εν λόγω συνεκδικάσεως των περισσοτέρων ανακοπών και της επιβαλλόμενης κατά τα ανωτέρω συγκρίσεως των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, οι οποίες δεν ικανοποιούνται πλήρως με την  αποβολή του καθ` ου η ανακοπή δανειστή, διαμορφώνεται επιγενομένη αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των περισσοτέρων ανακοπτόντων (άρθρο 76 § 1 περ.δΚ.Πολ.Δ.) διότι η από την ακύρωση της κατατάξεως του καθού κατάταξή τους επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση (ΑΠ 189/2016, ΑΠ 175/2011, ΑΠ 1229/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της απαίτησης, η κατάταξη της οποίας προσβάλλεται, δεν είναι λογικό να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις, υπάρχει δε, όπως αναφέρθηκε, και ανάγκη αντιπαραβολής και σύγκρισης των απαιτήσεων των περισσότερων ανακοπτόντων μεταξύ τους και με τις απαιτήσεις των περισσότερων από τους καθών οι ανακοπές (ΑΠ 1226/2006). Στην προκείμενη περίπτωση η εκκαλούμενη με αρ. 2223/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εκδόθηκε επί των  :  α’/ από 10-10-2014 και με αρ.καταθ……/22-10-2014, β’/  από 23-10-2014 και με αρ.καταθ………/27-10-2014 και γ’/από 30-10-2014 και με αρ.καταθ ……./4-11-2014 ανακοπών, κατά του με αρ. …/30-9-2014 πίνακα κατάταξης δανειστών Αθηνών της συμβολαιογράφου Αθηνών ………… Οι ανακόπτων πιστωτικός συνεταιρισμός της β’/ ανακοπής ζήτησε για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, τη μεταρρύθμιση του άνω πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ώστε να καταταγεί αυτός αντί του δεύτερου καθ’ ου – δικαστικού επιμελητή και σε περίπτωση προκαταβολής των ως άνω ποσών, αντί του πρώτου καθ’ ου – επισπεύδοντος. Επίσης, η α’/ανακόπτουσα Τράπεζα  ζήτησε με την ανακοπή της  τη μεταρρύθμιση του ιδίου πίνακα κατάταξης, ώστε να καταταγεί, αντί του ως άνω δικαστικού επιμελητή και το Ελληνικό Δημόσιο με την γ’/ ανακοπή στράφηκε για τον ίδιο λόγο κατά του ιδίου δικ. επιμελητή, αλλά και του επισπεύδοντος και της επί του πλειστηριασμού υπάλληλου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη 2223/2018 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω τρεις ανακοπές, απέρριψε τις   δύο  πρώτες και έκανε δεκτή την γ΄/ ανακοπή του πιστωτικού συνεταιρισμού ως προς τον καθ΄ού η ανακοπή ……… και ήδη (α) εκκαλούντα. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται με την  (α) έφεση ο εκκαλών -καθ΄ού η ανακοπή (α΄/  ανακοπή)  ……….. και το Ελληνικό Δημόσιο (β) έφεση – (ανακόπτον της γ΄/  ανακοπής) με την έφεσή τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του και να καταταγεί κι αυτός στον ως άνω πίνακα κατάταξης, κατά τα αιτούμενα ποσά. Σημειώνεται  ότι  η έφεση του ……. δεν ήταν αναγκαίο να στραφεί και κατά του ομοδίκου του δεύτερου καθ’ ού η ανακοπή, με δεδομένο ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 76 ΚΠολΔ η άσκηση ενδίκων μέσων από κάποιο από τους στην § 1 ομοδίκους επάγεται αποτελέσματα και για τους λοιπούς, ώστε να μην απαιτείται από τον νόμο η έφεση που ασκείται από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους να απευθύνεται με ποινή το απαράδεκτο και κατά των ιδίων των ομοδίκων, αφού, σε αντίθετη περίπτωση, ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος θα εμφανίζεται να έχει ταυτοχρόνως την ιδιότητα του εφεσιβλήτου και του εκκαλούντος (Ολ.ΑΠ. ΑΠ 63/1981, ΑΠ 1599/2008, ΕφΠατρ 259/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Εξάλλου με δεδομένο ότι στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  οι απολιπόμενοι -καθ΄ών οι ανακοπή είχαν εκπροσωπηθεί από τους λοιπούς, δεν επρόκειτο για ερήμην απόφαση, ώστε να είναι εσφαλμένη η εκπροσώπηση  του εφεσίβλητου  πιστωτικού συνεταιρισμού με δήλωση κατά το άρθρο 242 ΚΠολΔ.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 219 §1 του Κ.Πολ.Δ., αγωγή υπό αίρεση δεν επιτρέπεται, μπορεί όμως ο ενάγων, για την περίπτωση που απορριφθεί η πρώτη βάση ή αίτηση της αγωγής, να τη στηρίξει σε άλλη βάση ή να υποβάλει άλλη αίτηση που στηρίζεται στην ίδια ή σε άλλη βάση. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού, δεν επιτρέπεται η διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή προσώπων, διότι το πρόσωπο του εναγομένου, είναι ανάγκη να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα του αυτή. Επικουρική, ειδικότερα εναγωγή, υφίσταται, όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι εναγόμενοι ενάγονται, για την περίπτωση απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγούμενου αυτών. Στην περίπτωση τούτη, η αγωγή- ανακοπή απορρίπτεται στο σύνολό της ως απαράδεκτη, με αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο, διότι δημιουργεί εκκρεμοδικία υπό αίρεση και, άρα, ανασφάλεια και αβεβαιότητα (Α.Π. 1938/2014, Α.Π. 1543/2009, Α.Π. 1821/2007,ad hocΕφΠειρ 590/2019 σε http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=3808, ΕφΠειρ239/2019 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=2141, Εφ.Πειρ. 72/2016Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ και Εφ.Αθ. 7526/2006 Ελλ.Δ/νη 2008, σελ. 221).Στην προκείμενη περίπτωση, ο ανακόπτων – πιστωτικός συνεταιρισμός, με την από 23-10-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/27-10-2014 ανακοπή του (β/ ανακοπή) ισχυρίστηκε ότι με τον πίνακα κατάταξης δανειστών …/30-9-2014 της Συμβολαιογράφου Αθηνών   ………….. αφαιρέθηκε εσφαλμένα  το ποσό των 18.221,06 ευρώ, για τα δικαιώματα του δεύτερου καθ’ ού δικαστικού επιμελητή, ως έξοδα εκτέλεσης, χωρίς να προσδιορίζεται αναλυτικά η αιτία των εξόδων αυτών, άλλως ότι εσφαλμένα υπολογίστηκε, για δικαιώματα του τελευταίου, το ως άνω ποσό, άλλως αυτό των 8.654,78 ευρώ, επικουρικότερα δε αυτό των 3.516,33 ευρώ. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να μεταρρυθμιστεί ο ως άνω πίνακας κατάταξης δανειστών, ώστε να καταταγεί ο ανακόπτων κατά τα πιο πάνω ποσά, αντί του δεύτερου καθ’ ου – δικαστικού επιμελητή και σε περίπτωση προκαταβολής των ως άνω ποσών από τον πρώτο των καθ΄ών– αρχικό  επισπεύδοντα,  αντί αυτού του τελευταίου. Όμως, ενόψει του αιτήματος αυτού της ανακοπής, είναι σαφές ότι υπάρχει επικουρική εναγωγή και ειδικότερα, έχει απευθυνθεί η ανακοπή σε βάρος του πρώτου των καθ’ ών, επισπεύδοντος δανειστή, για την περίπτωση που αυτός  προκαταβάλει τα έξοδα της εκτέλεσης στον δεύτερο των καθ’ών δικαστικό επιμελητή, ώστε να μην είναιπροσδιορισμένα εξαρχής τα υποκείμενα της δίκης, αλλά να  δημιουργείται αοριστία ως προς τα πρόσωπα των διαδίκων (βλ.ΕφΠειρ. 590/2019 και  239/2019) . Είναι ανεξάρτητο το ζήτημα ότι  δεν εξαρτάται από την έκβαση της δίκης η προκαταβολή ή μη των εξόδων αυτών, το οποίο όμως αν συνέβαινε θα όφειλε να εξετάσει το Δικαστήριο, ώστε να μεταβάλλεται  και το πρόσωπο του καθ’ού η ανακοπή. Σημειωτέον ότι δεν πρόκειται για επικουρική άσκηση λόγων ανακοπής, οπότε ασκείται ο δεύτερος λόγος υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης του πρώτου, που, όπως η βάση ή το αίτημα της αγωγής, μπορούν παραδεκτά να εναλλαχθούν επικουρικά (Α.Π. 1938/2014, Α.Π. 1090/2010 Τ.Ν.Π. NOMOΣ). Κατόπιν αυτών η ανακοπή μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου,  ως προς το νόμω βάσιμο αυτής  (Βαθρακοκοίλης,  έφεση 2015, σ.344) και αφού εκκαλείται η απόφαση από τον ηττηθέντα  2ο των  καθ΄ών η ανακοπή (ως προς τον οποίο η ανακοπή έγινε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη), έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την ανακοπή νόμιμη και έκανε  αυτή δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη έσφαλε και θα πρέπει μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου,  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη  απόφαση, να κρατηθεί η ανακοπή από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί αυτή, ως προς τον 2οτων καθ΄ών η ανακοπή. Ωστόσο, η δικαστική δαπάνη των δύο βαθμών δικαιοδοσίας,  θα πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων (ανακόπτοντος και 2ου καθ’ ου η ανακοπή), λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Ακόμα να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα (άρθρο 495 αρ.3 ΚΠολΔ).

Εξάλλου, η αναγγελία του Δημοσίου ρυθμίζεται από το άρθρο 55 του ΚΕΔΕ κατά τις παραγράφους 1 και 3 του οποίου, ο διευθυντής οποιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου, αφού λάβει γνώση επισπευδόμενου πλειστηριασμού υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για τα βεβαιωμένα στο Ταμείο του χρέη εκείνου, κατά του οποίου ενεργείται ο πλειστηριασμός, με αναγγελία που κοινοποιείται στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και συνοδεύεται από πίνακα στον οποίο εμφαίνονται τα χρέη αυτά. Ο πίνακας περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος, το ποσό των χρεών, το οικονομικό έτος, στο οποίο ανήκουν, και μνεία της χρονολογίας βεβαίωσης τούτων και της τυχόν υπάρχουσας ασφάλειας, για καθένα από τα χρέη αυτά. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έχει υποχρέωση, με βάση τα αποστελλόμενα στοιχεία και χωρίς άλλη σύμπραξη του αναγγελόμενου διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου, να προβεί στην κατά νόμο κατάταξη του Δημοσίου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 84 § 2  του ΚΕΔΕ, οι επιδόσεις της διοικητικής εκτέλεσης  διενεργούνται χωρίς ειδική έγγραφη παραγγελία από δικαστικό επιμελητή ή  ταμιακό υπαλλήλου ή υπαλλήλου του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου κατά τας διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 139  § 1  και 117 αριθ.2 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικ. με το ν. 4335/2015) η έκθεση  επιδόσεως πρέπει, να περιέχει τα ουσιώδη προαπαιτούμενα για κάθε έκθεση και ειδικότερα να αναφέρει  τον τόπο και το χρόνο που γίνεται η πράξη, το όνομα, πατρώνυμο,  κατοικία και  διεύθυνση κάθε προσώπου που είναι παρών.   Η παράλειψη όμως ή ηελλιπής παράθεση  στοιχείου από αυτά, που κατά το άρθρο 117 Κ.Πολ.Δ. απαιτούνται σε κάθε συντασσόμενη έκθεση  επιφέρει ακυρότητα της επίδοσης  μόνο σε περίπτωση βλάβης του διαδίκου που την προτείνει, η  οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξή της, καθώς η άκυρη επίδοση είναι καταρχήν υποστατή διαδικαστική πράξη   (ΑΠ 139/2018, ΑΠ 754/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Bαθρακοκοίλης ΚΠολΔ άρθρο 117 αρ.22).

Στην προκείμενη περίπτωση από όλα τα άλλα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/16-6-2011 έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …… (2ου των καθ’ ών) κατασχέθηκε αναγκαστικά με επίσπευση του ……… (1ου των καθ’ών) βάσει του πρώτου  εκτελεστού απόγραφου της  υπ’ αριθ. ……/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  για ποσό 10.000 ευρώ (με επιφύλαξη  του επισπεύδοντος να αναγγελθεί αργότερα,  για το υπόλοιπο της επιδικασθείσας απαίτησής  του συνολικού ποσού 350.427,71 ευρώ)το αναφερόμενο ακίνητο (διαμέρισμα με την ανήκουσα σε αυτό κατά αποκλειστική χρήση ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του ισογείου – πυλωτής) της οφειλέτριας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «…….» Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …./2014 Ζ’ επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή ορίστηκε ως ημερομηνία πλειστηριασμού η 11-6-2014 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, ως υπάλληλο επί του πλειστηριασμού (3ης των καθ’ ών στη γ΄/ ανακοπή).  Την παραπάνω  ημερομηνία (11-6-2014) εκπλειστηριάστηκε το εν λόγω ακίνητο ενώπιον της ανωτέρω υπαλλήλου του πλειστηριασμού και σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …./11-6-2014 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού αυτής κατακυρώθηκε στον υπερθεματιστή πιστωτικό συνεταιρισμό με την επωνυμία «………..» (2ου των καθ΄ών στη γ΄/ ανακοπή, εφεσίβλητο), αντί του ποσού των 45.998,70 ευρώ. Από τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. …../30-9-2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, που συνέταξε η υπάλληλος επί του πλειστηριασμού παραπάνω συμβολαιογράφος, προκύπτει ότι στον άνω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα: 1)  η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «……….», ως εγχειρόγραφη δανείστρια, για το ποσό των 1.614.798,48 ευρώ, 2) η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………», ως εγχειρόγραφη δανείστρια, για το ποσό των 843.834,21 ευρώ, 3) η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «……», ως εγχειρόγραφη δανείστρια, για το ποσό των 482.830,05 ευρώ και 4) ο αστικός πιστωτικός συνεταιρισμός με την επωνυμία «……….», προκειμένου να καταταγεί:  προνομιακά, ως ενυπόθηκος δανειστής, για τα ποσά των 1.513.031 ευρώ και 605.449 ευρώ και ως εγχειρόγραφος δανειστής για το ποσό των 4.000.138,33 ευρώ. Επειδή το επιτευχθέν πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση  των αναγγελθέντων δανειστών,  η  υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. ……./30-9-2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο αφού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα ποσό 4.009,03 ευρώ για τα έξοδα της ίδιας και ποσό 330 ευρώ για τα έξοδα επιδόσεων του ως άνω πίνακα κατάταξης δανειστών και πρόσκλησης δανειστών, κι επιπλέον το ποσό των 18.221,06 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α. 23%), ως έξοδα εκτέλεσης, για τα ανήκοντα στον επί της εκτελέσεως δικαστικό επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθήνας ……….(εκκαλούντα -2ο των  καθ’ ών στην γ΄/ ανακοπή) ή σε περίπτωση προκαταβολής τους στον επισπεύδοντα δανειστή ……… (1o των καθ’ ώνστην γ΄/ ανακοπή ) για δικαιώματα του και για δαπάνες πλειστηριασμού που έκανε, στο υπόλοιπο ποσό των 23.362,71 ευρώ κατέταξε τον αναγγελθέντα ανακόπτοντα   πιστωτικό   συνεταιρισμό   με   την   επωνυμία «…………», τυχαία και προνομιακά, ως πρώτο προσημειούχο δανειστή, υπό τον όρο τελεσιδικίας της υπ’ αριθ. …../2011 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται  ότι αναγγέλθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για τις απαιτήσεις του κατά της οφειλέτριας εταιρίας, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, με την υπ’ αριθ. … αρ. ειδ. βιβλ. …../13-6-2014 αναγγελία του, η οποία επιδόθηκε στην άνω συμβολαιογράφο, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου την 23-6-2014 και επικαλείται και προσκομίζει το αντίγραφο της άνω αναγγελίας και το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως. Στo σχετικό αντίγραφο της  υπ’ αριθ. …. αρ. ειδ. βιβλ. …/13-6-2014 αναγγελίας της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, έχει αναγραφεί εσφαλμένα  το όνομα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού  (Καρώκης Βασίλειος), ενώ το ορθό ήταν ………… Όμως κατά τα λοιπά  αναφέρεται ορθά η επωνυμία της  οφειλέτριας εταιρίας «………..», η ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού (11.6.2014),  όπως και ο αριθμός της  περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης (αναφέρεται ως πρόγραμμα πλειστηριασμού με αρ.  …./2014), ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία ότι η αναγγελία της άνω ΔΟΥ αφορούσε τον επίδικο πλειστηριασμό. Στην αναγγελία αυτή επισυνάπτεται αναλυτικός πίνακας χρεών με την αιτία εκάστου,  συνολικού ποσού  2.643.141,78 ευρώ, ώστε περιγράφεται επαρκώς  η απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου. Εξάλλου,  την ίδια  ημέρα του επίδικου πλειστηριασμού (11-6-2014) διενεργήθηκαν στην ίδια συμβολαιογράφο  υπάλληλο επί του πλειστηριασμού,  άλλοι 2  πλειστηριασμοί ακινήτων της ιδίας οφειλέτριας, στις οποίες η ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών αναγγέλθηκε   με αντίστοιχες αναγγελίες της (την υπ’ αριθ. …. αρ. ειδ. βιβλ. …/13-6-2014 και …. αρ. ειδ. βιβλ. …./13-6-2014), στις οποίες αναφέρεται ορθώς η υπάλληλος του πλειστηριασμού και οι αντίστοιχες περιλήψεις της κατασχετήριας Έκθεσης (…. και …/2014), ώστε να είναι  σαφώς διακριτές από την επίδικη με αρ. …./…../13-6-2014 αναγγελία. Η εσφαλμένη αναγραφή του ονόματος της υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού (κατά το άρθρο 118 αρ. 5 ΚΠολΔ) δεν οδηγεί σε ακυρότητα της αναγγελίας  ως δικογράφου, εφόσον από τα άλλα  στοιχεία αυτής προκύπτει ότι απευθυνόταν στη συγκεκριμένη συμβολαιογράφο/υπάλληλο του πλειστηριασμού και αφορούσε τον επίδικο πλειστηριασμό. Η αναγγελία αυτή επιδόθηκε στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο στις 23.6.2014, σύμφωνα με το  υπ’ αριθ. ………../23-6-2014 αποδεικτικό επίδοσης υπαλλήλου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών, από το οποίο προκύπτει ότι  παρέλαβε την αναγγελία αυτή η συμβολαιογράφος  Αθηνών ……….., στο δε αποδεικτικό επίδοσης  έχει τεθεί η σφραγίδα και  υπογραφή της. Στο αποδεικτικό αυτό επιδόσεως, έχει τεθεί μόνο η υπογραφή του υπαλλήλου  που διενήργησε τη  επίδοση και δεν αναφέρεται το ονοματεπώνυμό της, όμως με βάση την με αρ. ……/26.6.2018 βεβαίωση της Προϊσταμένης του Δικαστικού Τμήματος …….. την επίδοση διενήργησε η υπάλληλος της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών ……….Η έλλειψη της αναγραφής  του ονοματεπώνυμου υπαλλήλου που διενήργησε την επίδοση (άρθρο 84 § 2 ΚΕΔΕ και 139 ΚΠολΔ) δεν οδηγεί επίσης στην ακυρότητα της επίδοσης, ελλείψει δικονομικής βλάβης των καθ’ών η ανακοπή (159 ΚΠολΔ) και  αντίθετων αποδεικτικών στοιχείων,  καθώς η αναγγελία της ΔΥΟ ΦΑΕΕ Αθηνών, κατά το άνω αποδεικτικό παρελήφθη  από την συμβολαιογράφο Αθηνών …………., γεγονός που δεν ανατρέπεται  από άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Η παραπάνω αναγγελθείσα απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών απολαμβάνει το γενικό προνόμιο της 5ης σειράς του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ κατά τη διάταξη του άρθρου 61 παρ.1 του Κ.Ε.Δ.Ε  περιλαμβάνει τα στοιχεία της διάταξης του άρθρου 55 ΚΕΔΕ και έγινε εμπροθέσμως. Κατόπιν αυτών το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είχε αναγγελθεί νομίμως κι εμπροθέσμως στον επίδικο  πλειστηριασμό,το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η εμπρόθεσμη αναγγελία αυτού και απέρριψε την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου λόγω έλλειψης νομιμοποίησης, (αναφέρει ουσιαστικά αβάσιμη, όμως την απέρριψε με την αιτιολογία αυτή, άρα λόγω έλλειψης νομιμοποίησης) έσφαλε. Κατ’ επέκταση θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή των πρώτου και δεύτερου λόγου έφεσης του εκκαλούντος,  να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικασθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) η ανωτέρω ανακοπή, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 58 παρ. 4 ΚΕΔΕ, 10 κωδ. δ/τος της 26-6-/10-7-1944 περί δικών του Δημοσίου, που έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση (ΑΠ 15/2011, ΕλΔ/νη 2011, 452), ήτοι μέσα σε προθεσμία 30 ημερών, αφότου επιδόθηκε στο ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο η έγγραφη πρόσκληση της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου -συμβολαιογράφου για να λάβει γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης την 9-10-2014 (βλ. σχετ. την από 9-20-2014 επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή …. … επί του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης δανειστών) και η κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 4-11-2014 και επιδόθηκε στους πρώτο, δεύτερο και τρίτη των καθ’ ών η ανακοπή την 6-11-2014 (βλ. τις υπ’ αριθ. …../6-11-2014, …./6-11-2014 και …../6-11-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……. αντίστοιχα) και στον τέταρτο των καθ’ ών η ανακοπή την 7-11-2014 (βλ. την υπ’ αριθ. …/7-11-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Κρήτης ……..). Η ανακοπή είναι νόμιμη, ως  στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 55, 58, 89 του ΚΕΔΕ, 932, 972 § 1, 975, 978, 979, 933 και 585 ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά την εκδίκαση της ανακοπής αυτής πρέπει να εφαρμοσθεί η προσήκουσα διαδικασία των άρθρων 591 § 1 περ. α, 643, 979 § 2, 937 § 3 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους από το άρθρο 1 του ν. 4335/2015 και όπως η παρ. 3 του άρθρου 937 προστέθηκε  με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν. 4055/2012, (δηλαδή κατά την προϊσχύουσα διαδικασία των πιστωτικών τίτλων) με δεδομένο το χρόνο κατάθεσης της ανακοπής (4.11.2014). Πρέπει  να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, στα πλαίσια των λόγων εφέσεως.

Κατά το άρθρο 932 του ΚΠολΔ τα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, κατά το άρθρο 975 του ίδιου κώδικα, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτελέσεως που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Επίσης, κατά το άρθρο 979 παρ. 2 του ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το σχετικό κρίσιμο χρόνο, δηλαδή πριν την αντικατάστασή της με την παρ. 2 του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) μέσα σε δώδεκα εργάσιμες ημέρες, αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παρ. 1 του ίδιου άρθρου (για να λάβουν γνώση του πίνακα κατατάξεως ο επισπεύδων τον πλειστηριασμό, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθου η εκτέλεση), οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα κατατάξεως, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. Αντίγραφο δε της ανακοπής επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ενώ η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι στα έξοδα εκτελέσεως τα οποία προαφαιρούνται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για να αποδοθούν στον επισπεύδοντα που τα προκατέβαλε περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες δαπάνες που έγιναν από τον επισπεύδοντα προς το γενικό συμφέρον (όλων) των δανειστών,  οι οποίοι αναγγέλθηκαν στη διαδικασία του πλειστηριασμού και ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, την κατάσχεση, τη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, τον πλειστηριασμό και την κατάταξη των δανειστών, όχι όμως και τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος, είτε των αναγγελθέντων δανειστών, ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως για παράδειγμα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου των σχετικών προθεσμιών ή ακυρότητας των πράξεων. Έξοδα της εκτελέσεως αποτελούν όμως και όσα έγιναν για την έκδοση επαναληπτικών περιλήψεων εκθέσεων αναγκαστικής κατασχέσεως μετά από νόμιμη αναβολή ή ματαίωση του πλειστηριασμού ύστερα από συμφωνία του επισπεύδοντος δανειστού και του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, αφού η έκδοση των επαναληπτικών αυτών περιλήψεων αποτελεί ουσιώδη δικονομική προϋπόθεση για την συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας και οι σχετικές δαπάνες εξυπηρετούν με  την έννοια αυτή το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών (ΑΠ 1074/2015 ΑΠ 2057/2014,  ΑΠ 360/2013, ΑΠ 870/2010, ΑΠ 1783/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 368/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η εκκαθάριση και προαφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως αποτελεί διανομή πλειστηριάσματος, όπως και η κατάταξη των δανειστών, και συνεπώς προσβάλλεται με την ανωτέρω ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, στην οποία μπορεί να σωρευθεί και αιτίαση για κακή κατάταξη αναγγελθέντος δανειστή εις βάρος του ανακόπτοντος προς το σκοπό όπως καταταχθεί αυτός, ολικώς ή μερικώς, στη θέση εκείνου. Στην περίπτωση κατά την οποία ο ανακόπτων επικαλείται ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα έξοδα των καταταγέντων στον πίνακα γι’ αυτά οργάνων της εκτέλεσης (όπως της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου,  δικαστικού επιμελητή ή  δικηγόρου του επισπεύδοντος δανειστή), τα οποία δεν είναι νόμιμα και υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τις οικείες νομοθετικές διατάξεις αποφάσεις ποσά αμοιβής τους, η ανακοπή πρέπει να απευθύνεται κατά των προσώπων αυτών (δικαστικού επιμελητή, δικηγόρου κλπ), τα οποία και μόνο νομιμοποιούνται παθητικά και καθίστανται διάδικοι στη δίκη επί της ανακοπής. Αντιθέτως, αν με την ανακοπή δεν αμφισβητείται η διενέργεια των πράξεων εκτελέσεως που έκαναν τα πρόσωπα αυτά, αλλά το αν έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και αν είναι, υπό την έννοια αυτή, έξοδα εκτελέσεως, τότε νομιμοποιείται παθητικά ως καθ’ ου η ανακοπή μόνον ο επισπεύδων δανειστής (βλ. ΑΠ 1644/2018, ΑΠ 626/2018 TNΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2057/2014 ΧρΙΔ 2015 369, ΑΠ 658/2014 ΧρΙΔ 2014 681, ΑΠ 60/2011 ΕλλΔνη 2011.772, ΕφΘεσ 1607/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 72/2016 ο.π.). Στην προκείμενη περίπτωση το εκκαλούν –  ανακόπτονστην ανακοπή του, την οποία απηύθυνε κατά του επισπεύδοντος δανειστή (πρώτου καθ’ ών) ……, δικαστικού επιμελητή …….., (2ος καθ’ ών),  ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ο με αρ. …../11.6.2014   πίνακας κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., ώστε να καταγεί το ίδιο στο 1/3 του πλειστηριάσματος  (23.362,71 χ 1/3 = 7.787,57 ευρώ)   κι επιπλέον  Α)όσον αφορά τον 2ο των καθ’ ών δικαστικό επιμελητή …….. α)  ως προς το ποσό των 2.108,77 ευρώ, που αφαιρέθηκε μεταξύ άλλων ως έξοδα και αμοιβή αυτού για τη σύνταξη της υπ’ αριθ. …./2011 Β’ επαναληπτικής περίληψης της έκθεσης κατάσχεσης, ενώ ο ορισθείς πλειστηριασμός ματαιώθηκε  κατόπιν συμφωνίας  δανειστήοφειλέτη για αναστολή του (βλ. την με αρ. …../21.3.2012 συναινετική αναστολή του πλειστηριασμού της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου),  ώστε η σχετική δαπάνη δεν διενεργήθηκε προς το συμφέρον όλων των δανειστών,  β) ως προς τα  ποσά  των 200,75 και  1.198,40 ευρώ, κατά το οποία ο άνω δικαστικός επιμελητής υπερέβη τα  νόμιμα όρια αμοιβής του δικαιώματα κατάσχεσης του εκπλειστηριασθέντος και σύνταξη 7 περιλήψεων κατασχετήριων εκθέσεων, Β) ως προς το ποσό των 1.350 ευρώ,κατά το οποίο η 3η των καθ΄ών συμβολαιογράφος – επί του πλειστηριασμού υπάλληλοςυπερέβη τα νόμιμα όρια της  αμοιβής της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε : α) να καταγεί  το ίδιο στο 1/3 του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος κι επιπλέον β) στο ποσό των 4.857,92 ευρώ και γ) επικουρικώς στο λοιπό 2/3 του πλειστηριάσματος για την περίπτωση μη πλήρωσης της  τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης του 3ου των καθ’ών πιστωτικού συνεταιρισμού. Ο λόγος όμως ανακοπής κατά το μέρος που στρέφεται κατά του κονδυλίου των 2.108,77 ευρώ,  πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν,  τα έξοδα για τη σύνταξη επαναληπτικής περίληψης, μετά από νόμιμηματαίωση  του πλειστηριασμού, με συμφωνία του δανειστή και του οφειλέτη είναι προς το συμφέρον όλων των δανειστών. Επομένως ο σχετικός λόγος ανακοπής που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης πρέπει να απορριφθεί μη νόμιμος  (όπως έκανε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πριν εξετάσει το ζήτημα της αναγγελίας του ανακόπτοντος). Κατ’ επέκταση πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή ως προς τον 1o των καθ’ ών,  επισπεύδοντα δανειστή, ο οποίος νομιμοποιείται παθητικώς αναφορικά με το συγκεκριμένο λόγο ανακοπής (ότι τα έξοδα δεν έγιναν προς το συμφέρον των δανειστών) ως προς τον οποίο δικαστικά έξοδα όμως δεν θα επιδικασθούν λόγω της ερημοδικίας του.

Από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν και τα εξής: Επειδή το επιτευχθέν πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση  των αναγγελθέντων δανειστών,  η  υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. …../30-9-2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο αφού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα ποσό 4.009,03 ευρώ για τα έξοδα της ίδιας και ποσό 330 ευρώ για τα έξοδα επιδόσεων του ως άνω πίνακα κατάταξης δανειστών και πρόσκλησης δανειστών, κι επιπλέον το ποσό των 18.221,06 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α. 23%), ως έξοδα εκτέλεσης, για τα ανήκοντα στον επί της εκτελέσεως δικαστικό επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθήνας ………. (2o των καθ’ ών) ή σε περίπτωση προκαταβολής τους στον επισπεύδοντα δανειστή ………. (1o των καθ’ ών) για δικαιώματα του και για δαπάνες πλειστηριασμού που έκανε, στο σύνολο του υπόλοιπου ποσού των 23.362,71 ευρώ κατέταξε τον αναγγελθέντα 1oτων καθ΄ών   πιστωτικό   συνεταιρισμό   με   την   επωνυμία “……………..”, τυχαία και προνομιακά, ως πρώτο προσημειούχο δανειστή, υπό τον όρο τελεσιδικίας της υπ’αριθ. ……./2011 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Με δεδομένο ότι όπως εκτέθηκε, το ανακόπτον είχε αναγγελθεί νομίμως κι εμπροθέσμως στον επίδικο πλειστηριασμό, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος έπρεπε να κατατάξει αυτό, λόγω του γενικού προνομίου του (άρθρο 975 αρ.3 ΚΠολΔ, 61 ΚΕΔΕ)  στο 1/3 αυτού, ήτοι στο ποσό των 7.787,57 ευρώ. Κατά συνέπεια θα πρέπει να μεταρρυθμισθεί ο επίδικος πίνακας κατάταξης, ώστε κατά το ποσό αυτό να αποβληθεί ο καταταγείς αστικός συνεταιρισμός, 2oς των καθ’ ών, και να καταταγεί αντίστοιχα το ανακόπτον.  Η απαίτηση όμως του παραπάνω πιστωτικού συνεταιρισμού  έχει ήδη διαγνωσθεί τελεσίδικα, καθώς η ανακοπή που άσκησε η οφειλέτρια ανώνυμη εταιρία  κατά της με αρ……./2011 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (αρ. καταθ. ……/2013) απορρίφθηκε τελεσίδικα με την με αρ.123/2016 απόφαση του Εφετείου  Πειραιώς,  η οποία απέρριψε  την έφεση της εκκαλούσας – ανακόπτουσας κατά της με αρ. 265/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που είχε απορρίψει   την ανακοπή αυτής.  Με αυτό το δεδομένο, αφού  η απαίτηση αυτού δεν εξαρτάται πλέον από αίρεση (άρθρο 978 ΚΠολΔ), καθώς  η τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη ανατρέχει στο χρόνο εγγραφής της(ΑΚ 1277, ΑΠ 1093/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) δε συντρέχει λόγος να καταγεί επικουρικώς το ανακόπτον στο λοιπό 2/3 του πλειστηριάσματος για το οποίο κατατάσσεται ο πιστωτικός συνεταιρισμός καιο σχετικός λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ουσίαν και αντίστοιχα να απορριφθεί  το επικουρικό αίτημα αυτής. Εξάλλου η  επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, στον προσβαλλόμενο πίνακα που συνέταξε, με βάση τον πίνακα εξόδων του 2ου  των καθ’ ών δικαστικού επιμελητή,  προαφαίρεσε το ποσό των 622,75 ευρώ ως αμοιβή αυτού  για τη σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης και  αντίστοιχα το ποσό των 381,20 ευρώ για  τη σύνταξη κάθε μίας από τις περιλήψεις της κατασχετήριας Έκθεσης. Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2/54638/0022/13-8-2008 ΚΥΑ περί καθορισμού των αμοιβών των δικαστικών επιμελητών, που εφαρμόζεται εν προκειμένω και  με δεδομένο ότι η απαίτηση για την οποία έγινε η κατάσχεση ήταν 10.000 ευρώ (και όχι το σύνολο της απαίτησης του επισπεύδοντος, αφού αυτός επιφυλάχθηκε για το επιπλέον) η αμοιβή του άνω δικαστικού επιμελητή 2ου των καθ’ ών υπολογίζεται ως εξής: α) για την κατάσχεση (κεφάλαιο Α της ΥΑ) στο ποσό των 53 ευρώ, που αφορά τα 590 ευρώ, προστίθεται το ποσό των 147,75 ευρώ (6.500 ευρώ – 590 ευρώ  Χ  2,5%, = 147,75) καιτοποσό των 35 ευρώ (10.000 ευρώ η απαίτηση -6.500 ευρώ Χ 1%, = 3.500ευρώεπί 1% = 35ευρώ), ώστε σύνολο (53 + 147,75 + 35) 235,74 ευρώκαι με το ΦΠΑ  23 % =289,97 ευρώ. β) Αντίστοιχα για την αμοιβή εκάστης των 7 περιλήψεων (αρχικής και επαναληπτικών) της κατασχετήριας έκθεσης (κεφάλαιο Β της ΥΑ), στο ποσό των 53 ευρώ,  προστίθεται το ποσό των 118,20 ευρώ (6.500 ευρώ – 590 ευρώ  Χ  2%)καιτοποσό των 35 ευρώ (10.000 ευρώ η απαίτηση  -6.500 ευρώ Χ 1%, = 3.500 ευρώεπί 1% = 35 ευρώ), ώστε σύνολο  (53 + 118,20 + 35) 206,20 ευρώ και με το ΦΠΑ  23 % =253,62  ευρώ.  Εσφαλμένα επομένως προαφαίρεσε, όσον αφορά την κατασχετήρια Έκθεση ποσό 622,75 – 422 (με δεδομένο ότι το  ανακόπτον αφαιρεί το ανώτερο αυτό ποσό στην ανακοπή του) = 200,75 ευρώ και όσον αφορά τις περιλήψεις των κατασχετήριων Εκθέσεων 381,20 – 253,62  =127,58 ευρώ  Χ 7 = 893,06 ευρώ και σύνολο αναφορικά με την αμοιβή του  2ου των καθ΄ών δικαστικού επιμελητή (200,75 + 893,06)1.093,81 ευρώ. Εξάλλου η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος  προαφαίρεσε ως έξοδα εκτέλεσης για αμοιβή δική της, ποσό 350 ευρώ για κάθε μία από τις 4 πράξεις ματαίωσης του πλειστηριασμού, και σύνολο 1.400 ευρώ. Βάσει όμως  της Υ.Α. 100692/ΦΕΚ Β’ 1487/2009, (άρθρο 2) η   πάγια αμοιβή της για  κάθε πράξη αναστολής, αναβολής ή ματαίωσης του πλειστηριασμού ορίζεται σε 20,00 ευρώ για την πρώτη και 10,00 ευρώ για κάθε μεταγενέστερη, ώστε αφού συνέταξε 4 πράξεις ματαιώσεως του πλειστηριασμού η αμοιβή της ήταν σύνολο (20 + 10 + 10 + 10) 50 ευρώ, δηλαδή προαφαίρεσε μη νομίμως και εσφαλμένα ποσό (1.400 – 50 =) 1.350 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προαφαίρεσε μη νόμιμα κι εσφαλμένατα άνω ποσά των 1.093,81 ευρώκαι 1.350 ευρώ (σύνολο 2.443,81 ευρώ) και κατά τα ποσά  αυτών θα πρέπει να μεταρρυθμισθεί ο επίδικος πίνακας και να αποβληθούν αντίστοιχα  ο 2ος δικαστικός επιμελητής και η  3η των καθ’ ών συμβολαιογράφος, ως προς τα οποία θα πρέπει να καταταγεί εξ ολοκλήρου το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η από  30-10-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../4-11-2014 ανακοπή πρέπει  να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος, υπ’ αριθ. ……/11.6.2014 πίνακας κατατάξεως δανειστών της επί του σχετικού πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Αθηνών …….. αποκλειστικώς, έτσι ώστε, αφού προσδιορισθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που πρέπει να προαφαιρεθούν από το πλειστηρίασμα υπέρ των καθ’ ών -επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητού και επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου-στα ποσά των (18.221,06 – 1.093,81 =) 17.127,25 ευρώ και (4.009,03 – 1.350 =) 2.659,03 ευρώ,αντίστοιχα: να καταταγεί το ανακόπτον στην υπό στοιχείο (Α) ανακοπή προνομιακά και οριστικά: α) σε ποσό 7.787,57 ευρώ, με αποβολή του καταταγέντος καθ’ ού αστικού πιστωτικού συνεταιρισμού από το αντίστοιχο ποσό, β) σε ποσό 1.015,58 ευρώ και γ) σε ποσό 1.350 ευρώ. Η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, η οποία αφορά στην ανωτέρω ανακοπή, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των αντίστοιχων διαδίκων (ανακόπτοντος 2ου  και 4ου των καθ’ ών η ανακοπή), λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι δεν πρέπει να ορισθεί παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους διαδίκους, οι οποίοι ερημοδικάσθηκαν, ενόψει του ότι στις δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται η άσκηση τέτοιου ένδικου μέσου (άρθρο 937 του ΚΠολΔ), αλλά και λόγω του ότι λόγω της αναγκαίας ομοδικίας εκπροσωπήθηκαν από τους λοιπούς (άρθρο 76 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων (α) τις  από και με 26.6.2018 και με αρ. καταθ. ……../2018 και (β)  από 5.7.2018 και με αρ. καταθ. ………../2018  εφέσεις.

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των πρώτου και τρίτης των εφεσιβλήτων της (β) έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη, με αρ. 2223/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς τους άνω εκκαλούντες.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της  (α) από 26.6.2018 και με αρ. καταθ. ………../2018 έφεσης, που αναφέρθηκε στο σκεπτικό,  στον καταθέσαντα εκκαλούντα ………..

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 23-10-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/27-10-2014 ανακοπής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν, ως προς τον 2ο καθ’ ού η ανακοπή, ………….

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 23-10-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/27-10-2014 ανακοπής, με την προσήκουσα διαδικασία των άρθρων 591 § 1 περ. α, 643, 979 § 2, 937 § 3 του ΚΠολΔ.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά ένα μέρος.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον με αρ. …./11.6.2014 πίνακα κατατάξεως δανειστών της επί του σχετικού πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Αθηνών ………….αποκλειστικά, ως προς το εκκαλούν – ανακόπτον.

ΑΠΟΒΑΛΛΕΙ μερικώς για  το ποσό των επτά χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτών  (7.787,57) τον καταγέντα πιστωτικό συνεταιρισμό, 4ο των καθ’ ών.

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ τα έξοδα εκτέλεσης που προφαιρούνται από το πλειστηρίασμα υπέρ  των  2ου και 3ηςκαθ’ ών -επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητού και επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου-στα ποσά των δέκα επτά χιλιάδων εκατόν είκοσι επτά ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (17.127,25)  και δύο χιλιάδων εξακοσίων πενήντα εννιά ευρώ και τριών λεπτών (2.659,03).

ΚΑΤΑΤΑΣΣΕΙ οριστικά και προνομιακά, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο για τα  επιπλέον ποσά των επτά χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτών  (7.787,57)  και χιλίων δέκα πέντε ευρώ κα πενήντα οχτώ λεπτών (1.015,58) ευρώ και χιλίων τριακοσίων πενήντα  (1.350 ευρώ) και συνολικά στο ποσό των δέκα χιλιάδων εκατόν πενήντα τριών ευρώ και δέκα πέντε λεπτών  (10.153,15).

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  16.3.2020

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ