Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 235/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     235/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α) από 25-9-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./25-9-2018 έφεση της ναυτικής εταιρίας «……..» κατά του . ………… (στο εξής: Α έφεση) και β) από 21-9-2018 και με ΓΑΚ .. και ΕΑΚ …/25-9-2018 έφεση του …. . κατά της ανωτέρω ναυτικής εταιρίας (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 1202/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών  – εργατικών διαφορών, επί της από 13-12-2016 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./13-12-2016 αγωγής του εκκαλούντος στη Β έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).            Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στη B έφεση – εφεσίβλητος στην A’ έφεση, με την προαναφερθείσα αγωγή του εξέθεσε ότι, με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά την 27-3-2015 μεταξύ αυτού και της εναγομένης ναυτικής εταιρίας, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά, με την ειδικότητα του μάγειρα Α’, στο υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοίο «Τ.», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ………, κ.ο.χ. 1.517,8, πλοιοκτησίας της εναγομένης, αντί των προβλεπόμενων μηνιαίων αποδοχών από την ισχύουσα για το έτος 2014 Σ.Σ.Ε. για τα πληρώματα των επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων. Ότι ο ίδιος παρείχε προσηκόντως τις υπηρεσίες του υπό την προαναφερόμενη ειδικότητα έως την 6-6-2016, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, προσχηματικά «αμοιβαία συναινέσει», στην πραγματικότητα όμως λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο του πλοίου, χωρίς υπαιτιότητα του ιδίου. Ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της εργασίας του εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, επί 12,5 ώρες ημερησίως, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, δώρων εορτών, αμοιβής δρομολογίων εξπρές και για νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό χρηματικό ποσό των 46.905,57 ευρώ (το οποίο υπολόγισε μετ’ αφαίρεση από το σύνολο των ανωτέρω απαιτήσεών του, που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 76.487,57 ευρώ, του συνολικού ποσού των 29.582,00 ευρώ που δήλωσε ότι έλαβε από την εναγόμενη για το άνω χρονικό διάστημα της εργασίας του), με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κρίθηκε ορισμένη (εκτός από το κονδύλι πρόσθετης αμοιβής για εκτέλεση δρομολογίων εξπρές που απορρίφθηκε ως αόριστο) και νόμιμη κατά τη μόνη βάση της από έγκυρη σύμβαση ναυτικής εργασίας [ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 648, 652, 653, 655 Α.Κ, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’, 910 αρ. 4 Κ.Πολ.Δ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 72 επ., 82, 84 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/1982) και των διατάξεων της από 08.04.2014 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014, που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (Φ.Ε.Κ. Β’ 1664/24-06-2014)] και ακολούθως έγινε και δεκτή κατά ένα μέρος ως βάσιμη και κατ’ ουσία και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, υπερωριακής αμοιβής και επιδομάτων αδείας, το συνολικό ποσό των 32.487,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις η εναγόμενη και ο ενάγων, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αιτούμενοι την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και αντιστοίχως την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της και την παραδοχή της αγωγής ως βάσιμης κατ’ ουσία στο σύνολό της.             Το δικόγραφο της αγωγής, κατά το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118-119 του ίδιου κώδικα α) σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα (ιστορική βάση της αγωγής), β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Τα πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να είναι τόσα όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, ν’ αναφέρονται δε αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε, όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει απ’ αυτά, για την οποία αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος. Αν λείπουν αυτά τα στοιχεία, το δικόγραφο της αγωγής είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη, γι’ αυτό η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 1807/1990, Δ. 22, 444, Εφ.Θεσ. 2472/1995, ΕλλΔνη 38, 1161). Σε περίπτωση αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι του δικογράφου, λογίζεται έγκυρη η αγωγή εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την ανταπόδειξη (Εφ.Πειρ. 236/2006, αδημ, Εφ.Πειρ. 187/2005, αδημ, Εφ.Πειρ. 187/2005, Ε.Ν.Δ. 2005, 97, Εφ.Πειρ. 575/2004, Ναυτ.Δικ. 6, 479, Εφ.Πειρ. 860/1997, Ε.Ν.Δ. 26, 9, Σ. Σταυρόπουλου, Ερμ. Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 216, παρ. 6, Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 216 εδ. 2, 3). Εξάλλου, στο άρθρο 33 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (Φ.Ε.Κ. Β’ 1664/24-06-2014), ορίζεται «1) Σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και της προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο. 2) Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του Κ.Δ.Ν.Δ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο, καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου. 3) Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. 4) Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή… 6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες δηλ. 23:00 μέχρι 07:00 ώρας. 7) Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδίου (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής…..».             Στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικά με το αγωγικό κονδύλι περί επιδίκασης στον ενάγοντα πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, η ένδικη αγωγή είναι αρκούντος ορισμένη, αφού, για τον υπολογισμό της σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, ο ενάγων προσδιορίζει επαρκώς τα δρομολόγια εξπρές και συγκεκριμένα προσδιορίζει έκαστο εξ αυτών κατά ημερομηνία, ακριβή χρόνο κατάπλου και αναχώρησης του άνω πλοίου από τον Πειραιά ως λιμένα αφετηρίας, κατά τρόπο που προκύπτει για κάθε δρομολόγιο εξπρές ότι το άνω πλοίο παρέμεινε για λιγότερο από έξι ώρες στον άνω λιμένα αφετηρίας πριν τον απόπλου του για το επόμενο κυκλικό του δρομολόγιο, παραθέτει δε και το σύνολο των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως από τον άνω λιμένα αφετηρίας  προς τα αναφερόμενα ελληνικά νησιά και αναφέρει και ότι κάθε εξπρές δρομολόγιο διαρκούσε περισσότερο από 12 ώρες, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο του άνω κονδυλίου και η αναφορά των ωρών που το πλοίο παρέμεινε στο λιμένα προορισμού, αφού τέτοια προϋπόθεση δεν προβλέπεται από την άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε ότι ως προς το κονδύλι αυτό η αγωγή είναι αόριστη επειδή ο ενάγων δεν προσδιορίζει τις ώρες κατά τις οποίες το πλοίο παρέμεινε στους λιμένες προορισμού και για το λόγο αυτό απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο (άρθρα 216, 262 Κ.Πολ.Δ, 33 παρ. 1, 2, 3, 4, 6 και 7 της άνω Σ.Σ.Ν.Ε.), κατά το βάσιμο σχετικό δεύτερο λόγο της Β έφεσης του ενάγοντος. Συνεπώς, η άνω έφεσή του πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία ως προς το λόγο της αυτό και στη συνέχεια να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο προς εκδίκαση και κατ’ ουσία (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).             Κατά το άρθρο 871 Α.Κ, με την σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια έριδά τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, η σύμβαση αυτή θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 Α.Κ.). Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση. Ειδικά για τα δικαιώματα του εργαζόμενου που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται η επίλυση και των διαφορών αυτών με συμβιβασμό, όπου όμως υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα, είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, είτε ως προς την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές, στην περίπτωση δε αυτή δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 871 Α.Κ, 8 ν. 2112/1920, 8 παρ. 2 και 4 ν.δ. 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 και επομένως είναι έγκυρος, διότι, έτσι, αποφεύγει ο εργαζόμενος να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης. Όταν, όμως, δεν υπάρχει πραγματική, αλλά μόνο προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα ή όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνο από τον εργαζόμενο, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός με την ανωτέρω έννοια, αλλά, ενδεχομένως, άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξιώσεως), είναι δε αδιάφορο το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν τη μεταξύ τους σχέση ως συμβιβασμό και η σχετική σύμβαση υποκρύπτει παραίτηση του εργαζομένου από νόμιμες αξιώσεις του, η οποία είναι άκυρη. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 178, 179 και 180 Α.Κ. συνάγεται ότι, για να θεωρηθεί μια αμφοτεροβαρής δικαιοπραξία, όπως είναι η σύμβαση του συμβιβασμού κατά το άρθρο 871 Α.Κ., ως αισχροκερδής (καταπλεονεκτική) και ως τέτοια άκυρη, πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις α) η ύπαρξη φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει κάποιος όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία άλλου, διαπιστώνεται δε ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της δικαιοπραξίας κατά το χρόνο κατάρτισής της, β) η συνδρομή ανάγκης με επιτακτικό χαρακτήρα και ανεπίδεκτη αναβολής, κουφότητας (αδιαφορίας για τις συνέπειες και την σημασία των πράξεων) ή απειρίας (έλλειψης της πείρας γύρω από την ζωή και τις συναλλαγές) του αντισυμβαλλομένου και γ) η εκμετάλλευση (που γίνεται με γνώση της κατάστασης του άλλου) από το συμβαλλόμενο μιας ή περισσοτέρων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου (Α.Π. 133/2016, Α.Π. 754/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).            Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, επαναφέρει την ένσταση συμβιβασμού της ένδικης διαφοράς που είχε προτείνει πρωτόδικα με τις κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι, πριν τη συζήτηση της αγωγής καταρτίσθηκε μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της αφενός και του ενάγοντος αφετέρου, ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο έλαβε χώρα εξώδικος συμβιβασμός αυτών αναφορικά με την υπό κρίση διαφορά και συγκεκριμένα ο ενάγων παραιτήθηκε του δικογράφου της κρινόμενης αγωγής και του δικαιώματος που ασκείται με αυτήν, ενώ η ίδια από την πλευρά της ανέλαβε την υποχρέωση να τον επαναπροσλάβει. Η ένσταση αυτή κατ’ άρθρα 871, 872 Α.Κ. – η οποία πρωτόδικα απορρίφθηκε κατ’ ουσία, διότι κρίθηκε, κατά παραδοχή σχετικής αντένστασης του ενάγοντος, ότι το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό αποτελεί στην πραγματικότητα σύμβαση άφεσης χρέους, η οποία είναι άκυρη, επειδή υποκρύπτει παραίτησή του από αξιώσεις του για νόμιμες ελάχιστες αποδοχές του που είναι κατοχυρωμένες από αναγκαστικού δικαίου διατάξεις – πρέπει να επανεξεταστεί, προκειμένου να κριθεί αν ο επίδικος συμβιβασμός ανταποκρίνεται στη θέληση των διαδίκων και αν είναι έγκυρος, δηλαδή αν υφίσταται φιλονικία και αβεβαιότητα γύρω από τα δικαιώματα του εργαζομένου ενάγοντος. Παράλληλα, πρέπει να επανεξεταστούν και οι αντενστάσεις ακυρότητας του άνω ιδιωτικού συμφωνητικού ως καταπλεονεκτικού, άλλως ως προϊόντος απάτης, τις οποίες είχε προτείνει πρωτόδικα ο ενάγων και τις οποίες επαναφέρει με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Οι λοιποί λόγοι των άνω εφέσεων κατά της ίδιας πιο πάνω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (1202/2018), στο βαθμό που πλήττονται με αυτούς συνεχόμενα κεφάλαια της εκκαλουμένης, θα εξεταστούν περαιτέρω κατ’ ουσία μόνον εφόσον δεν ευδοκιμήσει η άνω ένσταση συμβιβασμού, καθόσον μόνο τότε οι διάδικοι θα επανέλθουν στην προ του συμβιβασμού ανοιγείσα με την ένδικη αγωγή κατάσταση (Εφ.Πειρ. 614/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).            Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης και την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδρίασης αυτού), τα έγγραφα που νόμιμα και με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη έστω και εάν δεν πληρούν τους όρους του νόμου ως πλήρη αποδεικτικά μέσα (άρθρο 671 παρ. 1α Κ.Πολ.Δ.), την υπ’ αριθ. …../20-2-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος του ενάγοντος … . ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε νόμιμα στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης, μετά από τη νομότυπη και εμπρόθεσμη (προ 24 τουλάχιστον ωρών) κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. …/15-2-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………), χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται παντάπασιν υπόψη η προσκομιζόμενη με επίκληση από την εναγόμενη από 20-2-2014 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 παρ. 4 Ν. 1599/1986, η οποία δεν αποτελεί επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής της, διότι – όπως συνάγεται από το περιεχόμενό της που αφορά το αντικείμενο εργασίας του ενάγοντος και από το χρόνο κατά τον οποίο συντάχθηκε (δυόμισι περίπου μήνες μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής του) – κρίνεται ότι δόθηκε με ουσιαστικό σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην προκείμενη δίκη (Ολ.Α.Π. 8/1987, Α.Π. 1076/2010, Εφ.Θεσ. 849/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), απ’ όσα συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρα 261, 352 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), όπου εκτίθεται ειδικότερα παρακάτω, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε προφορικά στον Πειραιά στις 27-3-2015 μεταξύ του ενάγοντος και εκπροσώπου της εναγομένης ελληνικής ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία Φ/Γ-Ο/Γ πλοίου «Τ.», με αριθ. νηολ. Πειραιά …., κοχ 1.517,80, έτους ναυπήγησης 1971, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο πλοίο αυτό με την ειδικότητα του μάγειρα Α’, με τις μηνιαίες αποδοχές, όρους και συμφωνίες που προέβλεπε η ισχύουσα για το έτος 2014 Σ.Σ.Ε. για τα πληρώματα των επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων, όπως δεν αμφισβητείται ειδικά από την πλευρά της εναγομένης. Υπηρέτησε δε στο άνω πλοίο με την άνω ειδικότητα μέχρι την 6-6-2016, οπότε λύθηκε η σύμβαση εργασίας του «αμοιβαία συναινέσει», όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ακολούθως ο ενάγων, επικαλούμενος αξιώσεις του από την άνω σύμβαση εργασίας, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, την προαναφερθείσα από 13-12-2016 αγωγή του σε βάρος της ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης εργοδότριάς του. Πριν τη συζήτηση της αγωγής αυτής, που έλαβε χώρα κατά τη δικάσιμο της 23-5-2017, κατήρτισε με την εναγόμενη, νομίμως εκπροσωπούμενη, το από 23-3-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς, το οποίο προσκομίζει με επίκληση η τελευταία. Σύμφωνα με το ιδιωτικό συμφωνητικό αυτό «….Β. Κατόπιν συζήτησης μεταξύ των δύο εις την παρούσα συμβαλλομένων, ο αφενός συμβαλλόμενος κατανόησε ότι η προαναφερόμενη ασκηθείσα αγωγή του (σ.σ. η κρινόμενη) ήταν προϊόν λανθασμένης εκτίμησης περί των γεγονότων. Β1. Με αυτό το δεδομένο, στο παρόν στάδιο οι συμβαλλόμενοι, επιθυμώντας να τερματίσουν οριστικά και αμετάκλητα τη μεταξύ τους διαφορά, με καλή πίστη και προς αποφυγή περαιτέρω δικαστικών διενέξεων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις συμβιβάζονται σήμερα ως ακολούθως: η αφετέρου συμβαλλόμενη ανώνυμη εταιρεία συμφωνεί να προσλάβει εκ νέου τον αφενός συμβαλλόμενο, ο δε αφενός συμβαλλόμενος δηλώνει ρητά ότι ουδεμία από τις αναφερόμενες στην αγωγή του αξιώσεις υφίσταται και η αφετέρου συμβαλλόμενη εταιρεία ουδέν ποσό του οφείλει, καθώς επίσης, δηλώνει ρητά ότι παραιτείται από την ανωτέρω αναφερόμενη αγωγή του και από το σε αυτή αναφερόμενο δικαίωμα. Συμφωνεί δε να παραστεί κατά την ορισθείσα μετ’ αναβολής δικάσιμο της 23ης.05.2017 ενώπιον του ακροατηρίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προκειμένου να δηλώσει την παραίτησή του από την αγωγή και το δικαίωμα και προφορικά, ώστε να καταχωρηθεί στα πρακτικά του δικαστηρίου, θεωρουμένης και εφεξής η αγωγή ως μηδέποτε ασκηθείσα. …». Ωστόσο, από το παραπάνω περιεχόμενο του συμφωνητικού – από το οποίο, κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο ενάγων δήλωσε ότι υπαναχώρησε την επόμενη ημέρα – προκύπτει ότι με αυτό δεν έλαβαν χώρα αμοιβαίες υποχωρήσεις προκειμένου να λυθεί η επίδικη διαφορά, αφού, μόνη η ανάληψη εκ μέρους της εναγομένης της υποχρέωσης περί μελλοντικής πρόσληψης του ενάγοντος (και δη όλως αορίστως, χωρίς να προσδιορίζεται ειδικότερα η υποχρέωση αυτή, ιδίως ως προς το πλοίο, τη θέση, το χρόνο πρόσληψης και τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας που επρόκειτο να καταρτιστεί και δίχως παράλληλα να ικανοποιήσει αυτή κάποιο μέρος των επίδικων αξιώσεών του) δεν συνιστά υποχώρηση από την πλευρά της σε σχέση με την κρινόμενη διαφορά, πολύ δε περισσότερο αφ’ ης στιγμής δεν περιλαμβάνεται στην ένδικη αγωγή συναφές αίτημα (για απασχόληση του ενάγοντος στην εναγόμενη). Συνεπώς, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, ανεξάρτητα από τον άνω χαρακτηρισμό του από τους διαδίκους, δεν αποτελεί σύμβαση συμβιβασμού που επιφέρει απόσβεση των εκ της ένδικης αγωγής απαιτήσεων του ενάγοντος, αφού δεν πληρούται το στοιχείο των αμοιβαίων υποχωρήσεων, αλλά σύμβαση άφεσης χρέους, η οποία υποκρύπτει παραίτηση του ενάγοντος εργαζομένου από νόμιμες αξιώσεις του. Η παραίτηση όμως αυτή είναι άκυρη, διότι αφορά αξιώσεις του για τις νόμιμες – ελάχιστες αποδοχές του που κατοχυρώνονται από αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, επιπλέον δε διότι είναι και ασαφής, αφού εξαρτάται από την πλήρωση της αίρεσης της επαναπρόσληψής του (η οποία εν τέλει δεν πληρώθηκε) και σε κάθε περίπτωση διότι είναι και καταπλεονεκτική, καθώς αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη το γεγονός της κατάστασης ανεργίας του ενάγοντος από την απόλυσή του τον Ιούνιο του 2016 έως τον Μάρτιο του 2017 και την εξ αυτής άμεση και επιτακτική οικονομική του ανάγκη (καθώς από την άσκηση του επαγγέλματός του συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του), πέτυχε να συνομολογήσει για τον εαυτό της ωφέλεια που βρίσκεται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή που η ίδια ανέλαβε να εκπληρώσει και εν τέλει δεν εκπλήρωσε. Άλλωστε, η εναγόμενη είχε εξαρχής την ευχέρεια να προτείνει στον ενάγοντα άμεση πρόσληψη σε συγκεκριμένο πλοίο της ή έστω να του αφήσει τα χρονικά περιθώρια να συμβουλευτεί τον πληρεξούσιο δικηγόρο του την ημέρα που επισκέφτηκε τα γραφεία της προς αναζήτηση εργασίας και υπέγραψε, ως προαπαιτούμενο που του έθεσε, το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, χωρίς να λάβει κάποιο σημαντικό μέρος των δεδουλευμένων του. Η εκκαλούμενη απόφαση, που δέχθηκε τα ίδια όσον αφορά τις κρίσιμες παραδοχές της ότι το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, κατά τη θέληση των διαδίκων, δεν αποτελεί σύμβαση συμβιβασμού, αλλά σύμβαση άφεσης χρέους, που υποκρύπτει άκυρη παραίτησή του από νόμιμες αξιώσεις του για τους ανωτέρω λόγους, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, συμπεριλαμβανομένων και των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Γι’ αυτό, πρέπει ο λόγος της Α έφεσης της εναγομένης με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα να απορριφθεί ως αβάσιμος.             Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά την επίδικη χρονική περίοδο της ναυτολόγησης του ενάγοντος από 27-3-2015 έως 6-6-2016 το άνω πλοίο εκτελούσε συνεχώς και σχεδόν καθημερινά κυκλικούς πλόες, που εναλλάσσονταν εντός της εβδομάδας, πάντοτε με αφετηρία το λιμένα του Πειραιά και προορισμό διάφορους λιμένες του εσωτερικού και δη της Κρήτης, των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων (Ρέθυμνο, Χανιά, Ρόδο, Σάμο, Θήρα, Μύκονο), με προσέγγιση κατά τη διάρκεια του εκάστοτε δρομολογίου του διαφόρων ενδιάμεσων λιμένων και επιστροφή στη συνέχεια στο λιμένα του Πειραιά, μεταφέροντας φορτηγά οχήματα, με σύντομα διαστήματα παραμονής μεταξύ των πλόων στον ανωτέρω λιμένα της αφετηρίας του, ενώ εκτελούσε και έκτακτα δρομολόγια εγκεκριμένα από το Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια ναυτολόγησης του ενάγοντος, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του διέπονταν, κατά τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων, από την οικεία Σ.Σ..Ε Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 3525.1.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (Φ.Ε.Κ. Β΄, 1664/24-6-2014), όπως συνομολογείται από την εναγόμενη. Βάσει της άνω Σ.Σ.Ν.Ε, ο μηνιαίος μισθός του, ως μαγείρου Α’ πλοίου 1501 κ.ο.χ. και άνω, εγγάμου με τέσσερα τέκνα, ανερχόταν στο ποσό των [βασικός μισθός ενεργείας 1.527,27 ευρώ + επίδομα Κυριακών 336,00 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + άδεια 423,47 ευρώ + τροφοδοσία αδείας (19,21 ευρώ Χ5) 96,05 ευρώ =] 2.418,01 ευρώ. Έτσι, δικαιούταν για δεδουλευμένες αποδοχές κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 27-3-2015 έως 6-6-2016, σύμφωνα με την άνω Σ.Σ.Ν.Ε, το συνολικό ποσό των (2.418,01 ευρώ Χ 14,35 μήνες) 34.698,44 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται ειδικά από τους διαδίκους με λόγο έφεσης.            Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 της άνω Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι – πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου – θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 3 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε, η προβλεπομένη σ’ αυτήν ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι της οκταώρου εργασίας την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Στην προκείμενη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά την επίδικη άνω χρονική περίοδο ναυτολόγησής του, απασχολούνταν σε καθήκοντα σχετικά με την προαναφερθείσα ειδικότητά του. Όμως παρόλο που, κατά την παρ. 3 του άρθρου 5 του Π.Δ. 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων» (Φ.Ε.Κ. Α’ 64/13.3.1974), που καθορίζει την οργανική σύνθεση του προσωπικού τροφοδοσίας των ακτοπλοϊκών πλοίων, δικαιολογείτο η πρόσληψη ενός βοηθού φροντιστή, στο πλοίο δεν υπηρετούσε άλλος ναυτικός ως μάγειρας ή ως προσωπικό τροφοδοσίας ή στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων ή μαγειρείου. Επίσης, παρόλο που στο πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης του πλοίου αναγράφονταν 17μελές πλήρωμα, κατά την άνω χρονική περίοδο το πλοίο είχε 15μελή σύνθεση, εκτός από τον Ιούνιο και το Μάρτιο 2015 που ήταν 14μελής και το Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο 2016 που ήταν 16μελής (βλ. τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την εναγόμενη μηνιαίες καταστάσεις πληρώματος αυτού). Ειδικότερα, ο ενάγων ήταν επιφορτισμένος κατ’ αποκλειστικότητα με την προετοιμασία και το σερβίρισμα των γευμάτων, την παραλαβή και τη διευθέτηση της τροφοδοσίας, τις εργασίες καθαρισμού του χώρου του μαγειρείου και της τραπεζαρίας. Ξεκινούσε κατά κανόνα την εργασία του περί ώρα 06.30, απασχολούμενος με την τροφοδοσία του μαγειρείου και την προετοιμασία του πρωινού. Στη συνέχεια, από ώρα 07.30 έως ώρα 10.00 εργαζόταν στην τραπεζαρία για τη διανομή του πρωινού στο πλήρωμα. Από ώρα 11.00 έως 13.00 απασχολούνταν με την προετοιμασία και το σερβίρισμα του μεσημεριανού γεύματος στο πλήρωμα, ενώ μετά τις 13.00, όταν το πλοίο βρισκόταν εν πλω, διατηρούσε την τραπεζαρία ανοιχτή για τους οδηγούς των οχημάτων και τους συνοδούς έως τις 15.00, οπότε την έκλεινε και προέβαινε στον καθαρισμό του χώρου του μαγειρείου. Ακολούθως, από τις 18.00 έως τις 20.30 απασχολούνταν με την προετοιμασία και το σερβίρισμα του βραδινού γεύματος στο πλήρωμα του πλοίου και ακολούθως άνοιγε την  τραπεζαρία για τους οδηγούς των οχημάτων και τους συνοδούς από ώρα 21.00 έως 23.00 περίπου, όταν το πλοίο βρισκόταν εν πλω. Η άνω εργασία του ήταν αναγκαία ακόμα και στις περιπτώσεις που τύχαινε να εκτελούνται επί του πλοίου εργασίες (όπως κατά το διάστημα από 29-2-2016 έως 14-3-2016) ή γυμνάσια (όπως στις 11-4-2015), καθώς το πλήρωμα εκτελούσε κανονικά τις βάρδιές του, όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου που προσκόμισε η εναγόμενη. Αλλά και στις περιπτώσεις που το πλοίο έπιανε κάποιο λιμάνι ήταν αναγκαία η εργασία του, αφού δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι τα μέλη του πληρώματος έβγαιναν συχνά έξω για να δειπνήσουν, όπως η εναγόμενη αβάσιμα ισχυρίζεται. Ειδικά όσον αφορά τη διατήρηση από μέρους του της τραπεζαρίας ανοιχτής μετά τις ώρες 13.00 και 21.00 προς εξυπηρέτηση των οδηγών φορτηγών οχημάτων και των συνοδών αυτών και των φορτίων που επέβαιναν και διανυκτέρευαν επί του πλοίου, πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι τελευταίοι, κατά το επίδικο άνω διάστημα υπερέβαιναν κατά μέσον όρο τους 12 για κάθε πλου που ανέγραφε ως ανώτατο όριο το πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης του πλοίου, ανερχόμενοι κατά μέσον όρο σε 30, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, δικαιολογείται από τον αριθμό των φορτηγών οχημάτων βαρέως τύπου (50) που είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει το άνω πλοίο και τον ικανό αριθμό των λιμένων που προσέγγιζε και επιβεβαιώνεται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος του ενάγοντος ………., ο οποίος συνυπηρέτησε με αυτόν στο άνω πλοίο ως υποναύκληρος από τον Ιούνιο του 2015 έως τον Αύγουστο του 2016 και ως εκ τούτου είχε άμεση γνώση περί των όσων κατέθεσε σχετικά. Η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας του δεν αποκλείεται από την επικαλούμενη από την εναγόμενη αντιδικία του μαζί της στα πλαίσια όμοιας αγωγής που άσκησε εναντίον της (Εφ.Πειρ. 371/2016, αδημ, Εφ.Αθ. 3879/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενόψει και του ότι, στην προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 671 παρ. 1 εδάφ. α’ Κ.Πολ.Δ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως είναι και οι εξαιρετέοι μάρτυρες (Α.Π. 54/2000, ΕλλΔνη 41, 744, Εφ.Πειρ. 371/2016, ό.α, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 724/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Άλλωστε, η εναγόμενη δεν προσκόμισε τη λίστα επιβατών του πλοίου προς απόδειξη του ότι ο αριθμός των άνω οδηγών και συνοδών δεν υπερέβαινε κατά μέσον όρο τους 12 για κάθε πλου, ενώ η σχετική κατάθεση του μάρτυρός της …………. κρίνεται υπερβολική, στο βαθμό που ο άνω μάρτυρας – ο οποίος δήλωσε συγγενής της οικογένειας των ιδιοκτητών της εναγομένης, αλλά, κατά τον ενάγοντα, είναι ο πραγματικός πλοιοκτήτης του πλοίου – κατέθεσε, χωρίς να βρίσκεται επί του πλοίου όταν αυτό ήταν εν πλω κατά το επίδικο διάστημα, ότι είχε άμεση γνώση για το ωράριο που εργάζονταν πραγματικά ο ενάγων, ότι ο τελευταίος έπιανε δουλειά ότι ώρα ξυπνούσε, ότι δεν εξυπηρετούσε στην τραπεζαρία τους άνω οδηγούς και συνοδούς μετά τις 8.00 το βράδυ, καθώς και ότι κατά την επίδικη χρονική περίοδο υπήρχε και άλλος μάγειρας στο πλοίο, γεγονός που όμως δεν επιβεβαιώνεται από τις καταστάσεις πληρώματος αυτού. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, λαμβανομένων υπόψη και των ημερών κατά τις οποίες το άνω πλοίο βρισκόταν ελλιμενισμένο, κυρίως στο λιμάνι του Πειραιά, οπότε η τραπεζαρία λειτουργούσε μόνο για τα μέλη του πληρώματος, όπως και των άνω χρονικών περιόδων κατά τις οποίες το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία λόγω εργασιών για την ετήσια επιθεώρησή του ή γυμνασίων και συνεκτιμημένου και του ότι το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια διαφορετικής διάρκειας, η οποία επηρεάζονταν και από εξωγενείς παράγοντες συναφείς με τη ναυσιπλοΐα, καθώς και του ότι η εναγόμενη δεν προσκόμισε αντίγραφο του βιβλίου υπερωριών του πλοίου και αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας του εναγομένου, αποδεικνύεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της άνω ναυτολόγησής του, απασχολούνταν υπό την άνω ειδικότητά του, κατ’ εντολή του πλοιάρχου του πλοίου, προς εξυπηρέτηση του πληρώματος και των επιβατών, πέραν του νομίμου ωραρίου του (8 ώρες ημερησίως και 40 εβδομαδιαίως), ήτοι υπερωριακώς (πέραν του οχταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη της διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες), εργαζόμενος κατά μέσον όρο επί 11 ώρες ημερησίως. Η εκκαλουμένη, δεχόμενη τα ίδια ως προς την παροχή υπερωριακής εργασίας και τις ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων ως αβάσιμων των σχετικών λόγων (πρώτου της Β έφεσης και δεύτερου της Α έφεσης), με τους οποίους υποστηρίζεται αντίστοιχα από τον ενάγοντα και την εναγόμενη ότι κατά το επίδικο διάστημα ο ενάγων εργάζονταν ημερησίως κατά μέσον όρο κατά 12,5 και 8,00 ώρες, ισχυρισμοί που, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, κρίνονται υπερβολικοί κατά το πλέον ή έλασσον αντιστοίχως των 11 ωρών μέσης καθημερινής του απασχόλησης. Κατόπιν τούτων, με βάση τον άνω μέσον όρο ημερήσιας  απασχόλησης του ενάγοντος στο άνω πλοίο της εναγομένης και τις σχετικές ρυθμίσεις της άνω Σ.Σ.Ν.Ε, ο ενάγων δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, ήτοι για 3 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές και για 11 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες, τα παρακάτω ποσά: Α. Για την υπερωριακή εργασία του επί 3 ώρες πέραν του νομίμου οκταώρου κατά τις (192 καθημερινές για το χρονικό διάστημα από 27-3-2015 έως 31-12-2015 + 106 καθημερινές για το χρονικό διάστημα από 1-1-2016 έως 6-6-2016) 298 καθημερινές, το συνολικό ποσό των 9.869,76 ευρώ (ήτοι 298 ημέρες X 3 ώρες = 894 ώρες X 11,04 ευρώ/ώρα) και Β. Για την εργασία του τα Σάββατα και τις αργίες: α) για 11 ώρες ημερησίως κατά τα (38 Σάββατα για το χρονικό διάστημα από 27-3-2015 έως 31-12-2015 + 23 Σάββατα για το χρονικό διάστημα από 1-1-2016 έως 6-6-2016) = 61 Σάββατα και β) για 11 ώρες ημερησίως κατά τις (11 αργίες του χρονικού διαστήματος από 27-3-2015 έως 31-12-2015 {Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, Αγίου Γεωργίου, Πρωτομαγιά, της Αναλήψεως, 15 Αυγούστου, του Σταυρού, 28 Οκτωβρίου, Αγίου Νικολάου, Χριστούγεννα, 2η ημέρα Χριστουγέννων} + 7 αργίες του χρονικού διαστήματος από 1-1-2016 έως 6-6-2016 {Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια, Καθαρά Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Πρωτομαγιά, Δευτέρα του Πάσχα, η οποία συνέπιπτε με την αργία του Αγίου Γεωργίου} = 18 αργίες, το ποσό των 11.505,56 ευρώ (ήτοι 79 Σάββατα και αργίες X 11 ώρες = 869 ώρες X 13,24 ευρώ/ώρα). Συνεπώς, δικαιούται για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το επίδικο διάστημα το συνολικό ποσό των (9.869,76 + 11.505,56) 21.375,32 ευρώ. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, που δέχθηκε ότι, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, τις καθημερινές και τις Κυριακές, οφείλεται στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό (τον τρόπο υπολογισμού του οποίου δεν αμφισβητεί ειδικά η εναγόμενη), δεν έσφαλε, αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.            Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στα πλαίσια των άνω κυκλικών δρομολογίων του άνω πλοίου από το λιμένα του Πειραιά προς ελληνικούς λιμένες – τα οποία φαίνονται αναλυτικά στους προσκομιζόμενους με επίκληση από τον ενάγοντα σχετικούς πίνακες του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού – το άνω πλοίο της εναγομένης πραγματοποίησε κατά το επίδικο διάστημα από 27-3-2015 έως 6-6-2016 εξπρές δρομολόγια κατά την έννοια του άρθρου 33 παρ. 3 της άνω Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014. Ειδικότερα: Στις 8-4-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 19:00 και αναχώρησε στις 22:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 12-4-2015, ημέρα Κυριακή, αφίχθη στον Πειραιά στις 11:00 και αναχώρησε στις 13:00 (4 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 19-4-2015, ημέρα Κυριακή, αφίχθη στον Πειραιά στις 09:30 και αναχώρησε στις 13:00 (2,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 13-5-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 19:00 και αναχώρησε στις 23:00 (2 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 27-5-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 10-6-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 19:00 και αναχώρησε στις 23:00 (2 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 24-6-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 8-7-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 22-7-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:20 και αναχώρησε στις 23:00 (2,66 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 5-8-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 19:00 και αναχώρησε στις 23:00 (2 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 19-8-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 2-9-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 19:00 και αναχώρησε στις 23:00 (2 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 16-9-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (2 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 30-9-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 19:00 και αναχώρησε στις 23:00 (2 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 14-10-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 18-11-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 2-12-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 16-12-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 30-12-2015, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 11-1-2016, ημέρα Δευτέρα, αφίχθη στον Πειραιά στις 07:30 και αναχώρησε στις 13:00 (0.5 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 13-1-2016, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 19:40 και αναχώρησε στις 20:00 (5.33 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 8-2-2016, ημέρα Δευτέρα, αφίχθη στον Πειραιά στις 07:30 και αναχώρησε στις 13:00 (0,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 30-3-2016, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 13-4-2016, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 27-4-2016, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 11-5-2016, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 14-5-2016, ημέρα Σάββατο, αφίχθη στον Πειραιά στις 21:30 και αναχώρησε στις 23:30 (4 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Στις 25-5-2016, ημέρα Τετάρτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 20:00 και αναχώρησε στις 23:00 (3 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Τέλος, στις 27-5-2016, ημέρα Παρασκευή,  αφίχθη στον Πειραιά στις 16:00 και αναχώρησε στις 20:00 (2 ώρες πρόωρης αναχώρησης). Συνολικά, δηλαδή πραγματοποίησε κατά το διάστημα από 27-3-2015 έως 31-12-2015 51,16 ώρες πρόωρης αναχώρησης και άρα 6,395 εξπρές δρομολόγια (51,16 ώρες πρόωρης αναχώρησης δια τον συντελεστή «8» ίσον 6,395 εξπρές δρομολόγια), ενώ κατά το διάστημα από 1-1-2016 έως 6-6-2016 πραγματοποίησε 27,33  ώρες πρόωρης αναχώρησης και άρα 3,41 εξπρές δρομολόγια (27,33 ώρες πρόωρης αναχώρησης δια τον συντελεστή «8», ίσον 3,41 εξπρές δρομολόγια). Σύμφωνα δε με την παρ. 7 του άρθρου 33 της άνω Σ.Σ.Ε, για καθένα απ’ αυτά τα εξπρές δρομολόγια δικαιούται να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των μηνιαίων αποδοχών του. Ενόψει δε του ότι αυτές ανέρχονταν: Α) για το διάστημα της υπηρεσίας του από 27-3-2015 έως 31-12-2015  σε 4.941,67 ευρώ [ήτοι βασικός μισθός ενεργείας 1.527,27 ευρώ +επίδομα Κυριακών 336,00 ευρώ +  επίδομα ιματισμού 56,50 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 519,52 ευρώ {βασικός μισθός 1.527,27 ευρώ + επίδομα Κυριακών 336,00 ευρώ = 1.863,27 ευρώ : 22 Χ 5 ημέρες = 423,47 ευρώ + τροφοδοσία 5 ημερών  96,05 ευρώ (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες) = 519,52 ευρώ} + τροφοδοσία 576,30 ευρώ + 1.890,86 ευρώ μέσος όρος υπερωριακής του αμοιβής για το αμέσως ανωτέρω διάστημα υπηρεσίας του {17.648,06 συνολική υπερωριακή αμοιβή : 280 ημέρες υπηρεσίας Χ 30 ημέρες} =4.941,67 ευρώ] και Β) για το διάστημα της υπηρεσίας του από 1-1-2016 έως 6-6-2016  σε 4.993,42 ευρώ [ήτοι βασικός μισθός ενεργείας 1.527,27 ευρώ +επίδομα Κυριακών 336,00 ευρώ +  επίδομα ιματισμού 56,50 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 519,52 ευρώ {βασικός μισθός 1.527,27 ευρώ + επίδομα Κυριακών 336,00 ευρώ = 1.863,27 ευρώ : 22 Χ 5 ημέρες = 423,47 ευρώ + τροφοδοσία 5 ημερών  96,05 ευρώ (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες) = 519,52 ευρώ} + τροφοδοσία 576,30 ευρώ + 1.942,61 ευρώ μέσος όρος υπερωριακής του αμοιβής για το αμέσως ανωτέρω διάστημα υπηρεσίας του {10.231,08 συνολική υπερωριακή αμοιβή : 158 ημέρες υπηρεσίας Χ 30 ημέρες} =4.993,42 ευρώ], η εναγόμενη του οφείλει πρόσθετη αμοιβή για πραγματοποίηση δρομολογίων εξπρές ποσού (4.941,67 : 30 Χ 6,395) 1.053,39 ευρώ για το διάστημα από 27-3-2015 έως 31-12-2015 και (4.993,42 : 30 Χ 3,41) 567,58 ευρώ για το διάστημα από 1-1-2016 έως 6-6-2016, ήτοι συνολικού ποσού  (1.053,39 + 567,78) 1.620,97 ευρώ. Επομένως, το κονδύλι της αγωγής για καταβολή πρόσθετης αμοιβής για εκτέλεση εξπρές δρομολογίων – το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε ως αόριστο με την εκκαλούμενη απόφαση – πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσία για συνολικό ποσό 1.620,97 ευρώ, κατά το βάσιμο σχετικό λόγο (δεύτερο) της Β έφεσης του ενάγοντος.             Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού υπό την έννοια που προεκτέθηκε. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας και η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, λόγω της παροχής σε είδος αυτού. Σημειωτέον ότι όσες τυχόν πρόσθετες αμοιβές ο ενάγων, κατά το σχετικό υπολογισμό στην αγωγή, δεν συμπεριλαμβάνει στις μηνιαίες αποδοχές του, θεωρείται ότι έτσι συνομολογεί το γεγονός ότι οι παροχές αυτές δεν καταβάλλονταν σ’ αυτόν παγίως και σταθερώς ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του (Εφ.Πειρ. 177/2016, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα προαναφερθέντα, ο ενάγων δικαιούται ως επιδόματα εορτών τα ακόλουθα ποσά: α) για επίδομα Πάσχα 2015, που αφορά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 27-3-2015 έως 30-4-2015, το ποσό των 496,76 ευρώ [ήτοι, βασικός μισθός ενεργείας 1.527,27 ευρώ + επίδομα Κυριακών 336,00 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 519,52 ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 1.556,10 ευρώ {σύνολο δικαιούμενης υπερωριακής αμοιβής κατά το χρονικό διάστημα από 27-3-2015 έως 30-4-2015, ήτοι 1.556,20 ευρώ  υπερωριακή αμοιβή για 25 καθημερινές και 5 Σάββατα : 30 ημέρες = 51,87 ευρώ Χ 30} = 3.974,11 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 = 1.987,06 ευρώ : 15 ημέρες = 132,47 ευρώ / οκταήμερο Χ 3,75 οκταήμερα που αναλογούν στο άνω χρονικό διάστημα = 496,76 ευρώ], β) για επίδομα Χριστουγέννων 2015, που αφορά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-5-2015 έως 31-12-2015, το ποσό των  4.125,61  ευρώ [ήτοι, βασικός μισθός ενεργείας 1.527,27 ευρώ + επίδομα Κυριακών 336,00 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 519,52 ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 1.707,60 ευρώ {σύνολο δικαιούμενης υπερωριακής αμοιβής κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 31-12-2015 {ήτοι 11.839,84 ευρώ υπερωριακή αμοιβή για 164 καθημερινές, 33 Σάββατα και 11 αργίες : 208 ημέρες = 56,92 ευρώ  Χ 30} = 4.125,61 ευρώ], γ) για επίδομα Πάσχα 2016, που αφορά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-1-2016 έως 30-4-2016, το ποσό των 2.079,01 ευρώ [ήτοι, βασικός μισθός ενεργείας 1.527,27 ευρώ + επίδομα Κυριακών 336,00 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 519,52 ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 1.740,00 ευρώ {σύνολο δικαιούμενης υπερωριακής αμοιβής κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2016 έως 30-4-2016, ήτοι 6.032,44 ευρώ υπερωριακή αμοιβή για 81 καθημερινές, 18 Σάββατα και 5 αργίες : 104 ημέρες = 58,00 ευρώ Χ 30} = 4.158,01 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 = 2.079,01 ευρώ] και δ) για επίδομα Χριστουγέννων 2016, που αφορά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-5-2016 έως 6-6-2016, το ποσό των  544,29 ευρώ [ήτοι, βασικός μισθός ενεργείας 1.527,27 ευρώ + επίδομα Κυριακών 336,00 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 519,52 ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 1.755,90 ευρώ {σύνολο δικαιούμενης υπερωριακής αμοιβής κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2016 έως 31-12-2016 {ήτοι 1.814,36 ευρώ υπερωριακή αμοιβή για 24 καθημερινές, 5 Σάββατα και 2 αργίες : 31 ημέρες = 58,53 ευρώ  Χ 30} = 4.173,91 ευρώ Χ 2/25 = 333,92 ευρώ Χ 1,63 δεκαεννεαήμερα = 544,29 ευρώ]. Έτσι, για δώρα εορτών κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 27-3-2015 έως 6-6-2016 ο ενάγων δικαιούταν το συνολικό ποσό των (496,76 + 4.125,61 + 2.079,01 ευρώ +544,29) 7.245,67 ευρώ. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, που δέχθηκε ότι για δώρα εορτών οφείλονται στον ενάγοντα τα ανωτέρω ποσά που ανέρχονται συνολικά σε 7.245,67 ευρώ, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της Β έφεσης του ενάγοντος, κατά το σκέλος του με το οποίο γίνεται επίκληση εσφαλμένου υπολογισμού των επιδομάτων εορτών, λόγω εσφαλμένου υπολογισμού του μέσου όρου της υπερωριακής του εργασίας, με βάση τον οποίο υπολογίστηκαν οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του και στη συνέχεια, με βάση αυτές, υπολογίστηκαν τα επιδόματα εορτών του.             Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε και αποναυτολογήθηκε από το άνω πλοίο στις 6-6-2016 «αμοιβαία συναινέσει», όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο, μετά από αίτηση του ίδιου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης κατά τον Κ.Ι.Ν.Δ. Ο ισχυρισμός του, κατά τον οποίον αναγράφηκε προσχηματικά ότι η απόλυσή του έγινε «αμοιβαία συναινέσει», ενώ στην πραγματικότητα έγινε μονομερώς από τον πλοίαρχο του πλοίου, χωρίς υπαιτιότητα του ιδίου, καθώς συμφωνήθηκε να απολυθεί ο ίδιος «λόγω αδείας» ουδόλως αποδείχθηκε, δεδομένου μάλιστα ότι δεν προέκυψε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για το οποίο ο ενάγων αιτήθηκε αδείας, η δε σχετική ένορκη βεβαίωση του άνω μάρτυρά του, κατά την οποία ο ενάγων επέστρεψε μετά από μία εβδομάδα πλην όμως η εναγόμενη αρνήθηκε να τον επαναυτολογήσει, διαψεύδεται – ως προς τη διάρκεια απουσίας του ενάγοντος – από την επ’ ακροατηρίω εξέταση του ιδίου, σύμφωνα με την οποία επέστρεψε στο πλοίο αφού ήδη είχε παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο του ενός μήνα. Τα ίδια έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς ο ενάγων να την προσβάλλει με λόγο έφεσης κατά το κεφάλαιό της αυτό, κατά το οποίο, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται να εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί (Α.Π. 490/2010, Νο.Β. 58, 2057, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, αριθ. 1329, 1368, σ.σ. 336,  347). Τέλος, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα για το επίδικο χρονικό διάστημα εργασίας του από 27-3-2015 έως 6-6-2016 το συνολικό χρηματικό ποσό των 30.832,00 ευρώ, όπως συνομολογεί ο ίδιος και προκύπτει και από την προσκομιζόμενη απ’ αυτόν εκτύπωση κινήσεων του τραπεζικού του λογαριασμού στην τράπεζα Alpha Bank (η εναγομένη δεν προσκόμισε τις αποδείξεις μισθοδοσίας του). Ενόψει δε του ότι ο ενάγων δικαιούταν για τις άνω αιτίες το συνολικό ποσό των (34.698,44 + 21.375,32 + 1.620,97 + 7.245,67) 64.940,40, η εναγόμενη του οφείλει υπόλοιπο (64.940,40 – 30.832,00) 34.108,40 ευρώ. Να προστεθεί εδώ ότι το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να επιληφθεί των απορριφθέντων πρωτόδικα ως απαράδεκτων κατ’ άρθρο 591 αριθ. 1δ’ Κ.Πολ.Δ. ενστάσεων της εναγομένης α) περί συμψηφισμού στην άνω απαίτηση του ενάγοντος επιπλέον ποσού 1.237,63 ευρώ που αυτή ισχυρίζεται ότι του κατέβαλε και β) καταχρηστικής άσκησης της αγωγής του, παρά το γεγονός ότι η μεταξύ τους σύμβαση εργασίας κυλούσε ομαλά και είχε λάβει πλήρως και ολοσχερώς τις δεδουλευμένες αποδοχές του με βάση την οικεία Σ.Σ.Ε, δοθέντος ότι το οικείο τμήμα της πρωτόδικης απόφασης, η οποία δέχθηκε εν μέρει την άνω αγωγή, δεν προσβάλλεται με λόγο της έφεσης της εναγομένης και ενόψει τούτου δεν αρκεί η επαναφορά των άνω ενστάσεών της απλά με τις προτάσεις της (Α.Π. 1710/2012, Α.Π. 979/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης, ό.α, αριθ. 1195 και 1386, σ.σ. 310, 353). Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει: α) να απορριφθεί η Α έφεση της εναγομένης ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να καταδικαστεί η τελευταία στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για τον παρόντα (δεύτερο) βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και β) να γίνει δεκτή η Β έφεση του ενάγοντος ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, όχι μόνο ως προς το κεφάλαιο για το οποίο έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι της Β έφεσης, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Λαρ. 4/2017, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδοση 2006, σ.σ. 430, 431) και εντεύθεν και ως προς τη σχετική διάταξη των δικαστικών εξόδων. Στη συνέχεια το Δικαστήριο τούτο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να δικάσει επί της από 13-12-2016 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./13-12-2016 αγωγής, να δεχτεί αυτήν εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία κατά τη μόνη βάση της από έγκυρη σύμβαση ναυτικής εργασίας [που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 648, 652, 653, 655 Α.Κ, 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 1, 2, 53, 54, 60, 72 επ., 82, 84 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/1982) και των διατάξεων της από 08.04.2014 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014, που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (Φ.Ε.Κ. Β’ 1664/24-06-2014)] και να υποχρεώσει την εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 34.108,40 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του (άρθρα 341 παρ. 1 και 345 εδ. α’ Α.Κ, Α.Π. 493/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΌΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις υπό στοιχεία Α και Β  άνω εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την υπό στοιχείο Α έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην άνω έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την υπό στοιχείο Β έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 1202/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών  – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί τοις ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 13-12-2016 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……/13-12-2016 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων, εκατόν οκτώ ευρώ και σαράντα λεπτών (34.108,40), με το νόμιμο τόκο από 7-6-2016 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων εβδομήντα (1.370,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 19 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ