Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 233/2020

Αριθμός    233/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 4.7.2019 και με αριθμό ./../2019 ανακοπή ερημοδικίας της εκκαλούσας και ήδη ανακόπτουσας ναυτικής εταιρίας με έδρα τη …… Αττικής κατά του εφεσιβλήτου κατοίκου Περάματος ήδη καθού η ανακοπή και της με αριθμό 229/2019 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση επί της με αριθμό ……/2017 εφέσεως κατά της με αριθμό 3140/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ερήμην της εκκαλούσας και απέρριψε την έφεση της, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενώπιον του Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου στις 4.7.2019 δηλαδή εντός της δεκαπενθήμερης προθεσμίας, αφού η ανακοπτόμενη απόφαση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα εκκαλούσα επιμέλεια του καθού η ανακοπή εφεσιβλήτου στις 19.6.2019 σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ………. σε αντίγραφο της ανακοπτόμενης απόφασης (άρθρα 144, 495 και 503 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή, αφού έχει προκαταβληθεί και το με αριθμό …………./2019 παράβολο των 290 ευρώ που όρισε η ανωτέρω ερήμην απόφαση (άρθρο 505 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της.

Κατά το άρθρο 501 ΚΠολΔ ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Κατά δε το άρθρο 509 του ίδιου Κώδικα αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα και το δικαστήριο πιθανολογεί ότι είναι βάσιμοι οι λόγοι που προτάθηκαν, εξαφανίζει την απόφαση που ανακόπηκε και τις πράξεις που ενεργήθηκαν μετά την απόφαση αυτή και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς. Αλλιώς απορρίπτει την ανακοπή και διατάσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (βλ. ΕφΑθ 3670/2007, ΕΦΑΔ 2008 816, ΕφΑθ 2931/2007, ΕΦΑΔ 2008 709, ΕφΠατρ 1011/2007, ΑχαΝομ 2008, 433). Εξάλλου, ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, το οποίο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη (βλ. ΑΠ 1260/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1793/2009, ΕλλΔνη 2010, 681, ΑΠ 1562/2008 ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός που συνιστά την εν λόγω ανώτερη βία μπορεί να αφορά και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και συγκεκριμένα η απρόβλεπτη, αιφνίδια και βαριά σωματική ή πνευματική νόσο, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάσταση του. Στην έννοια της ανώτερης βίας εκτός από την ασθένεια εμπίπτει και κάθε άλλο περιστατικό που καθιστά παντελώς αδύνατη-και όχι απλώς δυσχερή ή δαπανηρή την αυτοπρόσωπη ή με πληρεξούσιο δικηγόρο επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όπως επίσης αδύνατη θα πρέπει να καθίσταται η παράσταση του δικηγόρου στο δικαστήριο ή η ειδοποίηση του εντολέα, για να προβεί εγκαίρως στην αντικατάσταση του, όταν πρόκειται για αιφνίδια και βαριά ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου (βλ. Γ. Διαμαντόπουλο, Η ανώτερη βία ως λόγος ανακοπής ερημοδικίας, 1997, σελ. 77 επ. με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία) Σημειωτέον, ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για το διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από το μέσο νομικό παραστάτη (βλ. ΑΠ 1778/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1506/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4248/2006, ΕλλΔνη 48, 220, ΕφΑθ 2375/1995, ΕλλΔνη 37, 1384, Γ. Διαμαντόπουλο, ό.π., 2 σελ. 38 επ., 62 επ. και 72 επ., Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ άρθρο 501 αρ. 13).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα αιτείται με την υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας να εξαφανιστεί η με αριθμό 229/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε, ερήμην αυτής, επί της από 14.2.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…./2017 εφέσεως της, κατά της με αριθμό 3140/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για το λόγο ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της κατά την ημερομηνία συζήτησης της εφέσεως και τη στιγμή μετάβασης του από την Αθήνα στα Δικαστήρια του Πειραιά στις 10.30 πμ αισθάνθηκε έντονη αδιαθεσία με λιποθυμική τάση και ζαλάδες και ακολούθως χρειάστηκε να μεταβεί εκτάκτως στο νοσοκομείο Metropolitan στο Νέο Φάληρο και να εξεταστεί από τον ιατρό ………., ο οποίος διέγνωσε ότι έπασχε από εμπύρετο ιογενή γαστρεντερίτιδα και του συστήθηκε η κατ’οίκον παραμονή με οδηγίες διαίτης και φαρμακευτική αγωγή επί διημέρου. Ότι ακολούθως αυτός (ο δικηγόρος) εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να την εκπροσωπήσει, ούτε να την ενημερώσει, προκειμένου να παραστεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και να εκπροσωπηθεί από άλλο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της εν λόγω υποθέσεως. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ορισμένο και νόμιμο λόγο ανακοπής ερημοδικίας, ενόψει του ότι εκτίθεται με σαφήνεια στο δικόγραφο αυτής, τόσο το είδος όσο και η διάρκεια της επικαλούμενης ασθένειας του πληρεξούσιου  δικηγόρου  της ανακόπτουσας. ‘Ομως, από τα σχετικά αποδεικτικά μέσα, ήτοι τα όσα κατέθεσε για το θέμα αυτό ο μάρτυρας της ανακόπτουσας και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότητα του ως άνω λόγου της ένδικης ανακοπής ερημοδικίας. Ειδικότερα, όσον αφορά στην επικληθείσα από την ανακόπτουσα ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου της προσκομίζεται μετ` επικλήσεως η από 4.4.2019 ιατρική βεβαίωση του ιδιωτικού θεραπευτηρίου Metropolitan υπογεγραμμένη από το γενικό χειρούργο …………, η οποία αναφέρει επί λέξει ότι: «Ο κος ………. προσήλθε εκτάκτως προς εξέταση (ώρα 10.35 πμ) λόγω αναφερόμενου διάχυτου κοιλιακού άλγους με πυρετό και συνοδά διαρροϊκά επεισόδια. Εκ του κλινικού ελέγχου διαπιστώθηκε εμπύρετος ιογενής γαστρεντερίτιδα και συνεστήθη κατ’οίκον παραμονή επί διημέρου με οδηγίες διαίτης και φαρμακευτική αγωγή. Το παρόν χορηγείται για κάθε νόμιμο χρήση». Όμως αφενός ο πληρεξούσιος συνήγορος του καθού η ανακοπή αμφισβητεί το κώλυμα του πληρεξουσίου της ανακόπτουσας αναφέροντας στις προτάσεις του ότι ο λόγος αυτός είναι παντελώς προσχηματικός. Ειδικότερα όπως διευκρίνισε και ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη συζήτηση της υπό κρίση ανακοπής την παραμονή της συνεδρίασης για τη συζήτηση της εφέσεως ο επικαλούμενος εδώ ασθένεια συνάδελφος του του τηλεφώνησε για να τον ενημερώσει ότι θα αιτηθεί την και πάλι για δεύτερη φορά αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης. Επίσης του ανακοίνωσε ότι σκόπευε να μην παραστεί κατά τη συζήτηση στην περίπτωση που ο τελευταίος του δεν συναινούσε στη χορήγηση της αναβολής. Από την κατάθεση δε του μάρτυρα της ανακόπτουσας ……… αποδεικνύεται ότι η ανακόπτουσα σκόπευε να μην εξετάσει μάρτυρα κατά τη συζήτηση της εφέσεως και ότι μόλις στις 11.15 με 11.20 δηλαδή λεπτά πριν την εκδίκαση της υπόθεσης, ενημερώθηκαν για το επικαλούμενο κώλυμα εμφάνισης του πληρεξουσίου δικηγόρου της εδώ ανακόπτουσας. Τα παραπάνω όμως δεν συνιστούν μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένα γεγονός εξαιρετικής φύσης, καθώς η ανακόπτουσα υποχρεούτο να παρακολουθεί εάν ο εν λόγω πληρεξούσιος δικηγόρος της ενήργησε ή επρόκειτο να ενεργήσει εγκαίρως σύμφωνα με την εντολή της για τη συζήτηση της εφέσεως γεγονός που δεν αποδείχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού από την κατάθεση του προαναφερόμενου μάρτυρα της ανακόπτουσας αποδεικνύεται ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ανακόπτουσας δε βρισκόταν εκείνη τη μέρα στα δικαστήρια του Πειραιά για να παρακολουθήσει την πορεία της υπόθεσης του. Επιπλέον είναι χαρακτηριστικό ότι ο επικαλούμενος κώλυμα πληρεξούσιος δικηγόρος είχε κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας την άποψη ότι δεν χρειαζόταν σε αυτή τη δικάσιμο να εξετάσει μάρτυρα προς ανταπόδειξη της αγωγής για την περίπτωση που θα γινόταν δεκτή η υπό κρίση ανακοπή, παρόλο που η ανακόπτουσα εκκαλούσα δεν είχε εμφανιστεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς δεν είχε τηρηθεί η αρχή της προφορικότητας (άρθρο 115 παρ. 2 του ΚΠολΔ), με συνέπεια να είναι απαραίτητη και άλλη στάση δίκης. Κατόπιν όλων των ανωτέρω  δεν πιθανολογήθηκε ότι υφίστατο ανώτερη βία, δηλαδή γεγονός εξαιρετικής φύσης, το οποίο δεν μπορούσε να αποφευχθεί με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης κατά τον κρίσιμο χρόνο της 4.4.2019, δηλαδή δεν πιθανολογήθηκε ότι η επικληθείσα ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου της ανακόπτουσας αποτέλεσε ανυπέρβλητο κώλυμα για τη μη εμφάνιση αυτού του ιδίου του πληρεξουσίου δικηγόρου ή κάποιου εκ των συνεργατών του στο Δικαστήριο τούτο κατά τη συζήτηση της ως άνω εφέσεως της εδώ ανακόπτουσας. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του μοναδικού λόγου της κρινόμενης ανακοπής ερημοδικίας, πρέπει να απορριφθεί αυτή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του σχετικού παραβόλου (ποσού 290 ευρώ), που η ανακόπτουσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της (άρθρο 509 εδ. β του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του καθού η ανακοπή ερημοδικίας, λόγω της απόρριψης του ένδικου αυτού μέσου, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας ανακόπτουσας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 4.7.2019 και με αριθμό …………./2019 ανακοπή ερημοδικίας κατά της με αριθμό 229/2019 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου που εκδόθηκε ερήμην της εκκαλούσας επί της με αριθμό ……../2017 εφέσεως κατά της με αριθμό 3140/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Δέχεται τυπικά την ανακοπή ερημοδικίας και απορρίπτει αυτή κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του με αριθμό ……../2019 παραβόλου των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ, που ορίσθηκε με την 229/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα του καθού η ανακοπή, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   19 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

     Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ