Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 251/2020

Αριθμός    251/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση: α) η από  25-4-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. …./2018) έφεση των : ……. και ……… και β) η από 27-4-2018 (γεν. αριθμ.καταθ…../2018) έφεση του …………. κατά των : …….. και …………

Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ. 1275/2018 οριστικής απόφασης  του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  (άρθρ.495 παρ. 1 και 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β, 2, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2,  520 παρ. 1, και 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια ως άνω διαδικασία  (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, επειδή  επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31,246,524 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρ.57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2§1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Tα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57§2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ. Ειδικότερα κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση,  που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη.

Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367§1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών (στην υπό στοιχ. β΄ έφεση) – εφεσίβλητος (στην υπό στοιχ. α΄ έφεση) με την από 4-7-2017 (γεν.αριθμ.καταθ…../2017) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξέθετε τα ακόλουθα:  Ότι είναι κληρικός, απονεμηθείς το αξίωμα (Οφφίκιο) του …………, ότι στις 11-4-2017 και περί ώρα 12η μεσημβρινή προσήλθε στα γραφεία της Ιεράς Μητρόπολης Πειραιώς ο δεύτερος των εναγομένων και ήδη εκκαλών (στην υπό στοιχ.α΄έφεση) – εφεσίβλητος (στην υπό στοιχ. β΄ έφεση) , ο οποίος τυγχάνει δόκιμος εκκλησιαστικός υπάλληλος – οδηγός του Σεβ.Μητροπολίτη …, συνοδευόμενος από την πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα (στην υπό στοιχ.α΄έφεση) – εφεσίβλητη (στην υπό στοιχ.β΄έφεση), ότι κατά την ημέρα εκείνη ο Σεβ. Μητροπολίτης … ξεκινούσε πειθαρχική δίωξη σε βάρος του παραπάνω δοκίμου εκκλησιαστικού υπαλλήλου για εκτός της υπηρεσίας μη προσήκουσα συμπεριφορά και έλλειψη εκκλησιαστικού φρονήματος σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ.3β Κώδικα Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων, και τούτο το γνώριζαν οι εναγόμενοι. Ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι ανήλθαν στον 5ο όροφο του κτιρίου των γραφείων της Μητροπόλεως όπου βρίσκονται τα γραφεία του Σεβ. Μητροπολίτη … και ενώπιον : α) του διευθυντή του ιδιαιτέρου Γραφείου αυτού, κ. …….., β) του Γραμματέως του ιδιαιτέρου Γραφείου αυτού, Πρωτοπρεσβύτερου ……., γ) του Αρχιδιακόνου Κοσμά Ρισάνου και δ) του κ. ……….., λαϊκού, ισχυρίστηκαν (οι εναγόμενοι) ψευδείς ισχυρισμούς εν γνώσει αυτών, με σκοπό να προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή του.

Ότι πιο συγκεκριμένα, η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε ψευδώς ότι δήθεν την παρενόχλησε (ο ενάγων) σεξουαλικά και ότι δήθεν την προσκάλεσε αυτός στην οικία του στο ……….. με σκοπό τη διάπραξη ασελγών πράξεων δήθεν λέγοντάς της : «έλα, να μου κάνεις μασάζ για να χαλαρώσω». Ότι την απόφαση να προβεί στην παραπάνω εγκληματική ενέργεια προκάλεσε με δόλο ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος επιπλέον της παρείχε προς τούτο συνδρομή, συνοδεύοντας και οδηγώντας αυτήν στα γραφεία του Σεβ. Μητροπολίτου .., ενώ γνώριζε πού καλά ότι ουδέποτε συνέβησαν όσα συκοφαντικά ισχυρίστηκε η πρώτη εναγομένη, απώτερος δε στόχος του ήταν να «αποπροσανατολίσει» τον Σεβ. Μητροπολίτη …. από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του, προκαλώντας την δική του άδικη καταδίωξη.

Ότι τα παραπάνω ψευδώς ισχυρισθέντα από την πρώτη των εναγομένων προσβάλλουν κατάφωρα το πρόσωπό του, την τιμή και την υπόληψή του, τόσο ως ανθρώπου, όσο και κυρίως ως άγαμου κληρικού, φέροντος το οφφίκιο του …………, κλονίζοντας τον σεβασμό, την εμπιστοσύνη, την εκτίμηση και αγάπη που τρέφουν προς αυτόν οι πιστοί της περιοχής της Ιεράς Μητροπόλεως ….., οι κληρικοί στην ίδια Ιερά Μητρόπολη και οι εν γένει εκκλησιαστικοί υπάλληλοι και λαϊκοί που έλαβαν γνώση των ψευδών παραπάνω ισχυρισμών. Ότι η πρώτη εναγομένη, με τη συνέργεια και ηθική αυτουργία του δευτέρου εναγομένου, δια των παραπάνω ψευδών ισχυρισμών της τον παρουσίασε ως ανήθικο κληρικό που δεν σέβεται και δεν τιμά τον όρκο αγαμίας που έδωσε όταν εισήλθε στις τάξεις του ιερού κλήρου με το μυστήριο της Ιεροσύνης. Ότι οι ψευδείς ισχυρισμοί των εναγομένων αποτελούν κατάφωρη προσβολή της τιμής και της υπόληψής του, διατυπώθηκαν δε από την πρώτη εναγομένη και με τη συνέργεια και ηθική αυτουργία του δευτέρου εναγομένου, σκοπίμως, προκειμένου να προσβάλλουν το πρόσωπό του και να θίξουν το ήθος, την τιμή και την Ιεροσύνη του, προς δε και να τον καταστήσουν υπόλογο ενώπιον του Σεβ.Μητροπολίτη ……. και να προκαλέσουν τη καταδίωξή του στους κόλπους της Εκκλησίας, αφού οι προαναφερθέντες ψευδείς και συκοφαντικοί ισχυρισμοί των εναγομένων αποτελούν εκκλησιαστικό αδίκημα που τιμωρείται κατά το Κανονικό δίκαιο και θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στην καθαίρεσή του και ότι εξαιτίας της παραπάνω αδικοπρακτικής σε βάρος του συμπεριφοράς των εναγομένων προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητά του και  υπέστη ηθική βλάβη.

Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, επικαλούμενος  την ευθύνη των εναγομένων από την αδικοπραξία που τέλεσαν σε βάρος του κατά τα αναφερόμενα ως ανωτέρω στην αγωγή του, ζήτησε μ΄αυτήν (αγωγή) όπως το αίτημά του παραδεκτά περιορίστηκε (από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό) με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά αλλά και με τις προτάσεις που κατέθεσε  (άρθρ.223, 224, 295 παρ.1  ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των εκατό χιλιάδων (100,00) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, νομιμοτόκως το ανωτέρω ποσό από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, με την επιφύλαξη της περαιτέρω διεκδίκησης ποσού 44 ευρώ από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο και να καταδικασθούν αυτοί στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή όπως κατά τα ανωτέρω παραδεκτά περιορίστηκε, έγινε δεκτή αυτή εν μέρει ως και κατ`ουσίαν βάσιμη και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση και τέλος καταδικάστηκαν οι εναγόμενοι στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενοι με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους λόγους που αναφέρονται σ`αυτές, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια ο μεν ενάγων, να γίνει καθ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του, οι δε εναγόμενοι, να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Με την ανωτέρω διάταξη, χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο και στην κατ` έφεση δίκη (ΑΠ 680/1994 Δνη 36,1104, ΑΠ 678/1998 ΕΕργΔ 47,297), να αναβάλει με απόφασή του τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη, η οποία επηρεάζει, κατά οποιοδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της αστικής διαφοράς (ΑΠ 1479/1984 ΕλλΔνη 26,646). Έτσι, για την αναβολή της συζήτησης, απαιτείται, αφενός εκκρεμής ποινική αγωγή, αφετέρου δε επηρεασμός της ποινικής αγωγής στη διάγνωση αστικής δικαιολογικής σχέσης, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση μιας πράξης που τελέστηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή, όσον αφορά τα θεμελιωτικά της δικαιολογικής σχέσης περιστατικά (ΕΑ 1504/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 3221/2006 Δνη 2009/274). Εκκρεμής δε θεωρείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανεξαρτήτως της εισαγωγής ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης. Και είναι αλήθεια ότι η αμετάκλητη ποινική απόφαση, ούτε δημιουργεί, ούτε είναι δυνατόν να δημιουργήσει δεδικασμένο για τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία στηρίζουν παραλλήλως, αφενός μεν την ποινική αξίωση της πολιτείας κατά του κατηγορουμένου, αφετέρου δε την εναντίον του αστική αξίωση, πλην όμως, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, ο δικαστής είναι ελεύθερος να εκτιμήσει και αξιολογήσει, κατά συνείδηση, την ποινική απόφαση. Έτσι, απόκειται στην έμφρονα κρίση του πολιτικού δικαστηρίου να εξετάσει, αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία περί της βασιμότητας της εκκρεμούς αγωγής (ΕφΘεσ 52/2009 Αρμ 2009,718, ΕφΔωδ 98/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 3177/2006 Δνη 2007,1508).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, και όσα εκθέτουν οι ίδιοι, προκύπτει ότι υπάρχει εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της επίδικης αστικής διαφοράς.

Συγκεκριμένα, μετά την υποβολή της από 4-7-2017 με ………. έγκλησης από τον ενάγοντα κατά των εναγομένων στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ασκήθηκε σε βάρος των τελευταίων ποινική δίωξη για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδούς καταμήνυσης και της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις,  για την εκδίκαση των οποίων προσδιορίστηκε δικάσιμος στις  21/ 11/2018 (βλ. σχετ. έγκληση και το από 8-6-2018 κατηγορητήριο).

Όπως είναι προφανές η εκκρεμής αυτή ποινική δίκη με κατηγορούμενους τους εναγόμενους, επηρεάζει ουσιωδώς τη διάγνωση της διαφοράς που εκκρεμεί στο Δικαστήριο αυτό, αφού τα ως άνω αδικήματα στηρίζονται στα αυτά πραγματικά περιστατικά (ίδιο βιοτικό συμβάν), στα οποία θεμελιώνεται ως αστικό αδίκημα η ευθύνη των εναγομένων.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, κατ΄εφαρμογή του άρθρου 250 ΚΠολΔ, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης  επί της ουσίας, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ανωτέρω ποινική διαδικασία εναντίον των εναγομένων, για την ασφαλέστερη κρίση ως προς την ένδικη αγωγή, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων : α) την από  25-4-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. …/2018) έφεση και β) την από 27-4-2018 (γεν. αριθμ.καταθ…../2018) έφεση.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας έως ότου περατωθεί αμετάκλητα η αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας ποινική διαδικασία σε βάρος των εναγομένων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ