Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 255/2020

Αριθμός    255/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 28.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 157/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 10.10.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 αγωγής της ήδη εκκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας με έδρα τη Νάουσα Πάρου έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 2, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ………/2019 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ). Επίσης, η εφεσίβλητη εναγομένη αλλοδαπή εταιρία με έδρα το Λονδίνο άσκησε παραδεκτά ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Πειραιά με ιδιαίτερο δικόγραφο τη με αριθμό ………./25.10.2019 αντέφεση που κοινοποίησε εμπροθέσμως την 30.10.2019 στην εκκαλούσα, όπως αποδεικνύεται από τη σχετική βεβαίωση στο δικόγραφο της αντεφέσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά ………… Με την αντέφεση προσβάλλεται το κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, που έχει προσβληθεί με την έφεση (άρθρο 523 ΚΠολΔ). Συνεπώς, η έφεση και η αντέφεση πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού διαταχθεί παράλληλα η ένωση και συνεκδίκασή τους (άρθρο 246 σε συνδ. με άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 315 ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει, μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Τέτοια διόρθωση, ακόμη και του διατακτικού, δεν αποτελεί μεταβολή της έννοιας της απόφασης, αλλά ορθή διατύπωση της πραγματικής κρίσης του δικαστηρίου και είναι επιτρεπτή και αν ακόμα μ` αυτήν επέρχεται μεταβολή του διατακτικού, χωρίς να αποτελεί παράβαση των αρχών του δεδικασμένου. Περαιτέρω, κατά την ίδια διάταξη, αρμόδιο για τη διόρθωση, είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση. Όταν όμως το Εφετείο απορρίπτει την έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και ως εκ τούτου επέρχεται σιωπηρή ενσωμάτωση της πρωτόδικης απόφασης στην απορριπτική της έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται παράλληλη αρμοδιότητα του Εφετείου να διατάξει και τη διόρθωση της πρωτόδικης απόφασης (ΑΠ 1124/ 997). Τέλος η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα αναλογικά και επί γραφικών ή λογιστικών λαθών που παρεισέφρυσαν κατά τη σύνταξη των πρακτικών (ΑΠ 166/2017, ΑΠ 250/2015 δημ. νομος).

Με την από 10.10.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ήδη εκκαλούσα εξέθετε ότι µε το υπό ελληνική σηµαία επαγγελµατικό σκάφος θαλασσίων µέσων αναψυχής Ε/Φ «NH», Νηολογίου Πάρου, πλοιοκτησίας της, παρείχε την 15-8-2016, υπηρεσίες θαλάσσιας αρωγής στο υπό σηµαία Μάλτας επαγγελµατικό πλοίο αναψυχής «GΡ», πλοιοκτησίας της ήδη εφεσίβλητης αντεκκαλούσας, το οποίο ευρίσκετο σε κίνδυνο, στη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Νάουσας Πάρου, υπό τις συνθήκες που περιγράφονταν ειδικότερα στην ένδικη αγωγή. Ότι η εύλογη αµοιβή της για τη θαλάσσια αρωγή, που παρασχέθηκε ως ανωτέρω, εκτιµάται στο ποσό των 200.000,00 ευρώ. Ότι η εφεσίβλητη μέχρι σήμερα αρνείται πεισµατικά να της καταβάλλει οποιαδήποτε αµοιβή της. Με βάση αυτό το ιστορικό, αιτήθηκε να υποχρεωθεί η ήδη εφεσίβλητη να της καταβάλει με προσωρινά εκτελεστή απόφαση το ποσό των 200.000,00 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από την 16-8-2016, ήτοι από την επόµενη της ηµεροµηνίας ολοκλήρωσης παροχής της επιθαλάσσιας αρωγής, άλλως από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής και µέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα και άρα διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 ΚΠολΔ και άρθρο 3 και 42§2 ΚΠολΔ, σε συνδυασµό µε το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και το άρθρο 26§1 του κανονισμού της Ευρωπαϊκής ένωσης για τη Διεθνή δικαιοδοσία και την Αναγνώριση & εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές – εμπορικές υποθέσεις (1215/2012) καθώς έκρινε ότι υφίσταται σιωπηρή παρέκταση  αρμοδιότητας εκ της μη αµφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αφενός αναφέροντας ότι η σύμβαση επιθαλασσίου αρωγής αποτελεί σύμβαση έργου που καταρτίζεται σιωπηρά, αφετέρου κρίνοντας ότι με την Ελλάδα συνδέεται η σύμβαση αυτή στενότερα (άρθρο 4 παρ. 4 της συμβάσεως ΕΕ 598/2008 (Ρώμη Ι)) εκ της ελληνικής σηµαίας του φερόμενου ως αρωγού πλοίου, και είναι το δίκαιο το πιο οικείο στην εκκαλούσα – διασώστρια και το δίκαιο της χώρας όπου έχουν τη συνήθη διαµονή τους τα µέρη που παρείχαν τη χαρακτηριστική παροχή (επιθαλάσσια αρωγή). Εφάρμοσε ακολούθως τη Διεθνή Σύμβαση για την επιθαλάσσια αρωγή του 1989 που υπεγράφη στο Λονδίνο και κυρώθηκε από την Ελλάδα µε το ν. 2391/1996. Ανέφερε επιπλέον ότι υφίστατο μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου διότι η εφεσίβλητη δεν αντέλεξε επί των αναφερόμενων στην αγωγή διατάξεων. Στη συνέχεια η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη πλην του πρώτου παρεπόμενυ αιτήματος περί καταβολής τόκων και εφόσον είχε καταβληθεί το δικαστικό ένσημο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την έκανε δεκτή κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν διατυπώνοντας όμως λανθασμένο, δηλαδή μικρότερο ποσό στο διατακτικό από αυτό που είχε δεχτεί ότι έπρεπε να επιδικαστεί στο σκεπτικό. Η παραδρομή αυτή όμως θα διορθωθεί αυτεπαγγέλτως από αυτό το Δικαστήριο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης παραπονούνται ήδη αμφότερα τα διάδικα μέρη η μεν εκκαλούσα για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων με τους τρεις συναφείς λόγους εφέσεως αιτούμενη να γίνει δεκτή στο σύνολο της η αγωγή της, η δε αντεκκαλούσα πλήττοντας το σχετικό κεφάλαιο που αφορά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, επίσης παραπονούμενη αιτείται να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.

Στην ελληνική νομοθεσία υπάρχουν τρία νομοθετικά κείμενα, που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, που απορρέουν από την επιθαλάσσια αρωγή. Αυτά είναι κατά χρονολογική σειρά: α) ή Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910 για την επιθαλάσσια αρωγή και τη ναυαγιαίρεση, η οποία κυρώθηκε με το ν. ΓΩΠΣΤ/1911, β) οι διατάξεις του δέκατου τρίτου τίτλου του ΚΙΝΔ «περί των εκ της επιθαλασσίου αρωγής απαιτήσεων» και γ) η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, με τις συνημμένες δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, οι οποίες κυρώθηκαν με το ν. 2391/1996. Η τελευταία Διεθνής Σύμβαση άρχισε να ισχύει διεθνώς και στην Ελλάδα στις 3 Ιουνίου 1997, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 αυτής (βλ. ανακοίνωση ΥΠΕΞ της 19-6/4-7-1996 στον ΚΝοΒ 1996 σελ. 998). Κατά το άρθρο 2 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, αυτή καταλαμβάνει τις δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, που αφορούν θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν, οποτεδήποτε οι διαδικασίες αυτές εισάγονται σε Κράτος – Μέλος, δηλαδή διέπει, μεταξύ άλλων, και τις σχετικές υποθέσεις που εισάγονται στα ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αρωγού ή του βοηθούμενου πλοίου και χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο αλλοδαπότητας της διαφοράς (Α. Αντάπαση: Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, εκδ. 1992, Ι σελ. 151). Εξάλλου, εφόσον η Ελλάδα δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη από αυτές που προβλέπει το άρθρο της Σύμβασης (βλ. CMI Yearbook 1999, σελ. 457 – 459), οι διατάξεις αυτές διέπουν και τις εσωτερικές θαλάσσιες αρωγές, δηλαδή αυτές που παρέχονται σε εσωτερικά ύδατα και από (ή σε) πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Η διεθνής αυτή σύμβαση καταργεί το δίκαιο της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1910 και όσες διατάξεις του ΚΙΝΔ ρυθμίζουν τα θέματα, τα οποία υπάγονται στη ρύθμιση της νέας Σύμβασης (ΕφΠειρ 516/2010 ΕΝΔ 38.442, σχόλια Ι. Κοροτζή σε Ναυτική Δικαιοσύνη 2002, σελ. 54-55). Για τους σκοπούς της Διεθνούς Συμβάσεως αυτής κατ` άρθρο 1α επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής σημαίνει κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο, που βρίσκεται σε κίνδυνο σε οποιαδήποτε ύδατα, πλεύσιμα ή μη. Διακρίνεται σε αρωγή διεπόμενη από (μόνο) τον νόμο, αρωγή διεπόμενη από σύμβαση συναφθείσα υπό την επήρεια του κινδύνου και αρωγή διεπόμενη από σύμβαση προγενέστερη του κινδύνου. Η διεπόμενη από το νόμο (τη Διεθνή Σύμβαση) αρωγή δημιουργεί υπέρ του αρωγού αξίωση αμοιβής. Η εκ του νόμου αξίωση αμοιβής κατ` άρθρα 12,13 παρ.3 προϋποθέτει ωφέλιμο αποτέλεσμα της αρωγής και περιορίζει την αξίωση αμοιβής μέχρι της αξίας των σωθέντων. Ο περιορισμός δεν ισχύει για τη σύμβαση αρωγής που μπορεί να συναφθεί ελεύθερα. Η σύμβαση αρωγής κατ` άρθρα 6,14 και 17 αποκλείει τη μεταξύ των συμβαλλομένων γένεση των εκ του νόμου υποχρεώσεων ή αξιώσεων αμοιβής και εξόδων, εκτός αν η σύμβαση ορίζει διαφορετικά (ΕφΠειρ 55/2008 ΕΝΔ 36.136). Ο καθορισμός του ύψους της εκ του νόμου αμοιβής από το δικαστήριο γίνεται με βάση τα κριτήρια που περιέχονται στο άρθρο 13 § 1, άσχετα με τη σειρά με την οποία αναφέρονται (ΕφΠειρ 297/2009 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2010.513). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 12 και 13 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γεννηθεί το δικαίωμα αμοιβής από πράξεις επιθαλάσσιας αρωγής είναι πράξη ή δραστηριότητα παροχής βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοΐα ή σε οποιαδήποτε άλλα ύδατα, κίνδυνος απώλειας ή βλάβης και ωφέλιμο αποτέλεσμα. Όσον αφορά τον κίνδυνο απώλειας ή βλάβης του βοηθούμενου πλοίου, αυτός πρέπει να είναι πραγματικός, έστω και μη άμεσος, αλλά αναμενόμενος με πιθανότητα, που προϋπάρχει από τις σωστικές υπηρεσίες και δεν προκαλείται από αυτές, χωρίς να απαιτείται και αδυναμία ελκτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης πρόωσης του πλοίου που κινδυνεύει (Εφ Πειρ 961/2000 ΕΝΔ 29.50). Επίσης είναι αρκετό το γεγονός ότι κατά το χρόνο που δόθηκε η βοήθεια, το αντικείμενο της να αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες της αρωγής δεν παρέχονταν. Ο κίνδυνος πρέπει ακόμη να είναι σοβαρός, η ύπαρξη δε και ο βαθμός αυτού πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες περιστάσεις που ενδεικτικά μπορούν να υποδηλώσουν κίνδυνο είναι: 1) η εγκατάλειψη του ταξιδιού, 2) η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια εξαιτίας π.χ. των βλαβών του πλοίου, 3) ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προώθησης με την παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες, 4) η απώλεια αγκύρων και αλυσίδων κ.α. (βλ. Ι. Κοροτζή: Το Δίκαιο της Επιθαλάσσιας Αρωγής κατά τον ΚΙΝΔ και τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, έκδ. 1988, σελ. 46-48, 52-53, 57-58). Κριτήρια για τον καθορισμό της αμοιβής από την επιθαλάσσια αρωγή αποτελούν : α) η διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, β) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να αποτρέψει ή να ελαχιστοποιήσει βλάβη του περιβάλλοντος, γ) το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, δ) η φύση και η έκταση του κινδύνου, ε) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να σώσει το πλοίο, στ) ο χρόνος που διατέθηκε, οι δαπάνες και οι απώλειες που είχε ο αρωγός, ζ) ο κίνδυνος ευθύνης και άλλοι κίνδυνοι τους οποίους διέτρεξε ο αρωγός ή ο εξοπλισμός του, η) το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, θ) η δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής και ι) ο βαθμός ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και η αξία αυτού (ΕφΠειρ 830/2008 ΕΝΔ 37.50, ΕφΠειρ 4/2008 ΕΝΔ 36.139, Εφ Πειρ 953/2005 ΕΝΔ 34.193, Εφ Πειρ 1172/2005 ΕΝΔ 34.187, Εφ Πειρ 696/2000 ΕΕμπΔ 2001.578, Εφ Πειρ 66/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997, Εφ Πειρ.625/1999 ΕΝΔ 27.176, Εφ Πειρ 779/1994 ΕΝΔ 27.179). 893/2013 ΕΦ ΠΕΙΡ (ΕΝΑΥΤΔ 2013/311, ΕΕΜΠΔ 2014/388

Από τις προσκομιζόμενες μετ’επίκληση ένορκες βεβαιώσεις των μη εξαιρετέων μαρτύρων που λήφθησαν πρωτοδίκως μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους και δεν υπερβαίνουν τις πέντε για κάθε πλευρά, δηλαδή τη με αριθμό ……../2018 ένορκη βεβαίωση του ……. χειριστή ταχύπλοου σκάφους και τη με αριθμό ……../2018 ένορκη ……… ιδιοκτήτριας σχολής θαλασσίου σκι ενώπιον της συμβολαιογράφου Αράχωβας .. .. (βλ. τη με αριθμό ……./12.2.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….), τη με αριθμό …../15.2.2018 ένορκη βεβαίωση του καπετάνιου σκαφών αναψυχής ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………… (βλ. τη με αριθμό …./12.2.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……..), τη με αριθμό …./2018 ένορκη βεβαίωση του αυτόπτη ναυτικού ……….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……… (βλ. την έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …….. με αριθμό …../12.2.2018), τη με αριθμό ……./2018 ένορκη βεβαίωση του κυβερνήτη του αλιευτικού «Γ» ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πάρου ……… (βλ. την έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ……… με αριθμό …../29.1.2018), και τη με αριθμό …/2018 ένορκη βεβαίωση του συνιδιοκτήτη του αλιευτικού «Ζ.» ……… ενώπιον της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου Πάρου (βλ. την έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ……. με αριθμό …/8.2.2018), όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών του υπό διάσωση σκάφους, τα δικαστικά τεκμήρια από τις καταθέσεις μαρτύρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τη διαδικασία περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η εκκαλούσα είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού τουριστικού σκάφους «NH», Νηολογίου Πάρου (αριθμός ….), τύπου Ski Nautique 2001, πλαστικής κατασκευής μήκους 5,72 μ., πλάτους 2,13 μ., κινουμένου με μία εσωλέμβια πετρελαιοκίνητη μηχανή ισχύος 350 ίππων. Αντίστοιχα η εφεσίβλητη αντεκκαλούσα είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας (αρ. νηολογίου Βαλέττας …), επαγγελματικού σκάφους αναψυχής «GΡ», με αριθμό ΙΜΟ …. και έτος κατασκευής 2006, κκχ 374, μήκους 23,96 μ., πλάτους 6,39 μ., και βυθίσματος 3,25 μ. Την 14-8-2016, το ανωτέρω πλοίο της εφεσίβλητης έφθασε στον κόλπο της Νάουσας Πάρου. Επειδή η ένταση του ανέμου ανήλθε στο ασύνηθες για την εποχή νούμερο των 8 μποφώρ εκδόθηκε απαγορευτικό απόπλου από τις αρμόδιες αρχές και για το λόγο αυτό το πλοίο της εφεσίβλητης παρέμεινε αγκυροβολημένο στον ως άνω κόλπο αφού ο κυβερνήτης του το είχε προσδέσει με τρεις κάβους στα βράχια της ακτής. Επειδή κατά τις 10 το πρωί αυξήθηκε η ένταση του ανέμου, ξέσυρε η άγκυρα του εν λόγω πλοίου και αυτό άρχισε να παρασύρεται προς τις βραχώδεις ακτές. Προκειμένου να αποφευχθεί η προσάραξη αυτού στα αβαθή ή η πρόσκρουσή του με τα παραπλέοντα σκάφη, ο ανωτέρω ο καπετάνιος του εν λόγω πλοίου, έθεσε σε λειτουργία τις μηχανές αυτού, ώστε αυτό να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση δηλαδή προς τη θάλασσα. Όμως τα σκοινιά του αναρροφήθηκαν από την αριστερή τουρμπίνα του με αποτέλεσμα ταυτόχρονα να πάψουν να δουλεύουν οι μηχανές του και ακολούθως να χρειαστεί να γίνει χρήση της βοηθητικής λέμβου και με την ώθηση αυτής το ανωτέρω σκάφος ωθήθηκε περί τα 100 – 150 μ. από τη στεριά, όπου και έριξε άγκυρα. Περί ώρα 18.00 της ιδίας ημέρας και με τη βοήθεια του αλιευτικού Ζ., το ίδιο πλοίο, άλλαξε θέση αγκυροβολίας, προκειμένου να μεταβεί σε πιο ασφαλή θέση, όπως και πράγματι έγινε, και αυτό αγκυροβόλησε  στη θέση Άγιος Ιωάννης (Μοναστήρι) και παρέμεινε στο εν λόγω σημείο έως και το πρωί της 15/6/2016. Ακολούθως το επαγγελματικό σκάφος της εφεσίβλητης αντεκκαλούσας GP. άρχισε να εμφανίζει μικρή εισροή θαλασσίου ύδατος, η οποία ήταν στην αρχή ελεγχόμενη, ενώ παράλληλα εγίνετο απάντληση των υδάτων με τις αντλίες που αυτό διέθετε αλλά όταν κατά τις πρωινές ώρες της ίδιας ημέρας (15-8-2016), ο άνεμος άρχισε να φυσά με περισσότερη ένταση, η εισροή υδάτων άρχισε πλέον να μην ελέγχεται σύμφωνα με τη δήλωση του κυβερνήτη στο Λιμεναρχείο Πάρου. Ο τελευταίος μετά από αυτήν την εξέλιξη κάλεσε το ανωτέρω πλοίο της εκκαλούσας, το οποίο είχε ήδη ενημερωθεί και προσεγγίσει το πλοίο της εφεσίβλητης αντεκκαλούσας προκειμένου, και δεδομένου ότι δεν ηδύνατο αυτοδυνάμως να μετακινηθεί να το ρυμουλκήσει στα αμμώδη αβαθή της παραλίας Τούρκου Άμμος που ευρίσκετο στην απέναντι πλευρά του κόλπου. Ακολούθως το πλήρωμα του πλοίου της εφεσίβλητης, έδωσε κάβο στο ανωτέρω σκάφος της εκκαλούσας, το οποίο έδεσε κάβο από την πλώρη. Παράλληλα, το αλιευτικό σκάφος Γ, καθόν χρόνο το σκάφος της εκκαλούσας αιτούσας τραβούσε το πλοίο της εφεσίβλητης, ωθούσε από την πλευρά του πλοίου της εφεσίβλητης που ευρίσκετο προς το βορρά προκειμένου αυτό να μην επηρεάζεται από τους βόρειους ανέμους. Επειδή το σκάφος της εφεσίβλητης ήταν μεγαλύτερο από το σκάφος της εκκαλούσας και επειδή δεν μπορούσε πλέον να κινηθεί αυτοδύναμα για τους λόγους που προαναφέρθηκαν πάνω από δέκα φορές λύθηκε ο κάβος από την πλώρη όπως καταθέτει ενόρκως ο …………. Τελικά όμως με διαδοχικές έλξεις και ωθήσεις με τη συνδρομή του σκάφους της εκκαλούσας που ρυμουλκούσε κατά τα προαναφερόμενα κατέστη δυνατό να οδηγηθεί αυτό στα αβαθή με αργούς βέβαια ρυθμούς. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι περίπου στα διακόσια μέτρα πριν από τη θέση προορισμού, στην παραλία Τούρκου Άμμου, διήρχετο από την περιοχή το τουριστικό/επιβατηγό σκάφος ΑΑ, στο οποίο ένας επιβάτης από το πλοίο της εφεσίβλητης έκανε νόημα να συνδράμει στην προσπάθεια ρυμούλκησης προς την ανωτέρω παραλία ενώ τέτοια βοήθεια αξίωσε και ο ίδιος ο κυβερνήτης του σκάφους της εφεσίβλητης. Ακολούθως το εν λόγω πλοίο ΑΑ, προσέγγισε το ανωτέρω πλοίο της εφεσίβλητης, το πλεύρισε, κόλλησε το πλοίο του στη δεξιά πλευρά του πλοίου της εφεσίβλητης κάνοντας χρήση προστατευτικών μπαλονιών και με την ώθηση αυτού, κράτησε το ανωτέρω πλοίο της εφεσίβλητης σε ευθεία γραμμή, αποτρέποντας με τον τρόπο αυτό το ενδεχόμενο το πλοίο της εφεσίβλητης να πέσει σε παραπλέοντα σκάφη, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο το σκάφος της εκκαλούσας ωθούσε σιγά το πλοίο της εφεσίβλητης προκειμένου αυτό φθάνοντας στα αβαθή του κόλπου να επικαθίσει με την πρύμνη κάθετη στην παραλία. Μετά από δέκα με δεκαπέντε λεπτά, και αφού διήνυσαν περί τα 200 μέτρα, το πλοίο της εφεσίβλητης προσάραξε στα αβαθή της αμμώδους παραλίας στη θέση Τούρκου Άμμου. Να σημειωθεί ότι κατά τον ίδιο χρόνο, στο σημείο ευρίσκοντο και άλλα σκάφη για παροχή τυχόν βοήθειας, μεταξύ των οποίων και το αλιευτικό Γ με κυβερνήτη τον ………….. ο οποίος βοηθούσε και αυτός στην ασφαλή προσέγγιση στην ακτή, αλλά τα σκάφη αυτά δεν βοήθησαν στην προσπάθεια ώθησης που γινόταν από το πλοίο της εκκαλούσας με τη βοήθεια του επιβατηγού σκάφους ΑΑ.   Λεκτέον δε ότι η ένορκη βεβαίωση του ……….. ότι το σκάφος της εκκαλούσας δεν προσήλθε προς βοήθεια δεν κρίνεται πειστική διότι έρχεται σε αντίθεση με δημόσιο έγγραφο δηλαδή το από 21.4.2017 απόσπασμα του ημερολογίου συμβάντων του αρχηγείου λιμενικού σώματος στο οποίο αναφέρεται ως δεύτερο από τα σκάφη που παρείχαν συνδρομή το «NH». Το δημόσιο αυτό έγγραφο που αναφέρει τη συνδρομή του σκάφους της εκκαλούσας δεν προσβλήθηκε ως πλαστό ενώ γεγονός το πλοίο Γ ενδεχομένως να και δικαιούται αμοιβής στην περίπτωση που κριθεί δικαστικά με δύναμη δεδικασμένου ότι βοήθησε το σκάφος της εφεσίβλητης, δε μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το σκάφος της εκκαλούσας παρείχε μόνο υπηρεσίες ρυμούλκησης. Εξάλλου η συνδρομή του σκάφους της εκκαλούσας που βέβαια από μόνο του ήταν πολύ μικρό σε μέγεθος για να ολοκληρώσει τη διάσωση αποδεικνύεται και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ………. ναυτικού. Τέλος να σημειωθεί ότι από την προαναφερόμενη ένορκη κατάθεση του …………. αυτόπτη μάρτυρα αποδεικνύεται πλήρως η συμμετοχή του σκάφους της εκκαλούσας καθόλη τη διάρκεια της διάσωσης του σκάφους της εφεσίβλητης στη διάσωση αυτή. Αυτός καταθέτει χαρακτηριστικά ότι το σκάφος της εφεσίβλητης είχε μπατάρει προς την πλευρά της πρύμνης λόγω εισροής νερού στο μηχανοστάσιο, ότι δεν μπορούσε να κινηθεί μόνο του και ότι οι επιβαίνοντες σε αυτό ζητούσαν βοήθεια. Επομένως από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται πλήρως ότι όταν το σκάφος της εκκαλούσας «NH» εκλήθη προς βοήθεια, το πλοίο της εφεσίβλητης βρισκόταν πράγματι σε κίνδυνο σοβαρό, πραγματικό και αναμενόμενο να βυθιστεί αφού αυτό είχε ήδη μη ελεγχόμενη εισροή θαλασσίου ύδατος εκ του ρήγματος που είχε ήδη υποστεί, και επιπλέον αδυναμία αυτοδυνάμου κινήσεως, ενώ λόγω της εντάσεως των ανέμων που επικρατούσαν στην περιοχή υπήρχε κίνδυνος σοβαρός, άμεσος και πραγματικός προσκρούσεως αυτού με παραπλέοντα σκάφη. Ο κίνδυνος συγκρούσεως μάλιστα ήταν σοβαρός πραγματικός και άμεσος όπως αποδεικνύεται από τα όσα κατέθεσε ενόρκως ο κυβερνήτης του πλοίου ΑΑ που βοήθησε σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην ασφαλή προσάραξη στα αμμώδη αβαθή της παραλίας Τούρκου Άμμος το τελευταίο τέταρτο και αφού  ήδη τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά προ της αφίξεως του το πλοίο της εκκαλούσας το ώθησε από το μεγαλύτερο βάθος σε ασφαλές σημείο. Οι δε προαναφερόμενοι σοβαροί κίνδυνοι (βυθίσεως και προσκρούσεως) προϋπήρχαν των υπηρεσιών που παρείχε το ανωτέρω σκάφος της εκκαλούσας. Με τις παραπάνω υπηρεσίες ρυμούλκησης την ώρα που το πλοίο της εφεσίβλητης αντιμετώπιζε τους προαναφερόμενους κινδύνους σε συνδυασμό με τις προπεριγραφόμενες υπηρεσίες του αλιευτικού Γ  και μετέπειτα του πλοίου ΑΑ αυτό διασώθηκε από τον κίνδυνο πρωτίστως βύθισης και μετέπειτα πρόσκρουσης και επικάθησε επιτυχώς στα αμμώδη αβαθή της ανωτέρω παραλίας. Γι’αυτό εξάλλου και ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες συνιστούν απλά ρυμούλκηση και όχι παροχή υπηρεσίας αρωγής επιθαλάσσιας έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες της λογικής, καθώς η σύμβαση ρυμούλκησης καταρτίζεται εκ των προτέρων εγγράφως και στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών ρυμούλκησης οι επιβαίνοντες στο ρυμουλκούμενο πλοίο δεν αιτούνται απεγνωσμένα τη βοήθεια παραπλέοντων σκαφών ούτε ο κυβερνήτης ζητεί αρωγή από το λιμενικό αλλά και από παραπλέοντα σκάφη. Εξάλλου λόγω του ρήγματος που είχε υποστεί το σκάφος της εφεσίβλητης το οποίο εμφαίνεται και στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, εκδόθηκε απαγορευτικό απόπλου του από το Λιμενικό σώμα (βλ. το με στοιχεία ……/08.16 έντυπο σήμα) και ζητήθηκε να προσκομιστεί το κατάλληλο βεβαιωτικό κάσης από τον παρακολουθούντα νηογνώμονα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αξία του πλοίου της εφεσίβλητης ανέρχεται τουλάχιστον σε ευρώ 1.500.000 ευρώ και μπορεί να ανέλθει σε 2.200.000 με 2.500.000 ευρώ (βλ. σχετικό 19 που υπογράφει ο μεσίτης αγοραπωλησιών πλοίων …. ….). Με βάση την προαναφερόμενη αξία αλλά και την προσπάθεια που κατέβαλαν τα αρωγά πλοία, όπως αυτές αναλύονται διεξοδικά ανωτέρω, το μέγεθος της επιτυχίας που επετεύχθη και το ωφέλιμο αποτέλεσμα που περιγράφεται ανωτέρω, τη φύση και την έκταση του κινδύνου που διέτρεξε το ανωτέρω πλοίο της εφεσίβλητης όπως αυτή αναλύεται ανωτέρω, το χρόνο που διατέθηκε από τα ανωτέρω αρωγά πλοία, όπως αναλύεται ανωτέρω, ιδίως όσον αφορά στο πλοίο της εκκαλούσας που βοήθησε για διάστημα περίπου μιας ώρας, το μέγεθος των πλοίων, το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, και το βαθμό ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού ενόψει και της αξίας του πλοίου της εφεσίβλητης και αφού ληφθεί υπόψη και η προσφορά ανακατασκευής ύψους 102.380 ευρώ (σχετ. 21) κρίνεται ότι, για την παρασχεθείσα από τα αρωγά πλοία, αρωγή, πρέπει να καθοριστεί από το Δικαστήριο συνολική αμοιβή εκ ποσού ευρώ 100.000. Από την παραπάνω συνολική αμοιβή, η εκκαλούσα δικαιούται ευρώ 40.000 ευρώ με βάση όλα τα παραπάνω κριτήρια αφού ήταν ένα από τα τρία σκάφη που συνέδραμαν και βοήθησε καθόλη τη διάρκεια της διάσωσης, δηλαδή περίπου μια ώρα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η αμοιβή πρέπει να ανέλθει στις 30.000 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, και συνεπώς αφού απορριφθεί ως προς αμφότερους του συναφείς λόγους που αφορούν το κεφάλαιο περί εκτίμησης αποδείξεων η αντέφεση, κατά παραδοχή των συναφών τριών λόγων εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο αυτό δηλαδή την κρίση επί του αποδεικτικού υλικού η εκκαλουμένη απόφαση και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό από 10.10.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή, η οποία έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6, 8, 10, 12, 13, 15 και 24 (τοκοδοσία με βάση το δίκαιο του κράτους που επιλήφθηκε) του ν. 2391/1996 (φεκ α’ 55) «περί κυρώσεως της διεθνούς συμβάσεως για την επιθαλάσσια αρωγή», 346 του ΑΚ και 246, 247, 248 και 254 του ΚΙΝΔ,  και ακολούθως θα πρέπει αυτή να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη (με δεδομένο ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά όπως βεβαιώνεται με την εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται) και ακολούθως να υποχρεωθεί η εναγομένη σε αυτή εφεσίβλητη να καταβάλει στην εκκαλούσα ενάγουσα το συνολικό ποσό των 40.000 ευρώ εντόκως κατ’άρθρο 346 του ΑΚ. Ακολούθως όταν εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται ολικώς και το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998 ΕλΔικ 39, 825, ΕφΠειρ 808/2009 ΕΝΔ 39, 258). Επειδή το ένδικο μέσο της εφέσεως γίνεται δεκτό κατ’ουσίαν θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό …………/ 2019 ποσού 100 ευρώ στην εκκαλούσα, ενώ τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας αντεφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης αντεκκαλούσας (άρθρα 178, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 28.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 έφεση και τη με αριθμό ………../25.10.2019 αντέφεση κατά της με αριθμό 157/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 10.10.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2017 αγωγής

Δέχεται τυπικά   έφεση και αντέφεση.

Δέχεται   ουσιαστικά την  έφεση  και απορρίπτει  την αντέφεση.

Διατάσσει  την επιστροφή του κατατεθέντος του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………/2019 ποσού 100 ευρώ στην εκκαλούσα

Εξαφανίζει τη με αριθμό 157/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της ουσίας την από 10.10.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Επιβάλει στην εφεσίβλητη αντεκκαλούσα εναγομένη ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας αντεφεσίβλητης ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  31 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ