Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 248/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ

Αριθμός     248/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η κρινόμενη από 16-4-2019 και με Γ.Α.Κ. ….. και ΕΑΚ …../16-4-2019 έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας κατά της με αριθ. 1050/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικό – διαδικασία περιουσιακών διαφορών), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 11-7-2018 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …./11-7-2018 ανακοπής κατ’ άρθρο 979 Κ.Πολ.Δ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 16-4-2019, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 22-3-2019, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).

Με την προαναφερθείσα από 11-7-2018 ανακοπή κατ’ άρθρο 979 Κ.Πολ.Δ, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (δ.τ. «Ο.Λ.Π. Α.Ε.») ισχυρίστηκε ότι, με επίσπευση του 16ου των καθ’ ων η ανακοπή,  πλειστηριάσθηκε το υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο με την ονομασία «ΤXV», αριθ. νηολ.  Α/Π Κλάσης Β’ του Λιμένος Πειραιώς …., πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στην …. Αττικής οφειλέτιδας εταιρίας «…………..».  Ότι η ίδια (ανακόπτουσα) διατηρεί κατά της καθ’ ης η αναγκαστική εκτέλεση άνω οφειλέτριας εταιρίας την αναλυτικά περιγραφόμενη ληξιπρόθεσμη απαίτηση, που ανέρχεται συνολικά σε 49.624,85 ευρώ και αφορά τέλη και δικαιώματα αυτής για παροχή στο άνω πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά από 1-1-2015 έως 30-9-2017 υπηρεσιών ελλιμενισμού (πρυμνοδέτησης, ΓΕΡ. – ΥΔΡ. – Π/Φ – ΒΥΘ. – ΠΕΡΙΒΑΛ. ΕΥΚΟΛΙΩΝ) και για  δικαιώματα αυτής για αυθαίρετη παραμονή του άνω πλοίου στο άνω λιμάνι από 1-10-2017 έως 28-2-2018. Ότι μετά τον πλειστηριασμό του πλοίου, λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. ……./2018 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, δεν κατέταξε προνομιακά στο εναπομείναν εκπλειστηρίασμα 788.076,20 ευρώ την ίδια για τη νομότυπα και εμπρόθεσμα αναγγελθείσα άνω απαίτησή της, αλλά κατέταξε προνομιακά και οριστικά, στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 α’ Κ.Ι.Ν.Δ, τους 1η, 2ο και 3ο των καθ’ ων η ανακοπή, στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 β’ Κ.Ι.Ν.Δ. προνομιακά και τυχαία, τους 4ο, 5ο, 6η, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12ο, 13ο, 14ο, 15ο και 16ο των καθ’ ων η ανακοπή και προνομιακά και οριστικά, λόγω ασφάλισής της δια απλής υποθήκης, τη 17η των καθ’ ων η ανακοπή και ακολούθως εξαντλήθηκε το πλειστηρίασμα και ουδείς έτερος πιστωτής κατετάγη. Ότι η άνω απαίτησή της για τέλη και δικαιώματα ελλιμενισμού και αυθαίρετης παραμονής που βαρύνουν το άνω πλοίο εσφαλμένα δεν κατατάχθηκε προνομιακά στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 α’ Κ.Ι.Ν.Δ, όπως προβλέπει και το άρθρο 19 παρ. 6 περ. β’ του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης αυτής, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 45057/11/72 Υ.Π.Ν.Μ.Ε. και Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. 57/18-1-1973). Για τους λόγους αυτούς, τους οποίους η ανακόπτουσα εκθέτει αναλυτικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής, ζήτησε να μεταρρυθμιστεί υπέρ της ο ανωτέρω πίνακας κατάταξης, ώστε να καταταγεί προνομιακά η ίδια για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της, στη θέση των καθ’ ων, οι οποίοι και να  αποβληθούν της κατάταξης κατά το ισόποσο της μη καταταγείσας απαίτησής της, καθώς και να καταδικαστούν οι τελευταίοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ανακοπή εισήχθη παραδεκτά και αρμόδια καθ’ ύλη και κατά τόπον ενώπιών του, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, στη συνέχεια την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία με την αιτιολογία (συνοπτικά αναφερόμενη στο σημείο τούτο) ότι: α) η ανακόπτουσα δεν αναφέρει καθόλου στην αναγγελία της ότι η απαίτησή της είναι προνομιακή και δεν ζητεί την προνομιακή κατάταξή της, β) μετά τη, δια του Ν. 4404/2016, κύρωση της Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ του Δημοσίου και της ανακόπτουσας, οι απαιτήσεις της τελευταίας που απορρέουν από τη μη είσπραξη του αντιτίμου για λιμενικές υπηρεσίες που παρείχε, δεν απολαύουν του προνομίου του άρθρου 205 α’ Κ.Ι.Ν.Δ. που προέβλεπε και το άρθρο 19 παρ. 6 περ. β’ του μη ισχύοντος πλέον Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης αυτής και γ) η απαίτησή της, μετά την ισχύ της άνω Σύμβασης Παραχώρησης, δεν φέρει πλέον το χαρακτήρα τέλους ή δικαιώματος, δηλαδή της χρηματικής παροχής την οποία επιβάλλει το κράτος, ή δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, έτερο ν.π.δ.δ, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία δημοσίας φύσεως προς κάλυψη της δαπάνης την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή της και αφορούν κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση και να γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή η ανακοπή της.            Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 1 και 4 του Κ.Πολ.Δ. και 205 του Κ.Ι.Ν.Δ. προκύπτει ότι, επί κατασχεμένου πλοίου που πλειστηριάστηκε η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται κατά κύριο λόγο όπως ορίζουν οι διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. (Α.Π. 466/1996, ΕλλΔνη 39, 347). Προηγούνται οι κατ’ άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ. προνομιούχες απαιτήσεις. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του Κ.Πολ.Δ. μόνον όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι πλοίο του οφειλέτη και όχι ακίνητό του (Α.Π. 1556/1998, ΕλλΔνη 40, 1326). Στη συνέχεια κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες (Εφ.Πειρ. 552/1994, Ε.Εμπ.Δ. 1994, 464). Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 81/1988, Ε.Ν.Δ. 18, 24, Εφ.Πειρ. 1112/1986, ΕλλΔνη 28, 493). Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές. Οι ενυπόθηκοι δανειστές του ναυτικού δικαίου ικανοποιούνται κατά πλήρη προτεραιότητα σε σχέση με τους γενικούς προνομιούχους του Κ.Πολ.Δ. (Εφ.Πειρ. 1112/1986, ό.α, Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, παρ. 632 δ΄, σ.σ. 2047, 2048, Βαθρακοκοίλη, Ερμ. Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 1012, σ.σ. 456, 471, 473, Νικολόπουλο, στην ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, υπ’ άρθρο 1012, σ. 1981). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 205 του Κ.Ι.Ν.Δ. (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, που έλαβε χώρα στις 25-6-2018, δηλαδή μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 214 του ν. 4072/2012, Φ.Ε.Κ. Α’ 87/11-4-2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) Οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολόγησης των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) και τα πρόστιμα, που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν). 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) Οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημιές σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Περαιτέρω, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ενόψει του ότι η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλομένου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους και την ανακοπή ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαίτησης, το αναγγελτήριο, πρέπει να παρέχει στο μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν μάλιστα αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση, όπως και αίτημα για προνομιακή κατάταξη (Α.Π. 194/2018, Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου είναι, τέλος, το αίτημα κατάταξης, και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με την απολύτως επικρατούσα άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης, καθώς η εφαρμογή από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο των περί προνομίων οικείων διατάξεων δε γίνεται αυτεπάγγελτα, έστω και αν από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η ύπαρξη προνομίων, όταν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν έχει ζητήσει την προνομιακή κατάταξή του (βλ. σχετ. Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, II, Ειδικό Μέρος, παράγραφος 57, II, 3β, σελ. 335, αριθμ.10, και παράγραφος 63, IV, 2 δ,  αριθμ.42, σελ.584-585, με τις εκεί εκτενείς αναφορές σε θεωρία και την κρατούσα νομολογία, ενώ η ίδια η συγγραφέας έχει την άποψη ότι ο συμβολαιογράφος υποχρεούται εξ υπηρεσιακού καθήκοντος να εξετάσει εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή προνομίου, η δε απαίτηση να ζητείται ρητά η προνομιακή κατάταξη του αναγγελλόμενου δανειστή οδηγεί σε αφόρητη τυπολατρία). Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» και με το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», και δη σε ανώνυμη εταιρία κοινής ωφελείας, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, η οποία λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν. 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. παρ. 1 και 2 περ. δ’ του α.ν. 1559/1950, που, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 2 του δεύτερου άρθρου του ως άνω ν. 2688/1999, εφαρμόζονται στην εταιρία «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», η τελευταία απολαύει όλων των προνομίων, απαλλαγών και ατελειών που απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές του και εφαρμόζονται εν γένει επ’ αυτής όλες οι σχετικές διατάξεις εξαιρετικού δικαίου που ισχύουν εκάστοτε για το Δημόσιο. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα 4 παρ. 7 και 13 του Α.Ν. 1559/1950 «Περί Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς», που επικυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, ο Οργανισμός καθορίζει τα τιμολόγια και τους εν γένει όρους εργασίας εκάστης των υπηρεσιών του, καθώς και κάθε εργασίας που εκτελείται στο λιμένα, δύναται δε να καθορίζει επίσης και τη διαδικασία είσπραξης και πληρωμών των ως άνω εργασιών, ενώ, κατόπιν κοινής απόφασης των Υπουργών Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας, επιβάλλει δικαιώματα επί των πλοίων και πλωτών μέσων εν γένει διά την προσόρμιση, την παραβολή και την παραμονή τους στην περιοχή του λιμένα. Σε εκτέλεση της παρεχομένης από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21 παρ.2 του νόμου αυτού εξουσιοδότησης, εκδόθηκαν μέσα στα όρια αυτής, ειδικοί κανονισμοί, με τους οποίους καθορίσθηκαν τα τέλη και δικαιώματα του Ο.Λ.Π. Με τον εγκριθέντα με την υπ’ αριθ. 16040/1961 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας (Φ.Ε.Κ. Β’, 162) ειδικό κανονισμό του Ο.Λ.Π. καθορίσθηκαν τα τέλη και δικαιώματα του Οργανισμού για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κ.λ.π. των πλοίων, τα οποία (δικαιώματα), κατά το άρθρο 11, βαρύνουν και παρακολουθούν το πλοίο, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.6 του Κ.Ο.Δ./Ο.Λ.Π. [Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του Ο.Λ.Π, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 45057/11/1972 κοινή απόφαση Υ.Π.Ν.Μ.Ε. και Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. 57/18-1-1973)] ορίσθηκε ότι «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας …εάν το εκπλειστηριαζόμενο πράγμα είναι πλοίο, ο Ο.Λ.Π. κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδαφ. α’ του Κ.Ι.Ν.Δ. οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίο». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι τα δικαιώματα του Ο.Λ.Π. για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κ.λ.π. βαρύνουν το πλοίο και κατά συνέπεια αποτελούν απαιτήσεις, οι οποίες απολαύουν του προνομίου του άρθρου 205 στοιχ. α΄ του Κ.Ι.Ν.Δ. (Α.Π. 1783/2001, Ε.Ν.Δ. 2001, 310). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία», όπως προεκτέθηκε. Με το άρθρο 2 παρ. 1 α’ του ιδίου ως άνω νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 3 του Α.Ν. 1559/1950 εφαρμόζονται στην εταιρεία Ο.Λ.Π. Α.Ε. Συνεπώς, η εταιρία αυτή απολάμβανε όλων των προνομίων, απαλλαγών και ατελειών, που απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές συναλλαγές του (Α.Π. 1247/2001, ΕλλΔνη 43, 167, Εφ.Πειρ. 934/2006, Ε.Ν.Δ. 2007, 44). Εξάλλου, στις 8 Ιουλίου του 2016 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο ν. 4404/2016 (Α’ 126) «Για την κύρωση της από 24 Ιουνίου 2016 τροποποίησης και κωδικοποίησης σε ενιαίο κείμενο της από 13 Φεβρουαρίου 2002 Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και της Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «Α. Κυρώνεται και αποκτά ισχύ τυπικού νόμου από κοινού με τα προσαρτήματα αυτής, η από 24 Ιουνίου 2016 σύμβαση, που τιτλοφορείται «Σύμβαση Παραχώρησης σχετικά με τη Χρήση και την Εκμετάλλευση Ορισμένων Χώρων και Περιουσιακών Στοιχείων εντός του Λιμένος Πειραιώς» και η οποία συνήφθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.», η οποία κρίνεται συμφέρουσα και επωφελής για το Ελληνικό Δημόσιο. Η Σύμβαση Παραχώρησης παρατίθεται στην ελληνική γλώσσα» και στη συνέχεια περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο κατά λέξη ολόκληρο το περιεχόμενο της Σύμβασης. Σύμφωνα με τις εξουσιοδοτικές διατάξεις, που περιέχονται στο άρθρο 35 του ν. 2932/2001 (Φ.Ε.Κ. Α’ 145/27-7-2001), το Ελληνικό Δημόσιο και ο Ο.Λ.Π. συνήψαν στις 13 Φεβρουαρίου του έτους 2002 σύμβαση παραχώρησης, με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε στον Ο.Λ.Π. το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων, εγκαταστάσεων και υποδομών της χερσαίας λιμενικής ζώνης του Λιμένος Πειραιώς για αρχική διάρκεια σαράντα (40) ετών και προσδιορίσθηκαν οι ειδικότεροι όροι της παραχώρησης αυτής και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των μερών. Τροποποιήσεις της Σύμβασης του 2002, συμπεριλαμβανομένης της παράτασης της διάρκειας της παραχώρησης κατά δέκα (10) έτη, εγκρίθηκαν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει κοινής υπουργικής απόφασης στις 19-11-2008 (Φ.Ε.Κ. Β’ 2372/21-11-2008). Οι συμφωνηθείσες τροποποιήσεις περιλήφθηκαν σε πρόσθετη στη Σύμβαση του έτους 2002 πράξη, που υπογράφηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Λ.Π.  στις 18-11-2008. Στη συνέχεια η Σύμβαση του 2002, όπως τροποποιήθηκε από την Προσθήκη του 2008, κυρώθηκε με τα άρθρα 1 και 3 του ν. 3654/2008 (Φ.Ε.Κ. Α’ 57/3-4-2008). Με βάση τα ανωτέρω, στο Λιμένα Πειραιώς φορέας διοίκησης και εκμετάλλευσης ήταν η εν λόγω ανώνυμη εταιρία, η οποία δε διαχειριζόταν την ιδιωτική της περιουσία, αλλά ενεργούσε ως δημόσιο όργανο, που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου ειδικότερα στην εύρυθμη διεξαγωγή των θαλασσίων συγκοινωνιών και μεταφορών και στην εν γένει εξυπηρέτηση του εμπορίου. Σύμφωνα με το ν. 3986/2011 (Φ.Ε.Κ. Α’ 152/1-7-2011), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, το ιδρυθέν με το νόμο αυτό Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου Α.Ε. (Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ.) υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρίας, απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο συμμετοχής στον Ο.Λ.Π, που αντιστοιχεί σε συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιό του κατά ποσοστό 74,14%. Δυνάμει απόφασης, που ελήφθη στις 5-3-2014, το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. αποφάσισε και ενέκρινε την προτεινόμενη πώληση μετοχών του Ο.Λ.Π. (που αντιστοιχούν συνολικά σε ποσοστό 67% του υφιστάμενου μετοχικού του κεφαλαίου), μέσω διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας, διαρθρωμένης σε δύο φάσεις (Διαδικασία Αξιοποίησης), μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου της προσυμβατικής νομιμότητας της οποίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, το τελευταίο εξέδωσε απόφαση, με την οποία αποφάνθηκε υπέρ της νομιμότητας και επέτρεψε στο Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. τη σύναψη σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών για την πώληση συνολικά 16.750.000 μετοχών του Ο.Λ.Π. σε δύο δόσεις στην ορισθείσα ως Προτιμώμενο Επενδυτή κινεζική εταιρία …………, ή σε θυγατρική του Προτιμώμενου Επενδυτή. Ορίσθηκε επίσης ότι η ολοκλήρωση των συναλλαγών, που προβλέπονται στην ανωτέρω Σύμβαση Αγοραπωλησίας Μετοχών, εξαρτάται μεταξύ άλλων, από τη σύναψη τροποποιητικής Σύμβασης Παραχώρησης και από την προσήκουσα κύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων. Στο πλαίσιο της Διαδικασίας Αξιοποίησης το Ελληνικό Δημόσιο προσκάλεσε τον Ο.Λ.Π. σε διαπραγματεύσεις, προκειμένου να συνομολογηθούν κατάλληλες τροποποιήσεις της υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης, με σκοπό το περιεχόμενό της να εναρμονισθεί προς τη σκοπούμενη μεταβίβαση σε ιδιώτη επενδυτή πλειοψηφικής συμμετοχής στον Ο.Λ.Π, οι οποίες και τελικά κατέληξαν στην οριστικοποίηση και σύναψη της Σύμβασης Παραχώρησης της 24ης Ιουνίου 2016 μετά των Παραρτημάτων της. Κατά τη διαπραγμάτευση της ανωτέρω σύμβασης τα μέρη αναγνώρισαν ότι οι διατάξεις της υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης πρέπει να επικαιροποιηθούν, να διευκρινισθούν και να συμπληρωθούν, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την ανακατανομή ρόλων, αρμοδιοτήτων και ευθυνών σε σχέση με τη λειτουργία του Λιμένα Πειραιά μεταξύ του Ο.Λ.Π. και του Ελληνικού Δημοσίου και την κατάργηση ορισμένων προνομίων του Ο.Λ.Π. αναφορικά με τη θέσπιση κανόνων, ώστε να επιτευχθεί εναρμόνιση της Υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης με την ανάληψη ελέγχου του Ο.Λ.Π. από ιδιωτικό φορέα εκμετάλλευσης (βλ. σχετικώς περί των ανωτέρω στο προοίμιο της Σύμβασης Παραχώρησης της 24ης – 6 – 2016, που έχει περιληφθεί στον κυρωτικό αυτής νόμο υπ’ αριθ. 4404/2016, στοιχεία Ε και Ζ,  στο στοιχείο Ι της οποίας επίσης αναφέρεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει «το δικαίωμα του Ο.Λ.Π. να λειτουργεί κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων του ως εμπορική κερδοσκοπική εταιρία, με την επιφύλαξη των όρων, που παρατίθενται πληρέστερα στην παρούσα Σύμβαση»). Επισημαίνεται ότι με τις παραγράφους 15 και 16 της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4404/2016 έχει καταστεί σαφές ότι η μεταβίβαση του ελέγχου της ΟΛ.Π. σε ιδιώτη επενδυτή είναι νοητή μόνον σε χρόνο κατά τον οποίο η Ο.Λ.Π. θα έχει απολέσει το χαρακτήρα της ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου «διφυούς» χαρακτήρα και θα έχει μεταταγεί σε καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης. Η μετάταξη αυτή προϋποθέτει την κατάργηση και αφαίρεση από την Ο.Λ.Π. αρμοδιοτήτων και εξουσιών, τις οποίες εξακολουθεί να ασκεί μέχρι σήμερα και οι οποίες ενέχουν  στοιχεία ενάσκησης δημόσιας εξουσίας ή προσιδιάζουν περισσότερο σε δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων εξουσιών αποτελούν ορισμένες ρυθμίσεις, ιδίως του Α.Ν. 1559/1950, με τα οποία είχε εξουσιοδοτηθεί ο Ο.Λ.Π. (τότε υπό τη μορφή του Ν.Π.Δ.Δ.) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του. Δεδομένου ότι η θέση σε ισχύ του συνόλου των διατάξεων του Σχεδίου Κυρωτικού Νόμου αποτελεί αναβλητική αίρεση για τη θέση σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης, από το συνδυασμό των όρων της τελευταίας και της Σύμβασης Αγοραπωλησίας Μετοχών προκύπτει ότι ο υφιστάμενος μηχανισμός διασφαλίζει τη μεταβίβαση σε ιδιώτη επενδυτή πλειοψηφικού πακέτου συμμετοχής στην Ο.Λ.Π. σε χρόνο, κατά τον οποίο η ανωτέρω θα έχει τραπεί σε μία συνήθη ανώνυμη εταιρία με αμιγώς επιχειρηματικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, στην ίδια την ανωτέρω Σύμβαση, που έχει συμπεριληφθεί στον κυρωτικό αυτής νόμο υπ’ αριθ. 4404/2016, ορίσθηκε ότι θα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία πλήρωσης όλων των σ’ αυτήν ειδικότερα αναφερομένων αναβλητικών αιρέσεων. Εξάλλου, στον όρο 1.7 του άρθρου 1 της Σύμβασης αυτής ορίζεται ότι: «Κατά την Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος: α)…β) με την επιφύλαξη του άρθρου 1.7 (γ), οποιεσδήποτε διατάξεις νόμων ή κανονισμών, που εφαρμόζονται ειδικά για τον Ο.Λ.Π. και παρέχουν στον Ο.Λ.Π. το δικαίωμα θέσπισης, έκδοσης, εφαρμογής, ή τροποποίησης κανόνων ή κανονισμών, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των διατάξεων του Αναγκαστικού Νόμου 1559/1950, όπως εκάστοτε ισχύει, θα θεωρούνται ως ανακληθείσες, καταργηθείσες ή ακυρωθείσες, είτε η εν λόγω ακύρωση επιβεβαιώνεται ρητά από τον Κυρωτικό Νόμο που προβλέπεται στο άρθρο 1.1 (α) είτε όχι, και γ) έως ότου εκδοθούν αναθεωρημένοι κανονισμοί (συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά κανονισμών τιμολογιακής πολιτικής) σε σχέση με το Λιμένα Πειραιά σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, μόνο οι ειδικοί κανονισμοί λιμένων, οι κανονισμοί λειτουργίας και οι κανονισμοί τιμολογιακής πολιτικής, που ισχύουν επί του παρόντος και παρατίθενται στο Μέρος II (Διατηρούμενοι Κανονισμοί) του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 1.7. (οι Υφιστάμενοι Κανονισμοί Ο.Λ.Π.) θα συνεχίσουν να ισχύουν και θα παραμείνουν σε πλήρη και απόλυτη ισχύ». Επομένως, καθώς ήδη η Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης έχει τεθεί σε ισχύ και ολοκληρωθεί η πώληση της πλειοψηφίας των μετοχών της Ο.Λ.Π. Α.Ε. σε ιδιώτη, η ανωτέρω εταιρία αποτελεί πλέον αποκλειστικά και μόνο Ν.Π.Ι.Δ. και δη ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρία και  σε καμία περίπτωση δημόσιο όργανο ή δημόσια αρχή, με αποτέλεσμα η άσκηση απ’ αυτήν οποιασδήποτε διοικητικής αρμοδιότητας να μην είναι συνταγματικά ανεκτή. Για το ίδιο επίσης λόγο οι διατάξεις του Α.Ν. 1599/1950, με τις οποίες είχε εξουσιοδοτηθεί ο Ο.Λ.Π. (τότε Ν.Π.Δ.Δ.) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του, θεωρούνται πλέον καταργηθείσες, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση Παραχώρησης, μετά την έναρξη ισχύος της, και εκτέθηκε ανωτέρω, αλλά, επιπροσθέτως, και στη διάταξη της παραγράφου 2α του άρθρου 20 του Κυρωτικού αυτής Νόμου υπ’ αριθμ.4404/2016, σύμφωνα με την οποία: «Από την έκδοση του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη διαφορετικής ειδικής ρύθμισής του, ανακαλούνται, καταργούνται ή στερούνται ισχύος: (α) διατάξεις νόμων με ειδική εφαρμογή στην «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» και/ή στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, υπό τη μορφή της προκατόχου νομικής οντότητας δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), στο βαθμό που απονέμουν αρμοδιότητα στο Διοικητικό Συμβούλιο του/της «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» να υιοθετεί, να εισάγει, να θεσπίζει, να εκδίδει, να καθιερώνει ή να τροποποιεί κανονιστικές διατάξεις και κανονισμούς λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 21 παρ. 2 του Α.Ν.1559/1950, όπως ισχύει,…», όπερ επίσης επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 5 παρ.1 α του Παραρτήματος I, 1.1. (α) της Σύμβασης αυτής. Συνεπώς, πέραν των κανονισμών, που παρατίθενται στο Μέρος II του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 1.7. της ανωτέρω Σύμβασης Παραχώρησης, οι οποίοι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, θα συνεχίσουν να ισχύουν μέχρι την έκδοση αναθεωρημένων κανονισμών σε σχέση με το Λιμένα του Πειραιώς, κάθε άλλος κανονισμός, που εκδόθηκε από τον Ο.Λ.Π. κατά το παρελθόν, σε εκτέλεση της παρασχεθείσας προς αυτόν νομοθετικής εξουσιοδότησης από τον επίσης καταργηθέντα Α.Ν.1559/1950, παύει να ισχύει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω Σύμβασης.  Επομένως, από τη θέση σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης θεωρείται ότι καταργήθηκε και ο εγκριθείς με την υπ’ αριθ. 45057/11/72 κοινή Υπουργική Απόφαση Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του Ο.Λ.Π, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της κατάργησής του, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους ειδικά αναφερομένους στο Παράρτημα της ανωτέρω Σύμβασης κανονισμούς, οι οποίοι ορίζεται ότι διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη της ισχύος της, στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 6 του οποίου προβλεπόταν ότι «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας… εάν το πλειστηριαζόμενο πράγμα είναι πλοίο, ο Ο.Λ.Π. κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδαφ. α’ του Κ.Ι.Ν.Δ. οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίο», με αποτέλεσμα τα δικαιώματα της ήδη Ο.Λ.Π. Α.Ε. για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κ.λ.π. που βαρύνουν το πλοίο, να αποτελούν απαιτήσεις της οι οποίες δεν απολαύουν πλέον του προνομίου κατάταξης του άρθρου 205 στοιχ. α΄ του Κ.Ι.Ν.Δ. στη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου (Εφ.Πειρ. 711/2019, δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Εφετείου Πειραιά www.efeteio-peir.gr).            Από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. …….. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………… κατασχέθηκε αναγκαστικά, με επίσπευση του 16ου των καθ’ ων η άνω ανακοπή (ήδη 16ου εφεσίβλητου), σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. …./2017 πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθ. 260/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, το υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο με την ονομασία «ΤΧV», νηολογίου Α/Π Κλάσης Β’ του λιμένα Πειραιά, με αριθ………..πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στην … Αττικής εταιρίας με την επωνυμία «…. .». Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 14-3-2018, δυνάμει της με αριθμό …/2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., με επίσπευση του 16ου των καθ’ ων η ανακοπή, πλειστηριάστηκε το άνω πλοίο και κατακυρώθηκε σε πλειοδότη αντί του ποσού των 801.750,00 ευρώ. Ακολούθως, επειδή το πλειστηρίασμα δεν αρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, ο άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο με αριθμό …./2018 πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και κατάταξης και δη α) του ποσού των 10.497,28 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα έξοδα και τις αμοιβές του ιδίου ως υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού και β) του ποσού των 3.176,52 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα έξοδα και τις αμοιβές του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……., προέβη στην κατάταξη στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 περ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ. οριστικά και προνομιακά της 1ης των καθ’ ων η ανακοπή Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά για το ποσό των 260.740,79 ευρώ, του 2ου των καθ’ ων η ανακοπή Ν.Α.Τ. για το ποσό των 14.381,00 ευρώ και του 3ου των καθ’ ων η ανακοπή Δ’ Τελωνείου Επίβλεψης Συγκροτημάτων Πειραιά για το ποσό των 5.087,66 ευρώ, στη συνέχεια, στη δεύτερη τάξη προνομίων του άρθρου 205 περ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ, προνομιακά και τυχαία, υπό την αίρεση τελεσιδικίας των αξιώσεών τους, των 4ου, 5ου, 6ου, 8ου, 9ου, 11ου, 12ου, 13ου, 14ου, 15ου και 16ου των καθ’ ων η ανακοπή και τέλος προνομιακά και οριστικά, λόγω ασφάλισης της απαίτησής της με απλή υποθήκη, της 17ης των καθ’ ων η ανακοπή ανώνυμης εταιρίας «……….», νόμιμα εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από την «…………..» για το ποσό των 24.853,59 ευρώ, ενώ οι λοιποί αναγγελθέντες δανειστές, συμπεριλαμβανομένης της ανακόπτουσας, δεν κατατάχθηκαν, δεδομένου ότι το επιτευχθέν πλειστηρίασμα του πλοίου δεν επαρκούσε για να καλύψει τις απαιτήσεις αυτές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα Ο.Λ.Π. Α.Ε. είχε αναγγελθεί εμπρόθεσμα στον άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της κατά της καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας του άνω δεξαμενόπλοιου (TXV) από δικαιώματα α) πρυμνοδέτησης και ελλιμενισμού του κατά την περίοδο από 1-1-2015 έως και 30-9-2017, ποσού 8.113,41 ευρώ (κεφάλαιο 7.058,14 ευρώ + 1.018,59 ευρώ τόκοι + 36,68 χαρτόσημο) και β) αυθαίρετης παραμονής του στις εγκαταστάσεις της κατά την περίοδο από 1-10-2017 έως 28-2-2018, ποσού 41.511,44 ευρώ (κεφάλαιο 40.996,70 ευρώ + 496,85 τόκοι + 17,89 χαρτόσημο), ήτοι για συνολική απαίτηση 49.624,85 ευρώ (κεφάλαιο 48.054,84 ευρώ + 1.018,59 ευρώ τόκοι + 36,68 χαρτόσημο), αλλά ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν κατέταξε τις απαιτήσεις της αυτές στον ως άνω πίνακα. Πλην όμως, οι άνω απαιτήσεις της, στη μη κατάταξη των οποίων στον προσβαλλόμενο πίνακα αφορά η ανακοπή της, δεν μπορούσαν να καταταγούν προνομιακά κατά τον Κ.Ι.Ν.Δ. στον άνω πίνακα για τους ακόλουθους λόγους: Καταρχήν, διότι στην αναγγελία της ανακόπτουσας δεν έχει περιληφθεί αίτημα για προνομιακή κατάταξη των άνω απαιτήσεών της στον πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος του πλοίου της καθ’ ης η εκτέλεση, όπως κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία απαιτείται ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο του αναγγελτηρίου, ούτως ώστε η αναγγελλόμενη απαίτηση να καταταγεί προνομιακά από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, σύμφωνα με όσα  έχουν ήδη εκτεθεί στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Επιπρόσθετα και για το λόγο ότι – εφόσον η επίμαχη διαδικασία της επισπευδόμενης σε βάρος της πλοιοκτήτριας αναγκαστικής εκτέλεσης ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της θέσης σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ο.Λ.Π. της 24ης-6-2016 και της έκδοσης του Κυρωτικού αυτής Νόμου (υπ’ αριθ. 4404/2016), αλλά και της επακολουθήσασας αυτών ολοκλήρωσης της σύμβασης αγοραπωλησίας της πλειοψηφίας των μετοχών του Ο.Λ.Π. σε ιδιώτη επενδυτή κατά τα προεκτεθέντα – οι απαιτήσεις του Ο.Λ.Π. – που δεν αποτελεί πλέον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου «διφυούς χαρακτήρα», αλλά ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρία με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης – από την παροχή προς το πλοίο λιμενικών υπηρεσιών, όπως είναι και οι άνω αναγγελλόμενες απαιτήσεις, δεν απολαύουν πλέον του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 205 στοιχ. α’ του Κ.Ι.Ν.Δ. προνομίου κατάταξης κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ως τέλη και δικαιώματα βαρύνοντα το πλοίο, και δη προνομίου της πρώτης τάξης των ειδικότερα με τη διάταξη αυτή θεσπιζομένων προνομίων, όπως ειδικότερα προβλεπόταν με το άρθρο 19 παρ.6 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του Ο.Λ.Π, ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση της παρασχεθείσας στον Ο.Λ.Π, υπό την τότε μορφή του Ν.Π.Δ.Δ., νομοθετικής εξουσιοδότησης με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21 παρ. 2 του  Α.Ν. 1559/1950 να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του με ισχύ ουσιαστικού νόμου, και εγκρίθηκε με την υπό στοιχεία 45057/11/1973 Κοινή Υπουργική Απόφαση, διότι ήδη ο ανωτέρω  Αναγκαστικός Νόμος και ο εκδοθείς βάσει αυτού Κανονισμός θα πρέπει να θεωρηθούν καταργηθέντες με την Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και τον Κυρωτικό αυτής Νόμο (αφού ο συγκεκριμένος Κανονισμός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που ρητά προβλέπεται στην ως άνω Σύμβαση ότι διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη της ισχύος της και αναλυτικά παρατίθενται στο Παράρτημα 1.7 αυτής), καθώς δε συνάδουν με την περιέλευση του ελέγχου της Ο.Λ.Π. Α.Ε. σε ιδιωτικό οικονομικό φορέα εκμετάλλευσης, αλλά προσιδιάζουν περισσότερο στο δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας, όπως αναλυτικά επισημάνθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης. Σημειωτέον ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου τούτου δεν αναιρείται από το ότι στην Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και στον Κυρωτικό αυτής Νόμο ρητά προβλέπεται ότι η – πλέον ιδιωτικοποιημένη – Ο.Λ.Π. Α.Ε. δικαιούται να επιβάλει, χρεώνει και εισπράττει για ίδιο λογαριασμό  – μεταξύ άλλων – και τέλη λιμενικών υπηρεσιών ως αντίτιμο για τις παρεχόμενες απ’ αυτήν υπηρεσίες στα ναυλοχούντα στο Λιμένα του Πειραιά πλοία, διότι αυτό που έγινε εν προκειμένω δεκτό είναι ότι οι εκ της ανωτέρω αιτίας απορρέουσες απαιτήσεις της δεν εξοπλίζονται πλέον με προνόμιο στην κατάταξη και στη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ούτε βέβαια από το νομικό καθεστώς της Χερσαίας Λιμενικής Ζώνης του Λιμένα του Πειραιά ως κοινόχρηστου πράγματος, ήτοι από τη φύση του ως περιουσιακού στοιχείου κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, ευρισκόμενου στην κοινή χρήση, που ουδόλως επηρεάσθηκε από την ανάληψη του ελέγχου της Ο.Λ.Π. Α.Ε. από ιδιώτη, στην οποία, ακόμη και όταν λειτουργούσε υπό τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. ή ανώνυμης εταιρίας του Δημοσίου, έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα χρήσης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης του ως άνω Λιμένα, και οπωσδήποτε όχι εμπράγματα δικαιώματα (Εφ.Πειρ. 711/2019, ό.α.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης δέχθηκε τα ίδια, και απέρριψε την ανακοπή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ορθά τις αντίστοιχες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ανακόπτουσα με τους λόγους της από 16-4-2019 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……./16-4-2019 έφεσής της, όπως εκτιμώνται στο σύνολό τους οι περιλαμβανόμενες στο εφετήριο αιτιάσεις, απορριπτομένων ως αβασίμων και συνακόλουθα και της άνω έφεσης στο σύνολό της. Η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, οι οποίοι παραστάθηκαν με διαφορετικούς δικηγόρους, πλην των πρώτης και τρίτου που παραστάθηκαν με τον ίδιο δικηγόρο, των τέταρτου και δέκατου που παραστάθηκαν με τον ίδιο δικηγόρο, των πέμπτου έως και ένατου που παραστάθηκαν με την ίδια δικηγόρο και των ενδέκατου έως και δέκατου έκτου που επίσης παραστάθηκαν με τον ίδιο δικηγόρο, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις και υπέβαλαν σχετικό αίτημα, η δε χωριστή εκπροσώπησή τους ήταν αναγκαία (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, Α.Π. 1206/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα υπ’ αριθ. …… e-παραβόλου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 16-4-2019 και με Γ.Α.Κ. ….. και ΕΑΚ …./16-4-2019 έφεση κατά της με αριθ. 1050/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικό – διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Διατάζει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.         

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ, για καθένα από τους δεύτερο και δέκατη έβδομη εξ αυτών, για το ζεύγος των πρώτης και τρίτου εξ αυτών, για το ζεύγος των τέταρτου και δέκατου εξ αυτών, για την ομάδα των πέμπτου έως και ένατου εξ αυτών και για την ομάδα του ενδέκατου έως και δέκατου έκτου εξ αυτών.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ