Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 247/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ

Αριθμός 247/2020
ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 24-4-2019 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …./25-4-2019 έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της με αριθ. 645/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικό – τακτική διαδικασία), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 4-12-2014 και με Γ.Α.Κ. …./5-12-2014 και Α.Κ. …./5-12-2014 αγωγής της κατά της εφεσίβλητης και απέρριψε αυτήν (αγωγή), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 25-4-2019, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 25-2-2019, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).
Με την ανωτέρω αγωγή – κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, μετά και την παραδεκτή διευκρίνιση και διόρθωσή του, χωρίς μεταβολή της βάσης της, με τις προτάσεις της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ιδίου Δικαστηρίου (άρθρο 224 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ, Α.Π. 1962/2014, δημοσ. www.areiospagos.gr) – η ενάγουσα εταιρία εκθέτει ότι εδρεύει στο Πέραμα και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, μεταξύ των άλλων, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων. Ότι η εναγόμενη εταιρία εδρεύει στη Δημοκρατία του Παναμά και είναι πλοιοκτήτρια του περιγραφόμενου με σημαία Παναμά πλοίου με την ονομασία «GC». Ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ιδίας ως πωλήτριας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρίας «………» ως αγοράστριας, αντί τιμήματος που συμφωνήθηκε να καθοριστεί επακριβώς με νεότερη συμφωνία τους, παρέδωσε στις 23-10-2014 στο άνω πλοίο, ενώ αυτό ναυλοχούσε στη ράδα του Πειραιά, τα αναφερόμενα στο δικόγραφο κατά ποσότητα, τύπο και ποιότητα ναυτιλιακά καύσιμα, τα οποία παρέλαβε ανεπιφύλακτα ο Α’ Μηχανικός του ανωτέρω πλοίου, που έθεσε τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του στα αναφερόμενα δύο δελτία αποστολής της, τα οποία ενσωματώνονται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι στην εμπρόσθια σελίδα των ανωτέρω δελτίων αποστολής αναγράφεται ότι «ο υπογράφων δηλώνει ρητά και ανεπιφύλακτα ότι αποδέχεται τους όρους πώλησης που αναγράφονται στο πίσω μέρος της σελίδας», όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται α) ότι «οι πλοιοκτήτες και/ή οι διαχειριστές και/ή οι ναυλωτές είναι από κοινού και μεμονωμένα υπεύθυνοι για την πληρωμή των καυσίμων που παραδόθηκαν με το παρόν και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμολογίου τα καύσιμα παραμένουν περιουσιακό στοιχείο του προμηθευτή» και β) ότι επιπροσθέτως ισχύουν όλοι οι υπόλοιποι Γενικοί Όροι Πώλησης καυσίμων της ιδίας (της ενάγουσας). Ότι στους ανωτέρω γενικούς όρους, οι οποίοι διέπουν το σύνολο των πωλήσεων καυσίμων που καταρτίζει και στους οποίους γίνεται αναφορά στην οπίσθια σελίδα των ανωτέρω δελτίων αποστολής που εξέδωσε για την παράδοση στο πλοίο της εναγομένης των επίμαχων ποσοτήτων καυσίμων, περιλαμβάνεται και ο υπ’ αριθ. 6.7 όρος, ο οποίος προβλέπει συγκεκριμένα ότι «παραδόσεις ναυτιλιακών καυσίμων δε γίνονται μόνον επί πιστώσει της αγοράστριας, αλλά και σε πίστη και για λογαριασμό του πλοίου το οποίο χρησιμοποιεί τα ναυτιλιακά καύσιμα και συμφωνείται ότι η πωλήτρια (εννοείται η ενάγουσα) θα διατηρεί και θα δύναται να επιβάλει προνόμιο κατά του πλοίου αυτού για το τίμημα της πώλησης των ρηθέντων ναυτιλιακών καυσίμων, καθώς και για κάθε άλλο ποσό το οποίο οφείλεται στην πωλήτρια από την αγοράστρια, το οποίο προκύπτει από την πώληση αυτή και την παράδοση των ρηθέντων ναυτιλιακών καυσίμων». Ότι η εναγόμενη, η οποία αγόρασε τις επίμαχες ποσότητες καυσίμων από την εδρεύουσα στη Μάλτα εταιρία με την επωνυμία «…………..», στην οποία είχαν στο μεσοδιάστημα μεταπωληθεί από την αντισυμβαλλόμενη της ιδίας (ενάγουσας) εταιρία με την επωνυμία «…………..», διά της υπογραφής των άνω δελτίων αποστολής από τον Α’ μηχανικό του ανωτέρω πλοίου, ο οποίος ενεργούσε προφανώς κατ’ εντολή και εξουσιοδότηση του πλοιάρχου που κατά το νόμο την εκπροσωπεί, αποδέχθηκε τους προαναφερθέντες όρους, με αποτέλεσμα να ευθύνεται αυτοτελώς, και επιπροσθέτως αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με την άνω αγοράστρια των καυσίμων (εταιρία «…………») για την καταβολή του τιμήματος αυτών, το οποίο, πιστωθέν και συμφωνηθέν καταβλητέο μέχρι τις 2-12-2014, όπως ρητά αναφέρεται και στο επίσης ενσωματωθέν αυτούσιο στο δικόγραφο της αγωγής τιμολόγιο που αυτή (ενάγουσα) εξέδωσε για τη συγκεκριμένη συναλλαγή, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 167.689,00 δολαρίων Η.Π.Α. και το οποίο (τίμημα) δεν έχει εισέτι καταβληθεί και εξακολουθεί να οφείλεται. Ότι επικουρικά η εναγόμενη ενέχεται προς καταβολή αποζημίωσης ισόποσης με την προαναφερθείσα αξία των καυσίμων διότι παράνομα και υπαίτια ανάλωσε αυτά για τις ανάγκες του άνω πλοίου της στο οποίο παραδόθηκαν, παρότι γνώριζε ότι η κυριότητά τους είχε παρακρατηθεί από την ίδια (ενάγουσα) ως πωλήτρια μέχρι την πλήρη και ολοσχερή αποπληρωμή του τιμήματός τους, δυνάμει σχετικού όρου περιλαμβανομένου στα ανωτέρω δελτία αποστολής που υπογράφηκαν από τον Α’ Μηχανικό του συγκεκριμένου πλοίου, ενεργούντος κατ’ εντολή και εξουσιοδότηση του πλοιάρχου. Ότι έτι περαιτέρω επικουρικά η εναγόμενη ενέχεται στην καταβολή της αξίας των παραδοθέντων σ’ αυτήν καυσίμων διότι κατά την αξία τους αυτή κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της δικής της περιουσίας (ενάγουσας). Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα – μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις πρωτόδικες προτάσεις της και με σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης – ζητεί να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να της καταβάλει, κυρίως μεν με βάση την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση, δυνάμει της οποίας ανέλαβε και αυτή την αυτοτελή υποχρέωση για την εκπλήρωση της οφειλής που απορρέει από την ανωτέρω σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων, εις ολόκληρον με την αγοράστρια των καυσίμων αυτών – μη διάδικο στην παρούσα δίκη – εταιρία «………», άλλως επικουρικά με βάση τις διατάξεις των αδικοπραξιών και επικουρικότερα με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το σε ευρώ ισόποσο των 167.689,00 δολαρίων Η.Π.Α. του συμφωνηθέντος τιμήματος της πώλησης, με τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων που θα ισχύει κατά το χρόνο της πληρωμής, πλέον τόκων, υπολογιζόμενων με συμβατικό επιτόκιο, ανερχόμενο μηνιαίως σε ποσοστό 2%, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους Γενικούς Όρους Πώλησης της ιδίας (ενάγουσας), τους οποίους αποδέχθηκε και η αντίδικός της, με την υπογραφή από τον Α’ μηχανικό του πλοίου της στο οποίο παραδόθηκαν τα καύσιμα, των ανωτέρω δελτίων αποστολής που ρητά παραπέμπουν σ’ αυτούς, άλλως με το νόμιμο επιτόκιο, αρχομένης της τοκοφορίας της απαίτησής της σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την επομένη της ημέρας κατά την οποία το οφειλόμενο ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, με την παρέλευση της συνομολογηθείσης προθεσμίας αποπληρωμής του, ήτοι από την 3η-12-2014, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 645/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό: α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, ως προς τις σωρευόμενες στο δικόγραφο της αγωγής, για τη θεμελίωση της αξίωσης της ενάγουσας, κύρια βάση από σύμβαση και ως προς τις προβαλλόμενες, κατά δικονομική επικουρικότητα, βάσεις από αδικοπραξία και αδικαιολόγητο πλουτισμό αντίστοιχα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 33 και 35 του Κ.Πολ.Δ, β) ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, αναφορικά με την κύρια βάση της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) και αναφορικά με τις άνω επικουρικές βάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 14 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11η-7-2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη II) και γ) ότι με βάση το ελληνικό δίκαιο, που κρίθηκε εφαρμοστέο εν προκειμένω, η αγωγή είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 291, 292, 317, 334, 341, 345 εδ. α’, 346, 361, 417, 471, 477, 713 Α.Κ, 70 Κ.Πολ.Δ, 1 παρ. 1 Ν. 740/1977, 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, 1 Ν. 2842/2000, ενώ είναι μη νόμιμη και απορριπτέα κατά τις επικουρικές βάσεις της από αδικοπραξία και αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθώς και κατά το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων επί του κεφαλαίου της απαίτησης της ενάγουσας, υπολογιζόμενων με συμφωνηθέν επιτόκιο σε ποσοστό 2% μηνιαίως. Στη συνέχεια η αγωγή, εξεταζόμενη ως προς την κύρια βάση της απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία, διότι κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εναγόμενη δεν ανέλαβε την αυτοτελή συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα της μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρίας με την επωνυμία «………….» πώλησης των παραδοθεισών στο άνω πλοίο της εναγομένης ποσοτήτων καυσίμων, καθώς τα εκδοθέντα από την ενάγουσα δελτία αποστολής των πωληθέντων καυσίμων όπου αναφερόταν ο όρος αυτός υπογράφηκαν από τον Α΄ μηχανικό του πλοίου, ο οποίος, όπως έγινε δεκτό, αφενός μεν δεν είχε την εξουσία να εκπροσωπεί την πλοιοκτήτρια – εναγόμενη ως αντιπρόσωπός της για την κατάρτιση συμβάσεων με τρίτους, όπως εν προκειμένω η ενάγουσα, αφετέρου δε ουδόλως αποδείχθηκε ότι είχε εξουσιοδοτηθεί σχετικά από τον πλοίαρχο του πλοίου, που έχει εκ του νόμου (άρθρο 84 Κ.Ι.Ν.Δ.) αντιπροσωπευτική εξουσία για τη σύναψη δικαιοπραξιών για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, για την ανάληψη της ανωτέρω ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής υποχρέωσης για λογαριασμό της, αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο Α’ μηχανικός είχε εξουσιοδοτηθεί μόνο για να προβεί στην παραλαβή των καυσίμων κατόπιν ελέγχου αυτών ποσοτικά και ποιοτικά, το οποίο και μόνο βεβαίωσε, θέτοντας την υπογραφή του επί των δελτίων αυτών. Κατά του κεφαλαίου της ανωτέρω απόφασης, που αφορά την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής (ευθύνη της εναγομένης από σύμβαση) ως αβάσιμης κατ’ ουσία, παραπονείται η ενάγουσα, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της (τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης που αναφέρονται στην απόρριψη των σωρευομένων στο δικόγραφο της αγωγής και προβαλλομένων κατά δικονομική επικουρικότητα βάσεων των αδικοπραξιών και του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως και το κεφάλαιο που αφορά την απόρριψη του αιτήματος υπολογισμού τόκων επί του κεφαλαίου της αγωγικής απαίτησης με συμβατικό επιτόκιο 2% μηνιαίως, για το επιπλέον του ανωτάτου θεμιτού επιτοκίου υπερημερίας ποσοστό, δεν πλήττονται από την ενάγουσα με την έφεσή της), ζητώντας για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο της έφεσης και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του επί του εκκληθέντος κεφαλαίου, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το εν λόγω κεφάλαιο, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση ως προς αυτό, να γίνει δεκτή η αγωγή της καθ’ ολοκληρίαν ως βάσιμη κατ’ ουσία και να της επιδικασθεί το αιτούμενο χρηματικό ποσό.
Από τις διατάξεις των άρθρων 221 και 224 του Α.Κ. προκύπτει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μολονότι δεν υπάρχει πληρεξουσιότητα, εν τούτοις κρίνεται άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του τρίτου στην ύπαρξή της. Με βάση τις διατάξεις αυτές και την αρχή της εμπιστοσύνης, διαπλάστηκε η έννοια της «φαινόμενης πληρεξουσιότητας». Πρόκειται για την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος δεν παρέσχε πληρεξουσιότητα ή την είχε παράσχει μεν κατά το παρελθόν, στην συνέχεια, όμως, την ανακάλεσε και ούτε ανέχθηκε ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του φερομένου «αντιπροσώπου» του, αλλά θα μπορούσε να τη γνωρίζει και να την είχε εμποδίσει, αν επιδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο συναλλαχθείς τρίτος δικαιούται, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να πιστέψει ευλόγως ότι στον εμφανιζόμενο ως αντιπρόσωπο έχει παρασχεθεί πληρεξουσιότητα. Γι’ αυτό, όμως, απαιτείται διαρκής επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του φερομένου «αντιπροσώπου» και καλή πίστη στο πρόσωπο του τρίτου που συναλλάχθηκε. Ο τελευταίος δεν προστατεύεται αν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας ή την αγνοούσε από αμέλειά του. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, καταλογίζεται στον «αντιπροσωπευόμενο» ότι με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και αν πρόκειται για σύμβαση, αυτή θεωρείται καταρτισμένη διά μέσου του «κατά φαινόμενο πληρεξουσίου». Ο τρίτος που συναλλάχθηκε έχει στην περίπτωση αυτή κατά του αντιπροσωπευόμενου τις αξιώσεις που πηγάζουν από τέτοια σύμβαση (A.Π. 683/2015, Α.Π. 274/2013, Α.Π. 1659/2005, Α.Π. 939/2004, Α.Π. 1187/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 477 του Α.Κ. προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει, μπορεί δε να αφορά και μελλοντικό χρέος, ως τέτοιου νοουμένου τόσο εκείνου του χρέους που ο νομικός λόγος παραγωγής του υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης αναδοχής αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), όσο και εκείνου του οποίου ούτε ο λόγος παραγωγής ούτε η απαίτηση υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, και στις δύο περιπτώσεις, το μελλοντικό χρέος είναι οριστό, μπορεί δηλαδή να προσδιορισθεί, κατά το χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση έναντι του οφειλέτη. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (Α.Κ. 481), δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ’ επιλογήν του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη με βάση τη μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (Α.Π. 726/2019, Α.Π. 230/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ’ αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 του Κ.Δ.Ν.Δ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου για την τήρηση της τάξης, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Ειδικότερα, οι αρμοδιότητες του πλοιάρχου μπορούν να διακριθούν σ’ εκείνες: 1) Του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 Κ.Ι.Ν.Δ.). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται περαιτέρω σε: α) Δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών, κ.λ.π. και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (Εφ.Πειρ. 951/2006, Ε.Ν.Δ. 2007, 26). Προσέτι, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιο¬κτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικο¬νομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες οι οποίες έχουν κύριο, αν όχι αποκλειστικό σκοπό να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρε¬σιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Α.Κ. για την εντο¬λή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχει¬ριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιο¬κτήτη (άρθρο 211 Α.Κ.). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υπο¬χρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ι-διότητά του αυτή και αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές (Α.Π. 1998/2014, Ε.Εμπ.Δ. 2016, 139, Εφ.Πειρ. 740/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 του Α.Κ. συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησης δεν το δεσμεύει (Α.Π. 1552/2018, Α.Π. 682/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Από τις ένορκες καταθέσεις της μάρτυρος της ενάγουσας ……… και του μάρτυρος της εναγομένης ………., που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια [συμπεριλαμβανομένων των υπ’ αριθ. ……../15-10-2018 ενόρκων βεβαιώσεων που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, με την επιμέλεια της εναγομένης – εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 422 Κ.Πολ.Δ, κλήτευσης της εναγομένης προ δυο τουλάχιστον εργασίμων ημερών από τη λήψη αυτών (βλ. την υπ’ αριθ. …/9-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………)]και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι ανώνυμη ημεδαπή εταιρία, η οποία έχει ως αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την εμπορία πετρελαιοειδών προϊόντων, μεταξύ άλλων και ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων, η δε εναγόμενη είναι πλοιοκτήτρια του πλοίου «GC», σημαίας Παναμά, νηολογίου Παναμά, με αριθμό ΙΜΟ ……, κ.ο.χ. 4915 και κ.κ.χ. 1995. Διαχειρίστρια του παραπάνω πλοίου είναι η μη διάδικος εταιρία «……….», που εδρεύει στη Λιβερία και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967. Στις 21-10-2014, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ του υπαλλήλου του Τμήματος Πετρελεύσεων της άνω διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας ………. (για την οποία ενημερώθηκε και ο Προϊστάμενος του άνω Τμήματος ………, ο οποίος εξετάστηκε ως μάρτυρας από την εναγόμενη στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) και της ………., υπαλλήλου της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρίας εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων με την επωνυμία «……….», η οποία κατά το χρόνο εκείνο διατηρούσε υποκατάστημα στον Πειραιά (επί της οδού … στον αριθμό …), καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την άνω διαχειρίστρια του άνω πλοίου πλοιοκτησίας της ως αντιπρόσωπό της, και της προαναφερθείσας μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας, σύμβαση πώλησης 300 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Fuel Oil, IFO 380 CST 3,5 % και 33 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Marine Gasoil CST 0,1%, για τον εφοδιασμό με καύσιμα του άνω πλοίου. Το τίμημα της πώλησης συμφωνήθηκε στο ποσό των 499,00 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Fuel Oil IFO 380 CST 3,5% και στο ποσό των 773,00 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Marine Gasoil CST. 0,1%, πλέον του ποσού των 1.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. για την παράδοση των καυσίμων στο πλοίο με χρήση φορτηγίδας και ορίσθηκε καταβλητέο εντός τριάντα (30) ημερών από την παράδοση των πωληθέντων καυσίμων, με την προσκόμιση του σχετικού τιμολογίου πώλησης, τα δε καύσιμα συμφωνήθηκε να παραδοθούν στις 22 ή στις 23-10-2014 στο άνω πλοίο, το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στη ράδα του Πειραιά, όπως αποδεικνύεται από τη με επίκληση προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική από την αγγλική γλώσσα επιβεβαίωση παραγγελίας της πωλήτριας εταιρίας. Στη συνέχεια η τελευταία συμβλήθηκε ως αγοράστρια, με ξεχωριστή σύμβαση πώλησης, με την επίσης μη διάδικο στην παρούσα δίκη αλλοδαπή εταιρία εμπορίας καυσίμων «……….», από την οποία προμηθεύτηκε τις αυτές με τις προαναφερόμενες ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων του ιδίου τύπου για τον εφοδιασμό του πλοίου της εναγομένης. Αποδείχθηκε επίσης ότι την ίδια ημέρα (21-10-2014) η εταιρία «……….» κατήρτισε με τη σειρά της ως αγοράστρια, με την ενάγουσα ως πωλήτρια, έτερη, επίσης ξεχωριστή από τις προαναφερθείσες, σύμβαση πώλησης για τα ίδια κατά ποιότητα, τύπο και ποσότητα ναυτιλιακά καύσιμα που προορίζονταν για τον εφοδιασμό του ανωτέρω πλοίου πλοιοκτησίας της εναγομένης, αντί τιμήματος το οποίο θα προσδιοριζόταν (ανά μετρικό τόνο καυσίμου) στη συνέχεια με νεότερη μεταξύ τους συμφωνία, όπως αποδεικνύεται από το με επίκληση προσκομιζόμενο από 21-10-2014 (σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική από την αγγλική γλώσσα) έγγραφο της αγοράστριας εταιρίας «………..» προς την πωλήτρια – ενάγουσα, που απεστάλη διά ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, περί επιβεβαίωσης της αρχικά τηλεφωνικά διαβιβασθείσης προς αυτήν παραγγελίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, σε εκτέλεση της μεταξύ αυτής και της εταιρίας με την επωνυμία «………» καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης, παρέδωσε στις 23-10-2014, διά του δεξαμενοπλοίου «Μ», στο ανωτέρω πλοίο πλοιοκτησίας της εναγομένης, ενώ αυτό βρισκόταν στη ράδα του λιμένα Πειραιά, ποσότητα 300,00 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Fuel Oil IFO 380 CST, καθώς και ποσότητα 330,52 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Marine Gazoil 0,1% S και εκδόθηκαν αντίστοιχα από την ίδια (ενάγουσα) για κάθε ποσότητα καυσίμων τα υπ’ αριθ. …./22-10-2014 και …./22-10-2014 δελτία αποστολής, χωρίς να αμφισβητείται από την εναγόμενη ότι παραλήφθηκαν από το πλοίο της οι αναγραφόμενες στα άνω δελτία αποστολής ποσότητες καυσίμων. Αποδείχθηκε ακόμα ότι ο Α΄ μηχανικός του άνω πλοίου … (ον.) …… (επ.), Ουκρανικής υπηκοότητας, προέβη την ίδια ημέρα (στις 23-10-2014), για λογαριασμό της εναγομένης, στην παραλαβή των πωληθέντων καυσίμων και ότι ήταν αυτός που υπέγραψε επί των ανωτέρω δελτίων αποστολής, θέτοντας επιπροσθέτως τη σφραγίδα του πλοίου κάτωθεν των ακόλουθων προδιατυπωμένων όρων οι οποίοι έχουν τεθεί μονομερώς από την ενάγουσα στην εμπρόσθια σελίδα των εγγράφων αυτών: «Ο υπογράφων δηλώνει ρητά και ανεπιφύλακτα ότι αποδέχεται τους όρους πώλησης, που αναγράφονται στο πίσω μέρος της σελίδας» και επίσης «Παρελήφθησαν σήμερα (έχει αναγραφεί χειρόγραφα η ημερομηνία 23-10-2014) οι πιο πάνω ποσότητες κατά βάρος και σε καλή κατάσταση για καύσιμα του πλοίου μου», οι οποίοι είναι διατυπωμένοι σε αμφότερες τις γλώσσες ελληνική και αγγλική (ακολουθεί η σφραγίδα του πλοίου και επ’ αυτής η υπογραφή του ανωτέρω μέλους του πληρώματος). Στην οπίσθια σελίδα των προαναφερθέντων δελτίων αποστολής περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ο ακόλουθος όρος, ο οποίος είναι επίσης διατυπωμένος στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα: «Οι πλοιοκτήτες και / ή οι διαχειριστές και / ή οι ναυλωτές είναι από κοινού και μεμονωμένα υπεύθυνοι για την πληρωμή των καυσίμων που παραδόθηκαν με το παρόν και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμολογίου τα καύσιμα παραμένουν περιουσιακό στοιχείο του προμηθευτή…». Επίσης, στην αυτή σελίδα αναφέρεται ότι «επιπρόσθετα των παραπάνω ισχύουν όλοι οι υπόλοιποι γενικοί όροι της εταιρίας μας», δηλαδή της εκδότριας των δελτίων αποστολής – ενάγουσας, οι οποίοι όμως δεν αναγράφονται στα ανωτέρω δελτία αποστολής. Σ’ αυτούς τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών και Πώλησης της ενάγουσας, στους οποίους παραπέμπουν τα άνω δελτία αποστολής, περιλαμβάνεται και ο υπό στοιχεία 6.7 όρος, ο οποίος προσκομίζεται σε αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με τον οποίο: «Παραδόσεις Ναυτιλιακών Καυσίμων δε γίνονται μόνον επί πιστώσει της Αγοράστριας, αλλά και σε πίστη και για λογαριασμό του Πλοίου, το οποίο χρησιμοποιεί τα ναυτιλιακά καύσιμα και συμφωνείται ότι η Πωλήτρια θα διατηρεί και θα δύναται να επιβάλει προνόμιο κατά του Πλοίου αυτού για το τίμημα της πώλησης των ρηθέντων Ναυτιλιακών Καυσίμων, καθώς και για κάθε άλλο ποσό το οποίο οφείλεται στην Πωλήτρια από την Αγοράστρια, το οποίο προκύπτει από την πώληση αυτή και την παράδοση των ρηθέντων Ναυτιλιακών Καυσίμων». Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 27-10-2014 η ενάγουσα εξέδωσε για την επίμαχη συναλλαγή το υπ’ αριθ. …../27-10-2014 τιμολόγιο, συνολικού ποσού 167.689,00 δολαρίων Η.Π.Α, που αφορά στην αξία των πωληθέντων καυσίμων (33,052 μετρικοί τόνοι καυσίμου τύπου Marine Gazoil 0,1% S Χ 750,00 δολάρια Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο = 24.789,00 δολάρια Η.Π.Α. + 300,00 μετρικοί τόνοι καυσίμου Fuel Oil IFO 380 CST X 473 δολάρια Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο = 141.900,00 δολάρια Η.Π.Α.), πλέον του ποσού των 1.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. για τη χρήση της φορτηγίδας, πληρωτέου μέχρι την 2η-12-2014, σε χρέωση της αντισυμβαλλομένης της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «…………..», αλλά και του πλοιάρχου και πλοιοκτητών και/ή χειριστών και/ή διαχειριστών και/ή ναυλωτών του πλοίου, πλην όμως όλως γενικώς, χωρίς, δηλαδή, να κατονομάζονται σ’ αυτή συγκεκριμένα νομικά ή φυσικά πρόσωπα ως επιπλέον υπόχρεοι για την καταβολή της αξίας των καυσίμων, εκτός από τη ρητά αναφερόμενη αγοράστρια και ιδίως δεν αναγράφηκε ως οφειλέτρια του ποσού και η εναγόμενη. Σημειωτέον ότι μόνη η γενικόλογη αναφορά στο τιμολόγιο αυτό της πλοιοκτήτριας, μεταξύ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, υπό την ένδειξη «στοιχεία πελάτη» και μάλιστα μονομερώς από την ενάγουσα και χωρίς αυτή να κατονομάζεται, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που κατονομαζόταν, δεν αρκεί για να θεμελιώσει ευθύνη της (της εναγομένης) για την αποπληρωμή του οφειλομένου τιμήματος της μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας με την επωνυμία «……….» καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης, στην οποία αυτή (η εναγόμενη) ουδόλως συμβλήθηκε κατά τα προεκτεθέντα. Με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, διά της υπογραφής των ανωτέρω δελτίων αποστολής, που περιέχουν τους προαναφερθέντες όρους αλλά παραπέμπουν και στους γενικούς όρους που διέπουν όλες τις πωλήσεις της, από τον Α’ μηχανικό του άνω πλοίου – ο οποίος σφράγισε τα δελτία αποστολής με τη σφραγίδα του πλοίου και τα υπέγραψε, ενεργώντας κατ’ εντολή και κατ’ εξουσιοδότηση του πλοιάρχου του πλοίου, ο οποίος κατά το νόμο εκπροσωπεί την πλοιοκτήτρια εναγόμενη, με αποτέλεσμα η τελευταία να ενέχεται για τις δικαιοπραξίες τις οποίες αυτός επιχειρεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του – καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ τους σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη, υπό την συγκεκριμένη ιδιότητά της, ανέλαβε την αυτοτελή υποχρέωση να της καταβάλει το τίμημα της πώλησης, παρότι δε συμβλήθηκε μαζί της. Πλην όμως, όπως προεκτέθηκε, αποδείχθηκε ότι στην κρινόμενη περίπτωση τα ανωτέρω δελτία αποστολής τα υπέγραψε, κάτωθι της τεθείσας σφραγίδας του πλοίου, ο Α’ μηχανικός αυτού, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των ανατεθειμένων σ’ αυτόν καθηκόντων της εποπτείας της διαδικασίας της πετρέλευσης, λόγω της ιδιότητάς του και των γνώσεων που διέθετε και ότι διά της υπογραφής του βεβαίωσε αποκλειστικά και μόνο το ακριβές της ποσότητας και της ποιότητας των παραδοθέντων καυσίμων κατά τα προβλεπόμενα και από το Σύστημα Ασφαλούς Διαχείρισης της «………..», όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης, οι οποίοι εξετάσθηκαν, εις εξ αυτών στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και οι λοιποί τρεις εκτός δίκης ενώπιον συμβολαιογράφου (άπαντες υπάλληλοι της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας) και κατηγορηματικά κατέθεσαν ότι οι επί των συγκεκριμένων δελτίων υπογραφές έχουν τεθεί από τον Α΄ μηχανικό του πλοίου, ως είθισται στη διεθνή ναυτιλία, αλλά, επιπροσθέτως, και από την αντιπαραβολή των υπογραφών που έχουν τεθεί στα δελτία αυτά με αυτή στο προσκομιζόμενο από την ανωτέρω διάδικο αντίγραφο του διαβατηρίου του προαναφερθέντος, σύγκριση που καταδεικνύει ότι και οι δύο υπογραφές έχουν προφανώς τεθεί από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, καθώς οφθαλμοφανώς προσομοιάζουν σε σημαντικό βαθμό και δεν αντικρούονται πειστικά από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο εξ αυτών που εισφέρθηκαν στη δίκη κυρίως από την ενάγουσα, η οποία, άλλωστε, φέρει και το δικονομικό βάρος απόδειξης της ιστορικής βάσης της αγωγής της. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο Α’ μηχανικός του πλοίου, διά της υπογραφής των άνω δελτίων αποστολής στα οποία η ενάγουσα είχε μονομερώς περιλάβει τον προδιατυπωμένο όρο περί ευθύνης και του πλοιοκτήτη προς αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του (άρθρου 66 του Β.Δ. 683/1960), βεβαίωσε για λογαριασμό της εναγομένης μόνο το ακριβές της ποσότητας και της ποιότητας των παραδοθέντων καυσίμων, αφού, παρασταθείς κατά τη διαδικασία της πετρέλευσης και της λήψης των δειγμάτων, ήλεγξε τα καύσιμα με βάση και τις ειδικές γνώσεις που διέθετε λόγω της ειδικότητάς του, ώστε να εξασφαλίσει ότι παραδίδονται στο πλοίο τα συμφωνηθέντα από πλευράς ποιότητας και ποσότητας, όπως όφειλε σε εκτέλεση των ανατεθειμένων σ’ αυτόν καθηκόντων που απορρέουν από το νόμο και από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας που είχε συνάψει με την εναγόμενη, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής αποκλειστικά και μόνο κατά την παραλαβή των πωληθέντων και για την παραλαβή αυτή, εντός των ορίων της περιορισμένης – με το προεκτεθέν περιεχόμενο – εξουσίας αντιπροσώπευσής της, χωρίς εκ του νόμου να έχει την εξουσία να την αντιπροσωπεύει στην κατάρτιση συμβάσεων με τρίτους, ούτε, όμως να του έχει χορηγηθεί, δυνάμει δικαιοπραξίας από όργανο που τη διοικεί, η εντολή και πληρεξουσιότητα να την δεσμεύει επί οιουδήποτε άλλου θέματος, ή εν προκειμένω χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως σχετική εξουσιοδότηση από τον πλοίαρχο, ο οποίος έχει εκ του νόμου αντιπροσωπευτική εξουσία για τη σύναψη δικαιοπραξιών για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας (άρθρο 84 του Κ.Ι.Ν.Δ.) για την ανάληψη της ανωτέρω ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής υποχρέωσης. Συνακόλουθα, δεν δύναται να καταλογιστεί στην εναγόμενη ούτε ότι με τη συμπεριφορά του να υπογράψει τα άνω δελτία αποστολής κατά την παραλαβή των καυσίμων δημιούργησε στην ενάγουσα, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εύλογη πεποίθηση ότι είχε πληρεξουσιότητα να καταρτίσει στο όνομα της εναγομένης με αυτήν (ενάγουσα) την επικαλούμενη από την τελευταία σύμβαση σωρευτικής αναδοχής της επίδικης οφειλής. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω στηρίζεται ιδίως στις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης, άπαντες οι οποίοι κατέθεσαν με κατηγορηματικό τρόπο ότι ο Α΄ μηχανικός του πλοίου παρευρίσκονταν κατά την παράδοση των πωληθέντων καυσίμων αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να διαπιστώσει το ακριβές της ποσότητας και την ποιότητά τους, κατά την πάγια πρακτική στην παγκόσμια ναυτιλία και το σύστημα ασφαλούς διαχείρισης της άνω διαχειρίστριας εταιρίας σύμφωνα με τον Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης που έχει θεσπίσει ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός ΙΜΟ, έχοντας επιπλέον ενημερωθεί κατά τη ναυτολόγησή του από την άνω διαχειρίστρια εταιρία, όπως και ο πλοίαρχος του άνω πλοίου, ότι μπορούσε να εξουσιοδοτείται από τον τελευταίο για να υπογράφει μόνο το ακριβές της ποσότητας και της ποιότητας των καυσίμων και σύμφωνα με τα ανωτέρω, υπέγραψε τα άνω δελτία αποστολής μόνο για την πιστοποίηση της ποσότητας και της ποιότητας των καυσίμων που παραλήφθηκαν και μάλιστα χωρίς διατύπωση ουδεμίας αντίρρησης, εναντίωσης, διαμαρτυρίας, ή επιφύλαξης επ’ αυτών, αφού διαπίστωσε ότι παραδόθηκαν τα συμφωνηθέντα, καταθέσεις που δεν αντικρούστηκαν πειστικά από τη μάρτυρα απόδειξης, η οποία μάλιστα κατέθεσε ρητά ότι είθισται να υπογράφει ο Α’ μηχανικός για την παραλαβή των καυσίμων και να σφραγίζει με τη σφραγίδα του πλοίου, καθώς και στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Επομένως, η υπό τη σφραγίδα του πλοίου της εναγομένης υπογραφή του προαναφερόμενου Α΄ μηχανικού στα επίμαχα δελτία αποστολής που εξέδωσε η ενάγουσα αποδεικνύει μόνο την παράδοση και παραλαβή των πωληθέντων ποσοτήτων καυσίμων στο πλοίο, η οποία κατά το νόμο ανάγεται στα καθήκοντα του Α΄ μηχανικού και δεν έχει ως έννομη συνέπεια τη σύναψη σύμβασης μεταξύ ενάγουσας και εναγομένης, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση για την εκπλήρωση της οφειλής, που απορρέει από τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρίας «………», όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της. Σημειωτέον ότι η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…», μέλος του ομίλου εταιριών «……..», από την οποία η εναγόμενη αγόρασε τις ποσότητες καυσίμων που παραδόθηκαν στο πλοίο της από την ενάγουσα (όπως έχει ήδη αναφερθεί η ανωτέρω πωλήτρια εταιρία «……» με τη σειρά της αγόρασε καύσιμα της αυτής ποσότητας και ποιότητας για τον εφοδιασμό του άνω πλοίου από την εταιρία «………..», η οποία για τον ίδιο σκοπό προμηθεύτηκε καύσιμα, επίσης της αυτής ποιότητας και ποσότητας, από την ενάγουσα δυνάμει ξεχωριστών συμβάσεων, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των ανωτέρω νομικών προσώπων), στις 7-11-2014 ανέστειλε τη λειτουργία της, καθώς ο ως άνω Όμιλος τέθηκε υπό καθεστώς πτώχευσης. Αποδείχθηκε επίσης ότι η προαναφερθείσα εταιρία «……..» εξέδωσε αυθημερόν, μετά την παράδοση των καυσίμων στο πλοίο της εναγομένης στις 23-10-2014, το υπ’ αριθ. ………/23-10-2014 τιμολόγιό της για το συνολικό ποσό των 176.249,20 δολαρίων Η.Π.Α, σε χρέωση της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας «………..» και αντιπροσώπου της εναγομένης, ως δεν αμφισβητήθηκε από την τελευταία, κατά τα προεκτεθέντα. Ακολούθως, η εναγόμενη ενημερώθηκε ότι είχε λάβει χώρα καταπιστευματική εκχώρηση όλων των απαιτήσεων του ανωτέρω πτωχεύσαντος Ομίλου στην ολλανδική τράπεζα «… .» και, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σε διαιτησία στο Ηνωμένο Βασίλειο από οφειλέτες του Ομίλου – σύμφωνα με σχετικό όρο των συμβάσεων πώλησης που αυτός κατήρτιζε, μεταξύ των οποίων και της επίμαχης σύμβασης πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων μεταξύ της εναγομένης και της θυγατρικής του εταιρίας «……..», περί του δικαιούχου είσπραξης του ποσού του τιμήματος των πωλήσεων αυτών, και αποφάσεων των διαιτητών στο Λονδίνο ότι τελικά δικαιούχος είναι η ως άνω Τράπεζα – καταβλήθηκε στην τελευταία από την εναγόμενη στις 7-4-2016 το ποσό του εκδοθέντος από την «………» και προαναφερθέντος τιμολογίου, ποσού 176.249,20 δολαρίων Η.Π.Α, προς εξόφληση της οφειλής της από την πετρέλευση του άνω πλοίου της, που έλαβε χώρα στον Πειραιά στις 23-10-2014. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά την κύρια βάση της (από ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης), καθώς δέχθηκε ότι δεν καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση για την εκπλήρωση της οφειλής που απορρέει από τη σύμβαση αγοραπωλησίας των παραδοθέντων σε πλοίο πλοιοκτησίας της ναυτιλιακών καυσίμων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη με την επωνυμία «…………», διότι τα περιέχοντα τον όρο περί ευθύνης και της πλοιοκτήτριας για την καταβολή του ποσού του τιμήματος δελτία αποστολής των πωληθέντων καυσίμων υπογράφηκαν από τον Α΄ μηχανικό του πλοίου, ο οποίος δεν την εκπροσωπούσε κατά το νόμο, ούτε δυνάμει σχετικής εντολής και πληρεξουσιότητας από τον πλοίαρχο, και, συνεπώς, δεν τη δέσμευε, διά της υπογραφής του για την ανάληψη της ανωτέρω, ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής υποχρέωσης, ει μη μόνον βεβαίωσε το γεγονός της παραλαβής των καυσίμων για λογαριασμό της, το οποίο ανάγεται στα καθήκοντά του, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από την ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της απορριπτόμενων ως αβασίμων, όπως και της έφεσης αυτής στο σύνολό της. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος απ’ αυτήν παραβόλου της έφεσής της, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, με κωδικό e – παραβόλου . . ./24-6-2019 (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. ε’ Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 24-4-2019 και με Γ.Α.Κ. … και Ε.Α.Κ. …/25-4-2019 έφεση κατά της με αριθμό 645/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικό), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ