Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 243/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης 243 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 24.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./30.10.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../16.11.2018 έφεση του εκκαλούντος ………, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.4296/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 13.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/14.12.2017 αγωγή του εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της εναγομένης, στις 24.10.2018, στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο του ενάγοντος, συντασσομένης της υπ’αριθμ……..΄/24.10.2018 εκθέσεως επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, ………., που προσκομίζεται από την εναγομένη-εφεσίβλητη, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 30.10.2018, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.
ΙΙ. Ο ενάγων, ……….., στην από 13.12.2017 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά με την εκπρόσωπο της εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα της περιόδου από 16.3.2016 έως 11.6.2017 στο υπό σημαία Κύπρου επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΜΤ», νηολογίου Λεμεσού …., κ.ο.χ. 3.003, πλοιοκτησίας της, αντί του προβλεπομένου από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, όταν το πλοίο εκτελούσε πλόες, επί 14 ώρες και επί 8 ώρες κατά τα Σάββατα των χρονικών περιόδων επισκευής του πλοίου, χωρίς να λαμβάνει το σύνολο των προβλεπομένων για την ειδικότητα του αποδοχών, ούτε ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά, που εδικαιούτο για αναλογία δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2016 και 2017, μήτε για επίδομα αδείας, ούτε του χορηγήθηκαν, κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα, άδειες διανυκτέρευσης δικαιούμενου της προβλεπόμενης αποζημίωσης. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων, επικαλούμενος περαιτέρω την επικουρική εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, ζητούσε, όπως παραδεκτώς περιόρισε αναλογικά τα αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικά αγωγικά του αιτήματα κατά 7/13 σε αναγνωριστικά, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα πέντε και ενενήντα ενός λεπτών (19.565,91 €) ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της στην καταβολή του υπολοίπου ποσού των είκοσι δύο χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι έξι και ενενήντα λεπτών (22.826,90) ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, την απέρριψε στο σύνολο της, ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης αναφορικά με τις αγωγικές απαιτήσεις, παρεκτός του αιτήματος αποζημίωσης για μη χορήγηση διανυκτερεύσεων, που το απέρριψε κατ’ουσίαν δεχόμενο ότι λάμβανε τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο ενάγων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.
ΙΙΙ. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5/01/2014 του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014» (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014) και της από 16.6.2016 Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων των ίδιων πλοίων, έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016), που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : «…Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλώ και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ.Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ.Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων….».
Σύμφωνα με τις ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίοι μισθοί ενεργείας των αξιωματικών και κατωτέρων πληρωμάτων, που εργάζονται στα εν λόγω πλοία, όπως και τα πάσης φύσεως επιδόματα, πρόσθετες αμοιβές και έξτρα εργασίες, παρέμειναν για την αντίστοιχη χρονική περίοδο ισχύος τους, ως κυρώθηκαν, όσον αφορά την πρώτη, με εκείνη του έτους 2013 και όσον αφορά την δεύτερη, με του έτους 2014. Ειδικότερα, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του ηλεκτρολόγου, ορίστηκε σε χίλια εξακόσια ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα ένα λεπτά (1.689,41 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε τριακόσια εβδομήντα ένα ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (371,67 €), ήτοι ο βασικός μισθός σε 2.061,08 ευρώ, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22€) το μήνα, το ειδικό επίδομα ηλεκτρολόγου σε εκατόν είκοσι οκτώ ευρώ και έξι λεπτά (128,06 €) και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε πεντακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά [(1.689,41 € + 371,67 €) : 22 = 93,68 € Χ 5 ημέρες = 468,40 + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες) = 564,45 €], το δε ωρομίσθιο του καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των εννέα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (9,77 €). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα υπερωριακής αμοιβής του άρθρου 13 παρ.6 περ.Γ, κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο, προκειμένου για ηλεκτρολόγο, αυτή ορίστηκε σε 12,21 € (με προσαύξηση 25%) και 14,65 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι οι ως άνω Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας προβλέπουν στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη όμως με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).
IV. Από την υπ’αριθμ……../23.2.2018 ένορκη βεβαίωση του ….. …., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που συντάχθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης – εφεσίβλητης (υπ’αριθ……/13.2.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), η οποία εκτιμάται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως του μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, μεταξύ της εταιρείας «…… .», που εδρεύει επί της οδού ……… στον Πειραιά και ενεργούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ως εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Λεμεσό Κύπρου, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Κύπρου επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «ΜΤ», νηολογίου Λεμεσού με αριθμό ……, κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 3003 και του ενάγοντος, ……….., απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 16.3.2016 έως 20.04.2016, που απολύθηκε στο λιμάνι της Χαλκίδας, λόγω μετάθεσης, από 7.5.2016 έως 12.6.2016, που απολύθηκε στο λιμάνι της Θήρας για τον ίδιο λόγο, από 14.6.2016 έως 28.09.2016, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Χαλκίδας αμοιβαία συναινέσει, από 7.11.2016 έως 29.04.2017, που απολύθηκε ομοίως, από 10.5.2017 έως 18.5.2017, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ponta Pelgada στις Αζόρες, αμοιβαία συναινέσει και από 6.6.2017 έως 11.6.2017, που απολύθηκε στο λιμάνι της Praia Da Vitoria, ομοίως με κοινή συμφωνία των συμβληθέντων μερών. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις συνομολογήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει τον προβλεπόμενο από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίο μισθό. Κατά τον χρόνο σύναψης της πρώτης σύμβασης, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014), ενώ από 5.9.2016 εκείνη έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016), δεδομένου ότι η ΣΣΝΕ του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), άρχισε να ισχύει μετά την απόλυση του, καθόσον, αν και αναγράφεται ότι αυτή έχει ισχύ από την 1.1.2017, δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε, ήτοι από 17.11.2017, διότι η κανονιστική αυτή διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895).
Η εναγομένη αρνείται την αποδιδόμενη σε αυτή με την υπό κρίση αγωγή ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του ένδικου πλοίου ισχυριζόμενη ότι τυγχάνει απλή κυρία αυτού και ότι τον εφοπλισμό του πλοίου ασκούσε κατά το επίδικο διάστημα η ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…………….», που είναι εγκατεστημένη στην ίδια ακριβώς διεύθυνση στον Πειραιά με την ανωτέρω αντιπρόσωπο και διαχειρίστρια της, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της αυτού επικαλείται και προσκομίζει τις από 1.11.2014 και από 25.9.2015, δηλώσεις εφοπλισμού, με τις οποίες δηλώνει από κοινού με την ως άνω ναυτική εταιρεία την παραχώρηση του εφοπλισμού του πλοίου στην τελευταία έως την 1.11.2016 και έως την 31.12.2017, αντίστοιχα. Ωστόσο, οι ως άνω δηλώσεις εφοπλισμού δεν έχουν κατατεθεί στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως του ένδικου πλοίου, ήτοι δεν τηρήθηκαν ως προς αυτές οι εκ του νόμου προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας, που σκοπό έχουν να προστατέψουν τους τρίτους και, συνεπώς, εν ελλείψει τέτοιας δηλώσεως τίθεται μαχητό τεκμήριο ότι η εναγομένη κυρία του πλοίου είναι και πλοιοκτήτρια. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη αλλοδαπή εταιρία εκμεταλλευόταν το πλοίο για δικό της λογαριασμό, καθόσον, εκτός άλλων, διενεργούσε τις σχετικές ναυτολογήσεις των μελών του πληρώματος, μεταξύ των οποίων του ενάγοντος, έχοντας την διεύθυνση του πλοίου για όλα τα ζητήματα, που αφορούσαν την λειτουργία και εκμετάλλευση του, με σκοπό το κέρδος, δια της αντιπροσώπου στην Ελλάδα και διαχειρίστριας της «…………», εγκατεστημένης επί της οδού ………… στον Πειραιά, η οποία ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εναγομένης. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη, άνευ ημερομηνίας, χρονολογίας 2017 και από 1.4.2017, έγγραφες ατομικές συμβάσεις εργασίας ορισμένης διάρκειας έως 31.3.2017 και έως 31.5.2017 αντίστοιχα, που φέρονται ότι καταρτίστηκαν μεταξύ της «………….» και του ενάγοντος, για τη ναυτολόγηση του στο ένδικο πλοίο, καθόσον, αφενός δεν προκύπτει ότι ανταποκρίνονται σε πραγματικές ναυτολογήσεις, ως ανωτέρω παρατίθενται, δεδομένου ότι ο ενάγων ήταν ήδη ναυτολογημένος από 7.11.2016 και δεν απολύθηκε έως 29.4.2017 και επομένως, δεν δικαιολογείται να συνάπτει νέα σύμβαση το έτος 2017, άνευ προσδιοριζόμενης ημερομηνίας, έως 31.3.2017 και καινούργια την 1.4.2017 έως 31.5.2017 και αφετέρου δεν εξειδικεύεται στις εν λόγω συμβάσεις με ποια ακριβώς ιδιότητα ενήργησε η «………….», δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το έντυπο περιεχόμενο τους, τις αποδίδονται αορίστως διαζευκτικά οι ιδιότητες: του πλοιοκτήτη ή του εκπροσώπου του ή του πλοιάρχου, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, πάντως όχι της εφοπλίστριας, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι η εναγομένη στις προτάσεις της (σελ.5) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδίδει στην εταιρεία αυτή την ιδιότητα της διαχειρίστριας του πλοίου, που συντάσσει από τα εν Πειραιά γραφεία της τους μισθοδοτικούς λογαριασμούς, η οποία δεν ταυτίζεται με εκείνη της εφοπλίστριας. Επομένως, ενόψει του ότι η εναγομένη ενήργησε κατά τον κρίσιμο χρόνο αρχικής πρόσληψης του ενάγοντος και σε κάθε επαναυτολόγηση του, ως εργοδότρια, δια της ανωτέρω αντιπροσώπου και διαχειρίστριας της και δεν μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστέες στον αντισυμβαλλόμενο ενάγοντα ναυτικό περιστάσεις ότι η τελευταία δεν επιχειρούσε τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό εκείνης, η δε εφοπλιστική δραστηριότητα της εναγομένης αυτής εταιρείας, ήταν γνωστή στον ναυτολογούμενο ναυτικό, ώστε να μην δύναται αντικειμενικά να γεννηθεί βάσιμη σ’αυτόν αμφιβολία, ως προς την εφοπλιστική ιδιότητα της αντισυμβαλλομένης εργοδότριας του κατά τον εκάστοτε χρόνο ναυτολόγησης του, πολλώ μάλλον να διαγνωσθεί ότι η ως άνω διαχειρίστρια ενεργούσε για λογαριασμό άλλης εφοπλίστριας εταιρείας με την επωνυμία «…………..», ως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη-εφεσίβλητη. Επομένως, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος, που αφορά την απόδειξη των περιστατικών, τα οποία συνάπτονται με την επικληθείσα ιδιότητα αυτής, ως κυρίας και όχι πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου, η σχετική ένσταση περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου, είναι απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των, ως άνω, εφαρμοζομένων ΣΣΝΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως ηλεκτρολόγου, ανέρχονταν στο ποσό των 2.800,66 ευρώ [1.689,41€ μισθός ενεργείας + 371,67€ επίδομα Κυριακών + 128,06€ επίδομα ηλεκτρολόγου + 35,22€ επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής] και συνεπώς, για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του στο επίδικο πλοίο, από 16.3.2016 έως 20.4.2016, από 7.5.2016 έως 12.6.2016, από 14.6.2016 έως 28.9.2016, από 7.11.2016 έως 29.4.2017, από 10.5.2017 έως 18.5.2017 και από 6.6.2017 έως 11.6.2017, δικαιούνταν το συνολικό ποσό των 34.448,11 (2.800,66 € Χ 12,3 μήνες) ευρώ.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος από 7.6.2016 έως 28.9.2016, το ένδικο πλοίο εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: από 7.6.2016 έως και 28.7.2016, με εξαίρεση ορισμένες ημέρες, ως κατωτέρω, κατά τις οποίες εκτελούνταν επί του πλοίου εργασίες συντήρησης στο Λαύριο, το δρομολόγιο Ραφήνα – Τήνος – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Θήρα – Ίο και επιστροφή στη Ραφήνα μέσω των ίδιων λιμένων, με αναχώρηση καθημερινά από τη Ραφήνα κατά τις 16.00 – 16.30 και επιστροφή το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, συνήθως περί τις 15.30, με κάποιες μικρές παρεκκλίσεις στο δρομολόγιο αυτό, ενώ από 29.7.2016 έως και 28.9.2016, με εξαίρεση ορισμένες ημέρες, που δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο και τις κατωτέρω αναφερόμενες, που εκτελούνταν επισκευαστικές εργασίες και συντήρησης του πλοίου, τα δρομολόγια: Ηράκλειο – Θήρα ή Ηράκλειο – Ρέθυμνο – Θήρα και επιστροφή, Ηράκλειο ή Ρέθυμνο – Θήρα – Ίος – Φολέγανδρος – Κίμωλος – Μήλος – Σίφνος – Σέριφος ή – Θήρα – Κατάπολα – Κουφονήσι – Νάξος – Μύκονος, καθώς και από τον Πειραιά προς τα ίδια ως άνω νησιά, με χρονική διάρκεια πλου ανάλογη με το ταξίδι που κάθε φορά εκτελούσε, όπως αυτή προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την εναγομένη ημερολόγιο του πλοίου, από το οποίο αποδεικνύεται επίσης ότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο επί 31 καθημερινές και Κυριακές, 6 Σάββατα και 1 αργία. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα από 6.6.2017 έως 11.6.2017 το ένδικο πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο μεταξύ λιμένων νήσων Αζόρες Πορτογαλίας, εκτός από 3 ημέρες (2 καθημερινές και 1 Σάββατο) κατά τις οποίες δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 16.3.2016 έως 20.4.2016, από 7.5.2016 έως 6.6.2016, από 7.11.2016 έως 29.4.2017 και από 10.5.2017 έως 18.5.2017 το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία, στα ναυπηγεία Ελευσίνας, Χαλκίδας και Σαλαμίνας αντίστοιχα, για εργασίες επισκευής και συντήρησης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, απασχολείτο σε καθήκοντα σχετικά με την προαναφερθείσα ειδικότητα του, δηλαδή του ηλεκτρολόγου (άρθρο 91 του ΒΔ 683/1960) και ειδικότερα ήταν υπεύθυνος για τα ηλεκτρικά μηχανήματα, τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, τις ψυκτικές μηχανές, το δίκτυο και το ηλεκτρικό υλικό εν γένει του πλοίου και για την καλή συντήρηση και λειτουργία αυτών, επιφορτισμένος να επιλαμβάνεται της άμεσης επισκευής πάσης ζημίας ή βλάβης, η οποία ήθελε τυχόν παρουσιασθεί σε οιανδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύκτας στα ηλεκτρικά μηχανήματα και τις εγκαταστάσεις, ενώ όφειλε να βρίσκεται στο μηχανοστάσιο, κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, παρακολουθώντας την καλή κατάσταση και λειτουργία των ηλεκτρολογικών μηχανημάτων, ηλεκτροκινητήρων και γραμμών τροφοδότησης των κυκλωμάτων, κατά τον χειρισμό των μηχανών. Όταν το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία, μετείχε στις διενεργούμενες επισκευές της αρμοδιότητας του. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα χρονικά διαστήματα, που το πλοίο εκτελούσε πλόες, δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, ενόψει του είδους της και της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, σχετιζομένων με την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών, των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης και των ανακυψάντων αναγκών των συναφών με την ειδικότητα του. Προς κάλυψη λοιπόν των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του πλοίου, ο ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις εργασίες αυτές, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την εναγομένη-εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔ), αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του, ο δε ισχυρισμός της εναγομένης, ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 11.6.2016 έως 7.7.2016, από 7.8.2016 έως 9.8.2016 και από 20.8.2016 έως 30.8.2016, υπηρετούσαν στο ένδικο πλοίο δύο πληρώματα, τα μέλη των οποίων εργάζονταν εκ περιτροπής, σε δύο βάρδιες, πρωινή και απογευματινή, ούτως ώστε η ημερήσια απασχόληση εκάστου πληρώματος να μην ξεπερνά τις οκτώ ώρες, παρά μόνο ελάχιστες φορές, δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, ο μάρτυρας του, …………, συντασσομένης της υπ’αριθμ……./23.2.2018 ένορκης βεβαιώσεως, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο επίδικο πλοίο, ως μηχανοδηγός Α΄, μέχρι τον Αύγουστο 2016. Η μαρτυρία του αυτή λαμβάνεται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως του και συνεκτιμάται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσας αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν αναιρεί την μαρτυρία του, ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της έκβασης της προκειμένης δίκης.
Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, ενόψει της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, τις μόνιμες ανάγκες, που ικανοποιούσε, ανεξαρτήτως αν το πλοίο ταξίδευε ή παρέμενε στο λιμάνι, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, συνάγεται ότι προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου κατά την εκτέλεση των προγραμματισμένων δρομολογίων του και στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητας του, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων, του μεν αγωγικού ισχυρισμού, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρεται με την έφεση του ενάγοντος, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, ότι η υπερωριακή απασχόληση του στο ανωτέρω πλοίο, όταν ταξίδευε, δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην αμοιβή, που έλαβε συνολικά για 170,10 υπερωρίες τις καθημερινές και Κυριακές και 184,31 υπερωρίες Σαββάτων και αργιών, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τις παρούσες προτάσεις της, ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν. Άλλωστε αυτή δεν συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου εκτέλεσης δρομολογίων, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα (12) ώρες στο ανωτέρω πλοίο, αν και με πιο συνοπτική και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, που διαλαμβάνονται στην έφεση του ενάγοντος και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι.
Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των ως άνω εφαρμοζομένων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του, με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 12,21 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 14,65 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της πρόσθετης υπερωριακής αμοιβής, που αυτός δικαιούται, βάσει των υπερωριών που αποδείχθηκε ότι εκτελούσε. Κατά συνέπεια ο ενάγων, για το επίδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του από 7.6.2016 έως 28.9.2016 [με εξαίρεση τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο: από 7.6.2016 έως και 9.6.2016, από 9.7.2016 έως και 19.7.2016, από 22.7.2016 έως και 28.7.2016, από 3.8.2016 έως και 6.8.2016, την 14.8.2016, από 16.9.2016 έως και 17.9.2016 και από 19.9.2016 έως και 28.09.2016, ήτοι 31 καθημερινές και Κυριακές, 6 Σάββατα και 1 αργία (της Αναλήψεως 9/6)], δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 64 καθημερινών και Κυριακών Χ 4 ώρες υπερωρίας = 256 ώρες Χ 12,21 ευρώ το ωρομίσθιο = 3.125,76 ευρώ β) για υπερωριακή αμοιβή 10 Σαββάτων και 2 αργιών, δηλαδή συνολικά 12 ημερών Χ 12 ώρες υπερωρίας = 144 ώρες Χ 14,65 € το ωρομίσθιο = 2.109,60 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των (3.125,76€ + 2.109,60€=) 5.235,36 €. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα από 6.6.2017 έως 11.6.2017, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια μεταξύ λιμένων των νήσων Αζόρες στην Πορτογαλία, εκτός από την 6/6, την 9/6 και την 10/6, κατά τις οποίες δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο, ο ενάγων εργάσθηκε ομοίως, ασκώντας τα προεκτιθέμενα καθήκοντα του, κατά μέσο όρο, επί 12 ώρες καθημερινά, εκ των οποίων οι 4 ώρες συνιστούν υπερωρία και συνεπώς, δικαιούτο για υπερωριακή αμοιβή το ποσό των 146,52 € (3 καθημερινές/Κυριακές Χ 4 ώρες = 12 ώρες Χ 12,21€ το ωρομίσθιο). Περαιτέρω, κατά τα χρονικά διαστήματα, που το πλοίο βρισκόταν σε ναυπηγείο για εργασίες επισκευής, συντήρησης και επιθεώρησης, ήτοι από 16.3.2016 έως 20.4.2016, από 7.5.2016 έως 6.6.2016, από 7.11.2016 έως 29.4.2017 και από 10.5.2017 έως 18.5.2017, ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, επί 8 ώρες. Οι ώρες αυτές της εργασίας του κατά τα Σάββατα, που αξιώνει με την υπό κρίση αγωγή, συνιστούν υπερωρία και αμείβονται σύμφωνα με τις ως άνω ΣΣΝΕ των ετών 2014 και 2016. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε τα ακόλουθα Σάββατα: κατά το έτος 2016, στις 7/5, 14/5, 21/5, 28/5, 4/6, 12/11, 19/11, 26/11, 3/12, 10/12, 17/12, 24/12 και 31/12 (τα Σάββατα 19/3, 26/3, 2/4, 9/4 και 16/4 δεν εκτελέστηκαν εργασίες) και κατά το έτος 2017, στις 7/1, 14/1, 21/1, 28/1, 4/2, 11/2, 18/2, 25/2, 4/3, 11/3, 18/3, 1/4, 8/4, 15/4, 22/4, 29/4 και 13/5, ήτοι 31 Σάββατα Χ 8 ώρες υπερωρίας = 248 ώρες, για τις οποίες δικαιούνταν, ως υπερωριακή αμοιβή, το ποσό των 3.633,20 (248 ώρες Χ 14,65€) ευρώ και συνολικά για την υπερωριακή του απασχόληση το ποσό των 9.015,08 ευρώ.
Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι καθ’όλη την διάρκεια των ναυτολογήσεων του, δεν έλαβε την άδεια, που δικαιούνταν και συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση αδείας μετά αντιτίμου τροφής, κατ’ άρθρο 15 των ως άνω ΣΣΝΕ, ποσού 6.942,73 € {564,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.689,41 € + 371,67 €) : 22 = 93,68 € Χ 5 ημέρες = 468,40 + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες = 96,05€) Χ 12,3 μήνες}.
Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2016, που αφορά τα χρονικά διαστήματα από 7.5.2016 έως 12.6.2016, από 14.6.2016 έως 28.9.2016 και από 7.11.2016 έως 31.12.2016, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο των εν λόγω διαστημάτων, ήτοι το ποσό των 3.432,48 ευρώ [4.098,04 ευρώ μηνιαίες αποδοχές (1.689,41€ μισθός ενεργείας + 371,67€ επίδομα Κυριακών + 128,06€ επίδομα ηλεκτρολόγου + 35,22€ επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής + 564,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 732,93 μέσος όρος υπερωριών (9.015,08 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 12,3 μήνες)) Χ 2/25 = 327,84 € Χ 10,47 δεκαεννεαήμερα], β) για την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2016, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής του σχέσης από 16.3.2016 έως 20.4.2016, το ποσό των 614,70 ευρώ (4.098,04 ευρώ μηνιαίες αποδοχές, ως ανωτέρω : 2 = 2.049,02 ευρώ Χ 1/15 = 136,60 ευρώ Χ 4,5 οκταήμερα), γ) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2017, που αφορά τα χρονικά διαστήματα από 10.5.2017 έως 18.5.2017 και από 6.6.2017 έως 11.6.2017, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού επί του ανάλογου κλάσματος του δεκαεννεαήμερου, που αντιστοιχεί στα εν λόγω διαστήματα, ήτοι το ποσό των 239,32 ευρώ [4.098,04 ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 327,84 € Χ 0,73 δεκαεννεαήμερα] και δ) για την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2017, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής του σχέσης από 1.1.2017 έως 29.4.2017, το ποσό των 2.031,24 ευρώ (4.098,04 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 = 2.049,02 ευρώ Χ 1/15 = 136,60 ευρώ Χ 14,87 οκταήμερα). Ενόψει τούτων, η συνολική οφειλή για επιδόματα εορτών ανέρχονταν στο ποσό των 6.317,74 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2016 και 2017, τα ποσά των 3.701,46€, 510,03€, 218,73€ και 1.919,72€ ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει ουσιαστικά βάσιμο σχετικό λόγο της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου τούτου κατά τα λοιπά, καθόσον αφορά τον υπολογισμό των τακτικών του αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση την επικαλούμενη από τον ίδιο υπερωριακή αμοιβή, καθώς και ως προς την αιτίαση, περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση των κρινόμενων δώρων, του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Συνολικά, για τις ανωτέρω νόμιμες αιτίες ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει το μεικτό ποσό των 56.723,66 (34.448,11 + 9.015,08 + 6.942,73 + 6.317,74) ευρώ, απορριπτομένης της αξίωσης αποζημίωσης για μη χορήγηση άδειας διανυκτέρευσης, ως ουσιαστικά αβάσιμης, κατά το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Έναντι του ανωτέρω οφειλομένου ποσού έλαβε από την εναγομένη μεικτό ποσό 18.600,99 ευρώ, για τις αποδοχές του έτους 2016 και μεικτό ποσό 12.763,27 ευρώ, για τις αποδοχές του έτους 2017, ήτοι συνολικά μεικτές αποδοχές 31.364,26 ευρώ, όπως αποδεικνύεται ιδίως από την προσκομιζομένη ηλεκτρονική εικόνα αποδοχών του, κατά τα ανωτέρω έτη, στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων www.gsis.gr, σε συνδυασμό με την προσκομιζομένη εκτύπωση των κινήσεων του τραπεζικού του λογαριασμού στην τράπεζα ALPHA BANK, όπου απεικονίζονται εναργώς οι καταβολές, που γίνονταν έναντι των οφειλομένων μηνιαίων αποδοχών του, κατά τις επίδικες περιόδους ναυτολόγησης του, που δεν ταυτίζονται με τα πληρωτέα ποσά, που εμφανίζονται στους οικείους προσκομιζομένους μισθοδοτικούς του λογαριασμούς, μη αποδεικνυομένου από κανένα πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, έτερου τρόπου εξόφλησης των δικαιουμένων ποσών και δη μετρητοίς, η δε προσυπογραφή μερικών εξ αυτών από τον ενάγοντα δεν αποδεικνύει, άνευ άλλου τινός, εξόφληση των παρατιθέμενων καταβλητέων, αλλά όχι καταβληθέντων ποσών, μήτε οι εν λόγω λογαριασμοί περιέχουν δήλωση πληρωμής των αναγραφομένων πληρωτέων ποσών, μήτε του χρόνου και του τρόπου, που αυτή έλαβε χώρα, παρά μόνο δια της υπογραφής του εργαζομένου ενάγοντος βεβαιώνεται ότι αυτός παρέλαβε αντίγραφο της ανάλυσης μισθοδοσίας του, η δε σημείωση ότι ουδεμία άλλη απαίτηση έχει από την εταιρεία, δεν σημαίνει, ούτε συνεπάγεται εξόφληση των αναγραφομένων σε έκαστο μισθοδοτικό λογαριασμό ποσών, καθόσον τούτο δεν προκύπτει από αυτούς καθεαυτούς τους επίμαχους λογαριασμούς, μήτε επιρρωνύεται από σχετικές αποδείξεις πληρωμής ή τραπεζικές καταθέσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι οι τελευταίες γίνονταν σταδιακά με επιμέρους ποσά έναντι του αντίστοιχου δεδουλευμένου μήνα, τα οποία υπολείπονταν των απεικονιζομένων στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς ποσών και συνεπώς, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί εξόφλησης των επίδικων απαιτήσεων, διότι για κάθε ένδικη αιτία ο ενάγων έχει λάβει τα αναγραφόμενα αντίστοιχα ποσά στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, ως επαρκώς αναλύονται, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 25.359,40 ευρώ (56.723,66 – 31.364,26). Σημειωτέον, ότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι οι ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος ανέρχονταν σε 50.097,27 ευρώ και έχει καταβληθεί σ’αυτόν για τις εν λόγω αιτίες το ποσό των 51.256,02 ευρώ και, ως εκ τούτου, ουδέν του οφείλεται απορρίπτοντας κατ’ουσίαν την αγωγή, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο μερικώς σχετικό λόγο της έφεσης του ενάγοντος- εκκαλούντος, περί εσφαλμένης παραδοχής από την εκκαλουμένη της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, απορριπτομένου τούτου κατά τα λοιπά, ως και της αιτίασης περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, λόγω αοριστίας, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).
V. Κατ’ ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά τους ανωτέρω λόγους αντίστοιχα, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, αφενός να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 19.565,91 ευρώ και αφετέρου να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 5.793,49 (25.359,40 – 19.565,91) ευρώ, για τις ανωτέρω αιτίες, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την ένδικη έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.4296/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 13.12.2017 αγωγή.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσιβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα πέντε και ενενήντα ενός λεπτών (19.565,91) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη – εφεσιβλητη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα τριών και σαράντα εννέα λεπτών (5.793,49) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.
Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 27 Μαρτίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ