Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 249/2020

 

Αριθμός  249/2020

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 8.5.2018 (ΓΑΚ……./2018, ΕΑΚ …../2018) έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της 2057/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά ερήμην του τέταρτου εναγομένου και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε  κατά  τις νόμιμες διατυπώσεις, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου και είναι εμπρόθεσμη, ενόψει του ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την κατάθεση της εφέσεως δεν παρήλθε διετία. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το  παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (αρθ. 495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ), ερήμην του τέταρτου εφεσίβλητου-εναγόμενου, …………, ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, παρόλο που αντίγραφο της εφέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 7.2.2019, από την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σε αυτόν (βλ. υπ’ αριθ. …../9.10.2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς ………).

Η εκκαλουμένη απέρριψε την από 26.5.2017 (ΓΑΚ …../2017, ΕΑΚ ……./2017) αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, με την οποία εισαγόταν προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, με την αιτιολογία ότι ήταν αόριστη εξαιτίας της ανεπαρκούς και ασαφούς εκθέσεως σε αυτή περιστατικών προς διακρίβωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται τώρα ο ενάγων και ήδη εκκαλών για κακή εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.

ΙΙ.    Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, δηλαδή, όταν συντρέχει κάποια από τις δωσιδικίες των άρθρων 22 έως 40 ΚΠολΔ. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου κατά τις διατάξεις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών (βλ. ΑΠ 803/2000 ΕλλΔνη 41. 1599, ΑΠ 108/1988 ΕλλΔνη 29. 1392, ΕφΘεσ 351/2009 ΕφΑΔ 2009 970, ΕΠολΔ 2010 597, ΕφΑΘ 6073/2001 ΕλλΔνη 44. 209). Επομένως, τα Ελληνικά πολιτικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, είτε οι διάδικοι είναι ημεδαποί είτε αλλοδαποί, μόνο αν κατά τις ισχύουσες διατάξεις υφίσταται κατά τόπον αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου λόγω γενικής (άρθρο 22 ΚΠολΔ) ή ειδικής δωσιδικίας. Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο και στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (βλ. ΑΠ 803/2000, ΕφΠειρ. 267/2016- “Νόμος”, ΕφΘεσ 351/2009 ό.π., ΕφΑθ. 717/2009 ΕλλΔνη 2009 559, ΔΕΕ 2010 453). Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 10 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του, ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος, όπου πράγματι ασκείται η διοίκησή του και αναπτύσσει τη δραστηριότητά του (ΑΠ 1309/1991 ΕλΔ 1992.1181, ΕφΑθ 175/1988 ΝοΒ 1988.926). Ειδικότερα, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλΔ 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999.81, ΑΠ 1938/2017, EφΠειρ 267/2016, Νόμος). Περαιτέρω, επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων που εμφανίζουν στοιχείο αλλοδαπότητας, ήτοι συνδέονται και με άλλες έννομες τάξεις πέραν αυτής του δικάζοντος δικαστηρίου, καλείται, καταρχήν, σε εφαρμογή ο εκτοπίζων τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας εθνικές δικονομικές ρυθμίσεις Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (στο εξής Κανονισμός «Βρυξέλλες I») και σε σχέση με τις ασκούμενες από τις 10.1.2015 αγωγές, ο Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (στο εξής Κανονισμός «Βρυξέλλες I, Αναδιατύπωση»). Μάλιστα, όπως έχει αποφανθεί σχετικά το πρώην Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και νυν Δικαστήριο, εφαρμογή των ανωτέρω ενωσιακών νομοθετημάτων μπορεί να γίνει, ενδεχομένως, και σε περίπτωση που το προαναφερόμενο στοιχείο αλλοδαπότητας υφίσταται σε σχέση με τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτος, όπως συμβαίνει και όταν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία ή την έδρα του σε κράτος μέλος εκείνης. Βεβαίως, για την τελευταία περίπτωση, το άρθρο 6 παρ. 1 του «Βρυξέλλες I, Αναδιατύπωση» ορίζει ότι: «Αν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 1, του άρθρου 21 παράγραφος 2, και των άρθρων 24 και 25». Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ρύθμιση του ανωτέρω άρθρου 24 παρ. 2 ,  τα ακόλουθα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων :  σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο το κύρος της σύστασης, ακυρότητας ή λύσης εταιρειών ή άλλων νομικών προσώπων ή ενώσεων φυσικών ή νομικών προσώπων ή το κύρος αποφάσεων των οργάνων τους, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο η εταιρεία, το νομικό πρόσωπο ή η ένωση έχουν την έδρα τους. Προκειμένου δε να καθορισθεί η έδρα, το δικαστήριο εφαρμόζει τους ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνες του. Τέλος, κατά το άρθρο 27 ΚΠολΔ, διαφορές από την εταιρική σχέση ανάμεσα σε μια εταιρία και στους εταίρους της ή ανάμεσα στους εταίρους μεταξύ τους υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου η εταιρία έχει την έδρα της. Επί παθητικής δε ομοδικίας (37 ΚΠολΔ), εάν για κάποιον από τους ομοδίκους ισχύει αποκλειστική ειδική δωσιδικία τότε και οι υπόλοιποι ομόδικοι πρέπει να εναχθούν στο δικαστήριο της αποκλειστικής αυτής δωσιδικίας (βλ. ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη- Νίκα υπό το άρθρο 37 αριθ. 2).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την ως άνω κριθείσα αγωγή, ο ενάγων ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: ο ίδιος είναι μέτοχος εξ αδιαιρέτου σε ποσοστό 50% όλων των μετοχών της πρώτης εναγομένης  εταιρείας υπό την επωνυμία «………………», που ανέρχονται σε 50 τίτλους άλλως κατέχει το 50% του συνόλου των εταιρικών δικαιωμάτων της, το δε  υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου ανήκε στον δεύτερο εναγόμενο .. …………., ο οποίος, στις 2.7.2015 μεταβίβασε την εν λόγω συμμετοχή του στην πέμπτη εναγομένη, που είναι εταιρεία αποκλειστικών συμφερόντων του. Η πρώτη  εναγομένη, που συνεστήθη σύμφωνα με το δίκαιο της Λιβερίας περί το έτος 2000,  είναι μονοβάπορη εταιρεία, πλοιοκτήτρια  του  υπό ελληνική σημαία φορτηγού πλοίου μεταφοράς ξηρού φορτίου υπό την ονομασία «ΑC», εγγεγραμμένου στα νηολόγια Β κλάσης του Λιμένος Πειραιά με αριθμό ΝΠ ….. Η πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης  είναι  στον Πειραιά (επί της οδού ……) όπου βρίσκονται τα γραφεία της διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου, αλλοδαπής εταιρείας  υπό την επωνυμία «………..», η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά, σύμφωνα με το άρθρο 25 Ν. 27/1975. Η τελευταία αυτή εταιρεία διαχειρίζεται το σύνολο του στόλου των πλοίων (εννέα στον αριθμό) της εφοπλιστικής οικογενείας ………………, τα οποία ανήκουν σε αντίστοιχες μονοβάπορες αλλοδαπές εταιρείες και στα ανωτέρω γραφεία, τα οποία είναι στελεχωμένα με ευάριθμο προσωπικό, αποτελούμενο από αρχιπλοιάρχους, αρχιμηχανικούς, οικονομικούς και διοικητικούς υπαλλήλους  και τεχνικό προσωπικό επιπέδου ΑΕΙ, λαμβάνονται μαζί με τα μέλη του  ΔΣ της εταιρείας όλες οι αποφάσεις σχετικά με την οικονομική διαχείριση των ανωτέρω πλοίων. Η ανωτέρω διαχειρίστρια εταιρεία (μη διάδικος εν προκειμένω)  ιδρύθηκε από τους .. ……………. (δεύτερο εναγόμενο) και  τον ήδη αποβιώσαντα αδερφό του ……………………, με ποσοστό συμμετοχής εκάστου σε αυτή 50%  και  είχε  ως εταιρικό σκοπό  τη διαχείριση  φορτηγών πλοίων  ξηρού φορτίου (bulk carriers)  και υγρού φορτίου (tankers), τα οποία φέρουν κατά το πλείστον αλλοδαπή σημαία αλλά και  ελληνική σημαία. Η πρώτη εναγομένη ιδρύθηκε από τον .. …………………… και τη μητέρα του αιτούντος  . ……………………, οι οποίοι μετείχαν στην μετοχική σύνθεση κατά  ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος,  έχοντας ο καθένας στην κυριότητά του σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου τους 50 κοινούς (ανώνυμους) μετοχικούς τίτλους που είχαν εκδοθεί και ενσωμάτωναν το σύνολο του  μετοχικού κεφαλαίου, μετά δε και το θάνατο της . …………………… (και του συζύγου της και πατέρα του ενάγοντος, .) υπεισήλθε ως μέτοχος λόγω κληρονομικής διαδοχής στο ως άνω μετοχικό ποσοστό  ο ενάγων. Ο δεύτερος εναγόμενος, ….. (θείος του ενάγοντος-αδελφός της μητέρας του) υπό τις παραινέσεις και προτροπές της δεύτερης συζύγου του . …………………… και  των τέκνων  του από το δεύτερο γάμο του,  ……………………  και .. …………………… (μη διαδίκων εν προκειμένω),  με την από 30-6-2015 απόφαση του ΔΣ της πλοιοκτήτριας εταιρείας, πρώτης εναγομένης, προέβη σε νόθευση της μετοχικής συνθέσεως αυτής (πρώτης εναγομένης), έτσι ώστε ο ….. να εμφανίζεται πλέον ως μέτοχος του 52% του μετοχικού κεφαλαίου και ο ενάγων ως μέτοχος του 48%. Ακολούθως, ο δεύτερος εναγόμενος,  υπό το πρόσχημα του έχοντος το 52% των μετοχών της πρώτης  εναγομένης, συγκάλεσε γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας και με την από 2-9-2015 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας   άλλαξε το  εως τότε νομίμως εκλεγέν ΔΣ της πρώτης, που το αποτελούσαν οι …….., …… (τέταρτος εναγόμενος) και  ……… και διόρισε  στη θέση του νέο,  αποτελούμενο από τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των εναγομένων.   Στην ανωτέρω δε Συνέλευση,  ο πρώτος εναγόμενος χρησιμοποίησε μια εξουσιοδότηση του ενάγοντος με ημερομηνία 2.9.2015, η υπογραφή της οποίας από τον ενάγοντα ήταν προϊόν πλάνης και εξαπάτησής του. Ακολούθως, ο δεύτερος εναγόμενος, στις 3-5-2017 εμφανιζόμενος ως Πρόεδρος της  πρώτης εναγομένης,  συγκάλεσε συνεδρίαση  του ΔΣ της εταιρείας, για τις 30-5-2017, με θέμα την καταγγελία της σύμβασης διαχείρισης που είχε συνάψει η πρώτη εναγομένη με την  έως τότε   διαχειρίστρια εταιρεία υπό την επωνυμία  «…….» (μη διάδικος εν προκειμένω) και αφορούσε το πλοίο υπό την ονομασία «AG» και ακολούθως συγκάλεσε για τις 6-6-2017 Γενική Συνέλευση των μετόχων της πρώτης περί εκλογής νέου ΔΣ  και εγκρίσεως των αποφάσεων του ΔΣ που θα λαμβάνονταν στις 30.5.2017. ‘Ομως, όλες οι προαναφερόμενες αποφάσεις είναι ανυπόστατες άλλως αυτοδικαίως άκυρες, διότι ελήφθησαν κατά παράβαση της μετοχικής συνθέσεως της πρώτης εναγομένης, στην οποία μετείχε κατά ποσοστό 50% επί των μετοχών της ο ενάγων, ο οποίος ουδέποτε συναίνεσε ως μέτοχος στη λήψη αυτών (αποφάσεων), αντιθέτως, τις πληροφορήθηκε όταν  στις 14.4.2016 ανακάλυψε ότι  είχε μεταφερθεί με εντολή του πρώτου εναγομένου από τραπεζικούς λογαριασμούς της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας ποσό 15.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ σε λογαριασμούς του πρώτου εναγομένου και της συζύγου του. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζήτησε (μετά παραίτηση από το αίτημα περί αναγνωρίσεως ως ανυπόστατης άλλως άκυρης της απόφασης ΓΣ της 27.2.2015), α) να αναγνωρισθεί η εταιρική του ιδιότητα ως μετόχου της πρώτης εναγομένης σε ποσοστό 50% από κοινού και εξ αδιαιρέτου με τον δεύτερο εναγόμενο, συνδικαιούχο και μέτοχο κατά το λοιπό 50% του συνόλου των μετοχών της εταιρείας, β) να αναγνωρισθεί ότι είναι ανυπόστατες άλλως απολύτως άκυρες οι αποφάσεις του ΔΣ της πρώτης εναγομένης που φέρονται ότι ελήφθησαν στις 30.6.2015, 2.7.2015 και  2.9.2015, γ) να αναγνωρισθεί ότι είναι ανυπόστατη άλλως απολύτως άκυρη η από 2.9.2015 απόφαση της Συνελεύσεως των Μετόχων της πρώτης εναγομένης που έλαβε χώρα στο Μονακό, δ) να αναγνωρισθεί ότι είναι ανυπόστατες άλλως απολύτως άκυρες οι από 3.5.2017 προσκλήσεις συνεδρίασης ΔΣ και ΓΣ των μετόχων της πρώτης εναγομένης που εξέδωσε ο δεύτερος εναγόμενος καθώς και οι αποφάσεις της συνεδρίασης του ΔΣ που θα λάβει χώρα στις 30.5.2017 (στο Μονακό) και  οι αποφάσεις της Συνέλευσης των μετόχων της πρώτης εναγομένης που θα λάβει χώρα στις 6.6.2017, καθώς και οποιεσδήποτε επόμενες εταιρικές πράξεις θα στηρίζονται σε αυτές, ε) να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη άλλως να ακυρωθεί η από 2.9.2015 εξουσιοδότηση του ίδιου για τη Συνέλευση των μετόχων της 2.9.2015, στ) να αναγνωρισθεί ότι το ΔΣ της πρώτης εναγομένης εξακολουθεί να αποτελείται από τους …….., …….  και  . .. και επικουρικώς (όπως το αίτημα αυτό συμπληρώθηκε με τις πρωτοβάθμιες προτάσεις) να αναγνωρισθεί ότι αυτό  (ΔΣ) αποτελείται μόνο από τον ……….. άλλως και επικουρικότερα ότι η πρώτη εναγομένη στερείται ΔΣ, και ζ) να αναγνωρισθεί ότι τα πρακτικά των ανωτέρω συνεδριάσεων και συνελεύσεων είναι άνευ εννόμων συνεπειών.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη ως προς τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον αυτή (αγωγή) αναφέρει ότι η πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης, μονοβάπορης λιβεριανής εταιρίας, πλοιοκτήτριας πλοίου υπό ελληνική σημαία, βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού  ………., στα γραφεία της προαναφερόμενης διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου της, όπου λαμβάνονται όλες οι σχετικές αποφάσεις,  χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι οι προς ακύρωση αποφάσεις του ΔΣ αυτής φέρονται ληφθείσες στο Μονακό, η βασιμότητα δε όλων των ανωτέρω αποτελεί ζήτημα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και όχι του αγωγικού δικογράφου ως προς τα απαιτούμενα για το ορισμένο αυτού στοιχεία. Επομένως, έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία ότι αυτή ήταν αόριστη ως προς τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στοιχεία και ο μοναδικός λόγος εφέσεως με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για την ανωτέρω κρίση της εκκαλουμένης είναι βάσιμος. Πρέπει, κατά συνέπεια, η έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να κρατηθεί και δικασθεί κατ΄ουσίαν η αγωγή.

ΙΙΙ. Ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσίαν, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (Εφ.Πειρ. 542/2012, Ε.Ν.Δ. 2012, 418, Εφ.Αθ. 5419/2007, Δημοσ. Νόμος, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αγωγής και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων. Ως προς το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο λεκτέα τα εξής : Σύμφωνα με το άρθρο 28 ΑΚ, οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας, που είχε ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε. Η εν λόγω διάταξη που υιοθετεί την αρχή της ενότητας της κληρονομίας, ορίζει εφαρμοστέο επί της κληρονομίας κινητών και ακινήτων, οπουδήποτε και αν αυτά κείνται, καθώς και για όλες τις δημιουργούμενες από την κληρονομιά αυτή σχέσεις, το δίκαιο της κατά το χρόνο του θανάτου ιθαγένειας του κληρονομουμένου. Μεταξύ των δημιουργουμένων από την κληρονομιά σχέσεων είναι και το κληρονομητό ή μη των κεφαλαιουχικών εταιρειών, όπου λόγω του μη προσωποπαγούς χαρακτήρα της έννομης σχέσης, όπως συμβαίνει, κατά το άρθρο 773 ΑΚ επί προσωπικών εταιρειών, ισχύει το κληρονομητό, οπότε σε περίπτωση αλλοδαπής εταιρείας, με το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου θα κριθεί αν, σε ποιον και με ποιους όρους μεταβιβάζεται το περιουσιακό τους στοιχείο, δηλαδή τα κληρονομικά μερίδια ή οι μετοχές της εταιρείας, οι οποίες (μετοχές) ενσωματώνουν σε αξιόγραφο (τίτλο) σταθερό ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρείας και σαν πράγμα είναι αντικείμενο κυριότητας και κληρονομίας. Έτσι, στην  περίπτωση των  ναυτιλιακών εταιρειών του άρθρου 1 του Ν. 791/78, σύμφωνα με το οποίο και κατ` απόκλιση του κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ, ορίζεται ότι εφόσον η σύστασή τους έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και ήταν ή είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίου υπό Ελληνική σημαία (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) διέπονται ως προς τη σύσταση ή ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο διευθύνονται εξ ολοκλήρου οι υποθέσεις τους (ΑΠ 1183/2019, 201/2014 – “Νόμος”), το κληρονομητό ή όχι των μετοχών τους και ο τρόπος που υπεισέρχονται στην κληρονομία οι κληρονόμοι αλλά και το ποσοστό τους θα κριθεί κατά το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του (ΑΠ 1421/2014 ΔΕΕ 2015. 244, “Νόμος”). Επομένως, επί των δημιουργουμένων εκ κληρονομίας  σχέσεων όπως είναι και το κληρονομητό ή μη των κεφαλαιουχικών εταιρειών, ή αυτών που προσομοιάζουν με κεφαλαιουχικές, το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου θα κρίνει αν, σε ποιον και με ποιους όρους μεταβιβάζονται ως κληρονομικά μερίδια οι μετοχές της εταιρείας,  οι οποίες ενσωματώνουν σε αξιόγραφο (τίτλο) σταθερό ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρείας και σαν πράγμα είναι αντικείμενο κυριότητας και κληρονομίας. Με βάση λοιπόν το ελληνικό δίκαιο, ως εκ του δικαίου της ιθαγένειας της κληρονομούμενης  ……………………, θα κριθεί  εάν δύναται να κληρονομηθεί εξ αδιαθέτου η μετοχική σχέση καθως και οι επ’ αυτής δηλωτικοί μετοχικοί τίτλοι, ποιοί υπεισέρχονται στην πρώτη τάξη της κληρονομικής διαδοχής κ.ο.κ. Ως προς τη δυνατότητα ένας ή  περισσότεροι μετοχικοί τίτλοι να ενσωματώνουν περισσότερες από μία μετοχές, ονομαστικές ή στον κομιστή, αν δύναται ένας μετοχικός τίτλος να ανήκει σε περισσότερους, τι ισχύει αν δεν ορίσθηκε ρητώς ποσοστό επί της κοινωνίας  του κοινού  μετοχικού τίτλου, αν νοείται αντικατάσταση κοινού τίτλου αιτία διανομής, πώς αυτή λαμβάνει χώρα, αν οι νέοι, κατόπιν άκυρης διανομής , μετοχικοί τίτλοι είναι έγκυροι ή άκυροι, ή ακυρώσιμοι,  πώς εκπροσωπείται η εταιρεία  τύπου Corporation,  πώς συνέρχεται το ΔΣ ή Γενική Συνέλευση των μετόχων,  αν η παράβαση των διατάξεων αυτών επισύρει ακυρότητα και πώς αυτή απαγγέλλεται, τούτο θα κριθεί σύμφωνα με το  καταστατικό δίκαιο της ένδικης εταιρείας και δη κατά το λιβεριανό δίκαιο. Κατόπιν των ανωτέρω επισημάνσεων,  η αγωγή, κατά το προκριτέο από το παρόν Δικαστήριο ουσιαστικό δίκαιο  της καταστατικής έδρας,  είναι νόμιμη, ερειδόμενη επί των  διατάξεων του λιβεριανού Νόμου περί εμπορικών εταιρειών του 1976 (Title 5 Associations Law, 1976 Liberian Codew of Laws revised)  και του Αγγλικού Κοινοδικαίου, οι οποίες προσκομίζονται από τους διαδίκους αυτούσιες αλλά και υπό μορφή γνωμοδοτήσεων και νομικών πληροφοριών, μερικές δε από αυτές γνωρίζει το Δικαστήριο εξ αφορμής άλλης δίκης (337 ΚΠολΔ), συμπληρωματικώς δε  η αγωγή ερείδεται  επί των  διατάξεων των άρθρων 180,  786, 788, 799,  ΑΚ για ό,τι δεν προβλέπεται από το λιβεριανό δίκαιο. Όμως, το υπό στοιχείο 6 αίτημα της αγωγής περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας άλλως κηρύξεως άκυρης της από 2.9.2015 εξουσιοδοτήσεως του ενάγοντος για τη Συνέλευση των Μετόχων της 2.9.2015, είναι απορριπτέο ως αόριστο, διότι δεν διαλαμβάνονται στην αγωγή, ούτε καν ακροθιγώς,  περιστατικά που θα μπορούσαν να θεμελιώνουν την πλάνη ή την εξαπάτηση του ενάγοντος για την υπογραφή της ή που να περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο αυτή (εξουσιοδότητηση) “υφαρπάχθηκε” από τον ενάγοντα, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται.

  1. Σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες (από τον εκκαλούντα) από 16.9.2019 και 11.6.2018 νομικές πληροφορίες του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, τις από 11.5.2018, 9.11.2018 και 14.9.2018 εκθέσεις εμπειρογνωμόνων (αμερικανών δικηγόρων) επί θεμάτων λιβεριανού και αμερικανικού δικαίου και τις λοιπές νομικές πληροφορίες και γνωμοδοτήσεις περί του εφαρμοστέου λιβεριανού δικαίου, που προσκομίζουν αμφότερα τα διάδικα μέρη, στη Λιβερία, τα ζητήματα τα σχετικά με την εταιρεία τύπου Cοrporation ρυθμίζονται από τον νόμο περί εμπορικών εταιρειών  του 1976 (Business Corporation Act 1976 – εφεξής: Νόμος), ο οποίος περιλαμβάνεται στον πέμπτο τίτλο (“Τίτλος 5- Δίκαιο Ενώσεων”) του Κώδικα Νόμων της Λιβερίας (τέθηκε σε ισχύ την 3η Ιανουαρίου 1977). Για θέματα που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι κανόνες του αγγλικού και αμερικανικού κοινοδικαίου (το δίκαιο, δηλαδή, που διαμορφώθηκε από τη νομολογία με βάση τις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και την  αρχή της επιείκειας). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ 4.4 του ως άνω νόμου, στο υποχρεωτικό περιεχόμενο του καταστατικού περιλαμβάνεται ρητή μνεία του αριθμού των μετοχών που μπορούν να εκδοθούν καθώς και της φύσης τους (ως μετοχές ονομαστικές ή ανώνυμες, μετά ή άνευ ονομαστικής αξίας κλπ). Σύμφωνα με την παράγραφο 5.1.(1) του Νόμου, η εταιρεία έχει την εξουσία να εκδώσει τον αριθμό των μετοχών που αναφέρεται στο καταστατικό της. Τέτοιες μετοχές μπορούν να ανήκουν σε μία ή περισσότερες κατηγορίες ή σε μία ή περισσότερες σειρές εντός μίας κατηγορίας, καθεμία από τις οποίες κατηγορίες μπορεί να περιέχει μετοχές με ή χωρίς ονομαστική αξία, μπορεί να είναι ονομαστικές μετοχές ή μετοχές στον κομιστή, με δικαίωμα ψήφου, πλήρες ή περιορισμένο, ή χωρίς δικαίωμα ψήφου και κατανεμημένες σε τέτοιες σειρές ή έχουσες τέτοιες εξουσίες, δικαιώματα προτιμήσεως, δικαιώματα συμμετοχικά, ειδικά δικαιώματα και χαρακτηριστικά ή περιορισμούς, όπως θα ορίζει το καταστατικό ή η απόφαση περί έκδοσης τέτοιων μετοχών που λαμβάνεται από το διοικητικό συμβούλιο δυνάμει ρητής προς τούτο εξουσιοδότησης από τις διατάξεις του καταστατικού. Ο Νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη σχετικά με τη δυνατότητα ένας ή περισσότεροι μετοχικοί τίτλοι, οι οποίοι ενσωματώνουν μία ή περισσότερες μετοχές εις τον κομιστή ή και ονομαστικές μετοχές, να ανήκουν σε περισσότερα από ένα πρόσωπα από κοινού. Το κοινοδίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα ορισμένο περιουσιακό στοιχείο να ανήκει από κοινού σε περισσότερα πρόσωπα. Εφόσον δεν προκύπτει άλλως από τον νόμο ή τη συμφωνία μεταξύ των μερών, η σχέση χαρακτηρίζεται ως «tenancy in common» (κατοχή από κοινού), η οποία συνίσταται στην κοινή και εξ αδιαιρέτου κατοχή ενός πράγματος από δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με ίσα ή ανόμοια μερίδια. Κάθε κάτοχος από κοινού κατέχει το κοινό αντικείμενο βάσει συγκεκριμένου τίτλου και είναι κύριος ενός αδιαίρετου δικαιώματος επί του αντικειμένου. «Κατοχή από κοινού» υφίσταται σε κάθε περίπτωση που το περιουσιακό στοιχείο αποτελεί αντικείμενο κυριότητας δύο ή περισσότερων προσώπων δυνάμει μεταβίβασης, κληρονομικής διαδοχής, δικαστικής απόφασης κ.λπ. . Όποιος επικαλείται «κατοχή από κοινού» κατά τα ανωτέρω φέρει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού αυτού.  Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το ιδανικό μερίδιο του κάθε δικαιούχου επί «κατοχής από κοινού», λογίζεται ότι τα μέρη είναι ίσα. Το τεκμήριο όμως της κατ΄ισα μέρη ποσοστού συμμετοχής στην κοινωνία δικαιώματος είναι μαχητό, σημαντικό δε για τον καθορισμό του εν λόγω ποσοστού είναι η συμφωνία των μερών και ο τρόπος δημιουργίας της κοινωνίας δικαιώματος, δηλαδή αν δημιουργήθηκε από ίσες ή άνισες συνεισφορές. Σύμφωνα με την παράγραφο 7.11.(1) του Νόμου, οι καταχωρισμένοι μέτοχοι που έχουν ονομαστικές μετοχές και οι κομιστές ανώνυμων μετοχών με δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας έχουν μία ψήφο για κάθε μετοχή, εκτός αν το καταστατικό ορίζει άλλως. Σύμφωνα δε με τους κανόνες του κοινοδικαίου σχετικά με την «κατοχή από κοινού», η κατοχή του περιουσιακού στοιχείου από έναν εκ των «κατόχων από κοινού» λογίζεται ως κατοχή από όλους. Περαιτέρω, η «κατοχή από κοινού» αποτελεί σχέση εμπιστοσύνης, κατά την οποία κάθε «κάτοχος από κοινού» έχει υποχρέωση να ενεργεί με γνώμονα το κοινό συμφέρον. Οι «κάτοχοι από κοινού» αποφασίζουν από κοινού για τα ζητήματα που αφορούν το κοινό αντικείμενο, ενώ ένας «κάτοχος από κοινού» δεν μπορεί να δεσμεύσει τους λοιπούς «κατόχους από κοινού» ως προς το κοινό αντικείμενο, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή τους ή τη μεταγενέστερη έγκρισή τους. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που μία μετοχή η οποία αντιπροσωπεύει μία ψήφο, ανήκει από κοινού και εξ αδιαιρέτου σε περισσότερα πρόσωπα, τα πρόσωπα αυτά, ως «κάτοχοι από κοινού», ψηφίζουν από κοινού, ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην κοινή κυριότητα του μετοχικού τίτλου.   Σύμφωνα με την παράγραφο 5.8.(1) του Νόμου, οι μετοχές της εταιρείας αντιπροσωπεύονται με πιστοποιητικά που υπογράφονται από δύο αξιωματούχους της εταιρείας (officers), εκτός αν έχει οριστεί μόνον ένας αξιωματούχος ή αν ως αρμόδιος έχει οριστεί οποιοσδήποτε εκ των αξιωματούχων της εταιρείας, οπότε τα πιστοποιητικά υπογράφονται από το πρόσωπο αυτό. Οι υπογραφές των αξιωματούχων σε πιστοποιητικό μπορεί να είναι ομοιοτυπικό αντίγραφο, αν το πιστοποιητικό υπογράφεται επιπλέον από πράκτορα (transfer agent) ή αν έχει καταχωρισθεί από αρχειοφύλακα άλλον από την ίδια την εταιρεία ή τους υπαλλήλους της. Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε αξιωματούχος που έχει υπογράψει ή που ομοιοτυπικό αντίγραφο της υπογραφής του έχει τεθεί σε πιστοποιητικό, έχει παύσει να φέρει την ιδιότητα τέτοιου αξιωματούχου πριν από την έκδοση του πιστοποιητικού, το πιστοποιητικό μπορεί να εκδοθεί από την εταιρεία και θα φέρει την ίδια ισχύ, σαν αυτός (ο αξιωματούχος) να είχε την ιδιότητα του αξιωματούχου κατά την ημερομηνία έκδοσης. Σύμφωνα με την παράγραφο 5.8.(6) του Νόμου, η εταιρεία μπορεί να προβεί στην έκδοση νέου πιστοποιητικού σε αντικατάσταση προϋπάρχοντος σε περίπτωση απώλειας, κλοπής ή καταστροφής αυτού, εφόσον το διοικητικό συμβούλιο πεισθεί για το αληθές των σχετικών ισχυρισμών. Η εταιρεία μπορεί να ζητήσει από τον κύριο του απολεσθέντος, κλαπέντος ή καταστραφέντος πιστοποιητικού να καταβάλει στην εταιρεία εγγύηση επαρκή για την αποζημίωσή της σε περίπτωση έγερσης αγωγής εναντίον της σχετικά με την έκδοση του νέου πιστοποιητικού. Ο Νόμος δεν αναφέρει άλλη περίπτωση αντικατάστασης πιστοποιητικού. Επίσης, σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοδικαίου,  «η κατοχή από κοινού» λήγει με τη διανομή του κοινού αντικειμένου μεταξύ των κατόχων από κοινού» είτε κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας είτε με δικαστική απόφαση. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η αντικατάσταση του κοινού πιστοποιητικού που ενσωματώνει όλες τις κοινές μετοχές με περισσότερα από ένα πιστοποιητικά, χωρίς τη συναίνεση όλων των από κοινού κατόχων του κοινού πιστοποιητικού. Σύμφωνα με  τις παραγράφους 7.5.,7.6. l, 7.10. του Νόμου, στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας συμμετέχουν οι μέτοχοι, που καταχωρίζονται εκ των προτέρων βάσει των μετοχικών τους τίτλων, καθώς και τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπήσουν μετόχους δυνάμει πληρεξουσίου (proxy) που υπογράφεται από τον μέτοχο ή πληρεξούσιό του. Σύμφωνα με την παράγραφο 2.5 του Νόμου, η εταιρεία έχει δική της νομική προσωπικότητα και διακρίνεται από τους μετόχους ή τα μέλη της. Η παράγραφος 6.1. ορίζει ότι η εταιρεία διοικείται και εκπροσωπείται από το διοικητικό συμβούλιο, ενώ κατά την παράγραφο 2.2.i του Νόμου, η εταιρεία, με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται από τους νόμους και το καταστατικό, έχει την εξουσία να επιλέγει και να διορίζει στελέχη, υπαλλήλους και άλλους αντιπροσώπους (agents) της εταιρείας και  να καθορίζει τα καθήκοντά τους. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, το όργανο εκπροσώπησης της εταιρείας είναι καταρχήν το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο μπορεί να αναθέσει την εκπροσώπηση σε άλλα πρόσωπα και να καθορίσει τις εξουσίες των προσώπων αυτών υπό τους περιορισμούς του νόμου και του καταστατικού. Δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, οι «κάτοχοι από κοινού» αποφασίζουν από κοινού για τα ζητήματα που αφορούν το κοινό αντικείμενο, ενώ ένας «κάτοχος από κοινού» δεν μπορεί να δεσμεύσει τους λοιπούς «κατόχους από κοινού» ως προς το κοινό αντικείμενο χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή τους ή τη μεταγενέστερη έγκρισή τους, σε περίπτωση μετοχών που ανήκουν από κοινού, κατ’ ιδανικά μερίδια, σε περισσότερους από έναν δικαιούχους, η εξουσιοδότηση για τη συμμετοχή στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας  πρέπει να δοθεί από όλους τους από κοινού δικαιούχους βάσει της εσωτερικής τους σχέσης.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοδικαίου, η άκυρη (void) δικαιοπραξία ή σύμβαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (η ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως). Ως ακυρώσιμη (voidable) δικαιοπραξία ή σύμβαση νοείται αυτή που λόγω συγκεκριμένου ελαττώματός της μπορεί να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση. Μέχρι να ακυρωθεί, παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της η δε προσβολή της εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαιούχου του δικαιώματος ακυρώσεως. Κάθε δικαιοπραξία ή σύμβαση που είναι αντίθετη στον νόμο είναι καταρχήν άκυρη απ’ αρχής. Δεν προβλέπεται η ακυρωσία των πράξεων που παραβιάζουν τον νόμο ή το καταστατικό αναφορικά με την αντικατάσταση του πιστοποιητικού μετοχών. Συνεπώς, τέτοια πράξη είναι αυτοδικαίως άκυρη. Ομοίως, δεν προβλέπεται η ακυρωσία των πράξεων που παραβιάζουν τον νόμο ή το καταστατικό αναφορικά με τη συμμετοχή στη γενική συνέλευση της εταιρείας προσώπων που είναι μέτοχοι ή εξουσιοδοτούνται εγκύρως από μέτοχο. Συνεπώς, οι αποφάσεις γενικής συνέλευσης στην οποία συμμετέχουν πρόσωπα που δεν είναι μέτοχοι ούτε εξουσιοδοτούνται εγκύρως από μέτοχο είναι αυτoδικαίως άκυρες. Τέλος σύμφωνα με την αρχική διατύπωση της παραγράφου 6.3 του Νόμου, τελούσα σε ισχύ από την 3η Ιανουαρίου 1977, τα μέλη του ΔΣ της εταιρείας πρέπει να είναι τουλάχιστον τρία εκτός των περιπτώσεων που οι μετοχές της εταιρείας κατέχονται από λιγότερα των τριών πρόσωπα, οπότε μπορούσαν να είναι ίδιοι όσοι και οι μέτοχοι. Η διάταξη της παρ 6.3.(1) είχε το ως άνω περιεχόμενο έως την τροποποίησή της την 19η Ιουνίου 2002. Έκτοτε ο ελάχιστος αριθμός του ΔΣ είναι ένα.

  1. Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζουν οι διάδικοι εφόσον γίνεται σαφής και νόμιμη επίκλησή τους (ΟλΑΠ 23/2008). Η επίκληση από το διάδικο της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και να είναι ειδική, ούτως ώστε να προκύπτει από αυτή (επίκληση), ο αριθμός της ένορκης βεβαίωσης, ο εξετασθείς μάρτυρας και ο εξετάσας και να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η εκ της μη κλητεύσεως ακυρότητα θεραπεύεται (ΑΠ 1461/2013, ΑΠ 1034/2019, ΑΠ 1055/2019 – “Νόμος”). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο οι προσκομιζόμενες από τους εφεσίβλητους ακόλουθες ένορκες βεβαιώσεις : 1) των ….. (με ημερομηνία 18.9.2019 και 16.4.2019) και . …………………… (με ημερομηνία 3.4.2019) γιατί δεν γίνεται νόμιμη επίκληση αυτών αφού δεν αναγράφεται στις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από 19.9.2019 προτάσεις των εφεσιβλήτων ο αριθμός εκάστης έτσι ώστε να προκύπτει με σαφήνεια η ταυτότητά της και 2) των ……… με αριθμό …./24.1.2017 και ….. με αριθμό …./24.1.2017, αμφότερες ενώπιον του προξενικού γραφείου της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, και …… με αριθμό …/19.12.2016 ενώπιον του Συμ/φου Αθηνών ………, γιατί δεν γίνεται επίκληση από τους εφεσιβλήτους ότι αυτές ελήφθησαν μετά νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος-εκκαλούντος ούτε επικαλούνται αυτοί (οι εφεσίβλητοι) αντίστοιχες εκθέσεις επιδόσεως.
  2. Aπό την εκτίμηση Α) των ακόλουθων ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών-ενάγων και ελήφθησαν μετά νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εφεσιβλήτων-εναγομένων: 1) …../30.8.2019 του …….. (βλ. για την κλήτευση υπ’ αριθ. …… 27.8.2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……), 2) …./18.9.2019 ώρα 11 πμ του ……… και 3) …../18.9.2019 ώρα 12.30 μεσημβρινή του …….. (βλ. για την κλήτευση υπ’ αριθ. ………../13.9.2019 εκθέσεις επιδόσεως του προαναφερομένου δικαστικού επιμελητή), των λοιπών ενόρκων βεβαιώσεων (πλην όσων μνημονεύονται στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο), λαμβανομένων υπόψη μόνο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων γιατί έχουν ληφθεί σε άλλες δίκες μεταξύ των ίδιων ή και άλλων διαδίκων (βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ 424/2018, ΑΠ 214/2012- “Νόμος”), καθώς και Β) όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αείμνηστος ……… (πατέρας του .. ……………………, του . ……………………, και της . ……………………,  τέκνο της οποίας είναι ο ενάγων από το γάμο της με τον ………) δραστηριοποιήθηκε, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στο χώρο της εμπορικής ναυτιλίας εκμεταλλευόμενος διάφορα πλοία με προσοδοφόρα αποτελέσματα και δημιούργησε μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές ναυτιλιακές επιχειρήσεις με διεθνή δραστηριότητα. Αρχικώς, στα κέρδη από την εκμετάλλευση και διαχείριση των πλοίων συμμετείχε ο ίδιος ο  . ……………………. σε ποσοστό 80% ενώ στο έτερο εκ 20% ποσοστό επί των κερδών συμμετείχε ο καπετάνιος ……., πεθερός του δεύτερου εναγομένου από τη δεύτερη σύζυγό του. Μετά το θάνατο του . ……………………, το έτος 1961, στα κέρδη  από την εκμετάλλευση  των πλοίων υπεισήλθαν τα τέκνα του, δηλαδή ο …… (δεύτερος εναγόμενος)  σε ποσοστό 35%, ο ……… (ήδη αποβιώσας) σε ποσοστό 35%  και η αδερφή τους …. (ήδη αποβιώσασα), σε ποσοστό 10%  (το δε λοιπό ποσοστό 20% εξακολουθούσε να ανήκει στον ……..). Το έτος 1960, ιδρύθηκε η εταιρεία υπό την επωνυμία «………..”,  με αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας τη διαχείριση των πλοίων του οικογενειακού στόλου, με γραφεία στο Λονδίνο. Περί το έτος 1973, ο ……..  αποχώρησε   από την ανωτέρω επιχείρηση και έτσι η συμμετοχή των τριων αδερφών στα κέρδη από την εκμετάλλευση των δεξαμενόπλοιων διαμορφώθηκε σε ποσοστό 45 % για τον ……………………, σε ποσοστό  45% για τον…………………… και σε  ποσοστό 10% για τη αδερφή τους……………………. Την 18-2-1986 ιδρύθηκε, σύμφωνα με το Λιβεριανό δίκαιο,  η  εταιρεία με την επωνυμία  “………»,  με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας, με αριθμό εγγραφής C ….,  η οποία εγκατέστησε γραφείο στην Ελλάδα (στον Πειραιά, επί της οδού ……….), με βάση τις διατάξεις του ΑΝ 378/1968, Ν 814/1978, Ν 2234/1994, Ν 3752/2009 και Ν 4150/2013, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμόν 1241.1895/19/22144/5.4.1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Ναυτιλίας, για σκοπούς που αφορούσαν πράξεις διαχείρισης, εκμετάλλευσης, ναύλωσης, ασφάλισης, διακανονισμού αβαριών, μεσιτείας αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ασφαλίσεων πλοίων, με ελληνική ή ξένη σημαία, πάνω από 500 κόρους ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες Η ως άνω εταιρεία,  σε παρελθόντα  χρόνο, διαχειριζόταν 4 δεξαμενόπλοια (tankers)  και 5 πλοία ξηρού φορτίου (bulkers) και ειδικότερα: α) Το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ «K», με αριθμό νηολογίου …..,   υπό σημαία Λιβερίας, πλοιοκτησίας της εταιρείας υπό την επωνυμία «………”, η οποία συνεστήθη την 31-8-2001, κατά τον εμπορικό νόμο της Λιβερίας με καταστατική έδρα την Μονρόβια Λιβερίας,  β) το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ “GN”, με αριθμό νηολογίου ……,  υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της εταιρείας υπό την επωνυμία «………»,  η οποία συνεστήθη την 31-8-2001, κατά τον εμπορικό νόμο της Λιβερίας, με καταστατική έδρα την Μονρόβια Λιβερίας, γ) Το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ “AG”,  με αριθμό νηολογίου  ….,  υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της εταιρείας  υπό την επωνυμία «……….», η οποία συνεστήθη την 16-4-2003, κατά τον εμπορικό νόμο της Λιβερίας,  με καταστατική έδρα την Μονρόβια Λιβερίας, δ) Το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ «D», με αριθμό νηολογίου ….., υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της εταιρείας υπό την επωνυμία «……..», που συνεστήθη την 16-4-2002,  κατά τον εμπορικό νόμο της Λιβερίας, με καταστατική έδρα την Μονρόβια Λιβερίας,   ε) το  φορτηγό ξηρού φορτίου (bulk carrier) «AG», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, που συνεστήθη την 18-5-2000, κατά τον εμπορικό νόμο της Λιβερίας, με καταστατική έδρα την Μονρόβια Λιβερίας,  και τα φορτηγά πλοία ξηρού φορτίου (bulk  carriers) “ΑGr”,  πλοιοκτησίας της εταιρείας ……, “AP”, πλοιοκτησίας της εταιρείας ………., “CD”  και “APe”. Περί το έτος 2008, ο…………………… απεβίωσε και στην κληρονομιαία περιουσία του υπεισήλθαν, μετά και το θάνατο της συζύγου του, το έτος 2013, τα  τέσσερα (4) τέκνα του, ………. Ήδη πριν το θάνατο του……………………, απεβίωσε, στις 22.6.2004, η……………………,  μητέρα του ενάγοντος, στη δε κληρονομιαία περιουσία της,  υπεισήλθαν αιτία κληρονομίας, κατά τις διατάξεις της πρώτης τάξεως της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής,  κατ’ άρθρο 1813, 1820  του ΑΚ, ο σύζυγός της ………., σε ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου και  ο ενάγων  στο λοιπό ποσοστό.  Μετά δε και το θάνατο του ………, στις  29-12-2008, στην ίδια κληρονομιαία περιουσία υπεισήλθε, αιτία κληρονομίας, κατά τις διατάξεις της πρώτης τάξεως της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, κατ’ άρθρο 1813  ΑΚ, ο ενάγων, πρώτος εξάδελφος (από την πλευρά του πατέρα του) της δεύτερης συζύγου του εναγομένου. Ο  ευρύτερος Όμιλος ……………………, αποτελούμενος μέχρι πρότινος  από την ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία και τις λοιπές πλοιοκτήτριες, λειτουργούσε αρμονικά έως και το έτος 2016,  οπότε ξέσπασαν έριδες μεταξύ των προαναφερομένων προσώπων, που υπεισήλθαν λόγω κληρονομικής διαδοχής στη θέση των εκλιπόντων γονέων τους, σχετικά με τον  έλεγχο των ως άνω εταιρειών, οι οποίες (έριδες) εξελίχθηκαν σε έντονη δικαστική διαμάχη, όταν ο ενάγων αλλά και τα τέκνα του αποβιώσαντος…………………… αντιλήφθηκαν, τον Απρίλιο του 2016, τη μεταφορά 15.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, από τους κοινούς εταιρικούς λογαριασμούς της διαχειρίστριας εταιρείας και των λοιπών πλοιοκτητριών εταιρειών σε λογαριασμούς  συμφερόντων του θείου τους  .. ……………………- δεύτερου εναγομένου. Όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη εναγομένη, εταιρεία με την επωνυμία «…………….» ιδρύθηκε στις 18-5-2000, κατά το λιβεριανό δίκαιο, με καταστατική έδρα τη Μονροβία Λιβερίας. Η εταιρεία ιδρύθηκε προκειμένου να αποκτήσει την κυριότητα του φορτηγού πλοίου μεταφοράς ξηρού φορτίου που ονομάστηκε  «ΑG»,  το οποίο τότε ήταν υπό ναυπήγηση που ολοκληρώθηκε το έτος 2002. Το πλοίο αυτό φέρει ελληνική σημαία και είναι εγγεγραμμένο στα νηολόγια Β κλάσης του Λιμένος Πειραιώς, με αριθμό ΝΠ …….. Η πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης, βρίσκεται στον Πειραιά, στα γραφεία της προαναφερόμενης διαχειρίστριας εταιρείας, η οποία είναι στελεχωμένη με πολυάριθμο προσωπικό,  αποτελούμενο από αρχιπλοιάρχους, αρχιμηχανικούς, λογιστές και διοικητικούς υπαλλήλους, ο ίδιος δε ο δεύτερος εναγόμενος, που μετεγκαταστάθηκε στον Πειραιά το έτος 2012 ισχυρίζεται ότι είναι ο ιθύνων νους της όλης ναυτιλιακής επιχειρήσεως. Επομένως, απορρίπτεται ως αβάσιμος ο προς απόκρουση της διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου ισχυρισμός των εναγομένων ότι η έδρα της πρώτης εναγομένης είναι στην αλλοδαπή, χωρίς μάλιστα να καταλήγουν πού ακριβώς, αφού, προς θεμελίωση αυτού του ισχυρισμού τους, επικαλούνται αποφάσεις του ΔΣ της πρώτης εναγομένης, που φέρονται ληφθείσες στο Μονακό, στη Γενεύη και στο Λονδίνο και πάντως όχι στη Λιβερία, που είναι η καταστατική της έδρα ενώ εξάλλου είναι γεγονός πασίδηλο στους ναυτιλιακούς κύκλους του Πειραιά ότι οι  ελληνικών οικονομικών συμφερόντων εξωχώριες ναυτιλιακές εταιρείες, κυρίες εμπορικών πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία, υπάρχουν για φορολογικούς μόνο λόγους και στην πραγματικότητα λειτουργούν στον Πειραιά (το “city” της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας), όπου ασκείται η διοίκηση και διαχείρισή τους και λαμβάνονται όλες οι σχετικές με τα ανωτέρω ζητήματα αποφάσεις, από τα πρόσωπα που ασκούν μέσω των εταιρειών αυτών ναυτιλιακή επιχειρηματική δραστηριότητα. Η ίδρυση της πρώτης εναγομένης για τον ανωτέρω σκοπό αποφασίστηκε από τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος μετά τον προαναφερθέντα θάνατο του πατέρα του, λάμβανε τις κύριες αποφάσεις για τις επενδύσεις της ανωτέρω οικογενειακής επιχειρήσεως σε πλοία. Συγκεκριμένα, την εποχή εκείνη (2000), ο προαναφερόμενος αποφάσισε την επέκταση του στόλου της επιχειρήσεως, με την αγορά πέντε νεότευκτων φορτηγών πλοίων, γιατί τότε ήταν χαμηλές οι τιμές στην  διεθνή αγορά. Τα δύο από αυτά συμφωνήθηκε μεταξύ των μελών της οικογένειας να ανήκουν στα συμφέροντα του……………………, τα άλλα δυο στα συμφέροντα του .. …………………… και το πέμπτο από κοινού στα συμφέροντα του τελευταίου και της αδελφής του ………….. (μητέρας του ενάγοντος), η οποία, όμως, δεν συμμετείχε στη διοίκηση της εν γένει ναυτιλιακής επιχειρήσεως ούτε στη λήψη των σχετικών αποφάσεων αλλά τη συμμετοχή της στο εν λόγω πλοίο ζήτησε η ίδια και ο σύζυγός της ……., για να εξασφαλίσουν  το οικονομικό μέλλον του υιού τους (ήδη ενάγοντος). Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος,  σε συνάντηση που είχε το έτος 2000, με την αδελφή του …… και τον γαμπρό του-σύζυγό της ……….., στο σπίτι τους, στην Αθήνα,  ανακοίνωσε σε αυτούς την απόφασή του για την αγορά των ανωτέρω πλοίων, η οποία θα γινόταν κατά ένα μέρος με τραπεζική χρηματοδότηση, και δέχθηκε τη συμμετοχή της ……. στα κέρδη από την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου, κατά ποσοστό 48% ενώ ο ίδιος θα συμμετείχε στο λοιπό 52% και όχι εξ ημισείας, όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα στη συνέχεια, καθώς μόνο έτσι, δηλαδή με πλειοψηφικό ποσοστό συμμετοχής θα ήταν δυνατή η απρόσκοπτη λήψη από αυτόν όλων των σχετικών με την εκμετάλλευση του πλοίου αποφάσεων. Η δε συμμετοχή της …… (και του συζύγου της) στην αγορά του εν λόγω πλοίου, αντιστοιχούσε στο ανωτέρω ποσοστό. Την ίδια εποχή, ο πρώτος εναγόμενος είχε αποφασίσει, όπως προαναφέρεται, τη ναυπήγηση πέντε πλοίων ξηρού φορτίου, που ονομάστηκαν “CD” “APe”, “AGr” “AP” και “AG”, τα οποία ανήκαν σε εξωχώριες εταιρείες. Τα δύο πρώτα από αυτά ήταν συμφερόντων . …………………… (και ήδη των κληρονόμων του), τα άλλα δύο συμφερόντων του ίδιου (πρώτου εναγομένου) και το πέμπτο (το επίδικο πλοίο), που ναυπηγήθηκε στο ναυπηγείο …… της Κίνας, κατόπιν επισκέψεως σε αυτό του δευτέρου εναγομένου, ο οποίος συνήψε με τον υπεύθυνο του ναυπηγείου και τη σχετική συμφωνία, αποφασίστηκε να ανήκει κατά κυριότητα στην πρώτη εναγομένη εταιρεία, στην οποία συμμετείχαν ο δεύτερος εναγόμενος και η αδελφή του, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά. Κατά την ίδρυση της εταιρείας, σύμφωνα με το λιβεριανό δίκαιο, εκδόθηκε ένας μετοχικός τίτλος (ο υπ’ αριθμόν 1),  ανώνυμος εις τον κομιστή, χωρίς να αναφέρεται, ρητώς,  εάν αυτός ο μετοχικός τίτλος ανήκε σε κάποιον και κατά ποία ποσοστά. Ο τίτλος αυτός στη συνεχεία ακυρώθηκε και αντικαταστάθηκε από τους υπ’ αριθμόν 2 και 3 μετοχικούς τίτλους,  εκ των οποίων,  ο υπ’ αριθμόν 2 ενσωμάτωνε 5 ανώνυμες μετοχές και ο υπ’ αριθμόν 3 ενσωμάτωνε 45 ανώνυμες μετοχές. Στο Μητρώο Μετοχών της ως άνω εταιρείας εμφαίνονται καταχωρηθέντες κατά τις κάτωθι ημερομηνίες οι ακόλουθοι τίτλοι: 1) Κατά την 18-5-2000 εμφαίνεται  ο υπ’ αριθμόν 1 ανώνυμος  μετοχικός τίτλος, αποκτηθείς   κατά την ίδρυσή της στο όνομα του  ……, ο οποίος ήταν μέλος του πρώτου διοικητικού συμβουλίου αυτής . 2)  Κατά την 27-4-2007, και αφού ακυρώθηκε ο υπ’ αριθμόν 1 τίτλος, εμφαίνεται  ο υπ’ αριθμόν 2 μετοχικός τίτλος που ενσωματώνει 5 ανώνυμες μετοχές, που μεταβιβάζονται από την εταιρεία στους .. …………………… και . ………, και ο υπ’ αριθμόν 3 μετοχικός τίτλος που ενσωματώνει 45 ανώνυμες μετοχές και ο οποίος μεταβιβάζεται από την εταιρεία στους .. …………………… και …….., χωρίς να αναφέρονται ποσοστά συγκυριότητας επ΄αυτών, ωστόσο, αυτή η έλλειψη δεν μπορεί να θεμελιώσει την κρίση ότι υπήρχε μεταξύ των ανωτέρω δύο προσώπων εξ ημισείας συγκυριότητα, προεχόντως διότι το έτος 2007, ο πατέρας του …….. ήταν εν ζωή και επομένως, δεν είχε υπεισέλθει αυτός (ενάγων) πλήρως στην κληρονομία της μητέρας του ώστε να αναγράφεται μόνο το όνομά του στο μητρώο της εταιρείας ως μετόχου στη θέση της αρχικής μετόχου-μητέρας του. 3) Την 30-6-2015, και αφού ακυρώθηκαν οι υπ’ αριθμόν 2 και 3 μετοχικοί τίτλοι,  εμφαίνεται  ο υπ’ αριθμόν 4 μετοχικός τίτλος  που ενσωματώνει 260 ονομαστικές μετοχές στο όνομα του .. …………………… που έχουν μεταβιβασθεί από τον …. και ……… και ο υπ’ αριθμόν 5 μετοχικός τίτλος που ενσωματώνει 240 ανώνυμες μετοχές, που φαίνονται να μεταβιβάζονται από τους …… και …., στον ……. 4) Την 2-7-2015, και αφού ακυρώθηκε ο υπ’ αριθμόν 4 μετοχικός τίτλος (στο όνομα του .. ……………………) εμφαίνεται ο υπ’ αριθμόν 6 μετοχικός τίτλος που ενσωματώνει 260 ονομαστικές μετοχές με όνομα αποκτώντος την εταιρεία υπό την επωνυμία ……………, πέμπτη εναγομένη.  Οι  εναγόμενοι  ισχυρίζονται ότι δεν εκδόθηκαν μετοχές κατά την ίδρυση της εταιρείας, προσκομίζουν δε σε φωτοτυπικό αντίγραφο το μητρώο μετοχών της εταιρείας (Transfer Ledger), επί του οποίου καμία καταχώρηση δεν έχει επισημειωθεί. Στο  από 18-5-2000 καταστατικό ιδρύσεως της ως άνω εταιρείας (Articles of Incorporation) αναφέρεται ότι   «Το σύνολο των μετοχών που η εταιρεία είναι εξουσιοδοτημένη να εκδώσει είναι 500 μετοχές εις τον κομιστή χωρίς ονομαστική αξία…»  ενώ στο  αυθημερόν, με την ίδρυση, συνταχθέν έγγραφο υπό τον τίτλο  «Μεταβίβαση Δικαιωμάτων Εγγραφής Σε Μετοχικό Κεφάλαιο» (Transfer of  Τranscription)  αναφέρεται ότι  ο ……….  (φερόμενος  ως ιδρυτής  της) πωλεί εκχωρεί και μεταβιβάζει στον ……….  (μέλος του ΔΣ της πρώτης εναγομένης έως και την 2-9-2015) όλα τα απορρέοντα από την κυριότητά του δικαιώματα μίας  εταιρείας (της πρώτης εναγομένης), στην έκταση μίας μετοχής του μετοχικού κεφαλαίου και ζητεί την έκδοση μιας μετοχής στο όνομα του προλεχθέντος (νοείται του αποκτώντος …………)  ή  του προσώπου που αυτός θα κατονομάσει. Επί του θέματος της υπάρξεως ή μη των μετοχών, κρίσιμη είναι η από 27 Φεβρουαρίου 2015 απόφαση της Συνέλευσης των Μετόχων της πρώτης εναγομένης, που έλαβε χώρα στον Πειραιά, και αποφάσισε την τροποποίηση του καταστατικού της (πρώτης εναγομένης) έτσι ώστε να προβλέπεται η έκδοση ονομαστικών μετοχών ενώ μέχρι τότε προβλεπόταν η έκδοση μόνο ανώνυμων μετοχών ή στον κομιστή. Η ονομαστικοποίηση αυτή έγινε και σε άλλες εξωχώριες  εταιρείες του Ομίλου προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναχρηματοδότησή τους από τις δανείστριες Τράπεζες (κυρίως από την RBS). Στη συνέλευση αυτή αναφέρθηκε  η ύπαρξη  πενήντα (50) μετοχών. Σημειώνεται ότι ο ενάγων έχει παραιτηθεί από το αίτημα ακυρώσεως της ανωτέρω αποφάσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 30.6.2015 απόφαση του ΔΣ της πρώτης  εναγομένης- πλοιοκτήτριας, το οποίο (ΔΣ) κατά τον χρόνο εκείνο αποτελούσαν οι …………………., αποφασίστηκε η ακύρωση  του  υπ’ αριθμόν 2 τίτλου  που  ενσωμάτωνε 5 ανώνυμες μετοχές και του υπ’ αριθμόν 3 τίτλου  που ενσωμάτωνε 45 ανώνυμες μετοχές, και  η ταυτόχρονη έκδοση από την ως άνω εταιρεία πεντακοσίων (500) μετοχών, που ενσωματώθηκαν  σε δύο  μετοχικούς τίτλους κατά τον ακόλουθο τρόπο: α) ένας  μετοχικός τίτλος  με αύξοντα αριθμό 4 που ενσωματώνει 260  μετοχές   εκδοθείσες  στο όνομα του .. …………………… (δεύτερου εναγομένου) και β)  έτερος  μετοχικός τίτλος με  αύξοντα αριθμό 5  που ενσωματώνει  διακόσιες σαράντα (240) ανώνυμες μετοχές ή εις τον κομιστή. Ειδικότερα στο ως άνω πρακτικό αναφέρεται ότι «… Ο Πρόεδρος της εταιρείας παρουσίασε ενώπιον αυτής τους υπάρχοντες μετοχικούς τίτλους της εταιρείας, δηλαδή έναν μετοχικό τίτλο υπό τον αύξοντα αριθμό 2 για 5 μετοχές στον κομιστή και έναν μετοχικό τίτλο υπό τον αύξοντα αριθμό 3 για  45 μετοχές εις τον κομιστή (εφεξής καλούμενοι Υπάρχοντες Μετοχικοί Τίτλοι) και πρότεινε να προχωρήσει η συνεδρίαση σε ακύρωση των υπαρχόντων μετοχικών τίτλων. Περαιτέρω, πρότεινε η Εταιρεία να εκδώσει το σύνολο του εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου δηλαδή 500 μετοχές με τον ακόλουθο τρόπο…… » Από τα συστατικά έγγραφα της  πρώτης εναγομένης αποδεικνύεται ότι ανεξάρτητα από το εάν κατά την ίδρυση της εταιρείας εκδόθηκε ένας (1) μοναδικός ανώνυμος μετοχικός τίτλος, ο οποίος ρητώς προβλεπόταν στην ιδρυτική πράξη, σε κάθε περίπτωση,  τουλάχιστον από το  έτος 2007 υπήρχαν δύο μετοχικοί τίτλοι, ο υπ’ αριθ. 2, που ενσωμάτωνε 5 ανώνυμες μετοχές και ο υπ’ αριθ. 3, που ενσωμάτωνε 45 ανώνυμες μετοχές, οι οποίοι αναφέρθηκαν το έτος 2015 στη Συνέλευση των Μετόχων που αποφάσισε την έκδοση ονομαστικών μετοχών και αυτές ενσωμάτωναν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου,  κατανεμημένο σε πέντε (5)  μετοχές για τον υπ’ αριθμόν 2 τίτλο και σε σαράντα πέντε (45) μετοχές για τον υπ’ αριθμόν 3  τίτλο. Επομένως, από μόνο το γεγονός της υπάρξεως μετοχικού κεφαλαίου, η ως άνω εταιρεία συστάθηκε και λειτούργησε κατά τον τύπο της corporation εταιρείας του λιβεριανού νόμου, και δεν πρόκειται για αφανή εταιρεία του ελληνικού δικαίου ιδρυθείσα από τον .. ……………………,  όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, με μοναδικό εμφανή εταίρο τον ίδιο,  και αφανή εταίρο αρχικώς την αδελφή του και μετά τον θάνατό της τον ενάγοντα, που διατηρούσε μόνο δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη.  Εάν η πρώτη εναγομένη έφερε τον τύπο της αφανούς μονοβάπορης πλοιοκτήτριας εταιρείας (πρακτική που δεν συνηθίζεται στα ελληνικά ναυτιλιακά συναλλακτικά ήθη, όπου οι περισσότερες πλοιοκτήτριες εταιρείες είναι εξωχώριες και συνήθως μονοβάπορες, χωρίς να εμφαίνονται οι μέτοχοί τους), δεν θα υπήρχε λόγος να εκδοθεί καταστατικό ιδρύσεως αυτής κατά τον λιβεριανό νόμο αλλά θα είχε τηρηθεί ένα αποδεικτικό  έγγραφο συστάσεως αφανούς εταιρείας, η οποία, όμως,  είναι καθαρά προσωπική εταιρεία και δεν νοούνται σε αυτή μετοχές (αφού δεν υπάρχει μετοχικό άλλως εταιρικό  κεφάλαιο),  συνέλευση μετόχων, σύγκληση διοικητικού συμβουλίου που τη διοικεί κλπ.  Την τήρηση του έγγραφου (αποδεικτικού) τύπου κάνει ακόμη πιο επιτακτική η διάταξη του άρθρου 285 παρ 2  Ν 4072/2012, που εφαρμόζεται και για υπάρχουσες πριν την ισχύ του αφανείς εταιρείες (294 παρ 1 και 2 Ν 4072/2012), η οποία (διάταξη) καθιερώνει αποδεικτικούς περιορισμούς στην απόδειξη της αφανούς εταιρείας κατ΄άρθρο 393 παρ 2 ΚΠολΔ. Δηλονότι, εάν πράγματι επρόκειτο περί αφανούς εταιρείας με εμφανή εταίρο τον .. …………………… για ποιο λόγο όλα αυτά τα  χρόνια η εταιρεία να λειτουργεί  ως μη προσωπική εταιρεία, δηλαδή να αποφασίζουν για όλα τα τρέχοντα εταιρικά θέματα όργανα που προσομοιάζουν σε άλλους εταιρικούς τύπους,  όπως  η γενική συνέλευση των μετόχων,   το ΔΣ,  και όχι ο ίδιος ο …………   Περαιτέρω είναι τουλάχιστον ασύνηθες στην ναυτιλιακή πρακτική   ένας ναυτιλιακός Ομιλος, όπως ο Όμιλος …………………… (αποτελούμενος επί σειρά ετών από μονοβάπορες πλοιοκτήτριες εταιρείες), να λειτουργεί ως αφανής εταιρεία με εμφανή εταίρο ένα πρόσωπο, που συναλλάσσεται προσωπικώς στο όνομά του.  Ειδικώς, επί του τρόπου ιδρύσεως μία εξωχώριας εταιρείας, ο οποίος ακολουθήθηκε και για την πρώτη εναγομένη,  ιδιαιτέρως λεπτομερές είναι το από 9-2-2018 ηλεκτρονικό μήνυμα του δικηγόρου ……….., που χειριζόταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και τουλάχιστον για 40 έτη  τις υποθέσεις του Ομίλου ……………………. Στην ως άνω ηλεκτρονική επιστολή αναφέρει μεταξύ άλλων ότι μέσω του Διεθνούς Ναυτιλιακού και Εμπορικού Μητρώου της Λιβερίας, ο ίδιος  αναλάμβανε την ίδρυση εταιρειών με μετοχές στον κομιστή, οι οποίες ήταν κοινή πρακτική, καταρτίζοντας τον εσωτερικό κανονισμό της εταιρείας (by laws)  και τα πρώτα πρακτικά προκειμένου η εταιρεία να είναι ενήμερη (in goodstanding).  Οι εταιρείες, πάντα κατά την ίδια επιστολή, ιδρύονταν μέσω της εκδόσεως ενός ιδρυτικού τίτλου (subscribers share), όπως και εν προκειμένω, αυτή δε η μετοχή (τίτλος) μεταβιβαζόταν άμεσα, δηλαδή  εκχωρείτο,  στον νέο πραγματικό δικαιούχο, με το όνομα να παραμένει  κενό στο έγγραφο της εκχωρήσεως, ο δε πρώτος εκδοχέας του ιδρυτικού τίτλου (συνήθως ο πρώτος διοριζόμενος Πρόεδρος, όπως εν προκειμένω)  ήταν  πρόσωπο υποδειχθέν από τον ιδιοκτήτη, διατηρώντας έτσι το όνομα του τελικού πραγματικού δικαιούχου εκτός των πρακτικών της εταιρείας. Από το πνεύμα της ως άνω ηλεκτρονικής επιστολής διαφαίνεται η διάθεση ανωνυμίας των πραγματικών προσώπων που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά με όχημα μια λιβεριανή εταιρεία, επομένως, για ποιο λόγο να ιδρυθεί μια λιβεριανή εταιρεία, που εξασφαλίζει την ανωνυμία των ιδρυτών της, αν είναι τελικώς να λειτουργήσει ως αφανής εταιρεία, με εμφανή εταίρο συγκεκριμένο κατονομαζόμενο πρόσωπο.  Και ναι μεν δύναται να ισχυρισθεί  κανείς ότι ο εταιρικός μανδύας της αφανούς εταιρείας  θα λειτουργούσε  εσωτερικώς  μόνον, και όχι έναντι τρίτων,  δηλαδή  μόνο μεταξύ του…………………… (εμφανής εταίρος) και της…………………… (αφανής εταίρος), στη θέση της οποίας υπεισήλθε μετά το θάνατο των γονέων του ο ενάγων. Όμως, ούτε μια τέτοια εκδοχή κρίνεται βάσιμη. Ειδικότερα: α)  αν υπήρχε συμφωνία περί αφανούς εταιρείας τότε θα ήταν αναμενόμενο, αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του ότι πρόκειται για συμφωνίες μεταξύ σοβαρών και έμπειρων επιχειρηματιών, να είχε τηρηθεί έγγραφος αποδεικτικός τύπος περί τούτου, η εξέχουσα αποδεικτική δύναμη του οποίου ανωτέρω επισημάνθηκε, που να καθορίζει τις εσωτερικές σχέσεις εμφανούς και αφανούς εταίρου, κάτι που στην ένδικη περίπτωση δεν έλαβε χώρα,  β) αν πράγματι είχε συσταθεί αρχικώς, το έτος 2000, αφανής εταιρεία, για ποιο λόγο ο …….. αποφάσισε  τελικώς, το έτος 2015, να τη λύσει,  με την έκδοση νέων (500)  μετοχικών τίτλων, τρόπος που δεν προσιδιάζει σε αφανή εταιρεία, η οποία λύεται δια καταγγελίας και όχι με έκδοση μετοχών,  γ) αν πράγματι μεταξύ του .. …………………… και της . …………………… και ακολούθως με τον ενάγοντα συμφωνήθηκε  η σύσταση αφανούς εταιρείας,  δεν υπήρχε λόγος να ζητήσει ο ………. από τον ενάγοντα να τον εξουσιοδοτήσει προκειμένου να τον εκπροσωπήσει (ο ……… τον ενάγοντα)  στις γενικές συνελεύσεις των οργάνων της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, ο ενάγων, σε ανύποπτο χρόνο και δη στις  2-9-2015, με εξουσιοδότησή του προς τον .. ……………………,  παρέχει σε αυτόν την πληρεξουσιότητα να ψηφίσει στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας  υπέρ της εκλογής νέου ΔΣ, αποτελούμενου από τον .. ……………………, . ………..και ………., ενώ επίσης  την 28-9-2015 παρέχει  και πάλι εξουσιοδότηση στον .. …………………… για τη συμμετοχή του στη γενική συνέλευση των μετόχων της πρώτης εναγομένης  για τη λήψη δανείου από την τράπεζα υπό την επωνυμία «…………» . Στην ως άνω εξουσιοδότηση, ο ενάγων ρητώς διορίζει τον  δεύτερο εναγόμενο ως πληρεξούσιό του ώστε να παρασταθεί στο όνομά του και να τον εκπροσωπήσει ως μέτοχο  στη συνέλευση των μετόχων της  πρώτης εναγομένης εταιρείας που  θα ελάμβανε χώρα στις  28-9-2015 με σκοπό, όπως επί λέξει διαλαμβάνεται στο πληρεξούσιο, «την έγκριση, την επικύρωση και την επιβεβαίωση από κάθε άποψη του ΔΣ της εταιρείας». Αν ο εταιρικός μανδύας   που συνέδεε  τον ενάγοντα με τον .. …………………… ήταν η αφανής εταιρεία, δεν παρίστατο  κανένας νομικός λόγος  ο ενάγων να παρέχει εξουσιοδοτήσεις  στον .. …………………… για να τον εκπροσωπήσει ως μέτοχο στα όργανα της εταιρείας. Οι δε ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η υπογραφή του στην ανωτέρω από 2.9.2015 εξουσιοδότηση είναι προϊόν πλάνης και απάτης, πέραν της αοριστίας του, καθώς δεν αναφέρονται στην αγωγή ειδικότερα περιστατικά πλάνης ή απάτης του ούτε εξηγεί ο ενάγων με ποιον τρόπο “υφαρπάχθηκε”, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, αυτή η εξουσιοδότηση, δεν συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, από συστάσεως της πρώτης εναγομένης, δηλαδή από το έτος 2000 και καθόλη την επιχειρηματική της διαδρομή, διάρκειας δεκαεννέα ετών, δεν υπάρχει  ούτε ένα έγγραφο (είτε εσωτερικό έγγραφο της εταιρείας, είτε διαμειφθείσα μεταξύ των εταίρων αλληλογραφία) που να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του .. …………………… περί αφανούς εταιρείας. Συνακόλουθα, αποδεικνύεται ότι  μεταξύ των .. ……………………  και . ……………………  δεν είχε συσταθεί  αφανής εταιρεία αλλά αυτοί ήταν αρχήθεν (από το έτος 2000) συμμέτοχοι στην ιδρυθείσα πλοιοκτήτρια εταιρεία (πρώτη εναγομένη), κατά ποσοστό 52% ο ………… και κατά ποσοστό 48% η ………. Θα ήταν δε τουλάχιστον αντίθετο με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να μην υπήρχε πλειοψηφικό μετοχικό ποσοστό στην εν λόγω εταιρεία γιατί, διαφορετικά, θα ήταν αδύνατη η απρόσκοπτη λήψη αποφάσεων. Περαιτέρω, από τις καταχωρήσεις στο μητρώο μετοχών της εταιρείας, αποδεικνύεται ότι οι αρχικοί τίτλοι ήταν ανώνυμοι και ονομαστικοποιήθηκαν για πρώτη φορά με την από 30-6-2015 απόφαση του ΔΣ της πλοιοκτήτριας, με την οποία αποφασίστηκε η έκδοση πεντακοσίων (500)  μετοχών που ενσωματώθηκαν σε δύο μετοχικούς τίτλους κατά τον ακόλουθο τρόπο: α) ένας  μετοχικός τίτλος  με αύξοντα αριθμό 4 που ενσωματώνει 260  μετοχές   εκδοθείσες  στο όνομα του .. ……………………  που παριστούσαν το 52% του  καταβληθέντος  μετοχικού κεφαλαίου και β)  έτερος  μετοχικός τίτλος με  αύξοντα αριθμό 5  που ενσωματώνει  διακόσιες σαράντα μετοχές ανώνυμες μετοχές ή εις τον κομιστή που παριστούσαν το 48% του κεφαλαίου. Ακολούθως, με την από 2-9-2015 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας ο …………. ως μέτοχος κατέχων το 52% του μετοχικού κεφαλαίου,  άλλαξε το  έως τότε  εκλεγέν ΔΣ της πρώτης καθής (που το αποτελούσαν οι ………..) διορίζοντας στη θέση του νέο,  αποτελούμενο από τους δεύτερο, τρίτο  και τέταρτο των εναγομένων, το οποίο συγκροτήθηκε σε σώμα αυθημερόν. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η μετοχική σχέση που  συνέδεε τη μητέρα του . …………………… και εν συνεχεία τον ίδιο με τον .. …………………… ήταν κατανεμημένη σε ποσοστό 50% για κάθε μέτοχο, ενσωματωμένη στον πρώτο υπ’ αριθμόν 1 αρχικώς εκδοθέντα ανώνυμο μετοχικό τίτλο, του οποίου εξ αδιαιρέτου συγκύριοι, κατά το ανωτέρω ποσοστό έκαστος, ήταν η μητέρα του ενάγοντος και ο δεύτερος εναγόμενος. Ο  ισχυρισμός, όμως , αυτός παραμένει αναπόδεικτος. Αντιθέτως, σειρά εγγράφων αλλά και η ίδια η στάση του ενάγοντος οδηγούν στην κρίση ότι η μετοχική σχέση που συνδέει τον ενάγοντα με τον .. …………………… επί του καταβληθέντος μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης ήταν κατανεμημένη σε ποσοστό  48% για τον ενάγοντα και  52 % για τον δεύτερο εναγόμενο και ακολούθως, όπως εμφαίνεται από τον υπ’ αριθμόν 6 μετοχικό τίτλο που ενσωματώνει 260 ονομαστικές μετοχές,  για  την εταιρεία με την επωνυμία ……, πέμπτη εναγομένη, προς την οποία ο ……….. μεταβίβασε τις μετοχές του. Ειδικότερα, με την από 2-9-2015 εξουσιοδότησή του, ο ενάγων παρέχει στον .. ……………………  την πληρεξουσιότητα να ψηφίσει στην γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας που ήταν καθορισμένη για την ίδια ημερομηνία (2.9.2015)  υπέρ της εκλογής νέου ΔΣ,  αποτελούμενου από τους ……….και .., χωρίς να εκφράσει καμία αντίρρηση στα όσα είχαν προηγουμένως  διαμειφθεί στην από 30-6-2015 συνεδρίαση του ΔΣ της εταιρείας, κατά την οποία αποφασίστηκε η έκδοση 500 μετοχών, ενώ ας σημειωθεί ότι παρά την ύπαρξη της ως άνω από 2-9-2015  εξουσιοδοτήσεως για την εκλογή  νέου ΔΣ, το οποίο εκ των προτέρων ο ενάγων εγκρίνει,  επιζητεί με την υπό κρίση αγωγή την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία  αυτό το νέο ΔΣ εκλέχθηκε, ενώ, όπως προαναφέρεται κανένα περιστατικό πλάνης ή απάτης του δεν διαλαμβάνεται στην αγωγή, το οποίο αποδεικνυόμενο θα οδηγούσε σε ακύρωση της εν λόγω εξουσιοδοτήσεως.  Περαιτέρω, λίγες ημέρες μετά την παροχή της ανωτέρω  εξουσιοδοτήσεως,  και δη στις 14-9-2015,  ο ενάγων  υπογράφει την  από 14-9-2015  δήλωσή του υπό τον τίτλο «ΜΟΡΦΗ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΑΠΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥΣ ΜΕΤΟΧΩΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΜΙΣΤΗ ΄Η ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ Η/ΚΑΙ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ (“FORM OF UNDERTAKING FROM BENEFICIAL OWNER OF BEARER OF UNREGISTERED AND/OR REGISTERED SHARES”) προς την τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία  «……..»,  στην οποία αναφέρει ρητώς και πέραν πάσης αμφιβολίας έχοντας μάλιστα θέσει την υπογραφή του στην οικεία θέση  ότι ενεργεί ως κάτοχος 240 μετοχών εις τον κομιστήν  της πρώτης εναγομένης, οι οποίες αντιστοιχούν σε ποσοστό 48%.  Επιπροσθέτως, στο από 28-9-2015 (και όχι 2016 που είναι προφανές τυπογραφικό λάθος) πληρεξούσιο (proxy), ο ενάγων αναφέρει ότι είναι κάτοχος 240 μετοχών εις τον κομιστή της πρώτης εναγομένης εταιρείας και  διορίζει πληρεξούσιό του  τον .. …………………… για να παρασταθεί στο όνομά του και για λογαριασμό του  στη γενική συνέλευση των μετόχων  της πρώτης εναγομένης, στις 28-9-2015, προκειμένου να εγκρίνει κάθε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής για τη λήψη δανείου από την τράπεζα ………., ποσού 4.570.000 δολλαρίων ΗΠΑ σχετικά με την αναχρηματοδότηση του ένδικου πλοίου. Δηλαδή, τον Σεπτέμβριο του έτους 2015, ο ενάγων προβαίνει σε τρείς δηλώσεις, στις οποίες αναφέρει ότι ο ίδιος είναι μέτοχος της πρώτης εναγομένης κατά ποσοστό 48 %.  Ο ενάγων αμφισβητεί την υπογραφή του επί του τελευταίου αυτού εγγράφου και προσκομίζει το από 11.9.2019  σχέδιο έκθεσης γραφολογικής εκτιμήσεως της ………., η οποία, ωστόσο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δοθείσης της απλής φύσεως της υπογραφής του ενάγοντος,  είναι σημαντικό να εξετασθούν με λεπτομέρεια όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία της υπογραφής. Αυτό, όμως, δεν είναι δυνατό δεδομένου ότι τα φωτοαντίγραφα (που της χορηγήθηκαν) και της αμφισβητούμενης και των αδιαμφισβήτητων υπογραφών (του ενάγοντος) δεν δείχνουν όλες τις λεπτομέρειες των αυθεντικών γραμμών γραφής. Και καταλήγει ότι με βάση το υλικό που της χορηγήθηκε δεν μπορεί να καταλήξει σε απόφαση. (“Accordingly, my findings based on the material available to me are inconclusive”). Περαιτέρω, στην από 10-7-2015 επιστολή του .. …………………… προς τη σύζυγό του …. και τα τέσσερα τέκνα του (……………..) αυτός αναφέρει ότι 240 μετοχές της πρώτης εναγομένης (που αντιστοιχούν στο 48% του μετοχικού κεφαλαίου) δεν ανήκουν στον ίδιο αλλά στον ενάγοντα και ότι τις έχει ο ίδιος (ο ………….) στη φύλαξή του ως θεματοφύλακας, καθοδηγεί δε τους παραλήπτες της επιστολής, μετά τον θάνατό του, να τις παραδώσουν στον ενάγοντα. Ο τελευταίος, στο από 18-3-2016  Εγγραφο Αναγνώρισης (Αcknowledgment And Αgreement) αναγνωρίζει τα όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα επιστολή του θείου του και  αποδέχεται τη μεταφορά/μεταβίβαση της συμμετοχής του στην πρώτη εναγομένη, προς την εταιρεία  υπό την επωνυμία “………..” (μεταβίβαση που τελικά δεν ολοκληρώθηκε) και επιπλέον αποδεσμεύει τον .. …………………… από οποιαδήποτε ευθύνη του σχετικά με την εταιρεία από την ίδρυσή της έως την ανωτέρω ημερομηνία. Εξάλλου, με αφορμή τις διατυπώσεις που έπρεπε να τηρηθούν για την ονομαστικοποίηση των μετοχών των εταιρειών του Ομίλου ……………………, κατόπιν αιτήσεως των δανειοδοτριών εταιρειών, ο τότε δικηγόρος του Ομίλου ……………………, . ., στο γραφείο του οποίου φέρεται να έχουν παραδοθεί οι μετοχές του Ομίλου, στην από 27-1-2016 ηλεκτρονική επιστολή του λέγει: «Αναφέρομαι στο ζήτημα της δομής των εταιρειών των ονομαστικών μετόχων του στόλου της …….. (τότε διαχειρίστρια των πλοίων του Ομίλου)  και της ……..  (συμφερόντων οικογενείας ……………………..). Επί του θέματος αυτού και μετά από αίτημα της οικογενείας του εκλιπόντος . …………………… και του . ……………………(ενάγοντος) θα προβούμε στις κάτωθι ενέργειες…..  για την «…….» θα εκδοθούν 240 μετοχές επ’ ονόματι της εταιρείας που κατονόμασε ο .. .…». Δηλαδή, στην ως άνω ηλεκτρονική επιστολή, που συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος και του ενάγοντος,  αναφέρεται για την πρώτη εναγομένη ότι θα εκδοθούν στο όνομα του ενάγοντος ή στο όνομα εταιρειών συμφερόντων του, 240 μετοχές (που προφανώς αντιστοιχούν στο 48% του μετοχικού κεφαλαίου εφόσον το σύνολο των μετοχών είναι 500).  Περαιτέρω, στην από 11-2-2019 απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου επιληφθέντος  επί αντιδικίας μεταξύ της  τότε διαχειρίστριας εταιρείας “…..” και των πλοιοκτητριών εταιρειών υπό τις επωνυμίες “……..”, “……..” (πρώτη εναγομένη)  και “……..”, γίνεται παρεμπιπτόντως δεκτό ότι η συμμετοχική σχέση μεταξύ του . ……………………και του .. …………………… επί της ήδη πρώτης εναγομένης κατανέμεται σε ποσοστό 48% για τον . ……………………και σε  ποσοστό 52% για τον .. ……………………, τη δε κρίση αυτή αποδέχθηκε ο ……… (ήδη ενάγων), συμμορφούμενος με το διατακτικό της χωρίς να ασκήσει ένδικα μέσα.  Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι επί σειρά ετών (έως  και το έτος 2008)  ελάμβανε μέρισμα που  αντιστοιχούσε  στο 50 % των κερδών της πρώτης εναγομένης εταιρείας και προσκομίζει αντίστοιχες τραπεζικές καταβολές για να στηρίξει τον ισχυρισμό του περί συμμετοχής του στην εταιρεία κατά ποσοστό 50%. Ωστόσο, μετά από το έτος 2008, όλα τα  μερίσματα, που  του αποδόθηκαν  και αφορούν  στο  χρονικό διάστημα από 31-3-2009 έως και 9-9-2014, καταδεικνύουν ότι τα κέρδη της πρώτης εναγομένης κατανέμονταν και αποδίδονταν στον ενάγοντα κατά ποσοστό 48%, χωρίς ποτέ, μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, να αμφισβητήσει ο ενάγων τον ανωτέρω καταμερισμό των κερδών. Ο δεύτερος εναγόμενος, όσο ζούσε η αδελφή του και ο σύζυγός της, με τους οποίους είχε συνάψει τη σχετική συμφωνία για την προαναφερόμενη συμμετοχή της ……… στην αγορά και εκμετάλλευση του ένδικου πλοίου, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την κατανομή των κερδών έτσι ώστε αυτά να αντιστοιχούν πλήρως στο προαναφερόμενο συμφωνηθέν ποσοστό συμμετοχής και κατανομής κερδών αλλά από σεβασμό προς την αδελφή του την αντιμετώπιζε ως ίση, καθώς το μόνο που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν ο έλεγχος της διοίκησης των εταιρικών υποθέσεων από τον ίδιο, κάτι που ουδέποτε αμφισβητήθηκε όσο ζούσαν οι προαναφερόμενοι αλλά ούτε και επί εννέα έτη μετά τον θάνατο του . ……………………και για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε από τον ενάγοντα με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Τα κέρδη δε από το εν λόγω πλοίο διανέμονταν από τους λογιστές της εταιρείας πάντοτε  κατ’ εντολή του .. …………………….

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν αποδείχθηκαν βάσιμοι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ότι επί του αρχικού μετοχικού τίτλου της πρώτης εναγομένης  εταιρείας και αυτών που ακολούθως εκδόθηκαν σε αντικαταστάσεις και ακυρώσεις των προηγουμένων, το ποσοστό της συγκυριότητας αυτού του ιδίου  και του .. ……………………  ανερχόταν σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου για έκαστο. Τούτο διότι η σχέση, που κατά το εφαρμοστέο, συμπληρωματικώς ελλείψει σχετικής προβλέψεως του λιβεριανού νόμου, κοινοδίκαιο, χαρακτηρίζεται ως «tenancy in common» (κατοχή από κοινού) και συνίσταται στην κοινή και εξ αδιαιρέτου κατοχή ενός πράγματος από δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, είναι ίση μεταξύ των κοινών δικαιούχων, εφόσον δεν προκύπτει άλλως από τον νόμο ή τη συμφωνία. Στην προκειμένη δε περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ναι μεν ο πρώτος μετοχικός τίτλος της πρώτης εναγομένης ήταν ανώνυμος και ανήκε από κοινού στους συνιδρυτές αυτής (πρώτης εναγομένης), όμως, οι ανωτέρω συνιδρυτές είχαν συμφωνήσει ότι στο μετοχικό κεφάλαιο και συνακολούθως στα κέρδη της πρώτης εναγομένης συμμετείχε κατά ποσοστό 52% ο  δεύτερος εναγόμενος και κατά ποσοστό 48% η . ……………………, κατά το ποσοστό δε αυτό υπεισήλθε στη θέση της ο κληρονόμος της ενάγων. Επομένως, κατά τα ανωτέρω ποσοστά κατανέμονται και τα ιδανικά μερίδια εκάστου επί της συγκυριότητας τόσο του πρώτου όσο και των επόμενων μετοχικών τίτλων, μέχρι την προαναφερόμενη κατανομή αυτών (μετοχικών τίτλων) σε 260 ονομαστικές μετοχές, ανήκουσες στην αποκλειστική κυριότητα του  δεύτερου εναγομένου, τις οποίες αυτός μεταβίβασε στη συνέχεια στην πέμπτη, και σε 240 ανώνυμες μετοχές (εις τον κομιστή) που αντιστοιχούν στο μερίδιο συμμετοχής του ενάγοντος και συνεπώς ανήκουν στην αποκλειστική κυριότητα αυτού. Παρέπεται μετά ταύτα ότι δεν αποδεικνύεται η νομική πλημμέλεια (νόθευση της μετοχικής συνθέσεως) και το αναδυόμενο εξ αυτού του λόγου  ανυπόστατο που αποδίδει ο ενάγων α) στην από 30-6-2015 απόφαση του ΔΣ της πρώτης εναγομένης για διανομή του μετοχικού κεφαλαίου με την έκδοση δύο μετοχικών τίτλων, με αναλογία 48% (για τον ενάγοντα) και 52% για τον δεύτερο εναγόμενο, β) στην από 2.7.2015 απόφαση του ΔΣ και στην υπ΄αυτής αντικατάσταση του μετοχικού τίτλου 4 με τον μετοχικό τίτλο 6 ούτε και το ανυπόστατο αυτού καθαυτού του τίτλου 6, γ)  στην  από 2-9-2015 απόφαση της Συνέλευσης των Μετόχων της  πρώτης εναγομένης εταιρείας, που έλαβε χώρα στο Μονακό, με την οποία εκλέχθηκε νέο ΔΣ, αποτελούμενο από τους  δεύτερο, τρίτο και τέταρτο  των εναγομένων,  δ) στην από 2-9-2015 απόφαση του ανωτέρω ΔΣ (αφού αυτό δεν ήταν ανυπόστατο αλλά εκλέχθηκε νόμιμα, όπως προαναφέρεται), ε) στις από 3.5.2017 προσκλήσεις συνεδρίασης ΔΣ και Συνέλευσης Μετόχων και αποφάσεις που θα ελάμβαναν χώρα στις 30.5.2017 και σε κάθε επόμενη εταιρική πράξη που θα στηριζόταν στις προηγούμενες.

Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της  και  να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ως εκ του ότι  η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει ερήμην του τέταρτου εφεσίβλητου και κατ` αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

-Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ` ουσίαν.

-Διατάζει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα.

-Εξαφανίζει την 2057/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 26.5.2017 (ΓΑΚ …./2017, ΕΑΚ …../2017) αγωγή.

-Απορρίπτει την αγωγή.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20η Φεβρουαρίου 2020 και δημοσιεύθηκε στις 27 Μαρτίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους  όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ