Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 246/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     246/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Ι. Οι υπό κρίση α) από 4-3-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./6-3-2019 και β) από 20-3-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./21-3-2019 εφέσεις (στο εξής: Α και Β έφεση αντίστοιχα) κατά της με αριθ. 481/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την από 29-10-2016 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../29-12-2016 αγωγή και απέρριψε τις συνεκδικασθείσες από 22-2-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./24-2-2017 (η πρώτη) και  με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./24-2-2017 (η δεύτερη) προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246 Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 & 4 και 271 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 1 του άρθρου 524 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ.  Α’ 87/23-7-2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016) και οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 271 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο του ιδίου ως άνω νόμου, προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και αν την επισπεύδει ο εκκαλών, εξετάζει εάν η έφεση και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκε σ’ αυτόν (εφεσίβλητο) νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε περίπτωση δε που επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν και αυτός παρών. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις απλής ομοδικίας κατά το άρθρο 74 του ίδιου Κώδικα, κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στην δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους και ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους άλλους. Από την ως άνω ρύθμιση, με την οποία καθιερώνεται ο κανόνας της υποκειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων των ομοδίκων, προκύπτει ότι, επί απλής ομοδικίας, η δικονομική θέση καθενός των ομοδίκων είναι ανεξάρτητη έναντι των λοιπών, οι δε πράξεις και παραλείψεις αυτού ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν τους λοιπούς (Π. Γεσίου – Φαλτσή, «Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην», σ. 195 επ, Α.Π. 111/1999, ΕλλΔνη 40, 805, Α.Π. 251/1997, Νο.Β. 46, 1229). Εξάλλου, σε σχέση απλής ομοδικίας (άρθρο 74 Κ.Πολ.Δ.) τελούν μεταξύ τους, εάν εναχθούν από κοινού, ο προστηθείς που ζημίωσε παράνομα και υπαίτια τρίτο και ο προστήσας αυτόν στην υπηρεσία κατά την οποία ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της οποίας προκλήθηκε η ζημία, οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρο προς αποζημίωση του τρίτου (Α.Π. 181/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική Ερμηνεία – Νομολογία Α.Κ, υπ’ άρθρο 926, σ. 1256). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, αν κατά τη συζήτηση της έφεσης δεν εμφανισθεί ο εφεσίβλητος που τελεί σε απλή ομοδικία με τους λοιπούς εφεσίβλητους που παρίστανται και αυτός δεν έχει κλητευθεί, η συζήτηση της υπόθεσης ως προς αυτόν κηρύσσεται απαράδεκτη (Εφ.Δυτ.Μακ. 144/2017, Εφ.Πειρ. 478/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε κατά της με αριθ. 481/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά από τον ενάγοντα της κύριας αγωγής . ……………. η προαναφερόμενη Α έφεση, που στρέφεται κατά του εναγομένου της κύριας αγωγής . ……………. και από τον τελευταίο και παρεμπιπτόντως ενάγοντα στις άνω παρεμπίπτουσες αγωγές ασκήθηκε η επίσης προαναφερόμενη Β έφεση, που στρέφεται τόσο κατά του ανωτέρω ενάγοντος της κύριας αγωγής, όσο και κατά των παρεμπιπτόντως εναγομένων ……., ……… και ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας  «…….». Κατά τη συζήτηση των εφέσεων αυτών στο ακροατήριο, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ημέρα συνεδρίασης, όταν εκφωνήθηκε η κάθε έφεση με τη σειρά που ήταν γραμμένη στο οικείο πινάκιο, δεν παραστάθηκε η τρίτη εφεσίβλητη στη Β έφεση / πρώτη εναγόμενη στη δεύτερη παρεμπίπτουσα αγωγή ……….. Περαιτέρω, σχετικά με τη Β έφεση (με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/21-3-2019), από το φάκελο της υπόθεσης δεν προκύπτει επίδοση αντιγράφου αυτής με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση προς την ανωτέρω μη παρασταθείσα τρίτη εφεσίβλητη. Συνακόλουθα, ενόψει των ανωτέρω και των όσων εκτενώς αναπτύσσονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, εφόσον κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν παραστάθηκε η τρίτη εφεσίβλητη …… (πρώτη παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δεύτερη παρεμπίπτουσα αγωγή), η οποία, κατά τα εκτιθέμενα, τελεί σε σχέση απλής ομοδικίας (άρθρα 74 και 75 Κ.Πολ.Δ.) με τους παριστάμενους λοιπούς εφεσίβλητους με αυτοτελή αδικοπρακτική συμπεριφορά (ασφαλιστικό πράκτορα …….. και ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία  «……»), πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της Β έφεσης ως προς την ανωτέρω μη παριστάμενη εφεσίβλητη. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική ως προς την ανωτέρω εφεσίβλητη (Εφ.Πατρ. 216/2018, Εφ.Πατρ.45/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, ως προς τους παρασταθέντες λοιπούς εφεσίβλητους, οι ανωτέρω εφέσεις – οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής ως άνω με αριθ. 481/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά – έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύτηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2019 και εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών, που ισχύει για τις ασκούμενες από 1-1-2016 εφέσεις, όπως, εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, με το οποίο τροποποιήθηκε η παρ. 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ. και σύμφωνα με τα άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, οι ανωτέρω εφέσεις δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτών κατατέθηκε για καθεμία και το προβλεπόμενο από το νόμο παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 23-1-2017 μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016) να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την τακτική διαδικασία που εφαρμόστηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

  1. IV. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α έφεση και πρώτος εφεσίβλητος στη Β έφεση . ……………. εξέθεσε στην από 29-10-2016 και με ΓΑΚ .. και ΕΑΚ ../29-12-2016 αγωγή του, που ασκήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στρεφόταν κατά του εφεσίβλητου στην Α έφεση και εκκαλούντος στη Β έφεση . ……………., ότι στον τόπο, χρόνο και κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται με ακρίβεια στο δικόγραφο, από αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου, χειριστή και ιδιοκτήτη του με αριθμό νηολογίου Τ.Π. …….. ταχυπλόου σκάφους, τύπου «JET SKI», υπέστη τον αναφερόμενο ακρωτηριασμό στο αριστερό κάτω άκρο του. Ζήτησε, δε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής του με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 223 Κ.Πολ.Δ), τόσο στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, όσο και ποσοτικά κατά το ποσό των 12.400,00 ευρώ όσον αφορά το αιτούμενο κονδύλι δαπανών κατασκευής και συντήρησης πρόχειρου και τεχνητού μέλους, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει τα ακόλουθα ποσά α) ως αποζημίωση για παρούσα και μελλοντική θετική ζημία i) το ποσό των 577.110,00 ευρώ για δαπάνες κατασκευής, αγοράς, τοποθέτησης πρόσθετου μέλους, θεραπείας φυσικοθεραπείας, κινησιοθεραπείας και εκπαίδευσης για το χρονικό διάστημα από 15-9-2014 έως το έτος 2051, εφάπαξ καταβαλλόμενο ένεκα σπουδαίου λόγου, ii) το ποσό των 75.344,80 ευρώ για απασχόληση συγγενών ως αποκλειστικών νοσοκόμων – οικιακών βοηθών για το χρονικό διάστημα από 22-7-2014 έως το τέλος του έτους 2016, iii) το συνολικό ποσό των 336.000,00 ευρώ, καταβαλλόμενο σε μηνιαίες δόσεις των 800,00 ευρώ, για απασχόληση συγγενών του ως αποκλειστικών νοσοκόμων – οικιακών βοηθών για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 30-7-2051, iv) το ποσό των 14.637,00 ευρώ για δαπάνη προμήθειας και εγκατάστασης υδραυλικού ανελκυστήρα προσώπων, β) το ποσό των 300.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και γ) το ποσό των 300.000,00 ευρώ για πρόσθετη αποζημίωση λόγω της προκληθείσας σ’ αυτόν μόνιμης αναπηρίας που επιδρά στο μέλλον του (Α.Κ. 931), τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη.

V. Στην παρ. 2 του άρθρου 1 ν. 2496/1997, όπως αυτό ισχύει, ορίζεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του αντισυμβαλλομένου της (λήπτη της ασφάλισης) ή του τρίτου, έναντι ασφαλίστρου, α) είτε να καταβάλει παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, σε είδος, όταν επέλθει εκείνο το περιστατικό εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 περιπτώσεις α, β, γ και δ του νόμου, με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009 / 138 / ΕΚ, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση), β) είτε να εκτελέσει τις εργασίες του άρθρου 5 περιπτώσεις ε ως και θ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην  Οδηγία 2009 / 138 / ΕΚ. Στο άρθρο 4 παρ. 1 περ. ιγ ν. 4364/2016, με τον οποίο ενσωματώθηκε η προαναφερθείσα ευρωπαϊκή οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη, προβλέπεται η γενική αστική ευθύνη ως ειδικότερος κλάδος της ασφάλισης κατά ζημιών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 του ν. 2496/1997, «η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης η αξίωση του ασφαλισμένου ή λήπτη της ασφάλισης κατά του ασφαλιστή καταρχήν δεν κατευθύνεται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, αλλά πάντοτε μόνο σε ελευθέρωση τούτου από τις αξιώσεις του τρίτου (αξίωση ελευθερώσεως). Ο ασφαλισμένος έχει, αντιθέτως, αξίωση πληρωμής κατά του ασφαλιστή του, εφόσον αυτός από την πλευρά του επιτρεπτά ικανοποίησε την αξίωση του τρίτου. Στην περίπτωση αυτή η αξίωση ελευθερώσεως του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή μετουσιώνεται σε αξίωση πληρωμής. Ο ασφαλισμένος που ενάγεται με κύρια αγωγή από τον τρίτο, δύναται ασκώντας από την πλευρά του παρεμπίπτουσα αγωγή κατά του ασφαλιστή του, να αξιώσει, όπως ο τελευταίος πληρώσει τον τρίτο και ενάγοντα στη βασική αγωγή, εφόσον προηγουμένως διαπιστωθεί με τη δικαστική απόφαση το ύψος της αποζημίωσης που οφείλει ο ασφαλισμένος και υπεύθυνος στον τρίτο (π.ρ.β.λ. Α.Π. 1553/2014, Α.Π. 595/2003, Εφ.Πειρ. 624/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 4 του Ν 1596/1985, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 11 του Ν. 2170/1993, διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν και οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι οποίοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορειακή σύμβαση), αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου. Με βάση το άρθρο 21 του ίδιου νόμου, εκδόθηκε το Π.Δ. 298/1986 (δικαιώματα και υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων και κώδικας δεοντολογίας για την άσκηση του επαγγέλματος αυτών), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται: Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, παρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως. Επίσης, στο άρθρο 3 του ιδίου ως άνω ΠΔ ορίζεται ότι ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί κατά το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχειρήσεως θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (Α.Π. 430/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος της κύριας αγωγής (……………..) άσκησε ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) τις από 22-2-2017 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./24-2-2017 (η πρώτη) και  με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./24-2-2017 (η δεύτερη) ανακοινώσεις δίκης – προσεπικλήσεις και τις ενωμένες στα ίδια δικόγραφα παρεμπίπτουσες αγωγές, που στρέφονταν, η πρώτη κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας «………….» και η δεύτερη κατά των …….. και ……… ως ασφαλιστικών πρακτόρων και εκ νέου κατά της ανωτέρω παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστική εταιρίας και αφού επικαλέσθηκε ότι ασκήθηκε εναντίον του η κατά τα ανωτέρω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παρέθεσε αυτολεξεί, προσεπικάλεσε ως δικονομικούς εγγυητές του α) την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία στην πρώτη άνω παρεμπίπτουσα αγωγή να παρέμβει υπέρ του στην εκκρεμούσα ανωτέρω κυρία δίκη του με τον κυρίως ενάγοντα . ……………. και β) τους δυο πρώτους παρεμπιπτόντως εναγόμενους ασφαλιστικούς πράκτορες στη δεύτερη άνω παρεμπίπτουσα αγωγή να παρέμβουν υπέρ του στη μεταξύ του ιδίου και του κυρίως ενάγοντος ανοιγείσα κυρία δίκη, καθώς και στην ανοιγείσα παρεπόμενη δίκη  μεταξύ του ιδίου και της τρίτης παρεμπιπτόντως εναγομένης στη δεύτερη άνω παρεμπίπτουσα αγωγή άνω ασφαλιστικής εταιρίας, ζητώντας περαιτέρω να υποχρεωθούν α) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία στην πρώτη άνω παρεμπίπτουσα αγωγή να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί να καταβάλει στον ανωτέρω κυρίως ενάγοντα σε περίπτωση παραδοχής της αγωγής του, μέχρι του ανωτάτου ορίου της ασφαλιστικής κάλυψης, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταβολής του αντίστοιχου χρηματικού ποσού και β) οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι στη δεύτερη άνω παρεμπίπτουσα αγωγή να του καταβάλουν, από κοινού ή χωριστά, οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί να καταβάλει στον ανωτέρω κυρίως ενάγοντα σε περίπτωση παραδοχής της αγωγής του, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταβολής του αντίστοιχου χρηματικού ποσού. Ειδικότερα ισχυρίστηκε, κατ’ ορθή εκτίμηση των άνω δικογράφων, ότι ασκεί την πρώτη από τις άνω ανακοινώσεις δίκης – προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές σε βάρος της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας διότι η τελευταία, δυνάμει έγκυρης και δεσμευτικής σύμβασης ασφάλισης, είχε αναλάβει την κάλυψη της έναντι τρίτων αστικής του ευθύνης για υλικές ζημίες, σωματικές βλάβες και απαιτήσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που σχετίζονταν με την κίνηση και λειτουργία του άνω ταχυπλόου σκάφους του κατά το χρονικό διάστημα από 21-7-2014 έως 21-1-2015 και ότι ασκεί τη δεύτερη από τις άνω ανακοινώσεις δίκης – προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές για την περίπτωση κατά την οποία η τρίτη παρεμπιπτόντως εναγόμενη άνω ασφαλιστική εταιρία αρνηθεί την ισχύ της άνω ασφαλιστικής σύμβασης κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος (επικαλούμενη εκπρόθεσμη πληρωμή σ’ αυτήν των χρημάτων του ασφαλίστρου, τα οποία ο ίδιος είχε καταβάλει εφάπαξ τοις μετρητοίς στις 21-7-2014 στην πρώτη παρεμπιπτόντως εναγόμενη ……….., που είναι ασφαλιστική σύμβουλος και απασχολείται ως υποπράκτορας στο πρακτορείο ασφαλίσεων του δεύτερου παρεμπιπτόντως εναγόμενου ………. για να τον βοηθά να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του, προκειμένου να τα καταβάλουν αυθημερόν στην ανωτέρω ασφαλιστική εταιρία) και ακολούθως γίνει δεκτή στο σύνολό της ή εν μέρει η ανωτέρω κύρια αγωγή εναντίον του και απορριφθεί η πρώτη άνω παρεμπίπτουσα αγωγή του κατά της άνω ασφαλιστικής εταιρίας, με το σκεπτικό ότι το άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν ίσχυε κατά το χρόνο του ατυχήματος εξαιτίας της παράλειψης των δυο πρώτων παρεμπιπτόντως εναγομένων να καταθέσουν αυθημερόν τα χρήματα του ασφαλίστρου στο λογαριασμό της τρίτης παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας. Και τούτο διότι στην τελευταία αυτή περίπτωση θα δημιουργηθεί σ’ αυτόν η εύλογη αμφιβολία εάν οι δυο πρώτοι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι (οι οποίοι – όταν κατέβαλε τα χρήματα των ασφαλίστρων του σκάφους του, του παρέδωσαν το σχετικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο και τον διαβεβαίωσαν κατηγορηματικά πως από εκείνη τη στιγμή το σκάφος του ήταν ασφαλισμένο – έπραξαν ότι έπρεπε να πράξουν ή εάν, με την παράλειψή τους στη συνέχεια να καταθέσουν αυθημερόν τα χρήματα του ασφαλίστρου στο λογαριασμό της τρίτης παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας και να τον ενημερώσουν ότι μέχρι τότε το σκάφος του παρέμενε ανασφάλιστο, προκάλεσαν ζημία σ’ αυτόν παράνομα και υπαίτια, αφήνοντας εν γνώσει τους ανασφάλιστο το άνω σκάφος του κατά το χρόνο του ατυχήματος, ενώ του είχαν προηγουμένως δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι αυτό ήταν ασφαλισμένο, έχοντες στην τελευταία αυτή περίπτωση προστήσασα στην άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους την εργοδότριά τους τρίτη παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, η οποία, κατά συνέπεια, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτούς απέναντί του για τις ζημιές και την ηθική βλάβη που του προκλήθηκε από την αδικοπραξία τους, καθόσον, παρότι ο ίδιος τους κατέβαλε μια ημέρα πριν το ατύχημα εφάπαξ σε μετρητά τα χρήματα του ασφαλίστρου για να τα δώσουν στην τρίτη παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, η τελευταία, ένεκα της καθυστερημένης καταβολής σ’ αυτήν από μέρους τους των χρημάτων του ασφαλίστρου, απαλλάσσεται των ασφαλιστικών της υποχρεώσεων για το επίδικο ατύχημα και ο ίδιος υποχρεούται να καταβάλει με δικά του χρήματα στον κυρίως ενάγοντα οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης του επιδικάσει το Δικαστήριο της κυρίας αγωγής. Το ανωτέρω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε τις ανωτέρω κύρια αγωγή και ανακοινώσεις δίκης – προσεπικλήσεις σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσες αγωγές, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και εξέδωσε σχετικά τη με αριθ. 4590/2017 απόφασή του, με την οποία κήρυξε εαυτό λειτουργικά αναρμόδιο για τη συνεκδίκαση των ως άνω υποθέσεων και παρέπεμψε αυτές προς συνεκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου  Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ακολούθως, το τελευταίο εξέδωσε επί των άνω υποθέσεων, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, τη με αριθ. 481/2019 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού συνεκδίκασε τις άνω υποθέσεις, απέρριψε ως απαράδεκτη τη δεύτερη άνω προσεπίκληση / παρεμπίπτουσα αγωγή, έκρινε ορισμένες και νόμιμες την κύρια αγωγή και την πρώτη άνω παρεμπίπτουσα αγωγή και ακολούθως, δέχθηκε κατά ένα μέρος και κατ’ ουσία την κυρία αγωγή και – δεχόμενη προσδόκιμο χρόνο ζωής του κυρίως ενάγοντος, ηλικίας 50 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, τα 80 έτη και ποσοστό 20% συνυπαιτιότητάς του στην επέλευση του ατυχήματος και του τραυματισμού του – αναγνώρισε ότι ο  εναγόμενος υποχρεούται να  του καταβάλει i) ως εφάπαξ αποζημίωση για δαπάνες θεραπείας, φυσικοθεραπείας και κινησιοθεραπείας (συμπεριλαμβανομένων των δαπανών αγοράς και αντικατάστασης τεχνητών μελών) κατά το χρονικό διάστημα από 25-8-2014 έως Αύγουστο 2044, το συνολικό ποσό των 256.228,00 ευρώ, ii) ως αποζημίωση για δαπάνες αποκλειστικής νοσοκόμου και υποκατάστατης δύναμης (οικιακής βοηθού) κατά το χρονικό διάστημα από 23-7-2014 έως 15-9-2029, το συνολικό ποσό των 83.434,19 ευρώ, εκ του οποίου καταβλητέο εφάπαξ το επιμέρους ποσό των 10.474,19 ευρώ και το υπόλοιπο ποσό 72.960,00 ευρώ καταβλητέο σε μηνιαίες δόσεις, ποσού 480,00 ευρώ εκάστης, iii) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 50.000,00 ευρώ και iv) ως πρόσθετη αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ το ποσό των 30.000,00 ευρώ, ήτοι αναγνώρισε ότι ο κυρίως εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα συνολικά, εφάπαξ μεν το ποσό των (256.228,00 + 10.474,19 + 50.000,00 + 30.000,00) 346.702,19 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και επιπλέον το ποσό των 72.960,00 ευρώ σε μηνιαίες δόσεις, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από τότε που κάθε μηνιαία δόση θα καθίσταται ληξιπρόθεσμη. Παράλληλα, με την ίδια απόφασή του, το άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την πρώτη άνω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, καταδίκασε τον εναγόμενο της κύριας αγωγής στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των 3.200,00 ευρώ, ενώ συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων όσον αφορά τις συνεκδικασθείσες προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές. Κατά της άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται, τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος της κύριας αγωγής και παρεμπιπτόντως ενάγων στις άνω προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές, για τους περιεχόμενους στις εφέσεις τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε ακολούθως, κατά μεν τον κυρίως ενάγοντα, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του, κατά δε τον κυρίως εναγόμενο – προσεπικαλούντα – παρεμπιπτόντως ενάγοντα, σε περίπτωση που γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει η κυρία αγωγή σε βάρος του, να γίνει δεκτή και η πρώτη άνω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του στο σύνολό της, άλλως να γίνει δεκτή η δεύτερη άνω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του στο σύνολό της.

  1. VI. Σημειώνεται από τούδε όσον αφορά τον τέταρτο λόγο της έφεσης του εκκαλούντος στη Β’ έφεση (κυρίως εναγομένου), κατά τον οποίο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε η δεύτερη άνω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του ως απαράδεκτη, με το σκεπτικό ότι είναι υπό αίρεση, καθώς και αόριστη ως προς την ιστορική και νομική βάση της, ότι ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, αφού η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει και τη μη προσβαλλόμενη επάλληλη αιτιολογία ότι «Κατά περαιτέρω πλεοναστική και επάλληλη σκέψη, απαραδέκτως ασκείται η υπό κρίση προσεπίκληση και για το λόγο ότι επί της ήδη ασκηθείσης υπό στοιχείο Β) προσεπίκλησης μετά της σωρευθείσης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης που άσκησε ο εναγόμενος κατά της καθ’ ης η προσεπίκληση ανωτέρω ασφαλιστικής εταιρείας, παραδεκτά και νόμιμα μπορεί να ασκηθεί νέα προσεπίκληση από την τελευταία κατά του τυχόν δικού της δικονομικού εγγυητή (εφόσον σωρευθεί σ’ αυτήν και σχετική αγωγή αποζημίωσης – βλ Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, υπό άρθρο 86 παράγραφο 3, όπου και παραπομπή σε Κ. Μπέη, Δ. 1974, 777) για την περίπτωση δικής της ήττας. Απορριπτομένης δε ως απαραδέκτως ασκηθείσης της υπό κρίση προσεπίκλησης, απορριπτέα ως απαράδεκτη τυγχάνει και η, αυτοτελώς θεωρούμενη πλέον, παρεμπίπτουσα αγωγή, που σωρεύθηκε με αυτήν (την προσεπίκληση) καθότι ελλείψει της προσεπίκλησης, η παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να στρέφεται μόνο κατά του διαδίκου της κύριας δίκης», η οποία (μη προσβαλλόμενη επάλληλη αιτιολογία) συνεχίζει να στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης και αρκεί για την απόρριψη ως απαράδεκτης της δεύτερης άνω προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής (βλ. σχετ. Ολ.Α.Π. 25/2003, Ολ.Α.Π. 25/1994, Α.Π. 279/2019, Α.Π. 40/2018, Α.Π. 439/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, παρ. 542, σ. 231). Σε κάθε περίπτωση, ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, καθόσον, με το προαναφερθέν περιεχόμενο και αίτημα η δεύτερη άνω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή είναι απαράδεκτη Α) λόγω αοριστίας της ως προς το νόμιμο λόγο ευθύνης των προσεπικαλουμένων – παρεμπιπτόντως εναγομένων, αφού γι’ αυτούς ο παρεμπιπτόντως ενάγων ισχυρίζεται ότι απλώς θα του γεννηθεί εύλογη αμφιβολία περί του εάν αυτοί έπραξαν ότι έπρεπε να πράξουν και εάν η εξ αυτών ασφαλιστική εταιρία υπήρξε προστήσασα σε αδικοπραξία από μέρους τους και μάλιστα μόνο στην περίπτωση που θα απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η πρώτη άνω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του κατά της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας με το σκεπτικό ότι δεν υφίσταται έγκυρη σύμβαση ασφάλισης και Β) λόγω ανεπίτρεπτης άσκησής της κατά των δυο πρώτων παρεμπιπτόντως εναγομένων υπό την αίρεση της απόρριψης της πρώτης προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής του κατά της άνω παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας (απαγορευμένη επικουρική εναγωγή – Α.Π. 594/2018, 605/2013, 670/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 219, αριθ. 1, σ. 470), όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με παρόμοιες αιτιολογίες.

VII. Κατά την διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. «η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται, όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες, είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη αυτή προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης, που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ. (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό, οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 Α.Κ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από την διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα με αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμορφώσεώς του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά την διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. αξίωσης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (Α.Π. 1207/2017, Α.Π. 509/2012, Εφ.Δωδ. 90/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής της διατάξεως του άρθρου 931 του Α.Κ. δεν έχουν εφαρμογή τα ισχύοντα επί της αξιώσεως αποζημιώσεως του άρθρου 929 του ίδιου Κώδικα, όπου για τον καθορισμό αυτής προσδιορίζεται κατ’ αρχήν το ύψος της θετικής και αποθετικής ζημίας του παθόντος βλάβη του σώματος ή της υγείας του και το ποσοστό αυτής μειώνεται κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του τελευταίου, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η χρηματική παροχή της πρώτης διατάξεως δεν αποτελεί αποζημίωση, δεν συνδέεται δηλ. με συγκεκριμένη μελλοντική περιουσιακή ζημία, αλλά δίδεται για το γεγονός και μόνο της αναπηρίας ή παραμορφώσεως και προσδιορίζεται κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου με βάση τους προεκτεθέντες λόγους. Εξυπακούεται ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις μπορούν να ασκηθούν είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη μιας των λοιπών (Ολ.Α.Π. 18/2008, Α.Π. 1428/2018, Α.Π. 361/2016, Α.Π.  525/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 928 και 929 του Α.Κ., συνάγεται, ότι, σε περίπτωση παράνομης και υπαίτιας βλάβης του σώματος ή της υγείας – προσώπου, η αποζημίωση, εκτός από την θετική ζημία, δηλαδή τη μείωση της περιουσίας, περιλαμβάνει και την αποθετική τοιαύτη (διαφυγόν κέρδος). Την έννοια του διαφυγόντος κέρδους, η οποία αποτελεί έννοια νομική και όρο εφαρμογής του άρθρου 298 Α.Κ, παρέχει η διάταξη αυτή κατά την οποία ως «(ως τοιούτο) λογίζεται το κέρδος εκείνο, που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι το διαφυγόν κέρδος αποτελεί ζημία, η οποία θα επέλθει στο μέλλον και κατ’ ανάγκη συνδέεται με την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν εμφανίζει την βεβαιότητα της θετικής ζημίας. Για την απόδειξή της, που είναι δύσκολη για τον ζημιωθέντα συγκριτικά με την θετική ζημία, ο νόμος αρκείται σε απλή πιθανολόγηση. Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ Α.Κ. έχει ουσιαστικό μεν χαρακτήρα, εφόσον καθορίζει τα στοιχεία της αξιώσεως αποζημιώσεως, και δικονομικό χαρακτήρα, εφόσον επιτρέπει στο Δικαστή να αρκεσθεί σε απλή πιθανολόγηση (Α.Π. 736/2019, Α.Π. 1410/2018, Α.Π. 325/2016, Α.Π. 601/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, η μελλοντική περιουσιακή ζημία, την οποία υφίσταται ο παθών, δεν είναι μόνο αποθετική ή διαφυγόν κέρδος για το λόγο ότι συνεπεία της ανικανότητάς του για εργασία δεν έχει πλέον ή έχει μόνο περιορισμένα εισοδήματα. Μπορεί να είναι και μελλοντική θετική ζημία. Η μελλοντική ζημία αποκαθίσταται, εφόσον η επέλευσή της είναι βέβαιη και η έκτασή της μπορεί από τώρα να προσδιορισθεί, όχι όμως όταν είναι ενδεχόμενη και υποθετική (Α.Π. 736/2019, Α.Π. 601/2010, Εφ.Πατρ. 284/2019, Εφ.Αθ. 501/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Την επιδίκαση της σχετικής δαπάνης ο παθών μπορεί να ζητήσει και πριν από την πραγματοποίησή της, ήδη αμέσως μετά την προσβολή του σώματος ή της υγείας του (Εφ.Πειρ. 746/2015, Εφ.Πειρ. 155/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και επιδικάζεται εντόκως από την επίδοση της αγωγής (Εφ.Πειρ. 746/2015, Εφ.Πειρ. 155/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ η αξίωση του (παθόντος) για την κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ. αποκατάσταση της μέλλουσας ζημίας είναι απεριόριστη για όσο χρόνο διαρκεί η ανικανότητά του (Α.Π. 1526/1998, Ε.Ε.Ν. 2000, 199, Α.Π. 833/1992, ΕλλΔνη 1994, 112, Εφ.Αθ. 501/2018, Εφ.Δωδ. 184/2017, Εφ.Πειρ. 746/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 930 παρ. 1 Α.Κ, η αποζημίωση των δύο προηγούμενων άρθρων, που αναφέρεται στο μέλλον, καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα. Όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος η αποζημίωση μπορεί να επιδικασθεί σε κεφάλαιο εφάπαξ. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, σπουδαίος λόγος για την επιδίκαση της αποζημιώσεως, κατ’ εξαίρεση, σε κεφάλαιο εφάπαξ θεωρείται ότι υπάρχει, όταν συγκεντρωμένη η αποζημίωση μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του δικαιούχου της αποζημιώσεως ή όταν υπάρχουν δυσμενείς προσωπικοί ή οικονομικοί λόγοι στην πλευρά του υπόχρεου της αποζημιώσεως (Α.Π. 736/2019, Α.Π. 80/2018, Α.Π. 853/2017, Α.Π. 481/2016, Α.Π. 1907/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ως κεφάλαιο εφάπαξ, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, νοείται το σύνολο των μελλοντικών δόσεων που δεν υπόκειται σε μείωση για οποιοδήποτε λόγο. Η μελλοντική δε, ως ανωτέρω, ζημία, αποκαθίσταται εφ’ όσον η επέλευσή της είναι βέβαιη και η έκτασή της μπορεί από τώρα να προσδιορισθεί, όχι όμως όταν είναι ενδεχόμενη και υποθετική (Α.Π. 736/2019, Α.Π. 853/2017, Α.Π. 601/2010, Εφ.Πατρ. 284/2019, Εφ.Αθ. 501/2018, Τ.ΝΠ. ΝΟΜΟΣ). Είναι πρόδηλο ότι η κατά την  Α.Κ. 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την Α.Κ. 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία, και β) από την κατ’ άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι ακόμη αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (Ολ.Α.Π. 18/2008, Δ.Ε.Ν. 2008, 1329, Α.Π. 1051/2011, Α.Π. 1710/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για τη θεμελίωση της αυτοτελούς αυτής αξίωσης απαιτείται να συντρέχουν, πέρα από εκείνα που απαιτούνται για τη θεμελίωση αξιώσεως από τις Α.Κ 929 και 932, και εκείνα που συνθέτουν την έννοια της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης και η δυσμενής επίδραση αυτών στο μέλλον του παθόντος. Δηλαδή, να συντρέξουν περιστατικά από τα οποία να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι εξαιτίας των οποίων επέρχονται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του (Α.Π. 553/2019, Α.Π. 80/2018, Α.Π. 91/2017, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Τέλος, όταν στη ζημία από αδικοπραξία, προκύπτει και κάποια ωφέλεια που τελεί σε αιτιώδη προς αυτήν σύνδεσμο, πραγματική ζημία είναι ότι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφελείας. Από την γενική αυτή αρχή του συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας εισάγει εξαίρεση η διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 Α.Κ, κατά την οποία η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται από τον λόγο, ότι κάποιος άλλος έχει υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε, υπό την έννοια ότι αυτός δικαιούται ν’ απαιτήσει αθροιστικώς και τις δύο παροχές, δηλαδή την αποζημίωση και την οφειλόμενη από τον τρίτο παροχή (ωφέλεια), ακόμη και όταν αυτές έχουν ως αιτία το αυτό επιζήμιο γεγονός. Άλλος, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, δύναται να είναι οποιοσδήποτε τρίτος, ως λ.χ. το Δημόσιο, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί (εκτός του Ι.Κ.Α.), οι Ασφαλιστικές Εταιρίες, οι συγγενείς, ο εργοδότης, ακόμη και ο ίδιος ο ζημιώσας (Α.Π. 1635/2018, Α.Π. 152/2017, Α.Π. 1488/2014, Α.Π. 116/2010, Α.Π. 1213/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

VIII. Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 529 παρ. 1α΄Κ.Πολ.Δ.) για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), μεταξύ των οποίων τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας επί της ίδιας υπόθεσης (Α.Π. 64/2019, Εφ.Πειρ. 7/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ, 448 παρ. 2, 449 και 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), οι υπ’ αριθ. …/3-4-2017, …./3-4-2017 και …./3-4-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……….., τις οποίες προσκομίζει με επίκληση ο κυρίως ενάγων, οι οποίες δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και λήφθηκαν κατ’ άρθρο 422 Κ.Πολ.Δ. μετά από νομότυπη κλήτευση του κυρίως εναγομένου προ δυο τουλάχιστον εργασίμων ημερών από τη λήψη αυτών (βλ. την υπ’ αριθ. …/29-3-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..), η υπ’ αριθ. …/3-4-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος …….., την οποία προσκομίζει με επίκληση ο παρεμπιπτόντως ενάγων, η οποία δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και λήφθηκε κατ’ άρθρο 422 Κ.Πολ.Δ. μετά από νομότυπη κλήτευση των παρεμπιπτόντως εναγομένων στη δεύτερη παρεμπίπτουσα αγωγή προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών από τη λήψη αυτής (βλ. τις υπ’ αριθ. …/24-3-2017, …./29-3-2017 και ../29-3-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …..) και η υπ’ αριθ. …../6-4-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……….., που προσκομίζει με επίκληση η παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, η οποία δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού και λήφθηκε κατ’ άρθρο 422 Κ.Πολ.Δ. μετά από νομότυπη κλήτευση του παρεμπιπτόντως ενάγοντος και των πρώτης και δεύτερου των παρεμπιπτόντως εναγομένων στη δεύτερη παρεμπίπτουσα αγωγή προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών από τη λήψη αυτής (βλ. τις υπ’ αριθ. …./3-4-2017, …./3-4-2017 και …/3-4-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …………..) [χωρίς να λαμβάνονται παντάπασιν υπόψη α) οι προσκομιζόμενες από τον κυρίως εναγόμενο – παρεμπιπτόντως ενάγοντα από 25-4-2017 και από 24-4-2017 υπεύθυνες δηλώσεις των …….. και ………. αντίστοιχα, διότι αφενός μεν δεν τις επικαλείται στις προτάσεις του και αφετέρου αποτελούν μαρτυρίες τρίτων που δόθηκαν χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των διατάξεων του Κ.Πολ.Δ. με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη και συνεπώς αποτελούν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο που δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 6/2019, Α.Π. 297/2019, Α.Π. 524/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και β) η υπ’ αριθ. …../6-4-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ιλίου, η οποία προσκομίστηκε πρωτόδικα με επίκληση από την πρώτη παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δεύτερη παρεμπίπτουσα αγωγή και ήδη τρίτη εφεσίβλητη στη Β έφεση (ως προς την οποία η παρούσα συζήτηση κηρύχθηκε απαράδεκτη, κατά τα προαναφερθέντα), καθώς δεν προσκομίστηκε με επίκληση από κάποιο διάδικο και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο], από τις επιμέρους ομολογίες οι οποίες συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ.) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν κατά τη κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Tην 22η-7-2014 και περί ώρα 19:30′, ο κυρίως εναγόμενος . ……………., ετών 43, φανοποιός αυτοκινήτων, οδηγώντας το ταχύπλοο σκάφος, τύπου jet ski, με την ονομασία «Κ.», αριθμού νηολογίου Πειραιά .……, 250 ίππων, κυριότητας του ιδίου, κινείτο στη θαλάσσια περιοχή του Ασπροπύργου, έμπροσθεν της ταβέρνας «…….» και των αποθηκών της «……». Ενδιάμεσα αυτών βρισκόταν μια γλίστρα σκαφών, όπου είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό του (τύπου τζιπ), με βυθισμένο στη θάλασσα το ρυμουλκούμενο τρέιλερ αυτοκινήτου, με το οποίο νωρίτερα είχε μεταφέρει και ρίξει στο νερό το άνω jet ski, με τη βοήθεια του φίλου του κυρίως ενάγοντος . …………….., ετών 50, εμπόρου αυτοκινήτων. Ο ανωτέρω εναγόμενος, ο οποίος είχε 14ετή εμπειρία ως χειριστής jet ski, έχοντας ολοκληρώσει στην περιοχή 30λεπτο θαλάσσιο περίπατο, κατά τη διάρκεια του οποίου προέβη και σε κάποιες ρυθμίσεις στη μηχανή του σκάφους του, το κατηύθυνε προς την άνω γλίστρα σκαφών για να το ανεβάσει στο τρέιλερ του αυτοκινήτου του, προκειμένου στη συνέχεια να το βγάλει από τη θάλασσα. Όμως, ενώ πλησίαζε την άνω γλίστρα – όπου στέκονταν ο κυρίως ενάγων και ο ανήλικος υιός του, ο πρώτος δεξιά και ο δεύτερος αριστερά του τρέιλερ του αυτοκινήτου του – καίτοι όφειλε να προβεί σε σταδιακή μείωση ταχύτητας του jet ski και σε ευθυγράμμισή του με το τρέιλερ, όχι μόνο δεν μείωσε την ταχύτητά του, αλλά αδικαιολόγητα, ενώ ήταν σε πορεία ευθυγράμμισης του σκάφους του με το τρέιλερ, ανέπτυξε ξαφνικά ταχύτητα, πατώντας το γκάζι για μεγαλύτερη επιτάχυνση και ταυτόχρονα επιχείρησε ελιγμό προς τα αριστερά και στη συνέχεια προς τα δεξιά, ξαναπατώντας το γκάζι. Αποτέλεσμα των απερίσκεπτων και επικίνδυνων αυτών ενεργειών του (οι οποίες πάντως δεν προέκυψε ότι σχετίζονται με ρυθμίσεις και δομικές που ο ίδιος έκανε ταυτόχρονα στη μηχανή του σκάφους του, πραγματοποιώντας μη συμφωνημένη χρήση του, όπως η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία αβάσιμα ισχυρίζεται) ήταν να χάσει τον έλεγχο του jet ski. Έτσι, το τελευταίο, έχοντας ασυγκράτητη ώθηση προς τη γλίστρα, προσέκρουσε με το εμπρόσθιο μέρος της καρίνας του στο οπίσθιο δεξιό φτερό του τροχού του τρέιλερ, ενώ ο ίδιος μόλις που πρόλαβε να φωνάξει στο γιο του και στον κυρίως ενάγοντα να απομακρυνθούν. Ακολούθως το jet ski,  αφού πέρασε πάνω από το άνω φτερό του τροχού του τρέιλερ, εξετράπη διαγωνίως προς τα δεξιά και έπληξε, με το εμπρόσθιο τμήμα της καρίνας του, σε ύψος λίγο κάτω από το γόνατο, το αριστερό πόδι του κυρίως ενάγοντος, ενώ αυτός στεκόταν όρθιος και μιλούσε στο κινητό του τηλέφωνο, με τα πόδια του λίγο μέσα στο νερό, πλησίον του οπίσθιου δεξιού φτερού του αυτοκινήτου του κυρίως εναγομένου, χωρίς να έχει, από το σημείο όπου βρισκόταν, τα αναγκαία χρονικά περιθώρια για να πραγματοποιήσει αποτελεσματική κίνηση αποφυγής του jet ski, όταν το τελευταίο, από εγγύτατη απόσταση, άλλαξε κατεύθυνση και κινήθηκε ταχύτατα κατά πάνω του. Στη συνέχεια το jet ski συνέχισε την πορεία του στη στεριά και ακινητοποιήθηκε αφού προσέκρουσε σε ένα τσιμεντένιο τοίχο που βρίσκεται στη δεξιά άκρη της γλίστρας και αρχίζει ένα περίπου μέτρο από τη θάλασσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, συνεπεία του άνω πλήγματος που δέχθηκε, ο κυρίως ενάγων υπέστη σοβαρό τραυματισμό αριστερού κάτω άκρου κάτωθεν γόνατος, διακομισθείς άμεσα, πρώτα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας και στη συνέχεια στα επείγοντα αγγειοχειρουργικά ιατρεία του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «Κ.Α.Τ.», όπου και υποβλήθηκε σε ακρωτηριασμό του αριστερού σκέλους άνωθεν του γόνατος, καθώς, λόγω του εκρηκτικού κατάγματος της διατομής του νευραγγειακού δεματιού και της διατομής όλων των μυϊκών ομάδων των διαμερισμάτων της κνήμης, το τραυματισθέν μέλος κρίθηκε μη βιώσιμο (βλ. τη με αριθ. πρωτ. ……./6-8-2014 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού του αγγειοχειρουργικού τμήματος …………). Yπό τα περιστατικά αυτά το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι το επίδικο ατύχημα και ο συνεπεία αυτού σοβαρός τραυματισμός του κυρίως ενάγοντος οφείλονται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του κυρίως εναγομένου, ο οποίος δεν οδηγούσε το ταχύπλοο σκάφος του, τύπου jet ski, με μεγάλη προσοχή και αποφεύγοντας τους επικίνδυνους ελιγμούς και μάλιστα, ενώ προσέγγιζε το ευρισκόμενο σε γλίστρα σκαφών τρέιλερ φόρτωσης, ανέπτυξε ξαφνικά ταχύτητα πατώντας το γκάζι για επιτάχυνση και ταυτόχρονα επιχείρησε ελιγμό προς τα αριστερά και στη συνέχεια προς τα δεξιά, ξαναπατώντας το γκάζι, αναπτύσσοντας έτσι και αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 παρ. 1δ και 3 γ της Υ.Α. 3131/1-3-1999, Φ.Ε.Κ. Β’ 444/26-4-1999 [Γενικός Κανονισμός Λιμένα (αριθ. 20) για ταχύπλοα (ταχυκίνητα) σκάφη και λοιπά θαλάσσια μέσα αναψυχής] και αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να χάσει τον έλεγχο του σκάφους του πλησίον της ακτής, να προσκρούσει αυτό στο δεξί φτερό του τροχού του βυθισμένου τρέιλερ και να εκτραπεί απρόσμενα προς το άνω σημείο όπου στεκόταν ο κυρίως ενάγων, με τα ανωτέρω αποτελέσματα. Από την άλλη, αμέλεια εκ μέρους του κυρίως ενάγοντος, που να βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος και του τραυματισμού του, δεν αποδείχθηκε, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο κυρίως εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, δεδομένου ότι ο ενάγων στεκόταν σε αντικειμενικά ασφαλές σημείο στην ακροθαλασσιά, με τα πόδια του λίγο μέσα στο νερό, δεν όφειλε ούτε και μπορούσε να προβλέψει την ξαφνική επιτάχυνση και την αναπάντεχη και από τόσο κοντινή απόσταση αλλαγή πορείας του jet ski προς αυτόν, την οποία, όταν έγινε αντιληπτή, δεν είχε πλέον ο ίδιος τα χρονικά περιθώρια να αποφύγει με κατάλληλη αποφευκτική κίνηση. Η άνω κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται ιδίως α) στο ότι κανείς από τους ενόρκως βεβαιώσαντες μάρτυρες των διαδίκων δεν επικαλέστηκε αμελή συμπεριφορά του κυρίως ενάγοντος, η οποία να συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος και του τραυματισμού του, την οποία ούτε ο χειριστής του jet ski κυρίως εναγόμενος επικαλέστηκε κατά την ένορκη εξέτασή του ενώπιον των αρμοδίων προανακριτικών υπαλλήλων του Κ.Λ. Ελευσίνας, β) στο ότι, κατά την περιγραφή του ατυχήματος στη δήλωσή του προς την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, ο κυρίως ενάγων παραδέχθηκε ότι βγαίνοντας προς την ακτή επιχείρησε διαδοχικά αριστερή και δεξιά στροφή πατώντας γκάζι και ότι το jet ski συνέχισε την πορεία του προς τα έξω διατηρώντας την ταχύτητά του, γ) στο ότι το jet ski σταμάτησε την ανεξέλεγκτη πορεία του στη στεριά, αφού προσέκρουσε σε τοίχο και αφού προηγουμένως έπληξε τον κυρίως ενάγοντα ενώ στεκόταν σε αντικειμενικά ασφαλές σημείο στην ακροθαλασσιά και δ) στο ότι η άνω πορεία που ακολούθησε το jet ski μετά την πρόσκρουσή του στο δεξί φτερό του τροχού του τρέιλερ και το σημείο που κατέληξε, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταδεικνύουν ανεξέλεγκτη, απρόβλεπτη και ταχεία κίνηση αυτού. Σε άλλη κρίση όσον αφορά την υπαιτιότητα στην πρόκληση του ατυχήματος και του τραυματισμού του κυρίως ενάγοντος δεν δύναται να οδηγήσει η χρήση από μέρους του τελευταίου, κατά το χρόνο του ατυχήματος, του κινητού τηλεφώνου του, καθώς δεν προέκυψε ότι αυτή συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα και τον τραυματισμό του, ενόψει του ότι η επικινδυνότητα της πορείας του jet ski έγινε αντιληπτή από τον κυρίως ενάγοντα ελάχιστο χρόνο προτού αυτό προσκρούσει στο δεξιό φτερό του τροχού του βυθισμένου τρέιλερ, με συνέπεια να μην έχει ο τελευταίος τα χρονικά περιθώρια για αποτελεσματική αποφευκτική κίνηση. Περαιτέρω, κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός του κυρίως εναγομένου ότι η αιτία της ανεξέλεγκτης πορείας του jet ski ήταν τυχερό γεγονός και δη η αναρρόφηση στο χώρο εισαγωγής νερού του συστήματος υδροπρόωσης αυτού ενός υφασμάτινου τεμαχίου μεγάλου πάχους, με αποτέλεσμα τη φραγή της εισαγωγής νερού στο σύστημα και την αδυναμία επαρκούς προώθησης για τη λειτουργία και πηδαλιουχία του, αφού ο ισχυρισμός αυτός δεν τεκμηριώνεται πειστικά από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, εξ αυτών που εισέφερε στη δίκη (ο κυρίως εναγόμενος), ο οποίος φέρει και το δικονομικό βάρος απόδειξής του. Και στην περίπτωση όμως που ευσταθούσε ο ισχυρισμός του αυτός περί αδυναμίας λειτουργίας της μηχανής και πηδαλιουχίας του jet ski, το τελευταίο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα έπλεε στα όρια της αδράνειας κατά το χρόνο που προσέκρουσε στο φτερό του βυθισμένου στο νερό δεξιού τροχού του τρέιλερ και δεν θα ήταν λογικά αναμενόμενο μετά την άνω πρόσκρουση να εκτιναχθεί με δύναμη διαγωνίως δεξιά στην ακροθαλασσιά, να χτυπήσει τον κυρίως ενάγοντα και να ακινητοποιηθεί ακολούθως μόνο στον τσιμεντένιο τοίχο της γλίστρας. Για την ταυτότητα του λόγου κρίνεται αβάσιμος και ο περαιτέρω ισχυρισμός του κυρίως εναγομένου ότι, μόλις απώλεσε τον έλεγχο και πολύ πριν πλησιάσει το τρέιλερ, τράβηξε το κορδόνι ασφαλείας που σβήνει τη μηχανή του jet ski. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι συνυπαίτιοι του επιδίκου ατυχήματος και του εντεύθεν προκληθέντος σοβαρού τραυματισμού του κυρίως ενάγοντος ήταν τόσο ο χειριστής του jet ski κατά ποσοστό 80%, όσο και ο ίδιος ο παθών κατά ποσοστό 20% (για το λόγο ότι ο τελευταίος, από έλλειψη μέριμνας και προσοχής, λόγω της χρήσης του κινητού του τηλεφώνου, αντιλήφθηκε καθυστερημένα την επικινδυνότητα της πορείας του jet ski προς αυτόν, παρότι τον προειδοποίησε έγκαιρα φωνάζοντάς του ο χειριστής του jet ski, που δεν έπλεε με μεγάλη ταχύτητα), αντί να κρίνει ότι αποκλειστικά υπαίτιος ήταν ο άνω χειριστής, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο πρώτο λόγο της ως άνω υπό στοιχείο Α’ έφεσης, ενώ ο σχετικός λόγος της ως άνω υπό στοιχείο Β’ έφεσης (πρώτος), με τον οποίο ο κυρίως εναγόμενος ισχυρίζεται ότι κυρίως ενάγων ήταν συνυπαίτιος του τραυματισμού του κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 50%, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κυρίως ενάγων, αμέσως μετά τον άνω ακρωτηριασμό στον οποίον υποβλήθηκε στο αριστερό του σκέλος, μεταφέρθηκε για μετεγχειρητική νοσηλεία και παρακολούθηση στην Αγγειοχειρουργική κλινική του νοσοκομείου «ΚΑΤ», απ’ όπου εξήλθε στις 4-8-2014, μεταφερόμενος με αναπηρικό αμαξίδιο, με οδηγίες για λήψη φαρμακευτικής αντιθρομβωτικής αγωγής, αλλαγές του χειρουργικού τραύματος ανά διήμερο, κοπή των ραμμάτων μετά από τρεις εβδομάδες, φυσικοθεραπεία και σύσταση για μετακίνηση αρχικά με αναπηρικό αμαξίδιο και στη συνέχεια για βάδιση με βακτηρίες (βλ. το από 4-8-2014 ενημερωτικό σημείωμα εξόδου του επίκουρου επιμελητή του αγγειοχειρουργικού τμήματος του νοσοκομείου Κ.Α.Τ. ……….). Στις 25-8-2014, κατόπιν επανεξέτασής του στο Κ.Α.Τ, τοποθετήθηκε για πρώτη φορά στο άκρο του ακρωτηριασμένου μέλους του ειδική κάλτσα συμπίεσης από σιλικόνη, προκειμένου να υποχωρήσει το μετεγχειρητικό οίδημα και να λάβει το άκρο αυτό (κολόβωμα) στρογγυλή μορφή και στη συνέχεια να καταστεί δυνατή η εφαρμογή τεχνητού μέλους. Στη συνεχεία, ενώ νοσηλευόταν μετεγχειρητικά στην οικία του, ο κυρίως ενάγων επιμελήθηκε της διαδικασίας μερικής τουλάχιστον τεχνητής αποκατάστασης του αριστερού κάτω άκρου του, αναθέτοντας στην εταιρία με την επωνυμία «…………..», η οποία εξειδικεύεται στην προσθετική και ορθωτική αποκατάσταση, την κατασκευή ενός πρώτου τεχνητού μέλους, για το οποίο χρησιμοποιήθηκαν κάλτσα σιλικόνης, υδραυλική άρθρωση γόνατος θήκης carbon, άξονας τιτανίου και πέλμα υπερδυναμικό. Το προσωρινό αυτό τεχνητό μέλος εφαρμόστηκε σ’ αυτόν για πρώτη φορά στις 15-9-2014 και το έφερε επί οκτώ εβδομάδες, μέχρι το κολόβωμα να διαμορφωθεί στην τελική του μορφή, ώστε να τοποθετηθεί σωστά σ’ αυτό το μόνιμο τεχνητό σκέλος και ενώ η βάδιση είχε βελτιωθεί. Σύμφωνα δε με τη λεπτομερή από 7-4-2017 έκθεση αποκατάστασης της εταιρίας …………….» – που υπογράφεται από τον εκπρόσωπό της ………. και κρίνεται πλέον αξιόπιστη της προηγηθείσας από 27-5-2015 έκθεσης αποκατάστασης του ιδίου – το κόστος μεν του προσωρινού μέλους ανήλθε στο ποσό των 9.500,00 ευρώ, το συνολικό δε κόστος αποκατάστασης του μόνιμου μέλους, που περιλαμβάνει την αγορά τεχνητού μέλους (μηριαία πρόθεση τύπου Μοdular, θήκη μηρού από προπυλένιο και ίνες άνθρακα, κάλτσα σιλικόνης, ηλεκτρονικό γόνατο C-Leg, 3C98-1, PC-Slider 32 software για τη λειτουργία και τη ρύθμιση της κάμψης και της έκτασης, υδραυλική άρθρωση, σωλήνα 2R80, με αισθητήρες, επαναφορτιζόμενη μπαταρία, φορτιστή μπαταρίας, πέλμα υπερδυναμικό Otto – Bock και αφρώδη επικάλυψη) ανέρχεται στο ποσό των 26.000,00 ευρώ, περιλαμβανόμενου Φ.Π.Α. Ενόψει όμως του ότι ο κυρίως ενάγων αιτήθηκε με την αγωγή του για το κόστος κατασκευής του προσωρινού τεχνητού σκέλους το ποσό των 4.000,00 ευρώ, πρέπει το ποσό αυτό να του επιδικαστεί για την αιτία αυτή. Ακόμη, εφόσον έλαβε από τον κυρίως εναγόμενο κατά το διάστημα από 1-10-2015 έως και 23-3-2017 για την αγορά μόνιμου σκέλους το συνολικό ποσό των 12.400,00 ευρώ (σύμφωνα με την προσκομιζόμενη αναλυτική κατάσταση καταβολών του τελευταίου σε τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου στην τράπεζα ….. BANK), κατά το οποίο ποσό ο κυρίως ενάγων περιόρισε παραδεκτά το σχετικό αίτημά του με τις πρωτόδικες προτάσεις του, πρέπει να του επιδικαστεί το υπόλοιπο ποσό των (26.000,00 – 12.400,00) 13.600,00 ευρώ για την αιτία αυτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, του επιδίκασε το ποσό των 4.000,00 ευρώ για το κόστος κατασκευής προσωρινού τεχνητού σκέλους, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης του κυρίως ενάγοντος και της έφεσης του κυρίως εναγομένου (δεύτερος λόγος σε κάθε έφεση) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Αντίθετα, κρίνοντας με την εκκαλούμενη απόφασή του ότι ο κυρίως ενάγων δικαιούται το ποσό των 26.000,00 ευρώ για το συνολικό κόστος αποκατάστασης του μόνιμου τεχνητού σκέλους, παραλείποντας δηλαδή να αφαιρέσει το άνω ποσό των 12.400,00 ευρώ κατά το οποίο ο κυρίως ενάγων περιόρισε το σχετικό αίτημά του με τις πρωτόδικες προτάσεις του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το βάσιμο σχετικό λόγο (δεύτερο, κατά το σχετικό σκέλος του) της έφεσης του κυρίως εναγομένου. Να σημειωθεί εδώ ότι δεν κρίνεται αναγκαίο να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη επί των ζητημάτων της αξίας του τεχνητού μέλους και του χρονικού διαστήματος που πρέπει να αντικαθίσταται αυτό κάθε φορά από καινούργιο (τεχνητό μέλος), διότι δεν πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν οπωσδήποτε για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (Α.Π. 96/2019, Α.Π. 29/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αλλά επ’ αυτών το Δικαστήριο δύναται να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση από την προαναφερθείσα από 7-4-2017 έκθεση αποκατάστασης της εταιρίας ………….», η οποία είναι επαρκώς αναλυτική και μη αντικρουόμενη από άλλο αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο και από τα διδάγματα της κοινής πείρας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό αίτημα του κυρίως εναγομένου, δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο σχετικός λόγος (δεύτερος κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσης του κυρίως εναγομένου με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι έχει καταστεί επιβεβλημένη για τη διαδικασία της τεχνητής αποκατάστασης του αριστερού κάτω άκρου του κυρίως ενάγοντος, ενόψει και της ηλικίας του (50 ετών) και της ιδιαίτερης αγάπης του προς το υδάτινο στοιχείο, η κατασκευή δεύτερης πρόθεσης προς χρήση σε τέτοιο περιβάλλον (καθώς το μόνιμο μέλος δεν μπορεί να έρθει σε επαφή με αυτό), κόστους 7.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 13%, ήτοι συνολικού κόστους 7.910,00 ευρώ και η προμήθεια αυτής από 1-1-2017, όπως βάσιμα αιτείται ο ίδιος. Περαιτέρω, με τη μη αντικρουόμενη από 11-2-2016 ιατρική γνωμάτευση του χειρούργου ορθοπεδικού ……….., ο κυρίως ενάγων έχει κριθεί, λόγω του μηριαίου ακρωτηριασμού που υπέστη, ανάπηρος σε ποσοστό 67%, έχοντας ισόβια, κατά τη γνωμάτευση αυτή, ανάγκη υπηρεσιών τρίτου προσώπου για την ατομική υγιεινή του, καθαριότητα, μετακινήσεις κ.λ.π, επιβεβαιώνεται δε η ανάγκη του αυτή, καθώς και η αναγκαιότητα αντικατάστασης του τεχνητού μέλους και των επιμέρους μηχανισμών του ανά τακτά χρονικά διαστήματα, από την άνω ιατρική γνωμάτευση και τις προαναφερθείσες από 7-4-2017 και 27-5-2015 εκθέσεις αποκατάστασης, σύμφωνα με τις οποίες απαιτείται: α) ανά πέντε έτη η ολοκληρωτική αντικατάσταση και η κατασκευή νέας μόνιμης μηριαίας πρόθεσης, β) ανά έξι έτη η ολοκληρωτική αντικατάσταση και η κατασκευή νέας κνημιαίας πρόθεσης θαλάσσης, γ) ανά δύο έτη η αλλαγή της μηριαίας εξωτερικής θήκης (λόγω της δυσαναλογίας του κολοβώματος) και η επισκευή στα μηχανικά μέρη αυτής όσο ο επίδικος τραυματισμός ήταν πρόσφατος και ανά πέντε έτη αφότου ο τραυματισμός αυτός καταστεί παλαιός και δ) ανά 1 1/2 έτος η αντικατάσταση της κάλτσας σιλικόνης (εσωτερικής θήκης) λόγω φθοράς από την άμεση επαφή από το κολόβωμα. Για τους λόγους αυτούς, με βάση τον προσδόκιμο χρόνο ζωής του, που ανέρχεται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα στατιστικά δεδομένα περί του προσδόκιμου ζωής των ανδρών στην Ελλάδα, σε τριάντα ακόμα έτη, δηλαδή στα 80 συνολικά έτη: α) για ολοκληρωτική αντικατάσταση του μόνιμου τεχνητού μέλους κάθε πέντε έτη ο κυρίως ενάγων θα απαιτηθεί να δαπανήσει επί έξι ακόμη πενταετίες και δη αυτές που αρχίζουν στις 15-9-2019, στις 15-9-2024, στις 15-9-2029, στις 15-9-2034 και στις 15-9-2039, το συνολικό ποσό των (26.000,00 ευρώ Χ 5 φορές) 130.000,00 ευρώ, β) για ολοκληρωτική αντικατάσταση του μόνιμου τεχνητού μέλους (κνημιαίας πρόθεσης) θαλάσσης κάθε έξι έτη, θα απαιτηθεί να δαπανήσει επί πέντε ακόμα εξαετίες και δη αυτές που αρχίζουν την 1η-1-2017, την 1η-1-2023, την 1η -1-2029, την 1η-1-2035 και την 1η -1-2041, το συνολικό ποσό των (7.910,00 ευρώ Χ 5 φορές) 39.550,00 ευρώ, γ) για αντικατάσταση και επισκευή ανά τακτά χρονικά διαστήματα διαφόρων μερών του μόνιμου αντικαταστατέου τεχνητού μέλους και δη i) για την ανά διετία μέχρι το έτος 2028 και την ανά πενταετία (δεδομένης της εφεξής παλαιότητας του ενδίκου τραυματισμού) μέχρι το έτος 2044 αλλαγή της μηριαίας εξωτερικής θήκης και της επισκευής στα μηχανικά μέρη αυτής, της οποίας το κόστος ανέρχεται στο ποσό των 2.800,00 ευρώ, περιλαμβανομένου Φ.Π.Α, θα απαιτηθεί να δαπανήσει τα ποσά των (2.800,00 ευρώ Χ 6 φορές για τα επιμέρους χρονικά διαστήματα από 15-9-2016 έως 15-9-2028 και δη στις 15-9-2016, στις 15-9-2018, στις 15-9-2020, στις 15-9-2022, στις 15-9-2024 και στις 15-9-2026) 16.800,00 ευρώ και (2.800,00 Χ 3 φορές για τα επιμέρους χρονικά διαστήματα από 15-9-2028 έως 15-9-2038 και δη στις 15-9-2028, στις 15-9-2033 και στις 15-9-2038) 8.400,00 ευρώ αντίστοιχα, ii) για την ανά 1,5 έτος αντικατάσταση της κάλτσας σιλικόνης, της οποίας το κόστος ανέρχεται στο ποσό των 850,00 ευρώ, περιλαμβανομένου Φ.Π.Α, θα απαιτηθεί να δαπανήσει το συνολικό ποσό των 17.000,00 ευρώ [850,00 ευρώ Χ 20 φορές (15-9-2014 έως 15-9-2044 = 30 έτη : 1,5)], ii) για την ανά διετία συντήρηση (service) άρθρωσης (C-Leg), της οποίας το κόστος ανέρχεται στο ποσό των 3.955,00 ευρώ, περιλαμβανομένου Φ.Π.Α, θα απαιτηθεί να δαπανήσει το συνολικό ποσό των (3.955,00 ευρώ Χ 14 φορές εντός του χρονικού διαστήματος από έως 15-9-2044 και δη στις 15-9-2016, στις 15-9-2018, στις 15-9-2020, στις 15-9-2022, στις 15-9-2024, στις 15-9-2026, στις 15-9-2028, στις 15-9-2030, στις 15-9-2032, στις 15-9-2034, στις 15-9-2036, στις 15-9-2038, στις 15-9-2040 και στις 15-9-2042) των 55.370,00 ευρώ. Επίσης, ο κυρίως ενάγων απαιτείται να αγοράζει σειρά καλλυντικών για προστασία του κολοβώματος, αποτελούμενη από: φαρμακευτική κρέμα για σιλικόνη (Dermaclean), φαρμακευτικό λάδι για την επούλωση των πληγών (Dermarepair), φαρμακευτική κρέμα για την πρόληψη από πληγές (Dermaprevent), συνολικής αξίας 84,75 ευρώ, περιλαμβανομένου Φ.Π.Α. και επάρκειας δύο μηνών κάθε φορά, για την οποία (σειρά καλλυντικών) απαιτείται να καταβάλει το συνολικό ποσό των [84,75 ευρώ X 180 διμηνιαίες σειρές καλλυντικών (Σεπτέμβριος 2014 έως Αύγουστος 2044 = 360 μήνες : 2)] 15.255,00 ευρώ. Σε σύνοψη των προαναφερομένων δαπανών, η συνολική ζημία του κυρίως ενάγοντος, που αντιστοιχεί στις άνω δαπάνες κατασκευής, αγοράς, τοποθέτησης, πρόχειρου και μόνιμου τεχνητού μέλους και τεχνητού μέλους θαλάσσης, αντικατάστασης μερών και ολικής αντικατάστασης τεχνητού μέλους και τεχνητού μέλους θαλάσσης, θεραπείας, φυσικοθεραπείας, κινησιοθεραπείας, εκπαίδευσης και σέρβις, οι οποίες (δαπάνες) είναι βέβαιες και η έκτασή τους μπορεί από τώρα να προσδιοριστεί, ανέρχεται στο ποσό των (4.000,00 + 13.600,00 + 7.910,00 + 130.000,00 + 39.550,00 + 16.800,00 + 8.400,00 + 17.000,00 + 55.370,00 + 15.255,00) 307.885,00 ευρώ [και όχι στο ποσό των 256.228,00 ευρώ που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αρχικά παραλείποντας εσφαλμένα να αφαιρέσει από τα άνω ποσά το ποσό των 12.400,00 ευρώ κατά το οποίο ο κυρίως ενάγων περιόρισε με τις πρωτόδικες προτάσεις του το αίτημά του για την αγορά μόνιμου σκέλους και στη συνέχεια μειώνοντας εσφαλμένα το υπόλοιπο ποσό κατά 20% λόγω της προαναφερθείσας εσφαλμένης παραδοχής του περί συνυπαιτιότητας του ανωτέρω παθόντος στο ατύχημα και στον τραυματισμό του]. Το άνω δε ποσό αποζημίωσης των 320.285,00 ευρώ πρέπει να του καταβάλει ο κυρίως εναγόμενος εφάπαξ και όχι δια περιοδικών καταβολών, καθώς συντρέχει προς τούτο σπουδαίος λόγος καλλίτερης εξυπηρέτησης των συμφερόντων του (Α.Π. 736/2019, Α.Π. 80/2018, Α.Π. 835/2017, Α.Π. 481/2016, Α.Π. 2017/2014, Α.Π. 625/2010, Α.Π. 1907/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), συνιστάμενος στην ανάγκη αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης των αυξημένων δαπανών του για την ταχύτερη και καλλίτερη θεραπευτική αγωγή προς βελτίωση της εφ’ όρου ζωής κινητικής αναπηρίας του και με την επιδιωκόμενη μετάβαση με συνοδό σε προηγμένο κέντρο αποκατάστασης των Η.Π.Α. για την απόκτηση κινητικών δεξιοτήτων, δαπάνες που δεν μπορεί να καλύψει ο ίδιος εξαιτίας της ελλιπούς κοινωνικής του ασφάλισης και της δεινής οικονομικής του κατάστασης, συνεπεία των ιδιαίτερα αυξημένων εξόδων που ανέκυψαν μετά τον ακρωτηριασμό του ποδιού του και της αδυναμίας απασχόλησής του στη μέχρι τον τραυματισμό εργασία του (ελεύθερος επαγγελματίας, ασχολούμενος με την εμπορία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, τα οποία εισήγαγε ο ίδιος από το εξωτερικό ως οδηγός νταλίκας, την οποία δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει με τεχνητό πόδι, ούτε να πηγαίνει ασυνόδευτος στο εξωτερικό για εμπορικά ταξίδια). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, με παραπλήσια, αν και πιο ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.) και αναγνώρισε ότι ο κυρίως εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλλει στον κυρίως ενάγοντα το οφειλόμενο ποσό αποζημίωσης για τις άνω αιτίες σε κεφάλαιο εφάπαξ και όχι σε περιοδικές καταβολές, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός (δεύτερος) λόγος της έφεσης του κυρίως εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο κυρίως ενάγων χρήζει μόνιμης βοήθειας τρίτου προσώπου στην ατομική υγιεινή – καθαριότητα και μετακινήσεις του, συνεπεία της σοβαρότητας της κατάστασης της υγείας του μετά το ατύχημα και της σοβαρής φύσης του εντεύθεν τραυματισμού του, εξαιτίας του οποίου αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί παντελώς μέχρι τις 15-9-2014 και έκτοτε μερικώς (συγκεκριμένα από 15-9-2014, οπότε τοποθετήθηκε πρώτη φορά μόνιμο τεχνητό μέλος στο ακρωτηριασμένο του πόδι), όπως βεβαιώνεται στην από 11-2-2016 ιατρική γνωμάτευση του ορθοπεδικού χειρούργου ………. Ειδικότερα, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι: α) για το αρχικό επιμέρους χρονικό διάστημα της νοσηλείας του στο νοσοκομείο Κ.Α.Τ. από 23-7-2014 έως 4-8-2014 ο κυρίως ενάγων είχε την ανάγκη απασχόλησης αποκλειστικής νοσοκόμας σε 24ωρη βάση, εξαιτίας της ολικής του αδυναμίας να εξυπηρετήσει τον εαυτό του, τις περιποιήσεις της οποίας (νοσοκόμας) παρείχαν η σύζυγός του …….. και ο υιός του …………….., με υπερένταση των προσπαθειών τους και καθ’ υπέρβαση των ορίων της συνήθους ηθικής υποχρέωσής τους, β) για το επόμενο χρονικό διάστημα από τις 4-8-2014, οπότε εξήλθε από το ανωτέρω νοσοκομείο, μεταφερόμενος με αναπηρικό αμαξίδιο, έως τις 15-9-2014, οπότε τοποθετήθηκε σ’ αυτόν, με σκοπό την αρχική μερική τεχνητή αποκατάσταση του αριστερού κάτω άκρου, το κατασκευασθέν από την εταιρία «………..» πρώτο τεχνητό μέλος (για το οποίο χρησιμοποιήθηκαν κάλτσα σιλικόνης, υδραυλική άρθρωση γόνατος, θήκη carbon, άξονας τιτανίου και υπερδυναμικό πέλμα), η σύζυγος και ο υιός του παρείχαν σ’ αυτόν καθημερινώς επί 12ωρο υπηρεσίες σχετιζόμενες με την καθημερινή περιποίησή του (υγιεινή, διεκπεραίωση υποθέσεων κ.λ.π) με υπερένταση των δυνάμεών τους, ενώ γ) για τον επέκεινα χρόνο από τις 15-9-2014 και επί μία δεκαπενταετία μέχρι τις 15-9-2029, μέχρι δηλαδή τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, τουλάχιστον ένας εκ των ανωτέρω συγγενών του, ως εκ της σοβαρής και μόνιμης σωματικής βλάβης που υπέστη ο κυρίως ενάγων από το ένδικο ατύχημα (από το οποίο επήλθε μόνιμη μερική αναπηρία του σε ποσοστό 67%), παρέχει και θα εξακολουθεί να του παρέχει, με υπερένταση των προσπαθειών του, καθημερινές υπηρεσίες που αφορούν κυρίως την υγιεινή του, τη συνοδεία του στις μετακινήσεις και τη διεκπεραίωση ατομικών του υποθέσεων, επί οκτώ ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, δοθέντος ότι κρίνεται υπερβολική η επικαλούμενη 12ωρη ημερήσια υποβοήθησή του να αυτοεξυπηρετηθεί, καθόσον κρίνεται ότι, μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, θα διατηρεί τη δυνατότητα να ικανοποιεί σε σημαντικό βαθμό τις ημερήσιες στοιχειώδεις ανάγκες του και να προβαίνει στις ενέργειες τοποθέτησης και αφαίρεσης του τεχνητού μέλους και των μερών του, καθώς και περιποίησης του ακρωτηριασμένου μέλους του. Κατόπιν αυτών, η εν λόγω αποκαταστατέα δαπάνη πρέπει να προσδιοριστεί: α) για το χρονικό διάστημα από 23-7-2014 έως 4-8-2014, δηλαδή επί 12 ημέρες (περιλαμβανομένων και 2 Κυριακών), οπότε ο κυρίως ενάγων έχρηζε ανάγκης αποκλειστικής νοσοκόμας επί 24 ώρες [σύμφωνα με το κατώτατο νομοθετικά καθορισμένο ημερομίσθιο (και ωρομίσθιο) των διατάξεων του ν. 4093/2012 (Φ.Ε.Κ. 222/Α/12-11-2012) των 26,00 ευρώ (σε στρογγυλοποίηση)], στο ποσό των [(26,00 ευρώ + 26,00 ευρώ για ώρες 07:00 έως 23:00 = 52,00 ευρώ Χ 10 ημέρες) 520,00 ευρώ + (32,50 ευρώ, προσαυξημένο κατά 25% ημερομίσθιο για τη βραδινή βάρδια από ώρες 23:00 έως 07:00 Χ 10 ημέρες) 325,00 ευρώ] 845 ευρώ, πλέον του ποσού των 295,74 ευρώ [(45,50 ευρώ + 45,50 ευρώ προσαυξανόμενο κατά 75% ημερομίσθιο για ώρες 07:00 έως 23:00= 91,00 ευρώ Χ 2 Κυριακές) 182,00 ευρώ + (56,87 ευρώ, περαιτέρω προσαυξημένο κατά 25% ημερομίσθιο για τη βραδινή βάρδια από ώρες 23:00 έως 07:00 Χ 2 Κυριακές) 113,74 ευρώ], δηλαδή συνολικά (845,00 + 295,74) 1.140,74 ευρώ και β) για το χρονικό διάστημα από 4-8-2014 έως 15-9-2014, δηλαδή επί 41 ημέρες, οπότε έχρηζε της φροντίδας εσωτερικής οικιακής βοηθού – περιποιήτριας επί 12 ώρες ημερησίως, με σύνηθες ελάχιστο καταβλητέο ωρομίσθιο αυτό των 6,00 ευρώ, στο ποσό των [(41 ημέρες Χ 12 ώρες) 492 ώρες Χ 6,00 ευρώ ανά ώρα] 2.952,00 ευρώ και συνολικά στο ποσό των (1.140,74 + 2.952,00) 4.092,74 ευρώ. Περαιτέρω, για το χρονικό διάστημα από 15-9-2014 έως 15-9-2029, δηλαδή επί 180 μήνες, οπότε ο κυρίως ενάγων ορθοστατούσε  αρχικά και αναμένεται να συνεχίζει να ορθοστατεί κινητοποιώντας το τεχνητό μέλος του, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και βάσει των υφιστάμενων ιατρικών εκτιμήσεων, έχρηζε και θα συνεχίζει να χρήζει της αμέσως ανωτέρω φροντίδας επί 8 ώρες ημερησίως. Η αποζημίωση δε για τις επιμέρους υπηρεσίες αυτές περιποίησης, τις οποίες του παρείχε και αναμένεται να συνεχίζει να του παρέχει μελλοντικά, καθ’ όλο το διάστημα της κατ’ οίκον νοσηλείας του, κυρίως η σύζυγός του, θα πρέπει να μειωθεί στο προσήκον μέτρο, καθόσον η σύζυγός του τυγχάνει τρίτο ανειδίκευτο πρόσωπο και οι παρασχεθείσες από αυτή υπηρεσίες δεν είναι οι παρεχόμενες από αποκλειστική νοσοκόμα αλλά από απλή βοηθό και συνεπώς πρέπει να τύχουν και της αντίστοιχης οικονομικής αποτίμησης, λαμβανομένης υπόψη και της οικονομικής κρίσης, η οποία αποτελεί σημαντικό παράγοντα μείωσης των μηνιαίων αποδοχών όλων των εργαζομένων. Για το σκοπό αυτό, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, η μηνιαία δαπάνη για την απασχόληση τρίτου, μη κατέχοντος εξειδικευμένες ιατρικές και νοσηλευτικές γνώσεις, προσώπου προς καθημερινή περιποίηση του κυρίως ενάγοντος, ανέρχεται στο ποσό των 600,00 ευρώ, το οποίο είναι καταβλητέο από τον κυρίως εναγόμενο, επίσης, ως αποζημίωση για δαπάνη υποκατάστατου προσώπου – οικιακής βοηθού κάθε μήνα επί 180 μήνες μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2029, και δη ως εφάπαξ καταβλητέου του αντιστοιχούντος στο επιμέρους χρονικό διάστημα από τις 15-9-2014 έως και τις 15-12-2016 ποσού των (600,00 ευρώ Χ 15 μήνες) 9.000,00 ευρώ, ενώ κατά το λοιπό χρονικό διάστημα από 15-1-2017 έως 15-9-2029, στο οποίο αντιστοιχεί σε μηνιαίες δόσεις των 600,00 ευρώ η κάθε μία, προκαταβαλλόμενες εντός του πρώτου εικοσαημέρου κάθε μήνα, η συνολική σχετική οφειλή του κυρίως εναγομένου πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των (600,00 ευρώ Χ 152 μήνες) 91.200,00 ευρώ και να απορριφθεί ως αβάσιμο το υπόλοιπο διωκόμενο γι’ αυτήν την αιτία ποσό, το οποίο αντιστοιχεί τόσο στην τετράωρη επιπλέον απασχόληση των ανωτέρω συγγενικών προσώπων του με την παροχή σ’ αυτόν υπηρεσιών φροντίδας και εξυπηρέτησής του στις βασικές του ανάγκες διαβίωσης και μετακινήσεων, όσο και στην παροχή αυτών των υπηρεσιών από 16-9-2029 μέχρι το έτος 2051. Και τούτο διότι, ναι μεν ο κυρίως ενάγων θα φέρει επί χρονικό διάστημα δέκα πέντε περίπου ετών επαρκώς συντηρημένο και ανά τακτά χρονικά διαστήματα αντικαθιστάμενο τεχνητό μέλος, με το οποίο προοδευτικά θα εξοικειώνεται και θα μπορεί να καλύπτει σε σημαντικό βαθμό τις στοιχειώδεις καθημερινές προσωπικές του ανάγκες έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, πλην όμως για το επέκεινα διάστημα μέχρι το έτος 2051 καθίσταται πρόωρη η απαίτησή του προς αποκατάσταση των δαπανών απασχόλησης υποκατάστατης δύναμης (οικιακής βοηθού), ως εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από αστάθμητους μελλοντικούς παράγοντες που θα επηρεάσουν την ικανότητά του να αυτοεξυπηρετείται, η επέλευση των οποίων δεν μπορεί από τώρα να προβλεφθεί βάσει της κοινής πείρας (Α.Π. 736/2019, Α.Π. 1205/2018, Α.Π. 91/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα, ο κυρίως εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει ως αποζημίωση για δαπάνη αποκλειστικής νοσοκόμας – οικιακής βοηθού το συνολικό ποσό των (1.140,74 + 2.952,00 + 9.000,00 + 91.200,00) 104.292,74 ευρώ, εκ του οποίου το επιμέρους ποσό των (1.140,74 + 2.952,00 + 9.000,00) 13.092,74 ευρώ οφείλει να του το καταβάλει εφάπαξ, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω κατά την επιδίκαση εφάπαξ αποζημίωσης για τις δαπάνες αποκατάστασης του ακρωτηρισμένου μέλους του, το δε υπόλοιπο ποσό των 91.200,00 ευρώ πρέπει να του το καταβάλει σε μηνιαίες δόσεις των 600,00 ευρώ εκάστη, για το επιμέρους χρονικό διάστημα από 15-1-2017 έως 15-9-2029. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε μεν με τις ίδιες αιτιολογίες ότι ο κυρίως ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση για δαπάνη αποκλειστικής νοσοκόμας – οικιακής βοηθού κατά τις άνω χρονικές περιόδους από 23-7-2014 έως 4-8-2014, 4-8-2014 έως 15-9-2014 και 15-9-2014 έως 15-9-2029 τα ίδια άνω ποσά, μειωμένα όμως κατά 20%, λόγω της προαναφερθείσας εσφαλμένης παραδοχής του περί συνυπαιτιότητας του ανωτέρω παθόντος στο ατύχημα και στον τραυματισμό του, έσφαλε κατά τούτο (τη μείωση δηλαδή κατά 20% των άνω κονδυλίων) στην εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του βάσιμου λόγου (τρίτου) της έφεσης του κυρίως ενάγοντος και απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου (περί επιδίκασης μικρότερου ποσού αποζημίωσης για δαπάνη αποκλειστικής νοσοκόμας – οικιακής βοηθού) λόγου (τρίτου) της έφεσης του κυρίως εναγομένου. Αντίθετα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως πρόωρη και εξαρτώμενη από αστάθμητους μελλοντικούς παράγοντες την απαίτηση του κυρίως ενάγοντος προς αποκατάσταση των δαπανών απασχόλησης υποκατάστατης δύναμης (οικιακής βοηθού) για το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του έτους 2029 έως το έτος 2051, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφήρμοσε και κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος (τρίτος) της έφεσης του κυρίως ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, εξαιτίας του ορθοστατισμού του κυρίως ενάγοντος, της κινητοποίησης του τεχνητού μέλους του στο αριστερό άκρο του και της εντεύθεν αναμενόμενης, όπως ήδη προεκτέθηκε, μερικής κινητικής και αισθητηριακής εξοικείωσής του με αυτό, αποδεικνύεται ότι αυτός, έστω και με την περιστασιακή χειρωνακτική υποστήριξη της συζύγου ή του υιού του, μπορεί να μετακινείται από και προς την οικία του, που βρίσκεται, κατά δήλωσή του στην αγωγή και στην έφεσή του, στον 2° όροφο οικοδομής στο Καματερό Αττικής, επί της οδού …………, χωρίς να αποδεικνύεται απολύτως αναγκαία, για την ανάβαση και την κατάβασή του σ’ αυτήν, η εγκατάσταση ειδικού υδραυλικού ανελκυστήρα, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε η έλλειψη κοινόχρηστου ανελκυστήρα. Άλλωστε, ο ίδιος δεν προσκομίζει φωτογραφία του κλιμακοστασίου της οικίας αυτής, από την οποία να φαίνεται ότι δεν διαθέτει ασανσέρ, ενώ η μόνη προσκομιζόμενη με επίκληση απ’ αυτόν από 16-9-2014 προσφορά προμήθειας και εγκατάστασης υδραυλικού ανελκυστήρα προσώπων της τεχνικής εταιρίας ανελκυστήρων «…………» δεν αποδεικνύεται ότι αφορά την οικία του, καθώς αναφέρεται γενικά σε κτίριο κατοικιών στο Καματερό Αττικής, χωρίς να μνημονεύει τη διεύθυνσή του. Επιπλέον, στις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον ίδιο φορολογικές του δηλώσεις για τα φορολογικά έτη 2015 έως και 2018, δηλώνει διαφορετική διεύθυνση κατοικίας από αυτή που δηλώνει στην αγωγή και στην έφεσή του (στις φορολογικές του δηλώσεις δηλώνει διεύθυνση «…….., Αχαρνές» και στα άνω δικόγραφα «…….., Καματερό Αττικής»). Ακόμη, παρόλο που οι μάρτυρές του ……….. βεβαίωσαν ένορκα στις 3-4-2017 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών ότι ο ίδιος αναγκάστηκε και τοποθέτησε στην οικία του ασανσέρ, με συνολικό κόστος 14.637,00 ευρώ, επειδή δεν μπορούσε να ανέβει τα σκαλιά μέχρι το δεύτερο όροφο, ο ίδιος δεν προσκομίζει απόδειξη ή τιμολόγιο για αγορά και εγκατάσταση ασανσέρ  προσώπων για κτίριο σε κάποια από τις άνω δηλωθείσες διευθύνσεις κατοικίας του. Μάλιστα, στην κρινόμενη έφεσή του, που ασκήθηκε δύο έτη περίπου μετά τη λήψη των άνω ενόρκων βεβαιώσεων, ο ίδιος δεν ισχυρίζεται ότι έχει τοποθετήσει ανελκυστήρα στην οικία του. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το σχετικό κονδύλι 14.637,00 ευρώ για αγορά και εγκατάσταση ασανσέρ, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με παρόμοια, αν και πιο ελλιπή αιτιολογία, η οποία πρέπει να συμπληρωθεί με αυτήν της παρούσας απόφασης. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της έφεσης του κυρίως ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κυρίως ενάγων, ηλικίας 50 ετών κατά την ημέρα του ατυχήματος, συνεπεία του τραυματισμού του υπέστη ηθική βλάβη λόγω της στενοχώριας που δοκίμασε και της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε και θα συνεχίσει να υποβάλλεται λόγω του ακρωτηριασμού του αριστερού κάτω άκρου άνωθεν του γόνατος. Επομένως δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο εύλογο κατά την κρίση του ποσό των 80.000,00 ευρώ (άρθρο 932 Α.Κ.), λαμβάνοντας υπόψη: α) τον βαθμό του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος – υπόχρεου (κυρίως εναγομένου), β) την έλλειψη οιουδήποτε πταίσματος του ως άνω δικαιούχου ή τρίτου (πλην του ανωτέρω υπόχρεου) προσώπου για τον τραυματισμό του, γ) το είδος των σωματικών του κακώσεων, τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, τη βαριά χειρουργική επέμβαση ακρωτηριασμού αριστερού κάτω άκρου στην οποία υποβλήθηκε, καθώς και τις συνέπειες που είχε αλλά και θα έχει για τον ανωτέρω ο τραυματισμός του και δ) την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των μερών (ο δικαιούχος είναι ελεύθερος επαγγελματίας, ασχολούμενος με την εμπορία αυτοκινήτων και ο υπόχρεος φανοποιός – βλ. τις προανακριτικές καταθέσεις τους). Το άνω επιδικαζόμενο ποσό είναι ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ.2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α.), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.Α.Π. 6/2009, Αρμ 2009, 1162, Εφ.Δυτ.Μακ. 144/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε για την ως άνω αιτία το ποσό των 50.000,00 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου (πέμπτου) της Α έφεσης. Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι η μόνιμη αναπηρία του κυρίως ενάγοντος και η μη αναστρέψιμη βλάβη της υγείας του, θα επιδράσει οπωσδήποτε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αρνητικά στο οικονομικό, ιδίως, αλλά και στο επαγγελματικό και κοινωνικό του μέλλον, αφού αυτός δεν θα μπορεί να εργασθεί όπως πρώτα και δεν θα είναι πλέον σε θέση να απολαμβάνει τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Αλλά και η κοινωνική του ζωή επηρεάζεται άμεσα, αφού η άνω κατάσταση της υγείας του περιορίζει αισθητά τις διαπροσωπικές του συναναστροφές και εν γένει τις κοινωνικές του δραστηριότητες. Οι συνέπειες αυτές δεν μπορούν να καλυφθούν εντελώς με τις παροχές των άρθρων 929 και 932 του ΑΚ. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τη μόνιμη αναπηρία που προκλήθηκε στον ανωτέρω παθόντα, το είδος και τις συνέπειες αυτής (αναπηρίας), την ηλικία του, την αποκλειστική υπαιτιότητα του κυρίως εναγομένου (χειριστή του jet ski) στην πρόκληση του ατυχήματος και γενικότερα την οικονομική, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των ανωτέρω διαδίκων, κρίνει ότι για την παραπάνω αιτία πρέπει να επιδικασθεί στον παθόντα (ενάγοντα) ως πρόσθετη αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 Α.Κ, το ποσό των 60.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε για την ως άνω αιτία το ποσό των 30.000,00 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου (έκτου) της Α έφεσης. Σημειωτέον ότι ο κυρίως εναγόμενος δεν πλήττει με την έφεσή του τα κεφάλαια της εκκαλούμενης απόφασης περί πρόσθετης αποζημίωσης κατ’ άρθρο 931 Α.Κ. και περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατ’ άρθρο 932 Α.Κ. Κατόπιν τούτων οφείλει να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα το συνολικό ποσό των (307.885,00  + 1.140,74 + 2.952,00 + 9.000,00 + 91.200,00 + 80.000,00 + 60.000,00) 552.177,74 ευρώ, εκ των οποίων εφάπαξ μεν το ποσό των 460.977,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και το υπόλοιπο ποσό των 91.200,00 ευρώ σε μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης 600,00 ευρώ, καταβλητέας εντός του πρώτου εικοσαημέρου εκάστου μηνός, για το χρονικό διάστημα από 15-1-2017 έως 15-9-2029, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε δόση θα καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και μέχρι την εξόφληση.

  1. IX. Περαιτέρω, όσον αφορά στην πρώτη άνω παρεμπίπτουσα αγωγή (ΓΑΚ … / ΕΑΚ …./24-2-2017) του κυρίως εναγομένου κατά της ασφαλιστικής εταιρίας «……………», αποδείχθηκε ότι ο παρεμπιπτόντως ενάγων, ως ιδιοκτήτης του ζημιογόνου jet ski, κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος (22-7-2014) το είχε ασφαλισμένο στην ως άνω ασφαλιστική εταιρία, για την κάλυψη της αστικής ευθύνης του για τις υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες επιβαινόντων και τρίτων που τυχόν θα προκαλούσε αυτό από τη λειτουργία του, με έγκυρη και ισχυρή σύμβαση ασφάλισης που είχε συνάψει μαζί της στις 21-7-2014, δυνάμει του υπ’ αριθ. …….. οριστικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, για το χρονικό διάστημα από 21-7-2014 ώρα 12:58 έως 21-1-2015 ώρα 12:58, έναντι μικτού ασφαλίστρου ποσού 128,72 ευρώ. Το ασφάλιστρο αυτό – όπως και επί παλαιότερων ασφαλίσεων τόσο του άνω jet ski όσο και του αυτοκινήτου και της οικίας του στην παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία – το κατέβαλε σε μετρητά, εφάπαξ, στην ασφαλιστική σύμβουλο και οικογενειακή του φίλη ………, η οποία απασχολούνταν ως υποπράκτορας στο επί της οδού ………. στο Ίλιον Αττικής πρακτορείο ασφαλίσεων του ………, αντιπρόσωπος της οποίας προσήλθε στις 21-7-2014 στο φανοποιείο του παρεμπιπτόντως ενάγοντος επί της οδού ……….. στο Καματερό Αττικής, του παρέδωσε το άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο και έλαβε απ’ αυτόν σε μετρητά τα χρήματα του ασφαλίστρου. Σημειωτέον ότι το άνω πρακτορείο του ……….., το οποίο είχε τον αριθμό «…..» για την ταυτοποίησή του ως πρακτορείου ασφαλίσεων της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, είχε διαμεσολαβήσει για την έκδοση του άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου και ήταν εξουσιοδοτημένο απ’ αυτήν για την είσπραξη του ασφαλίστρου, καθώς ο άνω πράκτορας διατηρούσε πολυετή αποκλειστική συνεργασία μαζί της, στα πλαίσια της οποίας διαμεσολαβούσε έναντι προμηθείας για την προώθηση προγραμμάτων της ασφαλίσεων σε πελάτες της, μέσω ομάδας ασφαλιστικών συμβούλων που είχε επιλέξει και στέγαζε στο άνω πρακτορείο του για να τον βοηθούν ως υποπράκτορες στην άσκηση της ως άνω εμπορικής του δραστηριότητας, όπως η …., η οποία βρίσκονταν κάτω από την «ομπρέλα» του και είχε μάλιστα και το δικό της υποκωδικό …… για την καλλίτερη λογιστική τακτοποίηση των λογαριασμών της, αφού, με την άνω ασφαλιστική εταιρία, παρά τη σύμβαση αποκλειστικής συνεργασίας ασφαλιστικού συμβούλου που είχε καταρτίσει, δεν είχε απευθείας συνεργασία, αλλά μόνο μέσω του άνω κυρίου πράκτορα, ο οποίος συντόνιζε τις εργασίες της ομάδας των συμβούλων του γραφείου του και διαμεσολαβούσε στην καταβολή των ασφαλίστρων προς την άνω ασφαλιστική εταιρία, όπως είθισται άλλωστε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε ανάλογες περιπτώσεις συνεργασίας πρακτόρων με ασφαλιστικούς συμβούλους, ενόψει και του ότι το επάγγελμα των τελευταίων είναι μικρής οικονομικής εμβέλειας (βλ. σχετικά με το τελευταίο Β. Κιάντου, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 9η έκδοση, σ. 66, π.ρ.β.λ. και Α.Π. 1409/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην κρίση του περί των ανωτέρω άγεται το Δικαστήριο στηριζόμενο ιδίως: α) στα προσκομιζόμενα με επίκληση από τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα 1) υπ’ αριθ. …….. ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εξέδωσε η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία και υπογράφεται από την Προϊσταμένη Υποδιεύθυνσης Ασφάλισης Μεταφορών, Πλοίων και Πληρωμάτων αυτής ……….., στο οποίο αναγράφεται, εκτός άλλων, τρόπος πληρωμής: «ΜΕΤΡΗΤΑ», Συχνότητα: «ΕΦΑΠΑΞ», κωδικός ασφαλιστικού διαμεσολαβητή: ….. και 2) από 21-7-2014 βεβαίωση ασφάλισης σκάφους αναψυχής (που εξέδωσε η παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία και υπογράφεται από την Προϊσταμένη αυτής στον κλάδο σκαφών αναψυχής ………), η οποία (βεβαίωση) παραδίδεται στον ασφαλισμένο μόνο με την εξόφληση των ασφαλίστρων, σύμφωνα με το από 18-7-2013 έγγραφο της ……… του κλάδου ασφαλίσεως σκαφών αναψυχής της παρεμπιπτόντως εναγομένης, β) στην ένορκη βεβαίωση της συζύγου του παρεμπιπτόντως ενάγοντος …………, η οποία, επικαλούμενη άμεση γνώση, βεβαιώνει πειστικά την καταβολή του άνω ασφαλίστρου εφάπαξ τοις μετρητοίς από το σύζυγό της στις 21-7-2014, οπότε του παραδόθηκε το άνω ασφαλιστήριο στο φανοποιείο του στο Καματερό Αττικής, όπως είχε γίνει και προηγούμενες φορές, κατά τις οποίες έρχονταν στο φανοποιείο του η …………., ο σύζυγός της ή κάποιος υπάλληλος του πρακτορείου ασφαλίσεων του ………., του παρέδιδαν το ασφαλιστήριο και πληρώνονταν αυθημερόν μετρητοίς το ασφάλιστρο, γ) στην παραδοχή του ……… στις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μεταξύ άλλων i) ότι ο κωδικός ασφαλιστικού διαμεσολαβητή …. που αναγράφεται στο άνω ασφαλιστήριο, κατά τον αριθμό …. υποδηλώνει το γραφείο πωλήσεων του Ιλίου (επί της οδού ………..) που του ανήκει και πραγματοποιεί ασφαλίσεις αποκλειστικά για λογαριασμό της άνω ασφαλιστικής εταιρίας, κατά τον αριθμό 0 υποδηλώνει την ομάδα ασφαλιστικού συμβούλου (αναφέρει ότι στο γραφείο Ιλίου υπάρχει μόνο μια ομάδα είκοσι περίπου ασφαλιστικών συμβούλων την οποία ο ίδιος εποπτεύει και κατευθύνει και ότι όλα τα συμβόλαια παραγωγής της ξεκινούν με τον αριθμό ….) και κατά τον αριθμό 356 υποδηλώνει τον κωδικό της ………, ii) ότι γνωρίζει και προηγούμενα συμβόλαια ασφάλισης του άνω σκάφους του παρεμπιπτόντως ενάγοντος στην άνω ασφαλιστική εταιρία (το .., το …. και το ..) και iii) ότι το επίδικο ασφαλιστήριο εκδόθηκε με τη μεσολάβηση του ασφαλιστικού γραφείου του, το οποίο καταχώρησε τα στοιχεία του πελάτη – παρεμπιπτόντως ενάγοντος στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της άνω ασφαλιστικής εταιρίας, ολοκλήρωσε την επικοινωνία με την τελευταία και τη διαδικασία έκδοσης του συμβολαίου και απέστειλε αυθημερόν με φαξ στα ασφαλιστικά έγγραφα (ασφαλιστήριο, βεβαίωση ασφάλισης και ειδοποίηση πληρωμής ασφαλίστρων) στον άνω ασφαλιζόμενο, δ) στη μη προσκομιδή από την άνω ασφαλιστική εταιρία ή το ………. της σύμβασης αποκλειστικής συνεργασίας μεταξύ τους, της σύμβασης συνεργασίας μεταξύ του τελευταίου και της ……….. (στην οποία είχε χορηγηθεί από την άνω ασφαλιστική εταιρία κωδικός ασφαλιστικού διαμεσολαβητή με τα άνω αρχικά του πρακτορείου του), αλλά και οποιουδήποτε στοιχείου για την παραγωγή του γραφείου του ……….. και των ασφαλιστικών συμβούλων που συντόνιζε και οι οποίοι συνεργάζονταν αποκλειστικά με την άνω ασφαλιστική εταιρία, όπως π.χ. των σχετικών μηνιαίων εκκαθαριστικών λογαριασμών που υποβάλλονταν από το γραφείο του στην τελευταία, καθόσον δεν είναι νοητό αυτός να ελάμβανε σημαντικά κέρδη ως προμήθεια από την άνω ασφαλιστική εταιρία μόνο από το γεγονός ότι της σύστηνε είκοσι περίπου άτομα ως ασφαλιστικούς συμβούλους, χωρίς να διαμεσολαβεί και ο ίδιος και να υποχρεούται να καλύπτει τα χρεωστικά τους υπόλοιπα, ε) στο γεγονός ότι η προσκομιζόμενη με επίκληση από την άνω ασφαλιστική εταιρία από 24-3-2014 σύμβαση παραγωγικής συνεργασίας της με τη ……….. παρείχε στην τελευταία το δικαίωμα να συνεργάζεται με οποιαδήποτε ιδιότητα διαμεσολαβούντος στην ασφάλιση προσώπου μόνο με ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις διαμεσολάβησης στη σύναψη ασφαλίσεων του διεθνούς ομίλου ασφαλιστικών εταιριών «………..» στον οποίον ανήκε η ίδια (όπως ήταν το πρακτορείο ασφαλίσεων του …………), στ) στο ότι δεν υπήρξε κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει, αφενός μεν ότι η άνω ασφαλιστική εταιρία ουδέποτε εισέπραξε σε μετρητά ασφάλιστρα από τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα ή τη σύζυγό του για παλαιότερα ασφαλιστήρια συμβόλαια του jet ski, του αυτοκινήτου ή της οικίας τους και αφετέρου ότι ο παρεμπιπτόντως ενάγων επικοινώνησε με τη …….. μετά το ατύχημα και της ζήτησε να τον εξυπηρετήσει προσωρινά και να καταβάλει εκείνη για λογαριασμό του σε τράπεζα τα ασφάλιστρα, όπως και εκείνη έπραξε στις 24-7-2014, δηλαδή δυο ημέρες μετά το ατύχημα, όπως ο ……….. αβάσιμα ισχυρίζεται, η) στο ότι μέχρι τη λήξη της συμφωνημένης διάρκειας του ένδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου η άνω ασφαλιστική εταιρία δεν προέβη σε καταγγελία του λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής του ασφαλίστρου προς απαλλαγή της από την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλισμα στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα (όπως είχε πράξει με το αμέσως προηγούμενο υπ’ αριθ. …./18-7-2013 ασφαλιστήριο του ίδιου jet ski του παρεμπιπτόντως ενάγοντα με διάρκεια από 18-7-2013 έως 18-7-2014, το οποίο ακυρώθηκε αναδρομικά από εκδόσεώς του με την υπ’ αριθ. …./22-11-2013 πρόσθετη πράξη της «λόγω μη πληρωμής των συμφωνηθέντων ασφαλίστρων») αλλά συνέχισε να τον καλύπτει (για τη σχετική δυνατότητά της βλ. ιδίως Β. Κιάντου, Ασφαλιστικό Δίκαιο, έκδ. 9η, σ. 116) και θ) στο ότι αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας να εκδόθηκαν οριστικό ασφαλιστήριο και βεβαίωση ασφάλισης από την άνω ασφαλιστική εταιρία και να απεστάλησαν μέσω του γραφείου ασφαλίσεων του ……….. στον ασφαλισμένο παρεμπιπτόντως ενάγοντα μια ημέρα πριν το ατύχημα χωρίς ο τελευταίος να έχει πληρώσει το ασφάλιστρο, το οποίο να κατέβαλε εξ ιδίων η άνω ασφαλιστική σύμβουλος δυο ημέρες μετά το ατύχημα, με κίνδυνο μάλιστα να «παρεξηγηθεί» από τους συνεργαζόμενους με αυτή ……………. και άνω ασφαλιστική εταιρία. Ισχυρίζεται βέβαια η άνω ασφαλιστική εταιρία ότι κατά το χρόνο επέλευσης της ζημιογόνου περίπτωσης (22-7-2014) η άνω ασφαλιστική σύμβαση δεν είχε τεθεί σε λειτουργία λόγω μη πληρωμής από τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα του εφάπαξ συμφωνηθέντος σε μετρητά ασφαλίστρου, με συνέπεια να μην έχει επέλθει η ουσιαστική έναρξη της ασφάλισης και να μην έχει αρχίσει η ασφαλιστική κάλυψη, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 2496/1997 και την ομοίου περιεχομένου ρύθμιση τόσο στο εμπρόσθιο μέρος του ασφαλιστηρίου όσο και στο άρθρο 8 των Γενικών Όρων Αστικής Ευθύνης Σκαφών Αναψυχής, οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του. Υπό τα ανωτέρω αποδεικτικά δεδομένα όμως ο άνω ισχυρισμός της δεν κρίνεται πειστικός, χωρίς να οδηγείται σε άλλη άποψη το Δικαστήριο από τα επικαλούμενα απ’ αυτήν υπηρεσιακά της σημειώματα περί αναρμοδιότητας των ασφαλιστικών της συμβούλων να εισπράττουν ασφάλιστρα, ούτε από τη σχετική με το ζήτημα αυτό ένορκη βεβαίωση της μάρτυρός της ………., η οποία δεν είχε άμεση γνώση επί του ζητήματος [συνεκτιμημένου και του ότι, σύμφωνα με την παρ. 4 εδ. α’ του άρθρου 16 του Ν. 1569/1985, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 13 παρ. 1 Ν 2170/1993 και πριν την κατάργηση του Ν. 1569/1985 με το άρθρο 47 Ν. 4583/2018, ο ασφαλιστικός σύμβουλος είχε δικαίωμα να εισπράττει το ασφάλιστρο, το οποίο ακολούθως – σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του Π.Δ. 298/1996, που εκδόθηκε σε εκτέλεση του Ν. 1569/1985 – υποχρεούταν να το καταθέτει στην ασφαλιστική επιχείρηση ή σε τράπεζα στο όνομά της, το βραδύτερο στο τέλος κάθε εβδομάδας, μετά την παρακράτηση της συμφωνηθείσας προμήθειας και των νομίμως αναγνωριζομένων εξόδων, θεωρούμενος ως θεματοφύλακας, το δε ασφάλιστρο που εισέπραττε θεωρείται παρακαταθήκη (Εφ.Αθ. 13/2016, Εφ.Πειρ. 11/2011, Εφ.Θεσ. 759/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], ούτε τέλος από την από 5-10-2015 βεβαίωση της τράπεζας …. BANK, σύμφωνα με την οποία το παραπάνω εφάπαξ καταβλητέο ασφάλιστρο πιστώθηκε μόλις στις 24-7-2014, ήτοι δυο ημέρες μετά το ατύχημα, στον υπ’ αριθ. ……….. λογαριασμό της άνω ασφαλιστικής εταιρίας στην άνω τράπεζα, με ηλεκτρονική εντολή της ασφαλιστικής συμβούλου …………., αφού η ηλεκτρονική αυτή πληρωμή δεν ασκεί έννομη επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση, καθόσον αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι το καταβλητέο ασφάλιστρο για το ζημιογόνο σκάφος είχε πληρωθεί αρμοδίως από τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα την προηγουμένη του ατυχήματος. Άλλωστε είναι άλλο ζήτημα η πληρωμή του ασφαλίστρου από τον ασφαλιζόμενο στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή και άλλο η απόδοσή του στην ασφαλιστική εταιρία από τον τελευταίο και η εκκαθάριση της οικονομικής τους σχέσης (στην οποία, σημειωτέον, δεν συνέβαλε, στο βαθμό που ήταν αναγκαίο, το νομικό πλαίσιο το οποίο ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο και πριν το άρθρο 146 του ν. 4364/2016, όσον αφορά τη σχετική διαδικασία). Κατόπιν όλων αυτών, από άποψη ουσιαστικής έναρξης της ασφάλισης, το άνω ασφαλιστήριο κρίνεται ότι καλύπτει την άνω ασφαλιστική περίπτωση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι, κατά το χρόνο που επήλθε αυτή, δηλαδή στις 22-7-2014, η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία δεν έφερε τον αντίστοιχο ασφαλιστικό κίνδυνο, διότι δεν είχε συντελεστεί η ουσιαστική έναρξη της προαναφερόμενης ασφάλισης, η οποία επήλθε στις 24-7-2014, με την πίστωση του άνω ποσού ασφαλίστρου σε τραπεζικό λογαριασμό της άνω ασφαλιστικής εταιρίας από την ασφαλιστική σύμβουλο ………, στην οποία δεν αποδείχθηκε χέρι με χέρι καταβολή του ασφαλίστρου από τον κυρίως εναγόμενο στις 21-7-2014 και η οποία δεν ήταν και εξουσιοδοτημένη προς τούτο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου (πέμπτου) της έφεσης του κυρίως εναγομένου.
  2. X. Περαιτέρω, η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, προς απαλλαγή της από την ασφαλιστική ευθύνη της για το ατύχημα, επαναφέρει παραδεκτά (κατ’ άρθρο 527 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) με τις προτάσεις της προς απόκρουση της Β έφεσης σε σχέση με την απορριφθείσα πρωτοδίκως πρώτη προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, τις παρακάτω ενστάσεις απαλλαγής της λόγω εξαιρούμενων περιπτώσεων με βάση τους Γενικούς Όρους Αστικής Ευθύνης Σκαφών Αναψυχής, οι οποίοι είναι διατυπωμένοι στο Βιβλίο Όρων Ασφάλισης (Έκδοση 7, 2009) αυτής και – με ρητή αναφορά στο προοίμιο της 1ης σελίδας του κύριου σώματος του ενδίκου ασφαλιστηρίου, καθώς και στη Γ’ ενότητα της 3ης σελίδας αυτού και αυτούσιας επισύναψής τους σ’ αυτό – ενσωματώνονται σ’ αυτό, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα του. Ειδικότερα, επικαλείται καταρχήν μη συμφωνημένη χρήση του jet ski, η οποία οδήγησε στο ατύχημα εκτός θαλάσσης, στα πλαίσια δοκιμών της μηχανής του και όχι στα πλαίσια εκτέλεσης με αυτό θαλάσσιου περιπάτου (παράβ. άρθρου 13 παρ. παρ. 3, 22 Γ.Ο.Α.) και στη συνέχεια επικαλείται και λόγο ανωτέρας βίας, συνιστάμενης σε αναρρόφηση χονδρού υφάσματος στο χώρο της αντλίας υδροπρόωσης, εξαιτίας του οποίου το jet ski δεν υπάκουε στις εντολές του χειριστή για στρέψη αριστερά ή δεξιά και αλλαγή πορείας, γεγονός που δεν μπορούσε να προβλέψει και να αποτρέψει ο τελευταίος (παράβ. άρθρου 15 παρ. 3 Γ.Ο.Α, σε συνδ. με άρθρα 330, 336, 342 Α.Κ.). Όμως τα επικαλούμενα άνω περιστατικά δεν αποδείχθηκαν, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναλυτικά εκτεθέντα και οι παραπάνω ενστάσεις της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ’ ουσία. Ακολούθως, επικαλείται τις εξαιρούμενες περιπτώσεις α) της παράλειψης άμεσης γνωστοποίησης περιστατικού συνεπαγόμενου έγερση απαίτησης τρίτου (παράβ. άρθρου 15 παρ. 6 Γ.Ο.Α.), συνιστάμενης στην αναγγελία του τραυματισμού του κυρίως ενάγοντος στους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές με καθυστέρηση 17 ημερών από το ατύχημα και β) της παράλειψης προώθησης στην ίδια μέσα σε οκτώ ημέρες κάθε δικαστικού ή εξώδικου εγγράφου που αφορά την επέλευση του κινδύνου απ’ όπου και αν προέρχεται (παράβ. άρθρου 15 παρ. 7 Γ.Ο.Α.), συνιστάμενης στην επίδοση της ένδικης προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής στην άνω ασφαλιστική εταιρία μετά από 34 ημέρες από την επίδοση της κύριας αγωγής στον κυρίως εναγόμενο. Επί των άνω ενστάσεών της πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Με το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’, 87/14-16/5-1997), ορίζεται ότι «ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται εντός οκτώ (8) ημερών από τότε που έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή», ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «η υπαίτια παράβαση από τον λήπτη της ασφάλισης των υποχρεώσεων της παρ. 1 αυτού του άρθρου παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του». Ακολούθως, με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης προς ασφάλισμα αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στη μεν ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων, μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος…», ενώ με την παρ. 6 εδ. α’ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων». Από την παραπάνω διάταξη (της παρ. 2) προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις της ιδιωτικής ασφάλισης η παράλειψη της υποχρέωσης (ήτοι του ασφαλιστικού βάρους) που επιβάλλεται στον ασφαλισμένο προς αναγγελία της επέλευσης του κινδύνου στον ασφαλιστή μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται είτε νόμιμα είτε συμβατικά, δεν συνεπάγεται την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωσή του προς καταβολή του ασφαλίσματος, αλλά μπορεί, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να γεννήσει υποχρέωση του ασφαλισμένου προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία ενδεχομένως θα είχε υποστεί ο ασφαλιστής εξ αιτίας της παράλειψης αυτής [Εφ.Αθ. 110/2011, Ε.Εμπ.Δ. 2011, 119, Εφ.Αθ. 2731/2011, Ε.Εμπ.Δ. 2012, 98, Εφ.Αθ. 4375/2006, ΕλλΔνη 2009, 544, Εφ.Αθ. 2414/2006, ΕλλΔνη 2007, 533, Εφ.Θεσ. 2825/2003, Δ.Ε.Ε. 2004, 919, Κ. Ρόκα, Ιδιωτ. Ασφαλ. Δίκαιο, παρ. 31, σ. 102, I. Ρόκα, Ιδιωτ. Ασφάλιση στη Νομολογία (1979), σ. 20-23]. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 33 του ως άνω ασφαλιστικού νόμου ορίζεται ότι «Κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών». Η εν λόγω, κεφαλαιώδους σημασίας διάταξη του Ασφ.Ν. καθιστά «ημιαναγκαστικού» δικαίου το σύνολο των διατάξεων του νόμου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον Ασφ.Ν, δεν μπορούν με την ασφαλιστική σύμβαση να περιοριστούν τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, παρά μόνο να διευρυνθούν. Για το λόγο αυτό, συμβατικές ρήτρες που συνομολογούνται συνήθως με την μορφή γενικών όρων και προβλέπουν «έκπτωση» του ασφαλισμένου, δηλαδή απαλλαγή του ασφαλιστή σε περίπτωση μη έγκαιρης ειδοποίησης και μη δόσης των αναγκαίων πληροφοριών, που σχετίζονται με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου που του ζητάει ο ασφαλιστής, είναι άκυρες γιατί περιέχουν μεταβολή, τόσο σοβαρή ως προς τις συνέπειες μορφής, των όρων της παραγραφής (άρθρα 275 Α.Κ, 10 Ν. 2496/1997), μεταβάλλοντας το ασφαλιστικό βάρος του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 2496/1997 σε εξαιρετικά βραχύχρονη αποσβεστική προθεσμία (Α.Π. 345/1995, Νο.Β. 44, 822, Εφ.Θεσ. 2825/2003, Εφ.Πατρ. 702/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν το καθήκον παραβιάστηκε, αλλά είτε δεν δημιουργήθηκε στον ασφαλιστή ζημία, είτε η παράβαση προκλήθηκε από τυχαίο γεγονός ή από έλλειψη δυνατότητας ειδοποίησης ή από κακή πληροφόρηση του υπόχρεου ή από σφάλμα τρίτου, η παράβαση δεν έχει έννομη συνέπεια. Σε περίπτωση δε που ο ασφαλιστής επικαλείται συγκεκριμένη ζημία του εξαιτίας της παράβασης του καθήκοντος, μπορεί να συμψηφίσει το ποσό της αποζημίωσης που του οφείλεται με το οφειλόμενο από αυτόν ασφάλισμα, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού κατ’ άρθρο 440 του Α.Κ. (Ζαχ. Σκουλούδη, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, Γ’ έκδ, σ. 250-251). Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τις άνω νομικές σκέψεις, οι άνω ενστάσεις της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας για τις εξαιρούμενες περιπτώσεις που προβλέπουν οι παρ. 6 και 7 του άρθρου 15 των Γ.Ο.Α. πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμες, διότι ακόμα και εάν έλαβε χώρα η επικαλούμενη παράβαση των άνω υποχρεώσεων του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, αυτό δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την απαλλαγή της άνω ασφαλιστικής εταιρίας από την καταβολή του ασφαλίσματος, αλλά μόνο την γέννηση αξίωσης υπέρ αυτής προς αποζημίωση για την αποκατάσταση της τυχόν ζημίας της, αφού είναι άκυροι οι γενικοί όροι που επιβάλλουν την τήρηση των σύντομων άνω προθεσμιών και έχουν επισυναφθεί στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, καθώς μεταβάλλουν το ασφαλιστικό βάρος του άνω άρθρου 7 παρ. 1 του Ν 2469/1997 σε εξαιρετικά βραχύχρονη αποσβεστική προθεσμία, κάτι όμως που δεν είναι ανεκτό από το νόμο (άρθρο 275 Α.Κ.), αλλά και διότι είναι καταχρηστικοί, αφού διαταράσσουν τη συμβατική ισορροπία, με την επέλευση περιορισμού των δικαιωμάτων του ασφαλιζόμενου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επαπειλείται ματαίωση του σκοπού της σύμβασης, με την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση προς καταβολή του ασφαλίσματος, παρόλο που τέτοια βαριά έννομη συνέπεια δεν προκύπτει άμεσα ή έμμεσα από το νόμο (βλ. περί των ανωτέρω και Α.Π. 11/2006, Ε.Εμπ.Δ. 2006, 380, Εφ.Πατρ. 702/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ.]. Τέλος, η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία επικαλείται την εξαιρούμενη περίπτωση της παράλειψης του ασφαλισμένου παρεμπιπτόντως ενάγοντα να προβεί σε οποιασδήποτε μορφής ενέργεια που θα σημαίνει αποδοχή ή απόκρουση ή αναγνώριση ή συμβιβασμό ή διακανονισμό του καλυπτομένου κινδύνου, χωρίς τη γραπτή συναίνεση της ίδιας (παράβ. άρθρου 15 παρ.  Γ.Ο.Α.), συνιστάμενης στην ενέργειά του, στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων που είχε ανοίξει εναντίον του ο κυρίως ενάγων για την προσωρινή επιδίκαση μέρους της απαίτησής του, να συνυπογράψει με αυτόν ιδιωτικό πρακτικό συμβιβασμού, με το οποίο αναγνώρισε προς αυτόν (κυρίως ενάγοντα) την αποκλειστική υπαιτιότητά του σε σχέση με τον επίδικο τραυματισμό του. Ο ισχυρισμός της αυτός πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, στην προκειμένη περίπτωση, η επικαλούμενη παράβαση του παρεμπιπτόντως ενάγοντος αφορά αποκλειστικά τη λήψη μέτρων προσωρινής δικαστικής προστασίας και δεν συνιστά ενέργεια που σημαίνει αποδοχή ή απόκρουση ή αναγνώριση ή συμβιβασμό ή διακανονισμό του καλυπτόμενου ασφαλιστικού κινδύνου, η ύπαρξη ή μη του οποίου θα κριθεί στην κύρια δίκη, ανεξάρτητα από το ότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν, η  αναγνώριση από τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα της αποκλειστικής υπαιτιότητάς του για τον τραυματισμό του κυρίως ενάγοντος δεν αφίσταται της πραγματικότητας και επιβάλλεται από το, κατ’ άρθρο 116 Κ.Πολ.Δ, καθήκον αληθείας. Με βάση δε τα ανωτέρω δεκτά γενόμενα, δεν τίθεται ζήτημα έκπτωσης του ασφαλισμένου παρεμπιπτόντως ενάγοντος και συνακόλουθα απαλλαγής της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας από τις προαναφερθείσες αιτίες. Επομένως, η από 22-2-2017 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/24-2-2017 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση / παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρίας «………..» πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία επειδή δεν αποδείχθηκε έγκαιρη πληρωμή του ενδίκου ασφαλίστρου στην παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (5ο) της ως άνω υπό στοιχείο Β’ έφεσης.
  3. XI. Κατόπιν όλων αυτών – αφού συνεκδικαστούν οι Α και Β εφέσεις, ερήμην της 3ης εφεσίβλητης στη Β έφεση και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της Β έφεσης ως προς την 3η εφεσίβλητη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν – πρέπει να γίνουν δεκτές οι άνω εφέσεις τυπικά και εν μέρει και κατ’ ουσία, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Δωδ. 309/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με τη διευκρίνιση ότι παρέλκει η εξέταση του λόγου της Α έφεσης περί της επιβολής της δικαστικής δαπάνης του πρώτου βαθμού, δοθέντος ότι το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης συνέχεται αναγκαία με την ουσία της υπόθεσης, έτσι, ενόψει του ότι η ως άνω έφεση έγινε δεκτή κατ’ ουσία, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και κατά το αντίστοιχο μέρος της (Εφ.Πειρ. 12/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, παρ. 193Α, σ. 74). Ακολούθως, αφού απορριφθεί ότι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό, πρέπει α) να γίνει εν μέρει δεκτή η από 29-10-2016 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ ……/29-12-2016 κύρια αγωγή (η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται και αναλύονται στην υπό στοιχείο VII άνω μείζονα σκέψη, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 341, 346 Α.Κ. και 70 και 176 Κ.Πολ.Δ.) και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 552.177,74 ευρώ, εκ των οποίων εφάπαξ μεν το ποσό των 460.977,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, το δε υπόλοιπο ποσό των 91.200,00 ευρώ σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης 600,00 ευρώ, καταβλητέας εντός του πρώτου εικοσαημέρου εκάστου μηνός, για το χρονικό διάστημα από 15-1-2017 έως 15-9-2029, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε δόση θα καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, β) να γίνει δεκτή η από 22-2-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../24-2-2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή [η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται και αναλύονται στην υπό στοιχείο V άνω μείζονα σκέψη, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 185, 189, 192, 361, 346 Α.Κ, 1, 2, 3, 6, 7, 11 και 25 Ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις», όπως αυτός, τροποποιηθείς, ισχύει, 8 παρ. 1 Ν. 2743/1999 (ήδη αντικατασταθέν με το άρθρο 14 παρ. 4 α’ Ν. 4256/2014), 69 παρ. 1 περ. δ και ε’, 88, 89 και 176 Κ.Πολ.Δ] και να αναγνωριστεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα οποιοδήποτε ποσό αυτός καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, μέχρι του ανώτατου ορίου της επίδικης ασφαλιστικής κάλυψης (50.000,00 ευρώ), κατά παραδοχή ως βάσιμης της νόμιμης ένστασης της άνω ασφαλιστικής εταιρίας περί περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του άνω ασφαλιστικού ποσού, με βάση ρητή σχετική πρόβλεψη στον πίνακα καλύψεων του ένδικου ασφαλιστηρίου για το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο – όριο κάλυψης για αστική ευθύνη για σωματικές βλάβες επιβαινόντων και τρίτων ανά άτομο [ποσό που δεν υπολείπονταν του ελάχιστου υποχρεωτικού ασφαλιστικού ποσού για αντίστοιχη αστική ευθύνη πλοίων με ολική χωρητικότητα μικρότερη των 300 gt που προέβλεπε ο Ν. 4256/2014 (Φ.Ε.Κ. Α’ 92/14-4-2014) στο άρθρο 14 παρ. 4ββ.1, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 55 παρ. 2 στ’ και ζ’ του Ν. 4276/2014 (Φ.Ε.Κ. Α’ 155/30-7-2014)], δεδομένου ότι το συνολικά επιδικαζόμενο ποσό στον κυρίως ενάγοντα για την ανωτέρω αιτία υπερβαίνει το προμνησθέν ποσό των 50.000,00 ευρώ και γ) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 22-2-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/24-2-2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Επίσης, όσον αφορά την κύρια αγωγή, ο εναγόμενος πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ, όσον αφορά τις συνεκδικαζόμενες προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, αφού η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν κατά την εκδίκασή τους ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 εδάφ. γ’ Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή των παραβόλων άσκησης έφεσης στους νικήσαντες μερικά εκκαλούντες στις Α και Β εφέσεις (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις, ερήμην της 3ης εφεσίβλητης στη Β έφεση και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της Β έφεσης ως προς την 3η εφεσίβλητη.

Δέχεται τις Α και Β εφέσεις τυπικά και εν μέρει και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 481/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει α) την από 29-10-2016 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/29-12-2016 κύρια αγωγή, β) την από 22-2-2017 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./24-2-2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και γ) την από 22-2-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./24-2-2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.

Απορρίπτει ότι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό.

Δέχεται εν μέρει την υπό στοιχείο α’ άνω κύρια αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των πεντακοσίων πενήντα δυο χιλιάδων, εκατόν εβδομήντα επτά ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (552.177,74), εκ των οποίων εφάπαξ μεν το ποσό των τετρακοσίων εξήντα χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (460.977,74), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, το δε υπόλοιπο ποσό των ενενήντα μια χιλιάδων, διακοσίων ευρώ (91.200,00), σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης εξακοσίων (600,00) ευρώ, καταβλητέας εντός του πρώτου εικοσαημέρου εκάστου μηνός, για το χρονικό διάστημα από 15-1-2017 έως 15-9-2029, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε δόση θα καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.

Απορρίπτει την υπό στοιχείο γ’ άνω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.

Δέχεται την υπό στοιχείο β’ άνω προσεπίκληση / παρεμπίπτουσα αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα οποιοδήποτε ποσό αυτός καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, μέχρι του συνολικού ποσού των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000,00), με το νόμιμο τόκο από το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης στον κυρίως ενάγοντα.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην υπό στοιχείο α’ άνω κύρια αγωγή στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των είκοσι δυο χιλιάδων (22.000,00) ευρώ.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά τις συνεκδικαζόμενες προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές. Και

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες των παραβόλων άσκησης των Α και Β εφέσεων (με ΓΑΚ …/ ΕΑΚ …/6-3-2019 και ΓΑΚ … / ΕΑΚ …/21-3-2019 αντίστοιχα) και συγκεκριμένα των με κωδικό e- παραβόλου άσκησης έφεσης . ……. και ………του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ εκάστου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  16 Ιανουαρίου 2020 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 27 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ