Αριθμός 253/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 16-4-2018 (γεν. αριθμ.καταθ……/2018) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ΄αριθμ. 5482/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία περιουσιακών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Από τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 15 του νόμου 1329/1983, με τα οποία ορίζεται ότι α) οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας με την προσφορά της προσωπικής τους εργασίας, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους και β) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνονται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου, ενώ το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση, προκύπτει ότι θεσμοθετήθηκε, με βάση την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να συνεισφέρουν για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Η συνεισφορά αυτή καλύπτεται και με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών, ως ένα μέσο για την αντιμετώπιση των αναγκών του κοινού οίκου, στο μέτρο των δυνατοτήτων του κάθε συζύγου, υποχρέωση που γεννά εκ του νόμου δικαίωμα του άλλου να αξιώνει τη συνεισφορά των υπηρεσιών αυτών. Έτσι, στην περίπτωση θανάτου του ενός συζύγου και της συνακόλουθης απώλειας της δυνατότητας προσφοράς των προσωπικών του υπηρεσιών, ο επιζών σύζυγος δικαιούται να απαιτήσει, από τον υπαίτιο του θανάσιμου τραυματισμού, αποζημίωση για τη στέρηση των υπηρεσιών, που συνιστούσαν την από το νόμο οφειλόμενη συμβολή του θύματος στις οικογενειακές ανάγκες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 928 εδάφ. β` του ΑΚ. Η ύπαρξη και το μέγεθος της ζημίας που μπορεί να ζητηθεί ως αποζημίωση θα εξαρτάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το συσχετισμό των δυνάμεων των συζύγων, από τον οποίο θα προκύπτει η υποχρέωση, το είδος και το μέγεθος συνεισφοράς του παθόντος συζύγου με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, βάσει των στοιχείων που θα εκτίθενται από τους διαδίκους (ΑΠ Ολομ. 39/1997, ΑΠ 940/2008, πρβλ. και ΑΠ 1308/2015, ΑΠ 788/2010, ΑΠ 2331/2009, ΑΠ 1965/2008 ΤΝΠ Νόμος). Ο συσχετισμός των προσφερόμενων, κατά περίπτωση, υπηρεσιών είναι αναγκαίος όχι για να υπολογιστούν, αποτιμώμενα χρηματικώς, τα συνολικά εισοδήματα των δύο συζύγων και να επιμεριστούν στη συνέχεια για τον καθέναν ανάλογα με τις ανάγκες και τη συμβολή του στη δημιουργία του οικογενειακού προϋπολογισμού, αλλά για να προσδιοριστεί το ύψος της απώλειας που υπέστη ο επιζών σύζυγος από τη μη προσφορά υπηρεσιών (ΑΠ 1637 / 2018 ΤΝΠ Νόμος).
Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 322, 324 και 331 ΚΠολΔ και 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής αποζημίωσης λόγου θανάτωσης ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίας έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατό να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη αγωγή. Επομένως, αν υπάρξει τελεσίδικη κρίση, ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υποχρέου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται και ευθέως (άρθρα 322 και 324 ΚΠολΔ) και εμμέσως (άρθρο 331 ΚΠολΔ), μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση είτε με αναγνωριστική αγωγή είτε με καταψηφιστική και δεν εκτείνεται και στη μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε (ΑΠ 1435/2013, ΑΠ 1012/2004 ΤΝΠ Νόμος).
Με την από 30-4-2017 (γεν.αριθμ.καταθ…./2017) αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στρεφόμενη κατά των : 1) ……….., 2) ………. και 3) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» και ήδη εφεσίβλητης, εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι στις 4-2-1996 ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το υπ΄αριθμ. κυκλοφορίας ………. Ι.Χ. φορτηγό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγομένου και ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από υπαιτιότητά του τον θανατηφόρο τραυματισμό του ηλικίας τότε 43 ετών συζύγου της …………, κατά τη σύγκρουση των οχημάτων τους, που έγινε υπό τις συνθήκες που αναφέρονται σ΄αυτήν (αγωγή). Ότι δυνάμει της υπ΄αριθμ.1634/1997 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία κατέστη τελεσίδικη με την υπ΄αριθμ. 723/1998 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κρίθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος ήταν αποκλειστικά υπαίτιος για το θανάσιμο τραυματισμό του συζύγου της ενάγουσας.
Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε (μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και τη νομότυπη παραίτησή της ως προς τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων) να αναγνωριστεί ότι η τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 850 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 μέχρι 30-4-2017 ήτοι συνολικά το ποσό των (52 μηνών Χ 850 ευρώ) = 44.200 ευρώ, διότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα στερήθηκε της διατροφής της λόγω του θανάτου του συζύγου της, με το νόμιμο τόκο επιδικίας (το ανωτέρω ποσό) από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και να καταδικασθεί η τρίτη εναγομένη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία αφού θεωρήθηκε η αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τους δύο πρώτους εναγόμενους, απορρίφθηκε αυτή ως προς την τρίτη εναγομένη ως ουσιαστικά αβάσιμη και καταδικάστηκε η ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της τρίτης εναγομένης τα οποία καθορίστηκαν στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της ενάγουσας η οποία εξετάσθηκε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, (η τρίτη εναγομένη δεν εξέτασε μάρτυρα), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Με την υπ΄αριθμ. 723/1998 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε επί της από 2-8-1996 (αριθμ.καταθ……/1996) αγωγής της ενάγουσας κατά των εναγομένων με αντικείμενο την επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ζημίες που υπέστη αυτή από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου, κρίθηκαν με δύναμη δεδικασμένου για τη ένδικη υπόθεση τα εξής : Ότι ο πρώτος εναγόμενος στις 4-2-1996 και περι ώρα 03.30 οδηγώντας το ΙΧ φορτηγό αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας ………….., που ήταν ασφαλισμένο για την αστική έναντι των τρίτων ευθύνη στην τρίτη εναγομένη, προκάλεσε από αποκλειστική του υπαιτιότητα το θανάσιμο τραυματισμό του συζύγου της ενάγουσας, ………., σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα που συνέβη στην Εθνική Οδό Αθηνών – Πατρών στο 116,90 χλμ αυτής. Ο θανών ηλικίας, κατά το χρόνο του ατυχήματος 43 ετών, ήταν προ του θανάτου του τεχνίτης αλουμινίου, εργαζόμενος στην εταιρεία με την επωνυμία «……» με μηνιαίες αποδοχές 200.000 δρχ και κατά τις απογευματινές ώρες αναλάμβανε ως ελεύθερος επαγγελματίας την κατασκευή και την τοποθέτηση αλουμινίων αποκερδαίνοντας μηνιαίως από την πρόσθετη αυτή εργασία του το ποσό των 150.000 δραχμών.
Έτσι, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της παραπάνω τελεσίδικης απόφασης, παράγεται δεδικασμένο ως προς την αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου οδηγού στην επέλευση του θανάτου του τελευταίου, ως προς την ασφάλιση για τον κίνδυνο επέλευσης της αστικής ευθύνης έναντι των τρίτων από τη λειτουργία του ζημιογόνου οχήματος από την τρίτη εναγομένη, ως προς την ηλικία και το επάγγελμα που ασκούσε ο θανών και την περιουσιακή του κατάσταση κατά το χρόνο του θανάτου του, καθώς επίσης και ως προς τη συζυγική του σχέση με την ενάγουσα, ενώ δεν υπάρχει δεδικασμένο για τον μετέπειτα χρόνο κατά τον οποίο είναι δυνατό να εξακολουθήσει η αδικοπραξία να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν κατέστησαν αντικείμενο έρευνας στην τελεσιδίκως κριθείσα προγενέστερη αγωγή σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας.
Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι υπ΄αριθμ. 721/1999, 6873/2001, 2956/2006, 2922/2007 και η 220/2012 οριστικές αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι οποίες επιδίκασαν στην ενάγουσα μηνιαία διατροφή.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι με την υπ΄αριθμ. 4020/ 2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη προγενέστερη (από την ένδικη) αγωγή της ενάγουσας για επιδίκαση διατροφής για το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 μέχρι 31-12-2012, ενώ μετά την άσκηση έφεσης από αυτήν, εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.82/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη ως άνω απόφαση, κατόπιν δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, επιδικάζοντας στην ενάγουσα μηνιαία διατροφή : α) ποσού 152,36 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 31-12-2010, β) ποσού 61,18 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 και γ) ποσού 61,73 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012.
Περαιτέρω, ως προς την κρινόμενη αγωγή αποδείχθηκε ότι λόγω της γενικευμένης οικονομικής κρίσης στη χώρα, ήδη από το έτος 2009 και η οποία συνεχίστηκε και μέχρι την άσκηση της αγωγής, με συνέπειες μεταξύ άλλων, την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας και την κάθετη πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας, ο θανών εάν δεν συνέβαινε το ατύχημα, θα ήταν 60 ετών (κατά το έτος 2013), θα εξακολουθούσε μεν με πιθανότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να εργάζεται και μετά την 1-1-2013 μέχρι 30-4-2017, ως τεχνίτης αλουμινίου απασχολούμενος στην ανωτέρω εργοδότρια εταιρεία ή σε άλλη με το ίδιο αντικείμενο, αποκερδαίνοντας μηνιαίως το ποσό των 1.200 ευρώ (λαμβάνοντας υπόψη και την πολυετή πείρα του), πλην όμως δεν θα είχε καμία απογευματινή απασχόληση ως ελεύθερος επαγγελματίας σε κατασκευές και τοποθετήσεις αλουμινίων, λόγω ακριβώς της οικονομικής αυτής κρίσης που έχει μειώσει δραματικά τα έσοδα- κέρδη επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της οικοδομής. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης που κατέθεσε ότι ο υιός του θανόντος απασχολείται μόνος του σε παρόμοια επιχείρηση χωρίς τη συνδρομή τρίτου προσώπου – εργαζομένου «αφού δεν γίνεται διαφορετικά», δηλαδή ούτε ο υιός του θανόντος (λόγω της κρίσης) θα μπορούσε να απασχολήσει τον πατέρα του απογευματινές ώρες καταβάλλοντάς του μάλιστα το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως ως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα.
Στη συνέχεια από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο θανών ……….. το ποσό των 1.200 ευρώ θα διέθετε εξ΄ολοκλήρου για τη διαβίωση της οικογένειάς του, όπως έκανε και μέχρι το χρόνο του θανάτου του. Η ενάγουσα μαζί με τον θανόντα σύζυγό της είχαν στην κυριότητά τους κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας ένα κατάστημα που βρίσκεται στο ……. Αττικής, το οποίο πριν το θάνατό του το εκμίσθωναν έναντι 50.000 δρχ, πλέον όμως το χρησιμοποιεί ως επαγγελματική στέγη ο υιός τους, ο οποίος ασκεί το ίδιο επάγγελμα με τον θανόντα πατέρα του (κατασκευές και τοποθετήσεις αλουμινίων) και συνεπώς δεν θα μπορούσαν να εισπράττουν ενοίκιο. Άλλα εισοδήματα ή περιουσία από οποιαδήποτε πηγή δεν αποδείχθηκε ότι είχε ο θανών. Από την άλλη πλευρά, η ενάγουσα όταν ο σύζυγός της ζούσε, δεν εργαζόταν, όπως εξακολουθεί να μην εργάζεται και μετά το θάνατό του , παρείχε δε στην οικογένεια ως συνεισφορά την προσωπική της εργασία για τη συντήρηση του οίκου της και τη φροντίδα των μελών της, οι οποίες είναι αποτιμητές σε χρήμα, ανερχόμενες στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως. Η ίδια διέμενε και εξακολουθεί να διαμένει σε ιδιόκτητη οικία και δεν επιβαρύνεται έτσι με δαπάνες στεγάσεως. Με το συνολικό δε ποσό των 1.500 ευρώ (1.200 + 300) θα καλύπτονταν οι μηνιαίες ανάγκες διαβίωσης της οικογένειας ανάλογα με τις δυνάμεις καθενός από τους συζύγους. Αν δεν μεσολαβούσε ο θάνατός του, θα συνέχιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να συνεισφέρει στην οικογένειά του το ποσό των 1.200 ευρώ μηνιαίως για τις οικογενειακές ανάγκες, από το οποίο ποσό 450 ευρώ θα αφορούσε τη συνεισφορά του για τα έξοδα διαβίωσης και διατροφής της ενάγουσας – συζύγου του.
Ως εκ τούτου η ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 30-4-2017 θα είχε δικαίωμα να αξιώσει ως αποζημίωση για τη στέρηση της παρεχόμενης από το θάνατο διατροφής της, το ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως στο οποίο ανέρχεται το ποσό της συνεισφοράς του θανόντος στη διατροφή της για το επίδικο ως άνω διάστημα.
Στη συνέχεια, όπως αποδείχθηκε από την με αριθμ.πρωτ. ………. βεβαίωση του ΕΦΚΑ – Υποκατάστημα Περιστερίου, η ενάγουσα έλαβε από το ΙΚΑ σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της ανερχόμενη : α) για το έτος 2013 στο συνολικό ποσό των 6.711,23 ευρώ ή 559,27 ευρώ μηνιαίως, β) για το έτος 2014 στο συνολικό ποσό των 6.682,87 ευρώ ή 556,90 ευρώ μηνιαίως, γ) για το έτος 2015 στο συνολικό ποσό των 6.630,30 ευρώ ή 552,52 ευρώ, δ) για το έτος 2016 στο συνολικό ποσό των 6.561,60 ευρώ ή 546,80 ευρώ μηνιαίως και ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 30-4-2017 στο συνολικό ποσό των 2.187,20 ευρώ ή 546,80 ευρώ μηνιαίως. Όλα δε τα ανωτέρω ποσά μεταβιβάζονται εκ του νόμου αυτοδικαίως στον προαναφερόμενο ασφαλιστικό οργανισμό (άρθρο 10 παρ. 5 ν.δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 του ν. 4476/1965 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986 και το β.δ. 226/1973) και κατ΄εξαίρεση της διάταξης του άρθρου 930 παρ.3 του ΑΚ, μειώνουν την οφειλόμενη στην ενάγουσα αποζημίωση, γενομένης δεκτής ως κατ΄ουσίαν βάσιμης της πρωτοδίκως προβαλλομένης από την εναγομένη σχετικής ένστασης περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας για είσπραξη μηνιαίας διατροφής κατά το μέρος που εισπράττει σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της από το ΙΚΑ.
Κατόπιν των ανωτέρω η ενάγουσα δικαιούται να λάβει τη διαφορά που προκύπτει από την αφαίρεση των ανωτέρω κονδυλίων από την οφειλόμενη στην ίδια διατροφή. Επειδή όμως από την αφαίρεση προκύπτει αρνητική διαφορά (450 – 559,27 = – 109,27, 450- 556,90= – 106,90, 450 – 552,52 = – 102,53, 450- 546,80= – 106,80) προκύπτει ότι ουδέν επιπλέον ποσό δικαιούται να λάβει η ενάγουσα αφού το μηνιαίο ποσό σύνταξης που έλαβε από το ΙΚΑ όπως προεκτέθηκε, υπερκαλύπτει το ποσό των 450 ευρώ, που θα εδικαιούτο να αξιώσει ως αποζημίωση για τη στέρηση της παρεχόμενης από τον θανόντα σύζυγό της διατροφής για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 30-4-2017.
Επομένως αφού η ενάγουσα δεν δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση από την τρίτη εναγομένη για τη στέρηση της παρεχόμενης από τον θανόντα διατροφής για το επίδικο διάστημα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της ενάγουσας που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ όπως ισχύει.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 5482/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ. ΚΑΙ
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό ……./2018 άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00 ) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ