Αριθμός 250/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 5-3-2018 (γεν. αριθμ.καταθ. …../2018) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ΄αριθμ. 922/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ( άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ. β΄ εδ. α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την από 20-5-2013 (αριθμ.καταθ. …../2013) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει σύμβασης παραγγελίας χερσαίας μεταφοράς που κατήρτισε με την γερμανική εταιρεία μεταφοράς με την επωνυμία «………» ανέλαβε έναντι αμοιβής να μεταφέρει οδικώς από την πόλη … Γερμανίας στην Αθήνα, εμπορεύματα (παιδικά παιχνίδια) ιδιοκτησίας της γερμανικής εταιρείας «. . …..», συνολικής τιμολογιακής αξίας 49.342,84 ευρώ. Ότι στη συνέχεια ενεργώντας ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς ανέθεσε, έναντι κομίστρου στην εταιρεία με την επωνυμία «……….» με έδρα τη Βουλγαρία, τη μεταφορά των παραπάνω εμπορευμάτων. Ότι τελικά τη μεταφορά των εμπορευμάτων εκτέλεσε, κατόπιν μεσολάβησης της εταιρείας «………» ως εντολοδόχου και παραγγελιοδόχου μεταφοράς, η εταιρεία με την επωνυμία «……..» χωρίς όμως να παραδοθούν τα εμπορεύματα στον συμφωνηθέντα προορισμό τους.
Περαιτέρω η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει του υπ΄αριθμ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου που καταρτίστηκε στις 7-1-2011 κατήρτισε σύμβαση ασφάλισης ευθύνης διεπόμενη από τα οριζόμενα σ΄αυτό (ασφαλιστήριο) και στην υπ΄αριθμ. …. πρόσθετη πράξη του και δη υπό τους όρους των επισυναπτόμενων ρητρών του Ινστιτούτου για την ασφάλιση φορτίων της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute Cargo Clauses1.1.82), καθόσον η σύμβαση διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και ότι η ασφάλιση κάλυπτε κάθε κίνδυνο βλάβης ή απώλειας του εμπορεύματος. Ότι κατόπιν όχλησής της από την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «..» η οποία είχε υποκατασταθεί ασφαλιστικά στην αξίωση της ασφαλιστικής εταιρείας «……….» η οποία κατέβαλε το ασφάλισμα ποσού 26.263,42 ευρώ στην ιδιοκτήτρια εταιρεία, συμφώνησε να καταβάλει ισόποσο ποσό, που αντιστοιχεί σε μέρος της τιμολογιακής αξίας των εμπορευμάτων, υποκαθιστάμενη αυτοδίκαια και ισόποσα στην αξίωση αυτή. Ότι τόσο η ιδιοκτήτρια εταιρεία όσο και οι αλλοδαπές ασφαλιστικές εταιρείες κατήρτισαν μ΄αυτήν (ενάγουσα) τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2012 έγγραφη σύμβαση εκχώρησης των αξιώσεών τους λόγω απώλειας του υπό μεταφορά εμπορεύματος, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία. Ότι προκειμένου να περιορίσει τη ζημία που προκλήθηκε δαπάνησε συνολικά 3.335,16 ευρώ και ειδικότερα: α) 536,16 ευρώ για την υποβολή έγκλησης στις αρμόδιες βουλγαρικές αρχές β) 350 ευρώ για τη μετάβαση του νομίμου εκπροσώπου της στη Βουλγαρία γ) 539 ευρώ για νομικές ενέργειες που πραγματοποίησε ενώπιον των ελληνικών αρχών δ) 738 ευρώ για τη σύνταξη γνωμοδότησης σε σχέση με τα επίδικα νομικά ζητήματα και ε) 1.172 ευρώ για την έγερση αστικών αξιώσεων ενώπιον των βουλγαρικών δικαστηρίων.
Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε, να αναγνωρισθεί ότι έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος της απώλειας του εμπορεύματος και ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει με βάση τη σύμβαση ασφάλισης ως αποζημίωση (ασφάλισμα) την τιμολογιακή αξία των εμπορευμάτων που ανέρχεται στο ποσό των 52.526,81 ευρώ, άλλως να της καταβάλει το ποσό αυτό λόγω εκχώρησης, διαφορετικά να της καταβάλει το ποσό των 26.263,42 ευρώ που κατέβαλε στην αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρεία και να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 3.335,16 ευρώ το οποίο δαπάνησε για τον περιορισμό της ζημίας, νομιμοτόκως όλα τα ανωτέρω ποσά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση η οποία, αφού δέχθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 5 περ.1,6,17,23,24,28,32,45 περ.1,55,56 περ.2, 58 και 80 περ.1 της Μ.Ι.Α.1906 (αγγλικός νόμος «Περί θαλάσσιας ασφάλισης του 1906 – γνωστός ως «MARINE INSURANCE ACT»1906), στις ρήτρες 1,11.1,16,19 του Ινστιτούτου Ασφαλιστών Λονδίνου για φορτία της 1.1.82, στις διατάξεις του άρθρου 346 του ΑΚ καθώς και των άρθρων 907,908,191 παρ.2 επ. και 176 επ. του ΚΠολΔ, πλην του πρώτου αιτήματος, το οποίο αλυσιτελώς προβάλλεται αφού η διάγνωσή του αποτελεί προδικαστικό ζήτημα που θα ερευνηθεί από το Δικαστήριο για την επιδίκαση της αγωγικής αξίωσης κατόπιν απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας, τα οποία καθόρισε στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ,ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.
Κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει το αποτέλεσμα του άρθρου 535 του ιδίου Κώδικα, συνεπάγεται δηλαδή την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Οι παραλείψεις του εκκαλούντος που μπορούν να διορθωθούν με την έφεση αναφέρονται στην ατελή υπεράσπισή του στην πρωτοβάθμια δίκη, ενώ τα αποδιδόμενα στην απόφαση σφάλματα μπορούν να εντοπιστούν σε οποιοδήποτε στάδιο του δικανικού συλλογισμού (Β. Ρήγας, ο.π., σελ. 751) και ανάγονται είτε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού δικαίου είτε σε δικονομικές παραβάσεις που εμφιλοχώρησαν κατά τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της εκκαλουμένης είτε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται από τη μνεία ότι εξ αιτίας της η προσβαλλόμενη απόφαση οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό είτε σε εγκατάλειψη ορισμένης αίτησης αδίκαστης (ΑΠ 19/2018, ΑΠ 781/2017, ΑΠ 1003/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 250/2014, ΕφΑΔ 2014/763, ΑΠ 1440/2005, Δνη 2006/155, ΑΠ 408/2000, Δνη 2000/1335 = ΔΕΕ 2001/876 = ΕΕΝ 2001/630 = ΝοΒ 2001/811, ΑΠ 156/1996, Δνη 1996/1346, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 169, Α. Μπακόπουλος, ο.π., σελ 1137). Δεν αποτελεί, όμως, παραδεκτό λόγο έφεσης η εσφαλμένη αιτιολογία της απόφασης με ορθό διατακτικό, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της εκκαλουμένης κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της άμεμπτο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΜονΕφΛαρ. 33/2015, Δικογραφία 2015/565, Σ. Σαμουήλ, ο.π., αρ. 540, σελ. 227). Αντιθέτως, λόγο έφεσης συνιστά ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί εσφαλμένης εφαρμογής των κριτηρίων που θέτει ο νόμος για την εξειδίκευση κάποιας αόριστης νομικής έννοιας ή περί πλημμελούς υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στο εύρος της, καθώς και η αιτίαση περί κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας (υπερβάσεως των ακραίων ορίων της) που ο νόμος αναγνωρίζει στο δικαστή κατά την αποτίμηση μεγεθών που δεν έχουν καταρχήν περιουσιακή αξία ή ο προσδιορισμός τους επαφίεται στην εχέφρονα, κυριαρχική κρίση του (Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 80, σελ. 176, πρβλΕφΠειρ. 670/2004, Δνη 2005/533, ΕφΠειρ. 548/2004, Δνη 2008/542, ΕφΑθ. 4418/2003, Δνη 2004/222).
Κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ, κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, η συνδρομή αυτών ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη και η έλλειψη τους συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης. Ως νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αντίθετα, δεν νοείται, ούτε παρέχεται τέτοια εξουσία απλώς για αναγνώριση πραγματικών περιστατικών ή για αναγνώριση προϋποθέσεων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων (ΟλΑΠ 18/2005 ΤΝΠ Νόμος). Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της” επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, η μη απόδειξη των οποίων συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, η δε απόκρουση της νομιμοποίησης ή της συνδρομής εννόμου συμφέροντος από τον εναγόμενο αποτελεί άρνηση, και όχι ένσταση (ΑΠ 772/ 2014 ΤΝΠ Νόμος).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 337 του ΚΠολΔ το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, αν δεν τα γνωρίζει μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο, χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι. Μάλιστα, η απόδειξη για το εφαρμοστέο αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, μπορεί να γίνει και στο πλαίσιο επανάληψης της συζήτησης, κατ` άρθρο 254 του ΚΠολΔ, ώστε να προσκομισθεί με την επιμέλεια των διαδίκων το κείμενο του αλλοδαπού δικαίου, που διέπει τη σχετική έννομη σχέση, καθώς και γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου για την έννοια αυτού (βλ. ΕφΘεσ 154/2010 ΕΠολΔ 2011,106, ΕφΙωαν 133/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ 13/2006 ΕπιΔικΙΑ 2007,260).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α’ ΑΚ, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται κατ’ αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί (ΑΠ Ολ 46/1987 ΕΕΝ 1987, 864, ΑΠ 1459/2014 ΤΝΠ Νόμος) ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α` ΑΚ) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009 αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19.6.1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν 1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2περ. (ι) αυτού (Κανονισμού).
Το σχετικό δε με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφ’ όσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Practice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, περί σκαφών αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονομασία “Institute Yacht Clauses 1.11.1985”. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων, των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής: 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1. Μ.Ι.Α. 1906), 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο, έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί, σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται, σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την, ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α.. 1906), 3) Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και έκτου γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906), 4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια πού έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δόλιας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος. (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες άρθρο 55 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής, είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει, να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remotaspectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα, της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causaproxmaa από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα, άποψη στη νομολογία, των αγγλικών Δικαστηρίων: Templemanon Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σελ. 190-191). Πολλές φορές συμβαίνει συνδυασμός πολλών αιτίων να προκαλεί τη ζημία. Τούτο δεν έχει πρακτική αξία, εάν όλες αυτές οι αιτίες καλύπτονται από το ασφαλιστήριο. Εάν, όμως, μια από αυτές εξαιρείται, από το νόμο ή το ασφαλιστήριο, το ζήτημα παρουσιάζει δυσκολίες. Εάν οποιαδήποτε από τις συντρέχουσες αιτίες αρκεί μόνη για να προκαλέσει τη ζημία, τότε ο αποκλεισμός της μιας μη συμπλεκομένης με την άλλη δεν επιδρά, στο βάσιμο της αξιώσεως κατά του ασφαλιστή. Όταν, όμως, και οι δύο αυτές σε συνδυασμό προξένησαν τη ζημία, και η μια από αυτές αποκλείει την ευθύνη του ασφαλιστή, τότε δυσχεραίνεταιη αναζήτηση μεταξύ της κυριαρχούσας και αμέσου αιτίας (Copley – Gibes, Ναυτικό Δίκαιο, σελ. 303 επ.), στην περίπτωση δε του συνδυασμού αιτίων η επιλογή της πραγματικής ή αποτελεσματικής αιτίας μέσα από ένα ολόκληρο σύμπλεγμα γεγονότων πρέπει να γίνεται με την εφαρμογή των κανόνων της κοινής λογικής και νοημοσύνης ενός κοινού ανθρώπου (Amould’s “Law of Maritime Insurance arid Average”, Vol. II, 16th edition, 1981, σελ. 761-763).
To βάρος αποδείξεως ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος,5) Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε μία πραγματική απώλεια είτε μια τεκμαρτή ολική απώλεια (άρθρο 56 παρ. 1 -2 Μ.Ι.Α.),6) Κατά το δίκαιο αυτό, επί συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, η έννοια της οποίας δίνεται στην παρ. 1 του ως άνω νόμου και αφορά την κάλυψη του ασφαλισμένου κατά του κινδύνου απωλειών, οι οποίες είναι συναφείς με τη θαλάσσια περιπέτεια, ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλισμένου. Εξάλλου, το περιεχόμενο κάθε συμβάσεως ασφαλίσεως προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, τα παραρτήματά του, όπως αυτά τροποποιούνται κατά κανόνα και συμπληρώνονται από συνήθως επισυναπτόμενους τυπικούς όρους με τη μορφή ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για ασφάλιση σκαφών αναψυχής κ.λπ., άπαντα δε τα ανωτέρω απαρτίζουν την ασφαλιστική σύμβαση ως ενιαίο όλο.7) Όταν δε ο ασφαλισμένος είναι υπερασφαλισμένος με διπλή ασφάλιση, ο κάθε ασφαλιστής υποχρεούται μαζί με τους υπόλοιπους ασφαλιστές, να συνεισφέρει στην απώλεια ανάλογα με το ποσό για το οποίο ευθύνεται σύμφωνα με τη σύμβαση (άρθρο 80 περ.1 Μ.Ι.Α).
Τέλος, οι γενικές αρχές για την ερμηνεία των συμβάσεων που διατρέχουν όλα τα σύγχρονα δίκαια συμπίπτουν με εκείνες που περιέχονται στους κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, πρέπει όμως η ερμηνεία να γίνεται κατά το πνεύμα που κρατεί στη χώρα του εφαρμοστέου δικαίου (ΟλΑΠ 87/1993 ΝοΒ 1994.1143).
Στην προκειμένη περίπτωση στην υπό κρίση αγωγή αναφορικά με την ύπαρξη και εγκυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης και των όρων αυτής εφαρμοστέο τυγχάνει το αγγλικό δίκαιο (το οποίο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη θαλάσσια ασφάλιση του 1906) αφού το δίκαιο αυτό επέλεξαν τα διάδικα μέρη κατά την κατάρτιση του εν λόγω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, σε συνδυασμό μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για φορτία της 1.1.1982, οι οποίες με ρητή πρόβλεψη ενσωματώθηκαν στο κύριο σώμα του καταρτισθέντος ως άνω συμβολαίου και αποτέλεσαν περιεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα αυτού σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναζήτησε και βρήκε με δικές του ενέργειες το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, το οποίο εξάλλου προσκομίστηκε και από τους διαδίκους μετ΄ επικλήσεως σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση και ως εκ τούτου δεν απαιτείται να διαταχθεί κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ η απόδειξη του περιεχομένου του, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, και όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, από τις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου περιεχόμενες στο υπ΄αριθμ. …../21-10-2015 έγγραφο, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Με την υπ΄αριθμ. ………. ασφαλιστική σύμβαση που καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας ανέλαβε η τελευταία να καταβάλει αποζημίωση στους κυρίους των μεταφερόμενων εμπορευμάτων για κάθε ζημία ή απώλεια που θα προκληθεί σε αυτά με ευθύνη της ενάγουσας ή των συνεργαζόμενων μ΄αυτήν μεταφορέων και συμφωνήθηκε ότι αυτή (εν λόγω σύμβαση) θα ισχύει από 1-1-2011 μέχρι 1-1-2012 με αντικείμενο τη μεταφορά γενικού φορτίου πλην των εξαιρουμένων εμπορευμάτων (σχετ. άρθρο 3 της Ρήτρας των Ασφαλιστών του Λονδίνου για εμπορεύματα (Α) – Institute Cargo Clauses(Α) της 1.1.82 ) .Οι ασφαλιζόμενοι δε κίνδυνοι αφορούσαν τη μεταφορά εμπορευμάτων με ιδιόκτητα οχήματα της ενάγουσας εταιρείας, καθώς και ιδιοκτησίας τρίτων, σιδηροδρομικώς ή ατμοπλοϊκώς, από και προς χώρες της Ευρώπης, των Βαλκανίων και τη Τουρκία, με ανώτατο όριο ευθύνης ανά ταξίδι και φόρτωση, ανερχόμενο στο ποσό των 300.000,00 ευρώ. Σύμφωνα δε με τη ρήτρα 1 των Ασφαλιστών του Λονδίνου για φορτία, με το ανωτέρω ασφαλιστήριο καλύπτονται όλοι οι κίνδυνοι απώλειας ή ζημίας του αντικειμένου της ασφάλισης, πλην των προβλεπόμενων στις ρήτρες 4,5,6 και 7, η δε αποζημίωση θα καταβάλλεται στους νόμιμους ιδιοκτήτες- κυρίους των ζημιωθέντων εμπορευμάτων (σχετ. άρθρο 18 των ειδικών όρων και ρήτρα 15 των Ασφαλιστών του Λονδίνου για φορτία, όπου αναγράφεται ότι η παρούσα ασφάλεια δεν θα ισχύει επ΄ωφελεία του μεταφορέα ή άλλου θεματοφύλακα. Η αποζημίωση μπορεί επίσης να καταβληθεί στον Ασφαλισμένο διαμεταφορέα ύστερα από γραπτή συγκατάθεση των κυρίων – ιδιοκτητών των εμπορευμάτων με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής των νομίμων επιμέρους ιδιοκτητών των εμπορευμάτων (σχετ. άρθρο 18 των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου).Σύμφωνα δε με το άρθρο 22 των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου, θα πρέπει να δηλώνεται στην εναγομένη εάν τα εμπορεύματα ήταν ασφαλισμένα σε άλλη εταιρεία κατά τη στιγμή της επέλευσης της ζημίας, οπότε η ασφαλιστική κάλυψη που παρέχεται περιορίζεται κατά το λόγο της ασφαλιστικής αξίας προς το σύνολο των ασφαλισμένων ποσών των πολλαπλών ασφαλίσεων. Στην τελευταία δε περίπτωση η εταιρεία δεν ευθύνεται εις ολόκληρο αλλά μόνο αναλογικά με τους άλλους ασφαλιστές. Ως εκ τούτου βάσει των προαναφερομένων, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για ασφάλιση ιδίου συμφέροντος, δηλαδή για ασφάλιση ευθύνης του μεταφορέα, αλλά για ασφάλιση «για λογαριασμού όποιου ανήκει», οπότε ασφαλισμένοι είναι οι τρίτοι, μη συμβαλλόμενοι στην ασφαλιστική σύμβαση, κύριοι των ζημιωθέντων εμπορευμάτων. Όλα δε τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τα εκτιθέμενα στο άρθρο 18 των ειδικών όρων της σύμβασης περί δυνατότητας καταβολής του ασφαλίσματος στην ενάγουσα, δεδομένου ότι αυτή προϋποθέτει την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση των ασφαλισμένων. Έτσι στην περίπτωση αυτή η ενάγουσα δεν καθίσταται δικαιούχος του ασφαλίσματος, αλλά τρίτη στην οποία ο ασφαλισμένος επέτρεψε να δεχθεί την καταβολή (αρθρ. 417 ΑΚ).
Στη συνέχεια από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι με σύμβαση διεθνούς πώλησης που καταρτίστηκε μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στο .. Αττικής (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) και της γερμανικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στο .. Γερμανίας, η πρώτη πώλησε στη δεύτερη τα εμπορεύματα παιδικών παιχνιδιών που αναφέρονται αναλυτικά στα υπ΄αριθμ. …./21-9-2011 και …/21-9-2011 τιμολόγια συνολικής αξίας 49.342,76 ευρώ, χωρίς να υπάρχει η ρήτρα CIP (δηλαδή Ναύλος και Ασφάλιση πληρωμένα), αναγραφομένης όμως της ρήτρας «frei Haus» που σημαίνει ότι στην ανωτέρω κοστολόγηση είχε ήδη συμπεριληφθεί το κόστος συσκευασίας, μεταφοράς και φόρων. Περαιτέρω, η ως άνω πωλήτρια εταιρεία ανέθεσε στην εδρεύουσα επίσης στη Γερμανία εταιρεία με την επωνυμία «…» (…) και αυτή ανέλαβε έναντι ναύλου 3.788,96 ευρώ, που καταβλήθηκε στις 17-10-2011 (βλ. σχετ. υπ΄αριθμ…. τιμολόγιο που προσκόμισε η ενάγουσα) τη χερσαία με φορτηγό αυτοκίνητο μεταφορά των παραπάνω εμπορευμάτων, κυριότητάς της, από το κέντρο διανομής της στο … της Γερμανίας, στις εγκαταστάσεις της παραλήπτριας εταιρείας στο … Αττικής. Κατόπιν, η εταιρεία αυτή ως αρχική μεταφορέας με αυτοτελή σύμβαση μεταφοράς που καταρτίστηκε με την ενάγουσα εταιρεία, ανέθεσε τη μεταφορά των εμπορευμάτων στην τελευταία. Από την από 21-9-2011 έγγραφη εντολή οδικής μεταφοράς που εξέδωσε η γερμανική μεταφορική εταιρεία προκύπτει ότι η ίδια συμβλήθηκε με την πωλήτρια εταιρεία που φέρει την επωνυμία «………..», γεγονός που καταδεικνύει ότι τα υπό μεταφορά εμπορεύματα ανήκαν κατά κυριότητα σε όμιλο εταιρειών στον οποίο μετέχει και η εταιρεία ……….. Από το ίδιο δε έγγραφο προέκυψε ότι η αρχική ενολοδόχος ανέθεσε στην ενάγουσα εταιρεία μεταφορών, ως επόμενη μεταφορέα, τη μεταφορά των επίδικων εμπορευμάτων, χωρίς ωστόσο να γίνει σ΄αυτό κάποια σημείωση ότι η μεταφορά θα ανατεθεί σε τρίτο πρόσωπο ή ότι αυτή θα επιμελούνταν απλώς για την ανεύρεση του μεταφορέα, ενώ στη συνέχεια με την υπ΄αριθμ…..22-9-2011 εντολή μεταφοράς, η τελευταία ανηύρε μέσω της διαδικτυακής ιστοσελίδας «……..» τη μεταφορική εταιρεία με την επωνυμία «…..» με έδρα τη …. Βουλγαρίας και της ανέθεσε τη μεταφορά των εμπορευμάτων με αναγραφόμενο τόπο φόρτωσης το …. της Γερμανίας και τόπο εκφόρτωσης το …. Αττικής στην Ελλάδα, χωρίς όμως να τεθεί η υπογραφή και σφραγίδα της τελευταίας (…..) στο κελί επιβεβαίωσης της αποδοχής της μεταφοράς. Στην έγγραφη εντολή μεταφοράς αναγράφεται το πρόσωπο επικοινωνίας με το μικρό του όνομα χωρίς να προσδιορίζεται περαιτέρω και αναφέρεται ως χρόνος φόρτωσης η 23η / 9/ 2011 από το όχημα που έχει αριθμό κυκλοφορίας ……….. Hεταιρεία «……….» ανέθεσε με τη σειρά της τη μεταφορά των ανωτέρω εμπορευμάτων στην εταιρεία με την επωνυμία «………» με έδρα τη Βουλγαρία, όπως επιβεβαιώνεται από το από 22-9-2011 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με αποστολέα τη τελευταία και λήπτη τον τελικό μεταφορέα με την επωνυμία «……….». Στην εντολή δε μεταφοράς που έδωσε η εταιρεία «………….», δίνεται η δυνατότητα στον τελικό μεταφορέα να παραδώσει τα εμπορεύματα είτε στο … Αττικής έναντι ναύλου ύψους 2.600 ευρώ, είτε στη βιομηχανική ζώνη της πόλης ….. Βουλγαρίας έναντι ναύλου ύψους 2.400 ευρώ, καταβλητέου στον οδηγό του οχήματος. Πράγματι όπως προκύπτει από την έκθεση έρευνας των συνθηκών απώλειας των εμπορευμάτων που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της εναγομένης, το φορτηγό όχημα με αριθμ. κυκλοφορίας … (ελκυστήρας) και .. (ρυμουλκούμενο) ιδιοκτησίας της εταιρείας «……….» φόρτωσε τα εμπορεύματα στην πόλη … Γερμανίας στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, ενώ ο οδηγός παρέλαβε κενό έντυπο C.M.R. στο οποίο η αποστολέας (.. ….) είχε θέσει μόνο τη σφραγίδα της εταιρείας, τα δε υπόλοιπα στοιχεία συμπληρώθηκαν χειρόγραφα από τον οδηγό του φορτηγού οχήματος κατ΄εντολή της μεταφορικής εταιρείας, αναγράφοντας ως τόπο παραδόσης τη …… Βουλγαρίας, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο τελικός μεταφορέας επέλεξε να παραδώσει τα εμπορεύματα στον προορισμό αυτό, χωρίς ωστόσο να παραδοθούν στην αγοράστρια ελληνική εταιρεία στις 28-9-2011. Από την απώλεια δε του επίδικου φορτίου η αποστολέας εταιρεία, η οποία διατηρούσε το κατ΄άρθρο 12 παρ.1 της CMR, δικαίωμα διάθεσης των ανωτέρω εμπορευμάτων (αφού δεν υπήρχε αντίθετη εγγραφή στο δελτίο παράδοσης και η παραλήπτρια εταιρεία, μετά τη διαπίστωση της απώλειάς τους, δεν άσκησε τα εκ του άρθρου 13 της CMR, παρεχόμενα σε αυτή δικαιώματα), υπέστη ζημία ίση με την αξία των εν λόγω εμπορευμάτων, η οποία, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τιμής αγοράς, υπολογίζεται με βάση τη συνήθη αξία που είχαν τα εμπορεύματα αυτά στον τόπο και χρόνο φορτώσεώς τους, ήτοι στη Γερμανία στις 23-9-2011, η οποία (αξία) ανερχόταν στο ποσό των 49.342,76 ευρώ, αφού δεν αποδείχθηκε ότι υπερέβαινε την αξία που αναγραφόταν στα εκδοθέντα για τα εμπορεύματα αυτά τιμολόγια πώλησης. Για τη ζημία της δε αυτή, η πωλήτρια αλλοδαπή εταιρεία (………), όπως αποδεικνύεται από το από 5-9-2012 έγγραφο που προσκόμισε η ενάγουσα, αποζημιώθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……….» και η τελευταία στρεφόμενη αναγωγικά κατά της πιο πάνω γερμανικής μεταφορικής εταιρείας, ικανοποιήθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία της τελευταίας με την επωνυμία «…..», η οποία την αποζημίωσε με το ποσό των 26.263,42 ευρώ.
Στη συνέχεια, στις 5-10-2011 η εταιρεία «…………», αρχική εντολοδόχος της μεταφοράς, με επιστολή της καθιστούσε υπεύθυνη για την απώλεια του εμπορεύματος την ενάγουσα εταιρεία. Μετά από αυτά και ενώ αρχικά η ασφαλιστική εταιρεία «….», η οποία όπως προαναφέρθηκε υποκαταστάθηκε στην αξίωση του ασφαλισμένου, ζήτησε με την από 30-11-2011 επιστολή της να της καταβάλει η ενάγουσα εταιρεία το ποσό των 52.526,83 ευρώ και στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τις από 26-9-2012 και 18/10-2012 επιστολές οι εταιρείες «……… και ….» αποδέχθηκαν την αναγωγική ευθύνη της ενάγουσας ως προς το ποσό των 26.263,42 ευρώ, το οποίο διακανονίσθηκε να καταβάλει η ενάγουσα στην ασφαλιστική εταιρεία «…..» σε εννέα μηνιαίες δόσεις και ταυτόχρονα όλες οι ανωτέρω εταιρείες της εκχώρησαν όλες τις αξιώσεις τους έναντι τρίτων επ΄αφορμή της ζημίας που προκλήθηκε από την απώλεια των μεταφερόμενων εμπορευμάτων.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η υπεξαίρεση του φορτίου κατά την εκτέλεση της μεταφοράς εμπίπτει στους κινδύνους που καλύπτει η ασφαλιστική σύμβαση που κατήρτισε η ενάγουσα με την εναγομένη, δεδομένου ότι εφαρμοστέες είναι στην προκειμένη υπόθεση με βάση το ασφαλιστήριο, οι Ρήτρες του Ινστιτούτου του Λονδίνου για φορτία (Α) (Institute Cargo Clauses Α),με αποτέλεσμα να μην απαιτείται η πρόσθετη κάλυψη έναντι των κινδύνων της κλοπής, υπεξαίρεσης ή μη παράδοσης του φορτίου για ανεξακρίβωτο λόγο (non delivery) αφού εμπεριέχονται στην κάλυψη που παρέχει έναντι όλων των κινδύνων χωρίς ταυτόχρονα να εμπίπτει σε κάποιες από τις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4 των ανωτέρω Ρητρών (All Risks’ insurance) σε αντίθεση με την περιορισμένη κάλυψη που παρέχουν οι Ρήτρες του Ινστιτούτου του Λονδίνου Β,C.
Η αλλαγή δε προορισμού εφόσον πραγματοποιήθηκε εν αγνοία του ασφαλισμένου ή των υπαλλήλων του (ιδιοκτήτη των εμπορευμάτων), από την εταιρεία που εκτέλεσε τη μεταφορά, δεν επηρεάζει την ασφαλιστική κάλυψη παρά το γεγονός ότι υπάρχει κενό στις Ρήτρες της 1.1.82, ενώ στις επικαιροποιημένες που εισήχθησαν την 1.1.09 προστέθηκε η ρήτρα 10 που μεριμνά για την περίπτωση αυτή. Τα παραπάνω ισχύουν και με βάση το άρθρο 45 της ΜΙΑ 1906, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται οικειοθελής αλλαγή προορισμού, με αποτέλεσμα να παραμένει ισχυρή η ασφάλιση. Έτσι, η ένδικη αξίωση της ενάγουσας στηριζόμενη στη σύμβαση ασφάλισης απορριπτέα τυγχάνει ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η ασφάλιση αφορούσε τους ιδιοκτήτες των μεταφερόμενων εμπορευμάτων και δεν αποτελούσε ασφάλιση ευθύνης του μεταφορέα.
Στη συνέχεια όπως αποδείχθηκε, λόγω έλλειψης κατανόησης του περιεχομένου του ασφαλιστηρίου, η ενάγουσα κατήρτισε δεύτερη ασφάλιση για την ίδια φόρτωση, δεδομένου ότι και η ιδιοκτήτρια εταιρεία (……) είχε προβεί στην ασφάλιση χωρίς ωστόσο να προκύπτει το περιεχόμενό της. Στο άρθρο 22 της επίδικης σύμβασης ασφάλισης, όπως και στο άρθρο 80 της Μ.Ι.Α 1906 στην εφαρμογή του οποίου παραπέμπει, ορίζεται ότι εφόσον υφίσταται πολλαπλή ασφάλιση χωρίς δόλο, όπως εν προκειμένω, η εναγομένη δεν ευθύνεται σε ολόκληρο αλλά μόνο αναλογικά με τους άλλους ασφαλιστές, δηλαδή κατά το ποσό που αντιστοιχεί στο λόγο της ασφαλιστικής αξίας προς το σύνολο των ασφαλισμένων ποσών των πολλαπλών ασφαλίσεων.
Επομένως εφόσον η ενάγουσα δεν προσδιορίζει το ποσό για το οποίο η ιδιοκτήτρια των εμπορευμάτων είχε ασφαλισθεί στην εταιρεία «………….», η αξίωση που στηρίζεται στην ασφαλιστική υποκατάσταση πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Αντιστοίχως δε, με τη σύμβαση εκχώρησης στην πραγματικότητα η ιδιοκτήτρια εταιρεία μεταβίβασε στο σύνολό της την αξίωση αποζημίωσης που διαθέτει έναντι των τρίτων υπαιτίων (μεταφορική εταιρεία, παραγγελιοδόχοι μεταφοράς), τμήμα ως προς το οποίο διέπεται από το γερμανικό δίκαιο, χωρίς ωστόσο να είναι επίδικη, καθώς και την ενδεχόμενη αξίωση για καταβολή του ασφαλίσματος από την εναγομένη εταιρεία, αξίωση η οποία απορρέει από την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση στην οποία εφαρμοστέο είναι το αγγλικό δίκαιο. Λόγω δε του ότι η αξίωση της ιδιοκτήτριας εταιρείας ως τρίτης υπέρ της οποίας καταρτίστηκε η επίδικη ασφαλιστική σύμβαση υπάγεται κατά το μέρος που αφορά την εναγομένη εταιρεία στο αγγλικό δίκαιο, και όχι στο γερμανικό που διέπει προφανώς τις αξιώσεις της έναντι των γερμανικών ασφαλιστικών εταιρειών, απορριπτέα τυγχάνει επίσης ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη καθόσον το Δικαστήριο αδυνατεί να προσδιορίσει, όπως προαναφέρθηκε, την αναλογία της ευθύνης της εναγομένης.
Κατ΄ακολουθία όλων των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν΄απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της ενάγουσας που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 922/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ. ΚΑΙ
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό ………../2018 άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ