Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 261/2020

Αριθμός     261/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 5107/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 591, 592 παρ.3 593 έως 602, 610-613 ΚΠολΔ), παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 21-1-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε νόμιμα στον εκκαλούντα στις 21-12-2018 (βλ. σχετική επισημείωση επί του προσκομιζόμενου επιδοθέντος σε αυτήν αντιγράφου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).  ΙΙ. Με την από 26-2-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγή ο  ενάγων εξέθετε ότι από την εκτός γάμου σχέση τους με την εναγομένη, απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε στις 21.7.2015, το οποίο και αναγνώρισε εκουσίως, προ της γεννήσεως του, με τη μνημονευόμενη στην αγωγή συμβολαιογραφική πράξη,  και ότι  η εναγομένη, κατά παράβαση της συμφωνίας τους να ονομάσουν αυτό «……», προέβη μονομερώς και αυθαιρέτως  στην ονοματοδοσία του   με το όνομα του πατέρα αυτής  «……». Ζητούσε δε, για το λόγο αυτό να αναγνωριστεί η ακυρότητα της πράξης της ονοματοδοσίας, άλλως να ακυρωθεί αυτή, να αρθεί η διαφωνία των διαδίκων και να οριστεί ως κύριο όνομα του τέκνου το όνομα «……».  Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, που την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών για τους λόγους της υπό κρίση έφεσής του, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του ως ουσιαστικά βάσιμη.    ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 1510 ΑΚ η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο, είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι και την ασκούν από κοινού. Αυτή περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Το άρθρο 1512 ΑΚ του ίδιου κώδικα ορίζει ότι, αν οι γονείς διαφωνούν και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το Δικαστήριο. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, καθώς και εκείνης του άρθρου 1518 ΑΚ με την οποία ορίζεται, ότι η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του, προκύπτει, ότι η ονοματοδοσία (δηλαδή ο προσδιορισμός του ονόματος) του τέκνου είναι δικαίωμα και των δύο γονέων, για το οποίο  αποφασίζουν από κοινού. Ειδικότερα η ονοματοδοσία γίνεται με δήλωση του κυρίου ονόματος του τέκνου  στο ληξίαρχο και είναι ανεξάρτητη από το μυστήριο της βάπτισης (βλ. ολ ΑΠ 240/1475 ΝοΒ 23,655). Με την ειδική νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 15 του Ν 1438/1984, που αντικατέστησε το άρθρο 25 του Ν 344/1976 το οποίο αφορά τις ληξιαρχικές πράξεις, το δικαίωμα ονοματοδοσίας έχει αναχθεί πλέον σε αυτοτελές λειτουργικό δικαίωμα των γονέων και σαφώς διακρίνεται από την επιμέλεια, γι’ αυτό και αποτελεί περιεχόμενο της γονικής μέριμνας. Πρόκειται για δικαίωμα το οποίο δεν είναι διαρκές, αφού ασκείται  εφάπαξ και αποσβέννυται με τη δήλωση που το πραγματώνει. Κατά συνέπεια φορείς του δικαιώματος ονοματοδοσίας, που όπως και άλλα κρίσιμα για τη ζωή του τέκνου ζητήματα, όπως η επιλογή θρησκεύματος, σοβαρή χειρουργική επέμβαση ή θεραπευτική αγωγή, ή η  σύσταση αναδοχής, ανήκουν στον πυρήνα της γονικής μέριμνας,  είναι και οι δύο γονείς (ακόμη και αν είναι  ανήλικοι) που έχουν τη γονική μέριμνα, και δη ανεξάρτητα από το αν την ασκούν, διότι διαφορετικά ο αποκλεισμός του ενός γονέα από τόσο βασικό θέμα θα ισοδυναμούσε κατ’αποτέλεσμα με αφαίρεση της ίδιας της γονικής μέριμνας ως δικαιώματος (Απ. Γεωργιάδη ΣΕΑΚ τ.ΙΙ εκδ. 2013, σελ. 872). Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία  οι γονείς διαφωνούν, πρέπει, να προκληθεί απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου σχετικά με το όνομα που πρέπει να δοθεί στο τέκνο τους (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλο: Αστικός Κώδικας τομ. VΙΙΙ 1993 στα άρθρα 1505,1546 αριθ. 146 σελ. 40 επομ., Παπαδημητρίου Συμπλήρωμα Οικογενειακού Δικαίου  1998,  σελ. 275, ΑΠ 730/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1700/2007 ΕλΔνη 2002,1619). Η προσφυγή στο Δικαστήριο μπορεί να γίνει τόσο πριν από την επι­χείρηση της πράξης, εξαιτίας της οποίας προέκυψε η δια­φωνία, όσο και μετά από αυτή. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα αιτή­ματα ή τη γνώμη των γονέων και ούτε από το γεγονός ότι το ανήλικο είναι ήδη βαπτισμένο, γιατί η ονομασία δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος, ώστε να απαγορεύεται η μεταβολή του. Το Δικα­στήριο αναζητεί την πλέον ανταποκρινόμενη στο συμφέ­ρον του τέκνου λύση και μπορεί, συγχρόνως δε, έχει και καθήκον, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου, να μην αποδεχθεί κάποιο από τα αντιθέτως προτεινόμενα από τους διαδίκους γονείς ονόματα αλλά να επιλέξει διαφορετικό, μη προτεινόμενο, όνομα, ή και συνδυασμό ονομάτων από τα αντιθέτως προτεινόμενα (ΑΠ 947/1996, ΕλλΔ/νη 38, 1052, ΑΠ 825/1995, ΝοΒ 45, 973, ΕφΘεσ 2269/2000, Αρμ 2007/210). Περαιτέρω, η διπλή ονομασία δεν αποτελεί πάντοτε την ενδεδειγμένη λύση κα­θώς μπορεί να έχει κατά τις περιστάσεις αρνητικά απο­τελέσματα στην κοινωνική εξέλιξη και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του τέκνου. Ο Νόμος δεν ορίζει, πό­τε το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να λάβει το Δικα­στήριο σχετική απόφαση. Επομένως, αυτό θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η απόφαση δε του Δικαστηρί­ου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου αποτρέποντας τη διχοστασία των αισθημάτων των γονέων απέναντι του  και τη διατάραξη της ψυχοσωματικής του υπόστα­σης. Εξάλλου, το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, αποτελεί αόριστη νομική έννοια, που εξειδικεύεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Για να κριθεί τί αποτελεί συμφέρον του ανηλίκου στη συγκεκριμένη περίπτωση θα εκτιμηθούν τα περιστατικά που διαπιστώθηκαν, βάσει αξιολογικών κριτηρίων, που αντλεί το δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και της παιδοψυχιατρικής (ΑΠ 417/05 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3486/2006 ΕλλΔνη 2006.1451). Επιπλέον, η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να προκρίνει την ενότητα της οικογένειας και να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της θρησκείας, των πολι­τικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της κοινωνικής προελεύσεως ή της περιουσίας (ΑΠ 730/2006). Τέλος, κατά το άρθρο 1515 Α.Κ. όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 του Ν.3719/26.11.2008 «Η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του, ανήκει στη μητέρα του. Σε περίπτωση αναγνώρισης του αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, που όμως την ασκεί αν υπάρχει συμφωνία των γονέων κατά το άρθρο 1513 ή αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους. Κατά το ως άνω άρθρο, σε περίπτωση αναγνώρισης του τέκνου αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας του, που την ασκεί «αν υπάρχει συμφωνία των γονέων κατά το άρθρο 1513». Η μεταβολή του νομικού καθεστώτος, είχε ως συνέπεια να εξαρκεί πλέον η συμφωνία των γονέων του εκτός γάμου γεννηθέντος και αναγνωρισθέντος από τον πατέρα του τέκνου, προκειμένου να αποκτήσει και ο πατέρας το δικαίωμα ασκήσεως της γονικής μέριμνας. Η συμφωνία αυτή δεν υποβάλλεται από το νόμο σε τύπο καθόσον ουδόλως κάνει μνεία περί αυτού η άνω διάταξη (ΕφΑθ 2019/2013, ΤΝΠ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ» Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, Συμπλήρωμα Τέταρτης έκδοσης σελ. 37 και έκδοση τέταρτη σελ. 315, Βαθρακοκοίλης, Τροποποιήσεις Οικογενειακού Δικαίου 2009 σελ. 106).   IV. Από την επανεκτίμηση της  κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, τη με αριθμό …../2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία λήφθηκε μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …./6.3.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………, και τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζονται με επίκληση από τους διάδικους,  εκτός από τoυς προσκομιζόμενoυς με επίκληση από τον εκκαλούντα δύο ψηφιακούς δίσκους ήχου και εικόνας (CD), που δεν δύνανται εν προκειμένω να ληφθούν υπόψιν,  επειδή δεν συνοδεύονται από εκτυπωμένες εικόνες και έγγραφο κείμενο, το οποίο να περιέχει τις αποτυπωθείσες σε αυτούς ομιλίες, από κοινού με πιστοποίηση αρμόδιου οργάνου, όπως είναι ο δικηγόρος (άρθρο 52 του Κώδικα περί Δικηγόρων) που να βεβαιώνει την ακρίβεια της μεταφοράς, στο πλαίσιο ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 454 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετικά ΑΠ 1133/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Στις 21.7.2015 γεννήθηκε εκτός γάμου το άρρεν τέκνο των διαδίκων, το οποίο  ο ενάγων ήδη πριν την γέννηση του είχε αναγνωρίσει  ως γνήσιο τέκνο του, με την υπ’ αριθμ. …../13.7.2015 πράξη εκούσιας αναγνώρισης τέκνου της συμβολαιογράφου Πειραιά, . ……. Στην  ως  άνω  αναγνώριση  εκ μέρους του ενάγοντος η εναγόμενη συνήνεσε εγγράφως με την ίδια συμβολαιογραφική πράξη, ενώ επιπλέον   χορήγησε στον ενάγοντα ειδική πληρεξουσιότητα για να προβεί   σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την ονοματοδοσία του τέκνου. Μετά τη γέννηση του τέκνου τους οι σχέσεις των διαδίκων οξύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό, με συνέπεια η εναγομένη να  προβεί  σε ανάκληση της χορηγηθείσας ως άνω  πληρεξουσιότητας στον ενάγοντα , με την υπ’ αριθμ. ……/28.3.2016 πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε  σε αυτόν στις 31.3.2016. Περαιτέρω, αυτή στις 18.7.2016, ενεργώντας εν αγνοία του ενάγοντος, προχώρησε μονομερώς στην ονοματοδοσία του τέκνου τους με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …../18.7.2016 αίτηση της ενώπιον του αρμόδιου Ληξιαρχείου Αμαρουσίου, δηλώνοντας ως  όνομα αυτού το όνομα «……»,  το οποίο και καταχωρήθηκε στη με αριθμό ……/2015 ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου. Ένα χρόνο δε αργότερα, στις 18.6.2017, αυτή  βάπτισε  το τέκνο με το ίδιο όνομα στον Ι.Ν ….. στον Πειραιά, κατά το Χ.Ο. δόγμα. Το όνομα  αυτό η εναγόμενη υποστηρίζει, ότι επέλεξε  χάριν του συνονόματου πατέρα της,  ο οποίος εξ αρχής της συμπαραστάθηκε υλικά και ηθικά  στην ανατροφή του τέκνου της,  δοθέντος ότι η ίδια δεν εργάζεται και στερείται οικονομικών πόρων. Εν τούτοις, ο ενάγων, ο οποίος  μετά τη εκούσια αναγνώριση του τέκνου απέκτησε τη γονική μέριμνα του και ως εκ τούτου έχει δικαίωμα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να αποφασίζει από κοινού με την εναγομένη για  την ονοματοδοσία του, διαφωνεί με την ως άνω επιλογή της  εναγόμενης και επιθυμεί να δοθεί στο τέκνο το όνομα του  αποβιώσαντος πατέρα του, «……..», για το οποίο η τελευταία ήταν αρχικά σύμφωνη, όσο ήταν ακόμα μαζί και για τον λόγο δε αυτό άλλωστε του είχε χορηγήσει την ως άνω πληρεξουσιότητα να ρυθμίσει, μεταξύ άλλων, και το θέμα της ονοματοδοσίας του υιού τους. Συντρέχει, επομένως,  νόμιμη περίπτωση προσδιορισμού αυτής από το Δικαστήριο, που αποφασίζει με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του τέκνου. Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι το τέκνο των διαδίκων αποκαλείται με το δοθέν σε αυτό όνομα «…….», εξαρχής  από την μητέρα του και το συγγενικό και το κοινωνικό της  περιβάλλον, και στη συνέχεια και  στο παιδικό σταθμό, που παρακολουθεί, με συνέπεια  να το έχει  ήδη συνηθίσει ως μέρος της ταυτότητας του. Αντιθέτως «…….» το αποκαλούν μόνον ο εναγόμενος και οι συγγενείς του στα πλαίσια της  αραιής κατά παραδοχή του ιδίου (και λόγω υπαιτιότητας της εναγομένης, όπως αυτός ισχυρίζεται) προσωπικής επικοινωνίας που έχουν μαζί του, (βλ. σχετικά τη κατάθεση του μάρτυρα, όπου κάνει λόγο για ελάχιστη επικοινωνία του ενάγοντος με το ανήλικο και το από 4-4-2018 εξώδικο, που ο ενάγων απεύθυνε στην εναγόμενη). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι τυχόν  αντικατάσταση του δοθέντος σε αυτό ονόματος με το αιτούμενο  δεν είναι προς το συμφέρον του τέκνου, καθόσον θα του δημιουργήσει σοβαρή σύγχυση στη ταυτότητα του. Περαιτέρω, η πρόκριση της λύσης της διπλής ονοματοδοσίας «..- …», όπως ο εκκαλών οψίμως προτείνει με την έφεση του, ομοίως δεν κρίνεται ενδεδειγμένη στη προκειμένη περίπτωση, ενόψει του κινδύνου που εγκυμονεί για την ομαλή διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του ανηλίκου, καθόσον θεωρείται βέβαιο, ότι καθένας εκ των διαδίκων, (ενόψει μάλιστα και των ιδιαίτερα κακών  μεταξύ τους σχέσεων, όπως μαρτυρά και η ανταλλαγή μεταξύ τους εξωδίκων οχλήσεων αλλά και η υποβολή  μηνύσεων σε βάρος του ενάγοντος από  την εναγόμενη για παραβίαση της ορισθείσας δικαστικώς, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 585/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υποχρέωσης του περί διατροφής του ανηλίκου τέκνου, ποσού 250 ευρώ μηνιαίως), θα επιμένει να αποκαλεί το τέκνο με το όνομα της δικής του προτιμήσεως. Τον κίνδυνο δε αυτό επισημαίνει άλλωστε και ο ίδιος ο ενάγων στις  από 25-4-2018, νομίμως κατατεθείσες πρωτοδίκως προτάσεις του (σελ. 6). Εν όψει όλων των ανωτέρω δεν συντρέχει λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης ονοματοδοσίας, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ουσίαν  δεν έσφαλε, όπως αβάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τους λόγους της έφεσης του. Κατόπιν τούτου, η υπό κρίση έφεση πρέπει  να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος,  λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 191 παρ.2  ΚΠολΔ), και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, διότι με τη με αριθμό …../2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά χορηγήθηκε στην εφεσίβλητη νομική βοήθεια για την παράσταση και εκπροσώπηση της κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης (άρθρα 1 και 9 ν. 3226/2004) (ΑΠ 410/2010. ΕφΑθ 6254/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  αυτή κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ   σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ποσού διακοσίων  πενήντα ευρώ (250,00 ευρώ),  τα οποία επιδικάζει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  31 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ