Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 258/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ     

Περίληψη

Η καταβολή από την ενάγουσα ομόρρυθμη εταίρο των φόρων ατομικού εισοδήματος, που αφορούσαν τα αναλογούντα βάσει της άτυπης εν τοις πράγμασι εταιρικής συμμετοχής του εναγόμενου de facto ομορρύθμου εταίρου εισπραχθέντα απ’ αυτόν κέρδη, που καταβλήθηκαν εν γνώσει της ανυπαρξίας του χρέους, ταύτης (της γνώσης) ερευνώμενης αυτεπαγγέλτως (ΑΚ 905 παρ. 1, ΟλΑΠ 29/2002 δημ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να εξαναγκαστεί προς τούτο, δεν ήταν αχρεώστητα και δεν αναζητούνται με το αδικαιολόγητο πλουτισμό.

 

Αριθμός     258/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η υπό κρίση έφεση του εναγομένου κατά της υπ’ αρ. 4748/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ερήμην του, κατά την τακτική διαδικασία, την με αρ. κατ. ……./2009 αγωγή που άσκησε εναντίον του η εφεσίβλητη ενάγουσα, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 1) και έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο (.., …/ 2013 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και …, …../2013 παράβολα Δημοσίου). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και, εφόσον ασκήθηκε από τον ερημοδικασθέντα πρωτοδίκως εναγόμενο, παραπονούμενο για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει η εκκαλουμένη να εξαφανιστεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση (άρθρο 528 του ΚΠολΔ) και τους πρόσθετους αυτής λόγους, που κατατέθηκαν με ξεχωριστό δικόγραφο και επιδόθηκε εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη (ΚΠολΔ 520 παρ. 2).

Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εξέθεσε ότι τύγχανε ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής ομόρρυθμης εταιρείας με ποσοστό συμμετοχής 90%, ότι με το από Φεβρουαρίου 1996 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνυπέγραψε αυτή, ο άλλος εταίρος, …………….., με ποσοστό 10% και ο εναγόμενος, πώλησε στον τελευταίο το 33% από το εταιρικό της μερίδιο αντί τιμήματος 20.000.000 δραχμών, που καταβλήθηκε ολοσχερώς. Ότι από την υπογραφή του εν λόγω συμφωνητικού ο εναγόμενος θα συμμετείχε εν τοις πράγμασι ως ομόρρυθμος εταίρος στην εταιρεία με το ως άνω ποσοστό αλλά θα φαινόταν ως εργαζόμενος υπάλληλος στην εταιρεία, την οποία θα βάρυναν οι εργοδοτικές και εργατικές του εισφορές στο ΙΚΑ, μέχρι δημοσιεύσεως της σχετικής τροποποίησης του καταστατικού, οπότε και θα αποκτούσε και τυπικά την ιδιότητα του εταίρου με το ως άνω μερίδιο, αυτή δε η τελευταία θα γινόταν τέλος του 1996 ή αρχές του 1997. Ότι η εν λόγω άτυπη, εν τοις πράγμασι, συμμετοχή του εναγόμενου στην εταιρεία λειτούργησε έως τις αρχές Δεκεμβρίου 2001, οπότε η ενάγουσα με εξώδικη δήλωσή της ζήτησε από τον εναγόμενο να υπογράψει τη σχετική τροποποίηση του καταστατικού, τάσσοντάς του σχετική τριήμερη προθεσμία, μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας κατήγγειλε την ως άνω συμφωνία τους και ο εναγόμενος αποχώρησε από την εταιρεία. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 14.415 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τις στην αγωγή διακρίσεις, για α) εταιρικά χρέη προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ και προς τρίτους προμηθευτές της εταιρείας τα οποία κατέβαλε εξ ιδίων και δικαιούται αναγωγικά να ζητεί από τον εναγόμενο εις ολόκληρον με αυτή συνυπόχρεο ομόρρυθμο εταίρο, καθ’ ο χρόνο αυτός συμμετείχε στην εταιρεία, (ΑΚ 481, 487, 488, ΕΝ 22) και β) φόρο ατομικού εισοδήματος χρήσεων 1996-2001, που επιβαρύνθηκε η ίδια και αντιστοιχούσε στην εταιρική μερίδα του εναγόμενου, χωρίς αιτία, αχρεώστητα, επ’ ωφελεία περιουσιακή του εναγόμενου, που όφειλε να καταβάλει αυτόν στη Δ.Ο.Υ. για τα αναλογούντα σ’ αυτόν εισπραχθέντα εταιρικά κέρδη με βάση την εταιρική συμμετοχή του (ΑΚ 904 παρ. 2). Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή είναι νόμιμη στηριζομένη στις ως άνω διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, μετά την καταβολή του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου.

Με την υπ’ αρ. 747/2006 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που έκρινε επί της με αρ. κατ. ……/2004 προγενέστερης αγωγής του εναγόμενου εναντίον της ενάγουσας, έγιναν μετά δυνάμεως δεδικασμένου δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα τυγχάνουσα ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ……………. με ποσοστό συμμετοχής 90% και με συνέταιρο τον …………… με ποσοστό 10%, με το από Φεβρουαρίου 1996 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνυπέγραψαν αυτή, ο συνεταίρος της και ο εναγόμενος, πώλησε στον τελευταίο το 33% από το εταιρικό της μερίδιο αντί τιμήματος 20.000.000 δραχμών, που καταβλήθηκε ολοσχερώς. Με αυτό το συμφωνητικό συμφωνήθηκε ότι, άμεσα, από το χρόνο υπογραφής του, ο εναγόμενος θα συμμετέχει ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμος εταίρος στην εταιρεία με το ως άνω ποσοστό, ανεξάρτητα αν αυτό δημοσιευτεί ή όχι, πλην όμως θα φαίνεται ως εργαζόμενος υπάλληλος στην εταιρεία, την οποία θα βαρύνουν οι εργοδοτικές και εργατικές του εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι να δημοσιευτεί σχετική τροποποίηση του καταστατικού, αυτή δε η τελευταία θα γινόταν τέλος του 1996 ή αρχές του 1997. Με το εν λόγω συμφωνητικό ο ενάγων κατέστη ομόρρυθμος εν τοις πράγμασι εταίρος της ως άνω εταιρείας, καθόσον η εν λόγω συμφωνία είχε οριστικό χαρακτήρα, ίσχυσε άμεσα στις μεταξύ των εταίρων σχέσεις, η εταιρεία με τη συμμετοχή του ενάγοντος ανέπτυξε δημόσια δράση και συναλλαγές με τρίτους παρά το ότι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας. Η εν λόγω άτυπη συμμετοχή του εναγόμενου στην εταιρεία λειτούργησε με τη συναίνεση όλων των μερών έως το Νοέμβριο του 2001. Στις 3.12.2001 η ενάγουσα με εξώδικη δήλωση έθεσε τριήμερη προθεσμία στον εναγόμενο για να υπογράψει τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας με όρους, όμως, διαφορετικούς από τους συμφωνηθέντες με το ως άνω συμφωνητικό και επαχθείς για τον εναγόμενο, όπως την υποχρέωση μεταβίβασης της εταιρικής του μερίδας στην ίδια ή σε τρίτο πρόσωπο της επιλογής της, άνευ ανταλλάγματος, μετά την πάροδο δέκα ετών από τη δημοσίευση της τροποποίησης, στους οποίους ουδέποτε συμφώνησε ο εναγόμενος. Έτσι μετά την άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας κατήγγειλε το συμφωνητικό και στη συνέχεια στις 10.12.2001 κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας με τον εναγόμενο, εκδιώχνοντας τον από την εταιρεία. Περαιτέρω από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν παραδεκτά και νόμιμα μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, καθώς και της υπ’ αρ. ……./3.10.2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών …………., που ελήφθη κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την …./28.9.2018 έκθ. επιδ. του δικ. επιμ. … ..), της υπ’ αρ. …/2015 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών ………., που ελήφθη μετά νομίμου και εμπροθέσμου κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την .., …/30.10.2015 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. …….) και των υπ’ αρ.  .., …/2.10.2018 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών ….., που ελήφθησαν κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την …/27.9.2018 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμ. …. …), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 1996 έως και το Νοέμβριο του 2001, που λειτούργησε, βάσει του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, η εταιρεία με τη συμμετοχή του εναγόμενου με ποσοστό 33%, συναινούντων όλων των εταίρων, το ποσοστό των φορολογητέων κερδών που αναλογούσε στον εναγόμενο το φορολογούταν η ενάγουσα, η οποία ήταν και η εμφαινόμενη στη Δ.Ο.Υ. εταίρος με ποσοστό 90%, για όσο χρονικό διάστημα δεν δημοσιευόταν σχετική αυτοτελής τροποποίηση του καταστατικού ή δεν δημοσιευόταν το ίδιο το από Φεβρουαρίου 1996 συμφωνητικό, το οποίο αποτελούσε μια καθ’ όλα έγκυρη τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας, την οποία η ενάγουσα, ως διαχειρίστρια, μπορούσε οποτεδήποτε ήθελε να δημοσιεύσει. Παρά ταύτα, όμως, η ενάγουσα δεν προέβη ποτέ σε κατάρτιση και δημοσίευση σχετικής αυτοτελούς τροποποίησης του καταστατικού σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, ούτε και του ίδιου του συμφωνητικού αλλά όλο το χρονικό διάστημα των έξι ετών, που λειτουργούσε η εταιρεία με τη συμμετοχή του εναγόμενου, εξακολουθούσε να εμφανίζει τον τελευταίο ως υπάλληλο, αμειβόμενο με μισθό και αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουσες ως εταιρικά έξοδα την εταιρεία, προαφαιρούμενα της διανομής των κερδών και επωμιζόμενη η ίδια την φορολογική επιβάρυνση του αναλογούντος σ’ αυτόν εταιρικού κέρδους, εν γνώσει του αχρεώστητου, χωρίς ποτέ να αντιλέξει ή να διαμαρτυρηθεί μέχρι την 1.12.2004. Τότε επ’ αφορμή της δίκης επί της ως άνω (……/2004) αγωγής του εναγόμενου για επιστροφή του τιμήματος της αγοράς του πωληθέντος ως άνω εταιρικού μεριδίου, μετά την καταγγελία του ως άνω συμφωνητικού και την εκδίωξή του από την εταιρεία, επί της οποίας εκδόθηκε και η ως άνω υπ’ αρ. 747/2006 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, πρότεινε σε συμψηφισμό απαίτηση από τη φορολόγηση στο όνομά της των αναλογούντων στον εναγόμενο κερδών, επικαλούμενη για πρώτη φορά αχρεώστητο. Όμως, το ότι εν γνώσει των διαδίκων τόσα χρόνια (έξι συναπτά έτη) λειτούργησε η εταιρεία με τη άτυπη αλλά πραγματική συμμετοχή του ενάγοντος, ότι αυτός, κατά τη συμφωνία τους, εν γνώσει τους, φαινόταν τύποις ως υπάλληλος της εταιρείας και επομένως δεν ήταν δυνατόν να φορολογείται για εταιρικά κέρδη, ότι η εναγόμενη δήλωνε και φορολογούταν γι’ αυτά, ενώ γνώριζε ότι δεν ήταν δικά της εταιρικά κέρδη, ότι έπραττε όλα τα ανωτέρω, ενώ δεν ήταν αναγκασμένη, αφού μπορούσε ευχερώς, οποτεδήποτε ήθελε, να δημοσιεύσει το από Φεβρουαρίου 1996 ιδιωτικό συμφωνητικό ως τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας ή να προχωρήσει στην κατάρτιση και δημοσίευση αυτοτελούς τροποποίησης του καταστατικού σύμφωνα με τα αρχικώς συμφωνηθέντα και έτσι να καταστήσει και τύποις ομόρρυθμο εταίρο τον εναγόμενο, απαλλασσόμενη των φορολογικών του υποχρεώσεων, πλην όμως ποτέ δεν το έκανε, γιατί δεν το επιθυμούσε. Και αυτό γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορούσε ευχερώς να τον εκδιώξει από την εταιρεία, καταγγέλλοντας το συμφωνητικό, όπως και τελικά έκανε, χωρίς λύση, εκκαθάριση της εταιρείας και απόδοση σ’ αυτόν των εισφορών και του τυχόν απομένοντος καταλοίπου με βάση την εταιρική του μερίδα. Όλα δε τα ανωτέρω γεγονότα υποδηλώνουν βούληση ελευθεριότητας της ενάγουσας και γνώση της για την εξόφληση των αναλογούντων επί των κερδών του εναγόμενου φόρων ιδίω ονόματι, χωρίς να ήταν εξαναγκασμένη προς τούτο. Επομένως η καταβολή από την ενάγουσα των ως άνω φόρων ατομικού εισοδήματος χρήσεων 1996 – 2001, ύψους 2.222,57 ευρώ, που αφορούσαν τα αναλογούντα βάσει της εταιρικής συμμετοχής του εναγόμενου εισπραχθέντα απ’ αυτόν κέρδη, καθ’ ο χρόνο συμμετείχε ως εν τοις πράγμασι εταίρος, δεν ήταν αχρεώστητα, αλλά καταβλήθηκαν εν γνώσει της ανυπαρξίας του χρέους, ταύτης (της γνώσης) ερευνώμενης αυτεπαγγέλτως (ΑΚ 905 παρ. 1, ΟλΑΠ 29/2002 δημ ΝΟΜΟΣ) και, ως εκ τούτου, η υπό κρίση αγωγή, κατά το πιο πάνω κεφάλαιο, βασιζόμενο αποκλειστικά στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού σ’ αυτήν (στην αγωγή) δεν γίνεται επίκληση ιδιαίτερης συμφωνίας (σύμβασης) μεταξύ των διαδίκων ειδικά για την ατομική φορολόγηση των αναλογούντων στον εναγόμενο κερδών, τυγχάνει απορριπτέα κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω προέκυψε ότι : Α) στις 12.4.2002 η εταιρεία, δια της ενάγουσας νομίμου εκπροσώπου της, υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τη χρήση 2001 (1.1. έως 3.12.), που ο εναγόμενος ήταν εν τοις πράγμασι ομόρρυθμο μέλος αυτής με ποσοστό 33%. Το ποσό του φόρου που προέκυψε ανήλθε σε χρεωστικό, ύψους 1.378.400 δραχμές ή 4.045,20 ευρώ, μετά του αναλογούντος χαρτοσήμου κερδών 524,51 ευρώ, και 1.126.361 δραχμές ή 3.305,53 ευρώ, για προκαταβολή επόμενου έτους (δηλαδή χρήση 2002, που δεν ήταν πια εταίρος ο εναγόμενος) συνολικά 7.875,24 ευρώ. Β) Στη συνέχεια με το με αρ. πρ. ……../26.4.2002 η ενάγουσα, ως διαχειρίστρια δια λογαριασμό της εταιρείας, υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ειδικό σημείωμα υπολογισμού ΦΠΑ για τις χρήσεις 1999, 2000 και 2001, σύμφωνα με τη ΠΟΛ 1242/19.10.2001, που ήταν υποχρεωτικό για όλες τις επιχειρήσεις αυτού του είδους, όπως των διαδίκων, βάσει του οποίου προέκυψε ΦΠΑ 450,22 ευρώ. Γ) Στις 18.7.2002, η ενάγουσα, ως διαχειρίστρια δια λογαριασμό της εταιρείας, υπέβαλε ειδικό σημείωμα περαίωσης (αρ. 28 ν. 3016/2002 και ΑΥΟ 1155/2002) για χρήση 1999/1998, σύμφωνα με το οποίο προέκυψε φόρος 5.134 ευρώ. Δ) Τα χρέη της εταιρείας προς τρίτους προμηθευτές, ήταν τα ακόλουθα:  α) 476.523 δραχμές  για προμήθεια τυριού (…/8.11.2001, …./27.11.2001 τιμολόγια της …….), β) 86.904 δραχμές για προμήθεια αλευριού και σιμιγδαλιού (…./20.11.2001 τιμολόγιο της ……….), γ) 17.280 δραχμές για προμήθεια τριμμένου τυριού (……/19.11.2001 τιμολόγιο της ………..), δ) 89.279 δραχμές για προμήθεια σακουλών (……/29.11.2001 τιμολόγιο της ………….), ε) 7.788.000 δραχμές για προμήθεια – αλλαγή – ανανέωση εξοπλισμού της επιχείρησης (.., …/15.11.2001, …/24.11.2001, …/7.12.2001 δελτία αποστολής και …./4.11.2001, …./10.12.2001 τιμολόγια, …/29.9.2001, …/30.11.2001, …./30.11.2001 αποδείξεις είσπραξης της ………….) και στ) 112.300 δραχμές για ΔΕΗ περιόδου Νοεμβρίου 2001. Όλα τα ανωτέρω, εταιρικοί φόροι και δαπάνες έξοδα προς τρίτους (υπό στ. Α’, Β’, Γ’ και Δ’), καταβλήθηκαν όχι με χρήματα ατομικά της ενάγουσας, αλλά με χρήματα της εταιρείας από το ταμείο της, όπως συνήθως γινόταν κάθε φορά με τους φόρους, τις δαπάνες και τις αγορές προμηθειών και εξοπλισμού της εταιρείας, οι οποίες μαζί με τα λοιπά εταιρικά έξοδα αφαιρούνταν από το ταμείο της εταιρείας και στη συνέχεια, μηνιαίως, από το προκύπτον υπόλοιπο γινόταν οι διανομή των κερδών στους εταίρους, κατά το πραγματικό εταιρικό τους ποσοστό. Άλλωστε δεν υπήρχε ανάγκη καταβολής – κάλυψης των ως άνω εξόδων με χρήματα εκ της προσωπικής περιουσίας της ενάγουσας, ενόψει του ότι η εταιρεία ήταν εύρωστη οικονομικά, δεν όφειλε σε τρίτους πιστωτές και το ταμείο της είχε πάντοτε ρευστότητα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης για τη χρήση 2001 ανέρχονταν σε 67.873.166 δραχμές και τα καθαρά κέρδη της σε 14.894.033 δραχμές, ενώ δεν προέκυψε ποτέ ταμειακή δυσχέρεια. Επίσης, οι προσκομισθείσες από την ενάγουσα αποδείξεις καταβολής χρημάτων στους ως άνω προμηθευτές ήσαν στο όνομα της εταιρείας. Κάποιες δε που εκδόθηκαν στο όνομά της και προσκομίζει, δεν προκύπτει ότι αυτές αφορούν εξοφλήσεις συγκεκριμένων τιμολογίων της εταιρείας και δη των ως άνω αναφερομένων, που αφορούσαν τα επίδικα εταιρικά έξοδα. Αντιθέτως όλα τα διπλότυπα είσπραξης από τη Δ.Ο.Υ. και τα τιμολόγια αγορών και ηλεκτρικού ρεύματος εκδόθηκαν επ’ ονόματι της εταιρείας και εξοφλήθηκαν από το ταμείο αυτής πριν τη διανομή των κερδών στους εταίρους. Επομένως δεν δικαιούται η ενάγουσα ατομικώς να ζητεί από τον εναγόμενο την καταβολή της αναλογίας του επ’ αυτών, βάσει της εταιρικής του μερίδας. Μετά ταύτα η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Σχετικά με το αίτημα, που υπέβαλε με τις προτάσεις του ο εναγόμενος για ανάκληση των επιβληθέντων από την ενάγουσα συντηρητικών κατασχέσεων στους τραπεζικούς του λογαριασμούς στις τράπεζες ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε., EUROBANK A.E, ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε., ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ. ΑΕ.,  με τα από 20.12.2016 κατασχετήρια βάσει της εκκαλουμένης απόφασης (ΚΠολΔ 724 παρ. 1), αυτό, μετά την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής και την ανυπαρξία της ασφαλισμένης απαίτησης, πρέπει να γίνει δεκτό και να ανακληθούν οι ως άνω επιβληθείσες συντηρητικές κατασχέσεις (ΚΠολΔ 697, 698). Τέλος πρέπει να επιστραφεί το παράβολο της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος μόνο αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας (αφού πρωτοδίκως δεν παραστάθηκε και δεν υπεβλήθη σε έξοδα) στην εφεσίβλητη (ΚΠολΔ 176, 183).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 4784/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δικάζει επί της αγωγής.

Απορρίπτει αυτήν.

Δέχεται το υποβληθέν με τις προτάσεις αίτημα ανάκλησης συντηρητικής κατάσχεσης.

Ανακαλεί τις επιβληθείσες, με τα από 20.12.2016 κατασχετήρια, συντηρητικές κατασχέσεις σε βάρος του εκκαλούντος στα χέρια των τραπεζών ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε., EUROBANK A.E, ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε., ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ. ΑΕ., που επέβαλε η ενάγουσα εφεσίβλητη, κατ’ άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, με βάση την υπ’ αρ. 4748/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.

Καταδικάζει την εφεσίβλητη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας που καθορίζει σε 700 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31.3.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ