Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 264/2020

Αριθμός    264/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 27-3-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……/2018) έφεση  των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ΄.αριθμ.1353/2018 οριστικής απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 11-9-2017 (γεν.αριθμ.καταθ……/2017) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες αφού εξέθεσαν τους όρους της απασχόλησής τους στην ενεργό υπηρεσία της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, κατά τα επιμέρους χρονικά διαστήματα που αφορούν τον κάθε ένα από αυτούς και υπό την αντίστοιχη ειδικότητα, καθώς και την ένταξή τους από την εναγομένη αρχικά στην μισθολογική κατηγορία προσωπικού ΔΕ- 2 σύμφωνα με την εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας του υπαλληλικού της προσωπικού (κατά την οποία το υπαλληλικό προσωπικό της εναγομένης κατατάσσεται σε μισθολογικά κλιμάκια ανάλογα με τα τυπικά προσόντα των εργαζομένων), και στη συνέχεια στην αντίστοιχη ΔΕ- 3 μετά από την έκδοση της υπ΄αριθμ.403/2017 τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου τούτου με την οποία αναγνωρίστηκε ότι αυτοί (ενάγοντες) δικαιούνται της καταβολής των εν γένει μισθολογικών τους διαφορών από τις 1-1-2005 και εφεξής, ζήτησαν με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει για την ανωτέρω αιτία αλλά και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων οργάνων της εναγομένης από την υπαίτια παράλειψη αυτών να τους εντάξουν στην αντίστοιχη μισθολογική κατηγορία ΔΕ-3 από την αρχή, το συνολικό ποσό των 18.376,60 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα και το συνολικό ποσό των 23.043,22 ευρώ στον δεύτερο αντίστοιχα, ποσά τα οποία αφορούν διαφορές μισθών, διαφορές υπερωριών κατά τις καθημερινές, διαφορές νυχτερινής εργασίας, εργασία κατά τα Σάββατα, εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, διαφορές επιδομάτων αδείας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την ημεροχρονολογία όπου έκαστο επιμέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή), άλλως και επικουρικώς από την κοινοποίηση της από 28-12-2010 ασκηθείσας αγωγής τους, άλλως και επικουρικώς από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και τέλος να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, και ο σχετικός περί αοριστίας  ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρει νομίμως με τις προτάσεις της, για το λόγο ότι οι ενάγοντες δεν αναφέρουν αναλυτικά ο καθένας τα θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα που περιελάμβανε η φοίτησή τους στις κατηργημένες από το ν.576/ 1977 Μέσες Τεχνικές Σχολές καθώς και δεν προβαίνουν σε σαφή και αναλυτική παράθεση των πάσης φύσεως αποδοχών που ελάμβαναν στην κατηγορία ΔΕ2, ούτε ακόμη των αιτουμένων αγωγικών ποσών που υπολογίζουν με βάση την κατηγορία ΔΕ3, αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η σύγκριση των αιτουμένων κονδυλίων και η ανεύρεση με σαφήνεια του ύψους της ποσοτικής διαφοράς αυτών, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος και τούτο διότι, τα ανωτέρω δεν είναι αναγκαία στοιχεία που πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή, αλλά μπορεί να προκύψουν από τις αποδείξεις.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η αγωγή κατά το μέρος που οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει το ποσό των 2.000 ευρώ στον καθένα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν επειδή η τελευταία υπαίτια και παράνομα προσέβαλε την προσωπικότητά τους λόγω του ότι αρνήθηκε να τους κατατάξει στην κατηγορία ΔΕ3 και να λάβουν τις νόμιμες αποδοχές τους, κατόπιν έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και  υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.416,64 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.183,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο τους ως προς το ποσόν των δεδουλευμένων αποδοχών και υπερεργασίας από το τέλος εκάστου μηνός κατά τον οποίο έκαστο αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ως προς τα δώρα Χριστουγέννων, αποδοχές και επιδόματα αδείας από τις 31-12ου του εκάστου έτους το οποίο και αφορά και όλα τα ανωτέρω ποσά μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Επίσης κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 4.000 ευρώ για τον πρώτο των εναγόντων και ως προς το ποσό των 6.000 ευρώ για τον δεύτερο και τέλος επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων σε βάρος της εναγομένης τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 670 ευρώ.

Επειδή οι διατάξεις της παρ.1 του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995, επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις κατά των εργοδοτών, διευθυντών, εκπροσώπων επιχειρήσεων κλπ, οι οποίοι δεν καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις οφειλόμενες στους εργαζομένους, συνεπεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, πάσης φύσεως αποδοχές. Με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται ποινικό αδίκημα μόνο για την καθυστέρηση καταβολής των οφειλόμενων από τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας αποδοχών, προκειμένου να διασφαλισθεί η έγκαιρη καταβολή αυτών στους δικαιούχους και δεν δημιουργείται πρωτογενής αξίωση των εργαζομένων για πληρωμή των αποδοχών τους. Συνεπώς η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 914,927 και 298 ΑΚ, μόνο για τη ζημία που υπέστη από το άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του – η οποία καλύπτεται καταρχήν από τους οφειλόμενους σε κάθε περίπτωση τόκους υπερημερίας (άρθρ. 345 ΑΚ)- και όχι για την πληρωμή των ίδιων των αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση, αφού μόνη η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει εμπρόθεσμα τις αποδοχές δεν συνεπάγεται την απώλεια αυτών, ώστε να προκαλείται στον εργαζόμενο ισόποση με τις αποδοχές του ζημία, που να έχει ως αιτία το θεσπιζόμενο με τις διατάξεις του ΑΝ 690/1945 αδίκημα.  Άρα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που οι ενάγοντες ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη  εταιρεία να τους καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επειδή η τελευταία παρέλειψε υπαίτια  να τους καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές που δικαιούνταν ήταν μη νόμιμη, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγόντων που αποτελεί και σχετικό λόγο έφεσης απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της εναγομένης, …………… που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα πρακτικά συνεδρίασης του ίδιου δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (άρθρα 671 παρ. 1 εδ. α` και 674 παρ. 2 εδ. α` του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 15/2003 ΕλΔ 44.937, ΑΠ 969/2011, ΑΠ 822/2011 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα :Με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε η εναγομένη λειτουργώντας τόσο ως ΝΠΔΔ όσο και ως ΑΕ, μετά το Ν. 2688/ 1999, προσέλαβε προσωπικό, όπως και τους ενάγοντες για να εργαστούν με την ειδικότητα του χειριστή ανυψωτικών μηχανημάτων, κατά το χρονικό διάστημα από τα έτη 1987 μέχρι 2005. Έτσι με βάση το ανωτέρω νομοθετικό καθεστώς, ο πρώτος των εναγόντων προσλήφθηκε στις 15-9-2004 και ο δεύτερος στις 24-5-1989 αντίστοιχα και τοποθετήθηκε ο πρώτος από την εναγομένη ως υπάλληλος στη Διεύθυνση Σ.ΕΜΠΟ (Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων) αυτής και εργάζεται στο χειρισμό οχημάτων στοιβασίας και μεταφοράς των εμπορευματοκιβωτίων (containers) και ο δεύτερος ως οδηγός οχημάτων από τις ανωτέρω ημερομηνίες πρόσληψής τους. Οι ενάγοντες είναι κάτοχοι διπλωμάτων αποφοίτησης Τεχνικών και Επαγγελματικών Λυκείων του Ν.576/1977 και 1566/ 1985 τριετούς φοίτησης, τα οποία κατέθεσαν στην αρμόδια Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγομένης κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες πρόσληψής τους, ως αποδεικτικά των τυπικών τους προσόντων, προκειμένου να ενταχθούν στο οργανόγραμμα της εναγομένης για απασχόλησή τους στις αντίστοιχες, βάσει των τυπικών και ουσιαστικών τους προσόντων, θέσεις εξαρτημένης εργασίας. Έτσι η εναγομένη (με βάση τα ανωτέρω τυπικά προσόντα) υπήγαγε τους ενάγοντες από της προσλήψεώς τους στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ-2, στην οποία υπάγονται οι κάτοχοι πτυχίων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και οι κάτοχοι τίτλου σπουδών των Σχολών Μαθητείας Ο.Α.Ε.Δ., των κατώτερων Τεχνικών Σχολών και της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης με την απαιτούμενη από τις σχετικές διατάξεις εμπειρία. Όταν όμως το προσωπικό αυτό ζήτησε από την εναγομένη την ορθή, κατ΄αυτούς, υπαγωγή τους στη μισθολογική κατηγορία και δη στην αντίστοιχη ΔΕ-3, ισχυριζόμενοι ότι τα πτυχία των Τεχνικών και Επαγγελματικών Λυκείων (των Ν. 576/ 1977 και 1566/1986), από τα οποία αποφοίτησαν είναι ισότιμα με τα πτυχία των Μέσων Τεχνικών Σχολών που λειτούργησαν σύμφωνα με την προ του Ν.576/1977 νομοθεσία, η εναγομένη αρνήθηκε να τους κατατάξει στην κατηγορία αυτή επικαλούμενη ότι τα πτυχία τους δεν είναι τα προβλεπόμενα από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας  (Σ.Σ.Ε.) του προσωπικού της για την κατάταξή τους στη ΔΕ-3 μισθολογική κατηγορία, στην οποία κατατάσσονται μόνο οι υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας που κατέχουν πτυχία μέσων Τεχνικών σχολών που καταργήθηκαν με το Ν.576/1977, δηλαδή παλαιού τύπου. Πλην όμως με την υπ΄αριθμ. Γ2/779/23/2/1988 απόφαση του Υπουργού Ενικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ορίζεται ότι τα πτυχία των Μέσων Τεχνικών Σχολών (εργοδηγών) του Ν.Δ.580/1970 (δηλαδή παλαιού τύπου) είναι ισότιμα με τα πτυχία των Τεχνικών και Επαγγελματικών Λυκείων των Ν.576/1977 και 1566/1985 (δηλαδή νέου τύπου) αντίστοιχης ειδικότητας και ως εκ τούτου αυτοί (ενάγοντες), οι οποίοι είναι κάτοχοι πτυχίων Τεχνικών και Επαγγελματικών Λυκείων των Ν.576/1977 και 1566/1985 ειδικότητας μηχανολογικού, ηλεκτρολογικού και ηλεκτρονικού τομέα, πρέπει να ενταχθούν από την εναγομένη στην αιτούμενη από αυτούς μισθολογική κατηγορία ΔΕ-3 του προσωπικού της ως κατέχοντες πτυχία ισότιμα των πτυχίων αντίστοιχης ειδικότητας που παρείχαν οι Μέσες Τεχνικές Σχολές οι οποίες καταργήθηκαν με το Ν.576/ 1977.Σύμφωνα δε με την παρ.IV της συλλογικής σύμβασης εργασίας – Σ.Σ.Ε. (άρθρα 2, 5 και 5 των από 17/4/2000, 23/10/2003 και 24/10/2006) του προσωπικού της εναγομένης, στη ΔΕ-3 μισθολογική κατηγορία κατατάσσονται οι υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας, που κατέχουν πτυχία Μέσων Τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με το Ν. 576/1977.Το ίδιο ισχύει και για τους υπαλλήλους της εναγομένης, που κατέχουν πτυχία ισότιμα με τα πτυχία των Μέσων Τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με το Ν.576/1977. Και τούτο διότι το προσωπικό αυτό κατέχει πτυχία Τεχνικών και Επαγγελματικών Λυκείων των Ν.576/1977 και 1566/1985 (νέου τύπου) ειδικότητας μηχανολογικού, ηλεκτρολογικού και ηλεκτρονικού τομέα, που είναι ισότιμα με τα πτυχία αντίστοιχης ειδικότητας των Μέσων Τεχνικών Σχολών (εργοδηγών) του Ν.Δ 580/1970 (παλαιού τύπου), πληρούν δε επομένως τα τυπικά προσόντα για την ένταξή τους στη ΔΕ-3 μισθολογική κατηγορία του προσωπικού της εναγομένης, ως κατέχοντες πτυχία ισότιμα των πτυχίων αντίστοιχης ειδικότητας που παρείχαν οι Μέσες Τεχνικές Σχολές που καταργήθηκαν με το Ν.576/1977 και τα οποία παρέχουν στους κατόχους αυτών το δικαίωμα κατατάξεως στη ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία. Σύμφωνα δε με το υπ΄αριθμ.πρωτ. 38946/26-11-2017 προσκομιζόμενο υπηρεσιακό έγγραφο της εναγομένης προκύπτουν για τους ενάγοντες τα εξής :α ) ως προς τον πρώτο ενάγοντα …….. : αυτός προσλήφθηκε στον ΟΛΠ στις 15-9-2004 με την …/ 24-8-2004 απόφαση Δ.Σ./ ΟΛΠ ΑΕ και την …………/15-9-2004 απόφαση του Δ/ντος Συμβούλου στον κλάδο Δ.Ε. Τεχνικών με την ειδικότητα του χειριστή ανυψωτικών μηχανημάτων, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Με αυτή τη σχέση εργασίας και ειδικότητα εξακολουθούσε να εργάζεται μέχρι και το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, ενώ σύμφωνα με την Π.Κ. 4/15-7-2004 της Σ.Σ.Ε. από 15-09-2004 (ημερομηνία πρόσληψής του) κατατάχθηκε στο 25ο μισθολογικό κλιμάκιο του ΔΕ2 μισθολογικού κλάδου, με ποσοστό χρονοεπιδόματος 15% από την ίδια ημερομηνία και σύμφωνα με τις Σ.Σ.Ε. υπαλληλικού προσωπικού και τα χρόνια υπηρεσίας του εργαζομένου αυτού, το μισθολογικό κλιμάκιο κατάταξης του κλάδου του από 15-9-2005 ήταν το 24ο, από 1-1-2006 το 23ο, από 13-11-2007 το 22ο, από 3-11-2009 το 21ο και από 3-11-2011 το 20ο   β) ως προς το δεύτερο ενάγοντα …….. : αυτός διορίστηκε στον ΟΛΠ στις 19-5-1989 με την …../26-4-1989 πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΟΛΠ, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 88/ 19-5-89 (τ ΝΠΔΔ), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του ΠΔ 611/77, σε κενές τακτικές θέσεις του κλάδου ΔΕ Τεχνικών με την ειδικότητα του οδηγού, ενώ σύμφωνα με τις Σ.Σ.Ε υπαλληλικού προσωπικού και τα χρόνια υπηρεσίας του εργαζομένου αυτού, το μισθολογικό κλιμάκιο κατάταξης του κλάδου του από 1-4-2000 ήταν το 23ο, από 19-5-2000 ήταν το 22ο, από 19-5-2002 το 21ο, από 9-7-2003 το 20ο, από 9-7-2005 το 19ο, από 9-7-2007 το 18ο, από 9-7-2009 το 17ο και από 9-7-2011 το 16ο. Το θέμα δε της τυπικής ως άνω ένταξης των εναγόντων με βάση τα ουσιαστικά τους προσόντα στο ορθό μισθολογικό κλιμάκιο ΔΕ-3, κρίθηκε ήδη τελεσίδικα και αμετάκλητα μετά από την άσκηση της με αριθμ.καταθ……/2010 αγωγής των ίδιων εναγόντων επί της οποίας εκδόθηκαν οι υπ΄αριθμ.4214/2014 και 2728/2015 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατόπιν άσκησης έφεσης η υπ΄αριθμ.403/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αποτελώντας προδικαστικό ζήτημα στο αντικείμενο της κρινόμενης αγωγής, το οποίο είναι η επιδίκαση μισθολογικών διαφορών από την ορθή επανένταξη των εναγόντων στο μισθολογικό κλιμάκιο από την 1-1-2005 και εφεξής, το οποίο καταλαμβάνεται πλέον από το ως άνω  ουσιαστικό δεδικασμένο.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω οι ενάγοντες δικαιούνται της καταβολής των εν γένει μισθολογικών τους διαφορών από τις 1-1-2005 και εφεξής με βάση τη διαφορά μεταξύ των μισθολογικών κλιμακίων και των αντίστοιχων μικτών αποδοχών που ο καθένας τους έλαβε, δηλαδή μεταξύ των μισθολογικών κλιμακίων ΔΕ2 και του αντίστοιχου ΔΕ3. Όπως δε αποδείχθηκε, η εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει στους ενάγοντες τα παρακάτω ποσά για τις αντίστοιχα αναφερόμενες αιτίες: I. Ως προς τον πρώτο ενάγοντα για τα έτη 2005- 2010 : α) για διαφορές μισθών κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα του οφείλεται το συνολικό ποσό των 4.522 ευρώ   β) για τα έτη 2005-2009 ως διαφορές απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές ή για διαφορές νυχτερινής εργασίας για τα έτη 2005-2008 καθώς και για διαφορές εργασίας του κατά τα Σάββατα για τα έτη 2005,2006 και 2007 δεν προέκυψε ότι του οφείλονται, όπως αβασίμως ισχυρίζεται στην υπό κρίση αγωγή αυτός (παραθέτοντας τα επιμέρους ποσά), γ) για διαφορές εργασίας του κατά τις Κυριακές και αργίες για τα έτη 2005,2006 και 2007 του οφείλεται συνολικά για τις ανωτέρω επιμέρους αιτίες το ποσό των 2.325,33 ευρώ.

Επίσης, για διαφορές από επιδόματα εορτών ήτοι : για επίδομα Πάσχα του έτους 2005, για επίδομα Χριστουγέννων 2005, για Πάσχα του έτους 2006, για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2006, για επίδομα Πάσχα του έτους 2007, για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2007, για επίδομα Πάσχα του έτους 2008,για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2008, για επίδομα Πάσχα του έτους 2009, για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2009, για επίδομα Πάσχα του έτους 2010, για διαφορές από επιδόματα αδείας : για το έτος 2006 και για το έτος 2009, του οφείλονται για τις αιτίες αυτές το συνολικό ποσό των 569,32 ευρώ.

Επομένως για όλες τις προαναφερόμενες αιτίες η εναγομένη οφείλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.416,64 (4.522,00 + 2.325,33 + 569,32) ευρώ.

  1. II. Ως προς τον δεύτερο ενάγοντα για τα έτη 2005-2010 : α) για διαφορές μισθών κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα του οφείλεται το συνολικό ποσό των 5.957,21 ευρώ β) για τα έτη 2005-2010 ως διαφορές απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές, ή για διαφορές νυχτερινής εργασίας για τα έτη 2005-2010, για διαφορές εργασίας του κατά τα Σάββατα για τα έτη 2005-2010, και για διαφορές εργασίας του κατά τις Κυριακές και αργίες για τα έτη 2005-2010 του οφείλονται συνολικά για τις ανωτέρω επιμέρους αιτίες, το συνολικό ποσό των 4.367,56 ευρώ.

Επίσης, για διαφορές από επιδόματα εορτών ήτοι: για επίδομα Πάσχα του έτους 2005, για επίδομα Χριστουγέννων 2005, για επίδομα Πάσχα 2006, για επίδομα Χριστουγέννων 2006, για επίδομα Πάσχα 2007, για επίδομα Χριστουγέννων 2007, για επίδομα Πάσχα του έτους 2008, για επίδομα Χριστουγέννων 2008, για επίδομα Πάσχα του έτους 2009, για επίδομα Χριστουγέννων 2009, για επίδομα Πάσχα του έτους 2010, όπως και για διαφορές από επιδόματα αδείας για το έτος 2007, και για το έτος 2009, του οφείλονται για όλες τις παραπάνω αιτίες το συνολικό ποσό των 858,97 ευρώ.

Επομένως για όλες τις προαναφερόμενες αιτίες η εναγομένη οφείλει στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.183,74  (5.957,21 + 4.367,56 + 858,97) ευρώ.

Όλες δε οι ανωτέρω μισθολογικές διαφορές (μικτών αποδοχών μεταξύ των κατηγοριών ΔΕ-2 και ΔΕ- 3)  αποτυπώθηκαν στις οικείες μισθοδοτικές καταστάσεις της εναγομένης, ενώ από όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την τελευταία έγγραφα, προκύπτει ο ειδικότερος τρόπος του  ορθού υπολογισμού και εν γένει προσδιορισμού αυτών και μάλιστα ανά συγκεκριμένη χρονική περίοδο, εφαρμοζόμενη Σ.Σ.Ε. καθώς και συναφείς διατάξεις νόμων κυρίως μετά το έτος 2009 και εφεξής, όπως και τη λήψη υπόψη προσωπικών κριτηρίων ανά ενάγοντα και δη της προσωπικής κατάστασης εκάστου.

Περαιτέρω, για τον συνολικό εν γένει υπολογισμό των διαφορών αποδοχών των εναγόντων για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα λαμβάνονται υπόψη και τα ακόλουθα: 1) οι μειώσεις των αποδοχών που επέφεραν οι Ν.3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011 (εφαρμοστικοί μνημονίων), 2) ο υπολογισμός του χρονοεπιδόματος επί του βασικού μισθού στο ύψος που είχε διαμορφωθεί στις 31-12-2009, 3) το πάγωμα των μισθολογικών κλιμακίων και χρονοεπιδομάτων, 4) οι μειώσεις των τακτικών αποδοχών και επιδομάτων ανάλογα με τις ημέρες απουσίας από την εργασία, όπως ασθένεια ή απεργία κατά 1/25 ανά ημέρα απουσίας κλπ  που επηρεάζουν το ωρομίσθιο βάσει του οποίου έγιναν οι υπολογισμοί των αγωγικών κονδυλίων  5) το γεγονός ότι στην υπό κρίση αγωγή τα νυχτερινά προς συμπλήρωση τις Κυριακές και αργίες υπολογίζονται με προσαύξηση 25%, ενώ η ορθή προσαύξηση είναι 20% σύμφωνα με τη ΣΣΕ 2004 – 2005 (άρθρο 4 όπως ισχύει)  6) τα αναδρομικά που έχουν λάβει οι ενάγοντες καθώς και ο υπολογισμός των δώρων σύμφωνα με τις ισχύουσες Σ.Σ.Ε. του ΟΛΠ και την αντίστοιχη νομοθεσία, όπως αναλυτικά αναφέρονται στους προσκομιζόμενους από την εναγομένη σχετικούς πίνακες.

Εξάλλου πρέπει να σημειωθεί ότι οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του συνολικού προσωπικού της εναγομένης μειώθηκαν πριν τον χρόνο άσκησης της αγωγής, καθόσον: 1) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.5 του άρθρου 1 του κεφ.Α΄του Ν.3833/ 15-3-2010 και την με αριθμ. 2/14924/0022/1-4-2010 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, ή συμφωνία προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, που ανήκουν στο κράτος «σε Ν.Π.Δ.Δ ή σε Ο.Τ.Α» ή επιχορηγούνται τακτικά από τον κρατικό προϋπολογισμό «σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του προϋπολογισμού τους» ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παρ.1,2 και 3 του άρθρου 1 του Ν.3429/ 2005 ή δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια των ανωτέρω παραγράφων του παραπάνω άρθρου και νόμου (3429/2005), ακόμη και αν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου αυτού, ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής τους, μειώνονται κατά ποσοστό 7% με εξαίρεση τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, τα οποία μειώνονται ,έκαστο, κατά ποσοστό 30% αντίστοιχα. Από τη μείωση δε του 7% εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση (επιδόματα συζύγου – τέκνων) ή τη υπηρεσιακή εξέλιξη (χρονοεπίδομα, τριετίες κλπ), καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους και στην περίπτωση που τα προαναφερόμενα επιδόματα υπολογίζονται σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, αυτά θα καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί στις 31-12-2009  2) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 3 του Ν.3845/6-5-2010 και την αριθμ. 2/8338/0022/24-1-2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, ή διαιτητική απόφαση, ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση στους φορείς του εδαφ. α΄ της παρ.5 του άρθρου 1 του Ν.3833/ 2010 (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), μειώνονται μετά τη μείωση του 7% και επιπλέον κατά ποσοστό 3%.Από τη μείωση δε του προηγουμένου εδαφίου εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή  την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.6 του άρθρου 3 του Ν.3845/ 6-5-2010 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παρ.1 εως 4, καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ.5, ορίζονται ως εξής : α) το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε 500 ευρώ, β) το επίδομα εορτών Πάσχα σε 250 ευρώ και γ) το επίδομα αδείας σε 250 ευρώ. Τα επιδόματα δε του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές (συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου), δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τις 3.000, 00 ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους.

Οι ανωτέρω δε διατάξεις κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας (άρθρο 3 παρ.8 του Ν.3845/2010).

3) Κατ΄εφαρμογή δε των ανωτέρω διατάξεων, η μισθοδοτική εικόνα των υπαλλήλων ΟΛΠ ΑΕ μεταβλήθηκε ως εξής : Στη μισθοδοσία των υπαλλήλων ΟΛΠ ΑΕ. Για όσους υπάγονται στη ΣΕΕ ΟΛΠ : α) Κατά τις διατάξεις της παρ.5, άρθρο 1 του Ν.3833/2010 μειώνονται οι βασικοί μισθοί και όλα τα επιδόματα κατά ποσοστό 7% αναδρομικά από 1-1-2010  β) Κατά τις διατάξεις του Ν.3845/ 6-5-2010 μειώνονται οι βασικοί μισθοί και όλα τα επιδόματα μετά τη μείωση κατά 7% επιπλέον και κατά ποσοστό 3% από 1-6-2010  γ) Σύμφωνα με το Ν.3833/2010 μειώνονται κατά 7% από 1-1-2010 τόσο το αντισταθμιστικό επίδομα όσο και το κίνητρο αποχώρησης και κατά 3% σύμφωνα με το Ν.3845/ 2010 από 1-6-2010. Εξαιρούνται το οικογενειακό επίδομα (γάμου και τέκνων), το επίδομα ειδικών συνθηκών (που συνδέεται με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας), το μεταπτυχιακό επίδομα και το χρονοεπίδομα (που έχει σχέση με την υπηρεσιακή εξέλιξη). Εάν δε τα εξαιρούμενα επιδόματα υπολογίζονται σε ποσοστό (όπως το χρονοεπίδομα) επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, αυτό θα καταβάλλεται στο ύψος που είχε διαμορφωθεί στις 31-12-2009  σύμφωνα με το άρθρο 1 της παρ.4 της αριθμ. 2/14924/002/1-4-2010 εγκυκλίου.

Ο ανωτέρω δε υπολογισμός των οφειλομένων στους ενάγοντες διαφορών αποδοχών (μικτές αποδοχές με βάση την ένταξη στην κατηγορία ΔΕ3) προκύπτει από τους προσκομιζόμενους από την εναγομένη πίνακες οι οποίοι υπογράφονται από τους Προϊσταμένους Δικτύων και Μηχ/σης και Προϊστάμενο Ανθρωπίνων Πόρων αντίστοιχα.

Έτσι, με βάση τις αντίστοιχες μισθοδοτικές καταστάσεις : 1. Τα κονδύλια που αφορούν τις μικτές αποδοχές που έλαβαν οι ενάγοντες συγκεντρωτικά για όλα τα έτη με βάση την μισθολογική κατηγορία ΔΕ2 απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΛΗΦΘΕΙΣΕΣ ΜΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΔΕ2 (ΣΥΝΟΛΟ ΕΤΩΝ) και τα κονδύλια που αφορούν τις μικτές αποδοχές που έλαβαν ανά έτος με βάση την μισθολογική κατηγορία ΔΕ2 απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΛΗΦΘΕΙΣΕΣ ΜΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΔΕ2 ΑΝΑ ΕΤΟΣ»  2.Τα κονδύλια που αφορούν τις μικτές αποδοχές που λάμβαναν συγκεντρωτικά για όλα τα έτη με βάση την κατάταξη στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ3 απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΜΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ3 (ΣΥΝΟΛΟ ΕΤΩΝ)», ενώ τα κονδύλια που αφορούν τις μικτές αποδοχές που θα λάμβαναν ανα έτος με βάση την κατάταξη στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ3 απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΜΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ3 ΑΝΑ ΕΤΟΣ». 3. Τα κονδύλια που αφορούν τις διαφορές μικτών αποδοχών που προκύπτουν μεταξύ των δύο μισθολογικών κατηγοριών ΔΕ2 – ΔΕ3 συγκεντρωτικά για όλα τα έτη απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΙΚΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΔΕ2 – ΔΕ3 (ΣΥΝΟΛΟ ΕΤΩΝ)» και τα κονδύλια που αφορούν τις διαφορές μικτών αποδοχών που προκύπτουν μεταξύ των δύο μισθολογικών κατηγοριών ΔΕ2 –ΔΕ3 ανά έτος απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΙΚΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΔΕ2 – ΔΕ3 ΑΝΑ ΕΤΟΣ» 4. Τα κονδύλια που αφορούν το Δώρο Χριστουγέννων, Δώρο Πάσχα και επιδόματος αδείας που έλαβαν συγκεντρωτικά για όλα τα έτη με βάση την μισθολογική κατηγορία ΔΕ2 απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΛΗΦΘΕΙΣΕΣ ΜΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΔΕ2 (ΣΥΝΟΛΟ ΕΤΩΝ) – ΔΩΡΑ – ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ», ενώ τα κονδύλια που αφορούν το Δώρο Χριστουγέννων, Δώρο Πάσχα και επιδόματος αδείας που έλαβαν ανά έτος με βάση την μισθολογική κατηγορία ΔΕ2 απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΛΗΦΘΕΙΣΕΣ ΜΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΔΕ2 ΑΝΑ ΕΤΟΣ – ΔΩΡΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ». 5.Τα κονδύλια που αφορούν το Δώρο Χριστουγέννων, Δώρο Πάσχα και επιδόματος αδείας που θα λάμβαναν συγκεντρωτικά για όλα τα έτη με βάση την κατάταξη στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ3 απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΜΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ3 (ΣΥΝΟΛΟ ΕΤΩΝ – ΔΩΡΑ – ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ» 6. Τα κονδύλια που αφορούν τις διαφορές για το Δώρο Χριστουγέννων, Δώρο Πάσχα και επίδομα αδείας που προκύπτουν μεταξύ των δύο μισθολογικών κατηγοριών ΔΕ2 – ΔΕ3 συγκεντρωτικά για όλα τα έτη απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΙΚΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΔΕ2 – ΔΕ3 (ΣΥΝΟΛΟ ΕΤΩΝ) – ΔΩΡΑ – ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ» και τα κονδύλια που αφορούν τις διαφορές για το Δώρο Χριστουγέννων, Δώρο Πάσχα και επίδομα αδείας που προκύπτουν μεταξύ των δύο μισθολογικών κατηγοριών ΔΕ2 – ΔΕ3 ανά έτος απεικονίζονται στα εκκαθαριστικά «ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΙΚΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΔΕ2 – ΔΕ3 ΑΝΑ ΕΤΟΣ – ΔΩΡΑ – ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ».

Εξάλλου σύμφωνα με τα ανωτέρω, το ύψος των επιδικασθέντων στους ενάγοντες συνολικών ποσών τα οποία αφορούν διαφορές μισθών, διαφορές υπερωριών, διαφορές δώρων εορτών κλπ μεταξύ των δύο αναφερόμενων μισθολογικών κλιμακίων ΔΕ2 και ΔΕ3, προέκυψε μεταξύ άλλων και από το μηχανογραφικό σύστημα υπολογισμού της εναγομένης, ο οποίος (τρόπος υπολογισμού) δεν αμφισβητείται ρητώς από τους ενάγοντες, όπως και ο επικαλούμενος μηνιαίως χρόνος υπέρβασης του νομίμου ωραρίου κάθε ενάγοντα δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από την εναγομένη ως προς το συνολικό αριθμό των ωρών απασχόλησης εκάστου ενάγοντος κάθε μήνα, ώστε να προκύψει ζήτημα εξειδίκευσης των διαφορών αποδοχών του δικαιούχου με μηνιαίο άξονα υπολογισμού αυτού και με βάση διαφορετικό αριθμό ωρών απασχόλησης.

Πρέπει δε να σημειωθεί ότι για τον υπολογισμό των σχετικών αγωγικών κονδυλίων τους οι ενάγοντες  α) δεν έλαβαν υπόψη τους τις μειώσεις των αποδοχών τους που επέφεραν οι προαναφερόμενοι Ν.3833/ 2010, Ν.3845/ 2010 και Ν.4024/2011 (εφαρμοστικοί μνημονίων), β) επίσης δεν ελήφθη υπόψη ο υπολογισμός του χρονοεπιδόματος επί του βασικού μισθού στο ύψος που είχε διαμορφωθεί στις 31-12-2009, όπως και το πάγωμα των μισθολογικών κλιμακίων και χρονοεπιδομάτων, οι μειώσεις των τακτικών αποδοχών και επιδομάτων ανάλογα με τις ημέρες απουσίας από την εργασία, όπως ασθένεια ή απεργία κατά 1/25 ανά ημέρα απουσίας κλπ που επηρεάζουν το ωρομίσθιο βάσει του οποίου έγιναν οι υπολογισμοί αυτών (αγωγικών κονδυλίων), επίσης στην αγωγή υπολογίζονται τα νυχτερινά προς συμπλήρωση τις Κυριακές και αργίες με προσαύξηση 25%, ενώ η ορθή προσαύξηση είναι 20% σύμφωνα με το άρθρο 4 της ΣΣΕ 2004-2005, όπως ισχύει, δεν ελήφθησαν υπόψη τα αναδρομικά που είχαν λάβει καθώς και ο υπολογισμός των δώρων σύμφωνα με τις ισχύουσες ΣΣΕ του ΟΛΠ και την αντίστοιχη νομοθεσία όπως προεκτέθηκε και όπως αναλυτικώς αναφέρονται στους σχετικούς προσκομιζόμενους από την εναγομένη πίνακες.

Στο άρθρο 250 αριθμ.17 του ΑΚ ορίζεται ότι «σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά». Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 268 του ίδιου κώδικα «Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή. Αξιώσεις όμως παροχών που επαναλαμβάνονται περιοδικά και που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, υπάγονται στη συντομότερη παραγραφή».  Η έναρξη δε της εικοσαετούς παραγραφής κατά το προηγούμενο άρθρο, προϋποθέτει τη μη συμπλήρωση της αρχικής συντομότερης παραγραφής (εν προκειμένω της πενταετίας) μέχρι την τελεσιδικία (ολ.ΑΠ 40/ 1996, ΑΠ 1310/2004 ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ένδικες  αξιώσεις των εναγόντων  κατά της εναγομένης, όπως έχει κριθεί, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του ως άνω άρθρου 250 αριθμ.17 ΑΚ (ολ ΑΠ 11/2008 ΤΝΠ Νόμος, αρθρ.4 παρ.1,2 και 2,20, παρ.1,22 παρ.1β και 25 παρ.1 του Συντάγματος, 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ  και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα), λόγω δε του δεδικασμένου που έχει προκύψει μετά την άσκηση της από 23-12-2010 προγενέστερης αγωγής τους κατά τα ήδη αναφερόμενα,  και ενόψει του ότι αυτές (αξιώσεις) δεν είχαν παραγραφεί από την άσκηση της πρώτης ως άνω αγωγής μέχρι την τελεσιδικία, επέρχεται η επιμήκυνση της πενταετούς παραγραφής σε εικοσαετή αρχόμενη από την τελεσιδικία, η οποία όμως δεν έχει παρέλθει σε καμία περίπτωση και ως εκ τούτου η σχετική ένσταση της εναγομένης που είχε προβληθεί πρωτοδίκως και επαναφέρεται  νομοτύπως με τις προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο, απορριπτέα τυγχάνει ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη.

Κατόπιν των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 7.416,64 ευρώ και στο δεύτερο το συνολικό ποσό των 11.183,74 ευρώ νομιμοτόκως ως προς το ποσό των δεδουλευμένων αποδοχών και υπερεργασίας από το τέλος κάθε μήνα κατά το οποίο έκαστο αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ως προς τα δώρα Χριστουγέννων, αποδοχές και επιδόματα αδείας από τις 31-12ου κάθε έτους το οποίο και αφορά και ως προς τα δώρα Πάσχα από την 1η Μαϊου κάθε έτους το οποίο αφορά  (κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας) και όλα τα ως άνω ποσά μέχρι την πλήρη εξόφλησή τους.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγόντων που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν, ενώ τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ.  1353/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών). ΚΑΙ

Συμψηφίζει ολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  31 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ