Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν:
Προυποθέσεις ισχύος ΣΣΕ. Στοιχεία της βάσης της αγωγής εργαζομένου, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ περί καταβολής μισθών υπερημερίας εκ μέρους του εργοδότη του, είναι η σύμβαση εργασίας, ο καταβλητέος μισθός και η μη αποδοχή απ` τον εργοδότη των υπηρεσιών που είχε συμφωνήσει να προσφέρει και πρόσφερε πραγματικά και προσηκόντως ο μισθωτός. Για τη θεμελίωση της αξίωσης διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών, δεν χρειάζεται να αναφέρονται στην αγωγή τόσο οι μικτές όσο και οι καθαρές αποδοχές, καθώς, σε περίπτωση παραδοχής της σχετικής αξίωσης, αποδοτέες από το δικαστήριο είναι οι ακαθάριστες αποδοχές. Δεν είναι επιτρεπτή η προβολή ένστασης συμψηφισμού, από τον εναγόμενο – εργοδότη, της αμοιβής για παροχή νόμιμης ή παράνομης υπερωριακής εργασίας, με τις υψηλότερες των νομίμων καταβαλλομένων στον ενάγοντα -εργαζόμενο αποδοχών. Στον μισθό περιλαμβάνονται και τ΄ ανταλλάγματα υπερεργασίας και νόμιμης υπερωριακής εργασίας. Και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται δήλη ημέρα καταβολής του νόμου με αποτέλεσμα μετά την πάροδο αυτής, αν δεν καταβάλει ο εργοδότης τις αμοιβές αυτές, να καθίσταται υπερήμερος. Δεν υφίσταται, τέλος, καταχρηστική άσκηση του δικαιώµατος αξίωσης δεδουλευµένωναποδοχών, όταν ο εργαζόµενος δεν διατυπώνει διαµαρτυρία για τις µικρότερες αποδοχές του, διότι έχει συµφέρον να µη διαταράξει την εργασιακή του σχέση.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 265/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση οι εφέσεις με ειδικό αριθμό εκθ. κατάθεσης (Ε.Α.Κ), ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου: Α) …./2018 και Β) …../2019, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας,καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Οι ως άνω κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 252/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργηση -τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015, που σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 αυτού, δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1η-1-2016, όπως οι ένδικες), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση, εκ μέρους των εκκαλούντων, των προβλεπόμενων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς, σύμφωνα με το εδ. στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου,από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, όπως εν προκειμένω. Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω,από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1β`, 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 και 3 του Ν 1876/1990 προκύπτει ότι, οι κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε δεσμεύουν μόνο τους μισθωτούς και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές, οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από τον χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης του Υπουργού Εργασίας και στους εργαζόμενους και εργοδότες του ίδιου κλάδου ή επαγγέλματος που δεν είναι μέλη των ως άνω οργανώσεων. Ενόψει των ανωτέρω, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των Σ.Σ.Ε, αποτελεί προϋπόθεση της γενέσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Δεν είναι, όμως, απαραίτητο το στοιχείο αυτό να αναφέρεται πανηγυρικά στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενο του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε, που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξης της ως υποχρεωτικής, οπότε στην επίκληση της συλλογικής αυτής σύμβασης (ή των εννόμων συνεπειών της) εμπεριέχεται σιωπηρά και η επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στην περίπτωση αυτή, εάν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζόμενου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν την ΣΣΕ, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδβ` ΚΠοΛΔ, και να αποδείξει σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των εν λόγω συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 1351/2001, ΕλλΔικ 2003.753, ΑΠ 376/2006, ΕΕργΔ 2006.808, ΑΠ 425/2004, ΕλλΔικ 2006. 145). Επίσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4, 6 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν τους εργαζόμενους σε περισσότερες ομοειδείς ή συναφείς εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις, ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας, συνάπτονται δε μεταξύ πρωτοβάθμιων ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων που καλύπτουν εργαζόμενους, ανεξάρτητα από επάγγελμα ή ειδικότητα, σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις (και εκμεταλλεύσεις) και εργοδοτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον αντίστοιχο κλάδο στην τοπική έκταση ισχύος της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 περβ`, 8 παρ. 2 και 11, παρ. 2 και 3 του ίδιου του ν. 1876/90 προκύπτει ότι οι ίδιες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν κατ` αρχήν τα μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 1137/2013, ΑΠ 1561/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ, αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό. Περιέρχεται, δηλαδή σε υπερημερία ο εργοδότης που συνδέεται με έγκυρη σύμβαση εργασίας με τον εργαζόμενο, όταν δεν αποδέχεται, για λόγους που αφορούν τον ίδιο και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία, την εργασία που του προσφέρει πραγματικά και με τον προσήκοντα τρόπο ο τελευταίος. Στοιχεία της βάσης της αγωγής που στηρίζεται στην παραπάνω διάταξη είναι η σύμβαση εργασίας, ο καταβλητέος μισθός και η μη αποδοχή απ` τον εργοδότη των υπηρεσιών που είχε συμφωνήσει να προσφέρει και πρόσφερε πραγματικά και προσηκόντως ο μισθωτός. Ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι η σύμβαση έχει λυθεί με καταγγελία, αποτελεί καταλυτική της αγωγής ένσταση που μπορεί να αντικρουσθεί με την αντένσταση του ενάγοντος ότι η καταγγελία είναι άκυρη, ισχυρισμός που μπορεί καθ` υποφορά, να προβληθεί και με την αγωγή. Η ακυρότητα, επομένως, της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής με την οποία αξιώνεται η καταβολή μισθών υπερημερίας. Ακόμη, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα (ΑΠ 430/1993, ΑΠ 1010/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1084/1989 ΕΕργΔ 50.28, Εφ.Αθ. 9002/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β.ΒαθρακοκοίληΕρμ.ΚΠολΔ υπό το άρθρο 216 παρ.130).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 Α.Κ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Υπό την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.ΑΠ 17/1995, Ολ.ΑΠ. 62/1990, ΑΠ 1321/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 62/1990, ο.π, ΑΠ 1321/2014, ο.π, ΑΠ 321/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν υφίσταται δε καταχρηστική άσκηση του δικαιώµατος αξίωσης δεδουλευµένων αποδοχών, όταν ο εργαζόµενος δεν διατυπώνει διαµαρτυρία για τις µικρότερες αποδοχές του, διότι έχει συµφέρον να µη διαταράξει την εργασιακή του σχέση (ΑΠ 139/2010 ΔΕΕ 2011.109), ούτε συνιστά παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωµα λήψης των νόµιµων αποδοχών του, η απλή δήλωση επί των εξοφλητικών αποδείξεων ότι δεν έχει καμία αξίωση κατά του εργοδότη (Εφ.Αθ. 6363/2007 ΕΕργΔ 2008.761).
Τέλος,σύμφωνα με το άρθρο 655 ΑΚ, επί σύμβασης εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Μισθός, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και 1 της 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν.3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του.΄Αρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων, αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχόλησής του σε ημέρα αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εγκύρως παρεχόμενης εργασίας του μισθωτού. Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, έτσι ώστε, με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ και να οφείλει, έκτοτε, επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδ. α΄ ΑΚ. Για την αμοιβή της υπερεργασίας, της νόμιμης υπερωριακής εργασίας και της επιτρεπόμενης εργασίας σε ημέρες αργίας, δήλη ημέρα καταβολής των απαιτήσεων αυτών σε μισθωτό που αμείβεται με μηνιαίο μισθό είναι η τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίοπαρασχέθηκαν οι επί μέρους αυτές εργασίες. Ασχέτως δε του άρθρου 655 ΑΚ, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981 που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945 του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966 επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (Ολ.ΑΠ 40/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος εκκαλών στην κρινόμενη υπό στοιχείο Α έφεση ………., εξέθετε στην από 9-9-2015 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2015 αγωγή του (εφεξής υπό στοιχείο α), που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι, δυνάµει συµβάσεων εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε µε την πρώτη εναγόµενη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάµατος στον τοµέα της κατασκευής, επισκευής, µετασκευής και συντήρησης πλοίων αλλά και µε τη δεύτερη εναγόµενη εταιρία, επί της οποίας η πρώτη εναγόμενη έχει δεσπόζουσα θέση, καθώς της αναθέτει υπεργολαβικά τις προαναφερόµενες υπηρεσίες, µεταφέροντας τους εργαζομένους της σε αυτή κατά τα χρονικά διαστήµατα που αυτή επιλέγει, προσλήφθηκε από τη µεν πρώτη εναγόμενη αρχικά στις 30-11-2013 και κατόπιν στις 18-8-2014, από τη δε δεύτερη εναγόμενη αρχικά στις 18-11-2013 και κατόπιν στις 24-2-2014, προκειµένου να εργαστεί µε την ειδικότητα του τεχνίτη σωληνουργού, ως µέλος κατασκευαστικού συνεργείου σε εργασίες κατασκευής πολυτελών θαλαµηγών, σύµφωνα µε τους όρους και συμφωνίες της τοπικής ΣΣΕ των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά, Αττικής και Νήσων. Ότι, παρείχε την εργασία του στις εναγόμενες εταιρείες από Δευτέρα έως Παρασκευή επί οκτώ ώρες ημερησίως, από ώρα 07.30 έως 15.30, καθώς και όλα τα Σάββατα επί 7 ώρες, από ώρα 07.30 έως 14.30. Ότι ειδικότερα, εργάσθηκε στην πρώτη εναγόμενη, με βάση την πρώτη σύμβαση μέχρι τις 22-2-2014, οπότε και μεταφέρθηκε στη δεύτερη εναγόμενη και στη συνέχεια με βάση τη δεύτερη σύμβαση μέχρι τις 9-2-2015, που, η ως άνω εναγόμενη, έπαψε να τον απασχολεί, αρνούμενη τις υπηρεσίες του, καθιστάμενη,έτσι, υπερήμερη δανείστρια μέχρι τις 30-3-2015, ημερομηνία κατά την οποία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του καταβάλει, ωστόσο, τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ότι, περαιτέρω, εργάσθηκε στη δεύτερη εναγόμενη δυνάμει της πρώτης σύμβασης μέχρι τις 29-11-2013, οπότε και μεταφέρθηκε στην πρώτη εναγόμενη και στη συνέχεια, δυνάμει της δεύτερης σύμβασης, μέχρι τις 16-8-2014, οπότε επίσης μεταφέρθηκε στην πρώτη εναγόμενη. Ότι, καθόλη τη διάρκεια της απασχόλησής του, δεν αμειβόταν σύμφωνα με όσα όριζε η συμφωνηθείσα ΣΣΕ, άλλως η επιχειρησιακή ΣΣΕ που προσυπέγραψαν οι εναγόμενες εταιρείες με το Συνδικάτο Μετάλλου Πειραιά, άλλως οποιαδήποτε ΣΣΕ κριθεί εφαρμοστέα, με αποτέλεσμα να οφείλονται σε αυτόν διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και συγκεκριμένα: α) των ημερομισθίων κατά τις καθημερινές, β) του έκτου ημερομισθίου της εβδομάδας, γ) της υπερωριακής εργασίας επί 1 ώρα κατά τις καθημερινές, δ) της εργασίας του κατά τα Σάββατα, ε) της αναλογίας επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και στ) της αναλογίας αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας, επιπλέον δε (του οφείλεται) η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης για την από 30-3-2015 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ανερχόμενου του συνολικά οφειλόμενου σε αυτόν υπολοίπου, στο ποσό των 64.398,45 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή. Ζητούσε δε ακολούθως, όπως παραδεκτά, με τις πρωτόδικες προτάσεις του, αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, περιόρισε εν μέρει το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, κατά μεν την κύρια βάση της αγωγής, να υποχρεωθούν οι εναγόµενες, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρο η κάθε µία, να του καταβάλουν το ποσό των 19.509,91 ευρώ ως διαφορά ηµεροµισθίων κατά τις καθηµερινές και έκτου ηµεροµισθίου της εβδοµάδας για τα δυο διαστήµατα εργασίας του στην πρώτη εναγόμενη και για το δεύτερο διάστηµα εργασίας του στη δεύτερη εναγόμενη, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτών να του καταβάλουν, επιπλέον, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο η κάθε µία, το ποσό των 44.888,54 ευρώ για τα υπόλοιπα αιτούµενα κονδύλια της αγωγής, κατά δε την επικουρική δε βάση της αγωγής, στην περίπτωση που κριθεί ότι κάθε εναγόμενη φέρει ξεχωριστή ευθύνη (ζητούσε): α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 12.342,40 ευρώ ως διαφορά ηµεροµισθίων κατά τις καθηµερινές και έκτου ηµεροµισθίου της εβδοµάδας για τα δυο διαστήµατα εργασίας του σε αυτή και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει, επιπλέον, το ποσό των 27.855,21 ευρώ ως διαφορά αµοιβής για παροχή υπερωριακής εργασίας επί 1 ώρα κατά τις καθηµερινές, αµοιβή για την εργασία του κατά τα Σάββατα, διαφορές αναλογίας επιδοµάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, διαφορές αναλογίας αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας, όλα δε τα παραπάνω και για τα δύο διαστήµατα εργασίας του σε αυτή, καθώς και ως αποζηµίωση απόλυσης και β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγοµένη να του καταβάλει το ποσό των 7.167,51 ευρώ ως διαφορά ηµεροµισθίων κατά τις καθηµερινές και έκτου ηµεροµισθίου της εβδοµάδας για το δεύτερο διάστηµα εργασίας του σε αυτή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτής να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 17.033,27 ευρώ ως διαφορά ηµεροµισθίων κατά τις καθηµερινές και έκτου ηµεροµισθίου της εβδοµάδας για το πρώτο διάστηµα εργασίας του σε αυτή, διαφορά αµοιβής για παροχή υπερωριακής εργασίας επί 1 ώρα κατά τις καθηµερινές, αµοιβή για την εργασία του κατά τα Σάββατα, διαφορές αναλογίας επιδοµάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, διαφορές αναλογίας αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας, τα ανωτέρω δε και για τα δύο διαστήματα εργασίας του σε αυτή. Όλα τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την ημερομηνία απόλυσής του, στις 30-3-2015, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Επικουρικά, σε περίπτωση που η σχέση εργασίας του με τις εναγόμενες κριθεί ολικά η μερικό άκυρη, ζητούσε τα παραπάνω ποσά, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι οι εναγόμενες εταιρείες κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότερες σε βάρος του, εξοικονομώντας τα ποσά αυτά, τα οποία με βεβαιότητα θα δαπανούσαν για την παροχή των ίδιων υπηρεσιών από άλλον εργαζόμενο, τον οποίο θα απασχολούσαν με την ίδια ειδικότητα και προσόντα, ο δε πλουτισμός τους εξακολουθεί να σώζεται.
Ο δε δεύτερος εκκαλών στην κρινόμενη υπό στοιχείο Α έφεση, ………, εξέθετε στην από 11-9-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2015 αγωγή του (εφεξής υπό στοιχείο β), που άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω δικαστηρίου, ότι, δυνάµει συµβάσεων εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε µε την πρώτη εναγόµενη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάµατος στον τοµέα της κατασκευής, επισκευής, µετασκευής και συντήρησης πλοίων αλλά και µε τη δεύτερη εναγόµενη εταιρία, επί της οποίας η πρώτη εναγοµένη έχει δεσπόζουσα θέση, καθώς της αναθέτει υπεργολαβικά τις προαναφερόµενες υπηρεσίες, µεταφέροντας τους εργαζομένους της σε αυτή κατά τα χρονικά διαστήµατα που επιλέγει, προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη αρχικά στις 14-7-2014 και κατόπιν στις 20-8-2014, από την πρώτη εναγόμενη, προκειµένου να εργαστεί µε την ειδικότητα του βοηθού τεχνίτη σωληνουργού, ως µέλος κατασκευαστικού συνεργείου σε εργασίες κατασκευής πολυτελών θαλαµηγών, σύµφωνα µε τους όρους και συμφωνίες της τοπικής ΣΣΕ των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά, Αττικής και Νήσων. Ότι, παρείχε την εργασία του στις εναγόμενες εταιρίες από Δευτέρα έως Παρασκευή επί οκτώ ώρες ημερησίως, από ώρα 07.30 έως 15.30, καθώς και όλα τα Σάββατα επί 7 ώρες, από ώρα 07.30 έως 14.30. Ότι ειδικότερα, εργάσθηκε στη δεύτερη εναγόμενη, μέχρι τις 19-8-2014, οπότε και μεταφέρθηκε στην πρώτη εναγόμενη στην οποία εργάστηκε μέχρι τις 9-2-2015, που αυτή έπαψε να τον απασχολεί, αρνούμενη τις υπηρεσίες του, καθιστάμενη, έτσι, υπερήμερη δανείστρια μέχρι τις 30-3-2015, οπότε και κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του. Ότι, καθόλη τη διάρκεια της απασχόλησής του, δεν αμειβόταν σύμφωνα με όσα όριζε η συμφωνηθείσα ΣΣΕ, άλλως η επιχειρησιακή ΣΣΕ που προσυπέγραψαν οι εναγόμενες εταιρείες με το Συνδικάτο Μετάλλου Πειραιά, άλλως οποιαδήποτε ΣΣΕ κριθεί εφαρμοστέα, με αποτέλεσμα να οφείλονται σε αυτόν διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και συγκεκριμένα: α) των ημερομισθίων κατά τις καθημερινές, β) του έκτου ημερομισθίου της εβδομάδας, γ) της υπερωριακής εργασίας επί 1 ώρα κατά τις καθημερινές, δ) της εργασίας του κατά τα Σάββατα, ε) της αναλογίας επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και στ) της αναλογίας αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, ανερχόμενου του συνολικά οφειλόμενου σε αυτόν υπολοίπου, στο ποσό των 27.545,71 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή. Ζητούσε δε ακολούθως, όπως παραδεκτά, με τις πρωτόδικες προτάσεις του, αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, περιόρισε εν μέρει το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, κατά μεν την κύρια βάση της αγωγής, να υποχρεωθούν οι εναγόµενες, ευθυνόμενες η κάθε μία αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, να του καταβάλουν το ποσό των 19.613,20 ευρώ ως διαφορά ηµεροµισθίων κατά τις καθηµερινές, έκτου ηµεροµισθίου της εβδοµάδας και αµοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθηµερινές για τα διαστήµατα εργασίας του και στις δύο εναγόµενες και ως αµοιβή για την εργασία του την ηµέρα του Σαββάτου κατά το διάστηµα εργασίας του στην πρώτη εναγόμενη, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτών να του καταβάλουν επιπλέον, επίσης αλληλεγγύως και εις ολόκληρο η κάθε µία, το ποσό των 7.932,51 ευρώ για τα υπόλοιπα αιτούµενα κονδύλια της αγωγής, κατά την επικουρική δε βάση της αγωγής, στην περίπτωση που κριθεί ότι κάθε εναγόμενη φέρει ξεχωριστή ευθύνη (ζητούσε): α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 17.405,42 ευρώ ως διαφορά ηµεροµισθίων κατά τις καθηµερινές, έκτου ηµεροµισθίου της εβδοµάδας, αµοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθηµερινές και ως αµοιβή για την εργασία του την ηµέρα του Σαββάτου και να αναγνωρισθεί ότι αυτή υποχρεούται να του καταβάλει, επιπλέον, το ποσό των 5.886,31 ευρώ ως διαφορές αναλογίας επιδοµάτων Χριστουγέννων και Πάσχα, διαφορές αναλογίας αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας και β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 2.207,78 ευρώ ως διαφορά ηµεροµισθίων κατά τις καθηµερινές, έκτου ηµεροµισθίου της εβδοµάδας και αµοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθηµερινές, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί ότι αυτή υποχρεούται να του καταβάλει, επιπλέον, το ποσό των 2.046,20 ευρώ ως αµοιβή για την εργασία του την ηµέρα του Σαββάτου, διαφορά αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων, διαφορές αναλογίας αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας. Όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την ημερομηνία απόλυσής του, στις 30-3-2015, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που η σχέση εργασίας του με τις εναγόμενες κριθεί ολικά η μερικό άκυρη, ζητούσε τα παραπάνω ποσά, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι οι εναγόμενες εταιρείες κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότερες σε βάρος του, εξοικονομώντας τα ποσά αυτά, τα οποία με βεβαιότητα θα δαπανούσαν για την παροχή των ίδιων υπηρεσιών από άλλον εργαζόμενο, τον οποίο θα απασχολούσαν με την ίδια ειδικότητα και προσόντα, ο δε πλουτισμός τους εξακολουθεί να σώζεται.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), εξέδωσε επί των αγωγών αυτών, την υπ΄αρ. 252/2017 οριστική απόφασή του (εκκαλουμένη), με την οποία, αφού συνεκδίκασε τις δύο ως άνω αγωγές, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015, ο οποίος δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, όπως οι ένδικες), έκρινε αυτές παραδεκτές, ορισμένες και νόμιμες, πλην του αιτήματός τους περί καταβολής µισθών υπερηµερίας για το διάστηµα από 10-2-2015 έως 30-3-2015, το οποίο ορθώς απέρριψε ως αόριστο, κατόπιν και σχετικού ισχυρισμού της πρώτης εναγόμενης αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφό τους, όπως απαιτείται, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, για το ορισμένο της αξίωσης αυτής, ότι οι ενάγοντες προσέφεραν πραγματικά και προσηκόντως την εργασία τους στην πρώτη εναγόμενη και αυτή εντούτοις δεν την αποδέχθηκε. Οι ενάγοντες παραπονούνται με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους (υπό στοιχείο Α), ότι κακώς απορρίφθηκε το εν λόγω αίτημά τους ως αόριστο καθώς ανέφεραν ρητά στις αγωγές τους, αντίστοιχα, ότι ‘’… εργάσθηκα στη πρώτη εναγόμενη μέχρι την 9-2-2015, όταν έπαψε να με απασχολεί, χωρίς όμως να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας μου. Προσέφερα τις υπηρεσίες μου, αλλά τις αρνούνταν και έτσι κατέστη υπερήμερη μέχρι και την 30-3-2015 που με απέλυσε…’’. Από τα ίδια τα αναγραφόμενα, όμως, στις ως άνω αγωγές τους, τα οποία οι ίδιοι επικαλούνται στην έφεσή τους, προκύπτει ότι πράγματι δεν αναφέρουν σε αυτές ότι προσέφεραν την εργασία τους, στην ως άνω εναγόμενη, πραγματικά και με τον προσήκοντα τρόπο, στοιχείο απαραίτητο για την πληρότητα της βάσης της εν λόγω αξίωσης. Οπότε ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Έκρινε δε ορισμένες τις αγωγές κατά τα λοιπά αιτήματά τους, όπως προαναφέρθηκε, καθώς περιέχουν όλα τα απαιτούμενα σύμφωνα με το νόμο, στοιχεία για τη θεμελίωσή τους, με βάση και όσα προεκτέθηκαν επίσης στη μείζονα σκέψη, παρά τα όσα αβασίμως ισχυρίστηκαν οι εναγόμενες πρωτοδίκως και τα οποία επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους (υπό στοιχείο Β). Ειδικότερα, δεν απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της αξίωσης διαφορών από υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθηµερινές, να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο η ηµερήσια και εβδοµαδιαία απασχόληση του ενάγοντος – εργαζόμενου, εφόσον, σύµφωνα µε τις συλλογικές συµβάσεις εργασίας που αυτός επικαλείται, κάθε ώρα απασχόλησής του µετά την έβδοµη ώρα κάθε ηµέρας, αποτελεί υπερωριακή απασχόληση, η οποία αμείβεται με προσαύξηση 100% επί του ωροµισθίου του και δεν συνιστά πλέον υπερεργασία, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενες, καθώς επίσης, δεν είναι απαραίτητο να γίνεται ειδική αναφορά των ωρών της υπερωριακής εργασίας, ανά ημέρα ή εβδομάδα, αλλά αρκεί να προσδιορίζονται οι ώρες της ηµερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ο συνολικός αριθµός των ωρών του επίδικου χρονικού διαστήµατος, στοιχεία που αναφέρονται στις ένδικες αγωγές (ΑΠ 534/2014, ΑΠ 441/2014, ΑΠ 1468/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 792/2011 ΕλλΔνη 2011.1591). Τέλος, για τη θεμελίωση της αξίωσης διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών, δεν χρειάζεται να αναφέρονται στην αγωγή τόσο οι μικτές όσο και οι καθαρές αποδοχές, μετά τις νόμιμες κρατήσεις, αλλά ούτε και το ύψος των τελευταίων, καθώς, σε περίπτωση παραδοχής της σχετικής αξίωσης, αποδοτέες από το δικαστήριο είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές (ΑΠ 346/2019, ΑΠ 2126/2007, Εφ. Πειρ. 107/2019, Εφ.Θεσ. 712/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Όσον αφορά, όμως,στην επικαλούμενη από τους ενάγοντες από 30-4-2009 ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων, που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων, η οποία είχε κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική από τις 4-5-2009, δυνάμει της με αριθμό ΥΑ 19738/1575/11-6-2009 απόφασης του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ Β 1208/19-6-2009), η οποία ήταν αόριστης διάρκειας, ενόψει ότι δεν καθοριζόταν ρητά ο χρόνοςλήξης της, αυτή διήρκησε μέχρι την 14-2-2013, πλέον ενός τριμήνου που παρατάθηκε η ισχύς της και έληξε τελικά στις 14-5-2013 (άρθρο 1 παρ. 6 Ν. 4046/2012 σε συνδυασμό με άρθρο 2 παρ. 2 και 4 ΠΥΣ 6/2012 -ΦΕΚ Α 38/28-2-2012), οπότε οι ρυθμίσεις της, δεν καταλαμβάνουν τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων στα αναφερόμενα από αυτούς, στις αγωγές τους, διαστήματα που δεν εμπίπτουν στο χρόνο διάρκειάς της, όπως επίσης ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορριπτομένων ως αβάσιμων των όσων, περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι ενάγοντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους (υπό στοιχείο Α).
Ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτές τις ως άνω αγωγές ως προς την επικουρική βάση τους και ως ουσιαστικά βάσιμες, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη).
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης (252/2017) παραπονούνται οι ενάγοντες – ήδη εκκαλούντες στην Α’ έφεση για τους λόγους που εκθέτουν σ΄αυτήν, πλην των ήδη ως άνω απαντηθέντων, και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνουν συνολικά δεκτές οι άνω αγωγές τους.
Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης) παραπονούνται οι εναγόμενες – ήδη εκκαλούσες στην κρινόμενη Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄αυτήν, πλην του ήδη ως άνω απαντηθέντος, και ανάγονται, επίσης, σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθούν συνολικά οι ως άνω αγωγές των αντιδίκων τους .
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού,όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η πρώτη των εναγόµενων ανώνυµη εταιρεία, ασχολείται με την επισκευή και συντήρηση πλοίων και πλωτών εξέδρων, καθώς επίσης και την ναυπήγηση και επισκευή κρουαζιερόπλοιων και άλλων συναφών σκαφών, στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάµατος, ενώ η δεύτερη των εναγόμενων πρώην ανώνυµη και ήδη ετερρόρυθμη εταιρία δραστηριοποιείται στην πρακτόρευση, επισκευή, εξυπηρέτηση, διαχείριση και εκµετάλλευση πλοίων. Δυνάµει της από 29-5-2013 σύµβασης έργου, ανατέθηκε στη συμβαλλόμενη σε αυτήν πρώτη εναγόμενη – εργολάβο, από την έτερη συμβαλλόμενη εταιρεία µε την επωνυµία «……………» που εδρεύει στα νησιάMarshal, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, η µεταλλική κατασκευή χάλυβα της θαλαµηγού «ΟPΙΙ», ιδιοκτησίας της τελευταίας. Στη συνέχεια, η πρώτη εναγόμενη, ανέθεσε, με την από 17-7-2013 σύμβαση, στη δεύτερη εναγόμενη ως υπεργολάβο, την κατασκευή ενός τμήματος του ως άνω έργου που είχε αναλάβει. Πιο συγκεκριμένα, συµφωνήθηκε µεταξύ των εναγόμενων, η μεν πρώτη εξ αυτών, να κατασκευάζει τα τµήµατα του εν λόγω πλοίου που της είχαν ανατεθεί στις εγκαταστάσεις που διαθέτει στο …. Ευβοίας και μετά να τα μεταφέρει οδικώς στο ναυπηγείο «………» στο Πέραμα, όπου η δεύτερη εναγόμενη θα αναλάμβανε τη συναρμολόγησή τους, με βάση τα ναυπηγικά σχέδια που θα τις παραδίνονταν από την πρώτη και τις οδηγίες των τεχνικών υπευθύνων αυτής. Πολλοί δε από τους εργαζόμενους που εργάσθηκαν στο συνεργείο για την κατασκευή του ως άνω πλοίου (θαλαμηγού), όπως και οι ενάγοντες, παρείχαν τις εργασίες τους διαδοχικά στις εναγόμενες, συνάπτοντας αντίστοιχα συμβάσεις εργασίας με αυτές, πράγμα που συνηθίζεται στο ναυπηγοεπισκευαστικό τομέα, καθώς με την πρόσληψη εργαζομένων που έχουν απασχοληθεί στο ίδιο έργο και το γνωρίζουν, εξοικονομείται χρόνος ως προς την κατασκευή του, αλλά και επιτυγχάνεται μείωση του κόστους αυτής, εκ μέρους των εργοδοτών, όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση. Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν στις αγωγές τους, ισχυρισμό που επαναφέρουν στο δεύτερο λόγο της (υπό στοιχείο Α)έφεσής τους,ότι οι δύο εναγόμενες εταιρείες αποτελούν ουσιαστικά μία ενιαία επιχείρηση, η δε πρώτη έχει δεσπόζουσα θέση επί της δεύτερης στην οποία αναθέτει υπεργολαβικά εργασίες στα διαστήματα που επιλέγει, οπότε στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια ενιαία απασχόληση αυτών (εναγόντων) στις εταιρείες αυτές.Κάτι τέτοιο, όμως ουδόλως προέκυψε. Ειδικότερα, οι συμβάσεις των εναγόντων – εργαζομένων,όπως θα αναφερθεί και παρακάτω, έχουν συναφθεί ξεχωριστά και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα με κάθε εναγόμενη εταιρεία. Ακόμη, δεν προκύπτει από τα καταστατικά των εναγόμενων εταιρειών ότι συμπίπτουν τα μέλη – μέτοχοι αυτών, ούτε τα συμφέροντά τους, πέραν του ότι η πρώτη – εργολάβος του ως άνω έργου ανέθεσε τμήμα αυτού, υπεργολαβικά, στη δεύτερη κι ενδεχομένως και κάποιων άλλων έργων που δεν αναφέρονται, πρακτική που, όπως προαναφέρθηκε, είναι συνήθης, ιδίως στο ναυπηγοεπισκευαστικό χώρο.Αν δεχθούμε τα όσα αβάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγοντες, θα φτάναμε στο άτοπο συμπέρασμα ότι, σε κάθε περίπτωση, ο εργολάβος και ο υπεργολάβος ταυτίζονται. Άλλωστε, όπως επισημαίνεται και στην εκκαλουμένη, στην ίδια την αναφερθείσα, επίσης, ανωτέρω, από 17-7-2013 σύμβαση, που συνήφθη μεταξύ των εναγόμενων αναγράφεται (στον 5 όρο αυτής) ότι «ο εργολάβος (σημ. ενν. η δεύτερη εναγόμενη – υπεργολάβος) έχει την υποχρέωση να καλύπτει τα έξoδα των ημερομισθίων του εργατοτεχνικού προσωπικού που απασχολεί, τα έξoδα εισφορών σε ασφαλιστικά και δημόσια ταμεία και φορείο όσον αφορά την εταιρία του και το προσωπικό του … Κατόπιν τούτου ο κατασκευαστής (ήτοι η πρώτη εναγόμενη – εργολάβος) και ο ιδιοκτήτης δεν έχουν καμία υποχρέωση έναντι του προσωπικού του εργολάβου και δημοσίων ταμείων και φορέων για οικονομικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από υποχρεώσεις του εργολάβου», ενώ στον 11 όρο αυτής, ότι «ο εργολάβος και το προσωπικό αυτού είναι υποχρεωμένοι να τηρούν όλους τους όρους περί υγιεινής και ασφάλειας σύµφωνα µε τους νόµους, αλλά και τους όρους του ναυπηγείου και της σωστής ολοκλήρωσης του έργου. Ως εκ τούτου ο κατασκευαστής και ο ιδιοκτήτης του πλοίου δεν έχουν καµία ευθύνη για πιθανό ατύχηµα του προσωπικού του εργολάβου». Εφόσον λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, υπάρχει αυτοτέλεια των εναγόμενων εταιρειών καθώς επίσης και των συμβάσεων εργασίας που συνήψαν οι ενάγοντες διαδοχικά και ξεχωριστά με κάθε μία από αυτές, δεν τίθεται θέμα εις ολόκληρο ευθύνης τους όσον αφορά στις ένδικες αξιώσεις των εναγόντων και ορθά απέρριψε τη σχετική κύρια βάση της αγωγής το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά ξεχωριστή ευθύνη εκάστης εξ αυτών για το διάστημα, που, δυνάμει των συναπτόμενων με κάθε μία ξεχωριστά, συμβάσεων εργασίας τους, παρείχαν τις υπηρεσίες τους. Συνεπώς ο ως άνω (δεύτερος) λόγος της (Α) έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Σχετικά με τον ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο α αγωγής – ήδη πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Α έφεση, προέκυψαν τα εξής: Προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη αρχικά στις 19-11-2013, δυνάμει έγγραφης σύμβασης, ώστε να παρέχει τις υπηρεσίες του σε αυτήν ως βοηθός τεχνίτη σωληνουργού και όχι ως τεχνίτης σωληνουργός, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στην αγωγή του και ήδη με τον τρίτο λόγο της Α΄ έφεσης. Τόσο στην ανωτέρω από 19-11-2013 σύμβαση εργασίας, όσο και στην από 24-2-2014 έγγραφη, επίσης, σύμβαση εργασίας, που συνήψε με την παραπάνω εναγόμενη, αναγράφεται ρητά η ειδικότητά του ως «βοηθού σωληνουργού». Το δε καταβαλλόµενο σε αυτόν ηµεροµίσθιο από την πρώτη εναγόμενη ήταν το προβλεπόµενο από την από 20-9-2010 επιχειρησιακή ΣΣΕ για την ειδικότητα του βοηθού τεχνίτη σωληνουργού. Μόνο δε η κατάθεση του μάρτυρά του και πολυετής εργασιακή του εμπειρία, την οποία επικαλείται δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ιδιότητά του ως τεχνίτη σωληνουργού, οπότε κι αυτός ο λόγος της Α΄ έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο ως άνω ενάγων παρείχε δε την εργασία του στη δεύτερη εναγόμενη, μέχρι τις 28-11-2013, που αποχώρησε οικειοθελώς, υπό καθεστώς πενθήμερης απασχόλησης 40 ωρών εβδομαδιαίως, ήτοι 8 ωρών ημερησίως, (από ώρα 07.30 έως15.30), έναντι ημερομισθίου 55,28 ευρώ.Εν συνεχεία, στις 29-11-2013 συνήψε προφορικά με την πρώτη εναγόμενη νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με βάση την οποία συμφωνήθηκε να εργασθεί με την ίδια ως άνω ειδικότητα, σύμφωνα με τους όρους της από 20-9-2010 τοπικής ΣΣΕ ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων του έτους 2010, που πρόβλεπε πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση 35 ωρών, ήτοι 7 ώρες ημερησίως, (Σάββατο και Κυριακή αργία) και με έξι ημερομίσθια ανά εβδομάδα, καθώς επίσης προσαύξηση των αποδοχών των εργαζομένων 100% από την πρώτη ώρα απασχόλησής τους πέραν του ως άνω καθημερινού ωραρίου. Όριζε δε το ημερομίσθιο για την ειδικότητα του βοηθού τεχνίτη σωληνουργού στο ποσό των 84 ευρώ. Η ανωτέρω ΣΣΕ, η ισχύς της οποίας άρχισε στις 2-2-2011 που κατατέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας, ήταν επιχειρησιακή, την οποία είχε συνάψει η πρώτη εναγόμενη με το Συνδικάτο Μετάλλου Ν. Πειραιά, Αττικής και Νήσων και αόριστης διάρκειας, αφού δεν προσδιοριζόταν ρητά ο χρόνος λήξης της, οπότε η ισχύς της έληγε τρία χρόνια μετά την έναρξή της ήτοι στις 2-2-2014, πλέον ενός τριμήνου που παρατάθηκε, ήτοι στις 2-5-2014 (άρθρο 1 παρ. 6 Ν. 4046/2012 σε συνδυασµό µε άρθρο 2 παρ. 3 και 4 ΠΥΣ 6/2012 ΦΕΚ Α 38/28-2-2012). Επομένως, οι ρυθμίσεις της εν λόγω ΣΣΕ καταλαμβάνουν την ως άνω από 29-11-2013 σύμβαση εργασίας του ενάγοντος με την πρώτη εναγόμενη, που έληξε στις 21-2-2014, όταν αποχώρησε οικειοθελώς, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς των εναγομένων, τους οποίους επαναλαμβάνουν με το δεύτερο λόγο της Β΄ έφεσής τους. Αντίθετα, όμως, οι ρυθμίσεις της ΣΣΕ αυτής, δεν καταλαμβάνουν τις συμβάσεις εργασίας που συνήψε ο ως άνω ενάγων µε τη δεύτερη εναγόμενη, διότι, σύµφωνα µε το άρθρο 11 παρ. 1 εδ. ε’ του Ν. 1876/1990, δεν είναι δυνατό να γίνει προσχώρηση σε επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας από εργοδότη ή συνδικαλιστική οργάνωση άλλης επιχείρησης. Ακόμη προέκυψε ότι, ο ενάγων προσλήφθηκε στις 24-4-2014 από τη δεύτερη εναγόμενη, δυνάμει νέας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, µε την ίδια ειδικότητα, µισθό και ωράριο που πρoβλέπovταν στην προαναφερθείσα από 19-11-2013 σύµβαση, παρείχε δε τις υπηρεσίες του σε αυτήν έως τις 19-8-2014, οπότε η ως άνω εναγόμενη κατήγγειλε τη σύµβαση εργασίας του. Στη συνέχεια, συνήψε στις 20-8-2014 προφορικά με την πρώτη εναγόμενη νέα σύμβασηεξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, βάσει της οποίας εργάσθηκε σε αυτήν µε την ίδια ειδικότητα, και ημερομίσθιο 84 ευρώ, µέχρι τις 9-2-2015, οπότε και διέκοψε την εργασία του, ενώ στις 30-3-2015, η ως άνω εναγόμενη κατήγγειλε εγγράφως τη σύµβαση εργασίας του, χωρίς ωστόστο, να του καταβάλει αποζηµίωση απόλυσης. Στην ως άνω σύμβαση εργασίας συµφωνήθηκε να τηρηθούν οι όροι της από 23-5-2013 επιχειρησιακής ΣΣΕ, που είχε συνάψει η πρώτη εναγόμενη µε την «Ένωση Προσώπων των Εργαζοµένων» στην επιχείρησή της, η οποία διήρκησε έως τις 24-5-2016, προέβλεπε δε σύστηµα πενθήµερης εβδοµαδιαίας απασχόλησης 40 ωρών, ήτοι 8 ώρες ηµερησίως (από ώρα 07.30 έως 15.30). Ο ισχυρισμός δε του ενάγοντος περί μη νομιμότητας της εν λόγω επιχειρησιακής σύμβασης, που πρόβαλε με την προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεών του, είναι, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, προεχόντως απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται συγκεκριμένες πλημμέλειες κατά τη σύναψη της σύμβασης αυτής κι ούτε μπορεί να συμπληρωθεί στην κατ΄ έφεση δίκη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα, εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή επί 8 ώρες ηµερησίως, (από ώρα 7.30 έως 15.30), καθώς επίσης εργάσθηκε και κάποια Σάββατα, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, επί 7 ώρες (από ώρα 7.30 έως 14.30), δικαιούται δε να λάβει τα εξής ποσά Α) Για την απασχόλησή του στην πρώτη εναγόμενη: 1)Για διαφορές δεδουλευµένων ηµεροµισθίων και έκτου ηµεροµισθίου: α) για το χρονικό διάστηµα από 29-11-2013 έως 21-2-2014 το ποσό των 383,76 ευρώ [(1 ηµεροµίσθιο καθηµερινής το Νοέµβριο + 23 ηµεροµίσθια το Δεκέµβριο, εκ των οποίων 19 αφορούν καθηµερινές, 2 αφορούν στην 26-12-2013 που είναι εθιμικά αργία, κατά την οποία εργάστηκε και δικαιούται διπλό ηµεροµίσθιο και 2 αφορούν στις 6-12-2013 και 25-12-2013 που είναι αργίες, κατά τις οποίες δεν εργάστηκε, πλην όµως δικαιούται αµοιβής + 21 ηµεροµίσθια για τον Ιανουάριο, εκ των οποίων 19 αντιστοιχούν σε καθηµερινές και 2 αντιστοιχούν στην 6-1-2014 που είναι εθιμικά αργία, κατά την οποία εργάστηκε και δικαιούται διπλό ηµεροµίσθιο + 15 ηµεροµίσθια καθηµερινών για το Φεβρουάριο = 60 ηµεροµίσθια Χ 84 € = 5.040 ευρώ: τα δεδουλευµένα ηµεροµίσθια που δικαιούται για το ως άνω διάστηµα) + (12,14 εβδοµάδες Χ 84 € = 1.019,76 € το έκτο ηµεροµίσθιο που δικαιούται για την εργασία του τα Σάββατα κατά το ως άνω διάστηµα] = 6.059,76 ευρώ. Εκ του ποσού αυτού, όπως συνοµολογείο ενάγων στην αγωγή του, έλαβε το ποσό των 5.676 ευρώ, οπότε του οφείλεται το υπόλοιπο των 383,76 ευρώ, β) κατά το χρονικό διάστηµα από 20-8-2014 έως 9-2-2015 εργάστηκε επί 114 καθηµερινές (6 τον Αύγουστο, 22 το Σεπτέµβριο, 23 τον Οκτώβριο, στις οποίες συµπεριλαµβάνεται η 28η Οκτωβρίου, η οποία είναι ημέρα αργίας, πλην όµως ο ενάγων δεν ζητεί προσαύξηση 75%, 15 το Νοέµβριο, 22 το Δεκέµβριο, 20 τον Ιανουάριο και 6 το Φεβρουάριο}, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των (114 ηµεροµίσθια Χ 84 € =)9.576 ευρώ. Δεδομένου δε ότι εφαρμοστέα, σύμφωνα με τα προραναφερθέντα, κατά το ως άνω διάστημα ήταν η ως άνω από 23-5-2013 επιχειρησιακή ΣΣΕ,η οποία δεν προέβλεπε έκτο ημερομίσθιο, το κονδύλιο περί καταβολής έκτου ημερομισθίου τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσία. Έναντι του παραπάνω ποσού των 9.576 ευρώ, το οποίο δικαιούτο, ο ενάγων έλαβε, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την πρώτη εναγόμενη αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 11.292 ευρώ, ήτοι μεγαλύτερο του οφειλόμενου, και συνεπώς δεν του οφείλεται κάποιο ποσό για τις ως άνω αιτίες, κι ορθά δέχτηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κι ως ουσιαστικά βάσιμη την σχετική ένσταση πλήρους εξόφλησης (άρθρο 416 ΑΚ) που πρόβαλε η πρώτη εναγόμενη. 2) Για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές: α) κατά το χρονικό διάστημα από 29-11-2013 έως 21-2-2014, εργάσθηκε επί 56 καθημερινές, στις οποίες δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες αργίας που δεν εργάστηκε, ενώ συνυπολογίζονται οι κατ’ έθιμο αργίες κατά τις οποίες εργάστηκε μία(1) ώρα υπερωρίας ανά ημέρα, δηλαδή πραγματοποίησε 56 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, για τις οποίες δικαιούτο να λάβει το ποσό των 1.229,25 ευρώ (84 € νόμιμο ημερομίσθιο + 16,80 € αναλογία έκτου ημερομισθίου 100,80 € Χ 6/35 = 17,28 € αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση 34,56 € Χ 56 ώρες = 1.935,36 ευρώ συνολικά, εκ του οποίου, όμως, θα λάβει το μικρότερο ποσό των 1.229,25 ευρώ, το οποίο αιτείται με την αγωγή, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, καθώς δεν μπορεί το δικαστήριο να επιδικάσει κάτι πέραν του αιτηθέντος από τον ενάγοντα.Ενόψει δε ότι, η ως άνω παροχή της εργασίας του ενάγοντος, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, συνιστά υπερωριακή εργασία και όχι υπερεργασία, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενες, και δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959, είναι άκυρη η μεταξύ του εργοδότη και εργαζόμενου συμφωνία, κατά την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις για νόμιμες ή και παράνομες υπερωρίες θα καλύπτονται με την καταβολή αποδοχών υπέρτερων των νόμιμων, η σχετική ένσταση συμψηφισμού που προβλήθηκε επικουρικά από την πρώτη εναγόμενη, ήτοι της αμοιβής για παροχή εργασίας πέραν του συμφωνηθέντος και νομίμου ωραρίου, με τις υψηλότερες των νομίμων καταβαλλομένων στον ενάγοντα αποδοχών, η οποία (ένσταση συμψηφισμού) επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσής των εναγόμενων (υπό στοιχείο Β), είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη. β) κατά το χρονικό διάστημα από 20-8-2014 έως 9-2-2015 δεν πραγματοποίησε ώρες υπερωριακής απασχόλησης, καθόσον εργάστηκε το συμφωνηθέν και νόμιμο ωράριο, ήτοι επί 8 ώρες ημερησίως κι ως εκ τούτου το σχετικό αγωγικό κονδύλιο είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. 3) Γιατην εργασία του κατά την ηµέρα του Σαββάτου: α) κατά το χρονικό διάστηµα από 29-11-2013 έως 21-2-2014, όπως συνοµολογεί η πρώτη εναγόμενη στις πρωτόδικες προτάσεις της, εργάστηκε 11 Σάββατα (1 το Νοέµβριο, 3 το Δεκέµβριο, 4 τον Ιανουάριο και 3 το Φεβρουάριο) επί 7 ώρες κάθε Σάββατο, δηλαδή πραγµατοποίησε 77 ώρες υπερωριακής ερνασίας και δικαιούται να λάβει το ποσό των 2.661,12 ευρώ (84 € νόµιµο ηµεροµίσθιο + 16,80 € αναλογία έκτου ηµεροµισθίου = 100,80 € Χ 6/35 = 17,28 € αξία ωροµισθίου + 100% προσαύξηση = 34,56 € Χ 77 ώρες), έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από την πρώτη εναγόμενη αποδείξεις, του καταβλήθηκε το ποσό των 1.051,05 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής, για το ποσό αυτό, της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η εν λόγω εναγόμενη και ως ουσιαστικά βάσιμης, ενώ του οφείλεται υπόλοιπο 1.610,07 ευρώ, β) κατά το χρονικό διάστηµα από 20-8-2014 έως 9-2-2015, όπως επίσης συνοµολογείται από την πρώτη εναγόμενη, εργάστηκε 18 Σάββατα (2 τον Αύγουστο, 4 το Σεπτέµβριο, 3 τον Οκτώβριο, 4 το Νοέµβριο, 1 το Δεκέµβριο, 3 τον Ιανουάριο και 1 το Φεβρουάριο) επί 7 ώρες κάθε Σάββατο. Για την παρασχεθείσα αυτή εργασία του κατά την έκτη ηµέρα της εβδοµάδας, πέραν του συστήματος της πενθήμερης απασχόλησης, ο ενάγων δικαιούται αποζηµίωση για κάθε Σάββατο που εργάστηκε, ίση µε το καταβαλλόµενο ηµεροµίσθιο προσαυξηµένο κατά ποσοστό 30%, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1.965,60 ευρώ (84 € νόµιµο ηµεροµίσθιο + 30 % προσαύξηση (25,20 €) = 109,20 € Χ 18 Σάββατα), έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις µισθοδοσίας του, του καταβλήθηκε το ποσό των 1.746,15 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής, για το ποσό αυτό, της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η εναγόμενη και ως ουσιαστικά βάσιμης, ενώ του οφείλεται υπόλοιπο 219,45 ευρώ, κατά το οποίο ωφελήθηκε η εναγόμενη από την εργασία του ενάγοντος κατά την ημέρα του Σαββάτου, το οποίο θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο με τις ίδιες ικανότητες και προσόντα με τον ενάγοντα, για να της παρέχει τις υπηρεσίες του στον ίδιο τόπο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες. 4) Για διαφορές επιδοµάτων εορτών: α) για αναλογία επιδόµατος Χριστουγέννων 2013 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστηµα από 29-11-2013 έως 31-12-2013, το ποσό των 559,39 ευρώ {για 33 ηµέρες διάρκειας σχέσης εργασίας 3,46 ηµεροµίσθια Χ 155,21 € (84 € νόµιµο ηµεροµίσθιο + 26,82 € αξία υπερωρίας µιας ώρας ανά καθηµερινή. Σημειωτέον ότι η υπερωρία µιας ώρας ανά καθηµερινή αντιστοιχεί στο ποσό των 34,56 €, αλλά θα υπολογιστεί το ποσό των 26,82 € που ζητεί ο ενάνων) + 44,39€ αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ηµέρα του Σαββάτου (η αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ηµέρα του Σαββάτου αντιστοιχεί στο ποσό των 48,38 €, αλλά θα υπολογιστεί το ποσό των 44,39 € που ζητεί ο ενάγων), ενώ δεν συνυπολογίζεται η αναλογία έκτου ηµεροµισθίου (Εφ.Πειρ. 527/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) = 537,02 € + προαύξηση 0,04166 συντελεστή συνυπολογισµού επιδόµατος αδείας, ποσού 22,37 € (537,02 € Χ 0,04166) = 555,39 ευρώ,έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 218,75 ευρώ, οφειλόµενου υπολοίπου 340,64 ευρώ, β) για αναλογία επιδόµατος Πάσχα 2014 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστηµα από 1-1-2014 έως 21-2-2014, το ποσό των 1.050,88 ευρώ (για 52 ηµέρες διάρκειας σχέσης εργασίας 6,5 ηµεροµίσθια Χ 155,21 € το ηµεροµίσθιο= 1.008,86 € + προσαύξηση 0,04166, ποσού 42,02 € = 1.050,88 €), έναντι του οποίου συνοµολογεί ότι έλαβε το ποσό των 568,75 ευρώ, οπότε του οφείλεται υπόλοιπο 482,13 ευρώ, γ) για αναλογία επιδόµατος Χριστουγέννων 2014 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστηµα από 20-8-2014 έως 31-12-2014 δικαιούται το ποσό των 1.233,74 ευρώ {για 134 ηµέρες διάρκειας σχέσης εργασίας, 14,10 ηµεροµίσθια Χ 84 € το ηµεροµίσθιο (δεν έχει πραγµατοποιηθεί υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθηµερινές το ως άνω διάστηµα, ενώ δεν συνυπολογίζεται η προσαύξηοη του Σαββάτου, καθώς συνιστά παροχή άκυρης εργασίας) = 1.184,40 € + προοαύξηση0,04166 του ανωτέρω συντελεστή, ποσού 49,34 € = 1.233,74 €}, έναντι του οποίου αποδεικνύεται από τις αποδείξεις µισθοδοσίας του ότι έλαβε το ποσό των 1.234,21 ευρώ, ήτοι μεγαλύτερο του οφειλόµενου, οπότε ουδέν του οφείλεται, δεκτής γενοµένης της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγόμενης, δ) για αναλογία επιδόµατος Πάσχα 2015 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστηµα από 1-1-2015 έως 9-2-2015 το ποσό των 437,49 ευρώ [για 40 ηµέρες διάρκειας σχέσης ερνασίας 5 ηµεροµίσθια Χ 84 € το ηµεροµίσθιο = 420 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισµού επιδόµατος αδείας, ποσού 17,49 € = 437,49 €], έναντι του οποίου αποδεικνύεται από τις προσαγόµενες αποδείξεις, ότι έλαβε το ποσό των 437,50 ευρώ, ήτοι ποσό μεγαλύτερο του οφειλομένου, οπότε δεν του οφείλεται άλλο ποσό, δεκτής γενοµένης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η ως άνω εναγόμενη. 5) Για διαφορές αποδοχών αδείας: α) για το έτος 2013, που εργάστηκε επί 1,1 µήνες (από 29-11-2013 έως 31-12-2013), το ποσό των 341,46 ευρώ (155,21 € αξία ηµεροµισθίου κατά τα ανωτέρω Χ 2 ηµεροµίσθια Χ 1,1 µήνες = 341,46 €) και για το έτος 2014, που εργάστηκε 1,73 µήνες (από 1-1-2014 έως 21-2-2014, το ποσό των 537,02 ευρώ (155,21 € αξία ηµεροµισθίου Χ 2 ηµεροµίσθια Χ 1,73 µήνες= 537,02 €], δηλαδή συνολικά δικαιούτο να λάβει το ποσό των (341,46 + 537,02 =) 878,48 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από αποδείξεις μισθοδοσίας του, έλαβε το ποσό των 477,96 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, ως προς το ποσό αυτό, της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης, και απομένει υπόλοιπο 400,52 ευρώ β) για το έτος 2014, που εργάστηκε 4,46 µήνες (από 20-8-2014 έως 31-12-2014), το ποσό των 749,28 ευρώ (84 € αξία ηµεροµισθίου Χ 2 ηµεροµίσθια Χ 4,46 µήνες = 749,28 €) και για το έτος 2015, που εργάστηκε1,33 µήνες (από 1-1-2015 έως 9-2-2015, το ποσό των 223,44 ευρώ [84 € αξία ηµεροµισθίου Χ 2 ηµεροµίσθια Χ 1,33 µήνες = 223,44 €), δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες δικαιούτο να λάβει το ποσό των (749,28 + 223,44 =) 972,72 €, έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις µισθοδοσίας, του καταβλήθηκε το ποσό των 959,28 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης ως προς το ποσό αυτό της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης, και του οφείλεται υπόλοιπο 13,44 ευρώ. 6) Για διαφορές επιδοµάτων αδείας: α) για το έτος 2013, για την εργασία του από 29-11-2013 έως 31-12-2013, το ποσό που δικαιούτο είναι ισόποσο µε την αναλογία αποδοχών αδείας για το ως άνω διάστηµα, ήτοι 341,46 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 153,55 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης ως προς το ποσό αυτό της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης και απομένει υπόλοιπο 187,91 ευρώ, β) για το έτος 2014, για την εργασία του από 1-1-2014 έως 21-2-2014, το ποσό των 537,02 ευρώ, έναντι του οποίου του καταβλήθηκε, σύμφωνα πάντα με τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 245 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, ως προς το ποσό αυτό, της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης και απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 292,02 ευρώ γ) για το έτος 2014, για την εργασία του από 20-8-2014 έως 31-12-2014, το ποσό των 749,28 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 737,03 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, ως προς το ποσό αυτό, της ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης και απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 12,25 ευρώ. δ) για το έτος 2015, για την εργασία του από 1-1-2015 έως 9-2-2015, το ποσό των 223,44 ευρώ, έναντι του οποίου του καταβλήθηκε το ποσό των 221,76 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, ως προς το ποσό αυτό, της ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης και απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο1,68 ευρώ. 7) Για αποζημίωση απόλυσης: Ο ενάγων δικαιούται τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης λόγω καταγγελίας, κατά τα προαναφερθέντα της σύμβασης εργασίας του από την πρώτη εναγόμενη, η οποία ανέρχεται, για τους 7 μήνες που εργάστηκε στην εργοδότρια αυτή (από 20-8-2014 έως 30-3-2015 που καταγγέλθηκε η σύμβασή του), στο ποσό των 490 ευρώ {(5 ημερομίσθια Χ 84 € = 420 €) + (1/6 Χ 420 € = 70 €)}. Η ως άνω εναγόμενη υποστηρίζει με τον τέταρτο λόγο της υπό στοιχείο Β έφεσης, ότι κακώς επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη η αποζημίωση αυτή, διότι ο εν λόγω ενάγων δεν συμπλήρωσε δώδεκα μήνες απασχόλησης σε αυτήν, οπότε δεν δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 74 παρ. 2Α του Ν. 3863/2010. Όμως, η εν λόγω διάταξη, όπως συνάγεται από την διατύπωσή της σε συνδυασμό με αυτήν της παρ. 2Β, αλλά και όλου του άρθρου, με την οποία ορίζεται ότι ‘’η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη‘’, αφορά στους ιδιωτικούς υπαλλήλους, και όχι στους εργατοτεχνίτες, τους οποίους αν ήθελε ο νομοθέτης να τους συμπεριλάβει στην ως άνω ρύθμιση, θα τους ανέφερε κι αυτούς ρητά, πράγμα που δεν συμβαίνει. Δεν μπορεί δε να γίνει διασταλτική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης, δυσμενέστερη γι αυτούς τους εργαζόμενους (εργατοτεχνίτες). Επομένως, ο λόγος αυτός της (Β) έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Β) Για την εργασία που παρείχε στη δεύτερη εναγομένη ο ενάγων δικαιούται να λάβει τα εξής ποσά: 1) Για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, έκτου ημερομισθίου και εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου: α) κατά το χρονικό διάστημα από 19-11-2013 έως 28-11-2013, απασχολήθηκε επί 8 καθημερινές, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των (8 ημερομίσθια Χ 55,28 € =) 442,24 ευρώ. Ενόψει, όμως, του ότι δεν προβλεπόταν έκτο ημερομίσθιο από την ατομική σύμβαση εργασίας που συνήψε με τη δεύτερη εναγόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, το αγωγικό κονδύλιο περί καταβολής έκτου ημερομισθίου για το ως άνω διάστημα είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ακόμη, κατά το παραπάνω διάστημα απασχολήθηκε 1 Σάββατο επί 7 ώρες. Για την εργασία του αυτή που παρασχέθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, δικαιούτο αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά ποσοστό 30%, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, η οποία ανέρχεται στο ποσό των71,86 ευρώ (55,28 € νόµιµο ηµεροµίσθιο + 30 % προσαύξηση (16,58 €) = 71,86 € ), κατά το οποίο ωφελήθηκε η εναγόμενη από την εργασία του ενάγοντος κατά την ημέρα του Σαββάτου, το οποίο θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο με τις ίδιες ικανότητες και προσόντα με τον ενάγοντα, για να της παρέχει τις υπηρεσίες του στον ίδιο τόπο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Οπότε έπρεπε να λάβει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των (442,24 + 71,86 =) 514,10 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως συνοµολογεί µε την ένδικη αγωγή, έλαβε το ποσό των 552,80 ευρώ, ήτοι ποσό μεγαλύτερο του οφειλόµενου, οπότε ουδέν του οφείλεται, β) κατά το χρονικό διάστηµα από 24-2-2014 έως 19-8-2014 εργάστηκε επί 120 καθηµερινές {4 το Φεβρουάριο, 20 το Μάρτιο, 19 τον Απρίλιο (µη συµπεριλαµβανοµένης της 9-4-2014 που αποδείχθηκε ότι δεν εργάσθηκε λόγω απεργίας της ΓΣΕΕ), 21 το Μάϊο, 21 τον Ιούνιο, 23 τον Ιούλιο και 12 τον Αύγουστο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των (120 ηµεροµίσθια Χ 55,28 € =} 6.633,60 ευρώ. Ενόψει δε του ότι, κατά τα προαναφερθέντα, δεν προβλεπόταν έκτο ηµεροµίσθιο από την ατοµική σύµβαση εργασίας που συνήψε µε τη δεύτερη εναγόμενη, το αγωγικό κονδύλιο περί καταβολής έκτου ηµεροµισθίου για το ως άνω διάστηµα είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιµο. Ακόμη, κατά το ως άνω διάστηµα εργάστηκε επί 15 Σάββατα (2 το Μάρτιο, 2 τον Απρίλιο, 4 το Μάϊο, 3 τον Ιούνιο και 4 τον Ιούλιο) επί 7 ώρες κάθε Σάββατο. Για την εργασία του αυτή δικαιούτο αποζηµίωση συνολικού ποσού 1.077,90 ευρώ {55,28 € νόµιµο ηµεροµίσθιο + 30 % προσαύξηση (16,58 €) = 71,86 € Χ 15 Σάββατα}, κατά το οποίο ωφελήθηκε η εναγόμενη από την εργασία του ενάγοντος κατά την ημέρα του Σαββάτου, το οποίο θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο με τις ίδιες ικανότητες και προσόντα με τον ενάγοντα, για να της παρέχει τις υπηρεσίες του στον ίδιο τόπο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες.Επομένως, ο ως άνω ενάγων της υπό στοιχείο α αγωγής – ήδη πρώτος εκκαλών στην Α΄ έφεση και πρώτος εφεσίβλητος στη Β΄ έφεση, έπρεπε να λάβει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των (6.633,60 + 1.077,90 =) 7.711,50 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως συνομολογεί με την ένδικη αγωγή, του καταβλήθηκε το ποσό των 7.462,80 ευρώ και απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 248,70 ευρώ. 2) Για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές: Κατά τα χρονικά διαστήματα από 19-11-2013 έως 28-11-2013 και από 24-2-2014 έως 19-8-2014 δεν πραγματοποίησε ώρες υπερωριακής εργασίας, καθώς εργάστηκε το συμφωνηθέν και νόμιμο ωράριο, ήτοι επί 8 ώρες ημερησίως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, κι ως εκ τούτου το σχετικό κονδύλιο της αγωγής του είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. 3) Για διαφορές επιδομάτων εορτών: α) ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2013 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 19-11-2013 έως 28-11-2013, το ποσό των 60,45 ευρώ {για 10 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας 1,05 ημερομίσθια Χ 55,28 € (δεν έχει πραγματοποιηθεί υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές κατά το ως άνω διάστημα, ενώ δεν συνυπολογίζεται η προσαύξηση του Σαββάτου, κατά τα προεκτεθέντα) = 58,04 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστή συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 2,41 € = 60,45 €}, έναντι του οποίου, όπως συνομολογεί, έλαβε το ποσό των 71,98 ευρώ, το οποίο είναι μεγαλύτερο του οφειλόμενου, οπότε δεν του οφείλεται κάτι περαιτέρω, β) ως αναλογία επιδόματος Πάσχα 2014 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 24-2-2014 έως 30-4-2014, το συνολικό ποσό των 475,05 ευρώ (για 66 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας 8,25 ημερομίσθια Χ 55,28 € 456,06 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 18,99 € = 475,05 €), έναντι του οποίου συνομολογεί ότι του καταβλήθηκε το ποσό των 405,96 ευρώ και απομένει υπόλοιπο 69,09 ευρώ, γ) ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2014 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2014 έως 19-8-2014 το ποσό των 672,56 ευρώ (για 111 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας 11,68 ημερομίσθια Χ 55,28 € το ημερομίσθιο = 645,67 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 26,89 € = 672,56 €), έναντι του οποίου συνομολογεί ότι έλαβε το ποσό των 633,42 ευρώ και απομένει υπόλοιπο 39,14 ευρώ, 4) Για διαφορές αποδοχών αδείας: α) για το έτος 2013, που εργάστηκε 0,33 μήνες (από 19-11-2013 έως 28-11-2013), το ποσό των 36,48 ευρώ (55,28 € αξία ημερομισθίου Χ 2 ημερομίσθια Χ 0,33 μήνες = 36,48 €), έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από τη δεύτερη εναγόμενη αποδείξεις μισθοδοσίας, έλαβε το ποσό των 43,12 ευρώ, ήτοι ποσό υπέρτερο του οφειλόμενου κι επομένως ουδέν του οφείλεται, γενομένης δεκτής της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η εν λόγω εναγόμενη, β) για το έτος 2014, που εργάστηκε επί 5,9 μήνες (από 24-2-2014 έως 19-8- 2014), το ποσό των 652,30 ευρώ (55,28 € αξία ημερομισθίου Χ 2 ημερομίσθια Χ 5,9 μήνες = 652,30 €), έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, του καταβλήθηκε το ποσό των 583,21 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής της σχετικής ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η ως άνω εναγόμενη και απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 69,09 ευρώ.5) Για διαφορές επιδομάτων αδείας: α) για το έτος 2013, για την εργασία του από 19-11-2013 έως 28-11-2013, το ισόποσο με την αναλογία αποδοχών αδείας για το ως άνω διάστημα, ήτοι 36,48 ευρώ,έναντι του οποίου συνομολογεί ότι έλαβε το ποσό των 43,12 ευρώ, ήτοι ποσό υπέρτερο του οφειλόμενου, οπότε ουδέν του οφείλεται, β) για το έτος 2014, για την εργασία του από 24-2-2014 έως 19-8-2014, 652,30 ευρώ, έναντι του οποίου συνομολογεί ότι έλαβε το ποσό των 583,21 ευρώ, οπότε του οφείλεται υπόλοιπο 69,09 ευρώ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό στοιχείο α αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την επικουρική της βάση και α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 383,76 ευρώ, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται αυτή να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των (1.610,07 + 1.229,25 + 340,64 + 482,13 + 400,52 + 187,91 + 292,02 + 219,45 + 13,44 + 12,25 + 1,68 + 490 =) 5.279,36 ευρώ και β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ως άνω ενάγοντα το ποσό των 248,70 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται αυτή να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των (69,09 + 39,14 + 69,09 + 69,09 =) 246,41 ευρώ.
Σχετικά με τον ενάγοντα της δεύτερης αγωγής- ήδη δεύτερο εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Α έφεση, πρόεκυψαν τα εξής: Ο εν λόγω ενάγων προσλήφθηκε στις 15-7-2014, δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από τη δεύτερη εναγόμενη, προκειμένου να εργασθεί ως βοηθός τεχνίτη σωληνουργού, απασχολούμενος πέντε ημέρες την εβδομάδα, επί 40 ώρες (8 ώρες ημερησίως, από ώρα 07.30 έως 15.30), με ημερομίσθιο 55,28 ευρώ. Εργάστηκε δε στην ως άνω εναγόμενη μέχρι τις 19-8-2014, οπότε η τελευταία κατήγγειλε τη σύµβαση εργασίας του. Στη συνέχεια, στις 20-8-2014 συνήψε προφορικά µε την πρώτη εναγόμενη νέα σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, βάσει της οποίας εργάστηκε σε αυτήν με την προαναφερθείσα ειδικότητα, και ηµεροµίσθιο84 ευρώ, μέχρι τις 9-2-2015, οπότε σταμάτησε να εργάζεται, ενώ στις 30-3-2015 η ως άνω εναγόμενη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας. Περαιτέρω, στην παραπάνω σύμβαση εργασίας του, συµφωνήθηκε να ισχύσουν οι όροι της από 23-5-2013 επιχειρησιακής ΣΣΕ που είχε συνάψει η πρώτη εναγόμενη µε την «Ένωση Προσώπων των Εργαζοµένων» στην επιχείρησή της, η οποία ίσχυσε µέχρι την 24-5-2016, πρόβλεπε δε σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης 40 ωρών, ήτοι 8 ώρες ηµερησίως, από ώρα 07.30 έως 15.30, όπως προαναφέρθηκε.Ο ισχυρισμός δε και αυτού του ενάγοντος, που πρόβαλε με την προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεων του, περί μη νομιμότητας της ως άνω επιχειρησιακής ΣΣΕ, είναι προεχόντως απορριπτέος ως αόριστος (και δεν μπορεί να συμπληρωθεί στην κατ΄ έφεση δίκη), καθώς γίνεται απλή αναφορά των διατάξεων του νόμου, χωρίς να επικαλείται συγκεκριμένες πλημμέλειές της, που να την καθιστούν μη νόμιμη. Ο έτερος, εξάλλου, ισχυρισμός των εναγόντωντον οποίο επαναφέρουν επίσης με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της ως άνω έφεσής τους (υπό στοιχείο Α),ότι εφαρµοστέα τυγχάνει η από 20-9-2010 τοπική ΣΣΕ ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων έτους 2010, δεν ευσταθεί. Κι αυτό διότι η ως άνω ΣΣΕ, ήταν αόριστης διάρκειας, αφού δεν οριζόταν ρητά ο χρόνος ισχύος της, διήρκησε, δε, για μία τριετία μετά την έναρξη ισχύος της, (2-2-2011 -ηµεροµηνία κατάθεσής της στο Υπουργείο Εργασίας), κατά τα αναφερθέντα και ανωτέρω, ήτοι µέχρι τις 2-2-2014, πλέον ενός τριµήνου που παρατάθηκε η ισχύς της, δηλ. έληξε στις 2-5-2014 (άρθρο 1 παρ. 6 Ν. 4046/2012 σε συνδυασµό µε άρθρο 2 παρ. 3 και 4 ΠΥΣ 6/2012 – ΦΕΚ Α 38/28-2-2012), οπότε οι ρυθμίσεις της δεν καταλαµβάνουν την από 20-8-2014 σύµβαση εργασίας του ενάγοντος µε την πρώτη εναγόμενη.Ακόμη, προέκυψε ότι κατά τα ως άνω διαστήµατα που απασχολήθηκε ο εν λόγω ενάγων στις εναγόµενες, αυτός εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή επί 8 ώρες ηµερησίως (από ώρα 7.30 έως 15.30), ενώ επίσης εργάστηκε και κάποια Σάββατα, επί 7 ώρες κάθε Σάββατο, (από ώρα 7.30 έως 14.30), όπως ειδικότερα θα αναφερθούν παρακάτω.Πιο συγκεκριμένα ο ενάγων της δεύτερης αγωγής – ήδη δεύτερος εφεσίβλητος στην Α έφεση δικαιούται από την απασχόλησή του στις εναγόμενες τα εξής ποσά : Α) Για την εργασία του στην πρώτη εναγόμενη: 1) Για διαφορές δεδουλευµένων ηµεροµισθίων και έκτου ηµεροµισθίου: Κατά το διάστηµα από 20-8-2014 έως 9-2-2015, εργάστηκε επί 114 καθηµερινές (8 τον Αύγουστο, 22 το Σεπτέµβριο, 22 τον Οκτώβριο, 20 το Νοέµβριο, 21 το Δεκέµβριο, 15 τον Ιανουάριο και 6 το Φεβρουάριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των (114 ηµεροµίσθια Χ 84 € =) 9.576 ευρώ, έναντι του οποίου, του καταβλήθηκε από την πρώτη εναγόμενη, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από αυτήν αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 10.936,80 ευρώ, δηλ. μεγαλύτερο του οφειλόμενου, οπότε ουδέν περαιτέρω δικαιούται, γενομένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης (416 ΑΚ) της εναγόμενης. Δεδομένου δε ότι, όπως προεκτέθηκε, κατά το παραπάνω διάστηµα, εφαρµοστέα ήταν η από 23-5-2013 επιχειρησιακή ΣΣΕ, που δεν προβλέπει έκτο ηµεροµίσθιο, το αγωγικό κονδύλιο της β αγωγής, περί καταβολής έκτου ηµεροµισθίου είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιµο.2) Κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστηµα δεν απασχολήθηκε υπερωριακά κατά τις καθημερινές, κατά τα επίσης προεκτεθέντα, αλλά εργάστηκε το συµφωνηθέν και νόµιµο ωράριο, (8 ώρες ηµερησίως), με βάση την ως άνω εφαρμοστέα σύμβαση οπότε το σχετικό αγωγικό κονδύλιο είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιµο. 3) Για την εργασία του κατά την ηµέρα του Σαββάτου: Κατά το χρονικό διάστηµα από 20-8-2014 έως 9-2-2015, όπως συνοµολογεί η πρώτη εναγοµένη στις νοµίµως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, άλλα και όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις µισθοδοσίας, εργάστηκε 15 Σάββατα (2 τον Αύγουστο, 3 το Σεπτέµβριο, 2 τον Οκτώβριο, 3 το Νοέµβριο, 2 το Δεκέµβριο, 2 τον Ιανουάριο και 1 το Φεβρουάριο) επί 7 ώρες κάθε Σάββατο. Για την εργασία του αυτή, δικαιούται, όπως εκτέθηκε και παραπάνω σχετικά με τον ενάγοντα της πρώτης αγωγής, αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά ποσοστό 30% για κάθε Σάββατο, ήτοι συνολικά 1.638 ευρώ {84 € νόμιμο ημερομίσθιο + προσαύξηση 30% (25,20 €) = 109,20 € Χ 15 Σάββατα}.Από το ως άνω ποσό, του καταβλήθηκε για την αιτία αυτή, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την πρώτη εναγόμενη αποδείξεις μισθοδοσίας, το ποσό των 1.146,60 ευρώ, γενομένης δεκτής της ένστασης εξόφλησης της ως άνω εναγόμενης, ως προς το ποσό αυτό, ενώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο491,40 ευρώ, το οποίο ωφελήθηκε η εναγόμενη – εργοδότρια, από την παρασχεθείσα εργασία του ενάγοντος κατά τις ως άνω ημέρες του Σαββάτου, καθώς το ίδιο ποσό θα κατέβαλε η τελευταία σε άλλον εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα και ικανότητες για την παροχή της ίδιας εργασίας στον ίδιο τόπο και υπό τις ίδιες συνθήκες. 4) Ως διαφορές επιδομάτων εορτών: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2014 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 20-8-2014 έως 31-12-2014 το ποσό των 1.233,74 ευρώ {ήτοι για 134 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας 14,10 ημερομίσθια Χ 84 € ημερομίσθιο (δεν έχει πραγματοποιηθεί υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές κατά το ως άνω διάστημα, όπως εκτέθηκε, ενώ δεν συνυπολογίζεται η προσαύξηση του Σαββάτου, διότι συνιστά παροχή άκυρης εργασίας) = 1.184,40 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 49,34 €= 1.233,74 €}, έναντι του οποίου προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ότι έλαβε το ποσό των 1.225 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής της ένστασης εξόφλησης ήτοι για το ποσό αυτό που πρόβαλε η ως άνω εναγόμενη,οπότε του οφείλεται υπόλοιπο 8,74 ευρώ, β) ως αναλογία επιδόματος Πάσχα 2015 για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 9-2-2015 το ποσό των 437,49 ευρώ (για 40 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας: 5 ημερομίσθια Χ 84 € = 420 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστή συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 17,49 € = 437,49 €), έναντι του οποίου, σύμφωνα με τις αποδείξεις µισθοδοσίας, έλαβε το ποσό των 437,50 ευρώ, οπότε ουδέν του οφείλεται, δεκτής γενοµένης της ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης. 5) Ως διαφορές αποδοχών αδείας: Για το έτος 2014, που εργάστηκε επί 4,46 µήνες (από 20-8-2014 έως 31-12-2014), το ποσό των 749,28 ευρώ (84 € Χ 2 ηµεροµίσθια Χ 4,46 µήνες) και για το έτος 2015, που εργάστηκε επί 1,33 µήνες (από 1-1-2015 έως 9-2-2015), το ποσό των 223,44 ευρώ (84 € Χ 2 ηµεροµίσθια Χ 1,33 µήνες), δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες δικαιούτο το ποσό των (749,28 + 223,44 =) 972,72 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως προκύπτει επίσης από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του,του καταβλήθηκε το ποσό των 959,28 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εν λόγω εναγόμενης, ήτοι για το ποσό αυτό, ενώ απομένει υπόλοιπο 13,44 ευρώ. 6) Ως διαφορές επιδοµάτων αδείας: α) για το έτος 2014, για την εργασία του από 20-8- 2014 έως 31-12-2014, το επίδομα αδείας, το οποίο είναι ισόποσο µε την αναλογία αποδοχών αδείας, ανέρχεταιδε για το ως άνω διάστηµα, στο ποσό των 749,28 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις µισθοδοσίας, έλαβε το ποσό των 737,03 ευρώ, γενομένης δεκτής της ένστασης μερικής εξόφλησης της εναγόμενης ως προς το ποσό αυτό, ενώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 12,25 ευρώ, β) για το έτος 2015, για την εργασία του από 1-1-2015 έως 9-2-2015, το ποσό των 223,44 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, βάσει πάντα των αποδείξεων µισθοδοσίας, το ποσό των 222 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης, ενώ απομένει υπόλοιπο 1,44 ευρώ. Β) Για την εργασία που παρείχε στη δεύτερη εναγοµένη, ο ενάγων της δεύτερης αγωγής δικαιούται να λάβει τα κάτωθι ποσά: 1) Ως διαφορές δεδουλευµένων ηµεροµισθίων, έκτου ηµεροµισθίου και εργασία κατά την ηµέρα του Σαββάτου: Κατά το χρονικό διάστηµα από15-7-2014 έως 19-8-2014 απασχολήθηκε 25 καθημερινές (13 τον Ιούλιο και 12 τον Αύγουστο}, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των (25 ημερομίσθια Χ 55,28 € =) 1.382 ευρώ, ενώ δεδομένου ότι, με βάσει όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, από την ατομική σύμβαση εργασίας του, δεν προβλεπόταν έκτο ημερομίσθιο, το σχετικό αγωγικό κονδύλιο για το ως άνω διάστημα είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Εξάλλου, κατά το ως άνω διάστημα εργάστηκε 1 Σάββατο επί 7 ώρες. Για την απασχόλησή του αυτή του δικαιούται αποζημίωοη ίση με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά ποσοστό 30%, η οποία ανέρχεται στο ποσό των (55,28 € νόμιμο ημερομίσθιο + προσαύξηση 30 % (16,58 €) = 71,86 ευρώ, το οποίο ωφελήθηκε η δεύτερη ενάγουσα, αφού θα αναγκαζόταν να το καταβάλει σε άλλον εργαζόμενο που θα προσλάμβανε με τα ίδια προσόντα και ικανότητες για την παροχή της ίδιας εργασίας, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, ο ενάγων της υπό στοιχείο β αγωγής – ήδη δεύτερος εκκαλών στην Α΄έφεση και δεύτερος εφεσίβλητος στην Β΄ έφεση, έπρεπε να λάβει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των (1.382 + 71,86 =) 1.453,86 ευρώ, έναντι του οποίου , όπως συνομολογεί στην αγωγή του, έλαβε το ποσό των 1.437,28 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 16,58 ευρώ. 2) Για υπερωριακή απασχόληση κατά ης καθημερινές: Κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα δεν πραγματοποίησε ώρες υπερωριακής απασχόλησης, καθώς, με βάσει όσα προαναφέρθηκαν, εργάστηκε το συμφωνηθέν και νόμιμο ωράριο, ήτοι επί 8 ώρες ημερησίως, οπότε το σχετικό αγωγικό κονδύλιο είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. 3) Ως διαφορές επιδομάτων εορτών: για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2014, για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 15-7-2014 έως 19-8-2014, το ποσό των 217,65 ευρώ (για 36 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας 3,78 ημερομίσθια Χ 55,28 € το ημερομίσθιο = 208,95 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστή συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 8,70 € = 217,65 €), έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις µισθοδοσίας, του καταβλήθηκε το ποσό των 187,15 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής, ήτοι για το ποσό αυτό, της ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης,ενώ απομένει υπόλοιπο 30,50 ευρώ. 4) Ως διαφορές αποδοχών αδείας: για το έτος 2014, που εργάστηκε επί 1,2 µήνες (από 15-7-2014 έως 19-8-2014), το ποσό των 132,67 ευρώ (55,28 € Χ 2 ηµεροµίσθια Χ 1,2 µήνες), έναντι του οποίου έλαβε, με βάση τις αποδείξεις μισθοδοσίας το ποσό των 112,22 ευρώ, ενώ του οφείλεται υπόλοιπο 20,45 ευρώ, γενοµένης εν µέρει δεκτής της ένστασης εξόφλησης που υπέβαλε η ως άνω εναγόμενη. 5) Ως διαφορές επιδοµάτων αδείας: για το έτος 2014, για την εργασία του από 15-7-2014 έως 19-8-2014, το ποσό των 132,67 ευρώ, έναντι του οποίου του καταβλήθηκε, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις µισθοδοσίας, το ποσό των 112,22 ευρώ, και του οφείλεται υπόλοιπο επίσης 20,45 ευρώ, γενοµένης εν µέρει δεκτής της ένστασης εξόφλησης που υπέβαλε η ως άνω εναγόμενη.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό στοιχείο β αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την επικουρική της βάση και α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα αυτής το ποσό των 491,40 ευρώ, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί ότι αυτή υποχρεούται να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των (8,74 + 13,44 + 12,25 + 1,44 =) 35,87 ευρώ και β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ως άνωενάγοντα το ποσό των 16,58 ευρώ και να αναγνωρισθεί η ότι αυτή υποχρεούται να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των (30,50 + 20,45 + 20,45 =) 71,40 ευρώ.
Τα ως άνω καταβληθέντα στους ενάγοντες των ένδικων αγωγών ποσά, έναντι των προαναφερθέντων αξιώσεών τους από την παροχή της εργασίας τους στις εναγόμενες εταιρείες, προκύπτουν, όπως προαναφέρθηκε, από τις προσκομιζόμενες από τις ίδιες τις εναγόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας τους, και ανέρχονται, με βάση αυτές, στα αναλυτικά αναφερθέντα ανωτέρω ποσά. Αφού αφαιρεθούν δε αυτά από τα ποσά που δικαιούνται οι ενάγοντες, όπως παραπάνω υπολογίστηκαν, προκύπτουν οι επίσης ανωτέρω αναφερθείσες διαφορές, που τελικά τους οφείλονται. Οπότε ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχείο Β έφεσης, με τον οποίο οι εναγόμενες – εκκαλούσες σε αυτήν, ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε δεχθεί συνολικά για όλα τα αιτούμενα με τις αγωγές κονδύλια, την ένσταση ολοσχερούς εξόφλησης που προέβαλαν, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Εξάλλου, οι εναγόμενες παραπονούνται με τον έκτο λόγο της υπό στοιχείο Β έφεσής τους, ότι κακώς η εκκαλουμένη απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την επικουρικώς προβληθείσα ένστασή τους περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος των εναγόντων στις ως άνω αγωγές – ήδη εφεσίβλητων στην ως άνω έφεση, διότι οι τελευταίοι δεν διαμαρτυρήθηκαν καθόλη τη διάρκεια της εργασίας τους, σχετικά με το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτούς αποδοχών από τις εναγόμενες – εργοδότριές τους. Ο λόγος αυτός, όμως, της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου,για μακρό χρονικό διάστημα (που εν προκειμένω, άλλωστε, δεν είναι πολύ μεγάλο) να ασκήσει την αξίωσή του, δεν καθιστά την επιδίωξη αυτής καταχρηστική υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, για να στοιχειοθετηθεί καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους του δικαιούχου, αυτός με συγκεκριμένη συμπεριφορά κι ενέργειες, να έχει δημιουργήσει στον υπόχρεο και μάλιστα ευλόγως, την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, πράγμα που ουδόλως συντρέχει την προκειμένη περίπτωση, διότι ούτε προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι εναγόμενες -εκκαλούσες τέτοιες ενέργειες εκ μέρους των εναγόντων -εργαζομένων σε αυτές. Το γεγονός δε της μη διαμαρτυρίας του εργαζόμενου κατά την καταβολή των αποδοχών του, ενόσω διαρκεί η εργασιακή του σχέση, δεδομένης και της ευάλωτης θέσης του και του φόβου μην απωλέσει την εργασία του, δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπεριφορά που καθιστά τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματός του να αναζητήσει τις αξιώσεις του από την παροχή της εργασίας του, καταχρηστική. Ούτε βέβαια το γεγονός που επικαλούνται οι εναγόμενες στην έφεσή τους, ότι από τους 100 περίπου εργαζομένους σε αυτές, μόνο 4, μεταξύ των οποίων και οι νυν ενάγοντες, προέβησαν στην άσκηση αγωγών εναντίον της, μπορεί να καταστήσει την άσκηση του επίδικου δικαιώματος καταχρηστική.
Τέλος, όλα τα παραπάνω οφειλόμενα στους ενάγοντες τελικά ποσά οφείλονται με το νόμιμο τόκο, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν σχειτκά στη μείζονα σκέψη, και ειδικότερα: α) για τις διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων κατά τις καθημερινές, το έκτο ημερομίσθιο ανά εβδομάδα εργασίας, την αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και την αμοιβή για τηναπασχόληση κατά την ημέρα του Σαββάτου μόνο για το διάστημα εργασίας του ενάγοντος της υπό στοιχείο α αγωγής από 29-11-2013 έως 21-2-2014, από την παρέλευση της τελευταίαςημέρας κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο ως άνω ενάγων παρείχε την εργασία του, που αποτελεί δήλη ημέρα,β) για την αμοιβή για την απασχόλησή του κατά την ημέρα του Σαββάτου για τα υπόλοιπα διαστήματα εργασίας του ως άνω ενάγοντος και για όλα τα διαστήματα εργασίας του ενάγοντος της υπό στοιχείο β αγωγής, από την επομένη της επίδοσης των ένδικων αγωγών έως την πλήρηεξόφληση (άρθρο 346 ΑΚ), γ) για τις διαφορές αναλογίας επιδόµατος Χριστουγέννων 2013 και 2014, από την εποµένη της 31ης Δεκεµβρίου του οικείου έτους και επιδόµατος Πάσχα 2014, από την εποµένη της 30ης Απριλίου του οικείου έτους, έως την πλήρηεξόφληση, δ) για διαφορές αναλογίας αποδοχών αδείας και επιδόµατος αδείας 2013 και 2014, από την εποµένη της 31 ης Δεκεµβρίου του οικείου έτους και ε) για διαφορές αναλογίας αποδοχών αδείας και επιδόµατος αδείας 2015 και των δύο εναγόντων, από την εποµένη της λύσης της σύµβασης εργασίας του κάθε ενάγοντος, στις 30-3-2015, έως την πλήρη εξόφληση,καθώς επίσης για την αποζηµίωση απόλυσης του ενάγοντος της πρώτης (α) αγωγής, από την εποµένη της λύσης της σύµβασης εργασίας του, στις 30-3-2015 έως την πλήρη εξόφληση (άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ).
Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της Β΄ έφεσης, οι εκκαλούσες σε αυτήν – εναγόμενες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την επικουρικά προβληθείσα ένστασή τους της διάταξης του άρθρου 342 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος όταν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι, η μη καταβολή των επίδικων αξιώσεων των εναγόντων, δεν οφείλεται σε γεγονός που υπέχουν ευθύνη, καθώς (οι εν λόγω αξιώσεις) είναι ανεκκαθάριστες, αφού οι ενάγοντες κατά το χρόνο που απασχολήθηκαν σε αυτές, αλλά και κατά την απόλυσή τους, δεν εξέφρασαν οποιαδήποτε διαμαρτυρία για το ύψος των αποδοχών τους, οπότε (οι εναγόμενες) οφείλουν τόκους από την επίδοση των ένδικων αγωγών και όχι από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε επιμέρους επιδικασθέντος κονδυλίου.Αλλά ο ισχυρισμόςαυτός, είναι αβάσιμος, καθώς δεν βρίσκει νομικό έρεισμα, διότι το γεγονός της μη διαμαρτυρίας του εργαζομένου, ενόσω χρόνο απασχολείται στον εργοδότη του, δεν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί γεγονός τυχηρό ή ανωτέρας βίας, ή πράξη ή παράλειψη προσώπου, για το οποίο ο εργοδότης δεν υπέχει ευθύνη κι ως εκ τούτου δεν καθίσταται υπερήμερος ως προς την καθυστέρηση των οφειλόμενων στον εργαζόμενο παροχών, όπως απαιτείται, υπό την έννοια της διάταξης του ως άνω άρθρου, για να τύχει αυτή εφαρμογής, αφού η προσήκουσα καταβολή των αποδοχών,που δικαιούται, στον εργαζόμενο, είναι βασική υποχρέωση του εργοδότη, για τη μη εκπλήρωσή της οποίας, φυσικά και ευθύνεται ο τελευταίος, ανεξαρτήτως αν διαμαρτυρηθεί ή όχι ο εργαζόμενος.Τέλος, με τον ίδιο ως άνω λόγο της υπό στοιχείο Β έφεσης (έβδομο), οι εκκαλούσες – εναγόμενες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη, απέρριψε σιγή τους επικουρικούς ισχυρισμούς τους, ότι οι τόκοι έπρεπε να υπολογιστούν επί των καθαρών ποσών των επιδικασθεισών οφειλόμενων διαφορών αποδοχών των εναγόντων, σχετικά δε με τα κονδύλια που αφορούν στην παράνομη υπερωριακή απασχόληση, όχι από την ημέρα που κατέστησαν απαιτητά αλλά από την επίδοση των αγωγών, αντίστοιχα. Κι οι ισχυρισμοί αυτοί, όμως, των εναγόμενων – εκκαλουσών στην ως άνω έφεση, δεν είναι βάσιμοι, διότι, αφενός μεν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω και στη μείζονα σκέψη, σε περίπτωση παραδοχής της σχετικής αξίωσης περί διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών, αποδοτέες από το δικαστήριο είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές και όχι οι καθαρές, οπότε επί των μικτών θα υπολογιστούν και οι τόκοι, αφετέρου δε, δεν πρόκειται για παράνομες υπερωρίες, ώστε να οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής.Συνεπώς, κι αυτός ο λόγος της υπό στοιχείο Β έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτές τις ένδικες αγωγές, ως προς την επικουρική τους βάση, ως ουσιαστικά βάσιμες, κατά τα προεκτεθέντα, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, οι κρινόμενες εφέσεις, πρέπει ν΄ απορριφθούν κατ΄ ουσία. Τα δε δικαστικά, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων των ένδικων εφέσεων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν(άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις εφέσεις με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ), ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου: Α) …./2018 και Β) ……/2019, κατά της υπ’αρ. 252/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και
Απορρίπτειαυτές στην ουσία.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, συνολικά, μεταξύ των διαδίκων.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 31 Mαρτίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ