Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 266/2020

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Ποιούς καταλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών». Προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν καταχρηστικοί και συνεπώς άκυροι οι Γ.Ο.Σ. Καθορισμός επιτοκίων από την πιστοδότρια τράπεζα. Νόμιμος ανατοκισμός, ανά εξάμηνο, των τόκων, μετά το οριστικό κλείσιμο του επίμαχου αλληλόχρεου λογαριασμού από την πιστοδότρια τράπεζα, καθώς επίσης και η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στον οφειλέτη αυτής. Μη νόμιμος ο υπολογισμός τόκων με βάση το έτος 360 ημερών,  ο οποίος, όμως, οδηγεί σε μερική ακυρότητα, ως προς το ποσό που επιβαρύνθηκαν οι πιστούχοι με βάση αυτόν τον υπολογισμό. Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοι­κτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυ­ρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδία κονδύλια του λογαριασμού που προσβάλλονται, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της ορθότητάς του.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  266/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη  Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 1940/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από την δημοσίευση αυτής μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το δικαστήριο τούτο, που είναι καθ’ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 635 επ., 591 ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015, ο οποίος δεν καταλαμβάνει τις ανακοπές που ασκήθηκαν πριν την 1η-1-2016, όπως εν προκειμένω), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ).΄Εχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 του Ν. 3587/2007, οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου παραπάνω άρθρου, αναφέρονται ενδεικτικά, περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου από τον νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 763/2017, ΑΠ 1226/2015, ΑΠ 1996/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπό την έννοια των παραπάνω διατάξεων, oι οποίες, ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ, αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σ`αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας και καταχρηστικότητας των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση, όμως, της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής, χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέρoντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρεπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης (Ολ.ΑΠ 6/2006 ΔΕΕ 2006.665, AΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460). Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση, ήτοι ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργησή του (όρου) για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν καταχρηστικότητα ΓΟΣ, πρέπει, με βάση τα παραπάνω, αρχικά να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη, ως απόκλι­ση από τη συνηθισμένη ρύθμιση, και στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύ­ρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται, σε πρώτη φάση, αν αντίκειται σε απαγο­ρευτική ρήτρα, που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει «per se» καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ πε­ριέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1987/2006). Οι ΓΟΣ, επίσης, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010.943, ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460, Εφ.Θεσ. 459/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994, όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 3587/2007: «α) Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρό­σωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυ­σικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαί­σιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του». Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέ­χεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ’ αριθ. 1961/1991 νόμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β’ της Οδηγίας «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991: «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλ­λαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». Ειδικότερα, καταναλω­τής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 733/2011 ΕΕμπΑ 2011.819, ΑΠ 1738/2009 ΕλλΔνη 2011.750, ΑΠ,16/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 989/2004 ΕΕμπΔ 56.517). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεσή του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του κα­ταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγ­γελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυ­τής, που ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθή­κη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή», επιτρέπει στον εθνι­κό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σε αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ προσώ­πων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας. Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του κατανα­λωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να δια­τυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθε­τικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του, ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 δεν συ­νάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της πε­ραιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλ­λαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προ­στασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλ­λά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών (ΑΠ 1343/2012, ΑΠ 733/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκρι­μένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής έν­στασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλ­λειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης. Ενόψει των εκτεθέντων ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέ­κτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 (Ολ.ΑΠ 13/2015 ΧρΙΔ 2015.675). Τέλος, η ακυρότητα ενός ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβα­σης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρού­σαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιά­σπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο κα­ταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάτα­ξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτο­τελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα, του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ι­σχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτε­λούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βού­λησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλόμενων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 ΧρΙΔ 2014.680, Εφ.Θρακ. 21/2017, Εφ.Λαρ. 17/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Με την υπ΄αρ. 2286/1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στην οποία, με τους ορισμούς του Ν. 1266/1982, περιήλθαν οι αρμοδιότητες της καταργηθείσης Νομισματικής Επιτροπής, ασκούμενες δια πράξεων του Διοικη­τή της ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από αυτόν, ορίστηκε ότι το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της τραπεζικής χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων, που εκάστοτε ισχύουν, και μπορούν, συνεπώς, να είναι υπέρτερα των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε και δι­ευκρινίσθηκε με την υπ΄αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζι­κών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος (ΦΕΚ Α` 152/9-8-2004), επιτροπής η οποία συστήθηκε με απόφαση του Διοικητή της και οι αποφάσεις της οποίας έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δι­καίου, κατά την οποία, ειδικότερα, αφού ελήφθησαν υπ’ όψη, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊ­κού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, αλλά και το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων, εκάστη των οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετι­κά κριτήρια, υποκείμενες, για τον λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυ­πτόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, απέληξε στην απόφαση ότι δεν είναι συμβατός προς τις αρχές του εσωτερικού και Κοινοτικού Δικαίου, «ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστο­τε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και τον σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρημα­τοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κ.λπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό». Ενόψει τούτων, η ελεύθερη, δηλονότι ανε­ξάρτητη των δικαιοπρακτικών επιτοκίων, διαμόρφωση των τραπεζικών, αποτελεί θεμιτό, κατοχυρωμένο από τους κανόνες του εσωτερικού και κοινοτικού δικαίου, δικαίωμα της πιστοδότριας τράπεζας, η άσκηση του οποίου μάλιστα δεν προσκρούει ούτε στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 2037/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 652/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

III. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 2601/1998, που άρχισε να ισχύει από 15-4-1998 (ΦΕΚ Α` 81/1998), από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί. από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ` ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ: «Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού…». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι, από τη δημοσίευση του νόμου και εφεξής, επήλθε διαφοροποίηση των ισχυόντων επί δανείων και πιστώσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό ως προς τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, για συμβάσεις που καταρτίζονται υπό την ισχύ του νόμου, τόσο ως προς το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ όσο και προς τα άρθρα 35, 36, 47, 48, 64-67 του Ν.Δ 177/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών», που προβλέπουν περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο κατ` ελάχιστο με τοκισμό έκτοτε του προσωρινού υπολοίπου και συνεπώς ανατοκισμό των μέχρι τότε κονδυλίων των τόκων, αλλά και ως προς την απόφαση 289/30-10-1980 της Νομισματικής Επιτροπής (ΦΕΚ Α` 269/1980), που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης που της παρασχέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 1083/1980, βάσει της οποίας επιτρεπόταν ο ανατοκισμός σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους (Ολ.ΑΠ 8/1998 και 9/1998 ΕλλΔνη 39.72 και ΝοΒ 46.496, αποφάσεις με τις οποίες ανατράπηκε η μέχρι τότε κρατούσα νομολογία, κατά την οποία δεν απαιτείτο τέτοια συμφωνία). Προβλέπεται πλέον ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα συμβατικοί τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης κατά τη διάρκεια λειτουργίας του δανείου ή του αλληλόχρεου λογαριασμού, μόνον εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων και μόνον εφόσον εγγράφονται προστίθενται ως κονδύλια στο λογαριασμό κάθε εξάμηνο, κατ` ελάχιστο όριο. Συνεπώς, συμφωνία που καταρτίστηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου και προβλέπει τον ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου, αντίκειται στην αναγκαστικού δικαίου προαναφερόμενη διάταξη και ισχύει για τον προβλεπόμενο στο νόμο ανατοκισμό ανά εξάμηνο. Αν δεν υπάρχει δε καθόλου συμφωνία ανατοκισμού, αυτός διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ (ΑΠ 74/2002 ΕλλΔνη 43.771, ΑΠ 1781/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 1778/2010 Αρμ. 2011.251). Περαιτέρω, επί αλληλοχρέου λογαριασμού, κατά το άρθρο 112 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται, κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής, διότι το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της δανείστριας τράπεζας, δεν χάνει, με την έκδοση της απόφασης ή του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, τον χαρακτήρα της τραπεζικής απαιτήσεως, αφού τόσο υπό το προγενέστερο όσο και υπό το υφιστάμενο νομικό καθεστώς προβλεπόταν και προβλέπεται ο εκτοκισμός των οφειλομένων στις τράπεζες τόκων, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ ενεργού σύμβασης και σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού που, για οποιοδήποτε λόγο, έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος διατα­γής πληρωμής.Η ρύθμιση δε αυτή, τόσο υπό την προγενέστερη όσο και υπό την υφισταμένη μορφή της, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παρα­βιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», διότι, ναι μεν ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει σε συμβατικές σχέσεις, μπορεί όμως να εισάγει περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία, όταν τούτο γίνεται χάριν της εθνικής οικονομίας, μεταξύ των σκοπών της οποίας είναι και η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, αφού οι τραπεζικές ανώνυμες εταιρείες της χώρας συγκεντρώνουν τη λαϊκή αποταμίευση και πιστοδοτούν επενδύσεις χάριν της εθνικής οικονομίας και, συνεπώς, η εν προκειμένω ρύθμιση, η οποία αποβλέπει στην κάλυψη του αντιστοίχου εκτοκισμού των τόκων που οι τράπεζες οφείλουν στους καταθέτες τους και λοιπούς δανειστές τους, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον (ΑΠ 579/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 938/2002, ΕλλΔ/νη 2003.1368, Εφ.Αθ. 3670/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IV.Περαιτέρω, ο ΓΟΣ, που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 Ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν.2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 753/1995, Εφ.Αθ. 1159/2012, Εφ.Αθ. 1778/2010, Εφ.Πειρ.37/2016(Μον), Εφ.Δυτ.Μακεδ. 73/2015 (Μον), ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. V. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975: «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της (…) υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζομένης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 430/2005, Eφ.Αθ. 5/2018, Εφ.Θεσ. 1224/2017, Εφ.Θεσ. 473/2017, Εφ.Πειρ. 369/2015, Εφ.Αθ. 1159/2012, Εφ.Θεσ.(Μον).154/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν. 128/1975 μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΑΠ 1781/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1034/2013 Αρμ. 2014.623, Εφ.Αθ. 1778/2010 Αρμ. 2011.251, Εφ.Θεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2001.81, Εφ.Αθ. 1558/2007 ΕλλΔνη 2007.902). Εφόσον στον σχετικό ΓΟΣ γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν.128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Επιπλέον, καθ’ ο μέρος η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νομίμως ανατοκίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 35/1997 Δ/νη 1997.1530, Εφ.Αθ. 4424/2009 ΕλλΔνη 2011.875).
  2. VI. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔΤΕ, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982 (ΦΕΚ 131 Α`/29-8-1991), «απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα», ενώ κατά το κεφάλαιο ΣΤ εδ.α της 2501/31-10-2001 ΠΔΤΕ, που αντικατέστησε την ανωτέρω ΠΔΤΕ 1969/1991, δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΑΠ 1331/2012). Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη ι) προμήθειας, οργάνωσης και διαχείρισης προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων, ii) προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησής τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων, όπως π.χ. συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου, εγγραφής υποθήκης κλπ (ΑΠ 368/2019, ο.π).

VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1, 216 παρ. 1 και ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, ΑΠ 1210/1995 ΕλλΔνη 1997.1782, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676). Συνεπώς, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοι­κτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυ­ρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού που προσβάλλουν, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της ορθότητάς του (ΑΠ 916/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 1998.103, Εφ.Πειρ. 405/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1109/2015 Αρμ 2015.2085, Εφ.Αθ. 3632/2013 ΔΕΕ 2013.1045, Εφ.Θεσ. 317/2009, Εφ.Πατρ.(Μον) 364/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VΙΙΙ. Τέλος, κατά την αληθή έννοια της διά­ταξης του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κα­τά το διάστημα που μεσολάβησε χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πρά­ξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επα­χθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διάταξης δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκη­θεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 5/2011, Ολ.ΑΠ 7/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ολ.ΑΠ 8/2001 ΧρΙΔ 2001.217, Ολ.ΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 36.1531, ΑΠ 16/2017, ΑΠ 15/2017 ΤΝΠ ΝΟ­ΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες – ήδη εφεσίβλητοι ζητούσαν με την από 30-7-2013 και με αριθμό κατάθεσης ……./2013 ανακοπή τους (εφεξής υπό στοιχείο α), να ακυρωθεί, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, η υπ’αρ. ……/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην καθ’ής η ανακοπή τραπεζική εταιρία – ήδη εκκαλούσα, το ποσό των 217.086,24 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Ακόμη, με την από 2-12-2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013 ανακοπή τους (εφεξής υπό στοιχείο β), οι ίδιοι ανακόπτοντες – ήδη εφεσίβλητοι, ζητούσαν να ακυρωθούν, επίσης για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτήν, οι αναφερόμενες εκεί πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα α) η από 5-11-2013 επιταγή προς πληρωμή συνταχθείσα κάτωθεν αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής β) η από 5-11-2013 εντολή προς εκτέλεση κάτω από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ίδιας διαταγής πληρωµής και της µε αρ. …./2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας (οριζόντιας ιδιοκτησίας) του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. Επί της τελευταίας αυτής ανακοπής (του άρθρου 933 ΚΠολΔ) εκδόθηκε η υπ’αρ. 3703/2015 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η συνεκδίκασή της με την υπό στοιχείο α ανακοπή (του άρθρου 632 ΚΠολΔ). Με την από 20-11-2015 και με αριθμό κατάθεσης ……./2015 κλήση, επαναφέρθηκε δε προς συζήτηση η υπό στοιχείο β ανακοπή, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 1940/2018), το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), δικάζοντας κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία, αφού συνεκδίκασε τις παραπάνω ανακοπές, τις έκρινε παραδεκτές κι ακολούθως τις έκανε δεκτές ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμες ως προς το λόγο αυτών, με τον οποίο ισχυρίζονταν οι ανακόπτοντες ότι, παράνομα ενήργησε η καθ’ής επιβαρύνοντάς τους, στη μεταξύ τους σύμβαση(βλ.π.κ) με ποσά που αφορούσαν τον εκτοκισμό και ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, την οποία μετακύλισε σε αυτούς, με αποτέλεσμα η επιδικασθείσα απαίτηση να μην είναι εκκαθαρισμένη, ενώ, κατόπιν τούτου, δεν εξέτασε τους λοιπούς λόγους της, των οποίων παρείλκε πλέον η διερεύνηση και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και, τις βάσει αυτής, προσβαλλόμενες ως άνω πράξεις εκτέλεσης.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η καθ’ής η ανακοπή, με την κρινόμενη έφεσή της για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθούν συνολικά οι ως άνω ανακοπές των αντιδίκων της.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της καθ’ής οι ανακοπές … . (οι ανακόπτοντες δεν επιμελήθηκαν την εξέταση μαρτύρων), ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά:

Δυνάμει της με αριθμό ……../29-72008 ιδιωτικής σύμβασης πίστωσης με  ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που καταρτίστηκε στην Αθήνα, μεταξύ της καθ’ής οι ανακοπές ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..», με τον διακριτικό τίτλο «………..» – πιστούχου, στην οποία (σύμβαση) συμβλήθηκαν ως εγγυητές οι λοιποί ανακόπτοντες (παραιτούμενοι από την ένσταση διζήσεως κλπ),  η ως άνω τράπεζα χορήγησε στην παραπάνω πιστούχο εταιρεία, πίστωση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, ύψους 200.000 ευρώ, η οποία αυξήθηκε με την από 25-7-2011 πρόσθετη πράξη αύξησης Νο 1, ποσού 26.000 ευρώ (στην οποία επίσης συμβλήθηκαν οι ως άνω εγγυητές) και ανήλθε έτσι στο ποσό των 226.000 ευρώ. Η πιστούχος έκανε χρήση της πίστωσης αυτής και για την εξυπηρέτηση αυτής τηρήθηκε ο υπ΄αρ. …. λογαριασμός, στον οποίο εμφανίζονται οι επιμέρους χρεοπιστώσεις.  Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι επρόκειτο για δανειακή σύμβαση και ο λογαριασμός εξυπηρέτησής της ήταν δοσοληπτικός, αφού από τα αναφερόμενα στην έγγραφη ως άνω επίμαχη σύμβαση, συνάγεται σαφώς ότι πρόκειται για σύμβαση πίστωσης διά ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού. Περαιτέρω, επειδή η πρώτη ανακόπτουσα – πρωτοφειλέτης δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις που πήγαζαν από την παραπάνω σύμβαση η καθ’ής προέβη στις 13-11-2012 στην καταγγελία της και στο οριστικό κλείσιμο του ανωτέρω λογαριασμού, καθώς δεν είχαν πραγματοποιηθεί καταβολές από την εν λόγω πιστούχο από 7-8-2012 και μέχρι την καταγγελία. Η ως άνω καταγγελία της πίστωσης και το οριστικό κλείσιμο του ανωτέρω λογαριασμού, μέσω του οποίου εξυπηρετήθηκε αυτή, καθώς και το προκύψαν χρεωστικό κατάλοιπο ποσού 217.086,24 ευρώ, κοινοποιήθηκε από την καθ’ής τράπεζα στην πιστούχο και στους εγγυητές (ανακόπτοντες) με την από 13-11-2012 επιστολή, που τους επέδωσε νόμιμα στις 8 και 10-1-2013, όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. ……….. εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, του δικαστικούεπιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………… Ακολούθως, κατόπιν της από 10-6-2013 αίτησης της καθ’ής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ΄αρ. …../2013 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι νυν ανακόπτοντες – τότε καθ’ών,  υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, στην νυν καθ’ής η ανακοπή – τότε αιτούσα, το ποσό των 217.086,24 ευρώ με το νόμιμο τόκο ήτοι από 31-5-2012 µε το συµβατικό επιτόκιο και από 14-11-2012 (εποµένη της ηµεροµηνίας του οριστικού κλεισίµατος του λογαριασµού) µε το συµβατικό επιτόκιο υπερηµερίας και µε, ανά εξάµηνο, ανατοκισµό των τόκων, έως την εξόφληση, πλέον δικαστικής δαπάνης. Στη συνέχεια, επικυρωµένο αντίγραφο της ανωτέρω διαταγής πληρωµής µε την κάτωθεν αυτής συνταχθείσα από 5-7-2013 επιταγή προς πληρωµή, επιδόθηκε από την καθ’ής η ανακοπή προς τους ανακόπτοντες, όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. ………….. εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, του ως άνω δικαστικού επιμελητή. Ενόψει ότι, οι ανακόπτοντες δεν συµµορφώθηκαν εκούσια, η καθ’ής προέβη, δυνάµει της µε αριθµό ……../15-11-2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε ο ίδιος δικαστικός επιµελητής, για ποσό 205.000 ευρώ (ήτοι µέρος της, συνολικά επιδικασθείσας με την εν λόγω διαταγή πληρωμής, οφειλής των 217.086,24 ευρώ), πλέον των τόκων και δικαστικών εξόδων, σε κατάσχεση ακίνητης περιουσίας αυτών και συγκεκριμένα μιας αυτοτελούς, ανεξάρτητης, διηρηµένης και διακεκριµένης οριζόντιας ιδιοκτησίας (αποθήκης) υπογείου ορόφου, επιφανείας 77,80 τ.µ., κείµενης σε οικοδοµή, η οποία αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο, επί οικοπέδου 148,34 τ.µ. στο Δήµο Νίκαιας (οδός ………..), ανήκουσα κατά την ψιλή κυριότητα στον πρώτο των ανακοπτόντων της β’ ανακοπής και κατά την επικαρπία στη δεύτερη ανακόπτουσα της ίδιας ανακοπής, για το οποίο (ακίνητο) επισπεύστηκε πλειστηριασµός, δυνάµει της µε αριθµό ……./2013 περίληψης της άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε επίσης ο παραπάνω δικαστικός επιμελητής.

Οι ανακόπτοντες ισχυρίζονταν με τις επίδικες ανακοπές τους, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της α΄ εξ αυτών και το αντίστοιχο της β΄, ότι, παράνομα η καθ’ής τους επιβάρυνε, στο σχετικό όρο (11.01) της επίμαχης σύμβασης, με την εισφορά του Ν.128/1975, καθώς και ποσοστό 0,60% της εισφοράς αυτής, που προστίθεται στο βασικό συμβατικό επιτόκιο (όρος 1.5). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως προεκτέθηκε, έκρινε ορισμένο, νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο το λόγο αυτό των ανακοπών, ως προς το μέρος του περί παράνομου ανατοκισμού της εν λόγω εισφοράς, δεχόμενο μεν ότι επιτρέπεται να συμφωνηθεί συμβατικά μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στους οφειλέτες – ανακόπτοντες, αλλά είναι παράνομος ο ανατοκισμός αυτής, καθώς η καθ’ής κεφαλαιοποιούσε, τόκιζε και ανατόκιζε το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 κάθε φορά που προέβαινε σε χρεώσεις τόκων πάσης φύσης, διότι στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά της εν λόγω εισφοράς. Ακύρωσε δε συνολικά τη διαταγή πληρωμής, όσο και τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, δεδομένου ότι, όπως έκρινε, η ακυρότητα των επιμέρους ποσών (των τόκων επί της εισφοράς αυτής) επηρεάζει την αποδεικτικότητα των εγγράφων βάσει των οποίων εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ής δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών. Με βάση, όμως, όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ο λόγος αυτός της ανακοπής, αορίστως προβάλλεται, αφού οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από αυτά τα κονδύλια οφείλουν, παρά μόνο προτείνεται από αυτούς μία γενική και ασαφής αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού ως προς τα κονδύλια των τόκων, που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης (βλ. σχετικά υπό στοιχ. VII μειζονα σκέψη). Πέραν τούτου, σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε στην υπό στοιχ. Vσε συνδυασμό με την υπό στοιχ. IIIμείζονα σκέψη, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό των δανείων των συμβάσεων πιστώσεων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, έγκυρα μπορεί να συμφωνηθεί συμβατικά μεταξύ αυτού και της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής και είναι νόμιμος, αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, συντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 35/2011, ΑΠ 330/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο έλεγχος του αντίστοιχου συμβατικού όρου περιορίζεται στην τήρηση των όρων της διαφάνειας. Στην προκειμένη δε περίπτωση, οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει, ότι ο εν λόγω συμβατικός όρος ήταν αόριστος ή αδιαφανής. Επίσης, το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (βλ. Ολ.ΑΠ 35/1997,ο.π, Σπ. Ψυχομάνη, άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17).

Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε βάσιμο τον προαναφερθέντα λόγο των ανακοπών, και, μετά ταύτα, δεχόμενο ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων τους, τις έκανε δεκτές και ακύρωσε την επίμαχη διαταγή πληρωμής και τις στηριζόμενες σε αυτήν πράξεις εκτέλεσης, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – καθ’ής η ανακοπή τράπεζα με την ένδικη έφεσή της. Συνακόλουθα, δεκτής γενομένης της έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και εξετασθούν στην ουσία τους, συνεκδικαζόμενες,  οι  κρινόμενες,  με αρ. κατάθεσης:α) …../2013 και β) ……/2013, ανακοπές, ν’ απορριφθεί, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ο παραπάνω λόγος τους, και να χωρήσει η έρευνα των λοιπών, μη εξετασθέντων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγων αυτών.

Με τον πρώτο λόγο των ανακοπών, κατ΄εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες βάλλουν κατά των ΓΟΣ (γενικών όρων συναλλαγών) της σύμβασης, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι παράνομοι και καταχρηστικοί κι επομένως άκυροι, προσκρούοντας στον Ν.2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτών», οδηγώντας σε ακυρότητα ολόκληρη τη σύμβαση. Προβάλλουν δε την ένσταση της έκδοσης της επίμαχης διαταγής πληρωμής παρά την έλλειψη της ειδικής διαδικαστικής προϋπόθεσης για την έκδοσή της λόγω μη απόδειξης της απαίτησης και του εκκαθαρισμένου αυτής από τα προσκομισθέντα έγγραφα που οδηγεί στην ακυρότητά της διαταγής πληρωμής, καθώς και των βάσει αυτής πράξεων εκτέλεσης, για τους λόγους που περαιτέρω εκθέτουν σε αυτές. Πριν απαντηθούν οι υποπεριπτώσεις του ανωτέρω λόγου των ανακοπών (πλην της ως άνω ήδη απαντηθείσας), πρέπει να αναφερθεί ότι οι ανακόπτοντες, όπως προαναφέρθηκε στην υπό στοιχ. Ι μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, καταρχήν εμπίπτουν στις διατάξεις του παραπάνω νόμου, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η εκκαλούσα, παρά το ότι η σύναψη της σύμβασης αυτής έγινε για την εξυπηρέτηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της πρώτης – πιστούχου και οι λοιποί συμβλήθηκαν ως εγγυητές, διότι, καταναλωτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β του νόμου αυτού, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τους.

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο α εκ των ένδικων ανακοπών, και το αντίστοιχο της υπό στοιχείο β, οι ανακόπτοντες- ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι είναι παράνομος ο υπολογισμός του τόκου, επί του εκάστοτε οφειλόμενου υπολοίπου, με βάση έτος 360 ημερών (και όχι 365 ημερών),  σύμφωνα με τον 5.03 όρο της επίμαχης σύμβασης, διότι προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 και δημιουργεί μία πρόσθετη επιβάρυνσή τους σε τόκους, ανερχόμενη σε ποσοστό 1,3889% για κάθε ημέρα, με αποτέλεσμα η απαίτηση της καθ’ής στην οποία έχουν υπολογιστεί ανεπίτρεπτα τόκοι με βάση το έτος 360 ημερών, να καθίσταται μη εκκαθαρισμένη. Πράγματι δε, όπως προεκτέθηκε στην υπό στοιχ.IV μείζονα σκέψη, με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο πιστούχος δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Διασπάται δε με τον σχετικό όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του πιστούχου, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του πιστούχου, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση, να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για το πιστούχο λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της εκκαλούσας Τράπεζας, κατά τα επίσης προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Παραταύτα, ενόψει  ότι, όπως επίσης εκτέθηκε στην ως άνω μείζονα σκέψη, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, μόνο τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής θα πρέπει να προσδιορίζεται σε αυτόν ποιό είναι το ποσό το οποίο όφειλαν να καταβάλουν οι ανακόπτοντες, αν είχαν υπολογιστεί ορθά οι τόκοι κατά τους ισχυρισμούς τους, ώστε να προκύψει σε τι διαφοροποιείται από το επιδικασθέν και ποιο είναι το συνολικό τελικό ποσό που επιβαρύνθηκαν αδικαιολόγητα, πράγμα που δεν συμβαίνει στις επίδικες ανακοπές, οπότε ο λόγος τους αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος (βλ. και Εφ.Αθ. 1778/2010, Εφ.Δυτ.Μακεδ. 73/2015 (Μον), Εφ.Πειρ. 37/2016 (Μον), ο.π). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ακόμη κι αν ορισμένως είχε διατυπωθεί ο ως άνω λόγος των ανακοπών και γινόταν δεκτός, δεν θα οδηγούσε, όπως προεκτέθηκε, σε ολική  ακύρωση της διαταγής πληρωμής, αλλά μόνο σε μερική, κατά το ποσό δηλ. που επιβαρύνθηκαν με βάση τον ως άνω υπολογισμό των τόκων των 360 ημερών αντί των 365 ημερών.

Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες – εφεσίβλητοι με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγο της υπό στοιχείο α ανακοπής τους και το αντίστοιχο της υπό στοιχείο β, ισχυρίστηκαν ότι η καθ’ής -εκκαλούσα τράπεζα τους χρέωσε, σύμφωνα με τον 11.04  όρο της σύμβασης (που της δίνει το δικαίωμα να επιβαρύνει τον οφειλέτη με ‘’έξοδα έγκρισης και επαναξιολόγησης’’), με το ποσό των 826 ευρώ συνολικά, το  οποίο, ισοδυναμεί με προμήθεια, που δεν επιτρέπεται από το νόμο, με αποτέλεσμα οι παράνομες χρεώσεις των  επιμέρους εν λόγω προμηθειών, καθώς και των επ’ αυτών τόκων, να καθιστούν την απαίτηση μη βέβαιη και εκκαθαρισμένη και μη αποδείξιμη από τα προσκομισθέντα από την τράπεζα έγγραφα. Ο λόγος αυτός, όμως, των ανακοπών, ο οποίος είναι νομικά βάσιμος στηριζόμενος στις, αναφερόμενες στην υπό στοιχ.VI μείζονα σκέψη, διατάξεις, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι επιβαρύνσεις στις οποίες αναφέρονται οι ανακόπτοντες, δεν αποδείχθηκε ότι αφορούν μη επιτρεπόμενες προμήθειες εκ μέρους της καθ’ής τράπεζας, αλλά αντίθετα, όπως προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές τις οποίες οι ανακόπτοντες επικαλούνται στο λόγο της ανακοπής τους, αφορούν έξοδα για διενεργηθείσες από την τράπεζα πράξεις, (ήτοι: αρχικά έξοδα 300 ευρώ, δαπάνη επαναξιολόγησης 120 ευρώ, έξοδα αξιολόγησης ρύθμισης οφειλής 200 ευρώ, έξοδα καθυστέρησης 206 ευρώ, όπως περαιτέρω αναλύονται και συνολικά 826 ευρώ) και ειδικότερα επανέλεγχο τίτλων για το αξιόχρεο αυτών κ.α. Πέραν τούτου, αν υποτεθεί ότι το εν λόγω ποσό αφορούσε προμήθειες, με τις οποίες παράνομα επιβάρυνε η τράπεζα τους ανακόπτοντες, η παραδοχή του σχετικού λόγου των ανακοπών θα συνεπαγόταν μόνο μερική ακυρότητα της επίδικης διαταγής πληρωμής, κατά το ποσό αυτό, ενώ όπως επίσης αναφέρθηκε ανωτέρω, η καθ’ής επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, για ποσό 205.000 ευρώ δηλ. κατά 12.086 ευρώ μικρότερο από αυτό που επιδικάστηκε με τη διαταγή.

Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου της πρώτης ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι ο όρος 7.01 της σύμβασης, με τον οποίο δίνεται η δυνατότητα στην καθ’ής να προβαίνει οποτεδήποτε σε καταγγελία της σύμβασης, κλείνοντας το λογαριασμό, οπότε ο οφειλέτης θα υποχρεούται να εξοφλήσει το σύνολο της οφειλής του, άλλως θα καθίσταται αυτοδικαίως υπερήμερος, χρήση του οποίου έκανε αυτή (καθ’ής) και κατήγγειλε στις 13-11-2012 την επίμαχη σύμβαση, είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος, και συνεπώς και η σχετική καταγγελία, διότι διαταράσσει υπέρμετρα την ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων εις βάρος τους (ως καταναλωτών), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.6-7 περ. ε, στ, ιστ Ν. 2251/1994. Ο όρος αυτός, όμως, δεν ελέγχεται ως καταχρηστικός, αφού δεν προκύπτει ότι δεν είχε προηγηθεί επαρκής ενημέρωση των συμβαλλομένων ανακοπτόντων από τους εκπροσώπους της τράπεζας σχετικά με τους όρους της σύμβασης, τους οποίους αποδέχθηκαν, ούτε προκύπτει ότι η τράπεζα προέβη καταχρηστικά στην καταγγελία της επίμαχης σύμβασης, στην οποία δικαιούτο, βάσει του παραπάνω όρου αυτής, να προβεί, πολύ δε περισσότερο, αφού η πιστούχος δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις που πήγαζαν από την ως άνω σύμβαση, καθώς δεν είχαν πραγματοποιηθεί από την τελευταία (πιστούχο)καθόλου καταβολές, από 7-8-2012 και μέχρι την καταγγελία της σύμβασης (13-11-2012) και το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού.

Εξάλλου, οι ανακόπτοντες προβάλλουν στις ένδικες ανακοπές τους την ένσταση του άρθρου 181 ΑΚ, ότι δηλ. η επίμαχη σύμβαση δεν θα είχε  επιχειρηθεί χωρίς τους επικαλούμενους από αυτούς ως άνω άκυρους όρους της, οπότε πάσχει ολόκληρη από ακυρότητα. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, ο μόνος συμβατικός όρος, που θα μπορούσε, να οδηγήσει σε μερική ακυρότητα τη σύμβαση, είναι ο υπολογισμός των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών, αντί 365 ημερών, αν ο σχετικός λόγος είχε ορισμένως προταθεί από τους ανακόπτοντες. Από κανένα δε στοιχείο που αυτοί προσκομίζουν και επικαλούνται, οι οποίοι φέρουν και το βάρος απόδειξης του ως άνω ισχυρισμού τους, κατά τα προαναφερθέντα στην οικεία νομική σκέψη (υπό στοιχείο I), δεν αποδείχθηκε ότι ο όρος αυτός ήταν τόσο ουσιώδης για ολόκληρη τη δικαιοπραξία ήτοι την επίδικη σύμβαση πίστωσης, ώστε αν τα μέρη, και κυρίως οι ανακόπτοντες, γνώριζαν την ακυρότητά του, η βούλησή τους θα ήταν να μην ισχύσει όλη η σύμβαση αυτή. Αντίθετα, μάλιστα, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, λαμβανομένου υπόψη του είδους της δικαιοπραξίας, (σύμβαση πίστωσης), του ύψους του πιστωτικού ορίου αυτής (βλ.π.π), σε συνδυασμό με το σκοπό αυτής σε σχέση με την εξυπηρέτηση της επαγγελματικής δραστηριότητας της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας – πιστούχου και το οικονομικό συμφέρον αυτής στη σύναψή της, το δικαστήριο κρίνει ότι, ο όρος αυτός δεν είναι τόσο καθοριστικός ώστε να οδηγούσε στη ολική ακύρωση της εν λόγω δικαιοπραξίας, με βάση και το ποσοστό επιβάρυνσης, παρά μόνο στη μερική, κατά το ποσό των επιπλέον επιβάρυνσης των ανακοπτόντων, αν βέβαια, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, είχαν με τρόπο ορισμένο επικαλεσθεί και υπολογίσει αυτήν.

Με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο α ανακοπής τους και τον αντίστοιχο της β΄, οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι η εν λόγω απαίτηση των 217.086,24 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, είναι μη εκκαθαρισμένη διότι στο ποσό αυτό έχουν ενσωματωθεί τόκοι που προέρχονται από παράνομο μηνιαίο ανατοκισμό. Εντούτοις, ο ως άνω λόγος, είναι πρωτίστως απορριπτέος ως αόριστος, αφού δεν αναφέρονται σε αυτόν επακριβώς τα επί πλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα οι ανακόπτοντες και ποιο τελικά είναι το ποσό που, αφαιρουμένων των κονδυλίων αυτών, οφείλουν, παρά μόνο παρατίθενται από τους τελευταίους γενικά τα ποσά των τόκων με τα οποία χρεώθηκαν, προβάλλοντας μία ασαφή αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού, που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης (βλ. σχετικά υπό στοιχ. VIΙ μειζονα σκέψη).

Εξάλλου, με τον τρίτο λόγο της πρώτης ανακοπής τους (του άρθρου 632 ΚΠολΔ) αλλά και τον σχετικό λόγο της δεύτερης ανακοπής τους (του άρθρου 933 ΚΠολΔ), οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι είναι ακυρωτέα η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ως προς τη διάταξή της περί ανά εξάμηνο ανατοκισμού των τόκων. Ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, όπως εκτενώς προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη (υπό στοιχ.III), ο ανατοκισμός αυτός είναι επιτρεπτός. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν.2601/1998, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι, ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ` ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων (όπως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες ότι είναι η επίμαχη, αν και κάτι τέτοιο δεν έγινε δεκτό, ως αναπόδεικτο, από το δικαστήριο, κατά τα προεκτεθέντα), είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού. Οπότε ο ανατοκισμός, ανά εξάμηνο, των τόκων, στον οποίο προέβη η καθ’ής μετά το οριστικό κλείσιμο του επίμαχου αλληλόχρεου λογαριασμού, που, άλλωστε, προβλέπεται στον όρο 5.06 της σύμβασης, κατά του οποίου (ανατοκισμού) βάλλουν οι ανακόπτοντες, είναι σύννομος. Δεν προέκυψε δε ότι η καθ’ής προέβαινε ανά διάστημα μικρότερο του εξαμήνου σε ανατοκισμό, οι δε ανακόπτοντες δεν επικαλούνται ορισμένως κάτι τέτοιο.

Επιπλέον, η επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες στην υπό στοιχείο β ανακοπή τους, οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα τα τελευταία έτη, που επηρέασε δυσμενώς και την οικονομική δραστηριότητα και κατάσταση της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας – πιστούχου αλλά και των λοιπών ανακοπτόντων -εγγυητών, οδήγησε δε και στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή, δεν αποτελεί βέβαια στοιχείο που μπορεί να καταστήσει άκυρες τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης,βπου επισπεύστηκε, βάσει της ως άνω διαταγής πληρωμής, ούτε δύναται να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της καθ’ής η ανακοπή να επιδιώξει την είσπραξη της  επίδικης απαίτησής της, με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα στην εν λόγω σύμβαση, σύμφωνα με ταόσα αναφέρθηκαν την υπό στοιχ. VIIIμείζονα σκέψη.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν κι έκανε δεκτές τις ανακοπές, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, (πρέπει), αφού συνεκδικασθούν οι ένδικες ανακοπές, να απορριφθούν συνολικά, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη (με την υπό στοιχείο α ανακοπή) διαταγή πληρωμής και οι προσβαλλόμενες (με την υπό στοιχείο β ανακοπή) πράξεις εκτέλεσης, που διενεργήθηκαν με βάση αυτήν. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ),καθώς επίσης, θα διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα, του παραβόλου της έφεσης, που έχει καταθέσει (κατ΄άρθρο 495 παρ. 3εδ.ε ΚΠολΔ).

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.

 Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 1940/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων.

 Κρατεί την υπόθεση και συνεκδικάζειτις:α) από 30-7-2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 ανακοπή και β) την από 2-12-2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 ανακοπή.

Απορρίπτει αυτές.

Επικυρώνει την υπ΄αρ……/2013 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και τις διενεργηθείσες, βάσει αυτής, πράξεις εκτέλεσης, που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.        

 Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

 Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του, κατατεθέντος από αυτήν, παραβόλου της έφεσης.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 31 Μαρτίου  2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   H  ΓPAMMATEAΣ