Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 270/2020

Αριθμός    270 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 11-1-2018(με αριθμ.κατάθ………./2018) έφεση  της εκκαλούσας, υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταιρείας, κατά της υττ` αριθμ. 4012/2017 οριστικής απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς, το οποίο δίκασε τη διαφορά των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία  των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 591 και 614 περ.6  ΚΠολΔ), για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 495, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠλοΔ) και να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ερήμην των εφεσιβλήτων, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε  και συζητήθηκε η υπόθεση στη σειρά της από το πινάκιο, όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες(άρθρ.524 παρ.4εδ.α΄ του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι  αντίγραφο της έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την εν λόγω δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον καθέναν απ’αυτούς (βλ.νόμιμα προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα με αριθμούς …. και …./20-6-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……..).

Με την από 7-9-2016 (αριθμ. κατάθ………../2016) αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση,  οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι, την 4-11-2015, η πρώτη εναγόμενη, οδηγώντας το αναφερόμενο αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγόμενη και ήδη, τεθείσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, ανώνυμη εταιρεία, προκάλεσε, από αποκλειστική της υπαιτιότητα, τη σύγκρουση του ανωτέρω αυτοκινήτου με την αναφερόμενη δίκυκλη μοτοσυκλέτα, που οδηγούσε ο πρώτος ενάγων, στην οποία επέβαινε ως συνεπιβάτης, η δεύτερη ενάγουσα σύζυγός του, κάτω από τις αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες. ΄Οτι εξαιτίας αυτού του ατυχήματος, η μοτοσυκλέτα του πρώτου ενάγοντος υπέστη εκτεταμένες υλικές ζημίες, για την αποκατάσταση των οποίων θα απαιτείτο να δαπανηθεί για τα αναφερόμενα ανταλλακτικά, ποσό συνολικού ύψους 294,90  και για εργασία επισκευής,  ποσό ύψους,60 ευρώ, και συνολικά, πλέον Φ.Π.Α.24%, για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών, το συνολικό ποσό των 369,30 ευρώ και  ότι, λόγω της  μείωσης της αξίας της μοτοσυκλέτας του, ο ίδιος ζημιώθηκε κατά το ποσό των 325 ευρώ. ΄Οτι συνεπεία της ως άνω σύγκρουσης, η δεύτερη ενάγουσα υπέστη τις περιγραφόμενες σωματικές  βλάβες και καταστράφηκαν τα γυαλιά μυωπίας, που φορούσε, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί κατά το ποσό των 380 ευρώ.΄Οτι αμφότεροι οι ενάγοντες, εκτός από υλικές ζημίες, υπέστησαν και ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, οι ενάγοντες ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν ως αποζημίωση και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης  να καταβάλει εις ολόκληρον ο καθένας α)στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.194,30 ευρώ  και στη δεύτερη ενάγουσα  αυτό των 30.380 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού κήρυξε ως απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, ως προς τους πρώτη και δεύτερο από τους εναγόμενους, στη συνέχεια, αφού έκρινε ως επαρκώς ορισμένη την αγωγή, στη συνέχεια την έκανε  εν μέρει δεκτή και αναγνώρισε ότι η τρίτη εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 649,30 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 5.280 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Κατά της απόφασης αυτής στρέφεται  η εν μέρει ηττηθείσα,  τρίτη εναγόμενη, με την κρινόμενη έφεση, με την οποία και για τους σ’αυτήν αναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητά να εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη απόφαση.

Κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής των εναγόντων και ήδη, εφεσιβλήτων κατά της εναγόμενης και ήδη, εκκαλούσας στον πρώτο βαθμό, στις 3-3-2017, η τελευταία δεν είχε τεθεί  σε ασφαλιστική εκκαθάριση, όπως δεν αμφισβητεί τούτο η ίδια, οπότε δεν τίθεται ζήτημα απαραδέκτου της αγωγής ή της συζήτησης αυτής, λόγω αναστολής των ατομικών διώξεων όπως αβάσιμα υποστηρίζει, με τις προτάσεις της, η εκκαλούσα. Σε ό,τι αφορά, όμως, το παραδεκτό της συζήτησης του ένδικου μέσου της υπό κρίση έφεσης και το εάν αυτή καταλαμβάνεται από την αναστολή των ατομικών διώξεων, ώστε να πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση αυτής κατ’ άρθρο 239 παρ.3 τελ. εδ. του ν. 4364/2016, δεδομένου ότι όταν ασκήθηκε η έφεση, στις 15-1-2018, η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία είχε ήδη τεθεί σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης από τις 15-5-2017, λεκτέα τα εξής: Υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 12α παρ.5 του ν.δ/τος 400/1970 γινόταν δεκτό ότι επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης από την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της εταιρίας εξαιρούνταν οι τρίτοι ζημιωθέντες σε τροχαίο ατύχημα που είχαν ευθέως εκ του νόμου δικαίωμα να στραφούν κατά αυτής, λόγω ασφάλισης από την τελευταία της αστικής ευθύνης του ζημιογόνου οχήματος κατά τον χρόνο του ατυχήματος, οπότε οι σχετικές δίκες διεξάγονταν κανονικά και κατά τον χρόνο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης [βλ. Αθανάσιο Κρητικό, Η θέση του Επικουρικού Κεφαλαίου έναντι του ασφαλιστή του ζημιογόνου αυτοκινήτου μετά το Ν. 4438/2016 (ΦΕΚ αρ.220 της 28-11-2016), ΕπιθΣυγκΔικ 2017, σελ. 7]. Τούτο, γιατί η σχετική διάταξη όριζε ότι «κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης». Όπως προκύπτει, δε, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.», ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από 1.1.2016 με το άρθρο 278 παρ. 7 του Ν. 4364/2016, «ασφάλισμα» είναι η παροχή σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβάλλεται όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι, η λεγόμενη «ασφαλιστική περίπτωση». Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι στην έννοια της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά την οποία καταβάλλεται το ασφάλισμα, εμπίπτει ο θάνατος, η συνταξιοδότηση, η ιατρική πάθηση σε ασφαλίσεις υγείας, η λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος του συμβολαίου, η αίτηση εξαγοράς συμβολαίου κ.λπ., σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του εκάστοτε συμβολαίου. Η απαίτηση για καταβολή ασφαλίσματος αφορά περιοριστικά στη γεννημένη απαίτηση ασφαλισμένου, ήτοι την απαίτηση για καταβολή της συμφωνημένης παροχής, που καλείται να καταβάλει η ασφαλιστική εταιρία, εφόσον φυσικά είναι σε λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν επέλθει οι συγκεκριμένες περιστάσεις, από τις οποίες έχει εξαρτηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή της παροχής αυτής. Επομένως, ο όρος «ασφάλισμα» δεν περιλαμβάνει και τις απαιτήσεις τρίτων ζημιωθέντων από τροχαίο ατύχημα κατά της ασφαλιστικής εταιρίας που ασφάλιζε κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα. Ήδη όμως με την κατάργηση του ν.δ/τος 400/1970 με το άρθρο 278 του ν. 4364/2016, η αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 12α παρ.5 του ν.δ/τος 400/1970 για την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας είναι αυτή του άρθρου 239 παρ.3 του ν. 4364/2016 που ορίζει ότι «κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης». Η αντικατάσταση του όρου «ασφάλισμα» από τον όρο «απαίτηση από ασφάλιση» δεν είναι άνευ σημασίας. Ο όρος «απαίτηση από ασφάλιση» έχει ευρύτερο περιεχόμενο από τον όρο «ασφάλισμα» και η έννοια του προκύπτει από το άρθρο 2α περ. λδ` του προϊσχύσαντος ν.δ. 400/1970. Ειδικότερα, κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξη «”Απαίτηση από ασφάλιση” για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρείται κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση λόγω μη κατάρτισης ή ακύρωσης ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η έννοια της «απαίτησης από ασφάλιση» είναι ευρύτερη από την έννοια του «ασφαλίσματος», καθόσον περιλαμβάνει όλα τα είδη των απαιτήσεων από ασφάλιση, είτε έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (οπότε γίνεται λόγος για απαίτηση ασφαλίσματος) είτε όχι. Επομένως, υπό το καθεστώς του νέου νόμου 4364/2016 για εκκαθαρίσεις που έλαβαν χώρα από 1.1.2016 και μετά, όταν μία ασφαλιστική εταιρία τίθεται υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και για όσο διάστημα διαρκεί αυτή, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις κατά της εταιρίας όλων όσων έχουν απαίτηση από ασφάλιση κατά αυτής, δηλαδή και των τρίτων ζημιωθέντων από τροχαίο ατύχημα, που έχουν ευθεία εκ του νόμου αξίωση κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, επειδή αυτή ασφάλιζε κατά τον χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα για την προς τρίτους αστική του ευθύνη (έτσι και ο Ιωάννης Γκέγκας στις παρατηρήσεις του στη ΜονΠρΛαμ 59/2017, Αρμ 2017, σελ. 1370 που αναφέρει ότι «η αναστολή ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους δανειστές…»). Η αναστολή των ατομικών διώξεων περιλαμβάνει και την άσκηση ενδίκων μέσων κατά οριστικών αποφάσεων για τις παραπάνω διαφορές, είτε από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, είτε από τον τρίτο ζημιωθέντα. Ειδικότερα ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης με απόφαση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής, ακολουθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην απόφαση, το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία, αντιθέτως με ό,τι συμβαίνει στην πτώχευση, συνιστά συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται, κατ’ άρθρο 235 του ν. 4364/2016 από την Εποπτική Αρχή (και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών), οδηγεί, δε, στη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης με σκοπό την ικανοποίηση, αποκλειστικά με τη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά της τελευταίας υφιστάμενων απαιτήσεών τους. Επί της εκκαθαρίσεως αυτής είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική, εφαρμογή εκείνων μόνον των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες δεν αντίκεινται στον επιδιωκόμενο με την ως άνω εκκαθάριση σκοπό. Μεταξύ των εφαρμοστέων διατάξεων περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, η οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη αναστολή, από την κήρυξη της πτωχεύσεως, όλων των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς εκπλήρωση ή ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεών τους (έναρξη, συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης, άσκηση, εκδίκαση ενδίκων μέσων κ.λπ.), όσες, δε, πράξεις ενεργηθούν κατά παράβαση της αναστολής αυτής είναι απολύτως άκυρες. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, θα πρέπει-αναφορικά με τα κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα- να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, επέρχονται ειδικότερα οι ακόλουθες έννομες συνέπειες: Η συζήτηση κάθε είδους, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού χαρακτήρα, αγωγών που ασκήθηκαν από πιστωτές της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται ως άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων επί αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατόπιν αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος από πιστωτές της εκκαθάρισης, απαγορεύεται. Η έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης αναστέλλονται ομοίως. Σε περίπτωση δε που, παρά την ανωτέρω απαγόρευση, ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους ένδικα βοηθήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει και αυτεπαγγέλτως να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση (βλ.ΑΠ1942/2017 με αναιρεσίβλητη τη νυν εκκαλούσα). Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθήσει ο τρίτος ζημιωθείς από τροχαίο ατύχημα για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του είναι αυτή της αναγγελίας και επαλήθευσης που προβλέπεται από το άρθρο 242 του ν. 4364/2016.

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ.230/2/15.5.2017 (ΦΕΚ Β΄1665/15/5/2017  απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της ΤτΕ ανακλήθηκε οριστικά η άδεια της εκκαλούσας ασφαλιστικής επιχείρησης και τέθηκε αυτή υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις των άρθρων 109, 110, 114, 226 και 235 ν. 4364/2016, ενώ με την υπ’ αριθμ. 231/2/15.5.2017(ΦΕΚ Β΄1689/16.5.2017) απόφαση της ίδιας Επιτροπής διορίσθηκε ασφαλιστικός εκκαθαριστής ο …………. (βλ. προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα ΦΕΚ). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης που άσκησε η εναγόμενη κατά της υπ’αριθμ.4012/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δικάσαντος με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών την από 7-9-2016 (αριθμ.έκθ.κατάθ………/2016) αγωγή, με αντικείμενο την αναγνώριση απαιτήσεων τρίτων ζημιωθέντων σε τροχαίο ατύχημα κατά της ασφαλιστικής εταιρίας που ασφάλιζε την αστική ευθύνη του ζημιογόνου οχήματος, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, όπως τούτο ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Προκαταβλητέο παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων δεν ορίζεται, διότι, ναι μεν με το προαναφερόμενο τακτικό ένδικο μέσο προσβάλλονται και μη οριστικές αποφάσεις, όπως η παρούσα, υπό την προϋπόθεση όμως της συνδρομής εννόμου συμφέροντος προς τούτο, το οποίο δεν υφίσταται εν προκειμένω (βλ. και ΕφΑθ 975/1983 ΕλλΔνη 24. 1014). Ας σημειωθεί, τέλος, ότι δεν διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας διάταξη περί επιβολής δικαστικών εξόδων, διότι η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση δεν είναι οριστική (ΑΠ 649/1996 ΕλλΔνη 39. 1555, ΕφΘεσ 203/1994 Αρμ. 1994. 1185, ΕφΑθ 10350/1984 ΕλλΔνη 26. 690).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με απόντες τους εφεσίβλητους, τους οποίους θεωρεί ωσεί παρόντες.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης κατά της υπ’αριθμ.4012/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  31 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ