Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 717/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως   717/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

      Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Δικαστηρίου και τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Ι. Σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή διαχρονικού δικαίου που διατυπώνεται στο άρθρο 24 παρ.1 του Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ., το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση. Επομένως, για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν την 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως, που προέβλεπε η διάταξη του  518 παρ 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο πρώτο, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (ΟλΑΠ 10/2018).

Η υπό κρίση από 20-12-2017 (……………….)  έφεση κατά της υπ΄αριθ. 5306/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία,  έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου,  και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της (31-12-2014) έως την κατάθεση της εφέσεως (21-12-2017) δεν παρήλθε τριετία, εφαρμοζομένου, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το ν. 4335/2015. Συνεπώς, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (αρθ.495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών,  με την από 27-12-2011 (αριθ.κατ. ………..) αγωγή του κατά του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου , ζήτησε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει ποσό 39.078,51 ευρώ ως αποζημίωσή του και ποσό 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις  και επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενος παράνομη και υπαίτια πράξη του εναγομένου συμβολαιογράφου κατά την άσκηση των καθηκόντων του άλλως αχρεώστητη καταβολή σε αυτόν του αναφερόμενου ποσού, κατά το οποίο ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος. Ο εναγόμενος άσκησε κατά του δεύτερου και τρίτου εφεσίβλητου την από 9-3-2012 (αριθ.κατ. …………) προσεπίκληση -παρεμπίπτουσα αγωγή και οι τελευταίοι άσκησαν υπέρ του εναγομένου τις από 3-6-2013 (αριθ.κατ………….) και από 12-11-2011 (αριθ.κατ. ……………) πρόσθετες παρεμβάσεις. Η εκκαλουμένη συνεκδίκασε τα ανωτέρω δικόγραφα και δεχόμενη τις πρόσθετες παρεμβάσεις απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, συμψήφισε  δε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων χωρίς να διαλάβει (ορθώς) διάταξη σχετικά με τις παρεμπίπτουσες αγωγές γιατί έκρινε (ορθώς) ότι παρέλκει η εξέτασή τους διότι ασκήθηκαν υπό την αίρεση ευδοκιμήσεως της κυρίας αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών, για κακή εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής του.

ΙΙΙ. Α. ΄Οπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 73 ΕισΝΚΠολΔ και 914, 297, 298 και 330 ΑΚ, με αγωγή κακοδικίας μπορεί να ζητηθεί αποζημίωση, μεταξύ άλλων, από συμβολαιογράφο, λόγω αντισυμβατικής ή παράνομης συμπεριφοράς κατά την άσκηση του λειτουργήματός του, εξαιτίας της οποίας προκαλείται ζημία στον εντολέα ή τρίτο, οφειλόμενη σε δόλο ή βαριά αμέλεια του εναγομένου συμβολαιογράφου. Επομένως, στοιχεία της αγωγής κακοδικίας κατά του ανωτέρω προσώπου είναι: 1) αντισυμβατική ή παράνομη συμπεριφορά κατά την άσκηση του λειτουργήματός του, 2) πρόκληση ζημίας στον εντολέα, αν πρόκειται για αντισυμβατική συμπεριφορά, ή και σε τρίτο πρόσωπο, αν πρόκειται για παράνομη συμπεριφορά και 3) δόλος ή βαριά αμέλεια. Για τον προσδιορισμό του στοιχείου του «παρανόμου», σκοπητέες είναι κυρίως οι διατάξεις που προβλέπουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του εν λόγω δημόσιου λειτουργού, και ειδικότερα οι διατάξεις των οργανικών νόμων της υπηρεσίας του. «Βαριά» είναι η αμέλεια, όταν η απόκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη προς τα αγαθά των άλλων. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 παρ. 2 Κώδικα Συμβολαιογράφων, ο συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός και κατά την άσκηση του λειτουργήματός του οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του ευσυνείδητα και αμερόληπτα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το άρθρο 73 παρ. 5 ΕισΝ ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας, πλην των άλλων, και κατά συμβολαιογράφου, όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη, που επικαλείται ο ενάγων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διατάξεως, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς για την άσκηση της αγωγής, με την οποία ζητείται η δικαστική προστασία. Τέτοιος περιορισμός είναι και η υποχρέωση για την άσκηση της πιο πάνω αγωγής κακοδικίας κατά συμβολαιογράφου μέσα σε σύντομη αποσβεστική προθεσμία και δικαιολογείται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος, ενόψει της ιδιότητας των συμβολαιογράφων, ως άμισθων δημόσιων λειτουργών (άρθρο 1 του Κώδικα Συμβολαιογράφων), προκειμένου αυτοί να ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Έτσι, οι περιορισμοί στην άσκηση της αγωγής και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους πρέπει να αποβλέπουν στο να καταστήσουν προσεκτικό τον ενάγοντα και να περιφρουρήσουν το γενικότερο συμφέρον, που επιβάλλει ασφαλή και ταχεία εκκαθάριση τέτοιων δικών, αλλά να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο που να καταλύουν το δικαίωμα σε παροχή έννομης προστασίας, το οποίο καθιερώνει η πιο πάνω συνταγματική διάταξη. Καθίσταται, όμως, υπέρμετρος περιορισμός η πιο πάνω εξάμηνη προθεσμία, για την άσκηση της αγωγής κακοδικίας,  στο σημείο που τοποθετεί την έναρξή της στο χρόνο της ζημιογόνου συμπεριφοράς του συμβολαιογράφου και όχι στο χρόνο γνώσεως από τον παθόντα, με αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος, πολύ πριν λάβει γνώση ο παθών που ζημιώθηκε. Ο περιορισμός αυτός, καθόσον συναρτάται με το χρόνο της ζημιογόνου συμπεριφοράς, δεν είναι αναγκαίος ούτε πρόσφορος για την απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, τις κρατούσες αντιλήψεις και την ιδιαίτερη φύση του προστατευόμενου ουσιαστικού δικαιώματος.  Στις παραγράφους 2 και 3 της ίδιας διατάξεως (73 ΕισΝΚΠολΔ), ορίζεται ακόμη ότι (παρ. 2) η αγωγή, που συντάσσεται σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 εδαφ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει α) να περιέχει όλους τους λόγους στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή κακοδικίας και β) να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα αποδεικτικά μέσα, που ο ενάγων επικαλείται για να αποδείξει τους λόγους, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα και (παρ 3)  στην αγωγή επισυνάπτονται α) τα αποδεικτικά έγγραφα που ο ενάγων επικαλείται για να υποστηρίξει τους λόγους της αγωγής, σε πρωτότυπα ή επικυρωμένα αντίγραφα και β) ειδικό πληρεξούσιο στο δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, αλλιώς είναι απαράδεκτη. Η διάταξη αυτή, ορίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις για την έγκυρη και παραδεκτή έγερση της αγωγής κακοδικίας, την υποβάλλει σε ρύθμιση διαφορετική από εκείνη, στην οποία υποβάλλεται η αγωγή αποζημιώσεως κατά του εντολοδόχου κατ` άρθρο 714 ΑΚ και κατά του ενδοσυμβατικώς εν γένει, βάσει των άρθρων 330, 335 επ, 343 επ. 382 επ. ΑΚ ή εξωσυμβατικώς, βάσει του άρθρου 914 ΑΚ, ευθυνόμενου. Αυτή δε η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, διότι δικαιολογείται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, ενόψει της ιδιότητας των συμβολαιογράφων ως άμισθων δημοσίων λειτουργών προκειμένου αυτοί να ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, πράγμα που θα ήταν ανέφικτο αν η δικαστική καταδίωξη των συμβολαιογράφων δεν περιοριζόταν στα αναγκαία πλαίσια, τόσο από την άποψη του βαθμού της υπαιτιότητας, όσο και από την άποψη των δικονομικών προϋποθέσεων ασκήσεως της αγωγής, η θέσπιση των οποίων, επομένως δεν συνιστά προνομιακή μεταχείριση αυτών. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή κακοδικίας, κατά το άρθρο 73 ΕισΚΠολΔ αποτελεί το μοναδικό βοήθημα, με το οποίο μπορεί να ζητηθεί η αστική ευθύνη του συμβολαιογράφου. Αντιθέτως, δεν είναι δυνατή ούτε η αξίωση αποζημιώσεως με βάση τις διατάξεις της συμβατικής (ΑΚ 713, 330, 335 επ, 343 επ. 382 επ.) ή της αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΚ 914,932) ούτε η επίκληση του άρθρου 8 ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών από πράξεις ή παραλείψεις προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες (Ολ.ΑΠ 18/1999, 20/2000, ΑΠ 1057/2009, ΑΠ 1463/2012 –  “Νόμος” ,  ΑΠ 1911/2013 , ΧΡΙΔ 2014/614 και ΤΝΠ “Νόμος”). Τέλος, στις ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 73 ΕισΚΠολΔ, υπόκειται τόσο η αποζημιωτική αγωγή, λόγω των πράξεων ή παραλείψεων του συμβολαιογράφου που συνιστούν την κακοδικία, όσο και η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση κατ` αυτού, που συνδέεται με τις ως άνω πράξεις ή παραλείψεις (ΟλΑΠ 18/1999 ΕλλΔνη 1999.1290, ΟλΑΠ 20/2000, ΑΠ 1057/2009, ΑΠ 876/2009, ΑΠ 1744/2008, ΑΠ 829/2008, “Νόμος”, ΑΠ 1627/2007 Δίκη 2008.287).

Β.  Κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επηκολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση, για την έγερση αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή επί ζημία του, είναι ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μία από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες, στην ανωτέρω διάταξη, μορφές ελλείψεως της νομιμότητάς της. Στην περίπτωση μη νομίμου αιτίας, εκείνος που έκανε την παροχή για την αιτία αυτή δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από τον λήπτη, με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφ` όσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία, ήτοι: α) την περιουσιακή μετακίνηση από την μία περιουσία στην άλλη, β) την συγκεκριμένη αιτία της μετακινήσεως αυτής και γ) την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά την διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 93/2014- “Νόμος”). Ως αχρεώστητη παροχή νοείται η περίπτωση πλουτισμού του λήπτη που επέρχεται χωρίς την παροχή ανταλλάγματος από αυτόν (λήπτη) και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση και γενικότερα βούληση του ζημιωθέντος, δικαιολογούσα τον πλουτισμό ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Πρόκειται για παροχή που καταβάλλεται είτε σε εκπλήρωση ανύπαρκτης, κατά το χρόνο καταβολής, παροχής είτε μεταγενέστερα αποσβεσθείσας.  Ακόμη, κατά την έννοια της άνω διατάξεως βασική προϋπόθεση της απαιτήσεως από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι η ύπαρξη άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας άλλου, δηλαδή, για να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγομένου (ΑΠ 432/2013, ΑΠ 68/2016, ΑΠ 170/2016  – “Νόμος”).  Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ. προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής, ουσιαστικά, φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από την σύμβαση ή από την αδικοπραξία (Ολ. Α.Π. 22/2003, Α.Π. 1468/2010, Α.Π. 16/2008 κ. α).  Αν η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα κατ’ άρθρο 219 ΚΠολΔ, υπό την αίρεση, δηλαδή, της απορρίψεως της κύριας βάσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, αν μεν η κύρια βάση στηρίζεται στη σύμβαση, πρέπει να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, αν δε η κύρια βάση στηρίζεται στην αδικοπραξία, τότε πρέπει να αναφέρεται μόνον η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία (ΑΠ 28/2010, ΑΠ 16/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011/1156, Αρμ 2012/948, ΕπισκΕμπΔ 2012/691, ΕφΛαρ  263/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012/654,  ΑΠ 2122/2014 – “Νόμος”).

Γ. Επειδή κατά μεν τις διατάξεις του άρθρου 5 §§ 1 και 4 του ν.δ. 4419/1964 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων του ν. 1880/1951 “περί φορολογίας των πλοίων”  “Πάσα  σύμβασις,  ο  εκτελωνισμός  και  λοιπαί  πράξεις   και     διατυπώσεις απαιτούμεναι δια την υπαγωγήν υπό Ελληνικήν σημαίαν πλοίου και  την  νηολόγηισν  αυτού,  η  παροχή  δικαιώματος εγγραφής ναυτικής υποθήκης, η εγγραφή υποθήκης και εξάλειψις αυτής, η σύνταξις  δανειακής συμβάσεως  ασφαλιζομένης  δι` υποθήκης επί πλοίων, η τυχόν εισφορά του  πλοίου εις Ανώνυμον Ελληνικήν Εταιρείαν και εν  γένει  η  ίδρυσις  της      Εταιρείας  ταύτης,  αι  εκδιδόμεναι  υπ`  αυτής μετοχαί, η αύξησις του      κεφαλαίου  της  και  η  τυχόν  παράτασις  του  χρόνου  διαρκείας   της      Εταιρείας, απαλλάσσονται, καθ` όλην την διάρκειαν παραμονής του πλοίου  υπό  Ελληνικήν  σημαίαν,  των  τελών  χαρτοσήμου,  παντός  εκτάκτου ή προσθέτου συναφούς φόρου και οιασδήποτε εν γένει εισφοράς, δικαιώματος και κρατήσεως υπέρ τρίτων ως και δικαιωμάτων των  συμβολαιογράφων  επί    τη συντάξει συμβολαίων” (παρ. 1). “ Η αληθής έννοια του άρθρου 3 του ν.δ. 4094/1960 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών του ν. 1880/1951, ως ούτος ετροποποιήθη δια του ν.δ. 3415/1955 ως και του άρθρου 13 του Κωδικός χαρτοσήμου είναι ότι η δι` αυτού προβλεπομένη απαλλαγή εκ των τελών χαρτοσήμου ως και παντός εκτάκτου ή προσθέτου συναφούς φόρου και οιασδήποτε εν γένει εισφοράς δικαιώματος και κρατήσεως υπέρ τρίτων ως και δικαιωμάτων επί τη συντάξει συμβολαίων είναι αντικειμενική” (παρ. 4), υπό την έννοια δηλαδή ότι η προκείμενη φορολογική απαλλαγή αφορά το πλοίο και όχι τους πλοιοκτήτες ή τους μετ’ αυτών συναλλασσομένους (Γνωμοδότηση ΝΣΚ με αριθμό 819/23-7-1069). Η ανωτέρω απαρρίθμηση των δικαιοπραξιών είναι περιοριστική, μη συγχωρουμένης, ως εκ του φορολογικού της χαρακτήρος, της επεκτάσεως των δι’ αυτής θεσπιζόμενων απαλλαγών και σε άλλες περιπτώσεων με διασταλτική ερμηνεία ή ανάλογη εφαρμογή (ΟλομΑΠ 38/1981, 706/1974, ΑΠ 1637/1983  ΝΟΒ/1984 (1373) 68 και “Νόμος”), όπως είναι οι περιπτώσεις που παράλληλα με  δανειακή σύμβαση ασφαλιζόμενη με υποθήκη επί πλοίου παρέχεται από τα μέλη της εταιρείας που δανειοδοτήθηκε (ή άλλα πρόσωπα) προσωπική εγγύηση  προς τη δανείστρια Τράπεζα. Η πρόσθετη δηλαδή αυτή σύμβαση της προσωπικής εγγυήσεως δεν απολαμβάνει τις παραπάνω απαλλαγές, όπως και η παρεχόμενη εξασφάλιση της εγγυήσεως με παραχώρηση υποθήκης επί ακινήτου και όχι πλοίου (βλ. ΕφΑθ 8872/1989, ΜΠΑ 1158/1987 προσκομιζόμενες, με εκεί αναφορές στη νομολογία, αντιθ. Σ.τ.Ε. 52/1989 Β` Τμ. – “Νόμος”, η οποία, πάντως, αναφέρεται σε κύρια και παρεπόμενη σύμβαση και όχι σε εγγραφή υποθήκης δυνάμει εκτελεστού τίτλου). Σε κάθε περίπτωση, η προαναφερόμενη νομοθετική ρύθμιση (“… η παροχή δικαιώματος εγγραφής ναυτικής υποθήκης, η εγγραφή υποθήκης και εξάλειψις αυτής…”) , πρόδηλον είναι ότι αφορά μόνο συμβάσεις και δικαιοπραξίες και όχι την εγγραφή ναυτικής υποθήκης ή προσημειώσεως επί πλοίου  ή ακινήτου δυνάμει εκτελεστού τίτλου.

  1. Στην προκειμένη περίπτωση, με την ως άνω κριθείσα αγωγή, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι δυνάμει των αναφερομένων στην αγωγή συμβάσεων δανείου που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», ως δανειοδότριας αφενός και αφετέρου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….”, ως πιστούχου, καθώς και του ιδίου και του …………, ως εγγυητών, συμφωνήθηκε η χορήγηση δύο (2) ναυτικών δανείων, ποσού 600.000 δολλαρίων ΗΠΑ και 500.000 δολλαρίων ΗΠΑ, αντίστοιχα, με αποκλειστικό σκοπό την απόπλευση του υπό ελληνική σημαία πλοίου «Ε», πλοιοκτησίας της πιστούχου, από το λιμάνι Σάντος της Βραζιλίας και ότι προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της Τράπεζας από τις δύο αυτές συμβάσεις, η ανωτέρω πιστούχος εταιρεία παραχώρησε και συνέστησε υπέρ της Τράπεζας και σε βάρος του ανωτέρω υπό ελληνική σημαία πλοίου, μία προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, ύψους 780.000 δολλαρίων ΗΠΑ και μία προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, ύψους 650.000 δολλαρίων ΗΠΑ, δυνάμει των αναφερομένων στην αγωγή συμβολαιογραφικών πράξεων του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μιχαήλ Α. Λεβέντη, οι οποίες καταχωρίσθηκαν νομίμως στα βιβλία του αρμόδιου νηολογίου κατά τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Ότι ακολούθως η ενυπόθηκος δανείστρια Τράπεζα ενέγραψε στα οικεία βιβλία Υποθηκών των Υποθηκοφυλακείων Αμαρουσίου και Νέας Ερυθραίας Αττικής, τα κάτωθι αναφερόμενα δικαιώματα εμπράγματης ασφάλειας, δυνάμει των υπ’ αριθ. ………. απογράφων πρώτων  εκτελεστών των υπ’αριθ. 2019/22.11.1982 και 2020/22.11.2982 Διαταγών Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιστοίχως, ήτοι σε βάρος ενός οικοπέδου αποκλειστικής ιδιοκτησίας του ενάγοντος, εκτάσεως 1.240 τ.μ. περίπου, μετά του επ’ αυτού ανεγερθέντος πεπαλαιωμένου και ερειπωμένου κτίσματος, επιφανείας 25 τ.μ. περίπου, κείμενου στον εξοχικό Συνοικισμό των Αθηνών υπό την ονομασία «………», της περιφέρειας της Κοινότητας ………, τέως του Δήμου Μαραθώνος και επί της οδού ……… (πρώην ……..) αρ. ……. (πρώην ……..), (1) μία προσημείωση υποθήκης ύψους δραχμών σαράντα εκατομμυρίων (40.000.000), άλλως δολλαρίων Η.Π.Α. εξακοσίων χιλιάδων ($600.000,00), η οποία έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου Αττικής, στις 24.11.1982, στον τόμο ……., φύλλο ………., σελίδα ……… και με αύξοντα αριθμό …., δυνάμει της προμνησθείσας υπ’ αριθμ. 2019/1982 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ετράπη ολικώς σε υποθήκη στις 8.12.2003. (2) Μία προσημείωση υποθήκης ύψους δραχμών τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000), άλλως δολλαρίων Η.Π.Α. τετρακοσίων πενήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τεσσάρων ($458.424,00), η οποία έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου Αττικής, στις 24.11.1982, στον τόμο …., φύλλο ……., σελίδα ……. και υπ’ αύξοντα αριθμό …….., δυνάμει της προμνησθείσας υπ’ αριθμ. 2020/1982 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ετράπη ολικώς σε υποθήκη στις 8.12.2003. (3) Μία προσημείωση υποθήκης ύψους δραχμών πενήντα εννέα εκατομμυρίων οκτακοσίων τριάντα τριών χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα πέντε (59.833.375), άλλως ευρώ εκατόν εβδομήντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα τριών και 18/100 (€ 175.593,18), η οποία έχει νομίμως μεταγραφεί στα  βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου Αττικής, στις 29.5.1991, στον τόμο ….., φύλλο ……, σελίδα …… και υπ’ αύξοντα αριθμό …., δυνάμει της προμνησθείσας υπ’ αριθμ. 2020/1982 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ετράπη ολικώς σε υποθήκη στις 8.12.2003. (4) Μία Προσημείωση υποθήκης ύψους δολλαρίων Η.Π.Α. πεντακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ($ 525.000,00), η οποία έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Νέας Ερυθραίας Αττικής, στις 18.10.2002, στον τόμο ……., φύλλο ……. και υπ’ αύξοντα αριθμό …….., δυνάμει της προμνησθείσας υπ’ αριθμ. 2020/1982 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ετράπη ολικώς σε υποθήκη στις 4.12.2003. (5) Μία Προσημείωση υποθήκης ύψους δολλαρίων Η.Π.Α. πεντακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ($ 525.000,00), η οποία έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Νέας Ερυθραίας Αττικής, στις 18.10.2002, στον τόμο ….., φύλλο ……. και υπ’ αύξοντα αριθμό ……, δυνάμει της προμνησθείσας υπ’ αριθμ. 2019/1982 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ετράπη ολικώς σε υποθήκη στις 4.12.2003. (6) Μία Υποθήκη ύψους ευρώ πεντακοσίων χιλιάδων (€ 500.000,00), η οποία έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Νέας Ερυθραίας Αττικής, στις 2.3.2004, στον τόμο….., φύλλο …… και υπ’ αύξοντα αριθμό ……, δυνάμει της προμνησθείσας υπ’ αριθμ. 2020/1982 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι ακολούθως, την 28.6.2006, κατά τη σύνταξη της ………. συμβολαιογραφικής πράξεως εξαλείψεως υποθηκών, ενώπιον του εναγομένου Συμβολαιογράφου, δυνάμει της οποίας επήλθε πλήρης και ολοσχερής εξάλειψη των ανωτέρω εμπράγματων βαρών επί του ακινήτου του ενάγοντος, ο εναγόμενος αξίωσε από τον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 69.671,93 ευρώ, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του (εναγομένου) αφορούσε συμβολαιογραφικά και λοιπά δικαιώματα και τέλη, ποσό το οποίο κατέβαλε ο ενάγων σε αυτόν τοις μετρητοίς, ενώ περιελήφθη στο σχετικό συμβόλαιο η σημείωση (επέχουσα θέση και ισχύ νομίμου αποδείξεως) ότι «τα τέλη και δικαιώματα με τρία (3) αντίγραφα είναι ευρώ 69.671,93». Ότι η ως άνω περιγραφόμενη συμπεριφορά του εναγομένου είναι παράνομη, καθόσον ο τελευταίος, εκμεταλλευόμενος την εύλογη και απολύτως δικαιολογημένη από τις περιστάσεις απειρία του ενάγοντος, παρέλειψε σκοπίμως, παρότι έφερε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση, να τον διαφωτίσει ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο της δημοσίας τάξεως διατάξεως του αρθρ. 5 παρ.1 του Ν.Δ. 4419/1964, σύμφωνα με την οποίαν απαλλάσσεται από τα τέλη χαρτοσήμου, οποιαδήποτε εν γένει εισφορά, δικαίωμα και κράτηση υπέρ τρίτων όπως και από τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων για τη σύνταξη συμβολαίων, κάθε σύμβαση, ο εκτελωνισμός και λοιπαί πράξεις και διατυπώσεις απαιτούμεναι δια την υπαγωγή υπό Ελληνική σημαίαν πλοίου και την νηολόγησιν αυτού, η παροχή δικαιώματος εγγραφής ναυτικής υποθήκης, η εγγραφή υποθήκης και η εξάλειψη αυτής, ήτοι κάθε παρεπόμενη εξασφαλιστική της κύριας ναυτικής δανειακής συμβάσεως πράξη, όπως εν προκειμένω η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης και υποθήκης επί ακινήτου, με σκοπό την πρόσθετη εξασφάλιση κύριας απαιτήσεως ναυτικού δανείου ήδη ασφαλισθείσας με εγγραφή ναυτικής υποθήκης, όπως και κάθε πράξη εξαλείψεως αυτών. Ότι εξαιτίας της ως άνω υπαίτιας (καθόσον αυτός παρασιώπησε την ύπαρξη της ανωτέρω απαλλακτικής αναγκαστικού δικαίου διατάξεως και δημιούργησε στον ενάγοντα την πεπλανημένη εντύπωση ότι υποχρεούται αυτός να αποδώσει συμβολαιογραφικά δικαιώματα, πόρους και λοιπά πάσης φύσεως δικαιώματα και τέλη, καίτοι γνώριζε πολύ καλά ότι ουδεμία προς τούτο νομική υποχρέωση υφίστατο) και παράνομης πράξεως του εναγομένου, ζημιώθηκε η περιουσία του ενάγοντος κατά το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό, που αυτός υποχρεώθηκε να καταβάλει για τις ως άνω αιτίες. ‘Οτι μέρος του ως άνω ποσού των 69.671,93 ευρώ, ύψους 30.593,42 ευρώ, το οποίο είχε αποδοθεί από τον εναγόμενο υπέρ του τότε Ταμείου Νομικών και νυν Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητων Απασχολουμένων, ως αντιστοιχούν σε ποσοστό 1,3% επί της αναγραφόμενης στο εν λόγω συμβόλαιο (……..) αξίας, αποδόθηκε σε αυτόν (ενάγοντα) δυνάμει της ……… αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, ως παρανόμως και αχρεωστήτως καταβληθέν, διότι εκρίθη ότι η παροχή δικαιώματος εγγραφής υποθήκης επί ακινήτου προς πρόσθετη εξασφάλιση ναυτικής δανειακής συμβάσεως, η οποία έχει ήδη ασφαλισθεί δι’ εγγραφής ναυτικής υποθήκης, απαλλάσσεται πάσης φύσεως τέλους, φόρου ή ετέρας τινός εισφοράς, δικαιώματος ή κρατήσεως υπέρ τρίτων όπως και των δικαιωμάτων των Συμβολαιογράφων, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του Ν.Δ. 4419/1964. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει α) τη διαφορά, ήτοι ποσό (69.671,93 – 30.593,42 =) 39.078,51 ευρώ, που αντιστοιχεί στη ζημία που αυτός υπέστη από την προαναφερόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της συντάξεως της υπ’ αριθμ. .… συμβολαιογραφικής πράξεως, άλλως από τη επίδοση της αγωγής, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του ποσού αυτού, καθώς και β) ποσό 20.000 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι του προκάλεσε η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, λόγω της τεράστιας στενοχώριας και ταλαιπωρίας που υπέστη εκ της αδυναμίας του να ανταπεξέλθει σε βασικές οικονομικές του ανάγκες αλλά και της προσβολής της φήμης, της πίστης και του κύρους του ως επαγγελματία, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή. Επικουρικά, σε περίπτωση που ήθελε απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής, ο ενάγων αιτείται το ανωτέρω ποσό των 39.078,51 Ευρώ, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού επικαλούμενος ότι αυτό αντιστοιχεί στην ωφέλεια του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, χωρίς νόμιμη αιτία, ως καταβληθέν στον εναγόμενο έναντι συμβολαιογραφικών δικαιωμάτων, πόρων και λοιπών πάσης φύσεως δικαιωμάτων και τελών, αχρεωστήτως, χωρίς να υφίσταται νομική προς τούτο υποχρέωση, κατά τα ανωτέρω ειδικότερον αναφερόμενα.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, πρόδηλον είναι ότι η αγωγή έχει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα υπό στοιχείο ΙΙΙ Α, χαρακτήρα αγωγής κακοδικίας σε βάρος συμβολαιογράφου κατ’ άρθρο 73 ΕισΚΠολΔ, η οποία, όπως αναλυτικώς προαναφέρθηκε, αποτελεί το μοναδικό βοήθημα, με το οποίο μπορεί να ζητηθεί η αστική ευθύνη του συμβολαιογράφου, ανεξαρτήτως του εάν τα επικαλούμενα από τον εντολέα του συμβολαιογράφου πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν αδικοπραξία ή αξίωση από τη σύμβαση της εντολής, ή από το άρθρο 8 Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών από πράξεις ή παραλείψεις προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες» ή από τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων αντίθετων υποστηρίζει ο εκκαλών με τον πρώτο και εν μέρει με τον δεύτερο λόγους εφέσεως. Ωστόσο, ενόψει του ότι η αγωγή κακοδικίας υπόκειται στις ειδικές προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη του άρθρου 73 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αυτές αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω υπό στοιχείο  ΙΙΙ Α, στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν τηρηθεί αυτές, ήτοι δεν αναγράφονται στην αγωγή με ακρίβεια τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται ο ενάγων για να αποδείξει τους λόγους της από αυτόν επικαλούμενης κακοδικίας, με αποτέλεσμα να επέρχεται ακυρότητα της αγωγής, κατά ρητή επιταγή του ανωτέρω άρθου, ούτε επισυνάπτονται σε αυτή τα αποδεικτικά έγγραφα που επικαλείται ο ενάγων για να υποστηρίξει τους λόγους της αγωγής αλλά ούτε και ειδικό πληρεξούσιο στο δικηγόρο που την υπογράφει, με αποτέλεσμα η αγωγή να  είναι απαράδεκτη (αρθ 73 παρ. 3 εδ. β΄ ΕισΝΚΠολΔ) ενώ, τέλος, η αγωγή ως αγωγή κακοκιδίας είναι απαράδεκτη και για το λόγο ότι δεν έχει ασκηθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από τότε που κατέστη γνωστή στον ενάγοντα η ζημία από τις προαναφερόμενες πράξεις ή παραλείψεις του εναγομένου, γεγονός που, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έλαβε χώρα το αργότερο στις 17-12-2010, όταν ελήφθη η υπ’ αριθ. …… απόφαση του ΔΣ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων, με την οποία αποδόθηκε στον ενάγοντα ως αχρεωστήτως καταβληθέν το μερικότερο ποσό των 30.593,42 ευρώ, έκτοτε δε μέχρι την άσκηση της αγωγής (30-12-2011-βλ. την …….. έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………), παρήλθε ο χρόνος της, λαμβανομένης αυτεπαγγέλτως υπόψη (αρθ.279, 280 ΑΚ),  εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας που θέτει το άρθρο 73 παρ. 5 ΕισΝΚΠολΔ προς άσκηση της αγωγής κακοκιδίας. Λεκτέον ότι ακόμα κι αν η αγωγή ήταν έγκυρη και παραδεκτή, αυτή θα ήταν απορριπτέα ως μη νόμιμη καθόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ Γ, η απαλλαγή , μεταξύ άλλων, της παροχής  δικαιώματος εγγραφής ναυτικής υποθήκης, της εγγραφής υποθήκης και της εξαλείψεως αυτής από τα  τέλη  χαρτοσήμου,  από κάθε  έκτακτο ή πρόσθετο συναφή φόρο και από οποιαδήπτε εν γένει εισφορά, δικαίωμα και κράτηση υπέρ τρίτων ως και από τα δικαιώματα των  συμβολαιογράφων  για τη σύνταξη των σχετικών συμβολαίων περί εγγραφής, που προβλέπεται από τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις, δεν αφορά, τις παρεπομένες της κύριας συμβάσεις (όπως είναι η σύμβαση εγγυήσεως σε σχέση με τη δανειακή σύμβαση) και πάντως σε καμία περίπτωση δεν αφορά (η απαλλαγή) την εγγραφή (επομένως και την εξάλειψη) προσημειώσεων και υποθηκών, που έγιναν επί ακινήτου του εγγυητή ναυτικού δανείου όχι κατόπιν παραχωρήσεως του σχετικού δικαιώματος αλλά δυνάμει εκτελεστού τίτλου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που οι ένδικες προσημειώσεις και υποθήκες ενεγράφησαν επί ακινήτου δυνάμει εκτελεστών απογράφων των αναφερόμενων στην αγωγή Διαταγών Πληρωμής, απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων αντίθετων υποστηρίζει ο εκκαλών με τον τρίτο λόγο εφέσεως. Ο δε τέταρτος και πέμπτος λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι οι ως άνω συνεκδικασθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις έπρεπε να απορριφθούν ελλείψει εννόμου συμφέροντος, είναι αλυσιτελείς και παρέλει η εξέτασή τους διότι τυχόν αποδοχή τους  ως βάσιμων δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Ενόψει των προηγουμένων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς μεν κατ’ αποτέλεσμα απέρριψε την αγωγή, η αιτιολογία του όμως είναι εσφαλμένη. Το σφάλμα αυτό επιδρά στην έκταση του δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση και επομένως δεν αρκεί η αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως με την ορθή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 534 ΚΠολΔ, γιατί η ορθή αιτιολογία οδηγεί σε διάφορο κατά το αποτέλεσμα διατακτικό, αφού η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης ισοδυναμεί με κατ’ ουσίαν απόρριψη, ενώ η απόρριψή της ως απαράδεκτης γίνεται για τυπικούς λόγους (ΑΠ 1190/1974 ΝοΒ 1975.729, Εφ.Πειρ. 1289/1987 Ελλ.Δνη 29.745, Εφ.ΑΘ.1933/1992 Δ.23.902, ΕφΑθ 3169/2012- “Νόμος”). Επομένως, πρέπει για τον ανωτέρω λόγο να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά μερική αποδοχή του δεύτερου λόγου εφέσεως με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών ότι κακώς απερρίφθη η αγωγή του ως μη νόμιμη τόσο ως προς την κυρία εκ των άρθρων 914, 932  ΑΚ βάση της όσο και ως προς την επικουρική εκ των άρθων 904επ ΑΚ βάση της. Ακολούθως, αφού διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη, χωρίς να διαληφθεί διάταξη για τις πρόσθετες παρεμβάσεις αφού με αυτές δεν εισάγεται  αυτοτελές δικαίωμα προς διάγνωση, συμψηφιζομένης μεταξύ των διαδίκων της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας γιατί οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου ήταν δυσερμήνευτοι (179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά  και κατ΄ουσίαν την έφεση.

  • Διατάζει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου.
  • Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 5306/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
  • Κρατεί και συνεκδικάζει την από 27-12-2011 (αριθ.κατ. ………) αγωγή και τις από 3-6-2013 (αριθ.κατ……….) και από 12-11-2011 (αριθ.κατ. ……….) πρόσθετες παρεμβάσεις.

-Απορρίπτει την αγωγή.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια, στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 29 Νοεμβρίου 2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ