Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 280/2020

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν:

Ποιούς καταλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών». Προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν καταχρηστικοί και συνεπώς άκυροι οι Γ.Ο.Σ. Καθορισμός επιτοκίων από την πιστοδότρια τράπεζα. Νόμιμος ανατοκισμός, ανά εξάμηνο, των τόκων, μετά το οριστικό κλείσιμο του επίμαχου αλληλόχρεου λογαριασμού από αυτήν. Εάν, δεν προκύπτει αναγνώριση του καταλοίπου κλεισθέντος αληλλόχρεου λογαριασμού, τότε ο δανειστής οφείλει να αποδείξει τα κατ’ ίδιαν κονδύλια χρεωπιστώσεων από την αντιπαραβολή των οποίων προκύπτει το αιτούμενο κατάλοιπο. Η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση. Μη νόμιμος ο υπολογισμός τόκων με βάση το έτος 360 ημερών, ο οποίος, όμως, οδηγεί σε μερική ακυρότητα, ως προς το ποσό που επιβαρύνθηκαν οι πιστούχοι με βάση αυτόν τον υπολογισμό. Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυ­ρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδία κονδύλια του λογαριασμού που προσβάλλονται, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της ορθότητάς του.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    280 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 4619/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. 623-636 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από την δημοσίευση αυτής μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της διετίας.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ).΄Εχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 του Ν. 3587/2007, οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου παραπάνω άρθρου, αναφέρονται ενδεικτικά, περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου από τον νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 763/2017, ΑΠ 1226/2015, ΑΠ 1996/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπό την έννοια των παραπάνω διατάξεων, oι οποίες, ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ, αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σ`αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας και καταχρηστικότητας των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση, όμως, της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής, χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέρoντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης (Ολ.ΑΠ 6/2006 ΔΕΕ 2006.665, AΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460). Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση, ήτοι ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργησή του (όρου) για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν καταχρηστικότητα ΓΟΣ, πρέπει, με βάση τα παραπάνω, αρχικά να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη, ως απόκλι­ση από τη συνηθισμένη ρύθμιση, και στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύ­ρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται, σε πρώτη φάση, αν αντίκειται σε απαγο­ρευτική ρήτρα, που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει «per se» καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ πε­ριέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1987/2006). Οι ΓΟΣ, επίσης, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010.943, ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460, Εφ.Θεσ. 459/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994, όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 3587/2007: «α) Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρό­σωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυ­σικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαί­σιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του». Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέ­χεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ’ αριθ. 1961/1991 νόμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β’ της Οδηγίας «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991: «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλ­λαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». Ειδικότερα, καταναλω­τής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 733/2011 ΕΕμπΑ 2011.819, ΑΠ 1738/2009 ΕλλΔνη 2011.750, ΑΠ,16/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 989/2004 ΕΕμπΔ 56.517). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεσή του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του κα­ταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγ­γελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυ­τής, που ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθή­κη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή», επιτρέπει στον εθνι­κό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σε αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ προσώ­πων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας. Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του κατανα­λωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να δια­τυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθε­τικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του, ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 δεν συ­νάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της πε­ραιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλ­λαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προ­στασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλ­λά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών (ΑΠ 1343/2012, ΑΠ 733/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκρι­μένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής έν­στασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλ­λειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης. Ενόψει των εκτεθέντων ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέ­κτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 (Ολ.ΑΠ 13/2015 ΧρΙΔ 2015.675). Τέλος, η ακυρότητα ενός ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβα­σης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρού­σαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιά­σπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο κα­ταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάτα­ξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚέχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτο­τελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα, του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ι­σχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτε­λούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βού­λησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλόμενων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 ΧρΙΔ 2014.680, Εφ.Θρακ. 21/2017, Εφ.Λαρ. 17/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Με την υπ΄αρ. 2286/1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στην οποία, με τους ορισμούς του Ν. 1266/1982, περιήλθαν οι αρμοδιότητες της καταργηθείσης Νομισματικής Επιτροπής, ασκούμενες δια πράξεων του Διοικη­τή της ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από αυτόν, ορίστηκε ότι το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της τραπεζικής χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων, που εκάστοτε ισχύουν, και μπορούν, συνεπώς, να είναι υπέρτερα των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε και δι­ευκρινίσθηκε με την υπ΄αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζι­κών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος (ΦΕΚ Α` 152/9-8-2004), επιτροπής η οποία συστήθηκε με απόφαση του Διοικητή της και οι αποφάσεις της οποίας έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δι­καίου, κατά την οποία, ειδικότερα, αφού ελήφθησαν υπ’ όψη, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊ­κού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, αλλά και το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων, εκάστη των οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετι­κά κριτήρια, υποκείμενες, για τον λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυ­πτόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, απέληξε στην απόφαση ότι δεν είναι συμβατός προς τις αρχές του εσωτερικού και Κοινοτικού Δικαίου, «ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστο­τε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και τον σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρημα­τοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κ.λπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό». Ενόψει τούτων, η ελεύθερη, δηλονότι ανε­ξάρτητη των δικαιοπρακτικών επιτοκίων, διαμόρφωση των τραπεζικών, αποτελεί θεμιτό, κατοχυρωμένο από τους κανόνες του εσωτερικού και κοινοτικού δικαίου, δικαίωμα της πιστοδότριας τράπεζας, η άσκηση του οποίου μάλιστα δεν προσκρούει ούτε στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 2037/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 652/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

III. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 2601/1998, που άρχισε να ισχύει από 15-4-1998 (ΦΕΚ Α` 81/1998), από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί. από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ` ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ: «Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού…». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι, από τη δημοσίευση του νόμου και εφεξής, επήλθε διαφοροποίηση των ισχυόντων επί δανείων και πιστώσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό ως προς τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, για συμβάσεις που καταρτίζονται υπό την ισχύ του νόμου, τόσο ως προς το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ όσο και προς τα άρθρα 35, 36, 47, 48, 64-67 του Ν.Δ 177/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών», που προβλέπουν περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο κατ` ελάχιστο με τοκισμό έκτοτε του προσωρινού υπολοίπου και συνεπώς ανατοκισμό των μέχρι τότε κονδυλίων των τόκων, αλλά και ως προς την απόφαση 289/30-10-1980 της Νομισματικής Επιτροπής (ΦΕΚ Α` 269/1980), που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης που της παρασχέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 1083/1980, βάσει της οποίας επιτρεπόταν ο ανατοκισμός σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους (Ολ.ΑΠ 8/1998 και 9/1998 ΕλλΔνη 39.72 και ΝοΒ 46.496, αποφάσεις με τις οποίες ανατράπηκε η μέχρι τότε κρατούσα νομολογία, κατά την οποία δεν απαιτείτο τέτοια συμφωνία). Προβλέπεται πλέον ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα συμβατικοί τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης κατά τη διάρκεια λειτουργίας του δανείου ή του αλληλόχρεου λογαριασμού, μόνον εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων και μόνον εφόσον εγγράφονται προστίθενται ως κονδύλια στο λογαριασμό κάθε εξάμηνο, κατ` ελάχιστο όριο. Συνεπώς, συμφωνία που καταρτίστηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου και προβλέπει τον ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου, αντίκειται στην αναγκαστικού δικαίου προαναφερόμενη διάταξη και ισχύει για τον προβλεπόμενο στο νόμο ανατοκισμό ανά εξάμηνο. Αν δεν υπάρχει δε καθόλου συμφωνία ανατοκισμού, αυτός διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ (ΑΠ 74/2002 ΕλλΔνη 43.771, ΑΠ 1781/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 1778/2010 Αρμ. 2011.251). Περαιτέρω, επί αλληλοχρέου λογαριασμού, κατά το άρθρο 112 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται, κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής, διότι το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της δανείστριας τράπεζας, δεν χάνει, με την έκδοση της απόφασης ή του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού τόσο υπό το προγενέστερο όσο και υπό το υφιστάμενο νομικό καθεστώς προβλεπόταν και προβλέπεται ο εκτοκισμός των οφειλομένων στις τράπεζες τόκων, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ ενεργού σύμβασης και σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού που, για οποιοδήποτε λόγο, έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος διατα­γής πληρωμής.Η ρύθμιση δε αυτή, τόσο υπό την προγενέστερη όσο και υπό την υφισταμένη μορφή της, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παρα­βιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», διότι, ναι μεν ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει σε συμβατικές σχέσεις, μπορεί όμως να εισάγει περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία, όταν τούτο γίνεται χάριν της εθνικής οικονομίας, μεταξύ των σκοπών της οποίας είναι και η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, αφού οι τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες της χώρας συγκεντρώνουν τη λαϊκή αποταμίευση και πιστοδοτούν επενδύσεις χάριν της εθνικής οικονομίας και, συνεπώς, η εν προκειμένω ρύθμιση, η οποία αποβλέπει στην κάλυψη του αντιστοίχου εκτοκισμού των τόκων που οι τράπεζες οφείλουν στους καταθέτες τους και λοιπούς δανειστές τους, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον (ΑΠ 579/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 938/2002, ΕλλΔ/νη 2003.1368, Εφ.Αθ. 3670/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Εξάλλου, ο ΓΟΣ, που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 Ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α`43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας. Κι αυτό διότι οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν.2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 753/1995, Εφ.Αθ. 1159/2012, Εφ.Αθ. 1778/2010, Εφ.Πειρ.37/2016 (Μον), Εφ.Δυτ.Μακ. 73/2015 (Μον), ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
  2. V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, ΑΠ 1210/1995 ΕλλΔνη 1997.1782, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676). Συνεπώς, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοι­κτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυ­ρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού που προσβάλλουν, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της ορθότητάς του (ΑΠ 916/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 1998.103, Εφ.Πειρ. 405/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1109/2015 Αρμ 2015.2085, Εφ.Αθ. 3632/2013 ΔΕΕ 2013.1045, Εφ.Θεσ. 317/2009, Εφ.Πατρ.(Μον) 364/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
  3. VI. Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 47 και 64-67 του ΝΔ «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» της 17.7/13.8.1923, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση δυνάμει της οποίας δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να μην επιδιώκουν ούτε να διαθέτουν μεμονωμένα τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να τις φέρουν σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να τις εκκαθαρίσουν κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, που γίνεται σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, ή οριστικώς με καταγγελία ενός από τα μέρη, η οποία μπορεί να γίνει οποτεδήποτε (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ), έτσι ώστε το τυχόν κατάλοιπο να αποτελέσει πλέον τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση. Στη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού μπορεί να υπαχθεί κάθε συναλλακτική σχέση ανάμεσα στους συμβαλλόμενους, που άγει στην πραγματοποίηση αμοιβαίων παροχών (ΑΠ 715/2009 ΕλλΔνη 2011. 718, ΑΠ 1763/2009 ΕλλΔνη 2010.687, ΑΠ 1022/2008 ΕλλΔνη 2010. 969). Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και ο ανοικτός λογαριασμός πίστωσης σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πίστωσης) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45.90, ΑΠ 667/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43, 419, Εφ.Πατρ. 906/2005 ΔΕΕ 2006. 641, Εφ.Θεσ. 1853/2003 Αρμ 2005.550). Ο αλληλόχρεος λογαριασμός, όπως προκύπτει από το άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ μπορεί να κλεισθεί όχι μόνον οριστικώς στις από το νόμο οριζόμενες περιπτώσεις, αλλά και προσωρινώς κατά περιόδους. Η τράπεζα δικαιούται (άρθρο 47 παρ. 2 ΝΔ 17.7/13.8.1923) το λογαριασμό αυτό να τον κλείσει οποτεδήποτε θελήσει. Σε περίπτωση που, κατά το περιοδικό ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού κάθε εξάμηνο, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά αλλά όχι όμως κατά διαστήματα μικρότερα του τριμήνου, αναγνωρίσθηκε από τον οφειλέτη το υπόλοιπο που προέκυψε από αυτό, το υπόλοιπο αυτό αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια, κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου, να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής του οριστικού υπολοίπου των κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση, ούτε προσκομιδή εγγράφων για το προγενέστερο διάστημα, πλην της έγγραφης αναγνώρισης (ΑΠ 1437/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 3104/2014 ΔΕΕ 2014. 813, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012. 676). Με αναγνώριση δε του καταλοίπου κάποιας περιόδου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών με την παρέλευση της προθεσμίας που θέτει η τράπεζα στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να προβάλει αντιρρήσεις κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου. Εάν, όμως, δεν προκύπτει αναγνώριση του καταλοίπου, τότε ο δανειστής οφείλει να αποδείξει τα κατ’ ίδιαν κονδύλια χρεωπιστώσεων από την αντιπαραβολή των οποίων προκύπτει το αιτούμενο κατάλοιπο (ΑΠ 530/2015, ΑΠ 248/2014, Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Εφ.Αθ. 327/2018, ΕφΛαρ. 15/2017, Εφ.Θεσ.(Μον).2256/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ίδιου Κώδικα, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο. Τα έγγραφα αυτά, από τα οποία αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του πιο πάνω Κώδικα, να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, τέτοια δε έγγραφα αποτελούν και τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, κατόπιν συμφωνίας των συμβληθέντων μερών. Ειδικότερα, η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στην δημόσια τάξη (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45. 90, ΑΠ 925/2002 ΕλλΔνη 38.1794, Εφ.Δυτ.Μακεδ.ο.π), εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης, που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης (Εφ.Αθ. 3791/2008, ΕφΑΔ 2009. 216).  Από τα παραπάνω παρέπεται ότι στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό του κλεισίματος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του καθ’ού η ανακοπή πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το «απόσπασμα» των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας και ότι ο λογαριασμός αυτός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο προκύπτει από το πλήρες αυτό απόσπασμα που επισυνάπτεται στην αίτηση, όπου εμφανίζεται όλη η κίνηση του ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της. Δεν είναι δε απαραίτητο να αναφέρονται σ` αυτή (αίτηση) και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων από τότε που άνοιξε ο λογαριασμός μέχρι το κλείσιμό του, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο «απόσπασμα», από το οποίο, με βάση τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας (ΑΠ 925/2002, ΑΠ 758/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 4424/2009 ΕλλΔνη 2011. 875, Εφ.Λαρ. 361/2007 Δικ/φία 2007. 330, Εφ.Δωδ. 201/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρο 449 § 1 ΚΠολΔ, 52 Ν.Δ 3026/1954, 14 Ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση, όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας, που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου, αλλά πρωτοτύπου (ΑΠ 902/2006 TNΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Δυτ.Μακ.25/2019 ο.π, Εφ.Θεσ. 317/2009 ΔΕΕ 2009. 819, Εφ.Αθ. 1876/2008 ΔΕΕ 2009.80).

VIΙ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔΤΕ, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982 (ΦΕΚ 131 Α`/29-8-1991), «απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα», ενώ κατά το κεφάλαιο ΣΤ εδ.α της 2501/31-10-2001 ΠΔΤΕ, που αντικατέστησε την ανωτέρω ΠΔΤΕ 1969/1991, δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΑΠ 1331/2012). Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη ι) προμήθειας, οργάνωσης και διαχείρισης προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων, ii) προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησής τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων, όπως π.χ. συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου, εγγραφής υποθήκης κλπ (ΑΠ 368/2019, ο.π).

VIIΙ. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, κατά παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης, κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά σε όλα τα δικαιώματά του το πρωτόδικο δικαστήριο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει, όπως και εκείνο, και να λύσει όλα τα ζητήματα που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς, διότι δεν ερευνάται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή ή η ανακοπή. Έτσι, αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις ή η ανακοπή περισσότερους λόγους, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής ή τους λόγους της ανακοπής, που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως. Τούτο δε, διότι οι λόγοι κάθε ανακοπής και επομένως και αυτής από το άρθρο 632 ΚΠολΔ, επέχουν θέση ιστορικής βάσης της αγωγής, οπότε, αν στο δικόγραφο της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ περιέχονται περισσότεροι λόγοι ανακοπής για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, στην οποία αφορά, κάθε λόγος συνιστά αυτοτελή ιστορική βάση (ΑΠ 13/2010, ΑΠ 14/2010, ΑΠ 2037/2006, Εφ.Δυτ.Μακεδ. 25/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακοπτόντων – ήδη εφεσίβλητος ζητούσε με την από 20-3-2017 (υπ΄αρ. κατάθεσης ………/2017) ανακοπή του, να ακυρωθεί, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, η υπ’αρ. ……../2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε, να καταβάλει στην καθ’ής η ανακοπή τραπεζική εταιρία – ήδη εκκαλούσα, με βάση την εκεί αναφερόμενη σύμβαση, το ποσό των 91.013,41 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 4619/2017), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία, αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή, ακολούθως την έκανε δεκτή και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δεχόμενη ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμο τον πρώτο λόγο της, με τον οποίο ισχυριζόταν ο ανακόπτων, ότι ακύρως εκδόθηκε η εν λόγω διαταγή, χωρίς να υφίσταται ληξιπρόθεσμη απαίτηση εναντίον του, αφού αυτός ουδέποτε αναγνώρισε το κατάλοιπο του επίμαχου αλληλόχρεου λογαριασμού που είχε ανοιχθεί προς εξυπηρέτηση της μεταξύ τους συναφθείσας σύμβασης.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η καθ’ής η ανακοπή, με την κρινόμενη έφεσή της  για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω ανακοπή του αντιδίκου της.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του ανακόπτοντος – συζύγου του, …………, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά:

Δυνάμει της υπ’ αρ. ……./20-02-2006 σύμβασης χορήγησης ανοικτού επιχειρηματικού δανείου «EASY BUSINESS», που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων στον Πειραιά, η καθ’ής η ανακοπή τραπεζική εταιρία χορήγησε στον ανακόπτοντα, επιχειρηματικό δάνειο ανοιχτής πίστωσης ποσού 60.000 ευρώ, με σκοπό την κάλυψη αναγκών της επιχείρησης του για κεφάλαιο κίνησης και σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται σε αυτή (τη σύμβαση), ενώ με την από 29-10-2007 πρόσθετη πράξη της ως άνω σύμβασης (μεταβολής ύψους πίστωσης), που υπογράφηκε επίσης μεταξύ των διαδίκων στον Πειραιά, αυξήθηκε η πίστωση κατά το ποσό των 80.000 ευρώ. Για την εξυπηρέτηση της σύμβασης αυτής ανοίχθηκε ο υπ’ αρ. …. λογαριασμός και στη συνέχεια (ανοίχθηκαν και τηρήθηκαν) οι υπ’ αρ. …. και ….. λογαριασμοί. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη (υπό στοιχείο VI), ο ανοικτός λογαριασμός πίστωσης σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πίστωσης) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες, περιλαμβάνεται στην έννοια του αλληλόχρεου. Περαιτέρω, προέκυψε ότι, επειδή ο ανακόπτων – οφειλέτης δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις που πήγαζαν από την παραπάνω σύμβαση και δεν κατέβαλε ως όφειλε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 120 ημερών ληξιπρόθεσμες και απαιτητές δόσεις, η καθ’ής προέβη στην καταγγελία της και στο οριστικό κλείσιμο, στις 21-10-2016, του ανωτέρω υπ΄αρ. ………. λογαριασμού (που τηρήθηκε στα πλαίσια της πιο πάνω σύμβασης εξηγμένος από τα επίσημα εμπορικά βιβλία της τράπεζας). Η ως άνω καταγγελία της σύμβασης και το οριστικό κλείσιμο του εν λόγω λογαριασμού, μέσω του οποίου εξυπηρετήθηκε αυτή, καθώς και το προκύψαν χρεωστικό κατάλοιπο ποσού 91.013,41 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων μη λογιστικοποιημένων τόκων ποσού 6.592,22 ευρώ, όπως προκύπτουν από τον υπ΄αρ. …….. λογαριασμό, κοινοποιήθηκε από την καθ’ής τράπεζα στον ανακόπτοντα, δυνάμει της από 14-12-2016 εξώδικης δήλωσης και πρόσκλησης, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ………./21-12-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………….., καλώντας τον ταυτόχρονα να της καταβάλει εντός 5 ημερών από την κοινοποίηση της καταγγελίας το ως άνω οφειλόμενο ποσό, πλέον τόκων και εξόδων. Ακολούθως, κατόπιν της από 16-1-2017 αίτησης της καθ’ής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ΄αρ. ………/2017 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο νυν ανακόπτων – τότε καθ’ού,  υποχρεώθηκε να καταβάλει, στην νυν καθ’ής η ανακοπή – τότε αιτούσα, το ως άνω ποσό των 91.013,41 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων από την 22-12-2016  (εποµένη της ηµεροµηνίας του οριστικού κλεισίµατος του λογαριασµού), µε το συµβατικό επιτόκιο υπερηµερίας και µε, ανά εξάµηνο, ανατοκισµό των τόκων, έως την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και δικαστική δαπάνη 1.700 ευρώ. Αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής, επέδωσε η καθ’ής στον ανακόπτοντα, προς γνώση του και για κάθε νόμιμη συνέπεια, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. …./1.3.2017 έκθεση επίδοσης του προαναφερθέντος δικαστικού επιμελητή. Εν συνεχεία, ο ανακόπτων άσκησε την από 20.3.2017 και  με αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) …../21-3-2017 ανακοπή του κατά της διαταγής αυτής.

Ο ανακόπτων, ισχυριζόταν με τον πρώτο λόγο της ως άνω ανακοπής του, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ότι ακύρως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, χωρίς να υφίσταται ληξιπρόθεσμη απαίτηση εναντίον του, αφού η καθ’ής δεν του είχε κοινοποιήσει το κλείσιμο του επίμαχου αλληλόχρεου λογαριασμού εκ της μεταξύ τους συναφθείσας σύμβασης, (υπ΄αρ……/20-2-2006) κι αυτός ουδέποτε αναγνώρισε το κατάλοιπο αυτού, καθώς, ενώ βρισκόταν στο στάδιο των διαπραγματεύσεων, η καθ’ής αιτήθηκε την έκδοση της εν λόγω διαταγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως προεκτέθηκε, έκρινε ορισμένο, νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο το λόγο αυτό της ανακοπής. Συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι η καθ’ής κοινοποίησε μεν την από 14-12-2016 καταγγελία της σύμβασης και το κλείσιμο του λογαριασμού (βλ. π.π) στον ανακόπτοντα στις 21-12-2016, ο δε τελευταίος θεωρείται ότι, μετά το πέρας άπρακτης της προθεσμίας των δέκα ημερών για την προβολή αντιρρήσεων, από τον κοινοποίηση αυτή, σύμφωνα με τον όρο 13.2 της σύμβασης ότι αναγνώρισε ως οφειλόμενο το κατάλοιπο του κλεισθέντος λογαριασμού, ωστόσο, όπως περαιτέρω δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο ανακόπτων, μετά την επίδοση σε αυτόν της ως άνω καταγγελίας της σύμβασης, προσήλθε άμεσα στην τράπεζα και με έγγραφό του το οποίο παρελήφθη από αυτήν στις 27-12-2016, εξέφρασε αντιρρήσεις σχετικά με τις χρεώσεις του λογαριασμού και πρότεινε να λυθεί η διαφορά εξωδικαστικά. Κατέληξε δε η εκκαλουμένη ότι, με τον τρόπο αυτό, ο ανακόπτων δεν θεωρείται ότι αναγνώρισε ως οφειλόμενο το κατάλοιπο του κλεισθέντος λογαριασμού, η δε καθ’ής πριν απαντήσει στην πρότασή του, πράγμα το οποίο έπραξε στις 15-2-2017, αιτήθηκε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με αποτέλεσμα, ενόψει της αμφισβήτησης του ανακόπτοντος σε συνδυασμό με τον ανωτέρω όρο της σύμβασης, τα προσκομισθέντα έγγραφα από την καθ’ής τράπεζα (αποσπάσματα εμπορικών βιβλίων της) να μην αποτελούν πλήρη απόδειξη, οπότε η εν λόγω επιταγή εκδόθηκε μη νόμιμα. Όμως, ο παραπάνω λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος. Ειδικότερα, ακόμη κι αν δεχθούμε τον ισχυρισμό του ανακόπτοντος ότι δεν έχει επέλθει εκ μέρους του αναγνώριση του καταλοίπου του λογαριασμού μετά το οριστικό κλείσιμό του από την καθ’ής τράπεζα, δεν σημαίνει άνευ ετέρου, ότι η απαίτησή της καθίσταται μη ληξιπρόθεσμη, διότι, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχείο VI μείζονα σκέψη, στην περίπτωση που δεν προκύπτει  αναγνώριση του καταλοίπου  εκ μέρους του οφειλέτη, τότε ο δανειστής οφείλει να αποδείξει τα κατ’ ιδίαν κονδύλια χρεωπιστώσεων από την αντιπαραβολή των οποίων προκύπτει το αιτούμενο κατάλοιπο. Στην δε αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό του κλεισίματος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του καθ’ού η ανακοπή πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το «απόσπασμα» των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας και ότι ο λογαριασμός αυτός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο προκύπτει από το πλήρες αυτό απόσπασμα που επισυνάπτεται στην αίτηση, όπου εμφανίζεται όλη η κίνηση του λογαριασμού από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της. Δεν είναι δε απαραίτητο να αναφέρονται σ` αυτήν (αίτηση) και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων από τότε που άνοιξε ο λογαριασμός μέχρι το κλείσιμό του, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο «απόσπασμα», από το οποίο, με βάση τη συμφωνία των διαδίκων ότι θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, η οποία κατά τα επίσης εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη είναι καθόλα έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας. Εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης, που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης.  Εν προκειμένω, όπως ρητά αναγράφεται και στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, μεταξύ των προσκομισθέντων από την καθ’ής η ανακοπή, τότε αιτούσα, για την έκδοσή της, εγγράφων είναι και: ‘’Αδιάκοπη σειρά των μηνιαίων αντιγράφων των ανωτέρω αναφερομένων υπ’ αριθμό ……………… λογαριασμών που τηρήθηκαν σε εξυπηρέτηση της ανωτέρω σύμβασης δανείου, που έχουν εξαχθεί από τα επίσημα βιβλία της αιτούσας τράπεζας (νυν καθ΄’ης η ανακοπή), τα οποία αποτελούν, βάσει ρητού όρου της σύμβασης, πλήρη απόδειξη της απαίτησής της κατά του καθ’ού (νυν ανακόπτοντος) και έγγραφα κατάλληλα για έκδοση διαταγής πληρωμής, από τα οποία αφενός προκύπτει η εκταμίευση του ποσού του δανείου και αφετέρου περιέχουν ακριβή συνολική κίνηση του δανειακού λογαριασμού, από την ημερομηνία που άρχισε αυτός να κινείται στον οποίο εμφαίνεται και το υπόλοιπο την 21-10-2016 (ημερομηνία μεταφοράς σε καθυστέρηση) που ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 91.013,41 ευρώ, αποτελούμενο από κεφάλαιο, μη λογιστικοποιημένων τόκων, και τρέχουσες δεδουλευμένες τοκοπρομήθειες, κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα’’. Ανεξάρτητα δηλ. από την αναγνώριση του καταλοίπου εκ μέρους του ανακόπτοντος – οφειλέτη ή μη, η δανείστρια τράπεζα απέδειξε τα κατ’ ίδιαν κονδύλια χρεωπιστώσεων από την αντιπαραβολή των οποίων προκύπτει το αιτούμενο κατάλοιπο, από τα ως άνω αποσπάσματα. Θα μπορούσε δε ο ανακόπτων να αμφισβητήσει τα επιμέρους κονδύλια των πιστοχρεώσεων αυτών, με τρόπο ορισμένο, όπως προεκτέθηκε, αποδεικνύοντας συγχρόνως τον ισχυρισμό του αυτό, πράγμα που δεν έπραξε.

Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε βάσιμο τον προαναφερθέντα λόγο της ανακοπής, και, μετά ταύτα, την έκανε δεκτή και ακύρωσε την επίμαχη διαταγή πληρωμής, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – καθ’ής η ανακοπή τράπεζα με την ένδικη έφεσή της. Συνακόλουθα, δεκτής γενομένης της έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και εξετασθεί στην ουσία η κρινόμενη ανακοπή, ν’ απορριφθεί, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ο παραπάνω λόγος της, και να χωρήσει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής, κατά τα αναφερθέντα στην υπό στοιχείο VIII νομική σκέψη, τους οποίους εκ περισσού εξέτασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν και παρείλκε η εξέτασή τους, αφού έκανε δεκτό τον ως άνω λόγο. Πριν ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι της ανακοπής (πλην του ως άνω ήδη απαντηθέντος), οι περισσότεροι των οποίων βάλλουν κατά των ΓΟΣ της σύμβασης, τους οποίους χαρακτηρίζουν ως παράνομους και καταχρηστικούς κι επομένως άκυρους, προσκρούοντας στο Ν. 2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτών», πρέπει να αναφερθεί ότι ο ανακόπτων, όπως εκτέθηκε στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, καταρχήν εμπίπτει στις διατάξεις του παραπάνω νόμου, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η εκκαλούσα, παρά το ότι η σύναψη της σύμβασης αυτής έγινε για την εξυπηρέτηση της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, διότι, καταναλωτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β του νόμου αυτού, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τους.

Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων πρόβαλε ένσταση εξόφλησης, υποστηρίζοντας ότι αν αφαιρεθούν οι παράνομες χρεώσεις που αφορούν τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις στις οποίες προέβαινε η καθ’ής, εις βάρος του, με βάση την ως άνω σύμβαση, ουδέν οφείλει. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι ο ανακόπτων δεν αναφέρει ποιό είναι το ποσό που έχει καταβάλει έναντι της οφειλής του, καθώς και ποιά είναι τα συγκεκριμένα κονδύλια που του χρέωσε η καθ’ής τα οποία αφορούν (παράνομους) τόκους και άλλες επιβαρύνσεις και το είδος αυτών, ώστε να είναι δυνατό να ερευνηθεί από το δικαστήριο αν πράγματι έχουν πραγματοποιηθεί μη επιτρεπόμενες χρεώσεις από την τράπεζα και ποιες είναι αυτές, προκειμένου, αφού αφαιρεθούν οι τελευταίες, καθώς και το καταβληθέν από τον ανακόπτοντα ποσό, να υπολογιστεί το τελικά οφειλόμενο από  αυτόν (ποσό), δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχείο V μείζονα σκέψη, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοι­κτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυ­ρισμούς που ανάγονται στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού που προσβάλλουν, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της ορθότητάς του. Εξάλλου, ο ανακόπτων – εκκαλών πρόβαλε με τις προτάσεις του, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ένσταση πλαστότητας των εμπορικών βιβλίων της καθ’ής ως προς τις εγγραφές που αφορούν το κατάλοιπο και το οριστικό κλείσιμο του εν λόγω λογαριασμού ή το αιτούμενο χρεωστικό υπόλοιπο των 91.013,41 ευρώ, κατονομάζοντας ως πλαστογράφο τον συντάκτη του λογαριασμού και προτείνοντας τους αναφερόμενους στις ως άνω προτάσεις του μάρτυρες. Αλλά, η ένσταση αυτή, (που είχε προβληθεί με τον ως άνω λόγο της ανακοπής του και πρωτοδίκως, από την οποία, όμως, είχε παραιτηθεί με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού), απαραδέκτως προβάλλεται, καθώς δεν γίνεται επίκληση, ούτε προσκομίζεται σχετική ειδική πληρεξουσιότητα με την οποία να εξουσιοδοτεί ο εφεσίβλητος – ανακόπτων τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που υπογράφει τις ως άνω προτάσεις, με τις οποίες προβάλλεται η εν λόγω ένσταση, να προβεί σε αυτήν, όπως απαιτείται από το νόμο (άρθρο 98 εδ.β ΚΠολΔ, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 461,παρ.13), ο δε εφεσίβλητος, δεν ήταν παρών κατά τη συζήτηση της έφεσης, ώστε να θεωρηθεί ότι παρείχε την ειδική αυτή πληρεξουσιότητα, αλλά παραστάθηκε διά της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας πληρεξούσιας δικηγόρου του.

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων υποστηρίζει ότι οι βασικοί όροι της επίμαχης σύμβασης, οι οποίοι ήταν προδιατυπωμένοι από την αντίδικό του τράπεζα, είναι άκυροι και καταχρηστικοί κατά το Ν. 2551/1994, οπότε ακύρως εκδόθηκε, βάσει της σύμβασης αυτής, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Αναφέρει δε στον παραπάνω λόγο της ανακοπής ως καταπλεονεκτικούς συμβατικούς όρους αυτούς με τους οποίους: α) η τράπεζα δικαιούται να µεταβάλλει  οποτεδήποτε, εντός των πλαισίων των νοµισµατικών και πιστωτικών κανόνων,  που ισχύουν κάθε φορά και των συνθηκών αγοράς, το βασικό επιτόκιο, καθώς επίσηςβ)να ανακαλεί, κατά πάντα χρόνο και ελεύθερα, είτε συνολικά είτε µερικά, την πίστωση και να κλείνει οριστικά το λογαριασµό και να περιορίζει ή να µειώνει το ποσό της πίστωσης. Μετά δε την περί αυτού ειδοποίηση της τράπεζας που συντελείται από και µε την αποστολή σχετικής επιστολής, ο πιστούχος υποχρεούται να εξοφλήσει προς αυτήν, το προκύπτον ποσό, αλλιώς καθίσταται υπερήµερος, γ) η τράπεζα δικαιούται να τροποποιεί µονοµερώς και σύµφωνα µε τις ανάγκες της λογιστικής της τάξης τις ηµεροµηνίες καταβολής τόκων και κλεισίµατος του λογαριασµού, υπό τον όρο ότι πάντοτε αυτός θα κλείνεται ανά τρίµηνο τουλάχιστον, δ) ο πιστούχος αναγνωρίζει στην τράπεζα το δικαίωµα κάθε και οποιαδήποτε ανταπαίτησή του και από οποιαδήποτε αιτία και αν απορρέει και οποτεδήποτε και αν γεννήθηκε έστω και µη ληξιπρόθεσµη, να παρακρατεί κατά την κρίση της και να συµψηφίζει οποτεδήποτε και κατά την ιδία αυτής κρίση και βούληση, προς την οφειλή του πιστούχου από την πίστωση, ε) τον πιστούχο βαρύνουν αποκλειστικά κάθε φόρος και κάθε τέλος και κάθε εν γένει δαπάνη που αναφέρεται στην κατάρτιση ή κατάργηση της σύμβασης, στ) έξοδα κάθε φύσης και ιδιαίτερα χαρτοσήµου, εγγραφής υποθήκης, ασφαλίστρων… βαρύνουν τον πιστούχο και πρέπει να καταβληθούν έντοκα από αυτόν από το χρόνο πληρωµής τους από την τράπεζα µέχρι την εξόφληση και ζ) επί των καθυστερουµένων τόκων οφείλεται τόκος υπολογιζόµενος από την πρώτη ηµέρα καταλογισµού αυτών και µέχρι εξοφλήσεως, µε το εκάστοτε διοικητικά καθοριζόµενο ανώτατο επιτόκιο υπερηµερίας. Ο ως άνω λόγος της ανακοπής, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, καθώς δεν αναφέρεται σε αυτόν, γιατί είναι καταχρηστικοί ή αδιαφανείς οι ως άνω όροι της σύμβασης και κυρίως δεν συνδέονται με συγκεκριμένα κονδύλια της επίμαχης οφειλής που υποχρεώθηκε με την διαταγή πληρωμής να καταβάλει δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, η τυχόν ακυρότητα ενός όρου της σύμβασης δεν οδηγεί σε ολική ακυρότητα αυτής, αλλά μόνο ως προς τα κονδύλια που συνδέονται με τον όρο αυτό.Εκτός αυτού, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος και ως νομικά αβάσιμος, διότι, οι συγκεκριμένοι όροι της σύμβασης, δεν είναι παράνομοι ή καταχρηστικοί, σύμφωνα, επίσης, με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, ο ελεύθερος καθορισμός του επιτοκίου από την τράπεζα, υπό τις εκάστοτε επικρατούσες νομισματικές συνθήκες, ο ανατοκισμός των τόκων ανά εξάμηνο, ο υπολογισμός τόκων υπερημερίας, δεν αποτελούν καταχρηστικούς και παράνομους όρους, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα (βλ. υπό στοιχεία II και ΙΙΙ νομικές σκέψεις). Επίσης, είναι επιτρεπτή και  η  δυνατότητα που παρέχεται στην τράπεζα, δυνάμει των συμφωνηθέντων στη σύμβαση,  να κλείνει το λογαριασμό και μετά από σχετική επιστολή που κοινοποιεί στον πιστούχο, να καθίσταται το υπόλοιπο του λογαριασμού αυτού απαιτητό (βλ. υπό στοιχείο VI νομική σκέψη) ή να συμψηφίζει τυχόν απαίτησή του προς αυτήν με την οφειλή του. Εξάλλου, δεν απαγορεύεται, κατόπιν συμφωνίας η επιβάρυνση του πιστούχου με έξοδα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχείο VII μείζονα σκέψη, που αφορούν την εκτίμηση και έλεγχο τίτλων ακινήτου, εγγραφή υποθήκης κλπ. Δεν αναφέρει δε ο ανακόπτων με τι συγκεκριμένα φόρους και έξοδα χρεώθηκε από την καθ’ής, ώστε να καταστεί δυνατό να κριθεί από το δικαστήριο αν πρόκειται για μη νόμιμες προμήθειες ή για έξοδα που επιτρεπτά βαρύνουν τον πιστούχο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχείο VII μείζονα σκέψη.Δεν προέκυψε, τέλος, από κανένα στοιχείο ότι ο ανακόπτων δεν έλαβε πραγματική γνώση των όρων της σύμβασης, κατά τα υποστηριζόμενα από αυτόν, όπως θα αναφερθεί και παρακάτω στην εξέταση του πέμπτου λόγου της ανακοπής.

Με το τέταρτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτων – ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι είναι παράνομος ο υπολογισμός του τόκου, επί του εκάστοτε οφειλόμενου υπολοίπου, με βάση έτος 360 ημερών (και όχι 365 ημερών, που ισχύει για τις καταθέσεις), σύμφωνα με τον σχετικό όρο της επίμαχης σύμβασης, διότι προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, και δημιουργεί μία πρόσθετη επιβάρυνσή τους, σε τόκους, πέραν των νομίμων, ανερχόμενη σε ποσοστό 1,39% για κάθε ημέρα. Πράγματι δε, όπως προεκτέθηκε στην υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη, με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο πιστούχος δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Διασπάται δε με τον σχετικό όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του πιστούχου, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του πιστούχου, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση, να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για το πιστούχο λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της εκκαλούσας τράπεζας, κατά τα επίσης προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Παραταύτα, ενόψει  ότι, όπως επίσης εκτέθηκε στην ως άνω νομική σκέψη, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, μόνο τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής, θα πρέπει να προσδιορίζεται σε αυτόν ποιό είναι το ποσό το οποίο όφειλε να καταβάλει ο ανακόπτων, αν είχαν υπολογιστεί ορθά οι τόκοι κατά τους ισχυρισμούς του, ώστε να προκύψει σε τι διαφοροποιείται από το επιδικασθέν και ποιό είναι το συνολικό τελικό ποσό που επιβαρύνθηκαν αδικαιολόγητα, πράγμα που δεν συμβαίνει στην επίδικη ανακοπές, οπότε ο λόγος της αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος (βλ. και Εφ.Αθ. 1778/2010, Εφ.Δυτ.Μακεδ. 25/2019, Εφ.Πειρ.37/2016(Μον), ο.π). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ακόμη κι αν ορισμένως είχε διατυπωθεί ο ως άνω λόγος της ανακοπής και γινόταν δεκτός, δεν θα οδηγούσε, όπως προεκτέθηκε, σε ολική  ακύρωση της διαταγής πληρωμής, αλλά μόνο σε μερική, κατά το ποσό δηλ. που επιβαρύνθηκε με βάση τον ως άνω υπολογισμό των τόκων των 360 ημερών αντί των 365 ημερών.

Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι οι προδιατυπωμένοι όροι της επίμαχης σύμβασης δεν τον δεσμεύουν, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994, καθώς πρόκειται για σύμβαση προσχωρήσεως που δεν σχεδιάστηκε ειδικά γι αυτόν και κατά την κατάρτιση της σύμβασης η καθ’ής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους,  στερώντας του το δικαίωμα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Όμως, και αυτός ο λόγος της ανακοπής είναι πρωτίστως απορριπτέος ως αόριστος, διότι ο ανακόπτων δεν αναφέρει ποιών συγκεκριμένων όρων της σύμβασης δεν έλαβε γνώση εξαιτίας της συμπεριφοράς της καθ’ής και με ποιά κονδύλια σχετίζονται αυτοί οι όροι. Μόνο δε ο χαρακτήρας της σύμβασης ως σύμβασης προσχωρήσεως δεν καθιστά τους όρους της άκυρους. Πέραν τούτου, δεν αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων δεν έλαβε γνώση των όρων αυτής και ότι η καθ’ής η ανακοπή δεν τον ενημέρωσε διά των εκπροσώπων της, επαρκώς, σχετικά. Αντίθετα, στον όρο 22 της σύμβασης, την οποία υπέγραψε (ο ανακόπτων), αναφέρεται ότι ‘’οι ανωτέρω όροι αφού ανεγνώσθησαν με προσοχή έγιναν αποδεκτοί από τον πιστούχο/κάτοχο, την τράπεζα…. Το παρόν συντάχθηκε σε δύο αντίτυπα και έλαβε κάθε συμβαλλόμενος από ένα…’’.

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της ένδικης ανακοπής, υποστηρίζεται ότι  ο ΓΟΣ με τον οποίο προβλέπεται η μεταβολή – αύξηση του επιτοκίου εκ μέρους της καθ’ής η ανακοπή τράπεζας προσκρούει στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 και ειδικότερα το επιτόκιο το οποίο εφάρμοσε αυτή καθ΄όλη τη διάρκεια της επίδικης σύμβασης είναι ανώτερο κατά 2,5% από τα αντίστοιχα εξωτραπεζικά επιτόκια. Αναφέρεται δε περαιτέρω στην ανακοπή, ότι, ναι μεν τα επιτόκια αυτά καθορίσθηκαν με βάση αντίστοιχα συμβατικό όρο της επίμαχης σύμβασης, σε συνδυασμό με τον όρο ότι η τράπεζα δύναται να καθορίζει ελεύθερα τα επιτόκια χορηγήσεων ανάλογα με τις υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες δυνάμει σχετικών πράξεων ΠΥΣ, αλλά ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ και ως αντικείμενος στο άρθρο 2 παρ.7 παρ.1α του ως άνω νόμου, με αποτέλεσμα να έχει χρεωθεί τόκους πέραν των νομίμων. Ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής, πέραν της αοριστίας του, καθώς δεν αναφέρει συγκεκριμένα ποιοί είναι οι τόκοι που παρανόμως χρεώθηκαν, ώστε να μπορεί να διαχωριστεί το ποσό αυτών από το λοιπό οφειλόμενο ποσό, σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος και ως νομικά αβάσιμος, διότι, κατά τα αναλυτικά αναφερθέντα στην υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη, η ελεύθερη, ανε­ξάρτητη των δικαιοπρακτικών επιτοκίων, διαμόρφωση των τραπεζικών (ακόμη και σε ποσοστό ανώτερο των εξωτραπεζικών), αποτελεί θεμιτό, κατοχυρωμένο από τους κανόνες του εσωτερικού και κοινοτικού δικαίου, δικαίωμα της πιστοδότριας τράπεζας, η άσκηση του οποίου δεν προσκρούει ούτε στις διατάξεις του Ν. 2251/1994.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν κι έκανε δεκτή την ανακοπή, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, όπως προεκτέθηκε. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, (πρέπει) να απορριφθεί συνολικά η ένδικη ανακοπή, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερθέντα και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ),καθώς επίσης, θα διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα, του παραβόλου της έφεσης, που έχει καταθέσει (κατ΄άρθρο 495 παρ. 3εδ.ε ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.

Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 4619/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) .

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 20-3-2017 και με αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) …………./2017 ανακοπή.

Απορρίπτει αυτήν.

Επικυρώνει την υπ΄αρ. ……/2017 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του, κατατεθέντος από αυτήν, παραβόλου της έφεσης.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις  6 Απριλίου  2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              H  ΓPAMMATEAΣ