ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 276/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα E.T..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 3.12.2018 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος, …………, κατά της οριστικής απόφασης 833/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 29.3.2017 αγωγή του τελευταίου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙ. Με την από 29.3.2017 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ιστορούσε ότι λόγω της κλειστοφοβίας και της αγοραφοβίας, από τις οποίες έπασχε και του προκαλούσαν κρίσεις πανικού, ανέλαβε η εναγομένη – σύζυγός του να διεξάγει όλες τις συναλλαγές, για λογαριασμό του. Ότι προς τούτο και προκειμένου να μη χρειάζεται να χορηγεί στην τελευταία συνεχώς πληρεξούσια, αποφάσισαν να ανοίξουν, το έτος 2008, λογαριασμό στην Τράπεζα ….., ο οποίος τροφοδοτούνταν, με βάση και τη σχετική τους συμφωνία, μόνο από δικά του χρήματα, που προέρχονταν από την πώληση των αυτοκινήτων του, από χρηματικό του έπαθλο και αποζημίωση απόλυσης, που είχε λάβει. Ότι το 2011, η εναγομένη μετέφερε τις οικονομίες του, ποσού 18.850 ευρώ, από τον ανωτέρω λογαριασμό σε άλλον, επίσης κοινό λογαριασμό, στην ……. Bank, προκειμένου να επενδυθούν σε επικερδές προθεσμιακό πρόγραμμα της Τράπεζας αυτής. Ότι με την τελευταία αποφάσισαν να αποκτήσουν παιδί και επειδή ήταν εφικτό μόνο με εξωσωματική γονιμοποίηση, η μητέρα του, για να τους βοηθήσει οικονομικά, του εκχώρησε, στα τέλη του 2010, τα μισθώματα, που εκείνη λάμβανε από μίσθιο διαμέρισμα κυριότητάς της, αρχικά 400 ευρώ, τα οποία στη συνέχεια μειώθηκαν. Ότι, επειδή η εναγομένη πήρε υπερβολικό βάρος, λόγω της ορμονοθεραπείας, στην οποία υποβλήθηκε, διέκοψαν την προσπάθεια τεκνοποίησης. Ότι τον Ιούνιο του 2012, η εναγομένη, η οποία εισέπραττε τα μισθώματα για λογαριασμό του, ενημέρωσε τη μισθώτρια ότι έπρεπε να τα καταβάλλει, αντί σε μετρητά, όπως αρχικά έκανε, σε προσωπικό της λογαριασμό, από τον Ιούλιο δε του 2012 έως και τον Απρίλιο του 2016, εισέπραξε (η εναγομένη) τα ειδικά αναφερόμενα κατά μήνα μισθώματα, συνολικά δε 7.386 ευρώ. Ότι ο έγγαμος βίος τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και τέλη Μαΐου του 2016, η εναγομένη του ανακοίνωσε την απόφασή της να χωρίσουν, αποκρύπτοντάς του, ότι είχε αναλάβει όλο το υπόλοιπο του κοινού τους λογαριασμού, που ανερχόταν στο ποσό των 21.680 ευρώ. Ότι επειδή η τελευταία αρνούνταν να του αποδώσει τα πιο πάνω ποσά της έστειλε το από 12.9.2016 εξώδικο, εκείνη δε αρνήθηκε να του τα καταβάλλει. Ότι, αν και κατά το νόμο, η εναγομένη, που ανέλαβε όλο το ποσό του κοινού τους λογαριασμού, οφείλει να αποδώσει το μισό, σ’ αυτόν, που δεν ανέλαβε τα χρήματα, από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση εντολής προκύπτει ότι δικαιούται όλο το ποσό. Ότι επιπλέον, η εναγομένη ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ανωτέρω ποσά, παραβιάζοντας τη σχέση εντολέα – εντολοδόχου, καθώς και τον ειδικά αναφερόμενο οικιακό εξοπλισμό, ποσού 4.420 ευρώ, που εκείνος είχε αγοράσει. Ότι από τις παράνομες και υπαίτιες συμπεριφορές της υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται να του καταβάλει το ποσό των 6.000 ευρώ. Κατόπιν τούτων, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις του (άρθρα 223, 294, 295 και 297 του Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 39.486 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης του από 12.9.2016 εξωδίκου του, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική του απόφαση, απέρριψε την αγωγή, ως αόριστη προς το αιτούμενο ποσό των 7.386 ευρώ, από την παράνομη ιδιοποίηση των μισθωμάτων που είχε εκχωρήσει στον ενάγοντα η μητέρα του και ως μη νόμιμη ως προς το αιτούμενο κονδύλι από τον κοινό λογαριασμό, καθώς και αυτό της χρηματικής ικανοποίησης. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, για τους διαλαμβανόμενους στην έφεσή του λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς τα ανωτέρω αιτήματά της, πλην αυτού της καταβολής του ποσού των 4.420 ευρώ (για την υφαίρεση του ειδικά αναφερόμενου οικιακού εξοπλισμού), κονδύλιο το οποίο δεν πλήττεται με λόγο έφεσης.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 §1 του ν. 5638/1932 “περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό”, όπως το αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. δ´ στοιχ. α´ του ν.δ. 118/1973, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 §1 του ΝΔ 17-7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 117 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 19 §4 του ν. 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 του Α.Κ., συνάγεται ότι η σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα εάν γίνεται υπέρ του καταθέτη ή τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων, προς την οποία και δεν αντιτίθεται η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τραπεζικές εργασίες τόκου, καταρτίζεται με την εκ μέρους του καταθέτη μεταβίβαση της κυριότητας του, κατά τη σύναψή της, καταβαλλόμενου από αυτόν χρηματικού ποσού, ως πρώτης τμηματικής παροχής του, προς την τράπεζα, ατύπως (re), η οποία έκτοτε με την παράδοση γίνεται κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 του Α.Κ.), πλην όμως έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στο δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η λειτουργία ωστόσο της σύμβασης αυτής καθιδρύει συνήθως μία σχέση διαρκούς και πολλές φορές καθημερινής, συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων. Η εκτέλεσή της δηλαδή γίνεται συνήθως όχι με μία καταβολή και ανάληψη του ποσού αυτής, αλλά με πολυάριθμες τμηματικές τέτοιες, που προσδιορίζονται εκάστοτε από την βούληση του καταθέτη. Εξάλλου, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι. Για την εγκυρότητα της κατάθεσης δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Και τούτο διότι από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την τελολογική ερμηνεία τους, την τραπεζική πρακτική και την ταχύτητα των συναλλαγών, δεν απαιτείται κοινή εμφάνιση και δήλωση των καταθετών και δικαιούχων, δηλαδή σύμπραξή τους ενώπιον της τράπεζας. Εξάλλου, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του όρου “δικαιούχοι” και όχι “καταθέτες” στην διατύπωση των παραπάνω διατάξεων. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 του Α.Κ.), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από τον δότη της υπόσχεσης (τράπεζα) για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή, σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του Α.Κ., συνάγεται δε σαφώς από την διάταξη του άρθρου 493 του Α.Κ., κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 §1 εδ. α´ του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της κατάθεσης η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά, όμως, ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της κατάθεσης, εκτός εάν, από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση, προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (Α.Π. 902/2019, ΑΠ 431/2019, Α.Π. 1095/2018 και Α.Π. 1462/2006 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εκείνος, όμως, από τους δικαιούχους, που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας κατάθεσης, καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών και κατ’ επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν, που τα απέσυρε. Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (Α.Π. 1022/2019, Α.Π. 902/2019, Α.Π. 656/2019 και Α.Π. 1128/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσότερων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσότερων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν (Α.Π. 902/2019, Α.Π. 2032/2017 και Α.Π. 1128/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Κατ’ αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης, μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση (Α.Π. 902/2019 ό.π.). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 του Α.Κ., η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση, ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη (Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ., ο λόγος αναίρεσης της απόφασης για την παρά το νόμο λήψη υπόψη πραγμάτων, που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ιδρύεται, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής, έλαβε υπόψη του γεγονότα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτή και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής. Όταν, όμως, το δικαστήριο της ουσίας, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα κατά νόμο χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, με βάση το σύνολο των εκτιθέμενων σ’ αυτήν πραγματικών περιστατικών, ως παραγωγικών του επίδικου δικαιώματος και προσδίδει στην προσβαλλόμενη με την αγωγή έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, δε λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα, ώστε να δημιουργείται λόγος αναίρεσης από τον αρ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αλλά υπάγει απλά στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου τα προταθέντα από τον ενάγοντα (Α.Π. 1542/2018, Α.Π. 1973/2007, Α.Π. 45/2006 και Α.Π. 1487/2005 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Άλλωστε, ο νομικός χαρακτηρισμός που δίδεται από τον ενάγοντα δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει το νόμο, προσδίδει στα επικαλούμενα προς θεμελίωση της αγωγής πραγματικά περιστατικά, τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει την αγωγή στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, σύμφωνα με την ιστορική βάση και το αίτημα της αγωγής (Α.Π. 281/2013 στον ιστότοπο www.areiospagos.gr). Ως “πράγματα” δε, κατά την ανωτέρω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση, ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος ή λόγου έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.Α.Π. 3/1997 Ελλ.Δ/νη 1997, σελ. 539, Α.Π. 1542/2018 και Α.Π. 1008/2010 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, που αποτελεί “πράγμα” κατά την ανωτέρω έννοια, αποτελεί και η επίκληση από τον συνδικαιούχο κοινού τραπεζικού λογαριασμού, ότι από την μεταξύ των συνδικαιούχων εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολοκλήρου του ποσού του λογαριασμού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού που δεν έκανε ανάληψη του ποσού, εξαίρεση, της οποίας, όπως προαναφέρεται, το βάρος επίκλησης και απόδειξης, έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά, που θεμελιώνουν το άνω εξαιρετικό δικαίωμά του (Α.Π. 1095/2018 και Α.Π. 1462/2006 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της έφεσης, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την από 29.3.2017 αγωγή του, ως προς τη σωρευόμενη αξίωση από αδικοπραξία, αφού η εναγομένη εικονικά ήταν δικαιούχος του κοινού λογαριασμού, όταν ανέλαβε δε, το ποσό από τον κοινό λογαριασμό, κατέστη κυρία αυτού μόνο για μία ιδεατή στιγμή και στη συνέχεια η κυριότητα των χρημάτων μεταβιβάστηκε σ’ αυτόν με προαντιφώνηση της νομής, ενώ η τελευταία παρέμεινε μόνο κάτοχος αυτού. Ωστόσο, η αγωγή, κατά το μέρος που στηρίζεται στις περί αδικοπραξίας διατάξεις, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση. Ειδικότερα, όσα ισχυρίζεται ο ενάγων στην αγωγή του, αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν αδικοπραξία της εναγομένης, κατά την έννοια του άρθρου 914 του Α.Κ., χωρίς την επικαλούμενη προϋπάρχουσα συμβατική σχέση της εντολής. Συνακόλουθα, απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι και το αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης της υποχρέωσης της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, για την αιτία αυτή, δεδομένου ότι τέτοια χρηματική ικανοποίηση οφείλεται μόνο στις οριζόμενες από το νόμο (άρθρα 299 του Α.Κ.) περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων δεν συμπεριλαμβάνεται και η αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης. Επιπροσθέτως, κατά τα αναφερόμενα στη ως άνω μείζονα σκέψη, η ανάληψη του περιεχομένου του κοινού λογαριασμού από την εναγομένη, συνδικαιούχου αυτού, δεν συνιστά υπεξαίρεση. Με τις ανωτέρω παραδοχές του, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του Α.Κ., δεχόμενο ότι οι εκτιθέμενες στην αγωγή ενέργειες της εφεσίβλητης, αληθείς υποτιθέμενες, δεν συνιστούν αδικοπραξία της εναγομένης, κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. Α.Κ. και πρέπει ν’ απορριφθούν ο δεύτερος λόγος της έφεσης και ο τρίτος, κατά το σκέλος του, με το οποίο ζητείται χρηματική ικανοποίηση, λόγω της υπεξαίρεσης αυτής.
- Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο ενάγων εκθέτει ότι η αγωγή του στηριζόταν όχι μόνο στη βάση από την αδικοπραξία, όπως εσφαλμένα θεώρησε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και σ’ αυτήν από τη σύμβαση εντολής, με βάση την εσωτερική συμφωνία του με την εναγομένη, αφού παρέθεσε τα πραγματικά περιστατικά, αλλά και τις σχετικές διατάξεις του νόμου, χωρίς ωστόσο, το τελευταίο να εξετάσει αυτήν (τη βάση). Πράγματι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, περιέχονται όλα τα αναγκαία, κατά νόμο στοιχεία, για τη θεμελίωση της επίδικης αξίωσης και μεταξύ των άλλων, εξατομικεύεται πλήρως ο κοινός λογαριασμός των διαδίκων (56937994), που διατηρούσαν στην …….. Bank, από τον οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έγιναν αυθαίρετα οι αναλήψεις των αιτούμενων με αυτή ποσών [(420 ευρώ και 21.260 ευρώ) (ad hoc Α.Π. 1001/2012 και Μον. Εφ.Αθ. 525/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”)]. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη (υπό στοιχείο ΙΙΙ), ο νομικός χαρακτηρισμός που δίδεται από τον ενάγοντα δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει το νόμο, προσδίδει στα επικαλούμενα προς θεμελίωση της αγωγής πραγματικά περιστατικά τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει την αγωγή στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, σύμφωνα με την ιστορική βάση και το αίτημα της αγωγής, στην περίπτωση δε, αυτή, δεν υποπίπτει στην πλημμέλεια του αρ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αφού υπάγει απλά στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου τα προταθέντα από τον ενάγοντα. Περαιτέρω, η αγωγή στηρίζεται και στην τεκμαρτή αξίωση του ενάγοντος (1/2) από τον ανωτέρω κοινό λογαριασμό, η οποία θεωρείται, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, ότι περιλαμβάνεται (ως έλασσον) στη μεγαλύτερη αιτούμενη αξίωσή του (βλ. σχετ. Α.Π. 1203/2010 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο, λοιπόν, δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή, χωρίς να εξετάσει τη σωρευόμενη αυτή βάση της, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361, 489, 490, 491, 493, 713, 719 και 721 του Α.Κ., σε συνδυασμό μ’ αυτή του άρθρου 1 §1 του ν. 5638/1932, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της έφεσης.
VΙ. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ως αόριστο το σωρευόμενο αίτημα της αγωγής για την καταβολή των μισθωμάτων, που του είχε εκχωρήσει η μητέρα του, με την αιτιολογία ότι δεν αναφερόταν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έλαβε χώρα η εκχώρηση αυτή και το ακριβές ύψος του μηνιαίου μισθώματος. Ωστόσο, από την επισκόπηση της από 29.3.2017 αγωγής προκύπτει ότι αναφέρονταν σ’ αυτήν όλα τα αναγκαία στοιχεία κατά νόμο, ήτοι η εκχώρηση των μισθωμάτων που κατέβαλε η μισθώτρια ………… στην εκμισθώτρια μητέρα του ενάγοντος, η οποία έλαβε χώρα στα τέλη του έτους 2010 και τα αναλυτικά κατά μήνα μισθώματα, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2012 έως τον Απρίλιο του 2016, συνολικού ποσού 7.296 ευρώ (λόγω εσφαλμένου μαθηματικού υπολογισμού αναφέρεται ποσό 7.386 ευρώ), τα οποία εισέπραξε η εναγομένη για λογαριασμό του και δεν του απέδωσε, ιδιοποιούμενη αυτά παράνομα. Επομένως, η αγωγή, ως προς το σωρευόμενο αυτό αίτημα ήταν ορισμένη και νόμιμη (άρθρα 455, 914, 932 του Α.Κ., σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 375 εδ. α´ του Π.Κ.) και πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της έφεσης και κατ’ επέκταση και ο τρίτος λόγος της, κατά το σκέλος του με το οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη, επειδή απορρίφθηκε το αίτημα για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης και ως προς την υπεξαίρεση αυτή.
VΙΙ. Κατά τα άρθρα 422 §1 και 424 του Κ.Πολ.Δ., τα οποία εισήχθησαν με την §3 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και, κατά την §4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, η ισχύς τους αρχίζει από 1.1.2016, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις (422 §1: “ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα”). Και (424: “ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων”). Επομένως, μετά την ισχύ των άρθρων 422 §1 και 424 του Κ.Πολ.Δ., με το ν. 4335/2015 (από 1.1.2016), το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μόνο αν ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, επιδώσει δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. Την τήρηση των αναγκαίων αυτών προϋποθέσεων έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει, όχι μόνο κατ’ ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ad hoc Α.Π. 1175/2019 και Α.Π. 673/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
VΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων ………./6.7.2017, που δόθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ιλίου ……….. και της ένορκης βεβαίωσης …. /6.7.2017, που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………………., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών – ενάγων, μετά από νομότυπη κλήτευση της εφεσίβλητης – εναγομένης, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης …/3.7.2017 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………… [(άρθρα 421, 422 §1 και 424 του Κ.Πολ.Δ., τα οποία εφαρμόζονται, όπως ισχύουν, μετά την προσθήκη τους με το άρθρο δεύτερο παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), (αντίθετα, οι ένορκες βεβαιώσεις ………./26.6.2017 που δόθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………., τις οποίες προσκομίζει η εναγομένη, δεν λαμβάνονται υπόψη, διότι στην από 19.6.2017 κλήση που επέδωσε στον ενάγοντα, δεν αναφέρονται το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα ούτε η διεύθυνση της κατοικίας των μαρτύρων αυτών, με αποτέλεσμα, η έλλειψή τους, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, να έχει ως συνέπεια ότι δεν είναι απλώς άκυρες, αλλά ανύπαρκτες ως αποδεικτικό μέσο, η τήρηση δε των αναγκαίων αυτών προϋποθέσεων ερευνάται από το δικαστήριο, όχι μόνο κατ’ ένσταση, αλλά και αυτεπάγγελτα)], καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 724), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι ήταν σύζυγοι, αφού, στις 21.4.2007, τέλεσαν νόμιμο γάμο, με την απόφαση δε, 7270/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητη, λύθηκε ο γάμος τους, επειδή από τον Ιούλιο του 2016 και για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, βρίσκονταν σε διάσταση. Ο εκκαλών έπασχε από κρίσεις πανικού, με συνοδό αγοραφοβία, εμφανίζοντας φοβικές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα σε κλειστούς χώρους και για το λόγο αυτό, κατά τη διάρκεια του γάμου του με την εφεσίβλητη, η τελευταία συνήθιζε να διεκπεραιώνει τόσο τις δικές του συναλλαγές, όσο και τις οικογενειακές. Προς τούτο, περί τα τέλη του έτους 2008, ο εκκαλών άνοιξε στην Τράπεζα .., τον με αριθμό ………… κοινό λογαριασμό, με συνδικαιούχο την εφεσίβλητη, στον οποίο κατέθεσε το ποσό των 5.000 ευρώ. Στις 26.8.2011, η εφεσίβλητη, κατόπιν συμφωνίας με τον εκκαλούντα, ανέλαβε από τον ως άνω λογαριασμό, το ποσό των 18.850 ευρώ (στο λογαριασμό απέμεινε υπόλοιπο 3,40 ευρώ), το οποίο και κατέθεσε, μαζί με το ποσό των 1.150 ευρώ, σε άλλο κοινό λογαριασμό της εφεσίβλητης με συνδικαιούχο τον εκκαλούντα, που απέκτησαν στην …. Bank (με αριθμό ……..). Τούτο έγινε, προκειμένου να τοποθετηθεί το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ σε κλειστή (ετήσια αρχικά, στη συνέχεια 6μηνη, μετά 18μηνη και τους δύο τελευταίους μήνες μηνιαία) προθεσμιακή κατάθεση, η οποία ήταν πιο κερδοφόρα, αποδίδοντας μεγαλύτερο ποσό τόκων. Η διαδικασία αυτή ανανέωσης της προθεσμιακής κατάθεσης ακολουθήθηκε έως και τον Απρίλιο του 2016. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την κίνηση του ως άνω λογαριασμού, η εφεσίβλητη, λίγο πριν την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της με τον εκκαλούντα, ανέλαβε, αρχικά, στις 10 Μαΐου του έτους 2016, το ποσό των 420 ευρώ και μετά από τρεις ημέρες το ποσό των 21.260 ευρώ (στον λογαριασμό έμεινε υπόλοιπο 4,18 ευρώ). Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση, ως συνδικαιούχων, προκύπτει άλλη αναλογία από αυτήν που εκθέτει με την αγωγή ο εκκαλών ή του τεκμηρίου του άρθρου 493 του Α.Κ. (ήτοι ότι ανήκουν στον τελευταίο 5.000 ευρώ και το υπόλοιπο ποσό, των 16.260 ευρώ, ανήκε σ’ αυτήν), ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρει με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Ο ισχυρισμός της αυτός, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη συνιστά νόμιμη ένσταση (άρθρο 493 Α.Κ.), την οποία η ίδια οφείλει ν’ αποδείξει. Περαιτέρω, ως προς το ποσό των 18.850 ευρώ, που αναλήφθηκε από τον αρχικό κοινό λογαριασμό των διαδίκων, στην Τράπεζα ……, αποδείχθηκε ότι : α) ποσό 5.000 ευρώ, που κατατέθηκε στις 24.12.2008, ανήκε στον εκκαλούντα, όπως άλλωστε συνομολογείται και από την εφεσίβλητη, η οποία προσκομίζει και το σχετικό παραστατικό της Τράπεζας και β) το υπόλοιπο δε ποσό των 13.841,46 ευρώ, ανήκε στην εφεσίβλητη, προήλθε δε από δωρεές του πατέρα της, ……….. και συγκεκριμένα, 3.500 ευρώ στις 20.8.2010, 2.000 ευρώ στις 4.4.2011, 1.000 ευρώ με την κατάθεση της ………. ισόποσης επιταγής της Ε.Τ.Ε., 3.000 ευρώ στις 30.5.2011 και 4.341,46 ευρώ στις 22.8.2011, με την κατάθεση της ………. ισόποσης της Alpha Bank. Όσον αφορά στο τελευταίο αυτό ποσό, των 4.341,46 ευρώ, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε τμήμα των χρημάτων, που έλαβε από την εταιρεία “…………”, όπου εργαζόταν, προσκομίζει δε προς τούτο την ………. ισόποση επιταγή με ημερομηνία έκδοσης 20.8.2011, με εκδότρια διαφορετική εταιρεία, την …………. εις διαταγήν της εταιρείας ………….. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του ότι ο εκκαλών δεν προσκομίζεται η οπίσθια όψη της επιταγής αυτής, ώστε να φαίνονται τυχόν οπισθογραφήσεις της, δεν αποδεικνύεται ότι κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στον κοινό λογαριασμό της Τράπεζας ……. Αντίθετα, από την κίνηση του τελευταίου αυτού λογαριασμού, που προσκομίζει η εφεσίβλητη, αποδεικνύεται ότι η κατάθεση του ποσού των 4.341,46 ευρώ έγινε μέσω της ισόποσης επιταγής ……….. της ….. Bank, την οπίσθια όψη της οποίας προσκομίζει και φαίνεται η οπισθογράφηση του δικαιούχου αυτής – πατέρα της και η κατάθεσή της στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων. Όπως, μάλιστα συνομολογεί η εφεσίβλητη με τις προτάσεις της, το ποσό της επιταγής του εκκαλούντος δόθηκε στον πατέρα της για την εξόφληση του με αριθμού κυκλοφορίας ………. αυτοκινήτου, το οποίο ο τελευταίος είχε πωλήσει στον πρώτο, γεγονός για το οποίο δεν δίνεται διαφορετική εξήγηση από τον εκκαλούντα. Επίσης, και τα υπόλοιπα ποσά, τα οποία ισχυρίζεται ο εκκαλών ότι έλαβε από την εταιρεία, στην οποία εργαζόταν (2.127,92 ευρώ, με ημερομηνία καταβολής 18.5.2011 και 4.500 ευρώ με ημερομηνία καταβολής 14.1.2011), δεν συνδέονται με τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι τα χρήματα αυτά τοποθετήθηκαν στο λογαριασμό αυτό. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι το ποσό των 1.000 ευρώ, που ενσωματώθηκε στην ……… επιταγή της Τράπεζας της Ελλάδος, αφορούσε αμοιβή του εκκαλούντος, όπως αυτός ισχυρίζεται, από έργο που έκανε για λογαριασμό του πατέρα της εφεσίβλητης, αφού εκδόθηκε εις διαταγήν του τελευταίου και δεν οπισθογραφήθηκε προς τον εκκαλούντα. Άλλωστε, με την αγωγή του δεν κάνει αναφορά για κατάθεση τέτοιου ποσού στον ως άνω κοινό λογαριασμό του με την εφεσίβλητη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στο νέο κοινό λογαριασμό των διαδίκων, στην …… Bank, η εφεσίβλητη, εκτός από το ποσό των 18.850 ευρώ (που αναλήφθηκε από τον πρώτο κοινό λογαριασμό των διαδίκων στην Τράπεζα …….), κατέθεσε και η ίδια, από δικά της χρήματα αυτό των 1.150 ευρώ, στις 26.8.2011, όπως προκύπτει από το σχετικό παραστατικό της τελευταίας Τράπεζας. Επομένως, αποδείχθηκε ως και κατ’ ουσία βάσιμη η ένσταση της (εφεσίβλητης), ότι από τη μεταξύ των διαδίκων εσωτερική σχέση, ως συνδικαιούχων, στον τελευταίο κοινό λογαριασμό τους, στην ……. Bank, με αριθμό ……., μόνο το ποσό των 5.000 ευρώ ανήκε στον εκκαλούντα. Σημειώνεται ότι η αναφορά της εφεσίβλητης στο από 30.6.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό, που αφορούσε στη ρύθμιση των σχέσεών των διαδίκων, ενόψει της επικείμενης διάσπασης της έγγαμης συμβίωσής τους, στο οποίο γινόταν αναφορά από την τελευταία ότι ο εκκαλών δικαιούται το ποσό των 8.000 ευρώ, από τον τελευταίο κοινό τους λογαριασμό, συνιστά εξώδικη ομολογία, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, όπως δε αναφέρθηκε ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι μόνο το ποσό των 5.000 ευρώ, από το λογαριασμό αυτό, ανήκε στον εκκαλούντα, ποσό το οποίο η εφεσίβλητη δεν έχει καταβάλει στον τελευταίο. Επιπλέον, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η μητέρα του εκκαλούντος, είχε εκμισθώσει στην …………, από τις 9.5.2009, ένα ισόγειο διαμέρισμα, κυριότητάς της, επιφάνειας 70 τ.μ., που βρίσκεται σε οικοδομή στο Ίλιον Αττικής, επί της οδού …………. Το μίσθωμα είχε οριστεί, αρχικά, στο ποσό των 400 ευρώ, από τις 30.4.2012 μειώθηκε σε 350 ευρώ, από τις 29.4.2013 σε 200 ευρώ, από την 1.6.2015 δε, ανήλθε στο ποσό των 300 ευρώ. Επειδή, όμως, οι διάδικοι αποφάσισαν να τεκνοποιήσουν και τούτο μπορούσε να γίνει μόνο με εξωσωματική γονιμοποίηση, η μητέρα του εκκαλούντος, θέλοντας να τους βοηθήσει οικονομικά, εκχώρησε στον τελευταίο, στα τέλη του 2010, τα μισθώματα, που λάμβανε, από το ανωτέρω μίσθιο. Τούτο κατέθεσαν με σαφήνεια, τόσο η μισθώτρια, όσο και η μητέρα του εκκαλούντος, με τις προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους (…. και ……/2016 αντίστοιχα). Μάλιστα, η μισθώτρια κατέθεσε τόσο για την εκχώρηση της απαίτησης της εκμισθώτριας, η οποία της αναγγέλθηκε εντός του έτους 2010, όσο και για το ότι τα μισθώματα εισέπραττε η εφεσίβλητη, για λογαριασμό του εκκαλούντος. Ωστόσο, για λόγους που αφορούσαν στους διαδίκους, δεν προχώρησε η προσπάθεια τεκνοποίησης με εξωσωματική γονιμοποίηση. Παρ’ όλα αυτά, η εφεσίβλητη συνέχισε να εισπράττει τα μισθώματα, μάλιστα, ενώ αρχικά καταβάλλονταν σε μετρητά, από το καλοκαίρι του 2012, η τελευταία έδωσε στην ως άνω μισθώτρια έναν ατομικό της λογαριασμό, στην … Τράπεζα, προκειμένου να κατατίθενται εκεί, κάτι το οποίο η μισθώτρια έκανε. Από τον Ιούλιο δε του 2012 έως και τον Απρίλιο του 2016, αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη εισέπραξε από την ως άνω μισθώτρια, για λογαριασμό του εκκαλούντος, τα παρακάτω ποσά έναντι των οφειλόμενων μισθωμάτων και ειδικότερα : στις 3.7.2012 ποσό 350 ευρώ, στις 8.8.2012 ποσό 350 ευρώ, στις 7.2.2013 ποσό 250 ευρώ, στις 15.7.2013 ποσό 315 ευρώ, στις 13.8.2013 ποσό 300 ευρώ, στις 11.9.2013 ποσό 216 ευρώ, στις 14.4.2014, 20.6.2014, 21.7.2014, 22.10.2014, 21.11.2014, 19.12.2014, 27.1.2015, 20.2.2015, 27.3.2015, 17.4.2015, 26.5.2015, 17.6.2015 και στις 25.8.2015 από ποσό 300 ευρώ κάθε φορά και στις 23.9.2015, 9.10.2015, 18.11.2015, 18.12.2015, 21.1.2016, 16.3.2016 και 21.4.2016 από 200 ευρώ κάθε φορά συνολικά δε, εισέπραξε το ποσό των 7.296 ευρώ. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι από το ποσό αυτό καταβλήθηκαν οι φόροι των μισθωμάτων, ούτε ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. του μισθίου, αφού μ’ αυτά δεν επιβαρυνόταν ο εκκαλών, όπως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη, αλλά η μητέρα του. Το ανωτέρω συνολικό ποσό των 7.296 ευρώ η εφεσίβλητη, αν και εισέπραξε για λογαριασμό του εκκαλούντος, δεν του το απέδωσε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Η βούλησή της αυτή εκδηλώθηκε στις 19.9.2016, όταν παρήλθε άπρακτη η προθεσμία των τριών ημερών, που της είχε τάξει ο εκκαλών, με το από 12.9.2016 εξώδικο, το οποίο της επιδόθηκε στις 15.9.2016. Η εφεσίβλητη, συνομολογεί την είσπραξη των ανωτέρω ποσών, ωστόσο επικαλέστηκε αρχικά, στο από 29.5.2016 εξώδικό της προς τον εκκαλούντα, ότι τα μισθώματα τα επέστρεφε στη μητέρα του, για λογαριασμό της οποίας και τα εισέπραττε, ενώ αντίθετα, με τις προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ισχυρίστηκε ότι τα απέδιδε στον εκκαλούντα για τις υπερβολικές ανάγκες του, χωρίς ν’ αναφέρει συγκεκριμένες ημερομηνίες και χωρίς ν’ αποδειχθούν τέτοιες καταβολές. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την υπαίτια και παράνομη αυτή πράξη της εφεσίβλητης, ο εκκαλών υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, με αποτέλεσμα να υπέχει (η εφεσίβλητη) υποχρέωση να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάστασή της. Λαμβανομένων δε, υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της προσβολής, του είδους και της βαρύτητας αυτής, του έντονου ψυχικού άλγους, που προκλήθηκε στον εκκαλούντα εξαιτίας της πράξης αυτής της τότε συζύγου του, του βαθμού του πταίσματος της τελευταίας και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμούνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εκκαλών δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), καθώς και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 9/2015 στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr).
ΙΧ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 833/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια, για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι της έφεσης και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 29.3.2017 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 12.896 ευρώ. Το αίτημα για την καταβολή τόκων πρέπει να γίνει δεκτό για το ποσό των 12.296 ευρώ από τις 19.9.2016, οπότε παρήλθε άπρακτη η προθεσμία των τριών ημερών, που είχε τάξει στην εναγομένη, ο ενάγων, με το από 12.9.2016 εξώδικο, το οποίο της επιδόθηκε στις 15.9.2016 και γι’ αυτό των 600 ευρώ, που αφορά στη χρηματική ικανοποίηση, από την επίδοση της αγωγής. Επομένως, εφόσον έγινε δεκτή, η έφεση και εξαφανίστηκε, έστω και για κάποια κονδύλια η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ……………. ηλεκτρονικό παράβολο. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ανάλογα με την έκταση της νίκης του τελευταίου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 69 §1, 68 §1 και 63 §1 περ. i. α του ν. 4194/2013), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 3.12.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 833/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατά τα κονδύλια που αφορούν : α) σε ποσό 21.680 ευρώ, από τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων, β) ποσό 7.296 ευρώ από την υπεξαίρεση μισθωμάτων και γ) το αιτούμενο ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, μόνο εξαιτίας της ως άνω (στοιχείο β) αδικοπραξίας.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 29.3.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή, ως προς τα ανωτέρω κονδύλια.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τα ανωτέρω κονδύλια.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη, ……….., οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, ………., το ποσό των δώδεκα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα έξι (12.896) ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για το ποσό των δώδεκα χιλιάδων διακοσίων ενενήντα έξι (12.296) ευρώ από τις 19.9.2016 και γι’ αυτό των εξακοσίων (600) ευρώ από την επίδοση της αγωγής.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει την εναγομένη – εφεσίβλητη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 6 Απριλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ