ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 278/2020
ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 11.2.2018 έφεση του ηττηθέντος εναγομένου, κατά της οριστικής απόφασης 279/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε ερήμην του, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή την από 17.1.2017 αγωγή του ενάγοντος, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, νόμιμα ασκήθηκε και ο πρόσθετος λόγος της έφεσης, κατ’ άρθρο 520 §2 του Κ.Πολ.Δ., ήτοι πριν τριάντα ημέρες από τη μετ’ αναβολή συζήτηση της υπόθεσης (Ολ.Α.Π. 2091/1986, Α.Π. 1822/2017 και Α.Π.2027/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) και πρέπει να συνεκδικαστεί με την τελευταία (άρθρα 31 §1 και 246 του ίδιου Κώδικα). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3 περ. Α στοιχ. β´ του Κ.Πολ.Δ. Εξάλλου, επειδή η έφεση αυτή του τελευταίου, που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532 και 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δ., να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση (χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αρκούσης της τυπικής παραδοχής της), μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετο λόγο αυτής, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιούται δε ο εκκαλών – εναγόμενος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα μπορούσε να προτείνει και πρωτόδικα (Α.Π. 579/2018 και Α.Π. 546/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Σημειωτέον ότι η έφεση αυτή, κατά της ερήμην εκδοθείσας απόφασης, έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (Α.Π. 884/2007 Χρ.Ι.Δ. 2008, σελ. 52), απορριπτομένου του ισχυρισμού του εφεσίβλητου περί καταχρηστικής άσκησης των λόγων της. Πρέπει, επομένως, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί εκ νέου η ως άνω αγωγή, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙ. Με την από 17.1.2017 αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ο ενάγων, Αυστριακός υπήκοος, ιστορούσε ότι ο εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος ανώνυμης εταιρείας, εξέδωσε την ειδικά αναφερόμενη μεταχρονολογημένη δίγραμμη τραπεζική επιταγή της ………… Τράπεζας, ποσού 22.500 ευρώ, πληρωτέα εις διαταγήν του, αυτός δε, τη μεταβίβασε περαιτέρω σε αλλοδαπή Τράπεζα του τόπου κατοικίας του, για να εξοφληθεί, μέσω του γραφείου συμψηφισμού. Ότι, αν και εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή, δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της (επιταγής). Ότι ο εναγόμενος, αν και γνώριζε ότι η εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία δεν θα είχε διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της, κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής της επιταγής, παρά ταύτα προέβη στην έκδοσή της. Ότι, αφού κατέβαλε (ο ενάγων) το ισόποσο της επιταγής στην αντίστοιχη Τράπεζα, του εκχωρήθηκε η τελευταία και έγινε νόμιμος κομιστής της εξ αναγωγής. Ότι από την παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος ενήργησε στο πλαίσιο των καθηκόντων του, ζημιώθηκε κατά το ποσό της επιταγής, καθώς και με το ποσό των 25 ευρώ για τραπεζικά έξοδα λόγω της μη πληρωμής της. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει, λόγω της αδικοπραξίας του, ως αποζημίωση, το ποσό των 22.525 ευρώ, καθώς και αυτό των 7.600 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με το νόμιμο τόκο. Επιπλέον, ζήτησε να απαγγελθεί σε βάρος του τελευταίου προσωπική κράτηση, διάρκειας έξι (6) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 340, 345, 346, 914 του Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 79 του ν. 5960/1933 και 1047 του Κ.Πολ.Δ. και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, αφού καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων, όπως τούτο μνημονεύεται ρητά στην πρωτόδικη απόφαση. Σημειωτέον ότι το Δικαστήριο τούτο έχει διεθνή δικαιοδοσία να τη δικάσει την υπόθεση, η οποία έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, διότι σύμφωνα με το άρθρο 7 περ. 2 του 2ου Τμήματος του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, τόπος τέλεσης, που συνέβη το ζημιογόνο γεγονός είναι η Ελλάδα και μάλιστα ο Πειραιάς, όπου, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήταν πληρωτέα η επίδικη επιταγή και ο εναγόμενος παρέλειψε να καταθέσει το απαιτούμενο ποσό για την πληρωμή της.
ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων …../8.5.2017 και ….. /20.3.2019, που δόθηκαν ενώπιον του Γενικού Πρόξενου της Ελλάδας στο Σάλτζμπουργκ της Αυστρίας, ύστερα από νομότυπη κλήτευση του εναγομένου – εκκαλούντος, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης …./2.5.2017 και …./15.3.2019 αντίστοιχα του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Εύβοιας, …….. [(άρθρα 421, 422 §1 και 424 Κ.Πολ.Δ., τα οποία εφαρμόζονται, όπως ισχύουν, μετά την προσθήκη τους με το άρθρο δεύτερο παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 §3, 339 και 395 του Κ.Πολ.Δ.), μερικά από τα οποία μνημονεύονται πιο κάτω ειδικά, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης (Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο εναγόμενος υπό την ιδιότητά του, ως Πρόεδρος του Δ.Σ. και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία “………….”, που έχει έδρα στο Δήμο ….. του Νομού Βοιωτίας, εξέδωσε, τον Ιούλιο του 2014, στην πόλη Λιντζ της Αυστρίας, τη με αριθμό ………. δίγραμμη μεταχρονολογημένη επιταγή, με φερόμενη ημερομηνία τις 30.9.2014 και ποσού 22.500 ευρώ, με πληρώτρια την “………. ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.”, συρόμενη από τον ………. λογαριασμό της ως άνω εταιρείας, στο υποκατάστημα του Πειραιά. Ο ενάγων, ο οποίος είναι Αυστριακός υπήκοος και διαμένει στην πόλη ….. της Αυστρίας, στις 3.10.2014, ως λήπτης της επιταγής, τη μεταβίβασε με λευκή οπισθογράφηση, στην εκεί ευρισκόμενη Τράπεζα, “………….” και πιστώθηκε το ποσό της στο λογαριασμό του. Ακολούθως, η ως άνω Τράπεζα, στις 6.10.2014, μεταβίβασε την επιταγή αυτή, δια της ανταποκρίτριας Τράπεζας “………..”, εις διαταγήν της Τράπεζας “………..”, για να εξοφληθεί συμψηφιστικά, αφού η τελευταία πλήρωσε την επιταγή στην πρώτη Τράπεζα με έδρα την Αυστρία και έθεσε, στην οπίσθια πλευρά της, στις 14.10.2014, την ένδειξη ότι εξοφλήθηκε (συμψηφιστικά). Ακολούθως, η Τράπεζα “……….” εμφάνισε την επιταγή εμπρόθεσμα, στις 15.10.2014 (ήτοι εντός της 20ήμερης προθεσμίας, κατ’ άρθρο 29 ν. 5960/1933, εφόσον εκδόθηκε σε άλλη χώρα, εκτός αυτής της πληρωμής αλλά στην ίδια ήπειρο), προς πληρωμή, μέσω του γραφείου συμψηφισμού της πληρώτριας Τράπεζας. Όμως, κατόπιν ελέγχου, η τελευταία δεν πλήρωσε την επιταγή, λόγω έλλειψης υπολοίπου στον τηρούμενο σ’ αυτήν λογαριασμό, εκδίδοντας την από 15.10.2014 σχετική βεβαίωση. Κατόπιν τούτων, η επιταγή επιστράφηκε στον ενάγοντα, με εκχώρηση, μαζί με τη σχετική αξίωση κατά του εναγομένου από την αδικοπραξία και χρεώθηκε ο λογαριασμός του με το ποσό της, καθώς και με ποσό 25 ευρώ για τα έξοδα εμφάνισής της. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η επιταγή αυτή αφορούσε σε υπηρεσίες που παρείχε ο ενάγων στην εταιρεία, την οποία εκπροσωπούσε ο εναγόμενος. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες που παρείχε ο ενάγων στην πιο πάνω εταιρεία συνίσταντο, με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, στην έρευνα της αγοράς στην Αυστρία, στις άλλες γερμανόφωνες χώρες και στην Ασία και στη δημιουργία επαφών για λογαριασμό της ίδιας εταιρείας, με προμηθευτές πρώτων υλών σιδήρου και χάλυβα αλλά και πιθανούς αγοραστές των προϊόντων της. Η αμοιβή του (ενάγοντος) είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 3.750 ευρώ το μήνα και η χρονική διάρκεια της συμφωνίας αυτής είχε διάρκεια από την 1.7.2013 έως και τις 30.6.2014. Η υπό κρίση επιταγή αφορούσε στις υπηρεσίες του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως τις 30.6.2014 (3.750 ευρώ Χ 6 μήνες = 22.500 ευρώ). Προς τούτο μάλιστα ο τελευταίος εξέδωσε στις 15.7.2014 το με αριθμό ………… τιμολόγιο, το ποσό του οποίου έπρεπε να καταβληθεί εντός 14 ημερών. Ωστόσο, ο εναγόμενος μετέβη στην Αυστρία και περί τα τέλη Ιουλίου 2014 εξέδωσε την υπό κρίση επιταγή, ο δε ενάγων δέχθηκε να του δώσει πίστωση δύο μηνών, όπως κατέθεσε η σύζυγος του, με την ……./2017 ένορκη βεβαίωσή της. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εξέδωσε την ως άνω επιταγή, αν και γνώριζε, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης όσο και αυτόν της πληρωμής της, ότι δεν είχε η εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της, διότι ως Πρόεδρος του Δ.Σ. αυτής, γνώριζε άριστα τις οικονομικές της υποχρεώσεις, τις έναντι τρίτων απαιτήσεις και προέβαινε στην κατάρτιση όλων των εμπορικών συμφωνιών αυτής με προμηθευτές, πελάτες και Τράπεζες. Σημειωτέον ότι, όπως κατέθεσε η σύζυγος του ενάγοντος, για το πρώτο εξάμηνο, που παρείχε ο τελευταίος τις υπηρεσίες του στην εταιρεία, με την επωνυμία “…………………”, ο εναγόμενος είχε εκδώσει, τον Ιανουάριο του 2014 και άλλη ισόποση μεταχρονολογημένη επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης τις 31.7.2014, κατόπιν εκδόσεως του τιμολογίου …….. του τελευταίου. Ούτε, όμως, το αυτό ποσό κατέβαλε η ως άνω εταιρεία, ωστόσο, ο ενάγων δεν εμφάνισε την τελευταία επιταγή, πεισθείς στις υποσχέσεις του εναγομένου, κατά το τελευταίο ταξίδι του στην Αυστρία, ότι θα έμβαζε στο λογαριασμό του το σχετικό ποσό. Ο ισχυρισμός του εναγομένου, που προβλήθηκε με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ότι δεν καταβλήθηκε στο ενάγοντα το ποσό της επιταγής, επειδή η συμφωνία με την εταιρεία “…………..”, για την οποία είχε μεσολαβήσει, δεν είχε το επιθυμητό οικονομικό αποτέλεσμα για την εταιρεία που εκείνος εκπροσωπούσε (εναγόμενος), ανεξαρτήτως της αοριστίας του (δεν αναφέρεται το είδος των προϊόντων, τα οποία αποτελούσαν αντικείμενο της συμφωνίας προμήθειας μεταξύ των δύο εταιρειών, ούτε ποια ήταν η ποσότητα των προϊόντων που η πρώτη εταιρεία επιθυμούσε να εξασφαλίσει, ούτε πιο το επιθυμητό οικονομικό αποτέλεσμα της συμφωνίας με την αλλοδαπή εταιρεία), είναι μη νόμιμος, διότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 και συνακόλουθα της αδικοπραξίας από το άρθρο 914 του Α.Κ., δεν ενδιαφέρει η αιτία έκδοσης της επιταγής και ιδίως, η ανυπαρξία του χρέους, ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία εκδόθηκε η ακάλυπτη επιταγή, η ακυρότητα, η απόσβεση ή το ανεπίτρεπτο της άσκησης της απαίτησης από την υποκείμενη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής (Α.Π. 1804/2012 και Α.Π. 281/2003 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “NΟΜΟΣ”). Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι για την έκδοση της ως άνω επιταγής, υπήρχε η πιο πάνω αναφερθείσα νόμιμη υποκείμενη σχέση, μεταξύ του ενάγοντος και της εκπροσωπούμενης από τον εναγόμενο εταιρείας, χωρίς να αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή της αμοιβής του πρώτου η επίτευξη συγκεκριμένου οικονομικού αποτελέσματος, μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία “……………….” και της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας, αφού δεν ήταν επιφορτισμένος (ο ενάγων) με το αντικείμενο αυτό. Σχετικά μάλιστα κατέθεσε, με την …./2019 ένορκη βεβαίωση και ο …….., νόμιμος εκπρόσωπος άλλης αλλοδαπής εταιρείας (της ………….), τον οποίο ο ενάγων είχε συστήσει στον εναγόμενο και οδηγήθηκαν σε εμπορική συνεργασία, χωρίς ωστόσο, να συμμετέχει στους ειδικότερους όρους αυτής, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ο ενάγων. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ο προβαλλόμενος με το δεύτερο λόγο της έφεσης ισχυρισμός ότι ο ενάγων γνώριζε πως η εταιρεία με την επωνυμία “……………”, την οποία εκπροσωπούσε ο εναγόμενος, είχε έντονα οικονομικά προβλήματα, ούτε ότι έλαβε την ένδικη επιταγή εν γνώσει της έλλειψης αντικρίσματός της και της εντεύθεν αδυναμίας για πληρωμή της, ούτε, κατά συνέπεια, ότι με τη συμπεριφορά του αυτή, βρίσκεται σε κακή πίστη επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού της επιταγής, αποδεχόμενος τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοσή της ως ακάλυπτης (Α.Π. 1804/2012 ό.π., Α.Π. 29/2006 Δ.Ε.Ε. 2006, σελ. 503 σχετ. και Α.Π. 281/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 444). Το γεγονός δε, ότι συναίνεσε στην έκδοση μεταχρονολογημένης επιταγής, όπως συχνά συμβαίνει, σε περιπτώσεις ύπαρξης σχετικά μακράς συνεργασίας, δεν σημαίνει ότι ο ενάγων αποδέχτηκε και τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της επίδικης επιταγής. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ούτε ο προβαλλόμενος με τον τρίτο λόγο της έφεσης ισχυρισμός του εναγομένου, ότι ο ενάγων άσκησε την αγωγή, κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, εφόσον έχει ήδη πετύχει την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της ως άνω εταιρείας, της οποίας είναι νόμιμος εκπρόσωπος και έχει προβεί σε κατάσχεση όλων των τραπεζικών λογαριασμών, τόσο της τελευταίας, όσο και των δικών του. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του ότι η άσκηση της αξίωσης από την αδικοπραξία, δεν αποκλείεται από την τυχόν ασκηθείσα από τον δικαιούχο αξίωση εκ της επιταγής (Α.Π. 343/2013, Α.Π. 449/2012 και Α.Π. 1051/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), εφόσον με αυτή ο ενάγων ζητεί και μπορεί να επιτύχει προσωπική κράτηση του υπόχρεου (Α.Π. 1664/2005 Δ.Ε.Ε. 2006, σελ. 188), οι κατασχέσεις των προσωπικών τραπεζικών λογαριασμών του εναγομένου έλαβαν χώρα δυνάμει της εκκαλουμένης, η οποία είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, από την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη του εναγομένου, η οποία έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, που του είχαν ανατεθεί από την εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 68 και 71 του A.K., αντιπροσωπεύοντας αυτήν και εκφράζοντας τη βούλησή της, ο ενάγων υπέστη ζημία, κατά το ποσό της επιταγής (22.500 ευρώ), καθώς και ως προς τα τραπεζικά έξοδα εμφάνισης και σφράγισης αυτής (25 ευρώ), ποσά τα οποία πρέπει να υποχρεωθεί (ο εναγόμενος) να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι από την υπαίτια και παράνομη αυτή πράξη του εναγομένου, ο ενάγων υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, με αποτέλεσμα να υπέχει ο πρώτος υποχρέωση να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάστασή της. Λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της προσβολής, του είδους και της βαρύτητας αυτής, της προσβολής της πίστης του ως ελεύθερου επαγγελματία και της ψυχικής του ταλαιπωρίας, επί σειράς ετών, για την διεκδίκηση της απαίτησής του, μέσω δικαστικών αγώνων, που προκλήθηκε εξαιτίας της πράξης αυτής του εναγομένου, του βαθμού του πταίσματος του τελευταίου και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, ποσό το οποίο κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), καθώς και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 9/2015 στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr). Τέλος, το αίτημα για την επιβολή προσωπικής κράτησης του εναγομένου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι το ποσό που επιδικάστηκε στον ενάγοντα υπολείπεται αυτού των 30.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται από το νόμο (άρθρο 1047 §2 του Κ.Πολ.Δ.), η επιβολή προσωπικής κράτησης, όπως διατείνεται και ο εναγόμενος με τον πρόσθετο λόγο της έφεσης.
ΙV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 23.525 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ………….. ηλεκτρονικό παράβολο. Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε, θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εναγόμενος – εκκαλών, ανάλογα με την έκταση της ήττας του, στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνη του ενάγοντος, κατόπιν του σχετικού αιτήματος του τελευταίου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 63 §1 περ. i στοιχ. α, 68 §1 και 69 §1 του ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, με την οποία ο εκκαλών, ως ηττηθείς διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή τους, δεν αντιφάσκει με τη διάταξη με την οποία γίνεται δεκτή η έφεση του ιδίου και εξαφανίζεται η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176 – 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός του (Α.Π. 692/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 11.2.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. /2018 έφεση και τον από 1.10.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 πρόσθετο λόγο αυτής, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση και τον πρόσθετο λόγο αυτής.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 279/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 17.1.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει αυτήν.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο ……… να καταβάλει στον ενάγοντα, ……….., το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι πέντε (23.525) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα, ………., του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 6 Απριλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ