Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 271/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Σε περίπτωση επανάληψης της συζήτησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, ακόμα και εάν οι διάδικοι που έχουν παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης απουσιάζουν κατά την επανάληψη της συζήτησης, θεωρούνται δικαζόμενοι κατ’ αντιμωλία, δίχως να είναι απαραίτητο αυτοί να καταθέσουν νέες προτάσεις. Ο καθορισμός από το νομοθέτη διαφορετικής αμοιβής μεταξύ δύο υπαλλήλων που συνδέονται με το Δημόσιο ως εργοδότη, ο ένας με σχέση δημοσίου δικαίου και ο άλλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δικαιολογείται από γενικότερους λόγους κοινωνικού συμφέροντος, σχετικώς με τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, ενόψει και των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν καθεμία από τις κατηγορίες των υπαλλήλων αυτών και δεν συνιστά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης.

 

Αριθμός     271 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα E.T.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 και 254 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν για οποιονδήποτε λόγο, που εμφανίζεται μετά τη συζήτηση της υπόθεσης (όπως η εξαίρεση δικαστή), καταστεί αδύνατη η έκδοση της απόφασης, επιβάλλεται η επανάληψη της συζήτησης, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Έτσι, σε περίπτωση επανάληψης της συζήτησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, ακόμα και εάν οι διάδικοι που έχουν παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης απουσιάζουν κατά την επανάληψη της συζήτησης, θεωρούνται δικαζόμενοι κατ’ αντιμωλία, δίχως να είναι απαραίτητο αυτοί να καταθέσουν νέες προτάσεις (βλ. ΕφΑθ 143/2013 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 597/2012 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 1503/2010 ΕΦΑΔ 2011, 212,  ΕφΛαρ 519/2007 ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» εκδ. 2η αρθρ. 307 αρ. 9 σελ. 514).

Στην προκείμενη περίπτωση, νομίμως εισάγεται προς νέα συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η υπό κρίση έφεση, με την από 1-10-2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 651/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (σε Συμβούλιο), δυνάμει της οποίας, το προαναφερθέν Δικαστήριο, αφού αποφάνθηκε ότι η Εφέτης (Αικατερίνη Κοκόλη) που, αρχικώς, είχε δικάσει την εν λόγω υπόθεση είναι εξαιρετέα (λόγω αυτοεξαιρέσεως κατ’ άρθρον 55 παρ. 1 του ΚΠολΔ)  της συζήτησής της, διέταξε την επανάληψη αυτής (συζήτησης), χωρίς τη συμμετοχή της ανωτέρω εξαιρετέας Δικαστή. Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4776/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 29-10-2014 (υπ’  αριθ.  …………/09-10-2014 εκθ. καταθ.) αγωγής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες (στον αντίκλητό τους) στις 6-6-2016 (βλ. την υπ’ αριθ. …………./6-6-2016 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………) και η έφεση κατατέθηκε στις 19-5-2016 (βλ. την υπ’ αριθ. ……………/19-5-2016 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 591 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο ένατο του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4335/2015). Επομένως, πρέπει, η υπό κρίση έφεση, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1, και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015). Σημειωτέον ότι όσον αφορά στους εκκαλούντες,  οι οποίοι είχαν παρασταθεί νομοτύπως ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού στην ως άνω αρχική συζήτηση της εν λόγω υποθέσεως (στη δικάσιμο της 17ης Μαΐου 2018), αλλά δεν παραστάθηκαν κατά την παρούσα δικάσιμο, μολονότι κλητεύθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως προς τούτο (βλ. τις από 9-11-2018 εκθέσεις επίδοσης του αρχιφύλακα του Α.Τ. Σαλαμίνος ………………) θεωρείται ότι αυτοί δικάζονται κατ’ αντιμωλίαν, ενόψει του ότι, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο Ι), η νέα αυτή συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης.

Με την ανωτέρω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εξέθεσαν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προσλήφθηκαν από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και απασχολούνται, συνεχώς, στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, από την 28-1-1985, ο πρώτος από αυτούς, με την ειδικότητα του ηλεκτρονικού (κλάδου ΔΕ/ΤΕΧ), και από την 14-6-1984 ο δεύτερος (ενάγων), με την ειδικότητα του τεχνίτη αεροσκαφών (κλάδου ΔΕ/ΤΕΧ). Επίσης, ότι αυτοί (ενάγοντες) είναι απόφοιτοι Λυκείου και των αναφερόμενων στην αγωγή μέσων τεχνικών σχολών εργοδηγών, διετούς φοίτησης, και ότι από την 1-11-2011, που άρχισε να εφαρμόζεται το ενιαίο μισθολόγιο στο δημόσιο τομέα (ν. 4024/2011), το εναγόμενο – εργοδότης  τους ενέταξε αυτούς στην κατηγορία κλάδο ΔΕ/Τεχνικών Εργοδηγών, ενώ έπρεπε να τους εντάξει στην κατηγορία της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης χωρίς πτυχίο (ΤΕ/0), όπως αυτοί (ενάγοντες) είχαν ζητήσει με τις σχετικές αιτήσεις τους, και όπως, κατά τους ισχυρισμούς τους, έχει ενταχθεί το σύνολο των απασχολουμένων στο εναγόμενο, με το ίδιο νομικό καθεστώς και προσόντα με αυτούς.  Ακόμη, ότι, λόγω της ανωτέρω εσφαλμένης ένταξης τους στην προαναφερθείσα κατηγορία (ΔΕ/Τεχνικών Εργοδηγών), λαμβάνουν μηνιαίες αποδοχές κατώτερες από αυτές που θα λάμβαναν αν είχαν ενταχθεί στην προαναφερθείσα κατηγορία (ΤΕ χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι. – ΤΕ/0), με συνέπεια να δικαιούνται τις προκύπτουσες διαφορές των σχετικών αποδοχών τους. Βάσει των προαναφερθέντων, οι ενάγοντες ζήτησαν, κατόπιν, παραδεκτού, μερικού περιορισμού του αιτήματός της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να τους εντάξει στην ανωτέρω κατηγορία (ΤΕ/0), σύμφωνα με τις επικαλούμενες διατάξεις (άρθρα  4 παρ. 1 και 28 παρ. 4 του ν. 4024/2011, 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005, 12 του ν. 3230/2004, 2 και 5 του ν. 3801/2009, σε συνδυασμό με την από 20-9-2005 κλαδική Σ.Σ.Ε., και επικουρικώς κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος)  και να υποχρεωθεί να τους εντάξει στην κατηγορία αυτή (ΤΕ/0), καθώς και να καταβάλλει σε καθέναν από αυτούς (ενάγοντες) το συνολικό ποσό των 19.067,50 ευρώ, που αντιστοιχεί στις ως άνω διαφορές των μηνιαίων αποδοχών τους για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 7-5-2015. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως νομικώς αβάσιμη. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες – ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή  του νόμου και ζητούν να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή τους να γίνει δεκτή στο σύνολό της, κατά ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η αγωγή ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά το νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα προαναφερθέντα στοιχεία ή αυτά περιέχονται με ασάφεια ή είναι ελλειπή, ενόψει του ότι η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθίσταται μη νομότυπη η άσκηση της αγωγής, κατά συνέπεια, αυτή (αγωγή) να είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Μάλιστα, το ανωτέρω απαράδεκτο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία (βλ. ΑΠ 515/2016 ΝοΒ 2017 98, ΑΠ 540/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1067/2014 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία εργαζόμενος επιδιώκει την επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών (ή διαφορών τέτοιων αποδοχών), στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και να προσδιορίσει (επαρκώς), είναι η σύμβαση εργασίας, η παροχή της εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός  (ή/και της διαφοράς μεταξύ αυτού που έλαβε και έπρεπε να λάβει) και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις ανωτέρω αιτίες οφειλές του εργοδότη (βλ. ΑΠ 74/2009 ΝοΒ 2009 1166, ΑΠ 1340/2005 ΕλλΔνη 48 1070, ΕφΘεσ 584/2005 ΔΕΕ 2006 89).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ανωτέρω αγωγή είναι ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, τα στοιχεία, που αφορούν τη σχετική σύμβαση εργασίας, καθόσον οι ενάγοντες εκθέτουν σ’ αυτήν (αγωγή) ότι προσλήφθηκαν από το εναγόμενο, βάσει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αντιστοίχως, απασχολήθηκαν δε με την ειδικότητα του ηλεκτρονικού ο πρώτος ενάγων, και του τεχνίτη αεροσκαφών ο δεύτερος ενάγων και ζητούν να τους καταβληθούν συγκεκριμένες διαφορές για τις αποδοχές τους, αναφέροντας, αναλυτικώς, τα σχετικά ποσά, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, δικαιούνται, που αφορά στο εκάστοτε προσδιοριζόμενο χρονικό διάστημα, καθώς και τα αντίστοιχα ποσά που έχουν λάβει από την εναγομένη, χωρίς να είναι αναγκαία, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), η αναφορά επιπλέον στοιχείων για το ορισμένο αυτής, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται το εφεσίβλητο-εναγόμενο.

ΙΙΙ. Στην παράγραφο 22 του άρθρου 7 του ν. 2557/1992 ορίζεται ότι «… α. Υπηρετούντες υπάλληλοι του Υπουργείου Πολιτισμού και του Τ.Α.Π. που έχουν προσληφθεί πριν το 1986, του κλάδου ΔΕ5 Εργοδηγών Σχεδιαστών, κάτοχοι απολυτηρίου εξατάξιου Γυμνασίου ή Λυκείου και Πτυχίου Σχολής Εργοδηγών Σχεδιαστών των σχολών ……….., τριετούς (3) φοίτησης, που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977 (ΦΕΚ 102 Α’) και έχουν ήδη ενταχθεί μισθολογικά σύμφωνα με το ν. 2470/1997 “Αναμόρφωση μισθολογίου της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις” στην κατηγορία ΤΕ χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι., εντάσσονται βαθμολογικά σε προσωρινό κλάδο του Υπουργείου Πολιτισμού και του Τ.Α.Π., κατηγορίας ΤΕ Εργοδηγών Σχεδιαστών χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι. και εξομοιούνται με τους υπαλλήλους αυτής της κατηγορίας, β. Οι παραπάνω θέσεις είναι προσωποπαγείς και καταργούνται με την αποχώρηση από την υπηρεσία των υπηρετούντων υπαλλήλων, γ. Από τη δημοσίευση του παρόντος οι κατέχοντες τις τυπικές προϋποθέσεις της παραγράφου 1 εντάσσονται αυτοδίκαια στον αντίστοιχο κλάδο, δ. Οι υπάλληλοι που υπάγονται στην ως άνω ρύθμιση δεν εξομοιώνονται με τους πτυχιούχους των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.) και δεν υπάρχει καμία τυπική ή ουσιαστική εξομοίωση των πτυχίων τους». Με την από 31-12-2002 Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.) για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και των συνθηκών απασχόλησης των έμμισθων πολιτικών υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού και των εποπτευόμενων από αυτό δημόσιων υπηρεσιών και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΦΕΚ Β’ 1633/2002), που υπεγράφη μεταξύ του Υπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Υπουργείου Πολιτισμού (Π.Ο.Σ.ΥΠ.ΠΟ.), οι ανωτέρω διατάξεις επεκτάθηκαν και στους υπαλλήλους όλων των τεχνικών κλάδων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και των αντίστοιχων κλάδων των εποπτευόμενων από το Υπουργείο Πολιτισμού δημόσιων υπηρεσιών και Ν.Π.Δ.Δ., οι οποίοι είναι κάτοχοι απολυτήριου εξατάξιου γυμνασίου ή λυκείου και πτυχιούχοι μέσων τεχνικών σχολών, δημόσιων ή αναγνωρισμένων ως ισότιμων με αυτές ιδιωτικών, αντίστοιχων ειδικοτήτων που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977. Επίσης, με την από 31-12-2004 Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τη ρύθμιση των όρων και των συνθηκών απασχόλησης των έμμισθων πολιτικών υπαλλήλων των Συλλόγων Εργοδηγών Δημοσίου που εργάζονται με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου σε Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. (ΦΕΚ Β’ 1963/2004), που υπεγράφη μεταξύ του Υφυπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργοδηγών Δημοσίου – Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. (Π.Ο.Σ.Ε.Δ.Ν.Ο.), οι ανωτέρω διατάξεις επεκτάθηκαν και στους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ν.Π.ΠΔ.Δ. και των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού, που υπηρετούν σε τεχνικούς κλάδους της κατηγορίας ΔΕ Τεχνικών/Εργοδηγών, οι οποίοι είναι κάτοχοι απολυτήριου εξατάξιου γυμνασίου ή λυκείου και πτυχιούχοι αναγνωρισμένων ως ισότιμων με αυτές ιδιωτικών, αντίστοιχων ειδικοτήτων, που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977 και έχουν ήδη ενταχθεί μισθολογικά στις διατάξεις του ν. 3205/2003. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω από 31-12-2004 Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, παρά το σχετικό χαρακτηρισμό στον τίτλο και στο κείμενο αυτής, δεν αποτελεί πράγματι ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας του άρθρου 4 του ν. 2738/1999, αλλά, κατά τον αληθή χαρακτήρα της, αποτελεί συλλογική συμφωνία του άρθρου 13 του ίδιου νόμου. Τούτο δε διότι, ρυθμίζει ζήτημα προσόντων δημοσίων υπαλλήλων και, συγκεκριμένα, προβλέπει ένταξη υπαλλήλων της ΔΕ κατηγορίας στην κατηγορία ΤΕ, χωρίς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 76 παρ. 3 του, ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπαλληλικού κώδικα (ν. 2683/1999) τυπικά προσόντα διορισμού στην (ανώτερη) κατηγορία αυτή, αντικείμενο το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 13 του ν. 2738/1999, δεν μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο συλλογικής συμβάσεως εργασίας, αλλά μόνο συλλογικής συμφωνίας (βλ. ΣτΕ 1751/2008 ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, η άποψη αυτή περί του χαρακτήρα της ανωτέρω «Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας» ως «συλλογικής συμφωνίας» ενισχύεται και από το γεγονός ότι επακολούθησε η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 8 του μεταγενέστερου ν. 3345/2005, στην οποία περιελήφθη ρύθμιση που καλύπτει το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής. Ειδικότερα, στο άρθρο 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005 «Οικονομικά θέματα νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων και ρύθμιση διοικητικών θεμάτων» ορίζεται ότι «Οι μόνιμοι υπάλληλοι του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, οι οποίοι υπηρετούν σε τεχνικούς κλάδους της κατηγορίας ΔΕ Τεχνικών/Εργοδηγών χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι. εξομοιώνονται με τους υπαλλήλους της κατηγορίας αυτής. Η ανωτέρω ένταξη και εξομοίωση πραγματοποιείται εφόσον είναι κάτοχοι απολυτηρίου εξατάξιου Γυμνασίου ή Λυκείου και πτυχιούχοι μέσων τεχνικών σχολών εργοδηγών τουλάχιστον διετούς φοίτησης, δημόσιων ή αναγνωρισμένων ως ισότιμων με αυτές ιδιωτικών αντίστοιχων ειδικοτήτων, που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977 (ΦΕΚ 102 Α΄) και έχουν ήδη ενταχθεί μισθολογικά με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α΄). Οι περιπτώσεις β’, γ’ και δ’ της παραγράφου 22 του άρθρου 7 του ν. 2557/1997 εφαρμόζονται και για την παραπάνω κατηγορία υπαλλήλων». Από τα προαναφερθέντα και σύμφωνα με τη σχετική υπ’ αριθ. πρωτ. ΔΙΔΑΔ/Φ.30.04/263/οικ 23060/14-11-2005 εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (νυν Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης) προκύπτει ότι, προϋποθέσεις για την ανωτέρω ένταξη υπαλλήλων στην κατηγορία ΤΕ εργοδηγών, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 3345/2005 είναι: 1) οι υπάλληλοι να είναι μόνιμοι υπάλληλοι του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α΄ ή β΄ βαθμού που υπηρετούν σε τεχνικούς κλάδους της κατηγορίας ΔΕ Τεχνικών/Εργοδηγών, 2) να είναι κάτοχοι απολυτηρίου εξατάξιου Γυμνασίου ή Λυκείου και πτυχιούχοι μέσων τεχνικών σχολών εργοδηγών τουλάχιστον διετούς φοίτησης δημόσιων ή αναγνωρισμένων ως ισότιμων με αυτές ιδιωτικών και 3) να έχουν ήδη ενταχθεί μισθολογικά με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις», όπου ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 ότι «ειδικά οι υπάλληλοι που υπηρετούσαν κατά την 1-1-1997 και ανήκουν στις κατηγορίες α) ΔΕ και έχουν πτυχίο μέσων τεχνικών σχολών που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977 και το πτυχίο αυτό αποτέλεσε τυπικό προσόν για το διορισμό τους, εξελίσσονται στα ΜΚ της ΔΕ κατηγορίας με εισαγωγικό το 17° και καταληκτικό το 1°». Εξάλλου, για όσους υπαλλήλους πληρούσαν τις ως άνω προϋποθέσεις, η ένταξη σε προσωρινό κλάδο της κατηγορία ΤΕ Εργοδηγών χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι. ήταν υποχρεωτική και γινόταν αυτοδικαίως (χωρίς αίτηση), κατόπιν απόφασης του οικείου οργάνου του αρμόδιου φορέα που δημοσιευόταν στο Φ.Ε.Κ.. Επίσης, με το νόμο 3801/2009 «Ρυθμίσεις θεμάτων προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και άλλες διατάξεις οργάνωσης και λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης» προβλέπονται τα εξής:  «Άρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής. Στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ του παρόντος νόμου υπάγεται το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των Ανεξάρτητων Αρχών, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, που κατέχει οργανική θέση, με εξαίρεση το προσωπικό μερικής απασχόλησης. Άρθρο 2. Βαθμολογική διάρθρωση θέσεων. 1. Οι θέσεις του προσωπικού του άρθρου 1 του παρόντος κατατάσσονται σε πέντε (5) συνολικά βαθμούς ως ακολούθως: Βαθμός Α’ Βαθμός Β’ Βαθμός Γ Βαθμός Δ’ Βαθμός Ε’. 2. Εισαγωγικός βαθμός των υπαλλήλων Πανεπιστημιακής, Τεχνολογικής και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι ο βαθμός Δ’ και καταληκτικός ο Α’ και των υπαλλήλων Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης ο βαθμός Ε’ και καταληκτικός ο Β’. Για το Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό (Ε.Ε.Π.) εισαγωγικός βαθμός είναι ο Γ. 3. Οι θέσεις όλων των βαθμών κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ), καθώς και του Ε.Ε.Π. είναι οργανικώς ενιαίες. Άρθρο 4 παρ. 2. Το υπηρεσιακό συμβούλιο τον Απρίλιο κάθε έτους καταρτίζει, με βάση τις καταστάσεις του άρθρου 88 του Υ.Κ. το οποίο εφαρμόζεται και για το προσωπικό του παρόντος Κεφαλαίου, πίνακα προακτέων με αλφαβητική σειρά κατά βαθμό και ειδικότητα, καθώς και πίνακες μη προακτέων. Για την εγγραφή στους πίνακες αυτούς κρίνονται οι υπάλληλοι που συμπληρώνουν ως τις 30 Απριλίου του επόμενου έτους τον απαιτούμενο για την προαγωγή χρόνο υπηρεσίας. Η ισχύς των πινάκων αρχίζει την 1η Μαΐου του έτους κατάρτισης τους, ανεξάρτητα από την ημερομηνία οριστικοποίησης τους. Άρθρο 5. Εφαρμογή διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα, του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων και του π.δ. 410/1988 στο προσωπικό ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου 1. Οι διατάξεις των άρθρων 88-95 και 97-98 του Υ. Κ. εφαρμόζονται αναλόγως και στο προσωπικό του παρόντος Κεφαλαίου. Για το προσωπικό των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 90 έως και 97, 99 και 102 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, ΦΕΚ 143 Α). Όπου στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου γίνεται παραπομπή σε ρυθμίσεις του Υπαλληλικού Κώδικα, προκειμένου για τους υπαλλήλους του προηγούμενου εδαφίου νοούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων. 2. Στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β’ του π.δ. 410/1988 “Κώδικας Προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ.” υπάγεται όλο το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ανεξαρτήτως ειδικότητας. 3. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Ε’ του π.δ. 410/1988 και του άρθρου 88 του Κεφαλαίου ΣΤ’ δεν θίγονται από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου. 4. Στην παρ. 1 του άρθρου 49 του π.δ. 410/1988 προστίθεται εδάφιο τρίτο ως εξής: “Αν το προσωπικό αυτό κατά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του δεν έχει συμπληρώσει τριάντα πέντε (35) έτη συνολική υπηρεσία στο Δημόσιο, παρατείνεται η παραμονή του στην Υπηρεσία, έως τη συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής και όχι πέραν του 67ου έτους της ηλικίας». Περαιτέρω, στις διατάξεις του νόμου 4024/2011 (ΦΕΚ Α’ 226/27-10-2011) «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» ορίζεται ότι «Άρθρο 4 Πεδίο εφαρμογής  1. Στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ):  α) του Δημοσίου,  β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, γ) των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α) …  Άρθρο 28. Μεταβατικές και Τελικές Διατάξεις του Δεύτερου Κεφαλαίου. Κατάταξη και προϋποθέσεις και κριτήρια επιλογής του υπηρετούντος προσωπικού. 1. Οι υπάλληλοι, που υπηρετούν κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος, κατατάσσονται αυτοδικαίως στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν, με βάση τον συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 98 του Υ.Κ., και το χρόνο προϋπηρεσίας στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα που έχει αναγνωριστεί για τη βαθμολογική ή τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη του υπαλλήλου, ως εξής: α)… β) οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΔΕ … εε) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας περισσότερο από είκοσι επτά (27) έτη, στο Βαθμό Β’ … 4. Υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούν σε κατηγορία ανώτερη των τυπικών προσόντων που κατέχουν, κατατάσσονται στους βαθμούς της κατηγορίας που ανήκουν, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με προσθήκη πλασματικού χρόνου για την τελική κατάταξη τους, τρία (3) έτη». Επιπλέον, στις διατάξεις του ν. 3528/2007 ορίζεται ότι «ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ – ΚΛΑΔΟΙ – ΠΡΟΣΟΝΤΑ. Άρθρο 76. Κατάταξη θέσεων σε κατηγορίες. Οι θέσεις του προσωπικού που υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:… γ) κατηγορία θέσεων Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), δ) κατηγορία θέσεων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ)… Άρθρο 77 θέσεις κατά κατηγορία – Τυπικά προσόντα. 1. .. 2. Θέσεις της κατηγορίας ΔΕ είναι εκείνες, για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται απολυτήριος τίτλος ή πτυχίο σχολής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή άλλου ισότιμου σχολείου ή αναγνωρισμένης σχολής τυφλών τηλεφωνητών. Στις περιπτώσεις που δεν καθίσταται δυνατή η πλήρωση θέσεων κλάδων τεχνικών ειδικοτήτων κατηγορίας ΔΕ, διότι δεν προσήλθε κανένας υποψήφιος με τα προσόντα της παρούσας παραγράφου ή προσήλθαν λιγότεροι από τις προς πλήρωση θέσεις, επιτρέπεται ο διορισμός με τα προσόντα της προηγούμενης παραγράφου και τριετή τουλάχιστον αντίστοιχη εμπειρία. 3. Θέσεις της κατηγορίας ΤΕ είναι εκείνες για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται το πτυχίο ή το δίπλωμα τμήματος ή σχολής τεχνολογικού τομέα ανώτατης εκπαίδευσης της ημεδαπής ή ισότιμο πτυχίο ή δίπλωμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής ή πτυχίο Κ.Α.Τ.Ε.Ε. ή ισότιμο πτυχίο ή δίπλωμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής».

  1. Στο άρθρο 2 του ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι «Η συλλογική σύμβαση εργασίας μπορεί να ρυθμίζει: 1. Ζητήματα σχετικά με  τη σύναψη, τους όρους λειτουργίας και τη  λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας που εμπίπτουν  στο  πεδίο  ισχύος  της …». Επίσης, στο άρθρο 7 του ν. 1876/1990 ορίζεται ότι «Όροι  εργασίας  συλλογικών   συμβάσεων   εργασίας,   που   είναι  ευνοϊκότεροι  για  τους  εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν  πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι στην περίπτωση που υφίστανται διατάξεις ουσιαστικού νόμου, που αποσκοπούν στην προστασία ή την προαγωγή γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και ως εκ τούτου αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο με αμφιμερή ενέργεια, μπορεί οι όροι συλλογικής συμβάσεως εργασίας να καταστούν δυσμενέστεροι για τους εργαζόμενους, που υπάγονται στη συλλογική αυτή σύμβαση, χωρίς τούτο να αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, ενόψει του οι διατάξεις αυτές (αναγκαστικού δικαίου), υπερισχύουν των κανονιστικών όρων των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, οι οποίοι είναι μεν δεσμευτικοί για τους συμβληθέντες, πλην όμως δεν μπορούν να αντιτίθενται στους κανόνες (αναγκαστικού δικαίου) αυτούς (βλ. ΑΠ 194/2008 ΔΕΕ 2009 853, ΑΠ 369/2007 ΧρΙΔ 2008 76).
  2. V. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», καθιερώνει όχι μόνον την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει δε και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή τον οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Εξάλλου κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος, που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζομένου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας». Από τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι εάν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση άλλη κατηγορία προσώπων για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται. Ωστόσο, ο καθορισμός από το νομοθέτη διαφορετικής αμοιβής μεταξύ δύο υπαλλήλων που συνδέονται με το Δημόσιο ως εργοδότη ο ένας με σχέση δημοσίου δικαίου και ο άλλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου δικαιολογείται από γενικότερους λόγους κοινωνικού συμφέροντος, σχετικώς με τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, ενόψει και των διαφορετικών συνθηκών (πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης, μονιμότητας ή μη, λύσεως της υπηρεσιακής σχέσεως) υπό τις οποίες τελούν καθεμία από τις κατηγορίες των υπαλλήλων αυτών (βλ.  ΑΠ 505/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 968/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1495/2012 ΠειρΝομ 2013 45, ΑΠ 1191/1999 ΔΕΝ 2002 297). Εξάλλου, η αρχή της ίσης μεταχείρισης απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, αλλά ευρίσκει έρεισμα και στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2, 22 παρ. 1 του Συντάγματος και 14 της Συνθήκης της ΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή αυτή στο πλαίσιο της εργασιακής σύμβασης δεν επιτρέπεται από τον εργοδότη η άνιση μεταχείριση των μισθωτών της αυτής εκμετάλλευσης που έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες υπό τις αυτές συνθήκες, εκτός εάν δικαιολογείται απόκλιση εξαιτίας επαρκούς αντικειμενικού λόγου. Επίσης, βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης ο εργοδότης οφείλει να επεκτείνει σε όλους τους εργαζόμενους που παρέχουν την ίδια εργασία υπό τις αυτές συνθήκες με τα αυτά προσόντα τις μισθολογικές και άλλες υπηρεσιακές παροχές (βλ. ΑΠ 1689/2011 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1210/2009 ΝοΒ 2009 2404, ΑΠ 475/2007 ΔΕΕ 2008 1402, ΑΠ 1300/2004 ΕλλΔνη 2005 1449).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως, που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και απασχολούνται, συνεχώς, στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, από την 28-1-1985, ο πρώτος από αυτούς, με την ειδικότητα του ηλεκτρονικού (κλάδου ΔΕ/ΤΕΧ), και από την 14-6-1984, ο δεύτερος (ενάγων), με την ειδικότητα του τεχνίτη αεροσκαφών (κλάδου ΔΕ/ΤΕΧ). Επίσης, ο πρώτος των εναγόντων είναι κάτοχος του από 11-9-1978 απολυτηρίου του «………….» και του από 7-7-1980 πτυχίου του τμήματος εργοδηγών ηλεκτρονικών της «……………..», η οποία αποτελεί μέση τεχνική σχολή επαγγελματικής εκπαίδευσης του ν.δ. 580/1970, που καταργήθηκε με το ν. 576/1977 και είναι ισότιμο του πτυχίου των TEE Β’ κύκλου του άρθρου 2 του ν. 2640/1998 αντίστοιχης ειδικότητας. Ο δεύτερος των εναγόντων είναι κάτοχος του από 9-9-1977 απολυτηρίου του Λυκείου ………. και του από 2-7-1980 πτυχίου του τμήματος εργοδηγών μηχανικών αεροσκαφών της Μέσης Τεχνικής Επαγγελματικής Σχολής «……..». Από την έναρξη της ισχύος του ν. 4024/2011 περί ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων (δηλαδή την 1-11-2011), οι ενάγοντες υπήχθησαν μισθολογικώς στις διατάξεις του νόμου αυτού και οι μικτές μηνιαίες αποδοχές τους διαμορφώθηκαν στο ποσό των 1.499 ευρώ. Επίσης, κατά τη διαδικασία υπαγωγής των εναγόντων στο ν. 4024/2011, το εναγόμενο τους ενέταξε στο Β’ βαθμό και στην κατηγορία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ/Τεχνικών Εργοδηγών) και όχι σ’ αυτήν της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΤΕ), χωρίς πτυχίο. Για το λόγο αυτό, ο πρώτος ενάγων, με την από 11-10-2011 αίτησή του, ζήτησε τη βαθμολογική και μισθολογική ένταξή του, σε συνιστώμενη – προσωποπαγή θέση του προσωρινού κλάδου ΤΕ Εργοδηγών χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι. (ΤΕ/Ο). Το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.), με το υπ’ αριθ. ΑΔ Φ. 471.62/3/12/Σ.32373/15-2-2012 έγγραφό του, απάντησε αρνητικώς στο ανωτέρω αίτημα του πρώτου ενάγοντος, με την αιτιολογία ότι οι σχετικές διατάξεις αφορούν μόνο στους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου. Κατόπιν, ο πρώτος των εναγόντων, με την από  21-3-2011 νέα αίτηση του προς το Γ.Ε.Ν., επανέλαβε το αίτημα για την ανωτέρω ένταξή του, επικαλούμενος τις διατάξεις των άρθρων 12 του ν. 3230/2004, 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005, 2 παρ. 3, 4 παρ. 2, 5 παρ. 2 και 6 του ν. 3801/2009. Στη συνέχεια, το Γ.Ε.Ν. υπέβαλε σχετικό ερώτημα (Φ. 471.62/27/12/Σ33434/19-4-2012) προς το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, και το τελευταίο με το υπ’ αριθ. πρωτ. ΔΙΠΙΔΔ/Β25/129/7080/ απαντητικό του έγγραφο ανέφερε ότι θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι σχετικές διατάξεις του ν. 4024/2011, παραπέμποντας στη σχετική ερμηνευτική εγκύκλιο (ΔΙΔΑΔ/ Φ.31.17/882/οικ.21500/31/10/2011). Ακολούθως, το Γ.Ε.Ν. ζήτησε τη συνδρομή επί του εν λόγω αιτήματος του Γραφείου Στρατιωτικού Νομικού Συμβούλου Γ.Ε.Ν., το οποίο στο σχετικό από 26-7-2012 έγγραφό (σχόλιο) του, ανέφερε ότι από την ερμηνεία των ισχυουσών διατάξεων (του ν. 4024/2011 και του ν. 3230/2004) προκύπτει ότι εξακολουθεί να υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ πολιτικών (δημοσίων κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 4024/2011) υπαλλήλων, είτε μόνιμων, είτε δόκιμων και υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Κατόπιν των ανωτέρω, το Γ.Ε.Ν., με το υπό στοιχεία ΑΔ Φ.471.62/45/12/Σ.34604/1 Αυγ. 12/ΓΕΝ/Β5 – III έγγραφο του, γνωστοποίησε στον πρώτο των εναγόντων ότι επί του εν λόγω αιτήματός του εμμένει στην αρνητική άποψη, που είχε διατυπώσει με το προγενέστερο έγγραφο του, αναφέροντας ότι οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 8 του ν. 3305/2005„ αφορούν μόνο στους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου. Ακολούθησε το από 5-11-2012 αίτημα του «Πανελληνίου Συνδέσμου Εργαζομένων Πολεμικού Ναυτικού» (υπογεγραμμένο από τον πρώτο ενάγοντα, ως Πρόεδρο) για επανεξέταση του εν λόγω θέματος. Στη συνέχεια, το Γ.Ε.Ν. υπέβαλε νέο σχετικό ερώτημα (ΑΔ Φ. 471.62/1/13/Σ. 134001/3 Ιαν. 13/ΓΕΝ/Β5-III) προς το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, αιτούμενο να διευκρινισθεί εάν οι διατάξεις του ν. 4024/2011 επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005 και στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Το προαναφερθέν Υπουργείο απάντησε στο ανωτέρω ερώτημα του Γ.Ε.Ν., με το υπ’ αριθ. πρωτ. ΔΙΠΙΔΔ/Β25/37/1560 π.ε./28-4-2014 έγγραφο του, επαναλαμβάνοντας ιδίως όλα όσα είχε αναφέρει στο προηγούμενο έγγραφό του περί της εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4024/2011. Ακολούθως, το Γ.Ε.Ν., με το υπό στοιχεία ΕΜΠ Φ.471.62/40/341114/Σ.1660/23 Οκτ. 14/ΥΠΕΘΑ/ΓΕΝ/Β-5 III έγγραφό του, γνωστοποίησε προς τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εργαζομένων Πολεμικού Ναυτικού», ότι το ανωτέρω αίτημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

Επίσης, ο δεύτερος των εναγόντων, με την από 27-8-2014 αίτησή του, ζήτησε την ένταξή του στην ως άνω αντίστοιχη κατηγορία ΤΕ / Μηχανικών (ΤΕ/Ο). Το Γ.Ε.Ν., με το υπό στοιχεία ΑΔ Φ. ……………… έγγραφο του, γνωστοποίησε στο δεύτερο ενάγοντα ότι η αίτησή του θεωρήθηκε ως εκπρόθεσμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 73 του ν. 3528/2007, κατά τις οποίες οι σχετικές αιτήσεις μετατάξεων υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία προσωπικού κατά τους μήνες Μάρτιο και Οκτώβριο κάθε έτους και τον ενημέρωσε για τη δυνατότητά του να υποβάλει εκ νέου το αίτημά του στις προβλεπόμενες εκ του νόμου ημερομηνίες. Στη συνέχεια, ο δεύτερος των εναγόντων υπέβαλε την από 6-10-2014 νέα αίτησή του, με την οποία ζήτησε την ένταξή του στην ανωτέρω κατηγορία (ΤΕ/0 Μηχανικών). Το Γ.Ε.Ν., με το υπό στοιχεία ΕΜΠ Φ, ………………. έγγραφό του, απάντησε επί της ανωτέρω αιτήσεως ότι δεν υφίσταται κατηγορία ΤΕ0/ Μηχανικών στο ΥΠΕΘΑ/Γ.Ε.Ν. και ότι ενόψει των δικαιολογητικών που είχε προσκομίσει ο δεύτερος ενάγων, θεωρήθηκε ότι αυτός αιτείτο την βαθμολογική του ένταξη στον προσωρινό κλάδο ΤΕ Εργοδηγών χωρίς πτυχίο ή Δίπλωμα Τ.Ε.Ι., καθώς και ότι το αίτημα αυτό, κατά τα προαναφερθέντα για την αντίστοιχη αίτηση του πρώτου ενάγοντος, δεν δύναται να ικανοποιηθεί.

Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε (υπό στοιχείο ΙΙΙ), από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005 προκύπτει ότι, προκειμένου οι υπάλληλοι του Δημοσίου που υπηρετούν σε αυτό σε τεχνικούς κλάδους της κατηγορίας ΔΕ Τεχνικών/ Εργοδηγών και είναι απόφοιτοι Λυκείου και κάτοχοι πτυχίων μέσων τεχνικών σχολών εργοδηγών τουλάχιστον διετούς φοίτησης, να ενταχθούν στον προσωρινό κλάδο κατηγορίας ΤΕ Εργοδηγών χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι. (ΤΕ/Ο) πρέπει να είναι μόνιμοι υπάλληλοι του Δημοσίου, δηλαδή η σχετική ρύθμιση δεν εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που υπηρετούν στο Δημόσιο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, όπως οι ενάγοντες. Επίσης, οι τελευταίοι, ως υπηρετούντες στο Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ουδέποτε είχαν υπαχθεί μισθολογικώς στις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3205/2003, καθόσον η μισθολογική τους κατάσταση διαμορφωνόταν βάσει των εκάστοτε ειδικών Σ.Σ.Ε., κατά συνέπεια στο πρόσωπο των εναγόντων δεν πληρούται ούτε αυτή η προϋπόθεση, που τίθεται από την ανωτέρω  διάταξη του άρθρο 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙΙ). Εξάλλου, οι ενάγοντες επικαλούνται τις διατάξεις της από 20-9-2005 κλαδικής Σ.Σ.Ε. «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργοδηγών – Σχεδιαστών απασχολουμένων στο Δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου», η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου του Δημοσίου και του νομίμου εκπροσώπου της συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Σύλλογος Τεχνικών Υπαλλήλων Ελλάδος», της οποίας, κατά τους ισχυρισμούς τους, αυτοί (ενάγοντες) είναι μέλη της. Ειδικότερα, στην ανωτέρω Σ.Σ.Ε. αναφέρεται ότι «… Άρθρο 2   1. Οι διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 16, 17, 18, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, του άρθρου 27 παρ. 2 και του άρθρου 28 του Ν. 3205/2003 (297/Α’/23-12-2003) “Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου ΝΠΔΔ και ΟΤΑ μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις”, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 3336/2005, επεκτείνονται και έχουν ανάλογη εφαρμογή στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου, που υπηρετεί στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. 2. Η κατάταξη στα μισθολογικά κλιμάκια του Ν.3205/2003 θα γίνει με βάση τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται κατά την αρχική πρόσληψη των υπαλλήλων αυτών ή εκείνα που απαιτήθηκαν για την τυχόν ένταξή τους σε άλλη ειδικότητα και όχι με άλλα αυξημένα πρόσθετα προσόντα που απέκτησαν κατά τη περίοδο της εργασίας τους … 3. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 8 του Ν. 3345/2005 (ΦΕΚ Α-138) η οποία ορίζει ότι “οι μόνιμοι υπάλληλοι του Δημοσίου των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού, οι οποίοι υπηρετούν σε τεχνικού κλάδους της κατηγορίας ΔΕ Τεχνικών – Εργοδηγών χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα ΤΕΙ και εξομοιώνονται με τους υπαλλήλους της κατηγορίας αυτής. Η ανωτέρω ένταξη και εξομοίωση πραγματοποιείται, εφόσον είναι κάτοχοι απολυτηρίου εξατάξιου γυμνασίου ή λυκείου και πτυχιούχοι μέσων τεχνικών σχολών Εργοδηγών τουλάχιστον διετούς φοίτησης, δημόσιων ή αναγνωρισμένων ως ισότιμων με αυτές ιδιωτικών, αντίστοιχων ειδικοτήτων, που καταργήθηκαν με τον Ν.576/1977 (ΦΕΚ 102 Α’) και έχουν ήδη ενταχθεί μισθολογικά με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν.3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α’). Οι περιπτώσεις β’, γ’ και δ’ της παρ. 22 του άρθρου 7 του Ν. 2557/1997 εφαρμόζονται και για την παραπάνω κατηγορία υπαλλήλων”, εφαρμόζεται και στους υπαγόμενους στην παρούσα». Ωστόσο οι διατάξεις της ανωτέρω Σ.Σ.Ε. περί της εφαρμογής του άρθρου 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005 και στους εργαζόμενους που υπάγονται σ’ αυτήν, δηλαδή στα  μέλη της προαναφερθείσας συνδικαλιστικής οργάνωσης (άρθρο 3 της Σ.Σ.Ε.), δεν μπορούν να τύχουν σχετικής εφαρμογής, ανεξαρτήτως του εάν είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων του άρθρου 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005, γιατί οι τελευταίες αποτελούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια. Ειδικότερα, ενόψει του ότι οι ανωτέρω διατάξεις (άρθρο 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005) αφορούν στην εν γένει λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, αποσκοπούν στην προστασία ή την προαγωγή γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και ως εκ τούτου αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο με αμφιμερή ενέργεια και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο IV), υπερισχύουν των κανονιστικών όρων της ανωτέρω Σ.Σ.Ε., οι οποίοι είναι μεν δεσμευτικοί για τους συμβληθέντες, πλην όμως δεν μπορούν να αντιτίθενται στους κανόνες αυτούς. Μάλιστα, η κρίση αυτή περί της μη εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της ανωτέρω Σ.Σ.Ε. ενισχύεται και από το ότι, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙΙ), οι αντίστοιχες διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στην από 31-12-2004 Σ.Σ.Ε. για τη ρύθμιση των όρων και των συνθηκών απασχόλησης των έμμισθων πολιτικών υπαλλήλων των Συλλόγων Εργοδηγών Δημοσίου που εργάζονται με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου σε Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., δεν έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, γιατί η Σ.Σ.Ε. αυτή δεν αποτελεί πράγματι ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας του άρθρου 4 του ν. 2738/1999, αλλά, κατά τον αληθή χαρακτήρα της, αποτελεί συλλογική συμφωνία του άρθρου 13 του ίδιου νόμου (βλ. ΣτΕ 1751/2008 ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι, ήδη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 4 του ν. 4024/2011, τα ως άνω θέματα δεν επιτρέπεται να αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων. Επίσης, από τις διατάξεις της ανωτέρω από 20-9-2005 Σ.Σ.Ε. περί της εφαρμογής των ρυθμίσεων του ν. 3205/2003 και στους εργαζόμενους που υπάγονται σ’ αυτήν, δεν μπορεί να συναχθεί η μισθολογική ένταξη των εναγόντων στις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3205/2003, γιατί αυτές προβλέπουν όχι την άμεση υπαγωγή των ανωτέρω εργαζομένων στις σχετικές διατάξεις (του ν. 3205/2003), αλλά, όπως ρητώς αναφέρεται σ’ αυτήν (άρθρο 2 της Σ.Σ.Ε.), την αναλογική εφαρμογή τους. Ακόμη, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4024/2011, οι ενάγοντες υπήχθησαν βαθμολογικώς και μισθολογικώς στις διατάξεις του κεφαλαίου Β του νόμου αυτού, στο άρθρο 32 παρ. 1 του οποίου ορίζεται ότι, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη νόμου, κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από τις σχετικές διατάξεις αυτού (του κεφαλαίου Β),  ως εκ τούτου πρέπει να θεωρηθεί ότι, ήδη, καταργήθηκαν και οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005. Σημειωτέον ότι, κατά τα προαναφερθέντα, οι ενάγοντες ζήτησαν την ένταξη τους στην ανωτέρω κατηγορία (ΤΕ/Ο), κατά την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4024/2011 και όχι προγενεστέρως, δηλαδή, αφού με τις διατάξεις του τελευταίου νόμου (άρθρο 32 παρ. 1) καταργήθηκε κάθε αντίστοιχη προγενέστερη διάταξη. Μάλιστα, στην ανωτέρω από 21-3-2011 αίτηση του πρώτου ενάγοντος, το περιεχόμενο της οποίας περιλαμβάνεται στην ένδικη αγωγή, αναφέρεται ότι η ανωτέρω προϋπόθεση της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων (άρθρου 16 παρ. 8 του ν. 3345/2005), η οποία αφορά στη μισθολογική υπαγωγή του στις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3205/2003, απέκλειε αυτόν (1ο ενάγοντα) από την εφαρμογή της, καθώς αμειβόταν βάσει των σχετικών Σ.Σ.Ε., και ότι ο αποκλεισμός αυτός εξέλειψε λόγω της εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4024/2011 (βλ. σελ. 3 παρ. Β. 2 της αγωγής), δηλαδή αυτός ζητούσε την ανωτέρω ένταξή του βάσει των τελευταίων διατάξεων (του ν. 4024/2011). Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί  ότι και στις διατάξεις του ν. 4024/2011 υπάρχει η διάκριση μεταξύ μόνιμων και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπηρετούντων υπαλλήλων, όπως στο άρθρου 6 παρ. 5 περ. β του νόμου αυτού στο οποίο ορίζεται ότι «Οι υπάλληλοι όλων των κατηγοριών διανύουν δοκιμαστική περίοδο δύο ετών, στο βαθμό που εισάγονται. Μετά το πέρας της δοκιμαστικής αυτής περιόδου, ο υπάλληλος μονιμοποιείται ή συνεχίζει να απασχολείται, εφόσον πρόκειται για προσωπικό με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου …», καθώς και στα άρθρα 33 παρ. 1 περ. γ, και 34 παρ. 2 και 3 του ίδιου νόμου (4024/2011).   Εξάλλου, στις επικληθείσες από τους ενάγοντες διατάξεις του νόμου 3230/2004 «Καθιέρωση συστήματος διοίκησης με στόχους, μέτρηση της αποδοτικότητας και άλλες διατάξεις», με τον οποίο τίθενται ρυθμίσεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και την ανταπόκριση του ανθρώπινου δυναμικού στις σύγχρονες ανάγκες και τα νέα πρότυπα διοίκησης περιέχονται ρυθμίσεις με τις οποίες προβλέπεται η εφαρμογή των διατάξεων για τις αναρρωτικές και βραχυχρόνιες άδειες τη διάρκεια αυτών, τις μετατάξεις, αποσπάσεις μεταθέσεις των μόνιμων δημόσιων υπαλλήλων και στο προσωπικό που υπηρετεί στο Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, όμως, μόνον από αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επήλθε πλήρης εξομοίωσή τους, μάλιστα, για το λόγο αυτό προβλέπεται στον νόμο αυτό η εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους και στους υπηρετούντες στο Δημόσιο με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, αναλογικώς και όχι ευθέως, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι δυο κατηγορίες υπαλλήλων δεν εξομοιώνονται. Επίσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επέρχεται η επικληθείσα από τους ενάγοντες εξομοίωση των μόνιμων δημόσιων υπαλλήλων με τους υπηρετούντες στο Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλους, από τις διατάξεις του ν. 3801/2009 «Ρυθμίσεις θεμάτων προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κλπ», διότι, αφενός με το νόμο αυτό δεν ρυθμίζονται μισθολογικά θέματα προσωπικού που υπηρετεί στο Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, τα οποία μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4024/2011 (με τις ανωτέρω διατάξεις του οποίου καταργήθηκε κάθε αντίθετη διάταξη), διέπονταν από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αφετέρου προβλέπεται η εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους και στους υπηρετούντες στο Δημόσιο με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, αναλογικώς και όχι ευθέως (άρθρο 5  παρ. 1 του ν. 3801/2009). Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται, κατά τις ως άνω επικληθείσες από αυτούς διατάξεις, να υπαχθούν στην κατηγορία ΤΕ χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι. (ΤΕ/0), ούτε δικαιούνται τις σχετικές διαφορές των αποδοχών τους, ενόψει του ότι απασχολούνται στο εναγόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και όχι ως μόνιμοι δημόσιοι (πολιτικοί) υπάλληλοι και αυτοί δεν υπηρετούσαν σε κατηγορία ανώτερη των τυπικών προσόντων που κατείχαν (δηλαδή υπηρετούσαν στην κατηγορία ΔΕ). Εξάλλου, η διάκριση μεταξύ των προαναφερθεισών κατηγοριών υπαλλήλων του Δημοσίου (μονίμων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) στην εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και κατ’ επέκταση στη μισθολογική κατάστασή τους δεν συνιστά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 4 και 22 του Συντάγματος), όπως αντιθέτως, αλλά αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, διότι, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο V), ο καθορισμός από το νομοθέτη διαφορετικής αμοιβής μεταξύ δύο υπαλλήλων που συνδέονται με το Δημόσιο ως εργοδότη ο ένας με σχέση δημοσίου δικαίου και ο άλλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου δικαιολογείται από γενικότερους λόγους κοινωνικού συμφέροντος. Επίσης, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι το εναγόμενο έχει προβεί στην ένταξη του συνόλου των υπαλλήλων του, οι οποίοι απασχολούνται με  σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και έχουν τα ίδια ακριβώς προσόντα με τους ενάγοντες στην ως άνω επικληθείσα από αυτούς κατηγορία (ΤΕ/0), ενώ αρνείται να πράξει το ίδιο για τους τελευταίους (ενάγοντες). Ειδικότερα, ο μάρτυρας . …. στην κατάθεσή του ανέφερε σχετικώς ότι δεν γνωρίζει εάν έχουν ενταχθεί στην ανωτέρω κατηγορία αυτοί που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Μάλιστα, η κρίση αυτή δεν αναιρείται από την επικληθείσα από τους ενάγοντες μοναδική τέτοια περίπτωση, η οποία αφορά στη σχετική ένταξη της ………………., υπαλλήλου του Υπουργείου Π.Ε.Κ.Α., ειδικότητας (ΔΕ) εργοδηγών σχεδιαστών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ενόψει του ότι αυτή δεν διενεργήθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 4024/2011, αλλά πριν την έναρξη ισχύος αυτού (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. οικ 23103/17-5-2011 διαπιστωτική πράξη του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Π.Ε.Κ.Α). Ως εκ τούτου, το εναγόμενο, ενεργώντας ως εργοδότης των εναγόντων, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4024/2011, με το να εντάξει αυτούς (ενάγοντες) στην κατηγορία ΔΕ Τεχνικών Εργοδηγών και όχι σ’ αυτήν της ΤΕ χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι. (ΤΕ/0) δεν παραβίασε κάποιο κανόνα δικαίου, όπως αντιθέτως, αλλά αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, ενόψει του ότι, κατά προεκτεθέντα, η ένταξη τους στην ως άνω επικληθείσα από αυτούς κατηγορία δεν θεμελιώνεται στο νόμο.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή, ως νομικώς αβάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επομένως, πρέπει, η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των σχετικών κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 6-4-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων και τη δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. του εναγομένου.

    Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ