Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 284/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  284/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 5.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/ 5.12.2018 και …………/6.12.2018) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης – ναυτικής εταιρίας κατά της υπ’αριθμ. 5030/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος της ασκηθείσα από 18.12.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/27.12.2017) αγωγή του εφεσιβλήτου – ναυτικού, διώκουσα την επιδίκαση στον τελευταίο διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 20.810,05 ευρώ, απορρεουσών από την παροχή της εργασίας του με την ειδικότητα του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εκκαλούσας, σε εκτέλεση δύο (2) καταρτισθεισών μεταξύ τους συμβάσεων ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο, και υποχρεώθηκε αυτή να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.563,22 ευρώ, πλέον τόκων, για τις ειδικότερα αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτίες, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 5.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./5.12.2018), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, πλην όμως εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 19.11.2018 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 5.12.2018, όπως προεκτέθηκε, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 19.11.2018, όπως έχει επίσης ήδη αναφερθεί, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα, παραδεκτά με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της έφεσής της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 914 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ), υποβάλλει αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση της εγγράφως προαποδεκνυομένης εκτέλεσης της προσβαλλομένης απόφασης, η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του με αυτήν επιδικασθέντος ποσού των 11.563,22 ευρώ, ζητώντας, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεσή της οριστικά και κατ’ουσίαν, εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, και απορριφθεί η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμη, να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της επιστρέψει το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο του κατέβαλε, κατόπιν συμφωνίας τους, σε συμμόρφωση με την ανωτέρω διάταξη του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης, και έναντι του ποσού, για το οποίο κηρύχθηκε αυτή προσωρινά εκτελεστή, πλέον τόκων από την επίδοση της εκδοθησομένης επί της έφεσης απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.

Ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με την ανωτέρω αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη/ναυτική εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία, επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «ΑΠ»,  να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.810,05 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, δικαιούται, επικαλούμενος απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο της, με την ειδικότητα του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, επί 15 ώρες κάθε ημέρα, σε εκτέλεση δύο (2) καταρτισθεισών μεταξύ τους συμβάσεων παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, συνεχώς, τόσο κατά το χρονικό διάστημα από 21.4.2016 έως 31.10.2016, όταν και απολύθηκε λόγω της διενέργειας στο πλοίο ετήσιας επιθεώρησης, όσο και κατά το χρονικό διάστημα από 6.4.2017 έως 10.5.2017, οπότε και αποναυτολογήθηκε με αμοιβαία συναίνεση του ιδίου και του Πλοιάρχου, χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, αντί των καθοριζομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων αποδοχών και όρων, όπως συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη των συμβάσεών του αυτών, και ειδικότερα (ζήτησε) να του επιδικασθούν: α) Το συνολικό χρηματικό ποσό των 18.544,98 ευρώ, το οποίο αφορά σε οφειλόμενη διαφορά πρόσθετης αμοιβής για την παροχή εργασίας στο ως άνω πλοίο επί 7 ώρες κάθε ημέρα κατά τις ειδικότερα προσδιοριζόμενες κατ’αριθμό στο δικόγραφο καθημερινές και Κυριακές των χρονικών διαστημάτων αμφοτέρων των ναυτολογήσεών του πλέον του προβλεπομένου στην οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. για τους ναυτικούς της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων ημερησίου ωραρίου εργασίας των 8 ωρών, και επί 15 ώρες καθημερινά κατά τα ομοίως καθοριζόμενα Σάββατα και αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων, της ημερήσιας εργασίας του ναυτικού κατά τα Σάββατα και τις αργίες της ναυτολόγησής του θεωρουμένης στο σύνολό της ως υπερωριακής, κατά τα επίσης οριζόμενα στην εν προκειμένω εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε., β) το ποσό των 139 ευρώ, το οποίο αφορά σε διαφορά του αναλογούντος στο χρονικό διάστημα της πρώτης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο δώρου Πάσχα του έτους 2016, γ) το ποσό των 1.751,65 ευρώ, ως οφειλόμενο σ’αυτόν υπόλοιπο του επίσης αναλογούντος στο χρονικό διάστημα της πρώτης ναυτολόγησής του δώρου Χριστουγέννων του ιδίου έτους, δ) το ποσό των 294,87 ευρώ, που αφορά σε διαφορά του αναλογούντος στο χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησής του στο ίδιο πλοίο δώρου Πάσχα του έτους 2017, και ε) το ποσό των 79,55 ευρώ, που διατείνεται ότι του οφείλεται ως υπόλοιπο του αναλογούντος στο χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017, αφαιρεθέντων καθ’υποφοράν στο δικόγραφο των χρηματικών ποσών, που έχει ήδη εισπράξει για κάθε αιτία, με το νόμιμο τόκο από τότε, που έκαστο των επιμέρους αγωγικών κονδυλίων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις για την  ενδοσυμβατική της ευθύνη, άλλως επικουρικώς τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 5030/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή ως νόμιμη κατά την κύρια βάση της, και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη κατά την κατά δικονομική επικουρικότητα σωρευόμενη στο δικόγραφο βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ακολούθως έγινε ακολούθως εν μέρει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, κατόπιν της παραδοχής ότι ο ενάγων κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης εργάσθηκε, με την ειδικότητα του προϊσταμένου – αρχιθαλαμηπόλου, επί 12 ώρες καθημερινά, ήτοι επί 4 ώρες πλέον του προβλεπομένου στην εν προκειμένω εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016 ημερησίου ωραρίου εργασίας των 8 ωρών, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.563,22 ευρώ, ως οφειλόμενο υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση επί 4 ώρες κατά τις αριθμητικά προσδιοριζόμενες σ’αυτήν καθημερινές και Κυριακές, και επί 12 ώρες κατά τα επίσης προσδιοριζόμενα Σάββατα και αργίες, και ως οφειλόμενες διαφορές των αναλογούντων στις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους εργασίας του επιδομάτων εορτών των ετών 2016 και 2017, με το νόμικο τόκο δι’έκαστο κονδύλιο σύμφωνα με τις επίσης αναφερόμενες σ’αυτήν διακρίσεις, αφαιρεθέντων των ήδη καταβληθέντων από την εναγόμενη για κάθε αξίωση χρηματικών ποσών, γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ’ουσίαν βάσιμης της νομίμως υποβληθείσης ένστασης απόσβεσης των αγωγικών αξιώσεων (άρθρο 416 του ΑΚ), και, τέλος, κηρύχθηκε η εν λόγω απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος στον ενάγοντα χρηματικού ποσού, και καταδικάσθηκε η εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής του δαπάνης, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 700 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης η εναγόμενη, ως εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, άσκησε παραδεκτά την κρινόμενη έφεσή της, με την οποία παραπονείται κατά της απόφασης αυτής για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφό της λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, που συγκεκριμένα αφορά στη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της, με την οποία συναρτάται κατά λογική και νομική αναγκαιότητα και η κρίση του επί της βασιμότητας των αγωγικών κονδυλίων, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων ουδέποτε εργάσθηκε πέραν των 8 ωρών, καθώς και ότι, τούτου δοθέντος, ουδέν ποσό του οφείλεται πλέον, διότι οι αγωγικές αξιώσεις του από τις συμβάσεις ναυτολόγησής του στο συγκεκριμένο πλοίο έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί με πραγματοποιηθείσες προς αυτόν επιμέρους καταβολές εκ μέρους της των χρηματικών ποσών, που εδικαιούτο για κάθε αιτία, ζητά την παραδοχή της έφεσής της, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή, κατά παραδοχήν της προβληθείσας ένστασής της απόσβεσης των αξιώσεων του ενάγοντος ως ουσία βάσιμης, υποβάλλοντας παράλληλα, παραδεκτά με τις προτάσεις της, αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, προκειμένου, σε περίπτωση που το ως άνω ένδικο μέσο γίνει δεκτό και κατ’ουσίαν, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της επιστρέψει το ποσό των 5.000 ευρώ, που του κατέβαλε έναντι του συνολικά επιδικασθέντος προς αυτόν με την πρωτόδικη απόφαση ποσού, κατά το οποίο η εν λόγω απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, πλέον τόκων, όπως έχει ήδη αναφερθεί.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ.1 της Σ.Σ.Ν.Ε. των Πληρωμάτων Ακτοπλοΐκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω κατά τα χρονικά διαστήματα αμφοτέρων των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, κατά τα κατωτέρω ειδικότερα εκτιθέμενα, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορά, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ Νόμος,  ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 των ιδίων Σ.Σ.Ν.Ε. εξευρίσκεται δια της διαίρεσης του μισθού ενεργείας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία, που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας), αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος ……..  , που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται, κατόπιν απομαγνητοφώνησής της, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, β) την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μάρτυρα …………., η οποία λήφθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης να παραστεί, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……/26.2.2018 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή . …., και περιέχεται στην υπ’αριθμ…../2.3.2018 ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, καθώς και τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία της εναγομένης, μαρτύρων της ……… και ……….., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος να παραστεί, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …./26.2.2018 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ……….., και περιέχονται στις  υπ’αριθμ. …../2.3.2018 και …../2.3.2018 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, δ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Σε εκτέλεση άτυπης σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στον Πειραιά Αττικής στις 21.4.2016, ο ενάγων, απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος ναυτικού φυλλαδίου, με αριθμό μητρώου ……………, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε από την εναγόμενη, ναυτική εταιρία, για να εργασθεί, με την ειδικότητα του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό  – οχηματαγωγό πλοίο, πλοιοκτησίας της, με την ονομασία “ΑΠ”, νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό …….., κόρων ολικής χωρητικότητας 3.200,27, με τη συμφωνία ότι εφαρμοστέα τυγχάνει επί της εργασιακής του σύμβασης η οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, που αφορά στις αποδοχές και στους λοιπούς όρους εργασίας των μελών των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων της ιδίας ειδικότητας, και απασχολήθηκε συνεχώς στο ως άνω πλοίο, δυνάμει της εν λόγω σύμβασης, μέχρι και τις 31.10.2016, όταν και απολύθηκε στο λιμένα της ναυτολόγησής του ενόψει της διενέργειας στο πλοίο της ετήσιας επιθεώρησής του. Στις 6.4.2017 ναυτολογήθηκε ξανά στο λιμένα της Ραφήνας, επίσης δυνάμει ατύπως καταρτσθείσας σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, με την ίδια ειδικότητα και με τους αυτούς εργασιακούς όρους, στο ίδιο πλοίο της εναγομένης, στο οποίο και παρείχε τις υπηρεσίες του αδιαλείπτως έως και τις 10.5.2017, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα της ναυτολόγησής του «αμοιβαία συναινέσει». Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη, προκύπτουν άλλωστε και από το αντίγραφο του αντίστοιχου τμήματος του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος, που προσκομίζεται σε φωτοαντίγραφο. Στην προβλεπόμενη από το άρθρο 6 του ΠΔ 177/1974 (ΦΕΚ Α΄64/13.3.1974) οργανική σύνθεση του πληρώματος του εν λόγω πλοίου των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό, είχε καθορισθεί ότι το προσωπικό της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων απάρτιζαν ένας (1) προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, έξι (6) θαλαμηπόλοι και ένας (1) επίκουρος θαλαμηπόλος, καθώς λειτουργούσαν και τα τέσσερα (4) κυλικεία του πλοίου, με αποτέλεσμα να προβλέπεται ειδικά για την περίπτωση αυτή ναυτολόγηση επιπλέον ενός (1) ακόμη θαλαμηπόλου για κάθε έναν (1) εκ των καταρχήν προβλεπομένων τριών (3), ενώ, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη καταστάσεις πληρώματος κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους απασχολούντο στη συγκεκριμένη υπηρεσία ένας (1) προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, ένας (1) αρχιθαλαμηπόλος, έξι (6) θαλαμηπόλοι, και ένας (1) επίκουρος θαλαμηπόλος (κατά την πρώτη ναυτολόγησή του) και ένας (1) προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, ένας (1) αρχιθαλαμηπόλος, επτά (7) θαλαμηπόλοι και ένας (1) επίκουρος θαλαμηπόλος (κατά τη δεύτερη κατά σειράν ναυτολόγησή του αντίστοιχα). Επιπλέον, σε αμφότερες τις επίμαχες συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος συνομολογείται ότι συμφωνήθηκε αυτός να λαμβάνει τον προβλεπόμενο από την τότε ισχύουσα ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών -επιβατηγών πλοίων μηνιαίο μισθό. Εν προκειμένω κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα τις πάσης φύσως αποδοχές του ρύθμιζε η από 16.6.2016 ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων για το έτος 2016, όπερ δεν αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη, και έγινε επίσης δεκτό ότι τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται με την κρινόμενη έφεση. Σύμφωνα με αυτήν ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου ανερχόταν σε 1.810,10 ευρώ, το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας σε 398,22 ευρώ, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας σε 35,22 ευρώ, και οι αποδοχές της αδείας του μετά τροφοδοσίας σε 597,94 ευρώ [1.810,10 ευρώ + 398,22 ευρώ =2.208,32 ευρώ:22=) 100,37 ευρώ ημερομίσθιο Χ 5 ημέρες αδείας μηνιαίως = 501,89 ευρώ + (19,21 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ = 597,94 ευρώ]. Επομένως, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν καθ’όλο το επίδικο χρονικό διάστημα  στο συνολικό ποσό των 2.841,48 ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου σ’αυτές του ημερησίου αντιτίμου της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας (οριζομένου στην ανωτέρω ΣΣΝΕ στο ποσό των 19,21 ευρώ), διότι ούτε ο ίδιος το συνυπολογίζει στην αγωγή του κατά το σχετικό προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, και, συνακόλουθα, του αιτουμένου δι’ έκαστο αγωγικό κονδύλιο ποσού, ουσιαστικά συνομολογώντας, τοιουτοτρόπως, ότι δεν επρόκειτο περί παροχής, που του καταβαλλόταν παγίως και σταθερώς ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του (πρβλ. ΜονΕφΠειρ 620/2014, ΜονΕφΠειρ 412/2014, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), το δε ωρομίσθιό του με βάση την εν προκειμένω εφαρμοστέα ως άνω ΣΣΝΕ καθορίσθηκε στο ποσό των 10,46 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% (για την υπερωριακή πέραν του νομίμου οκταώρου εργασία κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές) και 50% (για την απασχόληση από την πρώτη ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες) σε 13,08 ευρώ και σε 15,68 ευρώ αντίστοιχα. Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια αμφοτέρων των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό εκτελούσε καθημερινά τακτικά κυκλικά δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, και δη πραγματοποιούσε το αυτό δρομολόγιο κάθε ημέρα, που προέβλεπε αναχώρησή του από το λιμένα της Ραφήνας με προορισμό το λιμένα της Νάξου, και επιστροφή του αυθημερόν στο λιμένα αφετηρίας, με ενδιάμεσους λιμένες αυτούς της Τήνου και της Μυκόνου, τους οποίους προσέγγιζε διαδοχικά, τόσο κατά τη μετάβασή του στο λιμένα προορισμού, όσο και κατά την επιστροφή του (με αντίστροφη σειρά) στο λιμένα της αφετηρίας, εκάστου κυκλικού δρομολογίου διαρκείας μεγαλύτερης των 12 ωρών, και ειδικότερα ανερχομένης κατά μέσο όρο σε 13 ώρες, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα με αριθμό πρωτ. 2251.2.-1/6004/17/15.12.2017 βεβαίωση του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ραφήνας, στην οποία εμφαίνονται αναλυτικά για κάθε ημέρα του κρίσιμου χρονικού διαστήματος η ώρα απόπλου του πλοίου από το λιμένα της Ραφήνας, και η ώρα κατάπλου του στον ίδιο λιμένα, μετά την εκτέλεση της συνολικής ημερήσιας διαδρομής του, η διάρκεια της οποίας μπορεί, επομένως, ευχερώς να προσδιορισθεί με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, καθώς και οι ημέρες του ιδίου χρονικού διαστήματος, κατά τις οποίες το πλοίο, για τους επίσης αναφερόμενους στο έγγραφο αυτό λόγους, δεν εκτέλεσε δρομολόγια. Περαιτέρω, τα κατά νόμο καθήκοντα της ειδικότητας του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, με την οποία ο ενάγων ναυτολογήθηκε σε αμφότερες τις συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που συνήψε με την εναγόμενη, στο πλοίο της ανωτέρω, περιγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 112 και 113 του ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α΄158/4.10.1960), με την πρώτη των οποίων ορίζεται ότι: «1.Ο Αρχιθαλαμηπόλος προϊστάμενος είναι ο Αξιωματικός προϊστάμενος της Υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου και του προσωπικού αυτής. 2. Τελεί υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του Πλοιάρχου ή του νόμιμου αναπληρωτή του και είναι υπεύθυνος και υπόλογος έναντι αυτού κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Συνεργάζεται με τους Αξιωματικούς προϊστάμενους των λοιπών Υπηρεσιών για θέματα αρμοδιότητάς τους.», ενώ με τη δεύτερη ότι: «…ο Αρχιθαλαμηπόλος, προϊστάμενος όλων των υπ’αυτού υπηρετούντων Αρχιθαλαμηπόλων, Θαλαμηπόλων και Επικούρων, καθορίζει τας φυλακάς αυτών και κατανέμει την εργασίαν ενός εκάστου και επιβλέπει διά την καλήν εκτέλεσιν αυτής. Εκτελεί επιθεωρήσεις των διαμερισμάτων και  εστιατορίων, καπνιστηρίων κ.λ.π. χώρων προοριζομένων διά την χρήσιν των επιβατών και βεβαιούται περί της απολύτου καθαριότητος και ευπρεπείας αυτών». Aποδείχθηκε επίσης ότι το εν λόγω πλοίο δε διαθέτει κοιτωνίσκους (καμπίνες) επιβατών, ει μη μόνον των μελών του πληρώματος, ούτε εστιατόρια (με κατάλογο, ή αυτοεξυπηρέτησης), αλλά μόνον κυλικεία, τέσσερα (4) τον αριθμό εν λειτουργία κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό, καθώς και ότι άπαντες οι χώροι, που προορίζονται για τη χρήση των επιβατών (σαλόνια, κυλικεία, κοινόχρηστα αποχωρητήρια) εκτείνονται σε ένα και μοναδικό επίπεδο, και, τέλος ότι, κατά τις ανωτέρω χρονικές περιόδους, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, η τροφοδοσία των κυλικείων του, όπως και των κυλικείων όλων των πλοίων του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου, είχε ανατεθεί από την πλοιοκτήτρια σε εργολάβο εταιρία, δυνάμει μεταξύ τους καταρτισθείσας σχετικής σύμβασης, με την οποία έρχονταν απευθείας σε επικοινωνία οι θαλαμηπόλοι, που απασχολούντο στα κυλικεία του πλοίου, και ήταν αυτοί, που γνωστοποιούσαν στην εργολάβο είτε τηλεφωνικώς, είτε διά της αποστολής μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, τις ανακύψασες ελλείψεις στα είδη, που διατίθεντο σ’αυτά, και παραλάμβαναν τις παραγγελίες τους, όχι μόνον στο λιμένα αφετηρίας, αλλά και στο λιμένα προορισμού, ενίοτε μάλιστα και στους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης του δρομολογίου του πλοίου. Επίσης αποδείχθηκε ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, είχε ναυτολογηθεί και πράγματι απασχολείτο εκεί ως αρχιθαλαμηπόλος, παρότι η ειδικότητα αυτή δεν προβλέπεται στην οργανική σύνθεση του συγκεκριμένου πλοίου, όπερ, όμως, δεν αποκλείει τη δυνατότητα ναυτολόγησης προσώπων σε μη προβλεπόμενες ειδικότητες, εφόσον κρίνεται τούτο σκόπιμο για την εύρυθμη λειτουργία του πλοίου, ο ενόρκως εξετασθείς ως μάρτυρας ενώπιον Ειρηνοδίκη, με επιμέλεια της εναγομένης, ………….., ο οποίος συνέδραμε τον ενάγοντα, ως άμεσος βοηθός του, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, που ειδικότερα αφορούσαν στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβασή τους στο πλοίο, καθώς και στην επιτήρηση και επίβλεψη αυτών, τόσο κατά την επιβίβασή τους, όσο και κατά την αποβίβασή τους, που πραγματοποιείτο διά μέσου της κυλιόμενης κλίμακας του πλοίου, στους λιμένες αφετηρίας, προορισμού, και ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης του πλοίου, αλλά και στον έλεγχο, και εποπτεία των υφισταμένων τους θαλαμηπόλων και επίκουρων θαλαμηπόλων κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, και στη διενέργεια επιθεωρήσεων, διαρκούντος του πλου, στους χώρους τους προοριζόμενους προς χρήση των επιβατών. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, επιρρωνύεται, πέραν των σχετικών εγγραφών α) στο ναυτικό φυλλάδιο του ανωτέρω …………….., σύμφωνα με τις οποίες ο τελευταίος φέρεται ναυτολογημένος κατά τα αυτά χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου (πλην του χρονικού διαστήματος από 13.10.2016 έως 31.10.2016, ως προς το οποίο προφανώς εκ παραδρομής αναγράφεται ότι ναυτολογήθηκε ως θαλαμηπόλος, ενώ προηγούνται και έπονται ναυτολογήσεις του στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου, όπως θα εκτεθεί ειδικότερα κατωτέρω), και β) στο ναυτολόγιο του πλοίου, (πέραν) των προσκομιζομένων από την εναγόμενη αποδείξεων πληρωμής μισθοδοσίας του ……., οι οποίες αφορούν στο κρίσιμο χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, φέρουν την μη αμφισβητούμενη υπογραφή του (του ………) ως εισπράξαντος, και σύμφωνα με τις οποίες καταβάλλοντο σ’αυτόν, όπως και στον ενάγοντα, από την εναγόμενη αποδοχές προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, και όχι θαλαμηπόλου, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων ότι ο ……… εργαζόταν στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την τότε ισχύουσα ΣΣΝΕ, και των επίσης προσκομιζομένων από την ίδια διάδικο καταστάσεων πληρώματος, για τις οποίες έχει γίνει ήδη λόγος ανωτέρω, καθώς και της ένορκης κατάθεσης του ιδίου του ……., (επιρρωνύονται) έτι περαιτέρω και από την ένορκη κατάθεση του επίσης ναυτολογημένου στο ίδιο πλοίο κατά τα αυτά χρονικά διαστήματα με τον ενάγοντα, όπως προκύπτει από τις εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο, με την ειδικότητα του Οικονομικού Αξιωματικού, ………….., ο οποίος, έχοντας ίδιαν αντίληψη και μετά λόγου γνώσεως, αναφέρει ότι ο ………… απασχολείτο πράγματι ως αρχιθαλαμηπόλος στο πλοίο, με αποτέλεσμα τον επιμερισμό των εποπτικών και επιτελικών καθηκόντων του ενάγοντος σε δύο πρόσωπα. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω παραδοχές δεν αναιρούνται από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα φωτογραφίες, οι οποίες κατ’αυτόν  προσεπιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του περί άσκησης στην πραγματικότητα καθηκόντων θαλαμηπόλου από τον προαναφερθέντα …….., παρά την «τυπική» ναυτολόγησή του με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου, στις οποίες, όπως διατείνεται, απεικονίζεται ο προαναφερθείς …… εντός του πλοίου, χωρίς να φορά την καθιερωμένη ειδική ενδυμασία του αρχιθαλαμηπόλου του Εμπορικού Ναυτικού μετά των διακριτικών της ειδικότητάς του, όπως όφειλε ως  υπαξιωματικός της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου να πράττει κατά τις ώρες εκτέλεσης της εργασίας του, διότι, σύμφωνα με τις ίδιες φωτογραφίες η ενδυμασία του σε κάθε περίπτωση διαφέρει απ’αυτήν των υφισταμένων του λοιπών θαλαμηπόλων, που απασχολούντο στα κυλικεία του συγκεκριμένου πλοίου, και επίσης εμφαίνονται στις ίδιες φωτογραφίες, ή να εκτελεί σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, χωρίς επιβάτες παρόντες, χειρωνακτική εργασία, στην οποία και απαθανατίσθηκε, ομού με τους άλλους θαλαμηπόλους (λεκτέον ότι η φωτογραφία προφανώς έχει ληφθεί σε ημέρα κατά την οποία για κάποιο λόγο το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, αφού από το χώρο του κυλικείου έχουν απομακρυνθεί όλα τα έπιπλα, προκειμένου το πιθανότερον να εκτελεσθούν περισσότερο εκτεταμένες εργασίας καθαριότητας σε σχέση με αυτές, που συνήθως πραγματοποιούντο μετά το πέρας εκάστου ημερήσιου δρομολογίου). Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί «τυπικής» και μόνον ναυτολόγησης του ……. ως αρχιθαλαμηπόλου, προκειμένου να συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο υπηρεσίας για την προαγωγή του στον επόμενο βαθμό, χωρίς, όμως, να λαμβάνει τις προβλεπόμενες υψηλότερες αποδοχές της ειδικότητας αυτής, αναιρείται από το γεγονός ότι ο ανωτέρω ναυτολογήθηκε στο συγκεκριμένο πλοίο και στις 3.11.2016, αλλά και στις 17.3.2017, και πάλι ως αρχιθαλαμηπόλος, παρότι είχε ήδη από τις 13.10.2016 δίπλωμα προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, και, επομένως, κατά την κοινή πείρα και λογική, κατά τις επόμενες ναυτολογήσεις του δε συνέτρεχε πλέον ο επικαλούμενος από τον ενάγοντα λόγος, που κατ’αυτόν υπαγόρευε τη ναυτολόγηση του …….. με τη συγκεκριμένη ειδικότητα, στη συνέχεια μάλιστα, και δη στις 10.5.2017 ναυτολογείται εκ νέου στο ίδιο πλοίο ως προϊστάμενος αρχιθαμηπόλος πλέον, στη θέση του ενάγοντος (βλ. σχετ. τις εγγραφές στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου), όπερ είναι προφανές ότι δε θα γινόταν εάν δεν είχε προηγουμένως ασκήσει στην πράξη καθήκοντα αρχιθαλαμηπόλου, ώστε να αποκτήσει την απαραίτητη εμπειρία ελέγχου και συντονισμού των υφισταμένων του. Περαιτέρω, από τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη, αφενός μεν απόδειξη μισθοδοσίας του ………….. του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2016, για την οποία έγινε ήδη λόγος ανωτέρω, αφετέρου δε, παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 του ΚΠολΔ) και ενδεικτικά, αντίγραφο περί της κατάθεσης του αντίστοιχου ποσού των αποδοχών των ναυτικών του πλοίου για το συγκεκριμένο μήνα σε τραπεζικούς τους λογαριασμούς στην Εθνική Τράπεζα, αμφότερα τα οποία αφορούν σε ανύποπτο σε σχέση με την παρούσα αντιδικία χρόνο, προκύπτει σαφώς ότι αυτός πράγματι ελάμβανε από την πλοιοκτήτρια αυξημένες αποδοχές, και μάλιστα αυτές της ειδικότητας του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, όπως ακριβώς προβλέποντο από την τότε ισχύσασα ΣΣΝΕ, και όχι του θαλαμηπόλου, που, οπωσδήποτε δε θα συνέβαινε, εάν είχε μόνον «τύποις» ναυτολογηθεί ως αρχιθαλαμηπόλος, αλλά στην πραγματικότητα ασκούσε καθήκοντα θαλαμηπόλου, διότι τούτο θα συνεπαγόταν σημαντική οικονομική επιβάρυνση της εναγομένης χωρίς το αντίστοιχο όφελος εκ της παροχής των υπηρεσιών της ειδικότητας του αρχιθαλαμηπόλου από πλευράς του ναυτικού της, και επίσης επιρρωνύει την παραδοχή του Δικαστηρίου τούτου περί εκ παραδρομής αναγραφής στο ναυτικό του φυλλάδιο της ναυτολόγησής του ως θαλαμηπόλου για το χρονικό διάστημα από 13.10.2016 έως 31.10.2016, αλλά, επιπροσθέτως, δικαιολογεί επαρκώς και το γεγονός ότι αυτός, παρότι ναυτολογηθείς ως αρχιθαλαμηπόλος, εισέπραττε, κατά την επί σειρά ετών θεσμοθετημένη πρακτική, ποσοστό επί των εισπράξεων των κυλικείων του πλοίου, που αναλογούν στην ειδικότητα του θαλαμηπόλου, και όχι σε αυτήν του αρχιθαλαμηπόλου, ως θα ηδύνατο. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων, ως ναυτολογημένος προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος στο συγκεκριμένο πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, και, επομένως, ως Αξιωματικός προϊστάμενος της Υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου αυτού και του προσωπικού της, ήταν επιφορτισμένος με την άσκηση εποπτείας και ελέγχου για την καλή εκτέλεση της εργασίας των υφισταμένων του, αρχιθαμηπόλου, θαλαμηπόλων και επίκουρων θαλαμηπόλων, την οποία (εργασία των προσώπων αυτών) συντόνιζε, προγραμμάτιζε, διηύθυνε και κατηύθυνε, και με τη διενέργεια επιθεωρήσεων στους χώρους του πλοίου, που προορίζονταν προς χρήση από τους επιβάτες, προκειμένου να βεβαιωθεί περί της καθαριότητας, της ευπρέπειας και της ευταξίας τους. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η εργασία του άρχιζε καθημερινά περί ώρα 07.00, με τον έλεγχο όλων των χώρων του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου, προκειμένου να είναι καθόλα έτοιμοι προς χρήση από τους επιβάτες, ενόψει της προγραμματισμένης αναχώρησης του πλοίου από το λιμένα της Ραφήνας, η οποία κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του σ’αυτό ελάμβανε χώρα συνήθως περί ώρα 08.05, και συνεχιζόταν, επίσης προ του απόπλου, με την υποδοχή και την επιτήρηση της ασφαλούς επιβίβασης στο πλοίο των επιβατών, τους οποίους και ακλούθως κατηύθυνε στους εσωτερικούς χώρους αυτού. Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια του πλου πραγματοποιούσε συχνές επιθεωρήσεις σε όλους τους χώρους του πλοίου, που προορίζονταν για τους επιβάτες, προς άσκηση ελέγχου και εποπτείας επί των υφισταμένων του ως προς την καλή εκτέλεση των καθηκόντων τους, και, επιπροσθέτως, απασχολείτο με γραφική εργασία στον κοινό χώρο λογιστηρίου – ρεσεψιόν του πλοίου, όπου επίσης εργαζόταν ο ενόρκως εξετασθείς μάρτυρας της εναγομένης και ναυτολογημένος με την ειδικότητα του Οικονομικού Αξιωματικού ……………, η οποία (γραφική εργασία) αφορούσε σε θέματα, που άπτοντο των αρμοδιοτήτων του (ειδικότερα τον Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης του πλοίου και τον προγραμματισμό των εργασιών των υφισταμένων του θαλαμηπόλων και επίκουρων θαλαμηπόλων). Περαιτέρω κατά τον κατάπλου του πλοίου στους ενδιάμεσους λιμένες (Τήνο αρχικά και στη συνέχεια Μύκονο) επιτηρούσε την ασφαλή αποεπιβίβαση των επιβατών, επί χρόνο  ίσο με την παραμονή του πλοίου σ’αυτούς, που διαρκούσε περίπου 15 λεπτά εις έκαστον, όπως και στο λιμένα προορισμού τη Νάξο, όπου και αποβιβάζοντο όλοι οι επιβάτες, και το πλοίο παρέμενε επί σχεδόν μία (1) ώρα κατά τις καθημερινές και επί σχεδόν δύο (2) ώρες κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές μέχρι τον απόπλου του με προορισμό το λιμένα της Ραφήνας, χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν εργαζόταν, αλλά γευμάτιζε και αναπαυόταν στην καμπίνα του. Κατά τον πλου της επιστροφής επίσης, πέραν της διενέργειας επιθεωρήσεων στους χώρους των επιβατών και την επίβλεψη των υφισταμένων του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ομοίως επιτηρούσε την επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών στους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης (αρχικά στη Μύκονο και ακολούθως στην Τήνο κατά σειράν), στους οποίους το πλοίο συνήθως παρέμενε επί 20 και 25 λεπτά αντίστοιχα, καθώς και την αποβίβαση όλων των επιβατών στο λιμένα της Ραφήνας, όπου και ο ίδιος αποβιβαζόταν μετά την πάροδο 30 περίπου λεπτών από τον κατάπλου, καθώς με την εποπτεία των εργασιών γενικής καθαριότητας, που κάθε φορά επακολουθούσαν, και εκτελούντο από τους θαλαμηπόλους και τους επίκουρους θαλαμηπόλους, στους χώρους του πλοίου, προκειμένου να είναι έτοιμοι προς χρήση από τους επιβάτες και το πλήρωμα για το δρομολόγιο της επόμενης ημέρας, ήταν επιφορτισμένος ο αρχιθαλαμηπόλος …………, όπως κατατέθηκε από τον ίδιο, αλλά και από τον, επίσης έχοντα ίδιαν αντίληψη, κατά τα προεκτεθέντα, έτερο μάρτυρα της εναγομένης …………….., οι καταθέσεις των οποίων κρίνονται πιο αξιόπιστες, ως αποδίδουσες με μεγαλύτερη πιστότητα τις συνθήκες της καθημερινές απασχόλησης του ενάγοντος στο συγκεκριμένο πλοίο, όπου και οι ίδιοι εργάζονταν, και δη στους αυτούς χώρους. σε σχέση με αυτές των μαρτύρων του τελευταίου, αμφοτέρων συνταξιούχων ναυτικών σε άλλα πλοία, διαφορετικής πλοιοκτησίας. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών, αλλά και τον όγκο της επιβατικής κίνησης αυτών, που διαφοροποιείται εντός του έτους. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές συνάγεται, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πράγματι εργαζόταν, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, κατ’εντολήν του πλοιάρχου, πέραν του νομίμου ωραρίου του. Σύμφωνα με όλα όσα προεκτέθηκαν, και λαμβανομένων επίσης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόληση αυτού επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή, που ιδίως κατά το χρονικό διάστημα από Μάιο έως Οκτώβριο παρουσιάζει αυξημένη επιβατική κίνηση (σημειωτέον ότι ο ενάγων εντός του έτους 2016 ήταν ναυτολογημένος στο συγκεκριμένο πλοίο κατά τους μήνες Απρίλιο έως και Οκτώβριο, όπερ εμπίπτει κατά το μεγαλύτερο μέρος στη θερινή περίοδο, ενώ κατά το έτος 2017 απασχολήθηκε εντός των μηνών Απριλίου και Μαΐου, όταν και η επιβατική κίνηση του εκτελουμένου δρομολογίου είναι σαφώς μικρότερη), του γεγονότος ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων του τον συνέδραμε και έτερο πρόσωπο, όπως ήδη αναφέρθηκε, της σταθερής καταβολής σ’αυτόν από την εναγόμενη, εργοδότριά του και πλοιοκτήτρια, κάθε μήνα διαφόρων χρηματικών ποσών για «αμοιβή υπερωριών» και για απασχόληση «Σάββατα και αργίες», όπως συνάγεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του, που, όπως η ίδια η εναγόμενη ισχυρίζεται, αναλογούν σε εργασία που υπολείπεται της μίας ώρας ημερησίως, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, όπως αυτά εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, ενόψει και του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά την εκτέλεση του ημερησίου δρομολογίου του, η διάρκεια του οποίου εν προκειμένω προσέγγιζε τις 13 ώρες, συμπεριλαμβανομένης της παραμονής του πλοίου στο λιμένα προορισμού του τη Νάξο επί 1 ώρα μετά τον κατάπλου του και μέχρι τον απόπλου του για το ταξίδι της επιστροφής του στο λιμένα της Ραφήνας, να μην ταυτίζεται με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’αυτό, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του ανέρχεται σε 10 ώρες, και όχι σε 15 ώρες, όπως καθ’υπερβολήν ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του, ή σε 12 ώρες, όπως, κατόπιν εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και βασίμως ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της. Επομένως, κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, ο ενάγων απασχολήθηκε καθημερινά στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης υπερωριακά, και δη πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2016 ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας, εν πλω και στο λιμάνι, για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, επί 2 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η δεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των επίμαχων χρονικών περιόδων θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή από την πρώτη ώρα, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης στην ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετης αμοιβής, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη.  Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, από την εργασία του στο ως άνω πλοίο, διατηρεί κατά της εναγομένης τις ακόλουθες αξιώσεις ως διαφορά αμοιβής λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας για τα επίδικα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του σ’αυτό: Α) Διαφορά υπερωριακής αμοιβής για το χρονικό διάστημα από 21.4.2016 έως 31.10.2016: α) Για τις καθημερινές και τις Κυριακές, το ποσό των 3.819,36 ευρώ (146 καθημερινές και Κυριακές του ως άνω χρονικού διαστήματος Χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 292 ώρες Χ 13,08 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, με βάση την ισχύουσα κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, για τις καθημερινές και τις Κυριακές = 3.819,36), β) για τα Σάββατα και τις αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος το ποσό των 5.174,4 ευρώ (33 Σάββατα και αργίες του ως άνω διαστήματος Χ 10 ώρες εργασίας του ημερησίως = 330 ώρες Χ 15,68 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 5.174,4), ήτοι συνολικά το ποσό των 8.993,76 ευρώ (3.819,36 ευρώ + 5.174,4 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε για την αιτία αυτή από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 5.722,16 ευρώ, και, επομένως, δικαιούται της διαφοράς, ποσού 3.271,6 ευρώ. Β) Διαφορά υπερωριακής αμοιβής για το χρονικό διάστημα από 6.4.2107 έως 10.5.2017: α) Για τις καθημερινές και τις Κυριακές, το ποσό των 601,68 ευρώ (23 καθημερινές και Κυριακές του ως άνω χρονικού διαστήματος Χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 46 ώρες Χ 13,08 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης για την ειδικότητα του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, με βάση την ισχύουσα κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016 κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές = 601,68), β) για τα Σάββατα και τις αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος το ποσό των 1.411,2 ευρώ (9 Σάββατα και αργίες του διαστήματος αυτού Χ 10 ώρες εργασίας του ημερησίως = 90 ώρες Χ 15,68 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 1.411,2), ήτοι συνολικά το ποσό των 2.012,88 ευρώ (601,68 ευρώ + 1.411,2 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε για την αιτία αυτή από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 1.058,90 ευρώ, και, επομένως, δικαιούται της διαφοράς, ποσού 953,98 ευρώ. Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του αριθμού των καθημερινών ημερών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, που απασχολήθηκε ο ενάγων κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο, καθώς και επί των ποσών, που καταβλήθηκαν σ’αυτόν από την εναγόμενη ως αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, και για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων, και, συνακόλουθα, επί της παραδοχής ως εν μέρει δεκτής και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας της σχετικώς προβληθείσας ένστασής της περί απόσβεσης των συγκεκριμένων αγωγικών απαιτήσεων κατά τα ως άνω ποσά, δεν πλήττεται με την κρινόμενη έφεσή της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται για τις ίδιες αιτίες το ποσό των 8.125,84 ευρώ και το ποσό των 1.837,90 ευρώ αντίστοιχα, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 της Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2016, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέα κατά τα προεκτεθέντα, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7.1.1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δε διήρκησε καθόλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων εορτών λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα του χρόνου. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές (βλ. ΕφΠειρ 131/2016, 117/2016, 73/2016, 51/2016, 371/2016 και 200/2016, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ως επιδόματα εορτών (Χριστουγένων και Πάσχα) των ετών 2016 και 2017 ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι αναφερόμενα ποσά: 1) Για δώρο Πάσχα του έτους 2016, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 21η.4.2016 έως την 30η.4.2016, δηλαδή επί 10 ημέρες, άλλως επί 1,25 οκταήμερα (10:8), ενώ εντός του ιδίου έτους εργάσθηκε επίσης και κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2016 έως 31.10.2016, άλλως επί 184 ημέρες, και, επομένως, συνολικά κατά το έτος 2016 εργάσθηκε επί 194 ημέρες (10 ημέρες + 184 ημέρες), άλλως επί 6,46 μήνες (194:30), δικαιούται το ποσό των 176,4 ευρώ [2.841,48 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω  + 1.392,22 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του, που εδικαιούτο για το έτος 2016 (8.993,76 ευρώ το σύνολο της αμοιβής των υπερωριών του κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο έτος 2016, κατά τα προεκτεθέντα : 6,46 μήνες διάρκειας της ως άνω ναυτολόγησής του κατά το ίδιο έτος = 1.392,22) = 4.233,7 ευρώ : 2 = 2116,85 ευρώ Χ 1/15 = 141,12 ευρώ Χ 1,25 οκταήμερα = 176,4 ευρώ], από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 146,36 ευρώ, κατά το οποίο έχει ήδη εξοφληθεί, όπως, επίσης, έκρινε η εκκαλουμένη, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμά της να πλήττεται με την ένδικη έφεση, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 30,04  ευρώ. 2) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2016, εφόσον η εργασιακή του σχέση εντός του έτους αυτού δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2016 έως 31.10.2016, ήτοι επί 184 ημέρες, άλλως επί 9,68 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται το ποσό των 3.278,5 ευρώ  (2.841,48 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω  + 1.392,22 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του, που εδικαιούτο για το έτος 2016, κατά τα προεκτεθέντα = 4.233,7 ευρώ Χ 2/25 = 338,69 ευρώ Χ 9,68 δεκαεννεαήμερα = 3.278,5 ευρώ), έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει ήδη καταβάλει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η κρίση της αυτή να πλήττεται με την ένδικη έφεση, το χρηματικό ποσό των 2.654,87 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 623,6 ευρώ. 3) Για δώρο Πάσχα του έτους 2017, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 6η.4.2017 έως την 30η.4.2017, δηλαδή επί 25 ημέρες, άλλως επί 3,12 οκταήμερα (25:8), ενώ εντός του ιδίου έτους εργάσθηκε επίσης και κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2017 έως 10.5.2017, άλλως επί 10 ημέρες, και, επομένως, συνολικά κατά το έτος 2017 εργάσθηκε επί 35 ημέρες (25 ημέρες + 10 ημέρες), άλλως επί 1,16 μήνες (35:30), δικαιούται το ποσό των 475,95 ευρώ [2.841,48 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω + 1.735,24 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του, που εδικαιούτο για το έτος 2016 (2.012,88 ευρώ, το σύνολο της αμοιβής των υπερωριών του κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο έτος 2017, : 1,16 μήνες διάρκειας της ως άνω ναυτολόγησής του κατά το ίδιο έτος =1.735,24) = 4.576,72 ευρώ : 2 = 2.288,36 ευρώ Χ 1/15 =  152,55 ευρώ Χ 3,12 οκταήμερα = 475,95 ευρώ], από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 373,07 ευρώ, κατά το οποίο έχει ήδη εξοφληθεί, όπως, επίσης, έκρινε η εκκαλουμένη, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμά της να πλήττεται με την ένδικη έφεση, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 102,88  ευρώ. 4) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2017, εφόσον η εργασιακή του σχέση εντός του έτους αυτού δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2017 έως 10.5.2017, ήτοι επί 10 ημέρες, άλλως επί 0,526 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται το ποσό των 192,58 ευρώ  (2.841,48 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω + 1.735,24 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του, που εδικαιούτο για το έτος 2017, όπως επίσης αναφέρθηκε, = 4.576,72 ευρώ Χ 2/25 = 366,13 ευρώ Χ 0,526 δεκαεννεαήμερα = 192,58 ευρώ), έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει ήδη καταβάλει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η κρίση της αυτή να πλήττεται με την ένδικη έφεση, το χρηματικό ποσό των 146,63 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται πλέον η διαφορά, ποσού 45,95 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι για τις ίδιες αιτίες ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 74,24 ευρώ, το ποσό των 1.281,19 ευρώ, το ποσό των 170,93 ευρώ και το ποσό των 73,12 ευρώ αντίστοιχα, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, καθώς για τον προσδιορισμό του ύψους των ανωτέρω επικασθέντων ποσών συνυπολόγισε μεγαλύτερα ποσά ως μέσο όρο της αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση, κατόπιν της παραδοχής ότι η ημερήσια διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης κατά τα χρονικά διαστήματα αμφοτέρων των ναυτολογήσεών του σ’αυτό ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 12 ώρες, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της.

Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 5.028,05 ευρώ (3.271,6 ευρώ + 953,98 ευρώ + 30,04 ευρώ + 623,6 ευρώ + 102,88  ευρώ + 45,95 ευρώ), με το νόμιμο τόκο α) όσον αφορά το ποσό των 3.271,6 ευρώ, που δικαιούται ως αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 21.4.2016 έως 31.10.2016, κατά το οποίο ναυτολογήθηκε στο πλοίο της εναγομένης, και το ποσό των 30,04 ευρώ, που δικαιούται ως αναλογία επιδόματος Πάσχα για το ίδιο χρονικό διάστημα, από την επομένη της απόλυσής του στις 31.10.2016, ήτοι από την 1η.11.2016, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, β) όσον αφορά το ποσό των 623,6 ευρώ, που του οφείλεται ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2016, από την 1η.1.2017, γ) όσον αφορά το ποσό των 953,98 ευρώ, που δικαιούται ως αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 6.4.2017 έως 10.5.2017, κατά το οποίο επίσης ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε στο πλοίο της εναγομένης, και το ποσό των 102,88 ευρώ, που δικαιούται ως αναλογία επιδόματος Πάσχα για το ίδιο χρονικό διάστημα, από την επομένη της απόλυσής του στις 10.5.2017, ήτοι από την 11η.5.2017, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, και δ) όσον αφορά το ποσό των 45,95 ευρώ, που του οφείλεται ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2017, από την 1η.1.2018, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή επί του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας του οφειλομένου στον ενάγοντα για κάθε επιμέρους αγωγική αξίωση ποσού να προσβάλλεται με την ένδικη έφεση, και, επομένως, δε συνιστά κεφάλαιο, που έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Τέλος, πρέπει ν’απορριφθεί η υποβληθείσα με τις προτάσεις της εναγομένης – εκκαλούσας αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης κατάσταση, διότι το συνολικά επιδικασθέν με την παρούσα απόφαση ποσό δεν υπερβαίνει το ποσό, που έχει ήδη καταβληθεί στον ενάγοντα από την εναγόμενη, έναντι του συνολικού ποσού, για το οποίο η απόφαση αυτή κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ.1 του ΚΠολΔ), και να επβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, υποβληθέντος με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης, η οποία, παρά τη μερική παραδοχή της έφεσής της, ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την από 5.12.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/5.12.2018 και …………../6.12.2018) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 5030/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 18.12.2017 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……………/27.12.2017) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων είκοσι οκτώ ευρώ και πέντε λεπτών του ευρώ (5.028,05), με το νόμιμο τόκο δι’έκαστο επιμέρους ποσό σύμφωνα με τις ειδικότερα αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας διακρίσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υποβληθείσα με τις προτάσεις της εναγομένης – εκκαλούσας αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης κατάσταση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 9  Aπριλίου 2020.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ