Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 279/2020

Άρση της αυτοτέλειας νομικού προσώπου. Μεταβίβαση επιχείρησης (άρθρο 479 του ΑΚ). Αδικοπρακτική συμπεριφορά κατά την έν­νοια του άρθρου 914 του ΑΚ, αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με κάθε μέσο ή τέχνα­σμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, εξαιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχεί­ρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το απατηλό μέσο που χρησιμοποιήθηκε, υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βούλησης ή την επιχείρηση της πράξης.

 

Αριθμός  279/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Γεωργία Λάμπρου,  Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 516 και 517 εδ. α΄ του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, όχι δε και κατ΄ εκείνων που διετέλεσαν ομόδικοι αυτού, οι οποίοι υφίστανται την ίδια με αυτόν βλάβη από την εκκαλουμένη απόφαση. Κατ΄ εξαίρεση, η έφεση μπορεί παραδεκτώς να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος ή κατά κάποιου από αυτούς, αν η εκκαλουμένη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ΄ άλλου ομοδίκου. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν η διαδικασία επιτρέπει την ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων για την προάσπιση αντιθέτων συμφερόντων τους (π.χ. στη δίκη διανομής). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 516 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την άσκηση έφεσης απαιτείται έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται από το χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως και υπάρχει όταν ο διάδικος ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, διότι απορρίφθηκαν οι αιτήσεις και προτάσεις του ή αντιθέτως έγιναν δεκτές οι αιτήσεις και προτάσεις του αντιδίκου του. Έτσι όταν η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ουσία αβάσιμη, ο εναγόμενος με αυτήν δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης (ΑΠ 1467/1998  ΕλλΔνη 40.1315, ΕφΔωδ 20/2007). Ειδικότερα δεν έχει έννομο συμφέρον ο εναγόμενος να ασκήσει έφεση, εάν η αγωγή απορρίφθηκε για ουσιαστικό λόγο, ενώ θα έπρεπε να απορριφθεί για τυπικό λόγο (λ.χ. λόγω αοριστίας ή απαραδέκτου, Κεραμέως/Κονδύλη/ Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 516, σελ. 914, αρ. 27). Κατ΄ εξαίρεση έφεση έχει δικαί­ωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκη­σε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υπάρχει όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης παράγεται βλαπτικό των συμ­φερόντων του δεδικασμένο, όταν, δηλαδή, η αιτιολογία της απόφασης αναφέρεται σε στοιχείο του δικαιώματος, που κρίθηκε στη δίκη και στηρίζει το διατακτικό της και όχι ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν χωρίς ανάγκη και πλεοναστικώς (ΑΠ 1459/2000, ΕφΘεσ 1834/2013, ΕφΛαρ 220/2013, ΕφΘεσ 1191/2009,  ΕφΘεσ 654/2009, ΕφΑθ 362/2007, ΕφΘεσ 8/2006). Ειδικότερα, ο εναγόμενος έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση αν η αγωγή απορρίφθηκε για τυπικό λόγο, ενώ έπρεπε να απορριφθεί για ουσιαστικό (ως νόμω ή ουσία αβάσιμη), ή αν απορρίφθηκε κατά παραδοχή ενστάσεως συμψηφισμού ή καταχρήσεως δικαιώματος, που είχαν προταθεί επικουρικά, αντί να απορριφθεί ως αναπόδεικτη (Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, ο.π., σελ. 913-914, αρ. 26). Το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδι­καστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η έλλειψή του δε, συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης (ΕφΛαμ 48/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον του Δικαστηρί­ου τούτου εκκρεμούν οι: α) από 18-10-2017 (αρ. καταθ. …../2017), β) από 14-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) και γ) από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) εφέσεις κατά (και οι τρεις εφέσεις) της υπ΄ αρ. 3589/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία, μεταξύ άλλων, απορρίφθηκε η αγωγή προς ως την τρίτη και τον τέταρτο των εναγομένων, έγινε δεκτή (η αγωγή) ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων και υποχρεώθηκαν οι ανωτέρω να καταβάλλουν εις ολόκληρο στην ενάγουσα το ποσό των 300.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξoφλήσεως. Οι εφέσεις αυτές, πρέπει να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ). Επίσης, οι προαναφερόμενες εφέσεις παραδεκτά ασκούνται από την ηττηθείσα όσον αφορά τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων και εν μέρει ηττηθείσα ως προς τους πρώτη και δεύτερο από αυτούς ενάγουσα, κατά τα προαναφερόμενα, και από τους εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό πρώτη και δεύτερο των εναγομένων, και νόμιμα στρέφονται 1) η από 18-10-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση κατά των εναγομένων, οι οποίοι υπήρξαν οι δύο πρώτοι από αυτούς εν μέρει νικήσαντες αντίδικοι της εκκαλούσας στον πρώτο βαθμό και οι δυο τελευταίοι νικήσαντες αντίδικοι της εκκαλούσας στον πρώτο βαθμό, 2) η από 14-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση του δεύτερου των εναγομένων κατά της ενάγουσας, η οποία νίκησε εν μέρει στον πρώτο βαθμό και 3) η από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση της πρώτης των εναγομένων, επίσης, κατά της ενάγουσας, η οποία νίκησε εν μέρει στον πρώτο βαθμό (άρθρα 516 και 517 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι οι από 14-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) και από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) εφέσεις παραδεκτώς δεν στρέφονται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η πρώτη από αυτές και κατά των πρώτης, τρίτης και τετάρτου των εναγομένων και η δεύτερη από αυτές και κατά των δεύτερου, τρίτης και τετάρτου των εναγομένων, οι οποίοι ήταν ομόδικοι των αντίστοιχων εκκαλούντων. Περαιτέρω, η από 18-10-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση της ενάγουσας και η από 14-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση του δεύτερου των εναγομένων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, αντίστοιχα, (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτών (εφέσεων) κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες, αντίστοιχα, παράβολα, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ (βλ. για την πρώτη έφεση το υπ΄ αρ. ………./2017 και είδος παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ και για τη δεύτερη έφεση το υπ΄ αρ. …………/2017 και είδος παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, με την από 15-11-2017 πληρωμή της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της από 8-11-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) εφέσεως της πρώτης των εναγομένων, με τον οποίο η τελευταία αναφέρεται στην απαίτηση ποσού 41.735,38 ευρώ από ανεξόφλητα τιμολόγια πώλησης, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, καθόσον η απαίτηση αυτή απορρίφθηκε ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη (ελλείψει προσκομιδής των επίδικων τιμολογίων) και συνεπώς η πρώτη των εναγομένων, ως νικήσασα, ως προς την απαίτηση αυτή, διάδικος, δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης ως προς αυτήν (απαίτηση), επικαλούμενη ότι αυτή θα έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη. Ως προς τους λοιπούς όμως, λόγους αυτής, η ως άνω (από 8-11-2017) έφεση, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ) εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα το υπ΄ αρ. ………./2017 και είδος παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με την από 2-10-2015 (αρ. καταθ. …./2015) αγωγή της, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα της από 18-10-2017 (αρ. καταθ. …/2017) εφέσεως, εφεσίβλητη των από 14-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) και από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) εφέσεων, επικαλούμενη ότι εμπορεύεται οπωροκηπευτικά προϊόντα και νωπά φρούτα, ιστορούσε ότι από τον Φεβρουάριο του 2014 έως τον Μάιο του 2014 πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη των εναγομένων, εταιρεία, προϊόντα συνολικού τιμήματος ανερχόμενου στο ποσό των 300.000 ευρώ, και για το οποίο, δυνάμει των αναφερόμενων σ΄ αυτήν (αγωγή) συναλλαγματικών που αποδέχθηκε η πρώτη των εναγομένων για την πληρωμή αυτού (τιμήματος), εκδόθηκε η υπ΄ αρ. …../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, καθότι η πρώτη των εναγομένων ουδέποτε το εξόφλησε. Ότι η πρώτη των εναγομένων ως καθ΄ ης η διαταγή πληρωμής, άσκησε ανακοπή, από το δικόγραφο της οποίας εν συνεχεία παραιτήθηκε. Ότι εκτός των ανωτέρω, η πρώτη των εναγομένων οφείλει σ΄ αυτήν (ενάγουσα) το ποσό των 41.735,38 ευρώ από πωλήσεις προϊόντων, για τα οποία εκδόθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 29-10-2014 έως 8-11-2014 τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) τιμολόγια πώλησης, που ήταν πληρωτέα κατά την έκδοσή τους. Περαιτέρω, ιστορούσε ότι ο δεύτερος των εναγομένων, Αγροτικός Συνεταιρισμός, που ως καταστατικό σκοπό έχει, μεταξύ άλλων, τη σύσταση ή συμμετοχή σε εταιρείες του Εμπορικού Νόμου, αποτελεί τον μοναδικό κάτοχο των εταιρικών μεριδίων της πρώτης των εναγομένων, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ο οποίος την διοικούσε μέσω των οργάνων του και απολάμβανε αζημίως πλήρως το εμπορικό όφελος από τις συναλλαγές της, εφόσον εισέπραττε μεν τα κέρδη της, αλλά εκμεταλλευόμενος τη διακριτή νομική προσωπικότητά της, απέφευγε τη χρηματοδότησή της, καθιστώντας την δολίως ανέγγυα οφειλέτρια έναντι αυτής (ενάγουσας), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή). Επιπροσθέτως, ιστορούσε ότι ο δεύτερος των εναγομένων, Αγροτικός Συνεταιρισμός, διά του Προέδρου και εκπροσώπου του, τετάρτου των εναγομένων, προέβη με την υπ΄ αρ. ……/11-2-2015 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών …. ………………, στη λύση της πρώτης από αυτούς (εναγομένους) μόνο κατά τους τύπους, ενώ μόλις την προηγούμενη ημέρα είχε προβεί στην ίδρυση της τρίτης από αυτούς (εναγομένους) εταιρείας με την επωνυμία «……………», με σκοπό, έδρα, δραστηριότητα, διεύθυνση εντός της Κεντρικής Αγοράς Αθηνών, πελατολόγιο, αριθμούς τηλεφώνου και φαξ ταυτόσημα με της λυθείσας πρώτης των εναγομένων εταιρείας, τα κινητά στοιχεία, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή), και ο κύκλος εργασιών της οποίας, ποσού 5.467.486,55 ευρώ κατά το έτος 2013, μεταβιβάστηκαν ως επιχείρηση στη νεοσυσταθείσα τρίτη των εναγομένων, η οποία ένεκα τούτου ευθύνεται και για τα χρέη της πρώτης από αυτούς (εναγομένους). Επιπλέον ιστορούσε ότι ο τέταρτος των εναγομένων, . ………………., που ταυτόχρονα είναι ιδρυτικό μέλος και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Αγροτικού Συνεταιρισμού, αρχικός διαχειριστής της πρώτης των εναγομένων κατά το καταστατικό σύστασής της και εκκαθαριστής αυτής δυνάμει της πράξεως λύσης της, προσέγγισε στις αρχές του έτους 2011 αυτήν (ενάγουσα) αιτούμενος τη συνεργασία της με την πρώτη των εναγομένων. Ότι φερόμενος καταχρηστικά και δολίως προκάλεσε σ΄ αυτήν (ενάγουσα) την εσφαλμένη πεποίθηση ότι οι συναλλαγές της με την πρώτη των εναγομένων διασφαλίζονται από τον δεύτερο των εναγομένων, ιδρυτή της. Ότι τον Φεβρουάριο του 2015 ο τέταρτος των εναγομένων επισκέφθηκε και κοινοποίησε προφορικά σ΄ αυτήν (ενάγουσα) τη λύση της πρώτης των εναγομένων, την ίδρυση της τρίτης των εναγομένων και την επιθυμία του να συνεχιστεί η συνεργασία. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και επικαλούμενη ότι ο δεύτερος των εναγομένων, εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικά προς ίδιον όφελος την νομική αυτοτέλεια της διοικούμενης από αυτόν πρώτης των εναγομένων, η οποία πρέπει να αρθεί, ότι η πρώτη των εναγομένων ως επιχείρηση μεταβιβάσθηκε συνολικά (και σε κάθε περίπτωση το σημαντικότερο ποσοστό αυτής) στην τρίτη από αυτούς (εναγομένους), η οποία ένεκα τούτου κατέστη συνυπέγγυα των χρεών αυτής (πρώτης των εναγομένων) και ότι ο τέταρτος των εναγομένων ενήργησε παράνομα κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με πρωτοφειλέτιδα την πρώτη από αυτούς, να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρο ο καθένας το ποσό των 341.735,38 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την κοινοποίηση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3589/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε α) ότι η αγωγή αρμοδίως καθ΄ ύλην και κατά τόπο εισήχθη ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία, β) ότι ως προς την έναντι της πρώτης των εναγομένων απαίτηση της ενάγουσας ποσού 300.000 ευρώ, αυτή (απαίτηση) δεν καλύπτεται από δεδικασμένο και παραδεκτά κατέρχεται στη δίκη, απορρίπτοντας τον σχετικό περί υπάρξεως δεδικασμένου ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, και γ) ότι η εναγωγή της τρίτης και του τετάρτου των εναγομένων είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες λόγω αοριστίας, ακολούθως, έκρινε ότι κατά τα λοιπά η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερεύνησε αυτή περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και, όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε την αγωγή ως προς την τρίτη και τον τέταρτο των εναγομένων, απέρριψε ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε την αγωγή ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων, υποχρέωσε τους ανωτέρω να καταβάλουν εις ολόκληρο στην ενάγουσα το ποσό των 300.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως και καταδίκασε τους πρώτη και δεύτερο των εναγομένων στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία όρισε στο ποσό των 4.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με τις προαναφερόμενες εφέσεις οι εν μέρει (κατά τις προαναφερόμενες διακρίσεις) ηττηθέντες διάδικοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτές (εφέσεις) αντίστοιχα λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν α) με την από 18-10-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση, η ηττηθείσα ως προς τους δύο τελευταίους των εναγομένων και εν μέρει ηττηθείσα ως προς τους δύο πρώτους των εναγομένων ενάγουσα να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να γίνει καθ΄ ολοκληρίαν δεκτή η ένδικη αγωγή της, β) με την από14-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς δεύτερος των εναγομένων να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, με σκοπό να απορριφθεί η ένδικη αγωγή και γ) με την από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα πρώτη των εναγομένων, κατ΄ εκτίμηση αυτής, να γίνει δεκτή η έφεσή της να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του.  Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Κ.Ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό, κυρίως, σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζομένων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως, να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρο 1 παρ. 3 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 3604/2007, 41 παρ. 2 του Ν. 959/1979, 43α του Ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ΄ αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Η αρχή, όμως, αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ΄ άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ΄ αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 του ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 του ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ` αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι` αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από το μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας (ΟλΑΠ2/2013). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου – κεφαλαιουχικής εταιρείας δεν αρκεί απλώς η μονομετοχική ιδιότητα, ούτε η ιδιότητα του φυσικού προσώπου (που είναι ο μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλύτερου μέρους των μετοχών) ως διαχειριστή, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατήγησης των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η θεμελίωση ευθύνης φυσικού προσώπου (μοναδικού μετόχου κατά τύπον κεφαλαιουχικής εταιρείας), υπό την προϋπόθεση της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ΄ άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ, αν με σύμβαση μεταβιβάσθηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που την αποκτά ευθύνεται απέναντι στον δανειστή έως της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή την επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αρχή γενικότερης σημασίας, η οποία ισχύει σε κάθε περίπτωση που το ενεργητικό της περιουσίας ή της επιχείρησης ενός φυσικού ή νομικού προσώπου περιήλθε σε άλλο με ειδική διαδοχή, ιδρύοντας σωρευτική αναδοχή από το νόμο, περιορισμένη μέχρι την αξία των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται. Ολόκληρη δε αυτή η διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου και ιδρύεται με αυτήν παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 επ. του ΑΚ) μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος για τα χρέη του πρώτου που υπήρχαν μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης και που είχαν δημιουργηθεί έως τη μεταβίβαση αυτή, η δε σωρευτική από τη διάταξη αυτή (479 του ΑΚ) ευθύνη του αποκτώντος την περιουσία ή επιχείρηση καταλαμβάνει και τις παρεπόμενες της κυρίας απαίτησης υποχρεώσεις, όπως είναι και αυτή περί καταβολής νομίμων τόκων (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 1039/2010, ΕφΠειρ 990/1993, Β. Βαθρακοκοίλη: ΕρΝομΑΚ, τομ. Β΄,  εκ. 2003, άρθρο 479, αρ. 23). Μάλιστα ο μεν μεταβιβάζων συνεχίζει να ευθύνεται απεριορίστως και με ολόκληρη την προσωπική του περιουσία, ο δε αποκτών έως την πραγματική αξία των μεταβιβαζομένων (περιορισμένη ευθύνη) που είχαν αυτά κατά τον κρίσιμο χρόνο της μεταβιβάσεως και με την προσωπική του περιουσία αλλά και αυτουσίως δια των μεταβιβαζόμενων πραγμάτων (ΕφΘεσ 922/2006, ΕφΑθ 5380/1980, Β. Βαθρακοκοίλη ό.π. αρ. 28). Σκοπός της διάταξης του άρθρου 479 του ΑΚ είναι η προστασία των δανειστών του οφειλέτη, απέναντι στους οποίους η περιουσία του αποτελεί τη βάση για την πίστη που του παρέχουν στις συναλλαγές. Για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης απαιτούνται: α) σύμβαση οριστικά καταρτισμένη και έγκυρη και β) μεταβίβαση ανεξαρτήτως αν η αιτία είναι επαχθής ή χαριστική. Η μεταβίβαση αυτή, μπορεί να πραγματώνεται και με περισσότερες πράξεις σύγχρονες ή διαδοχικές και με περισσότερα από ένα πρόσωπα, αρκεί να γνωρίζουν ότι μεταβιβάζεται σ΄ αυτά το σύνολο της περιουσίας και ότι οι πράξεις αποτελούν μεταξύ τους ενότητα, δηλαδή βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή, η ευθύνη καθενός από τους αποκτώντες περιορίζεται ανάλογα με την αξία του τμήματος της περιουσίας που αυτός αποκτά (ΕφΘεσ 922/2006 ό.π., ΕφΑθ 6240/1998). Η ευθύνη του αποκτώντος περιορίζεται έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων και αρχίζει από τότε που καταρτίστηκε η ενοχική σύμβαση για τη μεταβίβαση. Ενώ, αν η σύμβαση είναι άκυρη ή δεν καταρτίστηκε καθόλου, η ευθύνη αρχίζει από τότε που πράγματι επήλθε η μεταβίβαση (ΕφΘεσ 1831/2008, ΕφΑθ 5235/1990, Γεωργιάδη: Ενοχ. Δίκαιο, Γεν. Μέρος, εκ. 1990, παρ. 64-65, σελ. 449-450). Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και αν ακόμα η ενοχική σύμβαση είναι άκυρη για οποιοδήποτε λόγο ή και όταν δεν καταρτίστηκε καμία ενοχική σύμβαση, αρκεί όμως και στις δύο περιπτώσεις να έλαβε χώρα η εμπράγματη μεταβίβαση της περιουσίας ή επιχείρησης και ειδικότερα των κατ΄ ιδίων στοιχείων, που απαρτίζουν την περιουσία για τα οποία πρέπει να τηρηθεί ο τρόπος που αρμόζει στο καθένα, δηλαδή παράδοση για τα κινητά, μεταγραφή για τα ακίνητα, εκχώρηση και αναγγελία για τις απαιτήσεις (ΕφΠατρ 798/2004, ΕφΑΘ 5235/1990 ό.π.). Εξάλλου, ως περιουσία στην ίδια διάταξη νοείται μόνο η θετική καθαρή θέση του ενεργητικού του οφειλέτη, δηλαδή το προϊόν της που απομένει μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων του οφειλέτη. Έτσι, περιουσία κατά την προαναφερθείσα διάταξη νοείται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που είναι δυνατό να αποτιμηθούν, όπως π.χ. η κυριότητα κινητών, ακινήτων, ενώ ως επιχείρηση εννοείται το σύνολο των πραγμάτων, δικαιωμάτων ή άλλων αγαθών, οργανωμένων σε οικονομική ενότητα με ενιαίο φορέα προς επίτευξη οικονομικών σκοπών με κέρδος. Η περιουσία της διάταξης του άρθρου 479 του ΑΚ αποτελείται μεν κατά κανόνα από πλειονότητα αντικειμένων, όπως π.χ. πραγμάτων, απαιτήσεων, πλην όμως η εφαρμογή της διάταξης είναι δυνατή και σε περίπτωση μεταβιβάσεως ενός αντικειμένου, όταν αυτό είναι το μόνο ή το πλέον σημαντικό στοιχείο της περιουσίας εκείνου που μεταβιβάζει, ήτοι εφόσον αυτό εξαντλεί το ενεργητικό της ή σημαντικό ποσοστό του (ΑΠ 1039/2010, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 909/2010, ΑΠ 161/2010, ΑΠ 377/1987, ΑΠ 1129/1983, ΕφΛαρ 19/2004). Αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές είναι άκυρη απέναντί τους, ενώ, εξάλλου, για την ευθύνη του αποκτώντος είναι αδιάφορο αν αυτός γνώριζε την ύπαρξη των χρεών, απαιτείται όμως να γνώριζε ότι του μεταβιβάζεται όλη η περιουσία ή επιχείρηση ή κατά το σημαντικότερο μέρος της (ΑΠ 1384/2005, ΕφΔωδ 251/2006, ΕφΘεσ 2361/2005). Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν από τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η μεταβίβαση αυτός που αποκτά γνώριζε τη γενική περιουσιακή κατάσταση αυτού που μεταβίβασε και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβαζόμενη σ΄ αυτόν περιουσία αποτελούσε το σύνολο ή το πιο σημαντικό τμήμα αυτής, η δε αναφορά των ειδικών αυτών συνθηκών είναι αναγκαία για το ορισμένο της σχετικής αγωγής (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 1384/2005, ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕφΘεσ 1831/2008 ό.π., ΕφΘεσ 922/2006 ό.π., ΕφΑθ 2446/2006). Σε περίπτωση δε μεταβιβάσεως επιχείρησης ή άλλης περιουσιακής ομάδας, ως τέτοιας, η γνώση του αποκτώντας προκύπτει από αυτήν την ίδια τη σύμβαση και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΑΠ 571/1972 ΝοΒ 19.1478, ΕφΘεσ 1831/2008 ό.π., ΕφΑθ 5235/1990 ό.π, Β. Βαθρακοκοίλη: ό.π., αρ. 21α). Περαιτέρω, τα χρέη στα οποία αναφέρεται η ανωτέρω διάταξη, μπορεί να είναι οιασδήποτε φύσεως και να πηγάζουν είτε από σύμβαση, είτε από το νόμο είτε από αδικοπραξία (ΕφΑθ 2545/2003, ΕφΘεσ 922/2006 ό.π.). Γεννημένα κατά το χρόνο της μεταβίβασης χρέη νοούνται, εκτός από τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και εκείνα που τελούν υπό προθεσμία ή αναβλητική αίρεση καθώς και εκείνα που στηρίζονται σε έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει υποχρέωση προς παροχή. Πρέπει, δηλαδή, να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά της γένεσης του χρέους γεγονότα κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ήτοι να υφίσταται πριν από τον κρίσιμο αυτό χρόνο της μεταβίβασης ο νομικός λόγος, γέννησης του και αν ακόμη τα λοιπά περιστατικά ανέκυψαν μεταγενέστερα και κατέστη αυτό στη συνέχεια ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (ΑΠ 736/2002, ΑΠ 1154/1998, ΕφΛαρ 128/2009, ΕφΘεσ 2361/2005, Β. Βαθρακοκοίλη: ό.π., αρ. 23), αρκεί να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κατά το χρόνο της συζητήσεως της αγωγής στο ακροατήριο (ΕφΘεσ 922/2006). Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά τον χρόνο, της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή, μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης (ΑΠ 909/2010 ο.π.). Όπως προαναφέρθηκε, όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 479 του ΑΚ, δημιουργείται εις ολόκληρον ενοχή (παθητική-άρθρο 481 επ. του ΑΚ), μεταξύ εκείνου που μεταβίβασε και εκείνου που απέκτησε. Ο δανειστής μπορεί επιλεκτικά να εναγάγει και τους δύο μαζί συγχρόνως ή διαδοχικώς, ή όποιον από τους δύο θέλει (ΕφΑθ 3425/2009, ΕφΘεσ 922/2006 ό.π.). Στρεφόμενος, όμως, ο δανειστής κατά του αποκτώντος, οφείλει, για την πληρότητα του δικογράφου, σύμφωνα με τα άρθρα 111, 117, 118 και 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρει (και αν αμφισβητηθούν να αποδείξει), τα εξής στοιχεία: α) τη σύμβαση μεταβιβάσεως περιουσίας ή επιχειρήσεως ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση, λ.χ. μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου κ.λπ., β) την απαίτηση του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του και γ) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής, το γεγονός ότι τούτο το γνώριζε υπό τις εκτιθέμενες ειδικές συνθήκες ο εναγόμενος (ΕφΘεσ 922/2006 ο.π.), δεν αποτελεί, όμως, στοιχείο της κατά αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτών ευθύνη εκείνου που απέκτησε προβάλλεται μόνο κατ΄ ένσταση (ΑΠ 318/2008, ΑΠ 684/1993, ΕφΑθ 6240/1998, ΕφΑθ 9083/1990, Β. Βαθρακοκοίλη: ό.π., αρ. 40) και (ΑΠ 1384/2005, ΑΠ 829/2003, ΑΠ 736/2002, ΑΠ 591/2002, ΑΠ 1695/1998, ΕφΑθ 1647/2002, ΕφΑθ 9675/1999, ΕφΑθ 6240/1998, ΕφΑθ 5460/1998, ΕφΑθ 1811/1998, ΕφΘεσ 922/2006, ΕφΛαρ 767/2001). Περαιτέρω, οι ενοχές των δύο παραπάνω συνοφειλετών είναι αυτοτελείς ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή τους, και καθεμιά υπόκειται σε γεγονότα υποκειμενικά, δηλαδή εκείνα που ενεργούν μόνο σε βάρος του συνοφειλέτη στο πρόσωπο του οποίου επήλθαν (άρθρο 486 του ΑΚ) και σε γεγονότα αντικειμενικά, δηλαδή, εκείνα που ενεργούν προς όφελος όλων των συνοφειλετών, αν και επήλθαν στο πρόσωπο ενός μόνο από αυτούς (άρθρα 483-485 του ΑΚ). Από τα παραπάνω έπεται ότι ο (σωρευτικός αναδεχθείς το αλλότριο χρέος) αποκτών έχει όλες τις ενστάσεις που είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να προταθούν από το μεταβιβάσαντα (παλαιό οφειλέτη) εναντίον του δανειστή κατά το χρόνο της μεταβίβασης (άρθρο 473 παρ. 1 του ΑΚ), όχι όμως και τις ενστάσεις από τις μεταξύ αυτού και του μεταβιβάσαντος σχέση (άρθρο 474 του ΑΚ). Για τις μετά τη μεταβίβαση (αναδοχή) γεννηθείσες ενστάσεις ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 483-486 του ΑΚ. Έτσι, ο αποκτών δικαιούται να επικαλεστεί όσες ενστάσεις ενεργούν αντικειμενικά (π.χ. καταβολή, δόση ή υπόσχεση καταβολής, ανανέωση, συμψηφισμός, δημόσια κατάθεση). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 481 του ΑΚ οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ιδίας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προϋπόθεση για την ύπαρξη οφειλής εις ολόκληρον αποτελεί η ταυτότητα της παροχής που οφείλουν περισσότεροι οφειλέτες. Ως ταυτότητα παροχής νοείται η ταυτότητα του σκοπού της παροχής, ο οποίος είναι το συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωσή της. Η ταυτότητα αυτή της παροχής δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού παραγωγικού λόγου γενέσεως της και για το λόγο αυτό η υποχρέωση ή η κοινή ευθύνη του συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο, αρκεί η ικανοποίηση του ίδιου συμφέροντος του δανειστή (ΑΠ 1489/2008). Εξάλλου, από τα άρθρα 481 και 483 παρ. 1 του ΑΚ προκύπτει ότι επί παθητικής εις ολόκληρον οφειλής η καταβολή που έγινε από ένα των συνοφειλετών απαλλάσσει και τους λοιπούς (ΑΠ 22/2004, ΕφΠειρ53/2012). Περαιτέρω, η αγωγή του πωλητή κατά αγοραστή εμπορευμάτων προς καταβολή, για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει τη σύμβαση και το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, τα πωληθέντα είδη, τις επιμέρους τιμές μονάδος κάθε πωληθέντος είδους. Η παράλειψη, όμως, των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης (ΑΠ 818/2017, ΑΠ 1399/2011, ΑΠ 1363/1997). Επιπροσθέτως, κατά τις διατάξεις των άρ­θρων 297 και 914 του ΑΚ, για τη θεμελίωση ενοχής από αδικοπραξία, απαιτείται α) πα­ράνομη και υπαίτια πράξη (ενέργεια ή πα­ράλειψη) προσώπου, β) ζημία άλλου προ­σώπου και γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης και της ζημίας. Αδικοπρακτική συμπεριφορά κατά την έν­νοια του άρθρου 914 του ΑΚ, αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με κάθε μέσο ή τέχνα­σμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, εξ αιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχεί­ρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το απατηλό μέσο που χρησιμοποιήθηκε, υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βούλησης ή την επιχείρηση της πράξης. Ειδικότερα, για τη θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπρακτική απάτη, απαιτείται και αρκεί η ζημία του παθόντος να οφείλεται σε περιουσιακή διάθε­ση αυτού από πλάνη, που προκλήθηκε με δόλο του δράστη. Σ΄ αυτή την περίπτωση δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια να ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης και της συνακόλουθης ζημίας, η δε τυχόν συν­δρομή και άλλων αιτίων, όπως η αμέλεια ή απειρία του παθόντος, δεν αποκλείει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παραπλανη­τικής πράξης και της ζημίας. Η ψευδής πα­ράσταση που συνιστά την απάτη μπορεί να αφορά και σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με την απόκρυψη ή την αποσι­ώπηση κρίσιμων γεγονότων αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνο­ούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε. Η έννοια του δόλου προκύ­πτει κατά βάση από τη διάταξη του άρθρου 27 του ΠΚ και συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημί­ας, αλλά και όταν αποδέχεται τη ζημία είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 861/2014, ΑΠ 1861/2013, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 1516/1999 Νόμος, ΕφΛαρ 272/2015). Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015 (ο οποίος κατήργησε και το άρθρο 269 του ΚΠολΔ), προβλέπει σχετικά με το πότε επιτρέπεται η προβολή νέων ισχυρισμών στο Εφετείο τα έξης: «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ΄ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και, δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ΄ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως η μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.» Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται όσοι τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή οι ενστάσεις, αντενστάσεις κλπ και όχι όσοι μεταβάλλουν το αίτημα ή τη βάση της αγωγής ή τη συμπληρώνουν, η προβολή των οποίων απαγορεύεται και αυτοί τυγχάνουν απαράδεκτοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 και 526 του ΚΠολΔ, έστω και αν τείνουν σε υπεράσπιση κατά της εφέσεως (ΟλΑΠ 2/1994 ΕλλΔνη 1994.352, ΑΠ 749/1992 ΕλλΔνη 1994.106). Ο όρος «ισχυρισμοί» στην έκφραση «νέοι ισχυρισμοί» ταυτίζεται με τα «μέσα επιθέσεως και άμυνας» του παλιού άρθρου 269 του ΚΠολΔ που καταργήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 4335/2015. Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των «νέων ισχυρισμών» και συνεπώς δεν υπόκεινται στην απαγόρευση του άρθρου 527 του ΚΠολΔ οι αρνητικοί ή καθαρώς νομικοί ισχυρισμοί, όπως η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (AΠ 205/1996 ΕλλΔνη 1996.309, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, I, έκδοση 2000, σελ. 947, 948). Περαιτέρω, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, αναφορικά με τη συγκεκριμένη (υπ΄αρ. 6) εξαίρεση από τον κανόνα της απαγόρευσης προβολής νέων ισχυρισμών στο δεύτερο βαθμό, οι ισχυρισμοί πρέπει να αποδεικνύονται ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, ή να αποδεικνύονται εγγράφως, ήτοι με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο πλήρους απόδειξης, η απόδειξη δε πρέπει να είναι άμεση και όχι σε συνδυασμό με τεκμήρια (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 514/2016, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 523/2015, ΑΠ 1337/2014, ΑΠ 1146/2011, ΕφΑθ 723/2018, ΕφΑθ 1008/2015, ΕφΛαρ 415/2012). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416 και 422 του ΑΚ συνάγεται ότι οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση αυτού, με καταβολή, αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η εν λόγω καταβολή αφορά το επίδικο χρέος. Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται, κατ΄ αντένσταση, να ισχυριστεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος να αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε οφειλέτης να αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, κατ΄ επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση το μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους είτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 422 εδ. β΄ του ΑΚ (ΑΠ 1927/2008).  Περαιτέρω, ο εναγόμενος από αφηρημένη αναγνώριση χρέους (άρθρο 873 του ΑΚ) για ανύπαρκτη αιτία προστατεύεται από τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, δικαιούμενος να αντιτάξει κατ΄ ένσταση το ανύπαρκτο της αιτίας και να ελευθερωθεί έτσι, ως έχοντας αναγνωρίσει χρέος χωρίς νόμιμο λόγο. Στην περίπτωση, όμως, αυτή ο ενάγων θα δύναται να αντιτάξει και ανταποδείξει, κατ΄ αντένσταση, ότι ο αναγνωρίσας το χρέος εναγόμενος τελούσε εν γνώσει της ανυπαρξίας τούτου, κατά το χρόνο που έκανε τη δήλωση αναγνώρισης (άρθρο 905 του ΑΚ) και να επιτύχει την απόρριψη της ένστασης τούτου και την παραδοχή της αγωγής του (ΑΠ 317/2003). Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του και η διαμορφωθείσα κατά το διάστημα που μεσολάβησε πραγματική κατάσταση καθιστούν επαχθή τη μεταγενέστερη άσκησή του και ειδικότερα όταν η ανατροπή της διαμορφωθείσας πραγματικής κατάστασης με την άσκηση του δικαιώματος συνεπάγεται για τον υπόχρεο δυσβάστακτες συνέπειες, καθ΄ υπέρβαση προφανή των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, ώστε για την αποτροπή αυτών να κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος (ΑΠ 205/2001, ΑΠ 196/2001, ΑΠ 1203/2000). Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντιτιθεμένων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΕφΠειρ 192/2000, ΕΔΠολ 2000.149).Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως στην ενάγουσα του ποσού των 41.735,38 ευρώ, προερχόμενου από πωλήσεις προϊόντων, το οποίο η ενάγουσα με τις προτάσεις του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας περιόρισε στο ποσό των 27.781,06 ευρώ, και για τα οποία εκδόθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 29-10-2014 έως 8-11-2014 τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) τιμολόγια πώλησης, που ήταν πληρωτέα κατά την έκδοσή τους, είναι απορριπτέο ως αόριστο. Τούτο δε, καθόσον στο δικόγραφο της αγωγής δεν μνημονεύονται τα πωληθέντα είδη, οι επιμέρους τιμές μονάδος κάθε πωληθέντος είδους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και ως προς το αίτημα αυτό, το οποίο, όμως, ακολούθως, απέρριψε ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η από 18-10-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση της ενάγουσας ως προς το αίτημα αυτό, αφού το παρόν Δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως, ήτοι χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, την αοριστία αυτού, καθόσον την έφεση άσκησε η εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα, και με αυτή και συγκεκριμένα με τον τρίτο λόγο παραπονείται, όπως προαναφέρθηκε, για την κατ΄ ουσίαν απόρριψη αυτού αιτήματος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το ως άνω αίτημα [γιατί η απόφαση αυτή για την εκκαλούσα είναι επωφελέστερη από την εκκαλουμένη, που απέρριψε την ως άνω αγωγή ως προς το ως άνω αίτημα ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη και γιατί οι συνέπειες από την απόρριψη αυτού (αιτήματος) για το λόγο αυτό είναι διαφορετικές, ώστε στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί αντικαταστάσεως αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ], και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό ως προς το ως άνω αίτημα, να δικασθεί εκ νέου η από 2-10-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) αγωγή ως προς αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ως απαράδεκτη (ως προς αυτό), λόγω αοριστίας.

Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της από 18-10-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) εφέσεως, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ως προς τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, αντίστοιχα. Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή ως προς την τρίτη των εναγομένων είναι αρκούντως ορισμένη, δεδομένου ότι η ενάγουσα στρεφόμενη κατά της τρίτης των εναγομένων, για την πληρότητα του δικογράφου, σύμφωνα με τα αρ. 111,117,118 και 216 του ΚΠολΔ, διαλαμβάνει σ΄ αυτό τα εξής απαιτούμενα στοιχεία: α) το νόμιμο λόγο που θεμε­λιώνει τη μεταβίβαση, β) ότι έχουν μεταβιβασθεί τα αναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία και σε κάθε περίπτωση αποτελούν το σημαντικότερο μέρος αυτής, το γεγονός ότι τούτο το γνώριζε, αναφέροντας τις ειδικές συνθήκες, η τρίτη των εναγομένων και γ) την απαίτησή της εναντίον της πρώτης των εναγομένων. Επίσης είναι αρκούντως ορισμένη και ως προς τον τέταρτο των εναγομένων, δεδομένου ότι στην ένδικη αγω­γή εκτίθεται κατά σαφή και ορισμένο τρό­πο ότι ο τέταρτος των εναγομένων με τις αναφερόμενες ιδιότητές του, φερόμενος καταχρηστικά, δολίως προκάλεσε στην ενάγουσα (επικοινωνώντας με αυτήν) τη σφαλερή πεποίθηση ότι οι συναλλαγές της με την πρώτη των εναγομένων διασφαλίζονται από τον δεύτερο των εναγομένων, ιδρυτή της, και ότι η ως άνω παραπλανητική διαβεβαίωση (ότι συναλλασσόμενη με την πρώτη των εναγομένων ήταν σαν να συναλλάσσεται με τον δεύτερο των εναγομένων) παρέπεισε την ενάγουσα, ότι ήταν πλήρως εξασφαλισμένη ως προς την καταβολή του τιμήματος της πώλησης και προέβη στις εν λόγω συμβάσεις, στις οποίες, διαφορετικά, δεν θα προέβαινε. Συγκεκριμένα κατά τα προεκτεθέντα, η αναφερόμενη στο δικόγραφο της αγωγής, κατ΄ εκτίμηση  του περιεχομένου της, επινόηση της παρεμβολής του δεύτερου των εναγομένων, μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης των εναγομένων, κατά την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων, μεθοδεύθηκε από τον τέταρτο των εναγομένων προς εξυπηρέτηση του σχεδίου εξαπάτησης της ενάγουσας. Ειδικότερα, η σύσταση της πρώτης των εναγομένων και η εμφάνιση ότι η συναλλαγή με αυτή είναι συναλλαγή με τον φερέγγυο δεύτερο των εναγομένων αποτέλεσε το μέσον και τον τρόπο της επικαλούμενης εξαπάτησης από τον τέταρτο των εναγομένων. Ο τελευταίος, υπό τα ιστορούμενα στην ένδικη αγωγή, επινόησε την μεθόδευση αυτή, προκειμένου να πείσει την ενάγουσα να καταρτίσει διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως και στη συνέχεια να εκπληρώσει την παροχή της και να παραδώσει τα πωληθέντα εμπορεύματα στην αντισυμβαλλόμενή της, πρώτη των εναγομένων, ενώ γνώριζε (ο τέταρτος των εναγομένων) ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να ζημιωθεί παράνομα (η ενάγουσα) από την μη καταβολή της αντιπαροχής (του τιμήματος). Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή ως προς τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, κρίνοντας ότι αυτή (ένδικη αγωγή) είναι αόριστη ως προς αυτούς, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και θα πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμων κατ΄ουσίαν των πρώτου και δεύτερου λόγων της από 18-10-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τις ως άνω διατάξεις της και, αφού διακρατηθεί η αγωγή, ως προς τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, θα ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, και ως προς αυτούς, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, αφού είναι νόμιμη (και ως προς αυτούς), στηριζόμενη και στις διατάξεις των άρθρων 479, 477, 346 και 914 του ΑΚ, έχει δε καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις. Περαιτέρω, κατά τα λοιπά με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, όσον αφορά τα λοιπά εκκληθέντα με τις ένδικες εφέσεις κεφάλαια αυτής (αγωγής), όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και προς το αίτημα αυτής περί άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, και κατ΄ επέκταση, ως προς την παθητική νομιμοποίηση του δευτέρου των εναγομένων, διότι εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής με σαφήνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατήγησης των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, ήτοι πραγματικά περιστατικά, ικανά να οδηγήσουν κατά νόμο σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Επίσης ως προς την έναντι της πρώτης των εναγομένων απαίτηση της ενάγουσας ύψους 300.000 ευρώ, επί της οποίας εκδόθηκε η αναφερόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία, εφόσον η κατ΄ αυτής ασκηθείσα ανακοπή θεωρείται ως μη ασκηθείσα λόγω της αναφερόμενης παραίτησης εκ του δικογράφου της και δεν υπήρξε τελεσίδικη κρίση επ΄αυτής, αλλά ούτε δεύτερη επίδοση κατ΄ άρθρο 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ της διαταγής πληρωμής, δεν καλύπτεται από δεδικασμένο και συνεπώς παραδεκτά κατέρχεται στη δίκη, απορριπτομένου του σχετικού περί ύπαρξης δεδικασμένου ισχυρισμού της πρώτης των εναγομένων που προβάλλει με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ενιαίες (όπως αναφέρεται κατωτέρω)προτάσεις της.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας,  ……………, (άλλου μάρτυρα δεν ζητήθηκε η εξέταση), που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία και αυτά που για πρώτη φορά προσκομίζονται με επίκληση στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], μεταξύ των οποίων και η υπ΄ αρ. ………./8-11-2016 ένορκη βεβαίωση της ………., που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Τυρνάβου ………, η υπ΄ αρ. …./8-11-2016 ένορκη βεβαίωση του ………., που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Λάρισας ………. και η υπ΄ αρ. …../8-11-2016 ένορκη βεβαίωση του ……….., που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Έδεσσας ………., μετά από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης  (βλ. την υπ΄ αρ. …. Β/3-11-2016 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), εκτός 1) από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη υπ΄ αρ. ……../2016 ένορκη βεβαίωση του ……….., για την οποία επικαλείται (η εκκαλούσα-εφεσίβλητη) ότι λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην εκδίκαση της ένδικης αγωγής, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων της, όπως, κατά τους ισχυρισμούς της, βεβαιώνεται στο περιεχόμενο αυτής (ένορκης βεβαίωσης), καθόσον η εκκαλούσα-εφεσίβλητη δεν επικαλείται (ούτε προσκομίζει) σχετικές εκθέσεις επιδόσεως για την επίδοση της σχετικής κλήσεως, από το περιεχόμενο δε της ως άνω ένορκης βεβαίωσης προκύπτει ότι οι αντίδικοί της δεν παραστάθηκαν κατά τη λήψη αυτής, ο έλεγχος, όμως, της κλήτευσης αυτής, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, γιατί η έλλειψή της συνεπάγεται το ανυπόστατο της ένορκης βεβαίωσης ως αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 439/2017, ΑΠ 722/2016) ανήκει στο Δικαστήριο και αποδεικνύεται από αυτόν που επικαλείται και προσκομίζει την ένορκη βεβαίωση, με την προσκομιδή της σχετικής έκθεσης επίδοσης που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει πλήρη απόδειξη και όχι από την ένορκη βεβαίωση αυτή καθ΄ εαυτή (πρβλ. ΑΠ 946/2018, ΑΠ 708/2015), 2) από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη υπ΄ αρ. …../2-10-2018 και …./2-10-2018 ένορκες βεβαιώσεις των ……….. και …………., αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας, καθόσον δεν προκύπτει νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση (η έλλειψη της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως) όλων των αντιδίκων της εκκαλούσας-εφεσίβλητης, με επιμέλεια της οποίας λήφθηκαν οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, ενόψει και του ότι αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά τη λήψη της και συγκεκριμένα, δεν αποδεικνύεται νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της τρίτης των εφεσιβλήτων, εταιρείας με την επωνυμία «……….», ούτε η εκκαλούσα-εφεσίβλητη επικαλείται τέτοια κλήτευση ή αντίστοιχο αποδεικτικό επιδόσεως και επομένως, εφόσον, δεν κλητεύθηκαν όλοι οι (απλοί) ομόδικοι εφεσίβλητοι, δεν αρκεί μόνον η κλήτευση των λοιπών εφεσιβλήτων, δοθέντος ότι τα αναφερόμενα στις ένορκες βεβαιώσεις δεν αρμόζουν αποκλειστικά και μόνον στο πρόσωπο των κληθέντων ομοδίκων (αλλά όλων των εφεσιβλήτων, ήτοι και της τρίτης από αυτούς), με αποτέλεσμα οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, να είναι, ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (πρβλ. ΑΠ 580/2016) και 3) από το υπό στοιχείο 13, ήτοι το από 24-5-2018 πρακτικό συνεδρίασης διοικητικού συμβουλίου Νο 4 του ΑΣ Ροδοχωρίου Νάουσας «……….», το οποίο προσκομίζει το πρώτον στον παρόντα βαθμό η εκκαλούσα-εφεσίβλητη με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, του οποίου οι δεύτερος, τρίτη και τέταρτος των εναγομένων (ο δεύτερος των εναγομένων ως εκκαλών και ως δεύτερος των εφεσίβλητων) με την προσθήκη των προτάσεών τους, παραδεκτώς, αμφισβητούν τη γνησιότητα, ισχυριζόμενοι ότι δεν αποδεικνύεται ο τρόπος κτήσης αυτού άρα και η γνησιότητά του και του οποίου τη γνησιότητα δεν αποδεικνύει η εκκαλούσα-εφεσίβλητη[σημειώνοντας ότι οι όλοι οι διάδικοι (πλην της ενάγουσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία «………….») στις προτάσεις του παρόντος βαθμού περιλαμβάνουν αυτούσιες τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή των πληρεξούσιων Δικηγόρου τους, αντίστοιχα, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις (πρβλ. ΑΠ 224/2016)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία που εδρεύει στο ………, έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία και επεξεργασία οπωροκηπευτικών προϊόντων και νωπών φρούτων. Ο δεύτερος των εναγομένων, Αγροτικός Συνεταιρισμός με την επωνυμία «…………….», που συστάθηκε και καταχωρήθηκε στο βιβλίο Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου Τυρνάβου με αριθμό …./2001 (ήδη δε μετά την τροποποίησή του με αριθμό …./24-4-2017), έχει σκοπό, μεταξύ άλλων, την παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία αγροτικών προϊόντων. Από το έτος 2007 λειτουργεί σε υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις 3.000 τ.μ., επί οικοπέδου 8 στρεμμάτων, στο ……… Τυρνάβου – Λάρισας, όπου είναι εγκατεστημένη η διοίκησή του και διαθέτει συσκευαστήριο, ψυγεία ελεγχόμενης ατμόσφαιρας και ευρύ λειτουργικό μηχανολογικό εξοπλισμό προς εξυπηρέτηση του εταιρικού του σκοπού. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του είναι ο τέταρτος των εναγομένων, ………… Ο τελευταίος από το έτος 2010, με την ιδιότητά του αυτή, και επί τη βάσει της αναπτυχθείσας ήδη μεταξύ τους συνεργασίας, είχε πληροφορήσει τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της ενάγουσας για την πρόθεση του δεύτερου των εναγομένων να συστήσει μια νέα εταιρεία με σκοπό επέκτασης της δραστηριότητάς του, εκφράζοντας παράλληλα την επιθυμία να υπάρξει συνεργασία και στήριξη της νέας εταιρείας από την ενάγουσα κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα κατωτέρω. Με το υπ΄ αρ. …/3-2-2011 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών .. ………………, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία Εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με α.α. …/10-3-2011, ο δεύτερος των εναγομένων συνέστησε την πρώτη των εναγομένων, εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…………», με έδρα στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής και συγκεκριμένα στα υπ΄ αρ. ………. μίσθια καταστήματα, εντός της Κεντρικής Αγοράς Αθηνών, με καταστατικά προβλεπόμενο χρόνο διάρκειας 20 έτη και σκοπό την άσκηση χονδρικού εμπορίου νωπών αγροτικών και οπωροκηπευτικών προϊόντων και φρούτων. Ο δεύτερος των εναγομένων, Αγροτικός Συνεταιρισμός, αποτέλεσε τον μοναδικό εταίρο και κάτοχο των 335 εταιρικών μεριδίων αυτής αξίας 30 ευρώ ενός εκάστου, ενώ καταστατικός διαχειριστής αυτής ορίσθηκε ο Πρόεδρός του, …………. Στο πλαίσιο αυτό, και ενώ στο μεταξύ από τον Δεκέμβριο του 2012 και με τροποποίηση του καταστατικού της, σε αντικατάσταση του . ………………, ο οποίος διατηρεί αξιόχρεη ακίνητη περιουσία, ορίσθηκε διαχειριστής ο . ………………. . (μη διάδικος στην παρούσα), η ενάγουσα ορμώμενη εκ της κατωτέρω αναφερόμενης συμπεριφοράς του τετάρτου των εναγομένων και της προϋπάρχουσας συνεργασίας της με τον δεύτερο των εναγομένων, Αγροτικό Συνεταιρισμό, πώλησε και παρέδωσε επί πιστώσει στην πρώτη των εναγομένων προϊόντα αξίας 300.000 ευρώ, για την κάλυψη του τιμήματος των οποίων αυτή αποδέχθηκε τριάντα μία συναλλαγματικές, εκδοθείσες στο χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2014 έως και τον Μάιο του 2014. Δυνάμει αυτών και ένεκα μη καταβολής του τιμήματος, που παραμένει ανεξόφλητο μέχρι σήμερα, η ενάγουσα εξέδωσε κατά της πρώτης των εναγομένων την υπ΄ αρ. …../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Η πρώτη των εναγομένων άσκησε κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής ανακοπή, από το δικόγραφο της οποίας στη συνέχεια παραιτήθηκε. Ακολούθως, ο διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής (πρώτης των εναγομένων) (………………) την 30-10-2014 προέβη εγγράφως σε αναγνώριση του χρέους των 300.000 ευρώ για λογαριασμό της πρώτης των εναγομένων-εταιρείας, αλλά και του ίδιου, ως προσωπικά συνευθυνόμενου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη των εναγομένων «…………..» ως κεφαλαιουχική εταιρεία και τυπικά διακριτό νομικό πρόσωπο επιλέχθηκε από τον ιδρυτή της, δεύτερο των εναγομένων, Αγροτικό Συνεταιρισμό, ως ένα εν τοις πράγμασι μέσο επέκτασης της δικής του εμπορικής δραστηριότητας στην Κεντρική Αγορά Αθηνών, παρέχοντάς του συνάμα την ασφαλιστική δικλείδα του εκ του νόμου περιορισμού της ευθύνης των χρεών που δημιουργούνται επ΄ ονόματί της, στην περιουσία της. Ωστόσο, πέραν και πάνω από αυτό, μεταξύ των δύο πρώτων των εναγομένων, υπήρξε επί της ουσίας κοινό κέντρο λήψης αποφάσεων, με τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του δεύτερου των εναγομένων να ορίζεται καταστατικός και αρχικός διαχειριστής της πρώτης των εναγομένων και μετέπειτα εκκαθαριστής της. Περαιτέρω δε, αποδείχθηκε ότι υπήρξε καταφανής σύγχυση των περιουσιών τους, με ενδεικτικό παράδειγμα ότι τα προϊόντα που αγόραζε η πρώτη των εναγομένων-εταιρεία (αγοράστρια) από την ενάγουσα (πωλήτρια) μεταφέρονταν μέσω φορτηγών αυτοκινήτων που ανήκαν στο δεύτερο των εναγομένων- Αγροτικό Συνεταιρισμό, χωρίς να προκύπτει ότι εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της Σ. 384/17/ΠΟΛ. 31/30-1-1987 που αφορά τα εκδιδόμενα στοιχεία κατά την αποστολή αγαθών από τον πωλητή απευθείας σε τρίτους με εντολή του αγοραστή. Την κοινότητα δε της περιουσίας μεταξύ των ως άνω εναγομένων κατέδειξε και το γεγονός ότι ο . ………………., ως διαχειριστής της πρώτης των εναγομένων, οπισθογράφησε προς αυτήν (πρώτη των εναγομένων) μια επιταγή, ποσού 35.000 ευρώ, που εκδόθηκε από την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» σε διαταγή του, μετά δε την οπισθογράφηση αυτή, νόμιμος κομιστής της κατέστη ο δεύτερος των εναγομένων, Αγροτικός Συνεταιρισμός, χωρίς να αποδεικνύεται ότι αφορά εξόφληση τιμήματος ή καταβολή έναντι τιμήματος. Μόλις τέσσερα έτη μετά τη σύστασή της, και ενώ το επίδικο χρέος παρέμενε ανεξόφλητο, με την υπ΄ αρ. ../11-2-2015 συμβολαιογραφική πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών . ………………, ο δεύτερος των εναγομένων, Αγροτικός Συνεταιρισμός, εκπροσωπούμενος νόμιμα από τον . ………………, και με αναφερόμενη στην πράξη αιτία, την μη ευόδωση του εταιρικού σκοπού της, προέβη στη λύση της πρώτης των εναγομένων-εταιρείας, η οποία ετέθη υπό εκκαθάριση, με εκκαθαριστή αυτής τον ίδιο (. ………………), ο οποίος  εξακολουθούσε να είναι Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του δεύτερου των εναγομένων. Από τα ανωτέρω συνάγεται εύλογα ότι οι συναλλαγές της πρώτης των εναγομένων αποφασίζονταν και εκπορεύονταν από τα όργανα διοίκησης του δεύτερου των εναγομένων, Αγροτικού Συνεταιρισμού, όπως αποδεικνύεται από την ενεργό συμμετοχή του τετάρτου των εναγομένων, . ………………, στην προώθηση των συνεργασιών της πρώτης των εναγομένων, ενώ τα κέρδη της εμπορικής της δραστηριότητας επί της ουσίας εισέρχονταν στο ταμείο του δεύτερου των εναγομένων, Αγροτικού Συνεταιρισμού, όπως αποδείχθηκε από την κατοχή της προαναφερθείσας επιταγής, η οποία είχε οπισθογραφηθεί στην πρώτη των εναγομένων και εξ αυτού την κατείχε ο δεύτερος των εναγομένων, Αγροτικός Συνεταιρισμός. Ωστόσο, με το χρέος προς την ενάγουσα να παραμένει ανεξόφλητο, αποδείχθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε η πρώτη των εναγομένων καταδεικνύει κατάχρηση της νομικής αυτοτέλειας της εκ μέρους του δεύτερου των εναγομένων, Αγροτικού Συνεταιρισμού, μοναδικού εταίρου της, με σκοπό η διακριτή νομική προσωπικότητά της να απορροφήσει τη δυσμενή συνέπεια των χρεών που δημιουργήθηκαν από τη δική του εν τοις πράγμασι εμπορία. Την ανωτέρω κρίση ενισχύει το γεγονός ότι παρότι ο δεύτερος των εναγομένων, Αγροτικός Συνεταιρισμός, διατηρεί αξιόλογη ακίνητη περιουσία και λειτουργεί επιτυχώς, συνεπώς έχει οικονομική δυνατότητα, απέφυγε τη χρηματοδότηση της πρώτης των εναγομένων και την κάλυψη των δανειστών της, μια εκ των οποίων και η ενάγουσα, η οποία ξεκίνησε τη συνεργασία με τη νέα εταιρεία εμπιστευόμενη την εμπορική υπόσταση και δυναμική του δεύτερου των εναγομένων, Αγροτικού Συνεταιρισμού, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στο παρελθόν και παρέχοντας πίστη στις εγγυήσεις του νομίμου εκπροσώπου εκείνου, πώλησε σε αυτή επί πιστώσει προϊόντα μεγάλης αξίας μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Την αθέμιτη αποφυγή εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων της πρώτης των εναγομένων εκ μέρους του δεύτερου των εναγομένων, Αγροτικού Συνεταιρισμού, καταδεικνύει και το γεγονός ότι παρότι αρχικά τέθηκε διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ο τέταρτος των εναγομένων, . ………………., που διατηρεί αξιόχρεη ακίνητη περιουσία, ακολούθως τέθηκε διαχειριστής και εκπρόσωπος αυτής ο μη κατέχων αξιόλογη περιουσία . ………………., ο οποίος παρότι αναγνώρισε την οφειλή έναντι της ενάγουσας, όχι μόνο ως διαχειριστής, εκπροσωπώντας την πρώτη των εναγομένων, αλλά και προσωπικά, δεν κατέστη εφικτό μέχρι σήμερα η ενάγουσα να ικανοποιήσει την απαίτησή της. Το ότι ο δεύτερος των εναγομένων χρησιμοποίησε κακόπιστα τη νομική αυτοτέλεια της ιδρυθείσας από αυτόν πρώτης των εναγομένων, και ότι εντέλει αυτή χρησίμευσε ώστε αυτός από τη μια να διενεργεί τις επί κέρδει πωλήσεις της και από την άλλη να διασφαλίζει το ανεύθυνο στο πρόσωπό του για την καταβολή των χρεών της, αποδεικνύεται σωρευτικά και από το γεγονός ότι ο τέταρτος των εναγομένων ως εκπρόσωπος του δεύτερου των εναγομένων, Αγροτικού Συνεταιρισμού, μια ημέρα πριν προβεί στην πρόωρη λύση της πρώτης των εναγομένων, λόγω της αναφερόμενης στη συμβολαιογραφική πράξη μη ευόδωσης του σκοπού της, την 10-2-2015 προέβη στη σύσταση ενός νέου νομικού προσώπου, της τρίτης των εναγομένων, Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας Ι.Κ.Ε με την επωνυμία «………….», αποκλειστικών συμφερόντων, επίσης, του Αγροτικού Συνεταιρισμού, ως μοναδικού εταίρου  αυτής, με έδρα στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, στα ίδια μίσθια καταστήματα ..-. στην Αγορά του Αγίου Ιωάννη Ρέντη, όπου έδρευε η πρώτη των εναγομένων και με τον ίδιο εταιρικό σκοπό. Στα ως άνω καταστήματα, τα οποία στο καταστατικό της αναφέρει, ήδη από την 10-2-2015, ως γραφεία της εταιρείας, ενώ η πρώτη των εναγομένων που έδρευε εκεί, λύθηκε την επομένη 11-2-2015, χωρίς να αποδεικνύεται ότι η ταύτιση αυτή είναι απόρροια διοικητικής διαδικασίας που αφορά την Κεντρική Αγορά Αθηνών, τοποθετήθηκε η επιγραφή αυτής, ενώ οι  αριθμοί τηλεφωνικών συνδέσεων που είχαν καταχωρηθεί στην επωνυμία της πρώτης των εναγομένων, χρησιμοποιούνταν από την τρίτη των εναγομένων, η οποία απέκτησε και όλο τον κινητό εξοπλισμό του καταστήματος της πρώτης των εναγομένων, ήτοι τη ζυγαριά, τον υπολογιστή, τα ψυγεία, τις συσκευές τηλεφώνου και το φαξ αυτής (πρώτης των εναγομένων) και εξυπηρετώντας την πελατεία εκείνης. Κατόπιν των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η επιχείρηση της τρίτης των εναγομένων είναι ταυτόσημη με την επιχείρηση που ασκούσε η πρώτη των εναγομένων, αφού υπάρχει ταύτιση ως προς το αντικείμενο, ως προς τον τόπο της δραστηριότητάς τους και ως προς τον μοναδικό εταίρο -μέτοχο αυτών, ενώ και η οικονομική ενότητα της επιχείρησης είναι η ίδια με αυτήν που διέθετε η πρώτη των εναγομένων (επικοινωνία, εξοπλισμός). Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης των εναγομένων προς την τρίτη των εναγομένων εν γνώσει του γεγονότος ότι μεταβιβάζεται το σύνολο της επιχείρησης της πρώτης των εναγομένων, λόγω της ταυτότητας του μοναδικού εταίρου-μετόχου. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 479 του ΑΚ, γεννήθηκε ευθύνη της τρίτης των εναγομένων μέχρι την αξία των μεταβιβασθέντων σ΄ αυτήν στοιχείων της επιχείρησης που απέκτησε, για εξόφληση των χρεών που προέκυψαν από την λειτουργία αυτής, στα οποία περιλαμβάνονται και τα οφειλόμενα στην ενάγουσα. Η τρίτη των εναγομένων επικουρικά προβάλλει με τις προτάσεις του παρόντος βαθμού στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνονται αυτούσιες οι προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, τον ισχυρισμό ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο διατάξει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, εφόσον προσδιορισθεί η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων της πρώτης των εναγομένων κατά το χρόνο μεταβίβασης αυτής, προτείνει ένσταση περιορισμού της ευθύνης της για τα χρέη της πρώτης των εναγομένων έναντι της ενάγουσας και για τα οποία ευθύνεται εις ολόκληρο, έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων της πρώτης των εναγομένων, όπως αυτή αποδειχθεί ή προκύψει από την πραγματογνωμοσύνη. Ο ισχυρισμός αυτός, είναι αόριστος, καθόσον η τρίτη των εναγομένων δεν προσδιορίζει η ίδια ορισμένως και σαφώς την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων της πρώτης των εναγομένων. Σε κάθε δε περίπτωση το ενεργητικό της επιχείρησης της πρώτης των εναγομένων που μεταβιβάστηκε, κατά τα ανωτέρω, στην τρίτη των εναγομένων, υπερκαλύπτει την απαίτηση της ενάγουσας, για την οποία, κατά τα ως άνω ευθύνεται και η τρίτη των εναγομένων, ήτοι ανέρχεται άνω του ποσού των 300.000 ευρώ, έχοντας κύκλο εργασιών κατά τη χρήση 2013 το ποσό των 5.467.486,95 ευρώ (όπως προκύπτει από τον ισολογισμό της τής 31-12-2013 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 2521/4-5-2015). Το παρόν δε, Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθόσον σχημάτισε δικανική πεποίθηση από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό. Περαιτέρω, ο σκοπός επέκτασης της εμπορικής δραστηριότητας του δεύτερου των εναγομένων θα μπορούσε να εξακολουθεί πραγματευόμενος μέσω της λειτουργίας της πρώτης των εναγομένων από την οποία το νέο νομικό πρόσωπο (η τρίτη των εναγομένων) δεν διέφερε, ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά φύσης και λειτουργίας του, πλην όμως αυτό θα προϋπέθετε τη χρηματοδότησή της, προς εξόφληση των δημιουργηθέντων χρεών, όπως αυτό έναντι της ενάγουσας, και την ανάκτηση της εμπορικής της πίστης στους πελάτες και δανειστές της. Ωστόσο, ο δεύτερος των εναγομένων προτίμησε να ιδρύσει στη θέση της πρώτης των εναγομένων, η καταστατική διάρκεια της οποίας δεν είχε εκπνεύσει, με προβαλλόμενο λόγο την αδυναμία ευόδωσης του σκοπού της, την προαναφερόμενη νέα κεφαλαιουχική εταιρεία, ελεύθερη βαρών και χρεών, εξυπηρετούσα τον ίδιο ακριβώς σκοπό, αξιοποιώντας με αυτόν τον τρόπο καταχρηστικά την εκ του νόμου παρεχόμενη δυνατότητα ίδρυσης νομικού προσώπου. Ο ισχυρισμός του δεύτερου των εναγομένων ότι και ο ίδιος είναι ανικανοποίητος δανειστής της πρώτης των εναγομένων, διατηρώντας έναντι της απαιτήσεις από πωλήσεις προϊόντων σε αυτήν, δεν αρκεί για να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε διαφορετική κρίση, δεδομένου ότι ο δεύτερος των εναγομένων ήταν ο μοναδικός κάτοχος των μεριδίων της και ουσιαστικά τα κέρδη της εμπορικής της δραστηριότητας επί της ουσίας εισέρχονταν στο ταμείο του δεύτερου των εναγομένων, Αγροτικού Συνεταιρισμού. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, με την προαναφερόμενη υπ΄ αρ. ./11-2-2015 συμβολαιογραφική πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών . ………………, ο δεύτερος των εναγομένων, Αγροτικός Συνεταιρισμός, εκπροσωπούμενος νόμιμα από τον . ………………, δήλωσε ότι λύνει την πρώτη των εναγομένων-εταιρεία, μη έχοντος, ουδέ διατηρούντος κατά της εταιρείας οποιαδήποτε απαίτηση ή αξίωση. Περαιτέρω, το γεγονός ότι τα δύο νομικά πρόσωπα ως αυτοτελή νομικά μορφώματα, έχουν αυτοτελείς και διακριτές φορολογικές υποχρεώσεις και το ότι ο δεύτερος των εναγομένων δεν ενσωμάτωσε στις λογιστικές καταστάσεις αυτού τα αποτελέσματα χρήσης (κέρδη και ζημίες) της πρώτης των εναγομένων, ουδόλως σημαίνει ότι υπήρξαν επί της ουσίας διακριτές περιουσίες και οικονομικά συμφέροντα σε αυτά, αντιθέτως αποδείχθηκε από τα ανωτέρω η διοικητική και οικονομική εξάρτηση της πρώτης από τον δεύτερο. Άλλωστε, ο ισχυρισμός του δεύτερου των εναγομένων ότι η πρώτη των εναγομένων άσκησε αυτοτελώς εμπορία στην οποία ο Πρόεδρός του (δεύτερου των εναγομένων) ουδεμία ανάμιξη είχε και ότι οδηγήθηκε στη λύση εξαιτίας της κακοδιαχείρισης του διαχειριστή της . ………………, ουδόλως κρίνεται πειστικός, εφόσον ο δεύτερος των εναγομένων δεν διέκοψε τη συνεργασία του με εκείνον, ο οποίος εξακολούθησε να είναι διαχειριστής της εταιρείας, αλλά και μετά τη λύση αυτής, είχε φυσική παρουσία στην έδρα της νεοσυσταθείσας τρίτης των εναγομένων. Κατόπιν τούτων, εφόσον αποδείχθηκε η απαίτηση της ενάγουσας έναντι της πρώτης των εναγομένων, ποσού 300.000 ευρώ, και περαιτέρω η εκ μέρους του δεύτερου των εναγομένων κατάχρηση της νομικής αυτοτέλειας της πρώτης των εναγομένων, με σκοπό την αποφυγή καταβολής των χρεών της εμπορίας του και μετακύλισης αυτών στους δανειστές που συναλλάχθηκαν με την πρώτη των εναγομένων, την οποία ο ίδιος (δεύτερος των εναγομένων, Αγροτικός Συνεταιρισμός) κατέστησε ανέγγυα οφειλέτρια ελλείψει χρηματοδότησης, πρέπει ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης, να αρθεί η νομική προσωπικότητα της πρώτης των εναγομένων, ώστε ο μοναδικός εταίρος αυτής, δεύτερος των εναγομένων, ως προς την επίδικη απαίτηση να καταστεί συνοφειλέτης και να υποχρεωθεί και αυτός να καταβάλει εις ολόκληρο στην ενάγουσα το ποσό των 300.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, οι δε σχετικοί λόγοι των από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …/2017) και 14-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) ένδικων εφέσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Επιπροσθέτως, ο τέταρτος των εναγομένων με την προαναφερόμενη ιδιότητά του, ως Πρόεδρος του Διοικητικού  Συμβουλίου  του δεύτερου  των εναγομένων επισκέφθηκε, όπως προαναφέρθηκε, τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της (ενάγουσας), και τον έπεισε να καταρτίσει η ενάγουσα τις επίδικες διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως και στη συνέχεια να παραδώσει τα πωληθέντα εμπορεύματα στην πρώτη των εναγομένων, διαβεβαιώνοντας αυτόν παραπλανητικά ότι οι συναλλαγές της ενάγουσας με την πρώτη των εναγομένων διασφαλίζονται από τον δεύτερο των εναγομένων, ιδρυτή της, και ειδικότερα ότι συναλλασσόμενη η ενάγουσα με την πρώτη των εναγομένων ήταν σαν να συναλλάσσεται με τον οικονομικά εύρωστο δεύτερο των εναγομένων και ότι ουσιαστικά ο τελευταίος αναλάμβανε (εξωδίκως) την υποχρέωση να καταβάλει το συνολικό τίμημα, ενώ γνώριζε, εφόσον ο ίδιος ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του δεύτερου των εναγομένων ότι ο τελευταίος (δεύτερος των εναγομένων) δεν αναγνωρίζει τις οφειλές της πρώτης των εναγομένων, ως δικές του οφειλές. Κατόπιν τούτων η ενάγουσα προέβη στις εν λόγω συμβάσεις, στις οποίες, διαφορετικά, δεν θα προέβαινε. Έτσι, ο τέταρτος των εναγομένων ζημίωσε παράνομα την ενάγουσα από την μη καταβολή της αντιπαροχής του συνολικού τιμήματος και τελικά από το ποσό των 300.000 ευρώ, που κατά τα προαναφερόμενα αναγνωρίσθηκε ως οφειλόμενο. Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) εφέσεως η εκκαλούσα – πρώτη των εναγομένων ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε με το να απορρίψει την ένστασή της περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής εφόσον η ίδια έχει εισέλθει στο στάδιο της εκκαθάρισης και θα της προκαλέσει βλάβη. Ειδικότερα η πρώτη των εναγομένων ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και επαναφέρει με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης εφέσεως ότι η ένδικη αγωγή ασκείται καταχρηστικά, καθόσον σε περίπτωση υποχρέωσης αυτής (πρώτης των εναγομένων) στην καταβολή του υπέρογκου χρηματικού κονδυλίου των 300.000 ευρώ, ματαιώνεται, ο σκοπός της εκκαθάρισης, καθόσον καθίσταται αδύνατη η λειτουργία της εταιρείας με σκοπό την αναζήτηση των οφειλομένων σ΄ αυτήν και της ικανοποίησης των δανειστών αυτής. Τα επικαλούμενα, όμως, από την πρώτη των εναγομένων πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος (άρθρο 281 του ΑΚ) και συνεπώς η σχετική πρωτοδίκως προβληθείσα από την πρώτη των εναγομένων ένσταση, την οποία επαναφέρει με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε την ως άνω ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ως άνω ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Εξάλλου και το πραγματικό περιστατικό που επικαλείται η εκκαλούσα ότι η εφεσίβλητη επιχειρεί να ικανοποιηθεί εις διπλούν, ήτοι με την ένδικη αγωγή και την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του  ………………, και αληθές υποτιθέμενο, δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος (άρθρο 281 του ΑΚ) και συνεπώς η σχετική ένσταση πρέπει να απορριφθεί. Επιπροσθέτως, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων προς απόκρουση της αγωγής προβάλλουν η πρώτη από αυτούς με τον δεύτερο λόγο της από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …/2017) εφέσεώς της και ο δεύτερος από αυτούς με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της από 14-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) εφέσεως, κατ΄ εκτίμηση αυτού, την ένσταση μερικής εξόφλησης, ισχυριζόμενοι ότι από το συνολικό ποσό των 341.735,38 ευρώ, το οποίο αιτήθηκε με την ένδικη αγωγή η εφεσίβλητη, ήδη το ποσό των 142.980 ευρώ είχε καταβληθεί από αυτήν (πρώτη των εναγομένων) στην εφεσίβλητη (ενάγουσα) πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής, μέσω τακτικών μηνιαίων καταβολών, ενώ έως την άσκηση της εφέσεως είχε καταβληθεί το συνολικό ποσό των 149.180 ευρώ, οι δε καταβολές αποδεικνύονται παραχρήμα μέσω των προσκομιζόμενων αντιγράφων των τραπεζικών καταθετηρίων. Ο ισχυρισμός αυτός, καίτοι δεν είχε προταθεί στον πρώτο βαθμό, παραδεκτά προβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εφεσίβλητης, διότι, υπό τα εκτιθέμενα, αποδεικνύεται αμέσως και πλήρως με έγγραφα πλήρους αποδεικτικής αξίας (τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αντίγραφα των τραπεζικών καταθετηρίων). Ο ισχυρισμός αυτός των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων συνιστά την εκ του άρθρου 416 του ΑΚ ένσταση μερικής εξόφλησης. Η ενάγουσα αρνείται τον ως άνω ισχυρισμό και προβάλλει την αντένσταση, ότι οι επικαλούμενες καταβολές αφορούν την οφειλή της πρώτης των εναγομένων από τον ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό τους από άλλα εκδοθέντα τιμολόγια. Επιπροσθέτως, επικαλείται ότι όσον αφορά τις καταβολές που φέρονται ότι έγιναν από 8-5-2014 έως 18-9-2014, συνολικού ποσού 142.980 ευρώ, αυτές είναι προγενέστερες της προαναφερόμενης αναγνώρισης χρέους, που έλαβε χώρα την 30-10-2014 και συνεπώς η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων απαραδέκτως επικαλούνται μερική εξόφληση, ενώ ως προς τις καταβολές συνολικού ποσού 6.200 ευρώ που φέρονται ότι έγιναν από 23-5-2017 έως 15-9-2017, αυτές αφορούν εξόφληση εξόδων εκτελέσεως σε βάρος του .. ………………. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ως προς την ως άνω ένσταση, αποδείχθηκε ότι όσον αφορά το ποσό των 142.980 ευρώ η πρώτη των εναγομένων απαραδέκτως προβάλλει την ένσταση μερικής εξόφλησης, αφού ήδη έχει αναγνωρίσει το ως άνω ποσό των 300.000 ευρώ με την από 30-10-2014 πράξη αναγνώρισης και θα μπορούσε να προστατευθεί μόνο από τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, δικαιούμενη να αντιτάξει κατ΄ ένσταση το ανύπαρκτο της αιτίας και να ελευθερωθεί έτσι, ως έχοντας αναγνωρίσει χρέος χωρίς νόμιμο λόγο, ενώ και ο δεύτερος των εναγομένων, επίσης, μόνο από τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ θα μπορούσε να προστατευθεί, δικαιούμενος να αντιτάξει, κατ΄ ένσταση, το ανύπαρκτο της αιτίας, ως έχοντας αναγνωρίσει η πρώτη των εναγομένων χρέος χωρίς νόμιμο λόγο. Εξάλλου, η ενάγουσα, σε κάθε περίπτωση αντιτάσσει, κατ΄ αντένσταση, ότι η αναγνωρίσασα το χρέος πρώτη των εναγομένων δεν δύναται να μην τελούσε εν γνώσει της ανυπαρξίας τούτου, κατά το χρόνο που έκανε τη δήλωση αναγνώρισης (άρθρο 905 του ΑΚ). Σε κάθε δε περίπτωση, οι ως άνω επιμέρους καταβολές της πρώτης των εναγομένων, αφορούσαν την οφειλή της πρώτης των εναγομένων από τον ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό τους από άλλα εκδοθέντα τιμολόγια και όχι αυτά για τα οποία εκδόθηκαν οι επίδικες συναλλαγματικές και στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ΄ αρ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και ακολούθησε η αναγνώριση του χρέους των 300.000 ευρώ από τον διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο αυτής (πρώτης των εναγομένων) τόσο για λογαριασμό αυτής (πρώτης των εναγομένων-εταιρείας)όσο και του ίδιου, ως προσωπικά συνευθυνόμενου, μετά την παραίτηση από την ασκηθείσα κατ΄ αυτής (διαταγής πληρωμής) ανακοπή. Περαιτέρω ως προς το ποσό των 6.200 ευρώ, το ποσό αυτό καταβλήθηκε για την εξόφληση εξόδων αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος του……………… και της πρώτης των εναγομένων. Επομένως, η σχετική ένσταση που προβάλλουν η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων περί μερικής εξοφλήσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, όπως και οι ως άνω σχετικοί λόγοι των ανωτέρω εφέσεων. Περαιτέρω με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της από 14-11-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) εφέσεως ο εκκαλών-δεύτερος των εναγομένων, μεταξύ άλλων, προβάλλει, το πρώτον ότι η ένδικη αγωγή ασκείται καταχρηστικά, καθόσον πριν την άσκηση αυτής καταβλήθηκε από την πρώτη των εναγομένων, όπως έλαβε γνώση (ο εκκαλών) μετά την έκδοση της εκκαλουμένης, με μηνιαίες καταβολές το συνολικό ποσό των 142.980 ευρώ, ενώ το συνολικό καταβληθέν ποσό ανέρχεται στο ποσό των 149.180 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός, καίτοι δεν είχε προταθεί στον πρώτο βαθμό, παραδεκτά προβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εφεσίβλητης, διότι δεν προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από δικαιολογημένη αιτία, ήτοι καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα, δεν γνώριζε ο εκκαλών την μερική εξόφληση. Τα επικαλούμενα, όμως, από τον δεύτερο των εναγομένων πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος (άρθρο 281 του ΑΚ) και συνεπώς η σχετική προβληθείσα από αυτόν (δεύτερο των εναγομένων) ένσταση πρέπει να απορριφθεί. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι των εφέσεων, πρέπει να απορριφθούν οι από α) 14-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) και β) 8-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) εφέσεις, να διαταχθεί, λόγω της ήττας των εκκαλούντων των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα, η εισαγωγή των δύο παραβόλων ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ το καθένα, που κατατέθηκαν για το παραδεκτό των δύο ως άνω εφέσεων, το πρώτο με το υπ΄ αρ. ../2017 και είδος παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ και την από 15-11-2017 πληρωμή της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ και το δεύτερο με το υπ΄ αρ. αρ. ……/2017 και είδος παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, αντίστοιχα, στο Δημόσιο Ταμείο, να καταδικαστούν οι εκκαλούντες καθεμίας από αυτές (εφέσεις), λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αντίστοιχης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας αντίστοιχα (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, να γίνει δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη η από 18-10-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση και να διαταχθεί, λόγω της νίκης της εκκαλούσας, η επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως αυτής, με του π΄ αρ. ……/2017 και είδος παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, σ΄ αυτήν (εκκαλούσα). Ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της [δηλαδή, ως προς τις διατάξεις και τα κεφάλαια που αφορούν την ανωτέρω από 2-10-2015 (αρ. καταθ. …../2015) αγωγή και δεν μεταρρυθμίστηκαν αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού] και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ΕφΑθ 5639/1997 ΕλλΔνη 39.437), αναγκαίως  δε  και κατά τη διάταξη  περί  δικαστικών εξόδων  που  αφορά την ως άνω αγωγή, το οποίο θα  καθορισθεί εξ αρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η από 2-10-2015 (αρ. καταθ. …../2015) αγωγή και να ερευνηθεί εκ νέου, να γίνει εν μέρει δεκτή (η αγωγή) ως προς όλους τους εναγομένους, ήτοι και ως προς τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, ως προς τους οποίους το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως αόριστη και ως προς τους οποίους το παρόν Δικαστήριο έκρινε αυτή ως ορισμένη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 300.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ενώ το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα δεύτερο βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων τις α) από 18-10-2017 (αρ. καταθ. …./2017), β) από 14-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) και γ) από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …/2017) εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 14-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3589/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. …../2017 και είδος παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ και την από 15-11-2017 πληρωμή της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα της από 14-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) εφέσεως στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3589/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε με υπ΄ αρ. …./2017 και είδος παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την εκκαλούσα της από 8-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) εφέσεως στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 18-10-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3589/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. ……/2017 και είδος παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την από2-10-2015 (αρ. καταθ. …/2015) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την από2-10-2015 (αρ. καταθ. …./2015) αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας στην ενάγουσα το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τους εναγομένους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των δώδεκα χιλιάδων διακοσίων (12.200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    27 Φεβρουαρίου 2020.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Γεωργία Λάμπρου.

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 6η Απριλίου 2020, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη,  Αικατερίνη Κοκόλη και Ελευθέριο Γεωργίλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ