Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 293/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TAKTIKH ΔΙAΔΙΚΑΣΙΑ

 Συμμετοχή στα αποκτήματα, ένσταση μηδενικής συμβολής. Ορισμένο αγωγής κατά τον πραγματικό υπολογισμό. Ανατροπή εν μέρει του τεκμηρίου του 1/3. Εξαφανίζει εκκαλούμενη απόφαση, δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Αριθμός  απόφασης : 293/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές  Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εισηγητή, Εφέτες και τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από : α) από 3.7.2018 και με αρ. καταθ. …………./2018 έφεση της πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας και β) από 7.9.2018 και με αρ. καταθ. …………../2018 έφεση του πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου κατά της με αρ. 1307/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς η απόφαση επιδόθηκε στις 16.7.2018 (βλ. την με αρ. ……../16.7.2018 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……….) και οι εφέσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αντίστοιχα στις 10.7.2018 (δηλαδή πριν την επίδοση της απόφασης) και 7.9.2018(άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 1, 520 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Για το παραδεκτό αυτών έχουν επιπλέον κατατεθεί τα αντίστοιχα παράβολα με βάση τη διάταξη του άρθρου 495 αρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. αντίστοιχα τα με αρ. ……….. και ……….. e-παράβολα που εξοφλήθηκαν με βάση τα προσκομιζόμενα αποκόμματα της Τράπεζας Πειραιώς). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία (άρθρο 533 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας (άρθρα 31, 246, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της πρώτης έφεσης και εφεσίβλητη της δεύτερης έφεσης με την από 5.5.2015 και με αρ. εκθ. καταθ. …………/2015 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ισχυρίστηκε ότι με τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο της πρώτης έφεσης και εκκαλούντα της δεύτερης έφεσης τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 1.11.1997 στο Κερατσίνι, ο οποίος έχει ήδη λυθεί δυνάμει της υπ’αριθμ. 5335/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία γαμικών διαφορών), που κατέστη αμετάκλητη, κατόπιν παραιτήσεώς τους από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων κατά αυτής, στις 7.5.2014. Ότι κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο η περιουσία του αυξήθηκε ως προς τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία, ως προς τα οποία αυτή ασκεί την ένδικη αξίωση της συμβολής στα αποκτήματα, ήτοι : α) μία πολυώροφη οικοδομή επί οικοπέδου στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού …………, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, β) μία εξοχική κατοικία στο ….. Αράχωβας στην περιοχή “…..”, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή και γ) τα μισθώματα που εισέπραξε από την εκμίσθωση των διαμερισμάτων του ισογείου και του πρώτου ορόφου της ως άνω πολυώροφης οικοδομής κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του έτους 2006 έως τον Απρίλιο του έτους 2014 και της ως άνω εξοχικής κατοικίας στην Αράχωβα κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του έτους 2013 έως τον Απρίλιο του έτους 2014, συνολικού ύψους 95.550 €, όπως ειδικότερα εξειδικεύονται στην αγωγή. Ότι η αξία των ως άνω ακινήτων κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου της με τον εναγόμενο και κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής ανερχόταν- όπως το εν λόγω στοιχείο διορθώθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις της ενάγουσας – αντίστοιχα στα ποσά των 340.000 € και 112.688 €, ώστε συνολικώς η αύξηση της περιουσίας του εναγομένου, κατά τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία, να ανέλθει στο ποσό των 548.238 (340.000+112.688+95.500) €. Ότι στην κτήση των ως άνω περιουσιακών στοιχείων συνέβαλε και η ίδιαμε τα αναφερόμενα στην αγωγή εισοδήματα από την εργασία της, καθώς και με την παροχή των προσωπικών της υπηρεσιών στον συζυγικό οίκο και στην ανατροφή και φροντίδα των τέκνων τους, όπως αποτιμώνται στην αγωγή, οι οποίες υπερέβαιναν την κατά νόμο υποχρέωση συνεισφοράς της στις οικογενειακές ανάγκες, την οποία συμβολή της αποτιμά σε ποσοστό 36,9%, επί της αξίας των άνω περιουσιακών στοιχείων, ώστε να ανέρχεται κατά τον πραγματικό υπολογισμό στο ποσό των 202.300 (548.238 Χ 36,9%) € και επικουρικά, κατά τον τεκμαρτό, στο ποσό των 182.746 (548.238 Χ 1/3) ευρώ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, κατόπιν παραδεκτού μερικού περιορισμού με τις προτάσεις της του επικουρικού αιτήματος χρηματικής απόδοσης και παραδεκτού περιορισμού με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 204/2014, 1893/2013, 315/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αμφότερων των αγωγικών αιτημάτων (κύριου και επικουρικού), με την τροπή αυτών από καταψηφιστικών σε αναγνωριστικών, ζήτησε, επικαλούμενη την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων για την αυτούσια ικανοποίηση της αξίωσής της, που συνίστανται στην μακροχρόνια εγκατάστασή της στο πρώτο των ως άνω περιουσιακών στοιχείων και στον συναισθηματικό προς αυτό δεσμό της, : να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της αποδώσει αυτούσια, με δήλωση βουλήσεως βάσει της οποίας να της μεταβιβάσει κατά κυριότητα ποσοστό 59,5% εξ αδιαιρέτου επί του πρώτου των ως άνω περιουσιακών στοιχείων, άλλως, για την περίπτωση εφαρμογής του τεκμηρίου του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β’ ΑΚ, ποσοστό 53,5% εξ αδιαιρέτου αυτού, άλλως επικουρικώς, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλλει το ποσό των 202.300 €, διαφορετικά, για την περίπτωση εφαρμογής του τεκμηρίου του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β’ ΑΚ, το ποσό των 182.746 €, εντόκως νομίμως από την επίδοση της αγωγής και να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά της έξοδα.

Κατά το άρθρο 1400 §1 του Α.Κ.: «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η απαίτηση εκάστου συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου συζύγου είναι καταρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση, του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 28/1996 Δ/νη 1997.28). Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά τονχρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γένεσης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής εννόμου προστασίας, ήτοι ο χρόνος άσκησης της αγωγής. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία), προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Όμως, αν ο υπόχρεος δεν είχε καθόλου περιουσία κατά την τέλεση του γάμου και η αξίωση του αποκτήματος περιορίζεται ή επικεντρώνεται επί συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων περιουσιακών αντικειμένων, τότε δεν χρειάζεται ο προσδιορισμός, αποτίμηση και αναγωγή της αξίας της αρχικής και τελικής περιουσίας (ΑΠ 1029/2013, ΑΠ 1368/2013, ΑΠ477/2005, ΕφΑ8 488/2018, Εφ.Πειρ. 79/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).Ο χρόνος λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν (ΑΠ 1646/2018, ΑΠ 1553/2018, ΑΠ 1550/2018, ΑΠ 2120/2017, ΑΠ 3/2016, ΑΠ 1357/2015, ΑΠ 825/2015, ΑΠ 528/2015 και ΑΠ 43/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Όταν ο ενάγων θεμελιώνει την αγωγή του στον πραγματικό υπολογισμό και επικαλείται συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, με παροχές οι οποίες συνιστούν ιδιαίτερους τρόπους εκπλήρωσης της υποχρέωσής του για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, τότε για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, πρέπει: α) να καθορίζει τη δαπάνη που απαιτήθηκε για την πραγματοποίηση της περιουσιακής αύξησης του εναγομένου, β) να αποτιμά τις παροχές του προς τον εναγόμενο καθ’όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο έγιναν και γ) να καθορίζει είτε i) το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τις δυνάμεις του, να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, είτε ii) το ποσό που υπερβαίνει την υποχρεωτική του συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες. Οι παροχές προς τον εναγόμενο σύζυγο μόνο κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς αποτελούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολό τους, έτσι ώστε, από το λόγο της αξίας των παροχών, κατά το μέρος που υπερβαίνουν την οφειλόμενη συνεισφορά, προς τη δαπάνη που απαιτήθηκε για την πραγματοποίηση της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου, να προκύπτει το αιτούμενο με την αγωγή ποσοστό συμμετοχής του ενάγοντος σε αυτήν. Δεν απαιτείται η αναφορά του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών, ούτε του κατά ποσό προσδιορισμού της συνεισφοράς στην οποία υποχρεούται ο ενάγων (ΑΠ 1155/2017, ΑΠ 1511/2005, ΑΠ 43/2015, ΑΠ 825/2015). Εξάλλου ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση (ΑΠ 1037/2017, ΑΠ 808/2015, ΑΠ 2042/2013). Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του 1/3 ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο προς το 1/3 ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε δεν απέδειξε, ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση είναι μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου (ΑΠ 1646/2018, ΑΠ 1550/2018, ΑΠ 566/2014ο.π.). Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αγωγή, είναι ορισμένη και ως προς τον πραγματικό υπολογισμό της αξίωσης (άρθρ. 216§1αΚΠολΔ), καθώς η ενάγουσα ασκεί την αξίωσή της σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία – αποκτήματα του εναγομένου, αλλά πλεοναστικώς  αναφέρεται και η αρχική περιουσία αυτού, επίσης αναφέρεται η αξία των αποκτημάτων του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, που δεν έχει διαφοροποιηθεί κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και περαιτέρω προσδιορίζεται ο τρόπος της επαύξησης, με παροχές σε χρήματα προερχόμενα από την εργασία της ενάγουσας και την παροχή των υπηρεσιών στο συζυγικό οίκο, καθώς και ακόμα γίνεται αποτίμηση τόσο των υπηρεσιών αυτών, όσο και του ποσού που υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, ανεξαρτήτως αν αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα που είναι αντικείμενο αποδείξεως. Κατόπιν αυτών ο λόγος της δεύτερης έφεσης που αναφέρεται στην αοριστία της αγωγής πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου ο εναγόμενος ισχυρίστηκε με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η ενάγουσα δεν είχε και δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να έχει την προβαλλόμενη με την αγωγή συμβολή, καθώς και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται εν τέλει μόνο σ’ αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίο επαναφέρει παραδεκτά  με την έφεσή του (άρθρο 240 ΚΠολΔ), συνιστά την ένσταση  μηδενικής συμβολής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδρίασης), των υπ’αριθμ. …../25.4.2016 και ……/28.4.2016 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθησαν με την επιμέλεια της ενάγουσας και του εναγόμενου αντίστοιχα κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων αυτών (βλ. τις με αρ……/20.4.2016 και …../25.4.2016 εκθέσεις επιδόσεως των δικ. επιμελητών στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….. και …………. αντίστοιχα), της με αρ. …./2019 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία ελήφθη νομότυπα και εμπρόθεσμα με την επιμέλεια του εναγομένου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την με αρ. …/15.3.2019 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………) και η οποία προσάγεται παραδεκτά ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς ενώπιον του Εφετείου επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις που δό­θηκαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, σύμφωνα με τα άρθρα 524 § 1 εδ. α και 529 ΚΠολΔ (ΑΠ 204/2017, ΑΠ 1114/2011 ΝΟΜΟΣ), χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη οι υπεύθυνες δηλώσεις από 23.2.2017 του ………, που προσκομίζει ο εναγόμενος και από 17.2.2017 της ………….., που προσκομίζει η ενάγουσα, καθώς συνιστούν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, αφού συνιστούν μαρτυρίες τρίτων, που συντάχθηκαν για την παρούσα δίκη (Ολ.ΑΠ8/1987, ΑΠ 1427/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 1.11.1997 στο Κερατσίνι, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, τον ……., που γεννήθηκε στις 13.9.1998 και την ……….., που γεννήθηκε στις 4.12.2001. Η έγγαμη συμβίωση τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και διασπάσθηκε οριστικά στις 17.5.2011, ήδη δε, ο μεταξύ τους γάμος έχει λυθεί δυνάμει της υπ’αριθμ. 5335/2013 απόφασης διαζυγίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία γαμικών διαφορών), η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 7.5.2014, κατόπιν της από 7.5.2014 παραίτησής τους από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων κατά αυτής ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά (βλ. το από 7.5.2014 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης ενδίκων μέσων κατά της ανωτέρω απόφασης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά και την υπ’αριθμ. ……./7.7.2014 έκθεση παραίτησης από δικαίωμα ενδίκων μέσων). Η περιουσία του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου της πρώτης έφεσης και εκκαλούντος της δεύτερης έφεσης κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων αποτελείτο από τα εξής περιουσιακά στοιχεία : α) ένα ισόγειο κατάστημα κείμενο στην οδό …………. στην Παλλήνη Αττικής, εμβαδού 97 τ.μ., με 13 τ.μ. βοηθητικούς χώρους, αξίας 90.000 €, β) το 50 % εξ αδιαιρέτου υπόγειας αποθήκης,εμβαδού 177 τ.μ., αξίας 25.000 €, γ) το 37 % οικοπέδου στο …… Σαλαμίνας, αξίας 6.000 €, δηλαδή 90.000 + 25.000 + 6.000 = 121.000 €. Κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων η περιουσία του εναγομένου είχε αυξηθεί κατά τα εξής περιουσιακά στοιχεία, ως προς τα οποία η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της πρώτης έφεσης και εφεσίβλητη της δεύτερης έφεσης ασκεί την επίδικη αγωγή της, μη συνυπολογίζοντας την αρχική του περιουσία στην τελική, : 1) τριώροφη οικοδομή κείμενη στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού …. αρ. …, το οικόπεδο της οποίας ο εναγόμενος απέκτησε δυνάμει του υπ’αριθμ. …./16.11.2004 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Νίκαιας ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος …., α.α. …. του Υποθηκοφυλακείου-Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας), αντί τιμήματος 23.000 €. Το έτος 2006 ανήγειρε στο οικόπεδο αυτό τη συγκεκριμένη οικοδομή, συνολικού εμβαδού 474 τ.μ., αποτελούμενη από : α) ημιυπόγειο, αποτελούμενο από χώρο 113 τ.μ., 2 θέσεις στάθμευσης, αποθήκη και λεβητοστάσιο β) ισόγειο, αποτελούμενο από διαμέρισμα-γκαρσονιέρα εμβαδού 40 τ.μ., καθώς και από κοινόχρηστο χώρο με πισίνα, γ) πρώτο όροφο, αποτελούμενο από ένα διαμέρισμα τριών υπνοδωματίων, εμβαδού 113 τ.μ., δ) δεύτερο και τρίτο όροφο, που έχουν ενοποιηθεί και αποτελούν μία μεζονέτα συνολικού εμβαδού 168 τ.μ., με τζάκι και τέσσερα υπνοδωμάτια, ταράτσα με μεγάλη βεράντα και μπάρμπεκιου και 2) εξοχική κατοικία κείμενη στο ….. του Δήμου Αράχωβας Βοιωτίας, περιοχή «……», σε συγκρότημα κατοικιών, αποτελούμενη από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες του υπογείου και του ισογείου, που επικοινωνούν με εσωτερική κλίμακα, με αποκλειστική χρήση του δώματος (κεραμοσκεπής) αυτής, συνολικού εμβαδού 145 τ.μ., η οποία διαθέτει τέσσερα υπνοδωμάτια, τέσσερα μπάνια, αυτόνομη θέρμανση, τζάκι, αποθήκη, καθώς και την αποκλειστική χρήση περιβάλλοντος χώρου εμβαδού 250,50 τ.μ., την οποία απέκτησε με το με αρ. 034/27.2.2007 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Βοιωτίας …………., που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος …., α.α. …… του Υποθ/κείου Αράχωβας), αντί τιμήματος 80.000 €. Είναι άξιο μνείας ότι ο εναγόμενος είχε τοποθετήσει το έτος 2011 αγγελίες πώλησης των άνω ακινήτων στην ιστοσελίδα «Χρυσή Ευκαιρία» αναφέροντας ως τιμές πώλησης 700.000 € και 305.000 € αντίστοιχα, όμως η ίδια η ενάγουσα με τις έγγραφες προτάσεις της προσδιόρισε την αξία των ακινήτων αυτών στα ποσά των 340.000 € και 112.688 €, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση των αξιών των ακινήτων λόγω οικονομικής κρίσης. Ο μάρτυρας του εναγομένου, αδελφός του, με τον οποίο συνεργαζόταν ο εναγόμενος, προσδιόρισε την αξία των ανωτέρω ακινήτων στα ποσά των 250.000 € και 90.000 € αντίστοιχα, ενώ στη δήλωση ΕΝΦΙΑ του έτους 2014 η αξία της οικοδομής στην οδό ………….. προσδιορίζεται στο ποσό των 220.505,26 € (108.385,20 + 8.965,42 + 80.682,00 + 22.472,64) και της εξοχικής οικίας στο ……. Αράχωβας σ΄αυτό των 62.276,80 €. Με δεδομένη τη θέση, την ποιότητα κατασκευής αυτών (η οικοδομή στη Νίκαια κατασκευάσθηκε από τον ίδιο τον εναγόμενο για να μείνει ο ίδιος και η οικογένειά του και για τον ίδιο λόγο αγοράσθηκε και η εξοχική οικία, στην οποία έγιναν πολλές μετασκευές) και τις συνθήκες αγοράς όμοιων ακινήτων και ιδίως τη μεγάλη μείωση των αξιών της κτηματαγοράς, η αξία των ανωτέρω ακινήτων κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων (7.5.2014), χωρίς μεταβολή κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, εκτιμάται ότι ανερχόταν στα ποσά των 320.000 € και 100.000 € αντίστοιχα. Επίσης ο εναγόμενος μίσθωνε το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της οικοδομής στη Νίκαια και κατά το διάστημα από τον Μάρτιο του έτους 2006 έως τον Μάιο του έτους 2011, που συνέβη η διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων, είχε εισπράξει το ποσό των 30.600 € (ήτοι 600 € Χ 51 μήνες). Είναι γεγονός ότι έως τον χρόνο διακοπής της συμβίωσης των διαδίκων (17.5.2011) ο εναγόμενος είχε εσοδεύσει το χρηματικό ποσό των 344.591 €, το οποίο ανέλαβε από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό των διαδίκων στην Protonbank στις 23.6.2011 και μετέφερε σε δικό του λογαριασμό (βλ. απόκομμα του άνω τραπεζικού λογαριασμού), όμως δεν προκύπτει (από την έχουσα το βάρος απόδειξης ενάγουσα) ότι στο άνω ποσό καταθέσεων περιλαμβάνονταν και τα συγκεκριμένα μισθώματα, ούτε ότι το ποσό αυτό είχε διατηρηθεί 3 χρόνια μετά και κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων (7.5.2014). Συνεπώς η αξία των άνω περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου ανέρχονταν κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής στο ποσό 420.000 € και κατά επέκταση και στο ίδιο ποσό ανέρχεται η συνολική επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου. Εξάλλου είναι άξιο μνείας ότι ο εναγόμενος απέκτησε και τα εξής ακόμα περιουσιακά στοιχεία, ως προς τα οποία η ενάγουσα δεν ασκεί την αξίωσή της, θεωρώντας ότι δεν είχε καμία συμβολή στην απόκτησή τους, : α) ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός ισογείου καταστήματος εμβαδού 10 τ.μ. στο Κερατσίνι (οδός …….. ……….), β) ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου μιας υπόγειας αποθήκης εμβαδού 34 τ.μ. στο Κερατσίνι (οδός ….. ….), γ) ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου εμβαδού 260 τ.μ. με ισόγεια μονοκατοικία στη Σαλαμίνα (οδός ……….), δ)ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός ισογείου καταστήματος εμβαδού 35 τ.μ. στο Κερατσίνι (οδός …. …), ε) μία μονοκατοικία ισογείου και α’ ορόφου, με κύριους χώρους εμβαδού 120 τ.μ. και βοηθητικούς χώρους εμβαδού 63,68 τ.μ. στον οικισμό ….. Χανίων, στ) μία μονοκατοικία ισογείου και α’ ορόφου, με κύριους χώρους εμβαδού 120 τ.μ. και βοηθητικούς χώρους εμβαδού 63,58 τ.μ. στον οικισμό …… Χανίων, ζ) μία μονοκατοικία ισογείου και α’ ορόφου, με κύριους χώρους εμβαδού 120 τ.μ. και βοηθητικούς χώρους εμβαδού 64,43 τ.μ. στον οικισμό ….. Χανίων, η) μία μονοκατοικία ισογείου και α’ ορόφου, με κύριους χώρους εμβαδού 120 τ.μ. και βοηθητικού χώρους εμβαδού 59,29 τ.μ. στον οικισμό ….. Χανίων, θ) ένα διαμέρισμα α’ ορόφου εμβαδού 85 τ.μ. στο Κερατσίνι (……….), ι) ένα διαμέρισμα β’ ορόφου εμβαδού 85 τ.μ. στο Κερατσίνι (………..), ια) ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου στα Αμπελάκια Σαλαμίνας (επί της οδού ………), εμβαδού 223,80 τ.μ. και ιβ) ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου στα Αμπελάκια Σαλαμίνας (επί της οδού ………..) εμβαδού 248,50 τ.μ. Η συνολική αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου με βάση τη δήλωση ΕΝΦΙΑ του 2014 ανερχόταν στο ποσό των 1.018.769,95 €. Εξάλλου ο εναγόμενος εργαζόταν ως εργολάβος, κατασκευαστής οικοδομών, η δε ενάγουσα καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους εργαζόταν ως βοηθός φαρμακοποιού, με πρωινό ωράριο. Σύμφωνα με τις φορολογικές τους δηλώσεις των ετών 1999 – 2011, ο εναγόμενος αποκόμισε : α) για το οικονομικό έτος 1999 (εισοδήματα 1998) 5.571.631 δρχ. (16.351,081 €), ενώ η ενάγουσα 1.526.026 δρχ. (4.478,43 €), β) για το οικονομικό έτος 2000 3.196.750 δρχ. (9.381,51 €), ενώ η ενάγουσα 2.087.869 δρχ.(6.127,27 €)(γ) για το οικονομικό έτος 2001 8.189.985 δρχ.(24.035,17 €), ενώ η ενάγουσα 1.237.718 δρχ.(3.632,33 €), δ) για το οικονομικό έτος 2002 25.057.935 δρχ. (73.537,59 €), ενώ η ενάγουσα 820.455 δρχ.(2.407,79 €), ε) για το οικονομικό έτος 2003 10.087,96 ευρώ, ενώ η ενάγουσα 4.463,21 ευρώ, στ’) για το οικονομικό έτος 2004 19.240,24 ευρώ, ενώ η ενάγουσα 6.510,54 €, ζ) για το οικονομικό έτος 2005 27.670,99 ευρώ, ενώ η ενάγουσα 6.769.13 ευρώ, η) για το οικονομικό έτος 2006 86.010,85 ευρώ, ενώ η ενάγουσα 6.769,13 ευρώ, θ) για το οικονομικό έτος 2007 66.954,66 ευρώ, ενώ η ενάγουσα 6.465,69 ευρώ, ι) για το οικονομικό έτος 2008 86.498,78 ευρώ, ενώ η ενάγουσα 11.606,47 ευρώ, ια) για το οικονομικό έτος 2009 44.211,25 ευρώ,ενώ η ενάγουσα 11.486,10 ευρώ, ιβ) για το οικονομικό έτος 2010 26.622,50 ευρώ, ενώ η ενάγουσα 10.773,86 ευρώ και ιγ) για το οικονομικό έτος 2011 100.873,98 ευρώ, ενώ η ενάγουσα 12.396,35 ευρώ. Το σύνολο των εσόδων του εναγόμενου –με βάση τις φορολογικές δηλώσεις – έως το τέλος του 2006, πριν την απόκτηση του τελευταίου από τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία (αρχές 2007), ήταν 266.315,39 €, ενώ της ενάγουσας 40.825,33 €, που σημαίνει ότι κατά τα ανωτέρω έτη οι διάδικοι είχαν ποσοστό συμμετοχής στις οικογενειακές ανάγκες και στην αποταμίευση και επένδυση χρηματικών ποσών (με βάση την εικόνα που δίνουν οι φορολογικές τους δηλώσεις) ο μεν εναγόμενος 86,8 %, η δε ενάγουσα 13,2 %, ποσοστό που δεν διαφοροποιείται αν λαμβάνονταν υπόψη και τα μεταγενέστερα έτη, έως και το έτος 2011, που έλαβε χώρα η διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων. Την 17.5.2011 ο εναγόμενος αποχώρησε από τη συζυγική οικία και οι διάδικοι ήταν σε αντιδικία, ώστε οπωσδήποτε δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμβολή της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου. Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι : α) από τη θεία του ……….. αποκόμισε το συνολικό ποσό των 513.760 €, κατόπιν ανοικοδόμησης ακινήτου που κληρονόμησε απ΄ αυτήν και μετρητά χρήματα που έλαβε από τον σύζυγό της και β) από τον πατέρα του, που απεβίωσε το έτος 2005, αποκόμισε το συνολικό ποσό των 306.874 €, κατόπιν εκποίησης περιουσιακών στοιχείων και παροχής μετρητών χρημάτων. Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει ότι ο εναγόμενος έλαβε από τον πατέρα του ως γονική παροχή, με το με αρ. …/22.12.1997 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., κατάστημα ισόγειας οικοδομής στην Παλλήνη Αττικής, στη διασταύρωση των οδών ………. και ………. (αναφέρεται στην αγωγή ως αρχική του περιουσία) και αποδέχθηκε την κληρονομία της θείας του …….. με την με αρ. ……/13.10.1998 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της ίδιου συμβολαιογράφου, η οποία θεία του του κατέλιπε ένα οικόπεδο κείμενο στον Κορυδαλλό στην οδό …. και διαμέρισμα 3ου ορόφου στην οδό ………… Στο οικόπεδο αυτό ανήγειρε ο εναγόμενος πενταόροφη οικοδομή, δυνάμει της με αρ. ……/18.12.1998 οικοδομικής άδειας, όμως ο περαιτέρω ισχυρισμός του ότι αποκόμισε κέρδος 220.000 € δεν επιβεβαιώνεται από κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο. Εκτός από τα άνω περιουσιακά στοιχεία, που έλαβε ευθέως στην κυριότητά του ο εναγόμενος, δεν προκύπτει ότι αποκόμισε επιπλέον συγκεκριμένα χρηματικά ποσά από τους ανωτέρω συγγενείς του, μέσω εκποίησης περιουσιακών στοιχείων ή παροχής μετρητών, καθώς δεν προσκομίζονται έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία (δηλαδή αποκόμματα τραπεζικών λογαριασμών), χωρίς να είναι αρκετή προς τούτο η κατάθεση του μάρτυρά του, που κρίνεται αόριστη (όπως και οι ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν με την επιμέλειά του). Σημειώνεται ότι ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε και κατ’ επέκταση δεν απέδειξε ότι απέκτησε τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία κατόπιν συγκεκριμένων παροχών των οικείων του ή δικών του οικονομικών μέσων (μέσω πώλησης ακινήτων), ενώ και ο μάρτυράς του δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τα έσοδά του από τη δραστηριότητά του ως εργολάβος. Είναι βέβαιο πάντως ότι ο εναγόμενος είχε τύχει χρηματικής ενίσχυσης από τους ανωτέρω, στη συμβολή των οποίων οφείλεται αρχικώς η ανάπτυξη της οικοδομικής του δραστηριότητας, όσο εν μέρει και η απόκτηση της περιουσίας του, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορισθεί το ακριβές ποσό. Άλλωστε η ενάγουσα δεν ζήτησε με την αγωγή της συμμετοχή στο σύνολο των αποκτημάτων του εναγομένου, αλλά μόνο σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία- τα οποία και ο ίδιος ο εναγόμενος, όπως ισχυριζόταν, προόριζε για την οικογένειά τους – αναγνωρίζοντας (η ενάγουσα) ότι τα λοιπά είχαν αποκτηθεί από τη δραστηριότητα του ιδίου και τη συμβολή της οικογένειάς του. Εξάλλου, οι διάδικοι είχαν άνετη ζωή, καθώς τα τέκνα τους φοιτούσαν σε ιδιωτικό σχολείο και συχνά μετέβαιναν σε ταξίδια αναψυχής στο εσωτερικό και εξωτερικό. Το υψηλό αυτό επίπεδο διαβίωσης παρείχε πρωτίστως ο εναγόμενος, στην οικία κυριότητας του οποίου στη Νίκαια (μεζονέτα 2ου – 3ου ορόφου στην οδό ….., εμβαδού 168 τμ.) διέμενε η οικογένειά τους, πλήρωνε τα περισσότερα έξοδα και διέθετε τρία αυτοκίνητα (2 εργοστασιακής κατασκευής Μercedes Benz και ένα Hundai Atos), από τα οποία το τρίτο είχε παραχωρήσει στην ενάγουσα. Στο επίπεδο όμως της διαβίωσής τους συνεισέφερε και η ενάγουσα, με τα εισοδήματά της από την εργασία της στο φαρμακείο, ενώ αν δεν κρινόταν απαραίτητη η εργασία της, είναι επόμενο ότι δεν θα εργαζόταν. Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι κάθε μήνα η ενάγουσα το ποσό του μισθού της το κατέβαλε στους γονείς της για την ανέγερση εξοχικής οικίας στη Ραφήνα, η οποία θα περιερχόταν σ’ αυτήν. Για τα ανωτέρω όμως δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο, εκτός από την αόριστη κατάθεση του μάρτυρα του εναγόμενου, ενώ ο γονείς της ενάγουσας δεν είχαν αυτήν ως μοναδικό τέκνο, ούτε προκύπτει ότι η οικία αυτή έχει περιέλθει στην ενάγουσα. Επιπλέον η ενάγουσα, παρά το γεγονός ότι εργαζόταν, είχε αναλάβει τη φροντίδα της συζυγικής οικίας και των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, στην οποία δεν είχε συμμετοχή ο εναγόμενος (όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος σε ιδιόγραφο σημείωμά του), έχοντας μόνο τη συνδρομή οικιακής βοηθού μία φορά το δεκαπενθήμερο και περιστασιακώς της μητέρας της. Η συνεισφορά αυτή της ενάγουσας υπερέβαινε την υποχρέωσή της για συνδρομή στις οικογενειακές ανάγκες, καθώς ο εναγόμενος με τον τρόπο αυτό παρέμενε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του, προκειμένου να ασχοληθεί με το επάγγελμά του και τις προσωπικές του ασχολίες. Η συμβολή αυτή της ενάγουσας, κατά το μέρος που υπερβαίνει τις οικογενειακές δαπάνες (1389 ΑΚ, με δεδομένο ότι αυτή μόνο θεωρείται συμβολή βλ. ΑΠ 1137/2017 o.π.) αποτιμάται, με δεδομένα τα πολύ υπέρτερα εισοδήματα του εναγομένου, σε ποσοστό 2 %, επί των συνολικών οικογενειακών εισοδημάτων. Ενόψει των προαναφερθέντων, η συμβολή της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου ανέρχεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, στο συνολικό ποσοστό του 15,2 % επί των επίδικων περιουσιακών στοιχείων, ποσοστό που εξάγεται από τη συμμετοχή εκάστου των διαδίκων στις οικογενειακές ανάγκες και αποταμίευση, με βάση τις φορολογικές τους δηλώσεις και εκκαθαριστικά της ΔΟΥ και συνυπολογισμό των υπηρεσιών της ενάγουσας στον συζυγικό οίκο. Η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε, ούτε μπόρεσε να αποδείξει ότι είχε επιπλέον πραγματική συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου(δηλαδή λχ. με κεφάλαιο), εκτός από τα εισοδήματα από την εργασία της και τις παροχές της στη συζυγική οικία, που υπολογίσθηκαν στο ανωτέρω ποσοστό, ώστε να δικαιούται κάτι πέρα από το νόμιμο τεκμήριο του 1/3. Η ενάγουσα με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο και παρόν Δικαστήριο, υπέβαλε αίτημα επίδειξης εγγράφων, ζητώντας να επιδειχθούν από τον εναγόμενο : i) οι φορολογικές του δηλώσεις εισοδήματος Ε1, δηλώσεις Ε9 και δηλώσεις Ε2, από τις οποίες προκύπτει η είσπραξη μισθωμάτων, (ii) oι πολεοδομικές άδειες ανέγερσης και εργασιών –καταστάσεις ΙΚΑ για τις εργασίες στις οικοδομές της οδού …….. και …… Αράχωβας, iii) αποδείξεις υλικών και παροχής υπηρεσιών για τις εργασίες στις ίδιες οικοδομές και iv) και έγγραφα από τα οποία να προκύπτει η υποβολή δηλώσεων τακτοποίησης για τις πολεοδομικές παραβάσεις στα ακίνητα αυτά. Το συγκεκριμένο αίτημα (άρθρο 451-452 ΚΠολΔ) πρέπει να απορριφθεί ως αόριστο, όσον αφορά τα με στοιχ. iii) και iv) έγγραφα, λόγω μη επαρκούς προσδιορισμού τους, κατά τα λοιπά όμως ως αλυσιτελές (προσκομίζονται ήδη οι δηλώσεις Ε1, εκκαθαριστικά σημειώματα και δηλώσεις ΕΝΦΙΑ) και ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν θα προσθέσουν κάτι περισσότερο ως προς τα αποδεικτέα ζητήματα, της αξίας των επίδικων ακινήτων/αύξησης περιουσίας του εναγομένου και συμβολής της ενάγουσας (Η ανάγκη της επίδειξης των αιτούμενων εγγράφων εξαρτάται από την κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ΑΠ 1372/2018, ΑΠ 1787/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ε. Μπαλογιάννη – Π. Ρεντούλης σε Χαρ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος I, 5ηέκδοση, 2017, άρθρο 451, αρ. 6, σελ. 1156). Ο εναγόμενος από την άλλη μεριά με το ποσοστό που προαναφέρθηκε, ανέτρεψε μερικώς το νόμιμο τεκμήριο του 1/3, όμως δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η ενάγουσα είχε μηδενική συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του ή μικρότερη από το παραπάνω ποσοστό, αφού δεν προέκυψε ότι τα προαναφερόμενα περιουσιακά του στοιχεία αποκτήθηκαν αποκλειστικά με δικά του μέσα και ποιά συγκεκριμένα. Κατόπιν αυτών, αφού γίνει δεκτή εν μέρει η ένσταση του εναγόμενου περί ελαττωμένης (κάτω της τεκμαιρόμενης του 1/3) συμβολής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του, που επαναφέρεται με την έφεσή του, η αγωγή θα έπρεπε να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς την επικουρική της βάση και να αναγνωρισθεί ότι  ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των 420.000 € Χ 15,2 % = 65.100 €, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, κατά το επικουρικό της αίτημα χρηματικής καταβολής, αφού η αυτούσια απόδοση σε ποσοστό μόνο 20,31 % της οικοδομής επί της οδού ………. στη Νίκαια (που προκύπτει από την αναγωγή του ποσού των 65.100 € στην αξία της) είναι πρόδηλο ότι δεν είναι προς το συμφέρον αυτής (βλ. ΟλΑΠ 28/1996 Δ/νη 1997.28, ΕφΑθ 488/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σταθόπουλος στον ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλο, 2007, άρθρο 1400 αρ. 37, 37α). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 130.000 €, δεχόμενο το τεκμήριο του 1/3 της διάταξης του άρθρου 1400 ΑΚ, έσφαλε. Μετά από τα παραπάνω και δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των εφέσεων προς έρευνα, πρέπει ν΄ απορριφθεί η πρώτη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, να γίνει δεκτή η δεύτερη έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη των δικαστικών εξόδων που θα καθορισθούν εξαρχής (ΑΠ 748/84 ΕλΔ 26, 642, ΕφΔωδ 305/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 277/2005 ΔΕΕ 2005, 685, ΕΠ 91/2004 ΠειρΝομ 2004, 160). Ακολούθως αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και δικαστεί κατ΄ ουσίαν η αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 65.100 €, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί ο εναγόμενος, λόγω της μερικής ήττας του, σε ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της πρώτης έφεσης στο δημόσιο ταμείο και η επιστροφή του παραβόλου της δεύτερης έφεσης στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις : α) από 3.7.2018 και με αρ. καταθ. ………../2018 και β) από 7.9.2018 και με αρ. καταθ. …../2018 εφέσεις.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ΄ ουσίαν την από 3.7.2018 και με αρ. καταθ. ………/2018 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης αυτής στο δημόσιο ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ και κατ΄ ουσίαν την από 7.9.2018 και με αρ. καταθ. ……/2018 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης αυτής στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αρ. 1307/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ΄ ουσίαν την από 5.5.2015 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων εκατό ευρώ (65.100), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Και

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου, ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 19 Δεκεμβρίου 2019.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολόπουλος.

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την  13η Απριλίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη,  Δημήτριο Καβαλλάρη και Ελένη Τοπούζη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ