Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 292/2020

Αριθμός  292/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη και από τη Γραμματέα  την Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 3-4-2018  (γεν. αριθμ.καταθ……/2018) έφεση  των ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ΄αριθμ. 4953/2017 οριστικής απόφασης του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄ εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 18-2-2016 (γεν.αριθμ.καταθ……/2016) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα ατομικά και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της …… και ………. και ήδη εφεσίβλητη ατομικά και με την ίδια ως άνω ιδιότητα, εξέθετε τα ακόλουθα : Ότι με τον πρώτο εναγόμενο και ήδη πρώτο εκκαλούντα είχε τελέσει νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν δύο ανήλικα (κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής) τέκνα, τον ….. και την ………….. Ότι η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά το Σεπτέμβριο του έτους 2014 όταν ο εναγόμενος εγκατέλειψε τη συζυγική οικία, αρνούμενος έκτοτε να συμβάλλει στη διατροφή των ανηλίκων ως άνω τέκνων τους, η οποία καθορίστηκε προσωρινά, δυνάμει της υπ΄αριθμ. 1178/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), στο συνολικό ποσό των 1.600 ευρώ μηνιαίως και για τα δύο τέκνα, για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2015 έως και την έκδοση οριστικής απόφασης επί της τακτικής περί διατροφής τους ασκηθείσας αγωγής. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, κατά την αποχώρησή του από τη συζυγική οικία, αφαίρεσε παράνομα από το προσωπικό της ταμείο το συνολικό ποσό των 5.600 ευρώ, επιπλέον δε ο ίδιος, ήδη από το Μάιο του 2014, είχε σταματήσει να καταβάλει το αναλογούν ποσοστό του εκ 50% στις μηνιαίες δόσεις του στεγαστικού δανείου, το οποίο (δάνειο) αυτός και η ίδια (ενάγουσα) είχαν αναλάβει εξ΄ ημισείας από την τράπεζα «ALPHABANK» για την αγορά της συζυγικής οικίας τους, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί έκτοτε η ίδια να καταβάλει το ποσοστό αυτό, ύψους 407,18 ευρώ μηνιαίως στη δανείστρια ως άνω τράπεζα, επιβαρυνόμενη τη σχετική δαπάνη, προκειμένου να αποφευχθεί η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων εκ μέρους της τελευταίας. Ότι κατόπιν των ανωτέρω για τις παραπάνω αιτίες, αυτή (ενάγουσα) διατηρεί κατά του πρώτου εναγομένου απαίτηση : α) ποσού 6.400 ευρώ, ως αξίωση διατροφής για τα ανήλικα ως άνω τέκνα της για το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο 2014 έως και Δεκέμβριο 2014 (1.600 ευρώ μηνιαία διατροφή  Χ 4 μήνες), β) ποσού 17.600 ευρώ, ως αξίωση διατροφής για τα ανήλικα τέκνα της για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2015 έως και Φεβρουάριο 2016 (1.600 ευρώ μηνιαία διατροφή Χ 11 μήνες), γ) ποσού 8.957,96 ευρώ, ως αξίωση εξ αναγωγής για την καταβολή εκ μέρους της του αναλογούντος ποσοστού του πρώτου εναγομένου στις μηνιαίες δόσεις του στεγαστικού δανείου για το χρονικό διάστημα από Μάιο 2014 έως και Φεβρουάριο 2016 (407,18 ευρώ αναλογούν ποσοστό του πρώτου εναγομένου μηνιαίως Χ 22 μήνες) και δ) ποσού 5.600 ευρώ, ως αξίωση αποζημίωσης για τη ζημία, που υπέστη από την παράνομη αφαίρεση του ποσού αυτού εκ μέρους του πρώτου εναγομένου, ήτοι συνολική απαίτηση ποσού 38.557,96 ευρώ.

Ότι το Νοέμβριο του 2014, και ενώ οι προαναφερόμενες απαιτήσεις της κατά του πρώτου εναγομένου είχαν ήδη γεννηθεί κατά τα δικαιοπαραγωγικά τους αίτια, αυτός, δυνάμει του υπ΄αριθμ. ……./ 13-11-2014 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβ/φου Πειραιά …………., που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε λόγω πώλησης, προς τον δεύτερο εναγόμενο και ήδη δεύτερο εκκαλούντα – θείο του, την πλήρη κυριότητα κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου – οικοπέδου εμβαδού 305,69 τμ, μετά της επ΄αυτού διώροφης οικοδομής αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο, συνολικής επιφάνειας 180 τμ (60 τμ ο κάθε όροφος), το οποίο βρίσκεται εντος του οικισμού …., της Κοινότητας ….. του νομού Ευβοίας, όπως αναλυτικά περιγράφεται στην αγωγή, κατά θέση, όρια και έκταση, η συνολική αντικειμενική αξία του οποίου (ήτοι του ανωτέρω ποσοστού 50% επί του οικοπέδου και της οικοδομής) ανέρχεται στο ποσό των 52.760,11 ευρώ. Ότι η μεταβίβαση αυτή έγινε προς το σκοπό βλάβης της, προκειμένου να ματαιωθεί η ικανοποίηση της προαναφερθείσας απαίτησής της, αφού μετά την εν λόγω απαλλοτρίωση (πώληση) ο πρώτος εναγόμενος στερείται παντελώς εμφανούς περιουσίας, γεγονός που γνώριζε ο δεύτερος εναγόμενος λόγω και της συγγενικής τους σχέσης. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να απαγγελθεί η υπέρ αυτής διάρρηξη της εν λόγω απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως άνω Δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, αφού δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, απήγγειλε τη διάρρηξη της προαναφερθείσας δικαιοπραξίας μέχρι του ποσού των 25.539,96 ευρώ και καταδίκασε τους εναγόμενους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία όρισε στο ποσό των 800 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την υπό κρίση έφεσή τους οι εκκαλούντες-εναγόμενοι, για τους αναφερομένους σ` αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολό της.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 945 ΑΚ ,που προβλέπουν την προστασία των δανειστών, σε περίπτωση που ο οφειλέτης τους προβαίνει σε απαλλοτρίωση των περιουσιακών του στοιχείων με σκοπό τη βλάβη τους, οι προϋποθέσεις για τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης είναι (α) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη (β) σκοπός βλάβης των δανειστών, η οποία προκαλείται με την ελάττωση, λόγω της απαλλοτρίωσης, της περιουσίας του οφειλέτη, με αποτέλεσμα η περιουσία που απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών και (γ) γνώση του τρίτου, προς τον οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει με σκοπό τη βλάβη των δανειστών.

Δόλος του οφειλέτη, δηλαδή πρόθεση βλάβης των δανειστών, θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία, που του απομένει, να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξεώς του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, η δε αφερεγγυότητα αυτή του οφειλέτη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής και ο τρίτος πρέπει να γνωρίζει ό,τι και ο οφειλέτης (προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο δόλος του) και επιπλέον το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του. Αντίθετα, δεν απαιτείται αυτοτελής πρόθεση του τρίτου να βλάψει τους δανειστές του οφειλέτη, ούτε συμπαιγνία ανάμεσα στον οφειλέτη και τρίτο προς βλάβη των δανειστών του οφειλέτη (βλ. 77. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2000, παρ. 142,1, σελ. 468, Π, σελ. 472, 473, 474, IV, σελ. 475, V σελ. 477, Μπανάκα, σε: Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 939 αριθμ. 14, 15, 28, 35, 40, 41, άρθρο 940 αριθμ. 4-6, ΑΠ 638/2004 ΤΝΠ  Νόμος).

Η γνώση τεκμαίρεται μαχητά υπέρ του δανειστή, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος η συγγενής σε ευθεία γραμμή η σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, ή από αγχιστεία έως και τον δεύτερο, εκτός εάν παρήλθε έτος από την απαλλοτρίωση μέχρι την άσκηση, ενώ η παραπάνω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία. Εκείνος δε, ο οποίος ασκεί την αγωγή για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης πρέπει να έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, τα δημιουργικά περιστατικά της οποίας αρκεί να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι αυτή ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο, οπότε με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, μπορεί να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης (βλ. ΟλΑΠ 709/ 1974 ΝοΒ23. 300, ΑΠ 1189/2003, ΕλλΔνη 2004. 461, ΑΠ 862/1998, ΕλλΔνη 40.125, ΕΕΝ 1999. 775, ΑΠ 88/1998 ΕΑΔ 39. 843, ΑΠ 2045/1986 ΕλλΔνη 28. 1223). ΕλλΔνη 42. 480). Ως χρόνος δε της απαλλοτριώσεως, επί μεταβιβάσεως ακινήτου νοείται ο χρόνος της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας και όχι αυτός της μεταγραφής της (βλ. ΕφΘ 1689/1979 ΝοΒ 29. 132,, Δ. Μπόσδας, Η απαλλοτρίωση προς βλάβην των δανειστών ΕλλΔνη 23. 473). Ο όρος “απαλλοτρίωση” χρησιμοποιείται εδώ με την ευρύτατη έννοια και περιλαμβάνει κάθε σοβαρή και ηθελημένη (μη εικονική) διάθεση, εκποίηση, αλλοίωση ή παραίτηση, που επιφέρουν μείωση της υπέγγυας στους δανειστές περιουσίας, ανεξάρτητα αν έγινε με ή χωρίς αντάλλαγμα. Ειδικότερα, νοείται η μεταβίβαση, η αλλοίωση προς το χειρότερο, η επιβάρυνση και η κατάργηση ενοχικού ή εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη. Αντίθετα, δεν συνιστά απαλλοτρίωση η καταβολή ληξιπροθέσμου χρέους (άρθρο 940 παρ. 2 εδ. α` ΑΚ). Απαλλοτρίωση συνιστά και η καταβολή μη ληξιπρόθεσμου χρέους και η καταβολή χρέους από ατελή ή φυσική ενοχή, αφού και στις περιπτώσεις αυτές λείπει το στοιχείο του εξαναγκασμού του οφειλέτη, που δικαιολογεί τη ρύθμιση της 940 παρ. 2 εδ. α` ΑΚ. Η ίδια σκέψη βρίσκεται στη βάση της ρύθμισης της 940 παρ. 2 εδ. β` ΑΚ, κατά την οποία η δόση αντί καταβολής είναι απαλλοτρίωση. Ακόμη και η απαλλοτρίωση για την εξεύρεση των μέσων για την εξόφληση του (ληξιπροθέσμου) χρέους εμπίπτει στη ρύθμιση της 940 παρ. 2 εδ. β` και υπόκειται σε διάρρηξη. Περαιτέρω, η απαίτηση δεν απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ούτε να είναι εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό ούτε δυνάμει τούτου ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη του και αυτή να έχει αποβεί ατελέσφορη (βλ. ΕφΠειρ 1453/1995 ΕλλΔνη 38. 681, ΕφΠειρ 433/1994 ΕλλΔνη 36. 686), ενώ η διάρρηξη επέρχεται κατά το ποσό μόνο κατά το οποίο ζημιώνεται αυτός που προσβάλλει την πράξη της απαλλοτρίωσης, δηλαδή κατά το μέρος που απαιτείται για να καλυφθεί η απαίτηση του που διαφορετικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί (βλ. ΑΠ 1200/1982 ΕλλΔνη 24. 216, ΕφΑΘ 3133/1994 ΕλλΔνη 36. 686). Η περί διαρρήξεως αγωγή είναι διαπλαστική, χωρίς να ενεργεί αυτοδικαίως και εμπραγμάτως αλλά μόνο ενοχικώς (ΑΠ 343/96 ΕλλΔνη 38. 100, ΕφΑΘ 940/1999 ΕλλΔνη 40. 1159, ΕφΑΘ 9585/1998 ΕλλΔνη 40. 649) και δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο, αφού η σχετική αξίωση είναι ανεπίδεκτη χρηματικής αποτιμήσεως (βλ. ΕφΑΘ 940/1999 ΕλλΔνη 40.1159, ΕφΑΘ 9585/1998, ΕλλΔνη 40. 649). Αίτημα της παυλιανής αγωγής, μετά την αντικατάσταση των άρθρων 936 και 992 ΚΠολΔ με το ν. 2298/1995 (που ισχύει από 4.4.1995), είναι πλέον η απαγγελία της διαρρήξεως της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης υπέρ του ενάγοντος δανειστή και δεν απαιτείται έτσι αίτημα αναμεταβιβάσεως του απαλλοτριωθέντος πράγματος από τον τρίτο στον οφειλέτη, ούτε σώρευση στη σχετική αγωγή αιτήματος για καταδίκη τρίτου, κατ` άρθρο 949 ΚΠολΔ, σε δήλωση βούλησης προς αναμεταβίβαση του απαλλοτριωθέντος στον οφειλέτη (βλ. ΑΠ 479/2005, ΕλλΔνη 46. 1449, ΕφΑΘ 9585/1998, ΕλλΔνη 40. 649, βλ. Σ. Ματθία τροποποιήσεις στην αναγκαστική στην εκτέλεση με το ν. 2298/1995 ΕλλΔνη 36. 1453, Δ. Κλαβανίδου Η καταδολίευση των δανειστών μετά τον 2298/95 ΕλλΔνη 36. 1463). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1498 ΑΚ, διατροφή για παρελθόντα χρόνο δεν οφείλεται παρά μόνο από την υπερημερία. Και αυτό διότι ανάγκες παρελθόντος χρόνου, είτε ικανοποιήθηκαν είτε όχι, δεν συνιστούν ήδη ανάγκες, αφού παρήλθαν, ούτε νοείται πλέον ικανοποίηση αυτών. Η διάταξη, όμως, του άρθρου 1498 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, γι’ αυτό και συμφωνίες μεταξύ ανιόντων και κατιόντων περί καταβολής διατροφής για παρελθόντα χρόνο χωρίς υπερημερία είναι έγκυρη. Η διάταξη αυτή αφενός μεν καθιερώνει τον κανόνα ότι διατροφή δεν οφείλεται για παρελθόντα χρόνο, αφετέρου δε, εισάγει εξαίρεση κατά την οποία διατροφή για το παρελθόν οφείλεται μόνο από την υπερημερία. Η υπερημερία του οφειλέτη επέρχεται με δικαστική ή εξώδικη όχληση του οφειλέτη εκ μέρους του δικαιούχου (άρθρο 340 ΑΚ). Αρκεί δε η όχληση, χωρίς να ερευνάται περαιτέρω η τυχόν υπαιτιότητα περί αυτού ή μη του υποχρέου, επί συμβατικής δε διατροφής δεν απαιτείται όχληση, διότι στη ρύθμιση αυτή ενυπάρχει και η όχληση (ΕφΑθ 91/2017, ΕφΑθ 5932/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 994/2004 Αρμ 2004.871 – βλ. και Βασ. Βαθρακοκοίλη, Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Β’ έκδ., άρθρο 1485 αρ. 5).

Κατά την έννοια δε των άρθρων 440 και 441 του ΑΚ το διαπλαστικό δικαίωμα του συμψηφισμού δημιουργείται, από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό. Με την πρόταση αυτού, που είναι αδιάφορο πότε θα γίνει, οι αμοιβαίες απαιτήσεις, εφόσον διατηρούνται κατά το χρονικό αυτό σημείο, αποσβήνονται αναδρομικά, δηλαδή από το χρονικό σημείο που συνυπήρξαν. Ο συμψηφισμός μπορεί να προταθεί: α) εξώδικα και συνεπώς, αν ο διάδικος επικαλεστεί  αυτόν (μονομερή ή συμβατικό) η σχετική ένσταση (καταχρηστική ένσταση συμψηφισμού) δεν είναι τίποτε άλλο παρά απλή ένσταση εξόφλησης με συμψηφισμό (ΑΠ 1462/2012, 1042/2009 ΤΝΠ Νόμος) ή β) κατά τη διάρκεια της δίκης (άρθρο 442 ΑΚ) με τη μορφή ένστασης κατά της αγωγής (γνήσια ένσταση συμψηφισμού), με σκοπό την απόσβεση της επίδικης απαίτησης αναδρομικά, δηλαδή από το χρονικό σημείο που δημιουργήθηκε η κατάσταση συμψηφισμού. Επομένως ως ένσταση συμψηφισμού χαρακτηρίζεται μόνο εκείνη η ένσταση του διαδίκου, που προβάλλεται, κατά τη διάρκεια της δίκης και περιλαμβάνει συγχρόνως και πρόταση συμψηφισμού με επίκληση ταυτόχρονα της σχετικής κρίσης του Δικαστηρίου και εκείνη, που αναφέρεται σε προηγούμενο εξώδικο συμψηφισμό (ΑΠ 941/2010 ΤΝΠ Νόμος).Στην επόμενη δε διάταξη του άρθρου 442 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «ο συμψηφισμός κατά επίδικης απαίτησης, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως, προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και κατά την εκτέλεση».

Κατά δε το άρθρο 416 του ΚΠολΔ η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή.

Εξάλλου, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων καθώς και αυτών των άρθρων 527 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015 (ο οποίος κατήργησε και το άρθρο 269 ΚΠολΔ) και 529 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στη δευτεροβάθμια δίκη επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η προβολή για πρώτη φορά πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, εφόσον μπορούν να προταθούν παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης, όπως είναι η ένσταση  του συμψηφισμού κατ` άρθρο 442 Α.Κ. ή η ένσταση εξόφλησης κατ΄άρθρ. 416 επ. ΑΚ  (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 514/2016, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 523/2015, ΑΠ 1337/2014, ΑΠ 1146/2011, AΠ 343/2009 Ελλ.Δνη 2010.471, Α.Π. 1500/2007 Ελλ.Δνη 48. 1441, ΕφΑθ 723/2018, ΕφΑθ 1008/2015  Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΛαρ 415/2012, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013/26, Μ. Μαργαρίτη – Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ [2η έκδοση-2018], άρθρο 527, αριθ. 34, 35), εφόσον αποδεικνύονται παραχρήμα, δηλαδή άμεσα (Α.Π. 1281/2014, Α.Π. 1500/2007  ΤΝΠ Νόμος) και δη με έγγραφα ή δικαστική ομολογία του αντιδίκου του προτείνοντος, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω έρευνα της βασιμότητας του ισχυρισμού με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ. Α.Π. 10/1993 Ελλ. Δνη 35 1242, Α.Π. 1281/2014, Α.Π. 1205/2013, Α.Π. 942/2010, Εφ.Θες. 1275/2008  ΤΝΠ  Νόμος). Η προβολή των ενστάσεων αυτών μπορεί να γίνει από τον εκκαλούντα-εναγόμενο και με τη μορφή κύριου ή πρόσθετου λόγου έφεσης, εφόσον η ανταπαίτηση ή η εξόφληση αποδεικνύονται παραχρήμα ,δηλαδή άμεσα (ΑΠ 1453/ 2019, Α.Π. 1281/2014, Α.Π. 1500/2007 ό.π., Ε.Α. 479/2012 Ελλ.Δνη 2013.206, Εφ.ΓΙειρ. 436/2015, Εφ.Πειρ. 644/2015  Τ.Ν.Π Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ΄αριθμ. ……/20-5-2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας, που λήφθηκε ενώπιον της Συμβ/ φου Πειραιά ………. κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων της – εναγομένων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Η ενάγουσα και ο πρώτος των εναγομένων τέλεσαν νόμιμο γάμο κατά τον πολιτικό τύπο στο Κερατσίνι Αττικής στις 2-8-1999, και κατά το θρησκευτικό τύπο στις 12-2-2011, από τον οποίο απέκτησαν δύο δίδυμα τέκνα, τον ….. και την ………., που γεννήθηκαν στις 31-12-2001 (ανήλικα κατά την άσκηση και τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο).

Κατά τη διάρκεια του γάμου τους και δη το έτος 2004 οι ανωτέρω διάδικοι αγόρασαν ένα ακίνητο και συγκεκριμένα το υπό στοιχεία Β-1 διαμέρισμα του δευτέρου πάνω από το ισόγειο ορόφου μιας πολυκατοικίας που βρίσκεται στον Πειραιά και επί της οδού ………, εμβαδού 106,70 τμ, μετά της υπό στοιχ.Υ-1 αποθήκης του υπογείου ορόφου και της υπό στοιχ.Ρ-2 θέσης στάθμευσης του υπογείου στην ίδια ως άνω πολυκατοικία. Για την αγορά του εν λόγω ακινήτου έλαβαν στεγαστικό δάνειο από την «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» συνολικού ποσού 200.000 ευρώ (βλ. σχετ. υπ΄αριθμ. ……/30-3-2004 και ………../30-3-2004 δανειακές συμβάσεις).

Το ακίνητο αυτό το οποίο απέκτησαν οι διάδικοι κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, δυνάμει του υπ΄αριθμ…./ 12-3-2004 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβ/ φου Πειραιά ….. …….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, το χρησιμοποιούσαν ως οικογενειακή στέγη. Ωστόσο, η έγγαμη συμβίωσή τους, από το έτος 2010, δεν υπήρξε αρμονική και, το Σεπτέμβριο του έτους 2014, ο πρώτος εναγόμενος αποχώρησε αυτοβούλως από την οικογενειακή στέγη και εγκαταστάθηκε σε μισθωμένη οικία στον Πειραιά επί της οδού … αριθμ……. .Έκτοτε οι διάδικοι διαμένουν χωριστά και συγκεκριμένα, η μεν ενάγουσα με τα ανήλικα τέκνα της στην προαναφερόμενη οικογενειακή στέγη, ο δε εναγόμενος στη μισθωμένη ως άνω οικία.

Όπως δε, αποδείχθηκε, ο πρώτος εναγόμενος, και πριν την οριστική του αποχώρηση από την οικογενειακή στέγη, αδιαφορούσε και αρνούνταν κατηγορηματικά να συμβάλλει οικονομικά στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων του παρά τις επανειλημμένες προφορικές και έγγραφες οχλήσεις της ενάγουσας (βλ.σχετ. την από 2-10-2014 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, η οποία κοινοποιήθηκε σ΄αυτόν αυθημερόν). Για το λόγο αυτό η ενάγουσα άσκησε κατά του πρώτου εναγομένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) την από 18-3-2015 (αριθμ.καταθ……./ 2015) αίτησή της, με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, να ανατεθεί σ΄αυτήν προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων ως άνω τέκνων της και να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να της καταβάλει για λογαριασμό των ανηλίκων μηνιαία προσωρινή διατροφή.

Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε από το ανωτέρω Δικαστήριο η υπ΄αριθμ. 1178/2015 απόφαση, με την οποία, εκτός άλλων, ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην ενάγουσα- μητέρα τους και υποχρεώθηκε ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους προσωρινή μηνιαία διατροφή ύψους 800 ευρώ για κάθε ανήλικο, ήτοι συνολικά 1.600 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αίτησης μέχρι και την έκδοση οριστικής απόφασης επί της τακτικής περί διατροφής αγωγής.

Παρά ταύτα, ο πρώτος εναγόμενος δεν συμμορφώθηκε ούτε με το διατακτικό της παραπάνω απόφασης και έναντι του ποσού των 1.600 ευρώ που υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα μηνιαίως ως προσωρινή διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, αυτός κατέβαλε σ΄αυτήν μόλις το ποσό των 500,00 ευρώ  μηνιαίως για τους μήνες Απρίλιο, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2015, καθώς και το ποσό των 518,00 ευρώ για το μήνα Μάιο του 2015, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.518,00 ευρώ (βλ. σχετ. την από 4-11-2015 απόδειξη παραλαβής από την ενάγουσα των υπ΄αριθμ. ……………… γραμματίων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων Πειραιά), ενώ έκτοτε ουδέν ποσό κατέβαλε στην ίδια (ενάγουσα) για την παραπάνω αιτία.

Κατόπιν των ανωτέρω, η ενάγουσα διατηρεί κατά του πρώτου εναγομένου αξίωση για καταβολή προσωρινής διατροφής των ανηλίκων τέκνων της, για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014, καθώς και για τους μήνες Απρίλιο μέχρι και Δεκέμβριο του έτους 2015, η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 16.000,00 ευρώ (ήτοι 1.600,00 ευρώ μηνιαίως Χ 10 μήνες). Από το ποσό δε αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το αναφερόμενο ως άνω ποσό των 2.518,00 ευρώ, που κατέβαλε ο πρώτος εναγόμενος στην ενάγουσα για την ίδια αιτία, κατά μερική παραδοχή της σχετικής, νομοτύπως προβληθείσας από τον πρώτο εναγόμενο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ένστασης εξόφλησης ως ουσιαστικά βάσιμης, ώστε το ποσό που δικαιούται να αξιώσει η ενάγουσα για την ίδια ως άνω αιτία, ανέρχεται στο ποσό των 13.482,00 ευρώ (ήτοι 16.000,00  – 2.518.00). Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης ο πρώτος των εναγομένων ισχυρίζεται ότι από το πιο πάνω ποσό πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 4.314,20 ευρώ, που κατέβαλε στην ενάγουσα για την προαναφερόμενη αιτία, καθόσον αυτή, δυνάμει του από 17-5-2017 κατασχετηρίου, προέβη σε κατάσχεση του μισθού του από την εταιρεία, στην οποία εργάζεται, λαμβάνοντας το ανωτέρω ποσό για οφειλόμενη διατροφή συνολικού ποσού 13.860,00 ευρώ που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 10-4-2015 έως 10-12-2015 και ότι ως εκ τούτου πρέπει να μη γίνει δεκτή η διάρρηξη της εν λόγω δικαιοπραξίας για το ποσό αυτό (των 4.314,20 ευρώ), γιατί ως προς αυτό έχει εξοφληθεί η ενάγουσα την 2-6-2017.Ο ισχυρισμός αυτός που αποτελεί ένσταση μερικής εξόφλησης, παραδεκτά προτείνεται στο Δικαστήριο τούτο εφόσον αποδεικνύεται άμεσα, ήτοι τόσο από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον πρώτο εναγόμενο  έγγραφα (βλ.σχετ. το από 17-5-2017 κατασχετήριο, την υπ΄αριθμ. …../2017 Δήλωση Τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά  και την από 2-6-2017 με αριθμό …… επικυρωμένη φωτοτυπία επιταγής της τράπεζας ALPHA BANK), όσο και από την ομολογία της εφεσίβλητης – ενάγουσας με την προσθήκη- αντίκρουση στις προτάσεις, που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως η αγωγική αξίωση της ενάγουσας για την οφειλόμενη από τον εναγόμενο προσωρινή διατροφή των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους,  ανέρχεται τελικά στο ποσό των 9.167,80 ευρώ (13.482,00 – 4.314,20) και δεκτού γεννομένου του σχετικού ως άνω λόγου έφεσης ως βάσιμου, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το  προαναφερόμενο ποσό των 13.482,00 ευρώ και να γίνει δεκτή η αγωγή για την παραπάνω αιτία ως προς το οφειλόμενο ποσό των 9.167,80 ευρώ.

Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι, από τις αρχές Οκτωβρίου του έτους 2014 έως και τις αρχές Μαρτίου του έτους 2015, τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων διέμεναν μαζί με τον πρώτο εναγόμενο στη μισθωμένη οικία, που αυτός διατηρεί στον Πειραιά και ως εκ τούτου για το χρονικό αυτό διάστημα ο ίδιος κάλυπτε αποκλειστικά όλες τις αναγκαίες δαπάνες των ανηλίκων για τη διατροφή, συντήρηση, εκπαίδευση και εν γένει ανατροφή τους, με αποτέλεσμα να μην υποχρεούται στην καταβολή σε χρήμα διατροφής τους για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, απορριπτομένου, έτσι όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως κατ΄ουσίαν αβάσιμου του σχετικού περί τούτου ισχυρισμού της ενάγουσας. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος από το Μάιο του έτους 2014 και εφεξής, σταμάτησε να καταβάλει στη δανείστρια τράπεζα «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» την αναλογία του 50% στις μηνιαίες δόσεις του ως άνω αναληφθέντος από αυτόν και την ενάγουσα στεγαστικού δανείου, όπως προαναφέρθηκε, ανερχόμενες στο ποσό των 814,36 ευρώ μηνιαίως, με αποτέλεσμα την αναλογία αυτή εκ ποσού 407,18 ευρώ μηνιαίως  (814,36 ευρώ Χ 50%) να υποχρεωθεί να την καταβάλει στην τράπεζα η ίδια η ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από το Μάιο του 2014 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2016, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί για το λόγο αυτό κατά το συνολικό ποσό των 8.957,96 ευρώ (407,18 ευρώ Χ 22 μήνες), ποσό που δικαιούται να αξιώσει αναγωγικά από τον πρώτο εναγόμενο. Ο πρώτος εναγόμενος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε ειδικώς τη μη καταβολή εκ μέρους του της ανωτέρω αναλογίας του στις μηνιαίες δόσεις του δανείου, τουλάχιστον από το Σεπτέμβριο του έτους 2014 και εφεξής, γεγονός για το οποίο, όπως έκρινε το Δικαστήριο εκείνο, συνάγεται ομολογία κατ΄άρθρο 261 ΚΠολΔ, πλην όμως ισχυρίστηκε ότι καθ΄όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ήτοι από τη λήψη του δανείου το έτος 2004 μέχρι και τον Αύγουστο του έτους 2014, αυτός κατέβαλε εξ΄ολοκλήρου τις εν λόγω μηνιαίες δόσεις εκ ποσού εκάστης 817,36 ευρώ (συμπεριλαμβανομένης δηλαδή και της αναλογίας της ενάγουσας) και ότι, ως εκ τούτου, έχοντας ο ίδιος καταβάλει για την ανωτέρω αιτία συνολικά το ποσό των 101.352,64 ευρώ (817,36 ευρώ Χ 124 μήνες), ουδέν ποσό οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα για την αιτία αυτή. Ο ισχυρισμός αυτός, που εκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ένσταση συμψηφισμού, απορρίφθηκε ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προβλήθηκε από τον εναγόμενο με τις έγγραφες προτάσεις του ρητή ένσταση συμψηφισμού της ως άνω αγωγικής αξίωσης με την ανωτέρω επικαλούμενη ανταπαίτησή του κατά της ενάγουσας και μάλιστα με την υποβολή συγκεκριμένου αιτήματος, στο οποίο να καθορίζεται επακριβώς το χρηματικό κονδύλιο, που απαρτίζει την εν λόγω ανταπαίτησή του κατ΄αυτής (ενάγουσας). Ο πρώτος εκκαλών – πρώτος εναγόμενος, υπό τα ίδια ως άνω περιστατικά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι από τη λήψη του δανείου και για την αποπληρωμή του, ήτοι από 5/2004 έως 8/2014, κατέβαλε στη δανείστρια τράπεζα  το συνολικό ποσό των 101.352,64 ευρώ ( 817,36 ευρώ Χ 124 μήνες), δηλαδή κατέβαλε το σύνολο της μηνιαίας δόσης και όχι μόνο το 50% που του αντιστοιχούσε, και ότι συνεπώς για τους 4  μήνες (που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα ) ήτοι  από Μάιο του 2014 έως και Αύγουστο του 2014 έχει καταβάλει συνολικά στη δανείστρια ως άνω τράπεζα το ποσό των 3.257,44 (817,36 ευρώ Χ 4 μήνες) και ως εκ τούτου η εφεσίβλητη – ενάγουσα του οφείλει για τους παραπάνω μήνες το ποσό των 1.628,72 ευρώ (3.257,44 δια 2) που αφορά το δικό του ποσοστό και το οποίο η εκκαλούμενη απόφαση έπρεπε να αφαιρέσει από το επιδικαζόμενο των 8.957, 96 ευρώ.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο ίδιος εναγόμενος για την ίδια ως ανωτέρω αιτία εκθέτει ότι, επειδή  αυτός κατέβαλε το ως άνω συνολικό ποσό των 101.352,64 ευρώ για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα και ότι επειδή για την εν λόγω αιτία η αναλογία της ενάγουσας για τους πιο πάνω μήνες ανέρχεται στο ποσό των 50.676,32 ευρώ (ήτοι  407,18 ευρώ  Χ 124 μήνες), πρέπει να συμψηφιστεί η απαίτηση εκ ποσού 8.957,96 ευρώ της ενάγουσας με την ομοειδή ως άνω ανταπαίτησή του εκ ποσού 50.676,32 ευρώ και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τη διάρρηξη του επίδικου συμβολαίου ως προς το ποσό των 8.957,96 ευρώ λόγω του ανωτέρω συμψηφισμού.

Πριν από όλα αυτά βέβαια, ο πρώτος εναγόμενος με τον ίδιο λόγο έφεσης δέχεται ότι η ενάγουσα κατέβαλε στη δανείστρια ως άνω τράπεζα τη συνολική δόση των 817,36 ευρώ για 18 μήνες (και όχι για 22 μήνες όπως αναφέρεται στην αγωγή και δέχθηκε ομοίως η εκκαλούμενη απόφαση) και ότι το οφειλόμενο στην ενάγουσα από αυτόν ποσό για την ανωτέρω αιτία ανέρχεται σε 7.356,24 ευρώ (ήτοι 817,36 ευρώ Χ 18 μήνες = 14.712,48 ευρώ Χ 50%) και όχι στο ποσό των 8.957,36 ευρώ. Πέραν του, ότι λόγω των αντιφατικών ως άνω ισχυρισμών του εκκαλούντος- εναγομένου  ως προς το προαναφερόμενο  αιτούμενο αγωγικό κεφάλαιο, το Δικαστήριο δύναται να εκτιμήσει ότι με αυτούς συνάγεται έμμεση ομολογία του ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του παραπάνω κονδυλίου, κατ΄αρθρο 261 ΚΠολΔ, ωστόσο, εαν εκτιμηθεί ότι μ΄αυτούς προβάλλεται ορισμένη καταχρηστική ένσταση εξόφλησης με συμψηφισμό ένδικης ανταπαίτησης του εναγομένου, αυτή προβλήθηκε απαραδέκτως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον δεν αποδείχθηκε παραχρήμα  (άμεσα), ούτε με έγγραφα (τα οποία ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει ο εναγόμενος), αλλά ούτε και με δικαστική ομολογία της αντιδίκου του – εφεσίβλητης- ενάγουσας, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνακόλουθα, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της κρινόμενης έφεσης κατά το σχετικό σκέλος αυτών, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Στη συνέχεια, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, κατά την απομάκρυνσή του από τη συζυγική οικία το Σεπτέμβριο του έτους 2014, αφαίρεσε παράνομα από το προσωπικό ταμείο της ενάγουσας α) το ποσό των 2.500,00 ευρώ και όχι το ποσό των 5.000,00 ευρώ όπως η τελευταία αβάσιμα ισχυρίστηκε, (βλ. σχετ. τις από 26-6-2015 εξώδικες δηλώσεις της ενάγουσας προς τους εναγόμενους, στις οποίες η ίδια αναφέρει ότι το εν λόγω αφαιρεθέν από τον πρώτο εναγόμενο ποσό ανέρχεται σε 2.500,00 ευρώ) και β) το ποσό των 600,00 ευρώ ,που είχε φυλάξει στην κατοχή της η ενάγουσα, ως διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, που διέμενε, για την καταβολή των κοινοχρήστων.

Για τα ανωτέρω περιστατικά κατέθεσε με σαφήνεια η εξετασθείσα σε συμβολαιογράφο μάρτυρας της ενάγουσας ………. (βλ. σχετ. την υπ΄αριθμ…../ 20-5-2016 προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση), η κατάθεση της οποίας δεν αναιρείται ουσιωδώς από κάποιο άλλο πειστικό αποδεικτικό μέσο.

Έτσι, ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος με την ως άνω συμπεριφορά του ζημίωσε παράνομα και υπαίτια την ενάγουσα κατά το συνολικό ποσό των 3.100,00 ευρώ, οφείλει να την αποζημιώσει, καταβάλλοντάς της ίσης αξίας ποσό ως αποζημίωση. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η συνολική απαίτηση της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου για τις παραπάνω αιτίες, τόσο ως προς την ίδια ατομικά όσο και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της, ανέρχεται στο ποσό των 21.225,76  ευρώ ( ήτοι 9.167,80 + 8.957,96 + 3.100,00 ).

Περαιτέρω, από το ίδιο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι ενώ οι προαναφερόμενες απαιτήσεις της ενάγουσας είχαν ήδη γεννηθεί ως προς τα δικαιοπαραγωγικά τους αίτια, το Νοέμβριο του έτους 2014, ο πρώτος εναγόμενος προέβη σε απαλλοτρίωση περιουσιακού του στοιχείου με σκοπό τη βλάβη της ενάγουσας. Ειδικότερα, δυνάμει του υπ΄αριθμ. ……../13-11-2014 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβ/φου Πειραιά ……, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω πώλησης στο θείο του – δεύτερο εναγόμενο, αντί τιμήματος (όπως αναγράφεται στο συμβόλαιο) τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, της πλήρους κυριότητας επί ενός οικοπέδου επιφάνειας 305,69 τμ. μετά της επ΄ αυτού διώροφης μονοκατοικίας, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο, συνολικής επιφάνειας 180τ.μ., (60 τ.μ ο κάθε όροφος), που βρίσκεται στον οικισμό ….. Ευβοίας του Δήμου Ιστιαίας – Αιδηψού. Το άλλο ½ εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου ανήκει στην κυριότητα της ενάγουσας, η οποία είχε προβεί από κοινού με τον πρώτο εναγόμενο στην αγορά του εν λόγω ακινήτου δυνάμει του υπ΄αριθμ. …/ 23-9-2005 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβ/φου Λουτρών Αιδηψού ………., νομίμως μεταγραμμένου. Η αξία δε του ως άνω μεταβιβασθέντος ποσοστού  ½ εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου αυτού ανερχόταν, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και κατά το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού, στο ποσό των 4.585,35 ευρώ για το οικόπεδο και στο ποσό των 48.174,76 ευρώ για την οικοδομή και συνολικά στο ποσό των 52.760,11 ευρώ (βλ.σχετ. το από 16-2-2016 έγγραφο προσδιορισμού αξίας ακινήτου της Συμβ/φου Νέας Ιωνίας ………….., μετά του συννημένου σ΄αυτό εντύπου Κ2 υπολογισμού αξίας κτισμάτων). Ο εναγόμενος, αν και γνώριζε την ύπαρξη της προαναφερόμενης απαίτησης της ενάγουσας σε βάρος του, προέβη στην παραπάνω μεταβίβαση προς το δεύτερο εναγόμενο με μοναδικό σκοπό να βλάψει την ενάγουσα και δη να ματαιώσει την ικανοποίησή της, όπως και έγινε, δεδομένου ότι λόγω μη ύπαρξης άλλης εμφανούς περιουσίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, η ενάγουσα δεν μπόρεσε να εισπράξει με αναγκαστική εκτέλεση την απαίτησή της. Από την άλλη πλευρά ο δεύτερος εναγόμενος, ως στενός εξ αίματος συγγενής του πρώτου εναγομένου, γνώριζε, κατά τον ανωτέρω χρόνο κατάρτισης της εν λόγω δικαιοπραξίας, την πρόθεση βλάβης της ενάγουσας και την πρόκληση της βλάβης αυτής, με το να καταστεί αυτός (α΄εναγόμενος) αφερέγγυος, γνώση η οποία προκύπτει μεταξύ άλλων, και από τη σαφή κατάθεση της ανωτέρω ενόρκως βεβαιούσας μάρτυρα ……………, η οποία ανέφερε σχετικά ότι αυτός (δεύτερος εναγόμενος) γνώριζε με λεπτομέρειες τις οικονομικές εκκρεμότητες του ανηψιού του – πρώτου εναγομένου έναντι της ενάγουσας- συζύγου του, αφενός διότι ο ίδιος (δεύτερος εναγόμενος) πολλές φορές ήταν παρών σε διενέξεις μεταξύ των διαδίκων – συζύγων, αφετέρου διότι η ενάγουσα μετέφερε σ΄αυτόν και συζητούσε μαζί του τις όποιες διαφορές της με τον πρώτο εναγόμενο, ζητώντας του παράλληλα να μεσολαβήσει,  ως στενός συγγενής του πρώτου εναγομένου, ώστε να βρεθεί κάποια λύση στις διαφορές αυτές. Οι εναγόμενοι αρνούμενοι την αγωγή ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν δόλο να βλάψουν την ενάγουσα με την επίδικη απαλλοτρίωση, αφού, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η επίδικη μεταβίβαση, ο πρώτος εναγόμενος διέμενε μαζί με τα ανήλικα τέκνα του, έχοντας την επιμέλεια και τη φροντίδα αυτών, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται κατά το χρόνο αυτό γεγεννημένη αξίωση διατροφής εναντίον του, ο ίδιος δε, είχε πρόθεση να διατηρήσει την επιμέλεια αυτή στο μέλλον, διεκδικώντας την δικαστικά από την ενάγουσα, όπως και έπραξε, με την άσκηση της από 27-2-2015 αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων και της από 12-2-2015 τακτικής αγωγής εναντίον της, ώστε ο ίδιος να θεωρεί ότι δεν θα ανακύψει στο μέλλον αξίωση της ενάγουσας εναντίον του για καταβολή σε χρήμα διατροφής των ανηλίκων τέκνων τους. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί των εναγομένων απορριπτέοι τυγχάνουν ως αβάσιμοι και τούτο διότι, η υποχρέωση του πρώτου εναγομένου για διατροφή των ανηλίκων τέκνων του είχε ήδη γεννηθεί κατά το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα το Σεπτέμβριο του 2014 , δεδομένου ότι κατά το χρόνο αυτό τα ανήλικα τέκνα δεν είχαν δυνατότητα να αυτοδιατραφούν, αφού δεν είχαν δικά τους εισοδήματα από προσωπική εργασία ή περιουσία, η δε ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, είχε επανειλημμένως οχλήσει μέχρι τότε τον πρώτο εναγόμενο, ώστε να συμβάλει οικονομικά στη διατροφή των τέκνων τους. Εξάλλου, το γεγονός ότι, με την ως άνω υπ΄αριθμ.1178/ 2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), βεβαιώθηκε δικαστικά η σχετική αξίωση της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου για το μετά την επίδοση της αίτησης χρονικό διάστημα (ήτοι από τον Απρίλιο του έτους 2015 και εφεξής), δεν αναιρεί το δικαίωμα της ενάγουσας να αξιώσει διατροφή για τα ανήλικα τέκνα της και για το προηγούμενο της επίδοσης αυτής χρονικό διάστημα και δη για τους μήνες από Σεπτέμβριο του 2014 έως και Μάρτιο του 2015, εφόσον και για το διάστημα αυτό, όπως προαναφέρθηκε, τα ανήλικα αδυνατούσαν να αυτοδιατραφούν από δική τους περιουσία ή εργασία, ενώ ο πρώτος εναγόμενος είχε οχληθεί από την ενάγουσα ως προς την εκπλήρωση της υποχρέωσής του αυτής και για το διάστημα αυτό και είχε καταστεί υπερήμερος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας.

Επομένως, το Νοέμβριο του 2014, οπότε και έλαβε χώρα η επίδικη απαλλοτρίωση, είχε ήδη γεννηθεί και υφίστατο η ανωτέρω υποχρέωση του πρώτου εναγομένου για διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αυτός, κατά το ως άνω χρονικό σημείο (Νοέμβριο του 2014), αλλά και κατά το προσεχές διάστημα μέχρι και το Μάρτιο του 2015, είχε εκπληρώσει την εν λόγω υποχρέωσή του παρέχοντας στα ανήλικα στέγαση στη μισθωμένη ,όπως προαναφέρθηκε, οικία του και προβαίνοντας ο ίδιος σε όλες τις απαραίτητες δαπάνες για την κάλυψη των λοιπών αναγκών τους.

Εξάλλου, όπως ήδη έχει αναφερθεί, κατά το κρίσιμο χρόνο της επίδικης απαλλοτρίωσης, ο πρώτος των εναγομένων διατηρούσε, πλην της υποχρέωσης για διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις έναντι της ενάγουσας και δη την οφειλή του από τη μη καταβολή της αναλογίας του στις δόσεις του στεγαστικού δανείου, καθώς και εκείνη από την παράνομη αφαίρεση των ανωτέρω χρηματικών ποσών και επομένως κατά τον άνω χρόνο, σε κάθε περίπτωση υφίστατο γεγεννημένη απαίτηση εναντίον του εκ μέρους της ενάγουσας, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς του. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν αναιρεί το δόλο του πρώτου εναγομένου ο ισχυρισμός του ότι είχε πρόθεση να διεκδικήσει δικαστικά την ανάθεση σ΄αυτόν της οριστικής επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων του και ότι, ως εκ τούτου, θεωρούσε ότι δεν θα χρειαστεί να καταβάλει στην ενάγουσα διατροφή γι αυτά στο μέλλον, εφόσον ο πρώτος εναγόμενος δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα της δικαστικής διαμάχης του με την ενάγουσα, απεναντίας δε, ο ίδιος προέβλεψε, τουλάχιστον ως ενδεχόμενο, το γεγονός της ανάθεσης της επιμέλειας των ανηλίκων στην ενάγουσα και συνακόλουθα της ανάληψης από αυτόν υποχρέωσης για καταβολή σε χρήμα διατροφής τους και παρ΄όλα αυτά προτίμησε να προβεί στην επίδικη απαλλοτρίωση, αποδεχόμενος το ενδεχόμενο αυτό καθώς και το ενδεχόμενο της αδυναμίας εκπλήρωσης της εν λόγω υποχρέωσής του, όπως και των λοιπών ως άνω υποχρεώσεών του απέναντι στην ενάγουσα. Ο ισχυρισμός δε των εναγομένων ,ότι κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η επίδικη απαλλοτρίωση, ο πρώτος εξ αυτών είχε επαρκή υπόλοιπη περιουσία και δη είχε στην κυριότητά του το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου επί της προαναφερόμενης συζυγικής οικίας επί της οδού ………. στον Πειραιά, η αντικειμενική αξία της οποίας, κατά το ως άνω ποσοστό, ανέρχεται στο ποσό των 48.932,76 ευρώ, που υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις της ενάγουσας, απορριπτέος τυγχάνει ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος, αφού, όπως αποδείχθηκε, το ακίνητο αυτό βαρύνεται με προσημείωση υποθήκης υπέρ της δανείστριας τράπεζας «ΑLPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε», ύψους 240.000,00 ευρώ προς εξασφάλιση της απαιτήσεώς της από τη χορήγηση του ανωτέρω στεγαστικού δανείου, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του οποίου ανέρχονταν κατά την άσκηση της αγωγής στο ποσό των 154.256,51 ευρώ (βλ. σχετ. το από 6-6-2016 έγγραφο της ανωτέρω τράπεζας), με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, καθόσον σε περίπτωση πλειστηριασμού του παραπάνω ακινήτου, το ποσό του εκπλειστηριάσματος, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της εκτέλεσης, δεν θα επαρκούσε για να καλύψει τις απαιτήσεις αμφοτέρων των δανειστών.

Επομένως,  όπως κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκε, τόσο ο πρώτος εναγόμενος όσο και ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλούντες γνώριζαν κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδικης μεταβίβασης την ύπαρξη των προαναφερόμενων απαιτήσεων της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης έναντι του πρώτου εξ αυτών, εντούτοις, όμως, προέβησαν στην κατάρτιση της επίμαχης απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, προκειμένου να ματαιώσουν την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων, κρίση που, εκτός των άλλων, ενισχύεται και από το γεγονός της μη ύπαρξης κάποιου ιδιαίτερου δικαιολογητικού λόγου ,που να επέβαλε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή την εν λόγω μεταβίβαση, αφού δεν αποδείχθηκε ανάγκη του πρώτου εναγομένου για άμεση εξεύρεση μετρητών χρημάτων, δεδομένου ότι ‘ο ίδιος εργαζόταν ως ναυτικός (α΄μηχανικός) με μέσες μηνιαίες αποδοχές ύψους 5.500,00 ευρώ, ούτε ανάγκη του δεύτερου εναγομένου για απόκτηση του παραπάνω περιουσιακού στοιχείου, το οποίο μάλιστα αποτελούσε το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου επί ενός εξοχικού ακινήτου, μη εύκολα αξιοποιήσιμο από τον ίδιο. Περαιτέρω, οι όποιες καταβολές έκανε ο πρώτος εναγόμενος μετά την εν λόγω απαλλοτρίωση προς εξόφληση των άνω απαιτήσεων της ενάγουσας, δεν αναιρούν την εκ μέρους του πρόθεση βλάβης της ενάγουσας με την παραπάνω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία. Επίσης, ο πρώτος εναγόμενος, αρνούμενος ότι απαλλοτρίωσε με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, ισχυρίστηκε (το πρώτον με την κρινόμενη έφεση) ότι με το τίμημα που εισέπραξε από την επίδικη αγοραπωλησία πλήρωσε υποχρεώσεις του κοινού συζυγικού του βίου με την ενάγουσα και διέθρεψε τα ανήλικα παιδιά του. Σύμφωνα δε με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, συνιστά απαλλοτρίωση που υπόκειται σε διάρρηξη, η μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου που γίνεται για την εξεύρεση μέσων προς εξόφληση ληξιπρόθεσμου χρέους προς τρίτον. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, γνώριζε ο πρώτος εναγόμενος ότι με την πράξη του αυτή και, δεδομένου ότι το εισπραχθέν τίμημα της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας δεν κατευθύνθηκε αμέσως προς εξόφληση, έστω και κατά ένα μέρος, των απαιτήσεων της ενάγουσας, προκαλούσε βλάβη στην τελευταία την οποία αποδεχόταν. Συνεπώς, μετά την ως άνω μεταβίβαση του ακινήτου του πρώτου εναγομένου προς τον δεύτερο εναγόμενο, η αξία του οποίου ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 52.760,11 ευρώ  και δεδομένου ότι η υπόλοιπη εμφανής περιουσία του είναι βεβαρημένη και δεν αρκεί προς ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, το ύψος της οποίας έναντι του πρώτου εναγομένου ανέρχεται σε  21.225,76 ευρώ, αυτή έχει πλήρως ματαιωθεί, δικαιούται η τελευταία να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης αυτής και επομένως, πρέπει η αγωγή της να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όμως, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και απήγγειλε τη διάρρηξη υπέρ της ενάγουσας, ατομικά και ως ασκούσας προσωρινά την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της, της προαναφερθείσας απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας μέχρι του ποσού των 25.539,96 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονείται ο πρώτος εναγόμενος με το σχετικό λόγο της έφεσής του.

Συνεπώς, κατά παραδοχή του τελευταίου (τέταρτου) σχετικού λόγου της έφεσης του πρώτου των εναγομένων και, εντεύθεν, αυτής (έφεσης) ως ουσιαστικά βάσιμης, πρέπει να εξαφανισθεί, κατά το πληττόμενο αυτό μέρος της, η εκκαλουμένη απόφαση. Για το ενιαίο, όμως, του τίτλου της εκτελέσεως της αποφάσεως, η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί στο σύνολό της (βλ. ΑΠ 873/2013, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Σ. Σαμουήλ, η έφεση, ΣΤ΄ έκδοση, παρ. 1143).

Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη  και ακολούθως, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικασθεί η αγωγή και να γίνει δεκτή αυτή εν μέρει ως κατ΄ουσίαν βάσιμη κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν, κατά το σχετικό αίτημά της, τους εναγομένους. Αυτά, όμως, θα είναι μειωμένα λόγω της μερικής νίκης και ήττας κάθε διαδίκου (αρθρ. 106, 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 και 98 επ. του Κώδικα Δικηγόρων), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος, λόγω της νίκης των ως άνω εκκαλούντων (αφού έγινε δεκτή η έφεσή τους), πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ΄αυτούς των παραβόλων έφεσης, που κατέθεσαν, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσία την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 4953/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως ανω απόφαση.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 18-2-2016 (γεν αριθμ.καταθ. …./ 2016) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν (αγωγή).

Απαγγέλλει τη διάρρηξη υπέρ της ενάγουσας, ατομικά και ως ασκούσας προσωρινά την αποκλειστική επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της ….. και ………., και μέχρι του ποσού των 21.225,76 ευρώ, του υπ΄αριθμ. …/13-11-2014 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβ/φου Πειραιά ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας (τόμος …, αυξ.αριθμ. μεταγραφής …..), δυνάμει του οποίου ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω πωλήσεως προς το θείο του – δεύτερο εναγόμενο, το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας επί ενός οικοπέδου, επιφανείας 305,69 τ.μ., μετά της επ΄αυτού διώροφης μονοκατοικίας, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο, συνολικής επιφάνειας 180 τ.μ. (60 τ.μ. ο κάθε όροφος), που βρίσκεται στον οικισμό ……. Ευβοίας, του Δήμου Ιστιαίας – Αιδηψού.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.   ΚΑΙ

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του e– παραβόλου με κωδικό ………../2018 άσκησης έφεσης, που αυτοί κατέθεσαν, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    27 Φεβρουαρίου 2020.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Γεωργία Λάμπρου.

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 13 Απριλίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη,  Αικατερίνη Κοκόλη και Ελευθέριο Γεωργίλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ