Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 291/2020

Αριθμός  291/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση: α) η από 27-4-2018 (γεν.αριθμ.καταθ…../2018) έφεση του ……… κατά του …… και β) η από  25-5-2018 (γεν.αριθμ.καταθ…../2018) έφεση του …… κατά του …… Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ.999/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  (άρθρ.495 παρ. 1 και 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β, 2, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1,520 παρ. 1, και 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια ως άνω διαδικασία  (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, επειδή  επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31,246,524 ΚΠολΔ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 § 1 Κ.Πολ.Δ., ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα, που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 552 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι η άσκηση της αντεφέσεως, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης, που προσβάλλονται με την έφεση, ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή το περιεχόμενό της πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο τα κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια (ΑΠ 212/2006, ΕφΛαμ 212/2009, ΕφΑΘ 4561/2003 ΤΝΠ Νόμος,ΕφΛαρ 102/2004 Δικογρ 2004,319, ΕφΘεσ 13/1993 ΕλλΔνη 1994.645, ΕφΑΘ 9349/1986 ΕλλΔνη 1989.327). Ως κεφάλαια, κατά την έννοια του άρθρου 523 § 2 Κ.Πολ.Δ., θεωρούνται εκείνα, που ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή προστασίας, ενώ συνέχονται με εκείνα ,που έχουν εκκληθεί, όσα α) αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης, β) αποτελούν προκριματικό ζήτημα της παραδοχής της έννομης προστασίας, γ) όταν οι διατάξεις της εκκαλούμενης έχουν τέτοια συνάφεια προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, ώστε η επ’ αυτών διαφορετική κρίση του δικαστηρίου να επηρεάζει την κρίση και στα κεφάλαια ,που έχουν εκκληθεί με την έφεση και δ) πηγάζουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 212/2006, ΑΠ 1396/2002, ΑΠ 317/2002, ΕφΑθ 2557/2011 ΕφΑθ1070/ 2011 ΤΝΠ Νόμος,  Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. Ε` 2003 παρ. 617). Όταν το εκκληθέν με την έφεση του εναγομένου κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας απόφασης αφορά αξίωση της αγωγής, η οποία έγινε μερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο Εφετείο, τούτο, όμως, μπορεί να το εξετάσει μόνο κατά το μέρος, που πλήττεται με έφεση ή αντέφεση (ΑΠ 496/2010  ΤΝΠ Νόμος).

Όταν δε με την έφεσή του ο εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ολοσχερώς, τότε χωρεί αντέφεση του ενάγοντος, με την οποία παραπονείται για το απορριφθέν μέρος αυτής (ΑΠ 151/1976, ΝοΒ 1976.693, ΕφΔυτΜακ 62/2011 Αρμ 2012, 1082, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 1993, παρ. 617, σελ. 199,). Οσάκις, ωστόσο, ο εναγόμενος έχει νικήσει ολοσχερώς στην πρωτόδικη δίκη, η αντέφεση δεν δύναται να έχει αίτημα και απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατ` ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 516 § 2 και 532 Κ.Πολ.Δ., εκτός εάν παρά την ορθότητα του διατακτικού της βλάπτεται από το αιτιολογικό της κατά τα ανωτέρω. Έτσι, επί αγωγής αποζημιώσεως από αδικοπραξία (άρθρα 914,297,292, ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, μπορεί ο εφεσίβλητος να ασκήσει αντέφεση, ως προς το κεφάλαιο της αποζημιώσεως για υλικές ζημιές, αλλά και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, γιατί στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται και το κεφάλαιο της αποζημιώσεως. Το αντίστροφο, όμως, δηλαδή να επιτρέπεται αντέφεση για την υπαιτιότητα, όταν με την έφεση προσβάλλεται μόνον το ύψος της αποζημίωσης, για περιουσιακή και μη ζημία, δεν ισχύει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, ενόψει του ότι η έννοια της υπαιτιότητας, από λογική και νομική άποψη, είναι ευρύτερη και δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε συνέχεται με το μοναδικό εκκληθέν κεφάλαιο, που αφορά μόνο το ύψος του επιδικασθέντος, με την πρωτόδικη απόφαση, ποσού λόγω αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής Βλάβης (ΑΠ 1614/2007, ΑΠ 604/2006, ΕφΑΘ 264/2009, ΕφΠατρ 881/2007, ΕφΠατρ 968/2007 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την άσκηση των παραπάνω εφέσεων, ο ηττηθείς εν μέρει πρωτοδίκως, ενάγων και ήδη αντεκκαλών, άσκησε τις από 18-6-2018 με γενικούς αριθμούς κατάθεσης …./2018 και ……/2018 αντεφέσεις κατά της ίδιας, ως άνω 999/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, τις οποίες απηύθηνε αντίστοιχα κατά των ήδη εκκαλούντων- εναγομένων της από 15-7-2019 (αριθμ.καταθ. …../ 2009) αγωγής. Οι εν λόγω αντεφέσεις κοινοποιήθηκαν στους αντεφεσίβλητους μέσα στην προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία των τριάντα ημερών πριν από τη συζήτηση των παραπάνω αναφερόμενων εφέσεων στη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ.σχετ.τις υπ΄αριθμ…. β΄/ 4-7-2018 και … β΄/ 20-8-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ……). Επομένως, οι αντεφέσεις αυτές, που στρέφονται κατά των δύο εναγομένων, οι οποίοι άσκησαν αντίθετες και τυπικά δεκτές εφέσεις, δεδομένου ότι αναφέρονται στα προσβαλλόμενα με τις τελευταίες κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης και σε εκείνα, που αναγκαίως συνέχονται με αυτά, είναι παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ΄ουσίαν, συνεκδικαζόμενες με τις παραπάνω εφέσεις, λόγω συνάφειας, κατ`άρθρο 246 του ΚΠολΔ.

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 του ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα, να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2§1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, η προσβολή της προσωπικότητας όμως, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμορφώσεώς του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία ως συνέπεια των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξεως, είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 του ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 8/2008 ΕλλΔνη 49, 388 και ΑΠ 271/2012 ΕλλΔνη 53, 757). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000, δημ ΤΝΠ Νόμος), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 του ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57§2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διατάξεως, που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά αποδείξεως, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται, είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοινώσεως ,που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο από αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει, όμως, ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 271/2012, ΑΠ 179/2011, ΑΠ 532/2011, ΑΠ 756/2011, ΑΠ 899/2011 ΤΝΠ Νόμος), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367§1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011 ΤΝΠ Νόμος). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρ. 367§1γ ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Κατ` εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν, κατ` αντικειμενική κρίση, αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 167/2000, 1897/2006, 488/2010 ΤΝΠ Νόμος). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρ. 367§1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005, ΑΠ 271/2012 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι, συνεπεία αδικοπραξίας, προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά  περιστατικά, που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, ήτοι το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών. Όλες δε, οι προαναφερόμενες συνθήκες λαμβάνονται υπόψη, για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και δεν αποτελούν ιδιαίτερα και αυτοτελή στοιχεία, των οποίων η παράθεση να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, αλλά το δικαστήριο αποφασίζει γι` αυτά με ελεύθερη κρίση, τηρουμένης όμως της αρχής της αναλογικότητας, ως γενικής νομικής αρχής και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρο 2 παρ.1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος – βλ. Ολ ΑΠ 9/2015 ΤΝΠ Νόμος). Κατά το άρθρο 216 περ. α` του ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Κατά δε τα άρθρα 57-59, 914 και 932 του ΑΚ επί παράνομης προσβολής της προσωπικότητας με αδικοπραξία, εκείνος που προσβάλλεται δικαιούται να απαιτήσει, εκτός από την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, επί πλέον και εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που εξειδικεύουν στοιχεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, με την οποία έχει προσβληθεί παράνομα η προσωπικότητα του ενάγοντος, πρέπει να ανταποκρίνεται στο αίτημα του συγκεκριμένου προσδιορισμού της αγωγικής αξίωσης. Η παράλειψη, όμως, επουσιωδών στοιχείων δεν καθιστά αόριστη την αγωγή (ΑΠ 926/2004,ΑΠ 1190/2003 ΤΝΠ Νόμος), ώστε λόγω ποσοτικής αοριστίας του δικογράφου της να θεμελιώνεται ο από το άρθρο 559 αρ.14 του ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως της παρά το νόμο μη κηρύξεως ακυρότητας (ΑΠ 284/ 2012 ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος –αντεκκαλών, με την από 15-7-2009 και υπ΄αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2009 αγωγή του, την οποία άσκησε κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων- αντεφεσίβλητων, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (αρχικώς στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών και κατόπιν της έκδοσης της υπ΄αριθμ. 2288/2011 τελεσίδικης παραπεμπτικής απόφασης, ενώπιον του καθύλην αρμόδιου ως ανω μη Ναυτικού Τμήματος), εξέθετε ότι λόγω των συκοφαντικών, δυσφημιστικών και εξυβριστικών γεγονότων, που κατέθεσαν σε βάρος του οι εναγόμενοι δια των από την 15-12-2006 καταθέσεών τους ενώπιον της Ανακρίτριας του Δ΄ Τμήματος Πλημμελειοδικών Πειραιά, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ΄αυτήν (αγωγή), προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητά του και λόγω της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ο ενάγων ζήτησε, μετά το νομότυπο περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (με τις από 21-1-2010 προτάσεις, που κατέθεσε στις 22-1-2010, ενόψει της συζήτησης της στις 16-2-2010, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 11-1-2011, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 2288/2011 παραπεμπτική ως άνω απόφαση), να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 300.000 ευρώ έκαστος, με το νόμιμο τόκο από τις 15-12-2006 (ημερομηνία τέλεσης της εν λόγω αδικοπραξίας), άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους λόγω της αδικοπραξίας ως μέσο εκτέλεσης  και να καταδικασθούν οι τελευταίοι στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 999/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η αγωγή αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη, πλην α) του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και β) του αιτήματος περί τοκοφορίας από την ημερομηνία της σε βάρος του ενάγοντος τελεσθείσας αδικοπραξίας, την δέχθηκε εν μέρει ως και κατ` ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, ο μεν πρώτος εξ αυτών (εκκαλών στην υπό στοιχ. β΄έφεση) το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ  ο δε δεύτερος (εκκαλών στην υπό στοιχ.α΄έφεση) το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο τα ανωτέρω ποσά από την επομένη της επίδοσης της αγωγή, επίσης έκανε εν μέρει δεκτό το αίτημα των εναγομένων κατ΄άρθρο 206 του ΚΠολΔ περί διαγραφής ανάρμοστων φράσεων, που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της ως άνω αγωγής καθώς και στις από 20-12-2011 προτάσεις του ενάγοντος, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 1844/ 2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και τέλος καταδίκασε τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται : α) οι ηττηθέντες με αυτή εν μέρει, εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους, για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε στη συνέχεια, να απορριφθεί στο σύνολό της η εναντίον τους ασκηθείσα ως ανω αγωγή και β) ο ηττηθείς, επίσης με αυτή, εν μέρει ενάγων και ήδη αντεκκαλών με την ένδικη αντέφεσή του, για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή ή αντέφεσή του και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή καθ΄ολοκληρίαν η παραπάνω αγωγή του και να υποχρεωθούν οι αντεφεσίβλητοι- εναγόμενοι να του καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000,00) ευρώ ο καθένας, νομιμοτόκως. Στην προκειμένη περίπτωση, η με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα αγωγή, περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για το κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, ορισμένο αυτής, αφού υπό τα εκτιθέμενα σ` αυτήν πραγματικά περιστατικά θεμελιώνεται επαρκώς τόσο η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος του ενάγοντος, όσο και ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της άδικης πράξης και της προβαλλόμενης ζημίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις, απορριπτομένων έτσι  των αντίθετων ισχυρισμών των εναγομένων ως αβάσιμων καθώς και του σχετικού περί τούτου λόγου των εφέσεών τους. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, εάν ως λόγος εφέσεως προβάλλεται η λήψη υπόψη ή μη λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου, η απόφαση δεν εξαφανίζεται, εφόσον διαπιστωθεί η βασιμότητα του σχετικού λόγου εφέσεως, ειμή μόνον δεν λαμβάνεται ή λαμβάνεται υπόψη αντίστοιχα το σχετικό έγγραφο από το Εφετείο (ΕφΑΘ 10180/1989 Δίκη 1991.149, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. Εκδ. 2000 Τόμος 1ος σελ. 928).

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ΄αριθμ. 2288/2011 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρες), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νομότυπα οι διάδικοι, με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους (βλ. και ολΑΠ 14/2005, ολΑΠ 9/2000 ΤΝΠ Νόμος), ακόμη και αυτά που προσκομίζονται για πρώτη φορά στο παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, τα οποία παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν συντρέχουν οι τιθέμενες από το άρθρο 529 παρ.2 ΚΠολΔ προϋποθέσεις αποκλεισμού αυτών ως απαράδεκτων, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων είναι δικηγόρος, εγγεγραμμένος στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου …… και ασχολείται κατά κύριο λόγο με ναυτικές υποθέσεις. Μεταξύ των πελατών του συγκαταλεγόταν ο ………., νόμιμος εκπρόσωπος της  εταιρίας με την  επωνυμία «…………………..», διαχειρίστριας των υπό σημαίας Μάλτας πλοίων M, MD και D, η οποία είχε εγκατασταθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 89/67, 378/68 και 27/75, 814/78 και 2234/1994 και διατηρούσε γραφείο στον Πειραιά, στην οδό ……… Πλοιοκτήτριες των ανωτέρω πλοίων ήταν α) του πρώτου (Μ) η εταιρία «……..» από 6-4-1994 έως τις 25-2-2000,  β) του δευτέρου (MD) και του τρίτου (D) από 6-4-1994 και 10-5-1995 αντίστοιχα,  οι εταιρείες «……..» και «………» αντίστοιχα, συσταθείσες όλες κατά το δίκαιο της Μάλτας, συμφερόντων του ιδίου ως άνω ………………….., που συστεγάζονταν άπασες με τη διαχειρίστρια εταιρία «…………………..» στην οδό ……….. στον Πειραιά. Τα πλοία αυτά οι πλοιοκτήτριες εταιρίες είχαν εγγράψει για ασφαλιστική κάλυψη στον αλληλοασφαλιστικό οργανισμό με την επωνυμία «……….», στον οποίο παρέμειναν μέλη του μέχρι και την ασφαλιστική περίοδο 1999-2000. Η ασφάλιση  διακόπηκε  στις 27-3-2000 λόγω  μη καταβολής ασφαλίστρων, για την πληρωμή των οποίων ευθύνονταν, αληλέγγυα και εις ολόκληρον, οι ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρίες και η διαχειρίστρια εταιρία ως συνασφαλιζόμενη δυνάμει ρητού συμβατικού όρου. Τα περί της οφειλής αυτής, ανερχόμενης κατ’ ελάχιστον, στις 18-2-2000, στο ποσό των 298.482,44 δολ. ΗΠΑ, γνώριζε ο ………  αφενός από τις γραπτές υπενθυμίσεις, που αποστέλλονταν  στη διαχειρίστρια  εταιρία  (………….), αφετέρου από την προσωπική ενημέρωση, που είχε τον Ιανουάριο 2000 από το διευθυντή του οργανισμού κατά τη συνάντησή τους στον Πειραιά, αλλά και από την καταβολή ποσού 50.000 δολ ΗΠΑ, στις 18-2-2000, έναντι της έως τότε  οφειλής  (βλ.  και  σελ.  24  των  από  12-11-2004 προτάσεων αυτού επί της υπ’ αριθμ. καταθ. …../2004 αγωγής, που ακολούθως θα αναφερθεί). Συγχρόνως των ανωτέρω, ο προαναφερόμενος, υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού διευθυντή των πλοιοκτητριών εταιριών και ως νομίμου εκπροσώπου αυτών, αποφάσισε να μεταβιβάσει τα πλοία τους, τα οποία αποτελούσαν τα μοναδικά τους περιουσιακά στοιχεία, αφού ήταν μονοβάπορες εταιρίες. Για την υλοποίηση της απόφασής του αυτής, ενεργώντας υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιριών, ανέθεσε στον ενάγοντα να συστήσει μία εταιρία, η οποία θα αγόραζε τα πλοία, προκειμένου να τα διαλύσει και να τα μεταπωλήσει για διάλυση (ως scrap). Σε εκτέλεση αυτής της εντολής ο ενάγων ίδρυσε, στις 22-2-2000, σύμφωνα με το δίκαιο των Νήσων Μάρσαλ, την εταιρεία «………..», της οποίας διορίσθηκε μοναδικός διευθυντής και υπό την ιδιότητα αυτή πώλησε και μεταβίβασε όλα τα εταιρικά της μερίδια στη Λιβεριανή εταιρεία «…..», στην οποία κύριος μέτοχος ήταν ο …………., ο οποίος ακολούθως, με την προαναφερομένη ιδιότητα (διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπος των  ανωτέρω πλοιοκτητριών  εταιρειών)  μεταβίβασε τα πλοία «M» και «MD.», δυνάμει των από 25-2-2000 πωλητηρίων εγγράφων (BILL  OF  SALΕ.), αντί  καταβλητέου τιμήματος  εκ  ποσού 814.213,40 δολαρίων ΗΠΑ έκαστο, στην εταιρία «………», προκειμένου η τελευταία να τα πωλήσει σε τρίτους για διάλυση (scrap) και μόνο και όχι για εκμετάλλευση, προηγηθέντος του από 23-2-2000 προσυμφώνου  αγοραπωλησίας. Τα  πλοία, ακολούθως, μετονομάσθηκαν  σε «PR» (πρώην M) και «B» (πρώην MD.), άλλαξαν σημαία και ετέθησαν υπό τη σημαία των Νήσων Μάρσαλ, νηολογήθηκαν δε στο λιμένα MAJURO με αριθ. νηολογίων …. και ….., αντίστοιχα, ενώ εκδόθηκαν τα από  7-3-2000  προσωρινά πιστοποιητικά νηολόγησης, που ίσχυαν μόνο για ένα ταξίδι  των εν λόγω πλοίων, κενών φορτίου, από Dubai στον τελικό τους προορισμό (Δ. Πακιστάν ή Ινδία), με σκοπό  τη  διάλυσή  τους, ενώ  τη  διαχείρισή  τους  διατήρησε η έως τότε διαχειρίστρια εταιρία (…………………..).

Παρά ταύτα  η εταιρεία «……..»,  ως πλοιοκτήτρια  πλέον των  ανωτέρω πλοίων, ανέθεσε στην εταιρία μεσιτείας πλοίων «…………», της  οποίας  νόμιμος  εκπρόσωπος ήταν  ο …….,  να  βρεί κατάλληλο αγοραστή για τα πλοία της, προκειμένου να τα πουλήσει προς εκμετάλλευση και όχι για διάλυση.

Σε εκτέλεση  αυτής της συμφωνίας,  ο …..  απευθύνθηκε  στην  εταιρία  με  την  επωνυμία  «………», της οποίας ο νόμιμος εκπρόσωπος και κύριος μέτοχος και  πρώτος των εναγομένων (……….) ανέθεσε με την σειρά του στην ιταλική  εταιρία  μεσιτείας  πλοίων  «………»  να ξεκινήσει τις σχετικές διαπραγματεύσεις για λογαριασμό της. Κατόπιν των σχετικών διαπραγματεύσεων ,που ακολούθησαν μεταξύ του ….. …., νομίμου  εκπροσώπου της «……..», που ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της «…….» και του ……, νομίμου εκπροσώπου της «………», που  ενεργούσε στο όνομα και  για  λογαριασμό της  εταιρίας  «…….», καταρτίσθηκε μεταξύ τους η από 7-4-2000 σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας η εταιρεία «…………………..» ανέλαβε  την υποχρέωση  να πωλήσει  και να μεταβιβάσει  κατά κυριότητα στην εταιρία «………….» το πλοίο «PR» (πρώην M) και στην Παναμαϊκή  εταιρία  με  την  επωνυμία   «………», την οποία  εκπροσωπούσε ομοίως ο  πρώτος των εναγομένων (……….), το πλοίο «B» (πρώην ΜD), αντί του ποσού του 1.250.000 δολαρίων ΗΠΑ το πρώτο και του 1.100.000 δολαρίων ΗΠΑ  το  δεύτερο.

Την  ως  άνω  συμφωνία  οι  συμβαλλόμενοι καταχώρησαν στο από 7-4-2000 προσύμφωνο πώλησης (ΜΟΑ), σύμφωνα με τον όρο 9 του οποίου η πωλήτρια εταιρεία (……….) εγγυήθηκε, αλλά και βεβαίωσε ότι η ίδια εγγυάται ότι το κάθε πλοίο, κατά το χρόνο της παράδοσης, είναι ελεύθερο από όλα τα βάρη και ναυτικά προνόμια ή οποιαδήποτε άλλα χρέη και ότι οποιαδήποτε τυχόν απαίτηση, η οποία είχε γεννηθεί πριν το χρόνο της παράδοσης, προκύψει σε βάρος του πλοίου, η ίδια (πωλήτρια) με το εν λόγω προσύμφωνο αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει την  κάθε αγοράστρια από όλες τις συνέπειες σχετικά με αυτές τις απαιτήσεις.

Οι αγοραπωλησίες ολοκληρώθηκαν για το πλοίο  «PR»  (πρώην  Μ)  στις  14-4-2000  και  για  το  πλοίο «B» (πρώην MD.) στις 20-4-2000, σύμφωνα με τους όρους του ΜΟΑ, ενώ τα πλοία, ελλιμενισμένα στο Dubai, παραδόθηκαν στις 18-4-2000 και 26-4-2000 αντίστοιχα παρουσία των συμβαλλομένων, οπότε παραδόθηκαν και τα από 14-4-2000 και από 18-4-2000 πωλητήρια έγγραφα (BILL OF SALE) αντίστοιχα, με τη βεβαίωση ότι το (κάθε) πλοίο μεταβιβάζεται ελεύθερο όλων των βαρών, υποθηκών,  ναυτικών  προνομίων και οποιωνδήποτε άλλων οφειλών και ακολούθως τα πλοία  νηολογήθηκαν από τις αγοράστριες εταιρίες υπό σημαία  Παναμά  και  έλαβαν  το  όνομα «ML» και «C» αντίστοιχα, τη διαχείρισή τους δε ανέλαβε η εταιρεία «………….» που εδρεύει στο Λουγκάνο και εκπροσωπείται από τον πρώτο εναγόμενο. Μετά την πώληση των πλοίων κατά τα προαναφερόμενα, παρουσιάστηκε ο ως άνω αλληλοασφαλιστικός οργανισμός (……….) και, ισχυριζόμενος ότι έχει προνομιακές ναυτικές απαιτήσεις συνολικού ποσού 2.177.818,30 δολαρίων ΗΠΑ, κατά των άνω αγορασθέντων δύο πλοίων για οφειλές των προκτητόρων, δηλαδή της διαχειρίστριας εταιρείας «……..» και των πλοιοκτητριών εταιρειών συμφερόντων …….. ………), επέβαλε το πρώτον, στις 18-7-2000, κατάσχεση στο πλοίο ML» (πρώην PR) δυνάμει προσωρινής διαταγής, πλην όμως αυτό αποδεσμεύθηκε στις  19-7-2000,  δεδομένου ότι ο οργανισμός δεν εμφανίστηκε κατά τη δικάσιμο, καθόσον κατά το ολλανδικό δίκαιο εφαρμοστέο ήταν το αγγλικό δίκαιο, κατά το οποίο δεν υφίστατο ναυτικό προνόμιο για ασφάλιστρα και ακολούθως, στις 19-9-2000, προέβη σε κατάσχεση του ιδίου πλοίου («ML» (πρώην PR) στο λιμένα INCHON της Νοτίου Κορέας για τις ίδιες απαιτήσεις, γεγεννημένες, όπως ελέχθη, πριν τη μεταβίβασή του και ενόσω το ανωτέρω πλοίο βρισκόταν υπό τη διαχείριση της εταιρίας «…………………..». Αμέσως μόλις έλαβε χώρα η κατάσχεση του πλοίου, η αγοράστρια εταιρία αυτού (…………………..) διαμαρτυρήθηκε έντονα προς την πωλήτρια εταιρεία (…….) και το ………….. υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά του και τους κάλεσε να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, πληρώνοντας στον ασφαλιστικό οργανισμό τα βάρη, ώστε να ελευθερωθεί το κατασχεθέν πλοίο. Ζήτησε δε από τον ενάγοντα όλα τα στοιχεία, που αφορούσαν τα αγορασθέντα πλοία, καθώς και τις απαιτήσεις του ασφαλιστικού οργανισμού, οπότε αυτός (ενάγων) τους απέστειλε τα από 25-2-2000 πωλητήρια έγγραφα των πλοίων, από τα οποία προέκυπτε ότι η «…………………..» είχε αγοράσει από τις πλοιοκτήτριες εταιρίες των πλοίων «……….» και «………» τα πλοία αυτά αντί του συνολικού ποσού των 814.213.40 δολαρίων ΗΠΑ.

Πέραν αυτών, όμως, και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις, ούτε ο ενάγων, εκπρόσωπος της πωλήτριας εταιρίας, αλλά ούτε και ο ……….., νόμιμος εκπρόσωπος της διαχειρίστριας εταιρίας, τήρησαν τα συμφωνηθέντα, ώστε να απαλλάξουν από τις απαιτήσεις του ασφαλιστικού οργανισμού το κατασχεμένο πλοίο, με αποτέλεσμα να παραμείνει ακινητοποιημένο για 56 ημέρες (από την 19-9-2000 έως 13-11- 2000), επί ζημία της νέας πλοιοκτήτριας εταιρίας (…………………..) οπότε και απελευθερώθηκε από τον αλληλοασφαλιστικό οργανισμό μετά από συμβιβασμό. Ειδικότερα, την 13-11-2000 συμφωνήθηκε, προκειμένου να αρθεί η κατάσχεση  και να ελευθερωθεί το πλοίο, να καταβληθεί  από την ανωτέρω εταιρία (…………………..) προς τον αλληλοασφαλιστικό οργανισμό το ποσό των 250.000 δολαρίων ΗΠΑ (έναντι του διεκδικούμενου από αυτόν ποσού   των   2.177.818,30   δολαρίων   ΗΠΑ), με   εγγύηση   της   ενυπόθηκης δανείστριας Τράπεζας των πλοίων και μάλιστα τμηματικά σε πέντε δόσεις. Ενόψει  της εξέλιξης αυτής οι αγοράστριες εταιρίες  (………….. και ……) άσκησαν σε βάρος της εταιρίας «…………….», του ενάγοντα και του …. ….. την υπ’ αριθ. καταθ. …../28-2-2001 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζητούσαν, προς εξασφάλιση της αναφερόμενης στην  αίτηση  απαίτησης, τη συντηρητική κατάσχεση πάσης κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων η αίτηση, επικαλούμενες πλημμελή εκπλήρωση της παροχής εκ μέρους της πρώτης των καθών (…………….) και αδικοπραξία (απάτη) εκ μέρους των λοιπών καθών, συνιστάμενη στη γνώση της ύπαρξης της οφειλής υπό την προαναφερόμενη  ιδιότητα εκάστου  προς τον οργανισμό και στην εν γνώσει τους απόκρυψη της οφειλής κατά τη μεταβίβαση των πλοίων, με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, δίκη  η οποία ανακοινώθηκε και στον ως άνω αλληλοασφαλιστικό οργανισμό. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4964/2001 απόφαση, δυνάμει  της οποίας πιθανολογήθηκε η ύπαρξη απαίτησης της εταιρίας «…………………..» σε βάρος της εταιρίας «…………………..» και του ………………….., ύψους 250.000 δολαρίων ΗΠΑ, που κατέβαλε η πρώτη στον οργανισμό κατά τα προαναφερόμενα, πλέον εξόδων του πλοίου κατά το χρόνο της κατάσχεσης και διαφυγόντων κερδών, συνολικού  ποσού 848.671,49 ευρώ, ευθυνόμενης της μεν πρώτης ενδοσυμβατικά και του δεύτερου αδικοπρακτικά, ενώ απορρίφθηκε ως προς τον ενάγοντα, καθόσον πιθανολογήθηκε, κατά το σκεπτικό της απόφασης, ότι αυτός ενεργούσε ως πληρεξούσιος δικηγόρος και μόνο κατόπιν εντολών του ………………….., ουσιαστικού  ιδιοκτήτη  των  πλοίων,  ώστε  να  μην βαρύνεται  με  αδικοπρακτική  ευθύνη. Προς εξασφάλιση  δε της ανωτέρω απαίτησης, διατάχθηκε σε βάρος των προαναφερομένων καθ’ ων η αίτηση (της εταιρίας «……………» και του ………………) το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας, που βρισκόταν στα χέρια τους ή στα χέρια τρίτων μέχρι του ποσού των 360.000.000 δρχ. Ακολούθως, επειδή οι ενδιαφερόμενοι δεν βρήκαν περιουσιακά αντικείμενα για  συντηρητική κατάσχεση, προσέφυγαν, σύμφωνα και με τους όρους των ΜΟΑ, περί τα τέλη 2001, στα διαιτητικά δικαστήρια του Λονδίνου, οπότε, σύμφωνα με την από 16-1-2004 διαιτητική απόφαση και τις συμπληρωματικές αυτής, έγινε δεκτή η απαίτηση αποζημίωσης εκ ποσού 893.240,85 δολ. ΗΠΑ της εταιρίας «…………» από τη  «……………» λόγω της παραβίασης της ρήτρας 9β του ΜΟΑ από πλευράς της τελευταίας, με το σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ότι η ως άνω πωλήτρια ανέλαβε ένα εμπορικό ρίσκο με το να πωλήσει το πλοίο, ενώ εκκρεμούσαν οφειλές του προς τον οργανισμό, γεγονός που ήταν γνωστό και στη διαχειρίστρια εταιρία (…………), όφειλε δε να γνωρίζει ότι υπήρχε το στοιχείο του ενδεχόμενου κινδύνου με το να εγγυάται ,κατά τη στιγμή της πώλησης του πλοίου, ότι τούτο ήταν ελεύθερο βαρών και υποχρεώσεων, όταν βαρύνετο με σημαντικές απλήρωτες οφειλές.

Επιπλέον, οι διαιτητές διατύπωσαν την πεποίθησή τους ότι βασικός σκοπός της πώλησης του πλοίου από τη «…………» προς τη «………….» ήταν να προστατευθεί τούτο, έως ένα βαθμό, από την αξίωση του οργανισμού (βλ. σχετ. σκεπτικό της υπ’ αριθμ. ΑΠ 33/2011 απόφασης σε συμβούλιο σε συνδ με υπ’ αριθμ. κατα. ……./17-6-2005 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Κατόπιν της έκδοσης της απόφασης από το Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου (16-1- 2004) α) οι εταιρίες «……..» και «……..» άσκησαν  σε βάρος του ………..την από 30-1- 2004  και  με  αριθμ.  καταθ.  …../ 2004  αγωγή  ενώπιον  του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία, επικαλούμενες την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου (απάτη) ως προς την αγορά του πλοίου PR. και την ενδοσυμβατική ευθύνη από τη σύμβαση πώλησης, καθώς χρησιμοποίησε την εταιρία «…………………..» κατά κατάχρηση της νομικής της προσωπικότητας, ζητούσαν, μεταξύ άλλων, την καταβολή αποζημίωσης, β) η εταιρία «…………….» άσκησε σε βάρος της εταιρίας «……………….», του ……………. και του ενάγοντος την από 17-6-2005 και με αριθμ. καταθ. ……/ 2005 αγωγή, ενώπιον του ιδίου ως  άνω Δικαστηρίου, με την οποία, επικαλούμενη ότι στην αγορά του πλοίου PR. συμμετείχε και ο ενάγων ως μοναδικός διευθυντής της «……………..» και ότι οι εναγόμενοι αρνούνταν να συμμορφωθούν με τη  διαιτητική απόφαση, ζητούσε την καταβολή της αποζημίωσης, που επιδικάστηκε από το διαιτητικό δικαστήριο. Επί των αγωγών αυτών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν,  εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 6205/2005 απόφαση, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκαν, η πρώτη εν μέρει και η δεύτερη στο σύνολό της, για νομικούς λόγους, ενώ, κατά το μέρος που εξετάστηκε η πρώτη, της αδικοπρακτικής δηλαδή ευθύνης του εναγομένου σε αυτήν (…………) και τη διάπραξη απάτης εκ μέρους του, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον, κατά το σκεπτικό αυτής, στη συνάντηση της 18-4-2000, που έγινε εν όψει της μεταβίβασης του πλοίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο ……… εξαπάτησε την ως άνω ενάγουσα κατά τους ισχυρισμούς της. Πέραν τούτων, κατά το σκεπτικό της απόφασης αυτής, κρίθηκε ότι η εταιρία «……………..» συστάθηκε, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί κατά κατάχρηση της νομικής της προσωπικότητας και να αποφευχθεί  η εκπλήρωση  των υποχρεώσεων προς τον οργανισμό εκ μέρους της πλοιοκτήτριας εταιρίας (……..), της διαχειρίστριας εταιρίας (……………) και της εταιρίας ………… και ότι ο (εδώ) ενάγων δεν επιχείρησε να εξαπατήσει την αγοράστρια ενάγουσα εταιρία (……….), γιατί  δεν γνώριζε  την  ύπαρξη  της  οφειλής προς τον οργανισμό, αφού ο ………. του είχε αναθέσει να συστήσει την «…………..», χωρίς να του κάνει αναφορά για τα χρέη.  Επιπροσθέτως  των  ανωτέρω,  η  εταιρία  με  την  επωνυμία  «………….» και ο εναγόμενος ……….. υπέβαλαν σε βάρος του  ……. την  από  17-1-2003  έγκληση,  με αφορμή την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του αμέσως προαναφερομένου  (. …..) για έμμεση αυτουργία σε απάτη, με αποκομισθέν συνολικό παράνομο όφελος και αντίστοιχη προξενηθείσα  συνολική ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. και  ήδη  73.000  ευρώ  κατ’  εξακολούθηση,  ενώ  με το υπ’  αριθ. ……/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά,    διατάχθηκε περαιτέρω ανάκριση, προκειμένου να  απαγγελθεί κατηγορία  και κατά του ενάγοντος,  λόγω  ύπαρξης  υπονοιών  στη  διάπραξη  της  ανωτέρω  πράξης, δεχόμενο ειδικότερα ότι, λόγω της ενασχόλησής του με τη μεταβίβαση και της στενής επαγγελματικής σύνδεσής του με τον ………….., ήταν πιθανό να γνώριζε και αυτός, πέραν του αμέσως προαναφερόμενου, κατά το χρόνο που διενεργήθηκε η πώληση των πλοίων, την ύπαρξη των απαιτήσεων του οργανισμού, γνώση που δεν απέκλεισε και ο δεύτερος των εναγομένων εξεταζόμενος ως μάρτυρας στις 27-3-2003, κατά το σκεπτικό του βουλεύματος. Σχετικά εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ……/ 2009 βούλευμα, δυνάμει του οποίου ο μεν ………… παραπέμφθηκε ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, για να δικαστεί ως υπαίτιος ηθικής αυτουργίας, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, της απάτης με αποκομισθέν  συνολικό  παράνομο   όφελος  και  αντίστοιχη  προξενηθείσα συνολική ζημία ,που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση, για το δε ενάγοντα δεν έγινε κατηγορία για την πράξη της απάτης, καθόσον κρίθηκε ότι  αυτός ενεργούσε ως πληρεξούσιος  δικηγόρος του ……………. και μόνο κατόπιν εντολών αυτού και ότι αγνοούσε   τη νομική κατάσταση και τα βάρη των πωλουμένων πλοίων.

Ήδη το βούλευμα αυτό έχει καταστεί αμετάκλητο, μετά την έκδοση του υπ’ αριθμ. ……./2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και της υπ’ αριθμ. 33/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο.

Στα πλαίσια δε της διενεργηθείσας ως  άνω συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης για τη διερεύνηση της συμμετοχής του ενάγοντος, οι εναγόμενοι κλήθηκαν να καταθέσουν εκ νέου,    εκ των οποίων, ο δεύτερος είχε προταθεί ως μάρτυρας  κατηγορίας με την ως άνω έγκληση. Σύμφωνα με την από 15-12-2006 συμπληρωματική ανωμοτί εξέταση του  πρώτου  και την  με ίδια  ημερομηνία  ένορκη εξέταση του δευτέρου, όπως αποσπασματικά οι καταθέσεις αυτές περιέχονται στην αγωγή, αποσπάσματα τα οποία δεν αμφισβητούνται από τους εναγόμενους, στην ερώτηση της ανακρίτριας για ποιο λόγο διαφοροποιούνται πλέον ως προς τη γνώση του ενάγοντος  αναφορικά με την ύπαρξη των βαρών, ο πρώτος απάντησε ότι πληροφορήθηκε την απαίτηση του ασφαλιστικού οργανισμού «……» κατά των πωληθέντων πλοίων, τον Οκτώβριο του 2000, ότι υπήρχε απαίτηση 2.000.000 δολλ ΗΠΑ, ότι ο κ. ……….. γνώριζε την ύπαρξη των χρεών αυτών κατά την κατάρτιση της σχετικής συμφωνίας γιατί ήταν δικηγόρος του (εν. του. …………..). Προσέθεσε δε ότι  διαφοροποιείται, ως προς το σημείο αυτό, σε σχέση με την κατάθεση της 29-5- 2003, γιατί, κατά τη διαιτησία στο Λονδίνο, κατάλαβε ότι και αυτός (εν. ο ενάγων) γνώριζε, βασιζόμενος (εν. ο εναγόμενος) για  την  πεποίθησή  του αυτή στο ότι σε ένα από τα έγγραφα, που κατατέθηκαν στη διαιτησία για το πλοίο Ν, ο πλοίαρχος του πλοίου απευθύνθηκε στην εταιρία ………. για την πληρωμή του πληρώματος ποσού 50.000 δολ ΗΠΑ. Επίσης, ανέφερε ότι θεωρεί πως και οι δυο (εν. ο ενάγων και ο …………)  μεθόδευσαν και έκαναν αυτή την «κομπίνα» και οι δύο με δόλο, προκειμένου να πωλήσουν τα πλοία, που ήταν βεβαρυμένα, ότι ο ……… είπε στον ………….. «δημιούργησέ μου ένα τρόπο να μην πληρώσω τα χρέη για τα δύο  πλοία»  και  βρήκαν  αυτόν  τον  τρόπο,  ότι  είναι  δεδομένο  ότι  υπήρξε «κομπίνα» και δόλος και τέλος ότι υπάρχει επιστολή της εταιρίας «….» προς την …. με ημερομηνία 18-2-2000, ενώ η σύσταση της εταιρίας «…….» έχει ημερομηνία 22-2-2000. Ο  δεύτερος δε από τους εναγόμενους απάντησε στην ως άνω ερώτηση ότι έγινε  μία συνάντηση μεταξύ …. και του CLUB (εν. ο οργανισμός αλληλοασφάλισης) στις 20-1- 2000, προ  της  μεταβίβασης  των  πλοίων  στη  «……», από  την  οποία προκύπτει  ότι το  CLUB  είχε  απαίτηση  400.000  δολ  ΗΠΑ,  ότι  μετά  την συνάντηση   αυτή, ανησυχώντας,  απ’ ότι φαίνεται, ο ……………  για το χρέος αυτό, κάλεσε κατά τη γνώμη του το δικηγόρο  του, για να δουν  πως θα το χειριστούν. Όπως αναφέρει δε, καταλήγει σ΄ αυτό  το  συμπέρασμα με  βάση  το  από 18 Φεβρουαρίου   2000   έγγραφο, το  οποίο απεύθυνε η  εταιρία  «……» προς τη ……….., δηλαδή δύο μέρες πριν την ίδρυση της εταιρίας, το οποίο εκδίδεται από το………………….., ότι το CLUB έβαλε σε παρακολούθηση τα πλοία της «…..», μόλις τα αγόρασε, και το CLUB  ζήτησε εξηγήσεις  από τη ….…. γι’ αυτή τη πώληση. Αναφέρεται δε ομοίως, όπως και ο πρώτος, στο έγγραφο του πλοιάρχου N.  σχετικά με  την  πληρωμή  του  πληρώματος του  ως  άνω  πλοίου, ποσού  50.000  δολ ΗΠΑ,  ότι  το         χρέος το γνώριζε  ο κ. ………………….., γιατί, ενώ ισχυρίστηκε  ότι η διαχείριση ήταν απόλυτη ευθύνη και καθήκον της ….. και συνέχιζε να την έχει, τα έγγραφα έρχονταν σε αυτόν, χωρίς να έχει αυτός οργανωμένο γραφείο για  διαχείριση  πλοίων, ότι αυτό το έκανε, για να  δημιουργήσει  ένα φάκελο εγγράφων, ώστε, σε γενόμενη κατάσχεση από τον ασφαλιστικό οργανισμό σε βάρος της «……..», να ισχυριστεί η «………» ότι αυτή η ίδια είναι καινούργιος αγοραστής και είναι ξεχωριστή και δεν έχει καμία σχέση με τους λοιπούς προηγούμενους ιδιοκτήτες και τη ………… Ο ίδιος (δεύτερος εναγόμενος) πρόσθεσε το δικό του συμπέρασμα, ότι δηλαδή, αν ο κ. …………………..  ήταν  ένας  απλός νομικός  σύμβουλος   και  τίποτα άλλο  του  κ. ……………., δεν θα είχε παρουσιαστεί αυτοπροσώπως  στη διαιτησία στο Λονδίνο και προφανώς είχε ενεργό συμμετοχή. Τέλος, στην  ερώτηση της ανακρίτριας «Στη διαδικασία αυτή  γνωρίζετε  αν ο κ. ……. παραδέχθηκε ότι ήταν γνώστης κατά την κατάρτιση της συμφωνίας των βαρών και χρεών που υπήρχαν  στα  δύο πλοία;», απάντησε ότι  ο κ. …………  παρουσιάστηκε ως εκπρόσωπος της «…………..», η οποία παραδέχθηκε στη διαιτησία ότι υπήρχε το πρόβλημα της απαίτησης, αλλά κατά τη δική τους άποψη δεν ήταν βάρος.

Από το σύνολο δε των αποδεικτικών μέσων, που νόμιμα προσκομίστηκαν μετ’ επικλήσεως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ενεργούσε ως πληρεξούσιος δικηγόρος του . …………………..και μόνο κατόπιν εντολών αυτού. Σε εκτέλεση δε σχετικής εντολής του τελευταίου, ο ενάγων συνέστησε την εταιρεία «……………» (στις 22-2-2000), στην οποία μάλιστα, κατά τις οδηγίες του . ………………, ορίσθηκε και ως μοναδικός Διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπος, της οποίας, όμως, την ουσιαστική διαχείριση και ·διοίκηση εξακολουθούσε να έχει ο …………, μέσω της εταιρείας του «…………………..», καθόσον ο ενάγων δεν είχε τις σχετικές γνώσεις, αφού δεν ήταν ούτε εφοπλιστής ούτε πλοιοκτήτης, ενώ η εταιρεία «…………………..» δεν είχε οποιαδήποτε ναυτιλιακή δραστηριότητα, δεν διέθετε γραφεία, ούτε υπαλληλικό προσωπικό, όπως, εξάλλου, και ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της αγοράστριας του πλοίου εταιρίας, ισχυρίζεται στα δικόγραφά του (βλ. μεταξύ άλλων υπ’ αριθμ. καταθ. …../ 2005 αγωγή). Το γεγονός δε της ουσιαστικής διαχείρισης της «………………» από το ……….., ενισχύεται και από το γεγονός ότι αυτός διαπραγματεύτηκε με τους αγοραστές την πώληση των ανωτέρω πλοίων, μέσω της μεσίτριας εταιρείας «…………» και του νομίμου εκπροσώπου αυτής …….., ο οποίος ήταν επι σειρά ετών προσωπικός μεσίτης του ιδίου και της εταιρείας «…….», ενώ ήταν παρών σε όλες τις συμφωνίες και συναντήσεις για την ολοκλήρωση της πώλησης, λαμβάνοντας μάλιστα αυτός τις αποφάσεις για οποιοδήποτε ζήτημα προέκυπτε, σύμφωνα με την από 27-5-2003 κατάθεση του εναγομένου . ………………….. και μάρτυρα κατά την ποινική διερεύνηση της υπόθεσης, όπως η κατάθεση αυτή περιλαμβάνεται στο σκεπτικό του υπ’ αριθμ. …./2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς και στην από 11-12- 2009 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 6205/2005 απόφασης. Σκοπός της εταιρίας αυτής  ήταν  η άμεση  πώληση  και  μόνο  των  προαναφερομένων πλοίων («M.» και «MD.»),  διαδικασία κατά την οποία ο …………., διαβεβαίωσε ψευδώς τον ενάγοντα ότι τα πλοία  αυτά δεν είχαν χρέη ή άλλες οφειλές, γεγονός που βεβαιώθηκε και ρητώς τόσο στα από 23-2-2000 προσύμφωνα πώλησης (ΜΟΑ), όσο και στα από 25-2- 2000   πωλητήρια   έγγραφα   (BILL   OF   SALE)   των   πλοίων   προς   την «…………………..», αλλά εξακρίβωσε και ο ίδιος ο ενάγων από τα πιστοποιητικά των νηολογίων της Μάλτας. Στις διαπραγματεύσεις ,εξάλλου ,που ακολούθησαν για την πώληση των πλοίων, η συμμετοχή του ενάγοντος εξαντλείται με την υπογραφή των πωλητηρίων εγγράφων, στα οποία βεβαίωσε, αγνοώντας την αναλήθεια της δήλωσής του, λόγω της ύπαρξης του ανωτέρω αναφερόμενου προγενέστερου χρέους  του  πλοίου προς τον αλληλοασφαλιστικό οργανισμό, ότι αυτό μεταβιβάζεται ελεύθερο από όλα τα βάρη, ναυτικά προνόμια και οποιεσδήποτε άλλες οφειλές πάσης φύσεως. Η έλλειψη γνώσης του ενάγοντος αποτυπώνεται σε όλα τα προαναφερόμενα δικόγραφα (αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και από 17.01.2003 έγκληση), με τα οποία οι σε αυτά αιτούντες -ενάγοντες – εγκαλούvτες δεν  προσδίδουν καμία μομφή προσωπικά στον ενάγοντα, παρά αναφέρουν ότι αυτός ενεργούσε για λογαριασμό του . ………………, ο οποίος και μόνο ασκούσε τη διαχείριση των πλοίων ακόμα και μετά τη  μεταβίβασή τους στην εταιρία «.  ……», κρίση  στην  οποία, εξάλλου, κατέληξε τόσο  το  Δικαστήριο  της  διαιτησίας  (2004),  όσο και  τα  ελληνικά  πολιτικά και ποινικά  δικαστήρια  κατά τα προαναφερόμενα. Με τις ως άνω από 15-12-2006  καταθέσεις ενώπιον του  Ανακριτή, οι  εναγόμενοι  επιχειρούν  να ανατρέψουν όλα τα ανωτέρω, καθόσον για πρώτη φορά ισχυρίζονται  ότι ο ενάγων ενεργούσε δολίως σε συμπαιγνία με το …………. ., γνωρίζοντας ότι  τα πλοία, που μεταβίβασε στους εγκαλούντες, ήταν  βεβαρημένα  με  προγενέστερα  της  πώλησης χρέη  και ναυτικά  προνόμια. Την πεποίθησή τους αυτή στήριξαν, αφενός στα  όσα έλαβαν χώρα κατά τη διαδικασία της Διαιτησίας στο Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου και ιδίως στην ύπαρξη δύο εγγράφων, που κατατέθηκαν στην ακροαματική διαιτητική διαδικασία, ήτοι το με αριθμό ……/ 12-4-2000, το οποίο απευθύνεται προς τον ενάγοντα από τον πλοίαρχο του Δ/ Ξ «N.» σχετικά με την πληρωμή του πληρώματος του ως άνω πλοίου για ποσό 50.000 δολαρίων ΗΠΑ και το έγγραφο, που απευθύνει η εταιρεία «……………..» προς την εταιρεία «…………» με ημερομηνία 18-2-2000, ήτοι τέσσερις ημέρες πριν από την τυπική σύστασή της την 22-2-2000, και αφετέρου στην επαγγελματική σχέση μεταξύ του ενάγοντος και του ………… .. Από τα ανωτέρω στοιχεία, κατά τη γνώμη των εναγομένων, προκύπτει ότι ο ενάγων ασκούσε ουσιαστική διαχείριση των πλοίων και τελούσε σε γνώση, ως δικηγόρος του ανωτέρω, όλων των διαχειριστικών  και οικονομικών ζητημάτων  των εταιριών  αυτού και της  «…………………..».

Δεν αποδείχθηκε, όμως, από κάποιο πειστικό αποδεικτικό στοιχείο ότι ο ενάγων  γνώριζε την ύπαρξη των χρεών προς τον οργανισμό πριν  τη  μεταβίβαση  των πλοίων στις εταιρίες «……………..» και «……….», ούτε από τα επικαλούμενα  ως άνω έγγραφα. Τούτο διότι η ενημέρωσή του ενάγοντος ως διευθυντή της «……………» για οφειλή μισθών πληρώματος του Δ/Ξ «N.», τη διαχείριση του οποίου είχε αναλάβει ομοίως η «…………..», δεν αποδεικνύει συμμετοχή του στη διαχείριση του πλοίου, αλλά μεσολάβησή του, όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι η  πληρωμή τελικώς των οφειλών αυτών έγινε από την «…………………..» και όχι από την «…………». Η ύπαρξη, εξάλλου, άλλης οφειλής και επί άλλου πλοίου, παντελώς άσχετης με την ένδικη οφειλή προς τον Οργανισμό, δεν οδηγεί άνευ ετέρου, στη γνώση εκ μέρους του ενάγοντος περί  της  οφειλής  αυτής. Ενισχυτικό της  κρίσης  αυτής  είναι όσα η ίδια  η αγοράστρια εταιρία «…………..», νομίμως εκπροσωπούμενη από τον πρώτο των εναγομένων, αναφέρει στην με αριθμ. καταθ. …./17- 6-2005 αγωγή της κατά του ενάγοντος και του . …………………..στη σελ. 27, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «τα πλοία της πρώτης των εναγομένων ….. εξακολούθησε να τα διαχειρίζεται η εταιρία ….. του ………………., παρά τη μεταβίβαση των στην εταιρία …… και ότι ο κ. …………….. . ουδεμία σχέση είχε με την διαχείριση και τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρίας και των πλοίων, αλλά ενεργούσε κατ’ εντολήν και ουσιαστικά για λογαριασμό του τρίτου των εναγομένων», αγωγή που έπεται της διαιτητικής διαδικασίας και επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω υπ’ αριθμ. 6205/ 2005 απόφαση.

Επίσης, η αποστολή εγγράφου από το γραφείο του ενάγοντος προς την «……..», με χρήση της επωνυμίας της «…………» πριν την τυπική σύστασή της, σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύει συμπαιγνία του . ………….και του ενάγοντα και πολύ περισσότερο δόλια γνώση του τελευταίου περί της ύπαρξης χρεών των πλοίων. Ακολούθως, και αναφορικά με την ιδιότητα του ενάγοντα ως δικηγόρου και την επαγγελματική συνεργασία του με το ………. . και την εξ αυτής γνώση της οφειλής, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εκπροσωπούσε τον προαναφερόμενο στις διαφορές του με τον οργανισμό, το οποίο, εξάλλου, ουδείς επικαλείται, ώστε εξ αυτού του λόγου να γνωρίζει την ύπαρξη της οφειλής. Ούτε, τέλος, οι εναγόμενοι επικαλούνται συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται γνώση του ενάγοντος, παρά τα προαναφερόμενα και μη ουσιώδη ως άνω περιστατικά, ήδη γνωστά σε αυτούς από τη διαιτητική διαδικασία, που θεμελιώνουν κατά κύριο λόγο την ευθύνη της εταιρίας «…………………..», την πραγματική διαχείριση της οποίας ασκούσε ο………………….., ο οποίος και παραπέμπεται   για την πράξη της απάτης, όπως προαναφέρθηκε. Όλα  τα ανωτέρω γνώριζε και ο δεύτερος των εναγομένων, ο οποίος μεσολάβησε στην  ως  άνω αγοραπωλησία των πλοίων και παρευρισκόταν  κατά τη συμφωνία μεταβίβασης του πλοίου «PR», πλέον του ενάγοντα υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου και για λογαριασμό της «……….»», του …… για την «……..», του πρώτου των εναγομένων για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας «……..», ο οποίος (β’ εναγόμενος) συνεργαζόταν με την προαναφερομένη εταιρεία, μέσω της εταιρείας «……..». Συνακόλουθα, όσα  περιλαμβάνονται  στις ως άνω καταθέσεις,  αναφορικά και μόνο με τη γνώση του ενάγοντος ως προς την ύπαρξη των οφειλών πριν τη μεταβίβαση των πλοίων,  αφενός  αποτελούν  γεγονότα,  υπό  την  έννοια που  περιλαμβάνεται  στη  νομική  σκέψη  που  προηγήθηκε  (ΑΠ  179/ 2011, ΑΠ 543/ 2009, ΑΠ 1095/ 2008, ΑΠ 1462/ 2005 και ΑΠ 387/ 2005  ΤΝΠ Νόμος) και όχι απλά αξιολογικές κρίσεις, όπως αβάσιμα διατείνονται οι εναγόμενοι και αφετέρου αποδείχθηκε ότι είναι ψευδή.

Οι ως άνω ψευδείς για το ένδικο γεγονός καταθέσεις ,κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δόθηκαν για τη θεμελίωση ευθύνης του ενάγοντος εν όψει της ανυπαρξίας περιουσίας της πωλήτριας και της διαχειρίστριας εταιρίας.

Οι εναγόμενοι, εξάλλου, γνώριζαν την αναλήθεια του περιεχόμενου στις καταθέσεις αυτές ισχυρισμού τους, του οποίου έλαβαν γνώση δικαστές, εισαγγελείς, γραμματείς, δικαστικοί επιμελητές, οι οποίοι και παρά ταύτα προέβησαν στην επίκλησή του ,με σκοπό να προκαλέσουν στον ενάγοντα βλάβη, ώστε η σχετική συμπεριφορά τους να είναι υπαίτια και παράνομη.

Η συμπεριφορά δε αυτή, η οποία αντίκειται στην έννοια της ευπρέπειας, είναι προσβλητική για την τιμή και υπόληψη του ενάγοντα ως δικηγόρου, ο οποίος αναίτια εμφανίστηκε ως ανέντιμος, που μετέρχεται παράνομες μεθόδους.

Ως εκ  τούτου πλήρως αποδείχθηκε ότι από τις επικαλούμενες από τον ενάγοντα άδικες και τελεσθείσες σε βάρος του πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης από αμφοτέρους τους εναγόμενους, της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης από τον πρώτο και της ψευδορκίας μάρτυρα από τον δεύτερο, επλήγη η προσωπικότητά του.  Συνεπώς, δεκτού γενομένου ότι πρόκειται για συκοφαντική δυσφήμηση, δεν ερευνάται η ένσταση των εναγομένων ότι προέβησαν στους ισχυρισμούς αυτούς προς εκτέλεση νομίμου καθήκοντος (367 παρ 1 ΠΚ) και δη του καθήκοντος μαρτυρίας, καθήκον το οποίο, κατ΄άρθρο 209 ΚΠΔ, αφορά στην υποχρέωση κάθε πολίτη προς μαρτυρία για τη συνδρομή της δικαιοσύνης, που περιλαμβάνει κατάθεση πραγματικών περιστατικών, που έχουν υποπέσει στην αντίληψή τους ή και κρίσεις, εφόσον συνδέονται αναπόσπαστα με γεγονότα, διότι, όπως αναλύθηκε στη μείζονα σκέψη, η ένσταση αυτή έχει εφαρμογή στην απλή δυσφήμηση και στην εξύβριση και όχι στη συκοφαντική δυσφήμηση, ή στις λοιπές ποινικά κολάσιμες πράξεις. Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, αφού απέρριψε ως αβάσιμο τον περί άρσης του αδίκου ισχυρισμό των εναγομένων, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων, που αποτελούν σχετικούς λόγους των εφέσεών τους, απορριπτέοι τυγχάνουν ως αβάσιμοι. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι, με τις παραπάνω ενέργειες των εναγομένων, προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητα του ενάγοντος ,μειώθηκε η τιμή και η υπόληψή του και προκλήθηκε σ΄αυτόν ηθική βλάβη. Προκειμένου δε να αποκατασταθεί η ηθική βλάβη του ενάγοντος, πρέπει να επιδικαστεί υπέρ αυτού ανάλογη χρηματική ικανοποίηση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε ο ενάγων, το βαθμό του πταίσματος των εναγομένων, τις ιδιότητες και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών  (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ ο πρώτος εναγόμενος και το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ ο δεύτερος, νομιμοτόκως όλα τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Τα συγκεκριμένα αυτά ποσά χρηματικής ικανοποίησης αξιολογούνται ως εύλογα, επαρκή και δίκαια, για να αποκαταστήσουν πλήρως της επίδικη ηθική βλάβη του ενάγοντος,(βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του και διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό του τα ανωτέρω, έκανε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα , ο μεν πρώτος εξ αυτών το ποσό των 15.000,00 ευρώ και ο δεύτερος το ποσό των 10.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί τόσο των εκκαλούντων όσο και του αντεκκαλούντος, απορριπτέοι τυγχάνουν ως αβάσιμοι. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν οι λόγοι εφέσεων και αντεφέσεων αντίστοιχα καθώς και οι κρινόμενες εφέσεις και αντεφέσεις στο σύνολό τους, και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των εκκαλούντων- αντεφεσιβλήτων και εφεσιβλήτου- αντεκκαλούντος, λόγω της εκκατέρωθεν ήττας τους (αρθρ.176, 178, 191 §2 Κ.Πολ.Δ.).

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων άσκησης εφέσεων, που οι εκκαλούντες κατέθεσαν αντίστοιχα, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ όπως ισχύει.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων : α) την από 27-4-2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./2018) έφεση, β) την από  25-5-2018    (γεν. αριθμ. καταθ. …./2018) έφεση, γ) την από 18-6-2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./2018) δι΄αυτοτελούς δικογράφου ασκηθείσα αντέφεση και δ) την από 18-6-2018 (αριθμ. καταθ. …./2018) δι΄ αυτοτελούς δικογράφου ασκηθείσα  αντέφεση, κατά της υπ΄αριθμ. 999/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  (τακτική διαδικασία) .

Δέχεται τις εφέσεις και τις αντεφέσεις τυπικά και απορρίπτει αυτές κατ΄ουσίαν.

Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας. ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των e–παραβόλων με κωδικούς …/2018 και  …./2018, άσκησης εφέσεων, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ αντίστοιχα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 27 Φεβρουαρίου 2020.   

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Γεωργία Λάμπρου.

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 13 Απριλίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη,  Αικατερίνη Κοκόλη και Ευαγγελία Πανταζή,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ