Αριθμός 296/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συνεκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), οι α) από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) και β) από 2-11-2018 (αρ. καταθ. …../2018) εφέσεις, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 5-11-2018, κατά της υπ΄ αρ. 4290/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε ερήμην του εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου-εκκαλούντος, την από 15-6-2017 (αρ. καταθ. …./2017) αγωγή του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου, κατά την τακτική διαδικασία. Πρέπει δε, να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 524 παρ. 3 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη από2-11-2018 (αρ. καταθ. 898/2018) έφεση ασκήθηκε την 5-11-2018, ήτοι μετά την 1-1-2016, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Περαιτέρω, κατ΄ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο αν νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο Δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 του ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου, αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον, με παραγγελία του οποίου έγινε, και υποδηλώνει τη βούλησή του ότι επιθυμεί την εκδίκασή της. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, στην περίπτωση της ερημοδικίας του εκκαλούντος, το Δικαστήριο που δικάζει την έφεση οφείλει, αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή αν αυτός, στην περίπτωση που τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, να απορρίψει την έφεση. Εξάλλου, η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος χωρεί, ανεξάρτητα από το εάν δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της, γιατί προηγείται η εξέταση της παρουσίας ή απουσίας του διαδίκου (ΕφΠειρ 72/2014, Β.Βαθρακοκοίλης: ΚΠολΔ, εκ. 1995, τόμος Γ΄, άρθρο 531, αρ. 6 και άρθρο 532, αρ. 12).
Από την υπ΄ αρ. …../21-10-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, που έχει την έδρα του στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………., την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο εφεσίβλητος της από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) εφέσεως, προκύπτει ότι τη συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως επισπεύδει ο ίδιος (εφεσίβλητος), ο οποίος επέδωσε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο εκκαλούν ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως, με εκθέσεις καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστεί (το εκκαλούν) κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (6-2-2020). Το τελευταίο, όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην. Κατά την παρούσα δικάσιμο ο εφεσίβλητος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου του. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4290/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, δεν πρέπει να ορισθεί, διότι το εκκαλούν είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το οποίο κατά το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 απαλλάσσεται, όπως και το Ελληνικό Δημόσιο κατά το άρθρο 19 του Ν.Δ. της 26-6/10-7-1944 «Περί Κωδικός των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου», της σχετικής υποχρεώσεως και για το λόγο αυτό δεν κατέθεσε και παράβολο εφέσεως, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
Από την υπ΄ αρ. …./21-10-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, που έχει την έδρα του στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….., την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών της από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) εφέσεως, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση (άρθρο 498 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως, με εκθέσεις καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (6-2-2020), επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στο εφεσίβλητο. Το τελευταίο, όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτό παρόν (άρθρο 524 παρ. 1 και 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι ο παριστάμενος εκκαλών της από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) εφέσεως προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ, αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου και των πρακτικών που τηρήθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, ενώ το εναγόμενο, λόγω της ερημοδικίας του και στον πρώτο βαθμό, δεν κατέθεσε προτάσεις, ώστε αντίγραφο αυτών να προσκομισθεί από τον παριστάμενο εκκαλούντα.
Η κρινόμενη από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ.το υπ΄ αρ. ……../2018 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).
Με την ένδικη από 15-6-2017 (αρ. καταθ. ……./2017) αγωγή του, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) την 7 Μαρτίου 2018, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ιστορούσε ότι την 7-9-2009 υπογράφηκε ανάμεσα στον ίδιο, ως ασκούντα ατομική επιχείρηση καθαρισμού, και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Αθλητικός Οργανισμός Δήμου Πειραιά» (ΑΟΔΠ) σύμβαση έργου, δυνάμει της οποίας ο ίδιος ανέλαβε τον καθαρισμό του κολυμβητηρίου του για το χρονικό διάστημα από την 7-9-2009 έως και την 6-9-2010, έναντι συνολικής δαπάνης 33.613,45 ευρώ, πλέον ΦΠΑ. Ότι η σύμβαση αυτή υπογράφηκε, σύμφωνα με την από 17-1-2008 προσφορά του ιδίου (ενάγοντος), κατόπιν διενέργειας μειοδοτικού διαγωνισμού, δυνάμει και σε εκτέλεση της υπ΄ αρ. 12/17-1-2008 αποφάσεως Προέδρου, που συντάχθηκε σύμφωνα με την υπ΄ αρ. 11389/1993 απόφαση Υ.Ε., και της υπ΄αρ. 18/25-6-2009 αποφάσεως του Δ.Σ. του ΑΟΔΠ, με την ειδικότερη συμφωνία για τμηματική καταβολή της αμοιβής, με την αντίστοιχη έκδοση, κάθε φορά, του σχετικού παραστατικού. Ότι την 1-10-2010 υπογράφηκε και νέα σύμβαση, που αφορούσε το χρονικό διάστημα από την 1-10-2010 έως την 30-9-2011 με το ίδιο με την προηγηθείσα συμφωνία περιεχόμενο, και σε εκτέλεση των ίδιων ως άνω αποφάσεων, καθώς και της υπ΄ αρ. 23/27-8-2010 αποφάσεως του Δ.Σ. του ΑΟΔΠ, έναντι αμοιβής 32.520,33 ευρώ, πλέον ΦΠΑ. Ότι για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, ο ίδιος συμφώνησε προφορικά με τον ΑΟΔΠ τον καθαρισμό και δύο γηπέδων καλαθοσφαίρισης (basket)-γυμναστηρίων, επίσης, στις περιοχές Χατζηκυριάκειο (Σαλπέα) και Καμίνια, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής 1.690 ευρώ μηνιαίως, πλέον ΦΠΑ, έως την 8-3-2012. Ότι μολονότι ο ίδιος αποπεράτωσε προσηκόντως το ανατεθέν σ΄ αυτόν έργο του καθαρισμού των ως άνω εγκαταστάσεων, εντούτοις το εναγόμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΟΠΑΝ) Δήμου Πειραιά» το οποίο υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ως άνω ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Αθλητικός Οργανισμός Δήμου Πειραιά» (ΑΟΔΠ), δεν κατέβαλε σ΄ αυτόν την συμφωνηθείσα αμοιβή του, όπως αυτή προκύπτει από τα λεπτομερώς αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) τιμολόγια που είχε εκδώσει για την παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών του, αν και αυτό (εναγόμενο) οχλήθηκε προς τούτο με την από 17-2-2013 εξώδικη δήλωσή του. Ακολούθως, ιστορούσε ότι εξαιτίας της υπαίτιας άρνησης του εναγομένου να εκπληρώσει τις ως άνω συμβατικές υποχρεώσεις του, δεν μπόρεσε και ο ίδιος να ανταποκριθεί στις αντίστοιχες και άμεσα συνδεόμενες με τις επίδικες συμβάσεις οικονομικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο (ΦΠΑ, φόρο εισοδήματος), καθώς και προς τα ασφαλιστικά Ταμεία (το ΙΚΑ, το πρώην ΤΕΒΕ, μετέπειτα ΟΑΕΕ και νυν ΕΦΚΑ), με αποτέλεσμα να του επιβληθούν από τις αρμόδιες ΔΟΥ Ηλιούπολης και Γλυφάδας, από το ΙΚΑ, το πρώην ΤΕΒΕ, μετέπειτα ΟΑΕΕ και νυν ΕΦΚΑ, πρόστιμα, τόκοι υπερημερίας, τέλη, προσαυξήσεις κλπ, τα οποία ανέρχονται για μεν τις ΔΟΥ Ηλιούπολης και Γλυφάδας και έως το οικονομικό έτος 2017, στο ποσό των 9.484,83 ευρώ, για δε το ΙΚΑ και τον ΟΑΕΕ και έως την 31-12-2016, στα ποσά των 3.744,98 και 15.295,07 ευρώ, αντίστοιχα. Ότι τα ως άνω πρόστιμα, τόκοι υπερημερίας, τέλη, προσαυξήσεις κλπ δεν θα του είχαν επιβληθεί εάν το εναγόμενο του είχε καταβάλει προσηκόντως τη συμφωνηθείσα αμοιβή του και αυτός ακολούθως εξοφλούσε έγκαιρα και εμπρόθεσμα τις ως άνω οικονομικές υποχρεώσεις του. Επιπλέον ότι εξαιτίας της ίδιας ως άνω αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εναγομένου και της επακόλουθης αδυναμίας του ιδίου (ενάγοντος) να ανταποκριθεί στις ανωτέρω φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις του, δεν μπόρεσε αυτός να λάβει φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα και συνακόλουθα να συμμετάσχει στους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (αγωγή) εννέα (9) διαγωνισμούς ανάληψης έργων καθαρισμού, που προκηρύχθηκαν από 30-11-2011 έως και 31-12-2014, συνολικού προϋπολογισθέντος ποσού 108.749,90 ευρώ. Ότι, με μεγάλη πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα είχε συμμετάσχει στους διαγωνισμούς αυτούς και θα είχε αναλάβει τα έργα τουλάχιστον των μισών από αυτούς, ενόψει και των λογικών τιμών που προσέφερε, αλλά και των άριστων συστάσεων που διέθετε από προηγούμενους διαγωνισμούς, στους οποίους είχε ανακηρυχθεί μειοδότης, αποκομίζοντας έτσι εισόδημα ποσού 54.374,95 (= 108.749,90 ευρώ : 2) ευρώ, το οποίο απώλεσε από υπαιτιότητα αυτού (εναγομένου). Ότι κατά τη χρονική περίοδο που προσέφερε στο εναγόμενο τις ένδικες υπηρεσίες του και λίγο προγενέστερα και λίγο μεταγενέστερα, είχε συμμετάσχει σε μειοδοτικούς διαγωνισμούς και είχε λάβει νόμιμα την ανάθεση, από διάφορους φορείς, των επικαλούμενων έργων. Επιπροσθέτως, ιστορούσε ότι εξαιτίας της ως άνω συμπεριφοράς του εναγομένου, δοκίμασε (ο ενάγων) στεναχώρια, εξαιτίας της οικονομικής ζημίας, της δυσφήμισης, αλλά και της επαγγελματικής και οικογενειακής καταστροφής, που προκλήθηκαν σ΄ αυτόν, με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από νόμιμο (πρωτοδίκως) περιορισμό του αιτήματος, από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει τα εξής ποσά: α) το ποσό των 58.683,30 ευρώ ως οφειλόμενη αμοιβή του από τις επίδικες συμβάσεις έργου, όπως το ποσό αυτό προκύπτει από τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) τιμολόγια, που εξέδωσε ο ίδιος κατά την παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών του, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο 60 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, β) το ποσό των 9.484,83 ευρώ ως αποζημίωση για τα πρόστιμα, τους τόκους υπερημερίας, τα τέλη, τις προσαυξήσεις κλπ που επιβλήθηκαν σ΄ αυτόν από τις αρμόδιες ΔΟΥ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, γ) το ποσό των 19.040,05 (= 3.744,98 + 15.295,07) ευρώ ως αποζημίωση για τα πρόστιμα, τους τόκους υπερημερίας, τα τέλη, τις προσαυξήσεις κλπ που επιβλήθηκαν σ΄ αυτόν από τα ως άνω ασφαλιστικά Ταμεία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Επίσης, ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο οφείλει να του καταβάλει τα ακόλουθα ποσά: α) το ποσό των 54.374,95 ευρώ ως αποζημίωση για απολεσθέντα εισοδήματα, λόγω μη συμμετοχής του στους αναφερόμενους στην αγωγή, διαγωνισμούς από υπαιτιότητα του εναγομένου, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση και β) το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της προκληθείσας σ΄ αυτόν ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή κατά το καταψηφιστικό σκέλος της και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 4290/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 17-9-2018, ερήμην του εναγομένου, κατά την τακτική διαδικασία, όπως προαναφέρθηκε, δέχθηκε ότι αρμοδίως καθ΄ ύλην και κατά τόπον εισήχθη ενώπιόν του (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) κατά την τακτική διαδικασία. Ακολούθως, δε, απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, ως προς τα κονδύλια των 9.484,83 και 19.040,05 ευρώ για αποζημίωση λόγω επιβολής προστίμων κλπ στον ενάγοντα, από την μη εμπρόθεσμη καταβολή των φορολογικών και ασφαλιστικών του υποχρεώσεων, καθώς και ως προς το κονδύλιο των 54.374,95 ευρώ για απολεσθέντα εισοδήματα λόγω μη συμμετοχής του ενάγοντος σε διαγωνισμούς. Επίσης, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, ως προς την κύρια βάση της, τη στηριζόμενη στις διατάξεις από τη σύμβαση έργου, ως προς το επιμέρους ποσό των 18.708,30 ευρώ για αμοιβή του ενάγοντος για τον καθαρισμό των εγκαταστάσεων στις περιοχές Χατζηκυριάκειο (Σαλπέα) και Καμίνια για τους μήνες Μάιο έως και Δεκέμβριο του 2010, καθώς και το μήνα Φεβρουάριο 2012, για το οποίο (ποσό) εκδόθηκαν τα υπ΄ αρ. 398/2-2-2012 και 405/13-3-2012 τιμολόγια. Ως προς την επικουρική δε εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, ως προς το επιμέρους ως άνω ποσό των 18.708,30 ευρώ, είναι απορριπτέα, λόγω αοριστίας. Επιπλέον, έκρινε ότι η αγωγή, ως προς το αγωγικό κονδύλιο των 50.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, ενώ κατά τα λοιπά, ως προς το ποσό των 39.975 ευρώ, για αμοιβή του ενάγοντος για τον καθαρισμό του κολυμβητηρίου του εναγομένου, βάσει των ανωτέρω από 7-9-2009 και 1-10-2010 έγγραφων συμβάσεων, για το οποίο (ποσό) εκδόθηκαν τα υπ΄ αρ. ………… τιμολόγια, είναι νόμιμη (η αγωγή) ως προς την κύρια βάση της εκ της συμβάσεως έργου. Επίσης, έκρινε ότι ως προς ίδιο ως άνω ποσό των 39.975 ευρώ η αγωγή, κατά την επικουρική βάση της, την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, είναι αόριστη και ως τέτοια απορριπτέα. Ακολούθως, αφού έκρινε ότι, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου, θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην ένδικη αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος, αφού πρόκειται (όπως έκρινε) για γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία και δεδομένου ότι δεν υπήρχε ένσταση εξεταζόμενη αυτεπάγγελτα, δέχθηκε αυτήν (ένδικη αγωγή) εν μέρει ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα πέντε (39.975) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευσης εξήντα (60) ημερών από την έκδοση εκάστου εκ των σχετικών υπ΄ αρ. …………… τιμολογίων, κήρυξε την άνω διάταξη προσωρινά εκτελεστή για ποσό είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται, με την κρινόμενη από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) έφεση, ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή του και για τα κεφάλαια αυτά. Η έφεση κατά το μέρος που ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό, είναι απορριπτέα, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα, αλλά δέχθηκε την ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν, δεχόμενο ότι, συνεπεία της ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην ένδικη αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, αφού πρόκειται για γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία και δεδομένου ότι δεν υπήρχε ένσταση εξεταζόμενη αυτεπάγγελτα.
Από τις διατάξεις των άρθρων 41 του ΝΔ 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», προκύπτει ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό ΝΠΔΔ, που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και ήδη κατά την υπ΄ αρ. 2/42053/0094 (ΦΕΚ 1033/7-8-2002) απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών 2.500 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις, καταρτιζόμενες για λογαριασμό ΝΠΔΔ ή αναλόγως του Δημοσίου, ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι΄ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (ΑΠ 430/2015, ΑΠ 1442/2014, ΑΠ 766/2014). Η ακυρότητα της σύμβασης είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, της άκυρης σύμβασης, η παροχή, που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης, παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 – 913 του ΑΚ, για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (ΑΠ 766/2014 ο.π.). Ακολούθως, από τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. α΄ του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλoυσιότερoς χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, αν, δηλαδή, η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη εξαιτίας απαγορευτικής διάταξης νόμου (ΕφΠατρ 846/2007), όπως συμβαίνει στην περίπτωση που με σύμβαση με το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», προβλεπόμενος έγγραφος τύπος. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α΄ του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο, για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 219 του ΚΠολΔ, δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της εν λόγω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι, στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Τούτο δε διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ΄ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης. Έτσι, πληρούται με τον τρόπο αυτόν ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 23/2003 ΕλλΔνη 44.1261, ΟλΑΠ 22/2003). Εξάλλου, ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 του ΑΚ έχει εφαρμογή, όπως προαναφέρθηκε, και επί του Δημοσίου, όπως και επί των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΑΠ 1442/2014, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1387/2011, ΑΠ 1127/2003, ΑΠ 1930/1988, ΑΠ 34/1988, ΕφΑθ 2941/2008, ΕφΑθ 6063/2001). Σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται εργασίες ή υπηρεσίες με άκυρη σύμβαση, «ο αντισυμβαλλόμενος» του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια που απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής, που έλαβε χώρα, χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη, που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 1225/2008, ΑΠ 1490/2006). Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 298 του ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, συνισταμένου σε απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, αρκεί να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής το είδος της επιχείρησης που ασκούσε ο ενάγων, οι περιστάσεις υπό τις οποίες ασκείται αυτή και τα εισοδήματα, τα οποία με πιθανότητα κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε από αυτή την δραστηριότητά του στο μέλλον, αν δεν μεσολαβούσε το ζημιογόνο γεγονός (ΟλΑΠ 22/1995, ΑΠ 143/2018, ΑΠ 496/2016). Επίσης, πρέπει να εκτίθενται και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 175/2010). Σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, ως αόριστης, ο ενάγων δεν εμποδίζεται να επανέλθει με την άσκηση νέας, όμοιας με την προηγούμενη, αγωγής, αν θεραπεύσει το δικονομικό ελάττωμα, για το οποίο δημιουργήθηκε δεδικασμένο (πρβλ. ΕφΑθ 149/2012). Περαιτέρω, από τη διάταξη του εδ. β΄ του ως άνω άρθρου 298 του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη), να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 649/2019, ΑΠ 2149/2014, ΑΠ 468/2003). Περαιτέρω, όταν η πράξη ή η παράλειψη, που συνιστά αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, είναι συγχρόνως και καθ΄ εαυτή παράνομη, δηλαδή θα ήταν παράνομη και εάν είχε διαπραχθεί χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, γίνεται δεκτή συρροή των δύο λόγων ευθύνης, δηλαδή της ενδοσυμβατικής και της αδικοπρακτικής (ΑΠ 1123/2006, ΑΠ 1120/2005, ΕφΑθ 7466/2007). Τότε, μόνον, οφείλεται αποζημίωση, αν το γεγονός, γενικότερα, που δημιουργεί την ευθύνη, υπήρξε πράγματι η αιτία της ζημίας. Η σχέση αυτή αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ γεγονότος ικανού κατ΄ αρχήν να ιδρύσει ευθύνη και της ζημίας είναι η αιτιώδης συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμος, που υπάρχει, όταν η συμπεριφορά του δράστη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν αντικειμενικά, ικανή να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1382/2009, Λιτζερόπουλος στην ΕρμΑΚ, εισαγ. άρθρα 297-300, αρ. 33 επ.). Το εάν το καταλογιζόμενο στο παρ΄ ου ζητείται η αποζημίωση γεγονός ήταν ικανό, κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την επελθούσα ζημία, θα κριθεί, κατά την ορθότερη άποψη με τα κριτήρια και την ικανότητα πρόβλεψης του επιμελούς εν γένει συναλλασσόμενου του οικείου κύκλου δραστηριότητας, επί τη βάσει των δεδομένων της πείρας και των περιστατικών, τα οποία ήταν, κατά το χρόνο στον οποίο έγινε η πράξη, δηλαδή και πριν επέλθει το αποτέλεσμα, γνωστά σ΄ αυτόν (ΕφΑθ 662/2018, ΕφΛαρ 113/2016, ΕφΑθ 4617/2012, Λιτζερόπουλος, ό.π., αρ. 45). Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, (με την οποία εισήχθη ενώπιον του καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διαφορά ιδιωτικού δικαίου), ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, ήτοι α) ως προς τα αγωγικά κονδύλια των 9.484,83 ευρώ και 19.040,05 ευρώ για αποζημίωση λόγω επιβολής προστίμων κλπ στον ενάγοντα, από την μη εμπρόθεσμη καταβολή των φορολογικών και ασφαλιστικών του υποχρεώσεων, καθώς και β) ως προς το αγωγικό κονδύλιο των 54.374,95 ευρώ για απολεσθέντα εισοδήματα λόγω μη συμμετοχής του ενάγοντος σε διαγωνισμούς, είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθόσον δεν εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής όλα εκείνα τα αναγκαία στοιχεία και περιστατικά που θεμελιώνουν την ύπαρξη πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος εκ μέρους του εναγομένου και των ανωτέρω επικαλούμενων απώτερων ζημιών του ενάγοντος. Ειδικότερα, ενώ ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή, επικαλείται ότι κατά τη χρονική περίοδο που προσέφερε στο εναγόμενο τις ένδικες υπηρεσίες του και λίγο προγενέστερα και λίγο μεταγενέστερα, είχε συμμετάσχει σε μειοδοτικούς διαγωνισμούς και είχε λάβει νόμιμα την ανάθεση, από διάφορους φορείς, των επικαλούμενων έργων, δεν διευκρινίζει εάν έλαβε την αμοιβή του από αυτές ή όχι και γιατί ανέμενε ως μοναδικό και αποκλειστικό του έσοδο την αμοιβή του από το εναγόμενο, ώστε να μπορεί εν προκειμένω το Δικαστήριο να κρίνει τη νομιμότητα της αγωγής, αναφορικά με την ύπαρξη πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ανωτέρω παράλειψης του εναγομένου για καταβολή στον ενάγοντα της συμφωνηθείσας αμοιβής του και των απώτερων ζημιών που επικαλείται ότι υπέστη ο τελευταίος από την μη έγκαιρη εξόφληση των συνδεόμενων με τις επίδικες συμβάσεις φορολογικών και ασφαλιστικών του υποχρεώσεων, αλλά και από την απώλεια εισοδημάτων, λόγω της μη συμμετοχής του σε άλλους επικαλούμενους διαγωνισμούς, και να τάξει τη δέουσα απόδειξη. Επιπλέον, ειδικά ως προς το ποσό των 54.374,95 ευρώ για αποθετική ζημία, ο ενάγων ως προς το κονδύλιο αυτό αρκείται να αναφέρει ότι δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στους αναφερόμενους στην αγωγή εννιά (9) διαγωνισμούς ανάληψης έργων καθαρισμού, συνολικού προϋπολογισθέντος ποσού 108.749,90 ευρώ, με αποτέλεσμα να απωλέσει το εισόδημα που θα αποκόμιζε από την ανάληψη των έργων τουλάχιστον των μισών εξ αυτών, χωρίς να παραθέτει τα στοιχεία εκείνα και τα περιστατικά – κυρίως τις τιμές που συνήθως αυτός προσέφερε κατά την συμμετοχή του σε ανάλογους με τους ανωτέρω διαγωνισμούς, καθώς και τα ποσά για τα οποία οι συγκεκριμένοι ως άνω εννιά (9) διαγωνισμοί κατακυρώθηκαν τελικά στους αντίστοιχους μειοδότες τους – τα οποία συγκρινόμενα μεταξύ τους θα καταδείκνυαν ότι ο ενάγων, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα αποκόμιζε τα κέρδη αυτά από τη συμμετοχή του στους ως άνω διαγωνισμούς, αν δεν μεσολαβούσε η υπαίτια παράλειψη του εναγομένου να καταβάλει σ΄ αυτόν τη συμφωνηθείσα αμοιβή του. Η προαναφερόμενη δε αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με απλή αναφορά σε διάταξη νόμου, αλλά ούτε και με το δικόγραφο της εφέσεως (πρβλ. ΕφΑθ 6001/2000). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ήτοι απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως προς τα ως άνω κονδύλια, λόγω αοριστίας, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός περί του αντιθέτου λόγος της από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) εφέσεως. Περαιτέρω η αγωγή, ως προς το, επίσης, προσβαλλόμενο κεφάλαιο, ήτοι το επιμέρους ποσό των 18.708,30 ευρώ για αμοιβή του ενάγοντος για τον καθαρισμό των εγκαταστάσεων στις περιοχές Χατζηκυριάκειο (Σαλπέα) και Καμίνια για τους μήνες Μάιο έως και Δεκέμβριο του 2010, καθώς και τον μήνα Φεβρουάριο 2012, για το οποίο (ποσό) εκδόθηκαν τα υπ΄ αρ. …./2-2-2012 και ………/13-3-2012 τιμολόγια, [χωρίς ο ενάγων να επικαλείται ότι καθένα από τα ως άνω τιμολόγια αντιστοιχεί σε άλλη (ξεχωριστή) σύμβαση]είναι μη νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, τη στηριζόμενη στις διατάξεις από τη σύμβαση έργου, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, η σχετική σύμβαση που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και του δικαιοπαρόχου του εναγομένου ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Αθλητικός Οργανισμός Δήμου Πειραιά» για τον καθαρισμό των εν λόγω εγκαταστάσεων, καταρτίστηκε προφορικά, ήτοι χωρίς να περιβληθεί τον απαιτούμενο έγγραφο συστατικό τύπο και επομένως ήταν άκυρη, αφού δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, για την σύναψη συμβάσεων με ΝΠΔΔ. Εξάλλου, ως προς την επικουρική εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση, η οποία σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 του ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, στο δικόγραφο της αγωγής δεν γίνεται ούτε καν απλή, χωρίς αναφορά των λόγων, επίκληση της ακυρότητας της ως άνω συμβάσεως έργου, αλλά η επικουρική βάση αυτής, στηρίζεται ακριβώς στα ίδια πραγματικά περιστατικά, όπως και η κύρια βάση και συνεπώς η αγωγή, ως προς το ίδιο ως άνω επιμέρους ποσό των 18.708,30 ευρώ, είναι απορριπτέα, ως προς την επικουρική της βάση, λόγω αοριστίας. Η ως άνω δε αοριστία, όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με απλή αναφορά σε διάταξη νόμου, αλλά ούτε και με το δικόγραφο της εφέσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ………/2018 εφέσεως) πρέπει να απορριφθούν. Επίσης η ένδικη αγωγή, ως προς το προσβαλλόμενο κεφάλαιο, ήτοι ως προς το αγωγικό κονδύλιο των 50.000 ευρώ για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, η περιγραφόμενη συμπεριφορά του εναγομένου συνιστά αθέτηση έναντι αυτού (ενάγοντος) ενοχικής υποχρέωσης και όχι αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, αφού η συμπεριφορά αυτή δεν θα ήταν παράνομη αν δεν υπήρχε η ένδικη συμβατική σχέση και επομένως εφαρμόζονται οι ειδικές συμβατικές διατάξεις και όχι και οι γενικές διατάξεις περί αδικοπραξίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της από 2-11-2018 (αρ. καταθ……../2018) εφέσεως πρέπει να απορριφθούν. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) έφεση να απορριφθεί. Το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν θα διαληφθεί στην παρούσα, καθόσον το απολιπόμενο εφεσίβλητο που νίκησε, πρωτίστως, δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρα 106, 191 παρ. 2, 176 και 183 του ΚΠολΔ). Επίσης, δεν πρέπει να ορισθεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, καθόσον, το εφεσίβλητο είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, κατά το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 απαλλάσσεται, όπως και το Ελληνικό Δημόσιο κατά το άρθρο 19 του Ν.Δ. της 26-6/10-7-1944 «Περί Κωδικός των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου», της σχετικής υποχρεώσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην του εφεσίβλητου-εκκαλούντος τις α) από 2-11-2018 (αρ. καταθ……/2018) και β) από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) εφέσεις, κατά της υπ΄ αρ. 4290/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
Απορρίπτει την από 2-11-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση.
Καταδικάζει το εκκαλούν, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 2-11-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατόν (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. ……../2018 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 23-4-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου Δικηγόρου του εκκαλούντος-εφεσίβλητου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ