Αριθμός 297/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.T.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 764 του KΠολΔ «Αν όταν εκφωνείται η υπόθεση δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος, η συζήτηση ματαιώνεται. Αν κάποιος από τους διαδίκους εμφανιστεί, το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ΄ ουσίαν.». Από τη διάταξη αυτή, σαφώς προκύπτει ότι σε υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αν απουσιάζει ο εκκαλών δεν απορρίπτεται η έφεση, αλλά τόσο αυτή όσο και η ουσία της υπόθεσης συζητούνται, παρά την απουσία του εκκαλούντος, ο οποίος δικάζεται σαν να ήταν παρών. Το ίδιο ισχύει και για τον ερημοδικούντα εφεσίβλητο, καθόσον η διάταξη ρυθμίζει ενιαίως την απουσία οποιουδήποτε από τους διαδίκους. Για την έρευνα, όμως, της υπόθεσης σε περίπτωση απουσίας κάποιου από τους διαδίκους, προέχει η έρευνα της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του. Έτσι ερευνώνται αν τη συζήτηση επισπεύδει ο διάδικος που απολείπεται ή αν την επισπεύδει ο παριστάμενος, οπότε ερευνάται η κλήτευση αυτού που απουσιάζει (ΕφΠειρ 680/2015, ΕφΑθ 3057/2009, ΕφΑθ 2690/1999, Β. Βαθρακοκοίλη: ΕρμΚΠολΔ, εκ. 1996, άρθρο 764, σελ. 469, αρ. 5). Στην προκειμένη περίπτωση από το προσκομιζόμενο με επίκληση από την εφεσίβλητη-αιτούσα ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως που φέρει τη σημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας ……….., προκύπτει ότι κατόπιν παραγγελίας του πληρεξούσιου Δικηγόρου των εκκαλούντων-καθ΄ ων (που απέκτησαν την ιδιότητα των διαδίκων, ήδη από τον πρώτο βαθμό, κατ΄ άρθρο 748 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως εκτίθεται κατωτέρω) ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με εκθέσεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 21-2-2019, οπότε ο διάδικοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, αντίστοιχα, και αναβλήθηκε η υπόθεση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε, την 25-7-2018, νομοτύπως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη. Οι δύο πρώτοι από τους εκκαλούντες[οι οποίοι (εκκαλούντες),κατά τα προαναφερόμενα, επισπεύδουν τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως (άρθρο 498 του ΚΠολΔ)], όμως, δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς, ενόψει του ότι η αναβολή της συζήτησης από το οικείο πινάκιο και η αναγραφή της υπόθεσης, στη συνέχεια, σ΄ αυτό ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη κατ΄ άρθρο 498 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα (ΕφΚρητ 183/2009), πρέπει να δικασθούν ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 764 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη από 16-2-2018 (αρ. καταθ. …./2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2183/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της υπ΄ αρ. 1841/2013 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς),[η οποία, ως μη οριστική απόφαση (1841/2013), συμπροσβάλλεται αναγκαίως (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στις αποφάσεις που εκδίδονται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, όπως εν προκειμένω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 741 του ΚΠολΔ)], που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Η έφεση, εφόσον δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για την προθεσμία άσκησής της στις διατάξεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, υπόκειται, κατά την έχουσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 741 του ΚΠολΔ, εφαρμογή διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ [όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 15-3-2018, ήτοι μετά την 1-1-2016], στη διετή προθεσμία, αν δεν επιδόθηκε η απόφαση, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης του Πρωτοδικείου που περατώνει τη δίκη (πρβλ. ΕφΠειρ 128/2015, ΕφΠειρ 710/2003, ΕφΑθ 2391/1995, ΕφΑθ 358/1992, ΕφΑθ 8990/1984). Η εκκαλούμενη απόφαση δεν δημοσιεύθηκε με παρόντες τους διαδίκους (άρθρο 757 του ΚΠολΔ), ούτε προκύπτει νόμιμη κοινοποίησή της σε αυτούς. Επομένως, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση (2183/2016) εκδόθηκε την 3-11-2016 και η ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης, κατ΄ άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προθεσμίας των δυο ετών, ήτοι, όπως προαναφέρθηκε, την 15-3-2018 (άρθρα 495 επ., 748, 760, 761 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκαν η εκκαλούμενη απόφαση και η συμπροσβαλλόμενη (αναγκαίως) απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τους εκκαλούντες παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ: ………./2018 και την από 14-3-2018 συναλλαγή της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Υπουργείου Οικονομικών), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016, όπως το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε από 23 Ιανουαρίου 2017 με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22-12-2016) και εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε την 15-3-2018.
Με την κρινόμενη από 27-6-2011 (αρ. καταθ. …../2011) αίτησή της, η αιτούσα [ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» και ήδη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «. ………» και το διακριτικό τίτλο «……..»], ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι ο ……….., που όσο ζούσε ήταν κάτοικος Πειραιά, επί της οδού ……….., απεβίωσε στον Πειραιά την 29-11-2006, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Ότι ο ως άνω αποβιώσας ήταν οφειλέτης της (αιτούσας) ως εγγυητής σε δύο συμβάσεις πιστώσεως, όπως ειδικότερα αναφέρει σ΄ αυτήν (αίτηση). Ότι βάσει των ως άνω συμβάσεων εκδόθηκαν διαταγές πληρωμής που επιδόθηκαν σ΄ αυτόν (οφειλέτη), καθώς επίσης ότι ο ως άνω οφειλέτης (ήδη αποβιώσας) συναίνεσε για την εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης σε δύο ακίνητα ιδιοκτησίας του. Ακολούθως, ιστορούσε ότι μετά το θάνατό του τα δύο τέκνα του α) ο ……. και β) ο …….. και η σύζυγός του (αποβιώσαντος) αποποιήθηκαν την κληρονομία (με την υπ΄αρ. …/2007 δήλωση), ενώ οι εγγονοί του την αποδέχθηκαν με το ευεργέτημα της απογραφής. Ότι οι εγγονοί του είναι α) ο . …….. (υιός του πρώτου ως άνω τέκνου του αποβιώσαντος), που αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα (πλεονέκτημα) της απογραφής (με την υπ΄αρ. ……/2007 δήλωση) και β) ο …………. [που εκπροσωπείται (κατά την αίτηση) από τους δεύτερο και τρίτη των καθ΄ ων και είναι υιός του δεύτερου ως άνω τέκνου του αποβιώσαντος], για λογαριασμό του οποίου οι γονείς του αποδέχθηκαν την κληρονομία του αποβιώσαντος με το ευεργέτημα (πλεονέκτημα) της απογραφής (με την υπ΄ αρ. …./2007 δήλωση). Με αυτό το ιστορικό ζητούσε να τεθεί η κληρονομία του ως άνω αποβιώσαντος υπό δικαστική εκκαθάριση, να διορισθεί εκκαθαριστής αυτής ο Δικηγόρος ….. …, ο οποίος είναι κατάλληλο πρόσωπο, και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη σε βάρος της κληρονομίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 1841/2013 μη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι η αίτηση αρμοδίως εισήχθη ενώπιον αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και ότι είναι νόμιμη, ανέβαλε τη συζήτηση αυτής (αίτησης) και διέταξε την κατά τη νέα δικάσιμο, με επιμέλεια της αιτούσας, νόμιμη κλήτευση των α) …….., β) ……… και γ) …….., αλλά και κάθε άλλου κληρονόμου του ως άνω αποβιώσαντος που θα προέκυπτε από τα σχετικά πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης των ως άνω δύο τέκνων του αποβιώσαντος, ήτοι α) του ……….. και β) του …….., ότι υφίσταται. Ακολούθως, μετά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως, με την από 8-1-2016 κλήση της καλούσας – αιτούσας, που στρεφόταν κατά των καθ΄ ων ………, επαναφέρθηκε προς περαιτέρω συζήτηση η ένδικη αίτησή της, που στρεφόταν κατά των ως άνω πρώτου και δεύτερου των καθ΄ ων, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16-9-2016, οπότε εκδόθηκε η ρητώς προσβαλλόμενη υπ΄ αρ. 2183/2016 απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δίκασε κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, δέχθηκε την ένδικη αίτηση, διέταξε τη δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας του ……………., κατοίκου εν ζωή Πειραιά Αττικής, που απεβίωσε στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο (……..) την 29-11-2006, διόρισε εκκαθαριστή της ανωτέρω κληρονομίας τον …….., Δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών (οδός … αριθ. …., Κυψέλη), διέταξε τη με επιμέλεια του εκκαθαριστή της κληρονομίας, και δη εντός μηνός από την κοινοποίηση αυτής (απόφασης) σ΄ αυτόν, δημοσίευση περίληψης της τελευταίας, με πρόσκληση των δανειστών της κληρονομίας να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και τα δικαιολογητικά τους στοιχεία, σε μία ημερήσια εφημερίδα που εκδίδεται στον Πειραιά, καθώς και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας σε βάρος της κληρονομιαίας περιουσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη από 16-2-2018 (αρ. καταθ. …./2018) έφεσή τους με την οποία συμπροσβάλλεται αναγκαίως και η υπ΄ αρ. 1841/2013 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άρθρο 513 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 741 του ΚΠολΔ), οι ηττηθέντες καθ΄ ων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (και η αναγκαίως συμπροσβαλλομένη μη οριστική απόφαση) και να απορριφθεί η ένδικη αίτηση.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1913 του ΑΚ «Το δικαστήριο της κληρονομίας μπορεί, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε δανειστή της, να διατάξει την εκκαθάριση της κληρονομίας. Η εκκαθάριση διατάζεται και αν ακόμα η κληρονομία σχολάζει ή ο κληρονόμος τη δέχτηκε με το ευεργέτημα της απογραφής. Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση, αν ο κληρονόμος παρέχει ασφάλεια υπέρ του δανειστή που τη ζήτησε.». Εξάλλου, αντικείμενο της δίκης που διαγράφεται με την παραπάνω διάταξη και εκείνη του άρθρου 814 παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι η θέση της κληρονομίας υπό εκκαθάριση, συνίσταται, δε, στο δικαστικό χωρισμό της κληρονομίας από την ατομική περιουσία των κληρονόμων με σκοπό την από το διοριζόμενο εκκαθαριστή επιδίωξη της πρόσκλησης των δανειστών της κληρονομίας και τη διαμέσου του ενεργητικού της ικανοποίησή τους με βάση τον κανονισμό της σύμμετρης πληρωμής τους (ΕφΑθ 9153/1999, Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, άρθρο 814, σημ. 3 και 7). Κατά την ίδια δε, διάταξη του άρθρου 814 παρ. 1 εδ. 1 του ΚΠολΔ «Όταν κατά το νόμο έχει κανείς το δικαίωμα να ζητήσει την εκκαθάριση κληρονομίας και το διορισμό εκκαθαριστή της, η εκκαθάριση της κληρονομίας διατάσσεται και ο διορισμός, η αντικατάσταση και η παύση του εκκαθαριστή γίνεται από το Δικαστήριο της κληρονομίας.». Περαιτέρω, η δικαστική εκκαθάριση, με την οποία επιδιώκεται η προστασία των δανειστών της κληρονομίας, διατάσσεται από το Δικαστήριο της κληρονομίας κατά την εκούσια δικαιοδοσία (άρθρα 121 του ΕισΝΑΚ και 814, 810 του ΚΠολΔ), μετά από αίτηση οποιουδήποτε δανειστή, που τέτοιος νοείται και ο κληροδόχος στην κληροδοσία σε βάρος του κληρονόμου, του κληρονόμου με απογραφή αν παραχώρησε την περιουσία στους δανειστές και του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας αν είναι δανειστής. Για να τεθεί δε, η κληρονομία υπό εκκαθάριση με αίτηση δανειστή της, ο Δικαστής έχει υπηρεσιακό καθήκον να διατάξει οπωσδήποτε την κλήτευση του κληρονόμου, ώστε να του δώσει τη δυνατότητα να αποκρούσει την αίτηση, είτε με την αμφισβήτηση της ιστορικής της βάσης, είτε με την παροχή επαρκούς ασφάλειας (άρθρο 1913 παρ. 3 του ΑΚ, Μπαλής: Κληρ.Δ., παρ. 200, σελ. 313). Το Δικαστήριο έχει δυνατότητα, όχι υποχρέωση, να διατάξει την εκκαθάριση, αν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν αυτήν. Μπορεί να την απορρίψει, αν ο κληρονόμος παρέχει ασφάλεια από την ατομική του περιουσία μόνον υπέρ του δανειστή που ζήτησε την εκκαθάριση και όχι για τυχόν άλλους που υπάρχουν. Η ασφάλεια μπορεί να παρασχεθεί με κοινή συμφωνία δανειστή κληρονόμου ή με απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου που δικάζει την αίτηση για την εκκαθάριση. Η ασφάλεια παρέχεται με τη μορφή εγγυοδοσίας (άρθρα 162 επ. του ΚΠολΔ). Η κληρονομία που σχολάζει ή την έχει αποδεχτεί ο κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να τεθεί σε εκκαθάριση. Η δικαστική εκκαθάριση επιφέρει αυτοδίκαια το χωρισμό της κληρονομίας από την ατομική περιουσία του κληρονομούμενου και οι δύο περιουσίες, μετά από την έκδοση της απόφασης, αποτελούν ιδιαίτερες ομάδες και τη διοίκηση της κληρονομικής ομάδας έχει ειδικός εκκαθαριστής. Ο τελευταίος εκκαθαρίζει και επαληθεύει το ενεργητικό και το παθητικό της κληρονομικής ομάδας και, αν υπάρχει ανάγκη, διαθέτει το ενεργητικό αυτό με δικαστική απόφαση για τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών της κληρονομίας. Έτσι αποφεύγεται ο κίνδυνος να ικανοποιηθούν από την κληρονομική περιουσία οι ατομικοί δανειστές του κληρονόμου και επιπλέον επιτυγχάνεται η σύμμετρη ικανοποίηση όλων των κληρονομικών δανειστών. Η δικαστική εκκαθάριση μπορεί να ζητηθεί πριν ή μετά την αποδοχή της κληρονομίας από τον κληρονόμο. Η απόφαση που διατάσσει την εκκαθάριση, αφού δεχθεί την αίτηση, διορίζει εκκαθαριστή (άρθρο 1915 του ΑΚ). Επίσης, καθορίζει τις σχετικές διατυπώσεις δημοσιεύσεως. Η κατά το άρθρο 1916 του ΑΚ δημοσίευση στον τύπο περίληψης της απόφασης με πρόσκληση του εκκαθαριστή προς τους δανειστές, πρέπει να γίνεται και με εφημερίδα που εκδίδει το Ταμείο Νομικών. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μπορεί να γίνει δημοσίευση και με ημερήσια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας για λόγους μεγαλύτερης δημοσιότητας. Επίσης, το Δικαστήριο είναι υπόχρεο να διατάξει δημοσίευση και σε εφημερίδα του τόπου της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του κληρονομούμενου, όταν αυτή είναι διαφορετική από τον τόπο εκδόσεως της εφημερίδας ή περιοδικού του Ταμείου Νομικών. Τα δικαστικά έξοδα δε, κατ΄ απόκλιση από τον κανόνα της διάταξης του άρθρου 746 του ΚΠολΔ, επιβάλλονται σε βάρος της κληρονομιαίας περιουσίας. Περαιτέρω, η έννοια του διαδίκου στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την ελαστικότητα της διαδικασίας, έχει άλλο περιεχόμενο από ότι έχει στο πεδίο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Τούτο δε, διότι στη διαδικασία αυτή δεν υφίσταται, κατά κανόνα, αντιδικία (είναι, όμως, δυνατόν να υπάρξουν και στη διαδικασία αυτή περισσότεροι διάδικοι και με αντιτιθέμενα συμφέροντα και κατά συνέπεια να διεξαχθεί η δίκη κατ΄ αντιδικία) και για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν αντιδικούντα πρόσωπα. Τα πρόσωπα τα οποία μετέχουν στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ονομάζονται μεν «διάδικοι», όμως στην ουσία πρόκειται περί «ενδιαφερομένων» θετικά ή αρνητικά ως προς τη ρύθμιση που θα αποφασισθεί και αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης. Έτσι, η έννοια του διαδίκου, που προσδιορίζεται τόσο με το τυπικό όσο και με το ουσιαστικό κριτήριο, προσλαμβάνεται στην εκούσια δικαιοδοσία με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: α) με την υποβολή αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση τρίτων στη διαδικασία, κατόπιν διαταγής του αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρου 748 παρ. 3 του ΚΠολΔ), γ) με την προσεπίκληση τρίτων κατόπιν πρωτοβουλίας του διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 753 του ΚΠολΔ), δ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης και ε) με την άσκηση τριτανακοπής (άρθρα 773, 583 επ. του ΚΠολΔ) (ΑΠ 1103/2005, ΑΠ 305/2005, ΕφΑθ 211/2016, ΕφΘεσ 292/2009, ΕφΔωδ 120/2004). Κατόπιν τούτων, ο καθ΄ ου η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του Δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (άρθρα 761, 748 παρ. 3, 753 παρ. 1 και 752 του ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση ως προς τη νόμιμη κλήτευση των α) ………, β) ……….. και γ) ………., που διέταξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ως άνω υπ΄ αρ. 1841/2013 απόφασή του προέκυψε ότι ο ……… δεν κλητεύτηκε νομίμως, για τη δικάσιμο της 16-9-2016 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον, ακριβές αντίγραφο της από 8-1-2016 κλήσης, με ακριβές αντίγραφο του πινακίου εγγραφής πολιτικών υποθέσεων της συνεδρίασης της 27-5-2016 (κατά την οποία είχε προσδιοριστεί μετά από αναβολή η συζήτηση της ένδικης αίτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κλήση τους να παραστούν για την μετ΄ αναβολή δικάσιμο (της 16-9-2016), οπότε συζητήθηκε η υπόθεση και επ΄ αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ΄ αρ. 2183/2016 απόφαση, επιδόθηκε, την 3-8-2016, στον ……. και στην ………, αντίστοιχα, ως ασκούντες τη γονική μέριμνα του ανήλικου υιού τους ………. (βλ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη υπ΄ αρ. ….΄/3-8-2016 και ……΄/3-8-2016, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……..). Πλην όμως, ο τελευταίος, έχει γεννηθεί την 30-11-1991 και, συνεπώς, κατά το χρόνο της ανωτέρω επίδοσης της κλήσης (3-8-2016), ήταν ήδη ενήλικος, με αποτέλεσμα η επίδοση αυτή να μην είναι νόμιμη. Επιπροσθέτως, δεν προέκυψε κλήτευση των ….. και ……., για να παραστούν κατά την προαναφερόμενη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάσιμο της 16-9-2016. Όμως, παρά ταύτα, ήτοι παρά την κατά τα ανωτέρω μη νόμιμη κλήτευση του …… και την έλλειψη κλήτευσης των …… και . …., για τη δικάσιμο της 16-9-2016 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εφόσον η κλήτευσή τους, κατά τα ανωτέρω, έγινε με διαταγή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τα προαναφερόμενα, κατέστησαν εν προκειμένω διάδικοι, παραστάθηκαν δε κανονικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά την ως άνω δικάσιμο της 16-9-2016 και κατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν πλήρως τους ισχυρισμούς τους. Κατόπιν τούτων, ανεξαρτήτως του ότι οι εκκαλούντες πρωτίστως δεν επικαλούνται συνδρομή βλάβης τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 159 παρ. 3 του ΚΠολΔ, σε κάθε περίπτωση δεν υφίσταται τέτοια (πρβλ. ΑΠ 1179/1999 ΕλλΔνη 41.712, ΕφΠειρ 315/1987 ΕλλΔνη 1988.728, ΕφΑθ 9531/1986 ΕλλΔνη 1988.1612). Και τούτο, διότι δεν απαιτείται απεύθυνση της αίτησης περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας κατά ορισμένου προσώπου, αλλά για να καταστεί το πρόσωπο αυτό διάδικος, θα πρέπει ή να έχει κλητευθεί μετά από διαταγή του Δικαστηρίου (άρθρο 748 του ΚΠολΔ), όπως εν προκειμένω, ή να ασκήσει παρέμβαση. Η δε έλλειψη κλήτευσης θεραπεύεται αν παραστεί στο Δικαστήριο, ενώ ακόμη και αν η κοινοποίηση της αίτησης δεν έγινε κανονικά, αποκτάται η ιδιότητα του διαδίκου (βλ. σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη: ΕΡΝΟΜΑΚ: Κληρονομικό Δίκαιο, Τόμος ΣΤ΄, Ημίτομος Β΄, άρθρο 1913, αρ. 13, σελ. 276).Με τον πρώτο λόγο της εφέσεως ο δεύτερος των εκκαλούντων επαναφέρει την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεώς του, καθόσον δεν αναφερόταν στην ένδικη από 27-6-2011 αίτηση. Κατόπιν, όμως, των ανωτέρω, ο δεύτερος των εκκαλούντων, όπως προαναφέρθηκε, κατέστη διάδικος κατά τον αναφερόμενο τρόπο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του (2183/2016), έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεως περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του δεύτερου των εκκαλούντων λόγω μη αναφοράς του ως καθ΄ ου στην από 27-6-2011 ένδικη αίτηση, πρέπει να απορριφθούν.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, σημειώνοντας ότι η επιχειρούμενη από την εφεσίβλητη, με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις της, επαναφορά των ισχυρισμών της που περιλαμβάνονται στις πρωτοδίκως κατατεθείσες από 16-9-2016 προτάσεις της μετά της από 17-9-2016 προσθήκης-αντίκρουσής της, πλην αυτών (ισχυρισμών) που ήδη ρητά αναφέρει στις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις της, δεν είναι νόμιμη, αφού δεν γίνεται σύντομη περίληψη αυτών, και συνεπώς οι ισχυρισμοί αυτοί δεν λαμβάνονται υπόψη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο …………., κάτοικος εν ζωή Πειραιά Αττικής (οδός ……….), απεβίωσε την 29 Νοεμβρίου 2006 (βλ. την υπ΄ αρ. …/τόμος …/έτος 2006 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξίαρχου Δήμου Κερατσινίου Αττικής). Ο εν λόγω αποβιώσας άφησε κατά το χρόνο του θανάτου του ως πλησιέστερους συγγενείς του: 1) τη σύζυγό του ………., 2) τον υιό του …….. και 3) τον υιό του ……….. (βλ. το υπ΄ αρ. πρωτ. ……/15-3-2007 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμαρχου Πειραιά Αττικής). Ακολούθως, δυνάμει της υπ΄ αρ. …/28-3-2007 δήλωσης αποποίησης κληρονομίας ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, όλοι οι ως άνω κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα σ΄ αυτούς κληρονομία του αποβιώσαντος συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, από κάθε αιτία, δηλώνοντας ότι δεν αναμίχθηκαν, ούτε επρόκειτο να αναμιχθούν σ΄ αυτήν στο μέλλον. Ακολούθως, δυνάμει των υπ΄ αρ. …./27-7-2007 και …./21-9-2007 σχετικών δηλώσεών τους ενώπιον της ίδιας ως άνω Γραμματέα, τα υπεισελθόντα πλέον στην κληρονομία τέκνα του ως άνω υιού του αποβιώσαντος ……..και … .., αντίστοιχα, αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ΄ αυτούς εξ αδιαθέτου κληρονομία του εν λόγω παππού τους με το πλεονέκτημα της απογραφής. Στη συνέχεια, όμως, δυνάμει των υπ΄ αρ. 847/14-12-2012 πρακτικών συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία η από 21-11-1997 ιδιόγραφη διαθήκη του παραπάνω διαθέτη, με την οποία κατέλειπε κληρονόμους του: 1) τη σύζυγό του ………, η οποία αποποιήθηκε εκ νέου την εν λόγω κληρονομία δυνάμει της υπ΄ αρ. ……/10-4-2013 δήλωσης αποποίησης κληρονομίας ενώπιον της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιά, 2) τον υιό του ….. ., ο οποίος ομοίως αποποιήθηκε εκ νέου την κληρονομία δυνάμει της υπ΄ αρ. …/10-4-2013 δήλωσης αποποίησης κληρονομίας ενώπιον της ίδιας ως άνω Γραμματέα, 3) τον υιό του ………., ο οποίος ομοίως αποποιήθηκε εκ νέου την κληρονομία δυνάμει της υπ΄ αρ. …./10-4-2013 δήλωσης αποποίησης κληρονομίας ενώπιον της ίδιας ως άνω Γραμματέα, 4) τον εγγονό του …….., τέκνο του υιού του …., ο οποίος αποποιήθηκε την κληρονομία δυνάμει της υπ΄ αρ. …./10-4-2013 δήλωσης αποποίησης κληρονομίας ενώπιον της ίδιας ως άνω Γραμματέα, 5) τον εγγονό του ….., τέκνο του υιού του ……, ο οποίος αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, δυνάμει της υπ΄ αρ. …./10-4-2013 δήλωσής του ενώπιον της ίδιας ως άνω Γραμματέα και 6) τον εγγονό του ……, τέκνο του υιού του ….., ο οποίος αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, δυνάμει της υπ΄ αρ. …./10-4-2013 δήλωσής του ενώπιον της ίδιας ως άνω Γραμματέα. Κατόπιν δε των παραπάνω αποποιήσεων, οι δύο τελευταίοι εγγονοί του διαθέτη, …… και …….., κατέστησαν μοναδικοί εκ διαθήκης κληρονόμοι του (άρθρο 1807 του ΑΚ) επ΄ ωφελεία απογραφής. Ακολούθως, κατόπιν της υπ΄ αρ. 170/2013 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που διέταξε την απογραφή της κληρονομιαίας περιουσίας του διαθέτη, όρισε Συμβολαιογράφο για τη σύνταξη της σχετικής πράξης απογραφής κληρονομίας, καθώς και πραγματογνώμονες για την εκτίμηση της απογραφόμενης κληρονομίας, συντάχθηκε εμπρόθεσμα η υπ΄ αρ. …/1-8-2013 έκθεση απογραφής κληρονομίας της ορισθείσας Συμβολαιογράφου Αθηνών . …… Όσον αφορά στον ισχυρισμό του τρίτου των εκκαλούντων ………., ότι η ένδικη αίτηση ως προς αυτόν είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής του νομιμοποίησης, για το λόγο ότι αποποιήθηκε νόμιμα την κληρονομία του παππού του και δεν είναι κληρονόμος του, τον οποίο (ισχυρισμό) προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της ένδικης εφέσεως, αυτός (ισχυρισμός), είναι χωρίς έννομη επιρροή. Και τούτο διότι, όπως ήδη προεκτέθηκε, η αίτηση περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας δεν απευθύνεται κατά οποιουδήποτε προσώπου (βλ. και Κ. Παπαδόπουλου: Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμος Β΄, παρ. 257 αρ. 1, σελ. 358), εν προκειμένω δε, ο ……… κατέστη διάδικος στην παρούσα δίκη, όπως προαναφέρθηκε διότι διατάχθηκε η κλήτευσή του, κατ΄ άρθρο 748 παρ. 3 του ΚΠολΔ, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και όχι διότι η ένδικη αίτηση απευθύνθηκε σε βάρος του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του (2183/2016), έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό δεύτερο λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ως άνω υπ΄ αρ. ……/2013 έκθεση απογραφής κληρονομίας, στην οποία επισημαίνεται ότι τα λοιπά αναφερόμενα στην ως άνω διαθήκη ακίνητα, όπως αυτά ειδικότερα περιγράφονται σ΄ αυτήν, μεταβιβάσθηκαν από τον διαθέτη εν ζωή, το ενεργητικό της κληρονομίας αποτελείται από εννέα ακίνητα, συνολικής αξίας 417.674,31 ευρώ, ήτοι: 1) το διαμέρισμα του Β΄ πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο κείμενο στον Πειραιά Αττικής, στη θέση «………» και επί της οδού ……….., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 125/1000, επιφάνειας 95,28 τ.μ., αξίας 90.039,60 ευρώ, 2) ένα αγροτεμάχιο εκτός σχεδίου πόλεως, άρτιο και οικοδομήσιμο, κείμενο στη θέση «……» Μυκόνου Κυκλάδων, έκτασης 5.915,92 τ.μ. και κατά το Εθνικό Κτηματολόγιο 5.100 τ.μ., αξίας 53.243,28 ευρώ, 3) ένα αγροτεμάχιο, προερχόμενο από δύο αγρούς (σκληροχώραφα), κείμενο στη θέση «…..» Μυκόνου Κυκλάδων, έκτασης 8.101 τ.μ. και κατά το Εθνικό Κτηματολόγιο 8.083 τ.μ., αξίας 72.909 ευρώ, 4) ένα αγροτεμάχιο, κείμενο στη θέση «…..» της Κοινότητας Σεληνίων Νήσου Σαλαμίνας Αττικής, έκτασης 544,77 τ.μ., αξίας 6.582,24 ευρώ, 5) ένα αγροτεμάχιο, κείμενο στη θέση «………….» της περιφέρειας της Κοινότητας Μαρκόπουλου Κρωπίας Αττικής, έκτασης 356,25 τ.μ., αξίας 7.271,88 ευρώ, 6) ένα αγροτεμάχιο, κείμενο στη θέση «…..» της Κοινότητας Σεληνίων Νήσου Σαλαμίνας Αττικής, έκτασης 924 τ.μ., αξίας 5.580 ευρώ, 7) την υπ΄ αρ. εννέα (9) διηρημένη ιδιοκτησία του δώματος πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο κείμενο στο Κερατσίνι Αττικής, στη θέση «…..» και επί της συμβολής των οδών …….., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 15/1000, επιφάνειας 12 τ.μ., στην οποία ανήκει η αποκλειστική χρήση του τμήματος της ακαλύπτου επιφανείας του δώματος, αξίας 9.128,70 ευρώ, 8) ένα αγροτεμάχιο, κείμενο στη θέση «……» Μυκόνου Κυκλάδων, άρτιο και οικοδομήσιμο, έκτασης 10.588,29 τ.μ. και κατά το Εθνικό Κτηματολόγιο έκτασης 10.614 τ.μ., αξίας 95.294,61 ευρώ και 9) ένα αγροτεμάχιο, κείμενο στη θέση «…….» της Νήσου Μυκόνου Κυκλάδων, έκτασης 8.625 τ.μ. και κατά το Εθνικό Κτηματολόγιο 8.366 τ.μ., αξίας 77.625 ευρώ. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την ίδια ως άνω έκθεση απογραφής, κατά του κληρονομούμενου έχουν εγγραφεί: 1) σε βάρος του πρώτου παραπάνω ακινήτου: α) προσημείωση υποθήκης υπέρ της εταιρείας …….. για ποσό 1.100.000 ευρώ, εγγραφείσα την 12-7-2005, στο περιθώριο της οποίας υπάρχει σημείωση μερικής τροπής, εγγραφείσα την 27-12-2007, β) προσημείωση υποθήκης υπέρ της ίδιας ως άνω εταιρείας για ποσό 970.404,68 ευρώ, εγγραφείσα την 12-7-2005, γ) προσημείωση υποθήκης υπέρ της ίδιας ως άνω εταιρείας για ποσό 600.000 ευρώ, εγγραφείσα την 12-7-2005, δ) αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ ……», για ποσό 115.929,66 ευρώ, εγγραφείσα την 9-11-2005, 2) σε βάρος του δεύτερου παραπάνω ακινήτου: α) προσημείωση υποθήκης υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ ……..», για ποσό 1.000.000 ευρώ, εγγραφείσα την 20-10-2005, β) προσημείωση υποθήκης υπέρ της ίδιας ως άνω τράπεζας για ποσό 3.520.000 ευρώ, εγγραφείσα την 2-8-2002, γ) αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ . …..», για ποσό 30.000 ευρώ, εγγραφείσα την 25-5-2006, 3) σε βάρος του τρίτου παραπάνω ακινήτου: α) προσημείωση υποθήκης υπέρ της αιτούσας τράπεζας για ποσό 645.634,63 ευρώ, εγγραφείσα την 9-10-2001, β) προσημείωση υποθήκης υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ ……», για ποσό 1.000.000 ευρώ, εγγραφείσα την 20-10-2005, γ) αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ ……», για ποσό 30.000 ευρώ, εγγραφείσα την 25-5-2006, 4) σε βάρος του τέταρτου παραπάνω ακινήτου, προσημείωση υποθήκης υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ ….», για ποσό 171.412,32 ευρώ, εγγραφείσα την 9-8-2005, 5) σε βάρος του πέμπτου παραπάνω ακινήτου: α) υποθήκη υπέρ της εταιρείας «…………», για ποσό 100.000 ευρώ, εγγραφείσα την 26-7-2005, β) προσημείωση υποθήκης υπέρ της ίδιας ως άνω εταιρείας, για ποσό 227.011,48 ευρώ, εγγραφείσα την 26-7-2005, γ) προσημείωση υποθήκης υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ ..», για ποσό 171.412,32 ευρώ, εγγραφείσα την 4-8-2005, 6) σε βάρος του έβδομου παραπάνω ακινήτου, προσημείωση υποθήκης υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ . . . .», για ποσό 50.000 ευρώ, εγγραφείσα την 5-6-2005, 7) σε βάρος του όγδοου παραπάνω ακινήτου: α) προσημείωση υποθήκης υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ …..», για ποσό 1.000.000 ευρώ, εγγραφείσα την 20-10-2005, β) προσημείωση υποθήκης υπέρ της αιτούσας τράπεζας, για ποσό 740.000 ευρώ, εγγραφείσα την 21-1-2013, γ) αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ ……», για ποσό 30.000 ευρώ, εγγραφείσα την 25-5-2006, και 8) σε βάρος του ένατου παραπάνω ακινήτου: α) προσημείωση υποθήκης υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ ….», για ποσό 3.520.000 ευρώ, εγγραφείσα την 2-8-2002, γ) αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ ……….», για ποσό 30.000 ευρώ, εγγραφείσα την 25-5-2006. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έκθεση απογραφής, στο ενεργητικό της κληρονομίας συγκαταλέγονται: 1) ο υπ΄ αρ. ….. λογαριασμός στην τράπεζα «…….», με διαθέσιμο υπόλοιπο ποσού 6.206,09 ευρώ, 2) ο υπ΄ αρ. ……. λογαριασμός στην «……….», με διαθέσιμο υπόλοιπο ποσού 5.096,59 ευρώ, 3) δύο αμοιβαία κεφάλαια, 4) 2.200 ανώνυμες μετοχές της εταιρείας «…………», με αξία κατά τον τελευταίο διενεργηθέντα και δημοσιευθέντα ισολογισμό ποσού 126.220,20 ευρώ, δηλαδή το ενεργητικό της κληρονομίας ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 555.197,19 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση απογραφής, το παθητικό της κληρονομιαίας περιουσίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου αποτελείτο από τα εξής στοιχεία, ήτοι: 1) οφειλή προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, ποσού 120.819,96 ευρώ, 2) οφειλή προς το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ Πειραιά, ποσού 892.323,23 ευρώ, 3) οφειλή προς την αιτούσα τράπεζα, συνολικού ποσού 1.915.301,09 ευρώ, 4) οφειλή προς την «ΤΡΑΠΕΖΑ ..», συνολικού ποσού 2.948.712,83 ευρώ, 5) οφειλή προς την «ΤΡΑΠΕΖΑ …», συνολικού ποσού 171.412,32 ευρώ, 6) οφειλή προς την εταιρεία «………..», συνολικού ποσού 2.674.404,68 ευρώ, και 7) οφειλή προς την εταιρεία «………..», συνολικού ποσού 227.011,48 ευρώ, ήτοι το παθητικό της κληρονομίας ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 8.949.985,59 ευρώ. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει της υπ΄ αρ. ……/2001 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που η αιτούσα συνήψε με την εταιρεία «……………», χορηγήθηκε στην τελευταία πίστωση μέχρι του ποσού του 1.085.840,06 ευρώ, κατά τους όρους της εν λόγω σύμβασης, ενώ ο ως άνω κληρονομούμενος, με την από 21-6-2001 σύμβαση παροχής εγγύησης, εγγυήθηκε την οφειλή της πιστούχου εταιρείας από την εν λόγω σύμβαση για όλο το ποσό της σύμβασης, ενεχόμενος εις ολόκληρον με αυτήν ως αυτοφειλέτης. Η πιστούχος εταιρεία έκανε χρήση της πίστωσης, προς εξυπηρέτηση της οποίας ανοίχθηκαν δύο λογαριασμοί, που την 1-1-2003 εμφάνιζαν χρεωστικό υπόλοιπο 521.715,55 ευρώ και 534,76 ευρώ, ποσά τα οποία αναγνώρισε εγγράφως ως οφειλόμενα η πιστούχος εταιρεία, υποχρεώνοντας έτσι, σύμφωνα με αντίστοιχο όρο της αμέσως ανωτέρω αναφερόμενης σύμβασης παροχής εγγύησης, και τον κληρονομούμενο – εγγυητή. Ακολούθως, την 22-2-2006, ημερομηνία οριστικού κλεισίματός τους, οι ως άνω λογαριασμοί παρουσίαζαν συνολικό οριστικό κατάλοιπο ποσού 569.841,49 ευρώ, το δε οριστικό κλείσιμο γνωστοποιήθηκε νόμιμα στον κληρονομούμενο και στη συνέχεια η αιτούσα ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ΄ αρ. …../2006 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο κληρονομούμενος διατάχθηκε να της καταβάλει το παραπάνω ποσό, πλέον τόκων και εξόδων. Η εν λόγω διαταγή πληρωμής, με την κάτωθι αυτής επιταγή προς πληρωμή, επιδόθηκε νόμιμα στον κληρονομούμενο. Προς μερική δε εξασφάλιση της απαίτησης της αιτούσας από την παραπάνω σύμβαση πίστωσης, ο κληρονομούμενος συναίνεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε αίτησή της περί εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στο παραπάνω περιγραφόμενο τρίτο ακίνητό του και επ΄ αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 33687Σ/2001 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία διέταξε την εγγραφή υπέρ της αιτούσας της προαναφερθείσας προσημείωσης υποθήκης ποσού 645.634,63 ευρώ. Ακόμη, δυνάμει της υπ΄ αρ. …./2001 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που η αιτούσα συνήψε με την εταιρεία «…………….», χορηγήθηκε στην τελευταία πίστωση μέχρι του ποσού των 880.410,86 ευρώ, κατά τους όρους της εν λόγω σύμβασης, ενώ ο ως άνω κληρονομούμενος, με την από 21-6-2001 σύμβαση παροχής εγγύησης, εγγυήθηκε την οφειλή της πιστούχου εταιρείας από την εν λόγω σύμβαση για όλο το ποσό της σύμβασης, ενεχόμενος εις ολόκληρον με αυτήν ως αυτοφειλέτης. Η πιστούχος εταιρεία έκανε χρήση της πίστωσης, προς εξυπηρέτηση της οποίας ανοίχθηκε λογαριασμός, που την 30-6-2002 και την 1-1-2003 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 133.000 ευρώ και 609.382 ευρώ, αντίστοιχα, ποσά τα οποία αναγνώρισε εγγράφως ως οφειλόμενα η πιστούχος εταιρεία, υποχρεώνοντας έτσι, σύμφωνα με αντίστοιχο όρο της αμέσως ανωτέρω αναφερόμενης σύμβασης παροχής εγγύησης, και τον κληρονομούμενο – εγγυητή. Ακολούθως, την 22-2-2006, ημερομηνία οριστικού κλεισίματός του, ο ως άνω λογαριασμός παρουσίαζε συνολικό οριστικό κατάλοιπο ποσού 436.047,68 ευρώ, το δε οριστικό κλείσιμο γνωστοποιήθηκε νόμιμα στον κληρονομούμενο και στη συνέχεια η αιτούσα ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ΄ αρ. ……./2006 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο κληρονομούμενος διατάχθηκε να της καταβάλει το παραπάνω ποσό, πλέον τόκων και εξόδων. Προς μερική δε εξασφάλιση της απαίτησης της αιτούσας από την παραπάνω σύμβαση πίστωσης, ο κληρονομούμενος συναίνεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε αίτησή της περί εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στο παραπάνω περιγραφόμενο όγδοο ακίνητό του και επ΄ αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 326Σ/2003 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία διέταξε την εγγραφή υπέρ της αιτούσας της προαναφερθείσας προσημείωσης υποθήκης ποσού 740.000 ευρώ. Επομένως, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο ως άνω κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του τα προαναφερθέντα ακίνητα και κινητά κληρονομιαία στοιχεία, από τα οποία θα μπορούσε η αιτούσα να ικανοποιήσει την απαίτησή της, πλην όμως, επί των κληρονομιαίων ακινήτων υφίστανται και άλλα βάρη, όπως αυτά αναφέρθηκαν ανωτέρω, ενώ επιπροσθέτως, η κληρονομία έχει παθητικό, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το ενεργητικό της. Όσον αφορά δε στους προαναφερθέντες κληρονόμους (…………. και …….), αυτοί δεν παρέχουν καμία ασφάλεια υπέρ της αιτούσας για την ικανοποίηση της απαίτησής της. Κατά συνέπεια, με βάση όλα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, συντρέχει περίπτωση να διαταχθεί η δικαστική εκκαθάριση της εν λόγω κληρονομίας, ενώ το παρόν Δικαστήριο κρίνει ως κατάλληλο πρόσωπο να διορισθεί εκκαθαριστής αυτής το προτεινόμενο από την αιτούσα πρόσωπο, ήτοι τον ……….., Δικηγόρο Αθηνών, (όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο οποίος δεν προκύπτει ότι έχει αδρανήσει ως προς τα καθήκοντά του ως εκκαθαριστής, αφού δεν προκύπτει ότι κοινοποιήθηκε σ΄ αυτόν η προσβαλλόμενη απόφαση ώστε να ενεργήσει κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1916 επ. του ΑΚ), καθόσον οι κληρονόμοι στερούνται της εμπειρίας, αλλά και της απαραίτητης κατάρτισης, προκειμένου να αναλάβουν τη διοίκηση της κληρονομίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δέχθηκε την κρινόμενη αίτηση ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν, διέταξε τη δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας του ……….., διόρισε εκκαθαριστή της ανωτέρω κληρονομίας τον ………, Δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών και διέταξε τις οριζόμενες με τη διάταξη του άρθρου 1916 του ΑΚ δημοσιεύσεις, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Επιπλέον, για την περίπτωση που οι δύο πρώτοι των εκκαλούντων ασκήσουν κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 505 παρ. 2, 741 και 764 παρ. 3 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς επίσης, πρέπει να διαταχθεί, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, η εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ: ……/2018 και την από 14-3-2018 συναλλαγή της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Υπουργείου Οικονομικών, στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες, επίσης, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην των δύο πρώτων των εκκαλούντων και κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τους δύο πρώτους των εκκαλούντων το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 16-2-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2183/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της αναγκαίως συμπροσβαλλομένης υπ΄ αρ. 1841/2013 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς),που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατόν (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ: ……./2018 και την από 14-3-2018 συναλλαγή της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Υπουργείου Οικονομικών, στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23-4-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων του τρίτου των εκκαλούντων και της εφεσίβλητης.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ