Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 302/2020

Αριθμός   302/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφάνισης της απόφασης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68).

Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………» και ήδη εφεσίβλητη (όπως αυτή νόμιμα εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή της ………….), άσκησε κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 7-5-2015 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ……../ 2015 αγωγή της κατά την τακτική διαδικασία.

Το ως άνω Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγομένου, αφού αυτός κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου ως άνω Δικαστηρίου στις 6-10-2017, δεν παραστάθηκε και δεν  εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η υπ’ αριθμ.4694/ 2017 οριστική απόφαση κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία αφού κρίθηκε ότι αρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση η αγωγή ενώπιον του και είναι ορισμένη και νόμιμη, κατόπιν έγινε δεκτή αυτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη (λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου κατ΄άρθρο 271 παρ.3 ΚΠολΔ) και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 32.198,19 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 23-2-2015 μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, διατάχθηκε η προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών εναντίον του εναγομένου και καταδικάστηκε ο τελευταίος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των χιλίων διακοσίων ( 1.200,00 ) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος ως ηττηθείς διάδικος, άσκησε την από 12-12-2017 (γεν.αριθμ.καταθ………/2017) υπό κρίση έφεσή του νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.β΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.1εαφ.α΄και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ)

Εφόσον λοιπόν, ασκήθηκε από διάδικο ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία ο εναγόμενος ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον του αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να  προτείνει  πρωτοδίκως, περαιτέρω δε, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη είναι εκείνες οι οποίες κατά ρητή διάταξη του ΚΠολΔ εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. περί ασφαλιστικών μέτρων, όπως οι περιπτώσεις που προβλέπονται π.χ. στα άρθρα 378,632 παρ. 2,644 παρ. 2, 912 παρ. 2, 918 παρ. 5, 929 παρ. 3, 938 παρ. 3, 994 και 1019 παρ. 1. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι δεν χωρούν ένδικα μέσα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ. Οσάκις όμως διατάξεις του AK ή άλλου νόμου, παραπέμπουν στην διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ το επιτρεπτόν ή μη της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της αποφάσεως εξαρτάται εκ του αν με αυτήν δικάστηκε αίτηση περί λήψεως ή ανακλήσεως ασφαλιστικού μέτρου υπό την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, διώκουσα δηλαδή την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως και σε καταφατική περίπτωση δεν χωρεί έφεση κατά της αποφάσεως σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 699 ΚΠολΔ. Τουναντίον, αν με την απόφαση δεν διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο με την παραπάνω έννοια, αλλά ρυθμίζεται οριστικώς η διαφορά, τότε η διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή και έφεση επιτρέπεται κατά το γενικό κανόνα των άρθρων 12 παρ. 1 και 511 ΚΠολΔ. Η διάκριση δεν στηρίζεται μόνον στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 699 (αποφάσεις δεχόμεναι ή απορρίπτουσαι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά), αλλά επιβάλλεται και από την έντονη διαφορά των αποφάσεων, οι οποίες τέμνουν οριστικώς την ουσία της διαφοράς και εκείνων, οι οποίες δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν τέμνουν την ουσία της διαφοράς, η οποία θα κριθεί από καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο, κατά της αποφάσεως του οποίου τα ένδικα μέσα είναι κατά κανόνα παραδεκτά. Αντίθετα όμως οι τέμνουσες κατ` ουσίαν τη διαφορά αποφάσεις και αν ακόμη εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, αποκτούν δύναμη δεδικασμένου και δεν είναι ορθό τη δεσμευτικότητα αυτή να αποκτούν χωρίς ένδικα μέσα, με τα οποία επιτυγχάνεται επανέλεγχος της υποθέσεως, με το σκοπό επανόρθωσης των τυχόν σφαλμάτων (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδοση Γ, παρ. 147 σελ. 44-45, Χ. Φραγκίστας, Δ 6,545).

Σύμφωνα με το άρθρο 15Α παρ. 1 του Ν. 1569/1985, μεσίτης ασφαλίσεων είναι το πρόσωπο το οποίο κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού ασκεί διαμεσολάβηση στη σύναψη Ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ’ εντολή του ασφαλιζομένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι αμοιβής που καταβάλλεται από την Ασφαλιστική Επιχείρηση, να φέρει σε επαφή ασφαλιζομένους και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη σύναψη Ασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει από την Ασφαλιστική Επιχείρηση την έγκριση των ασφαλιζομένων και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου. Κατά την παρ. 7 του άνω άρθρου ο μεσίτης ασφαλίσεων πρέπει να απολαύει νομικής και οικονομικής ανεξαρτησίας έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, έχει δε τις περιγραφόμενες στο άρθρο 15Δ υποχρεώσεις, δηλαδή να υποβάλει στους ασφαλιστές «συμφωνητικό Ασφαλιστικής κάλυψης», στο οποίο αναγράφονται όλες οι προϋποθέσεις και οι όροι αποδοχής της ασφάλισης από τους ενδιαφερόμενους ασφαλιστές (παρ. 1), να εκδίδει πιστοποιητικό ασφάλισης με βάση τα στοιχεία που συμφώνησε με την Ασφαλιστική εταιρία το οποίο παραδίδει στον ασφαλισμένο και να αντικαθιστά το πιστοποιητικό αυτό χωρίς υπαίτια βραδύτητα με το ασφαλιστήριο (παρ. 2), ευθυνόμενος έναντι του ασφαλιζομένου για τη σωστή τήρηση και εφαρμογή των έγγραφων εντολών αυτού. Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι ο μεσίτης ασφαλίσεων, ο οποίος αποτελεί ένα νεότερο είδος Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή ως ανεξάρτητου επαγγελματία (άρθρο 1 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του Ν. 2170/1993 και το άρθρο 36 παρ. 2 του Ν. 2496/1997), δραστηριοποιείται από το Νόμο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πελάτη που θέλει ν’ ασφαλιστεί, και ειδικότερα, στον εντοπισμό των Ασφαλιστικών αναγκών τούτου, την επιλογή της κατάλληλης Ασφαλιστικής εταιρίας, την επίτευξη επαφής του πελάτη του με την επιχείρηση αυτή και τη διεκπεραίωση όλων των αναγκαίων προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη της Ασφαλιστικής σύμβασης. Επίσης βοηθά στη διαχείριση και εκτέλεση της Ασφαλιστικής σύμβασης, στα πλαίσια των οποίων δεν αποκλείεται να του ανατεθεί και η είσπραξη ασφαλίστρων. Ο εν λόγω μεσίτης, ο οποίος απολαμβάνει νομικής και οικονομικής ανεξαρτησίας, έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (άρθρο 15Α παρ. 7 του Ν. 1569/1985, όπως προστέθηκε η παρ. 7 με το άρθρο 36 παρ. 20 του Ν. 2496/1997), δεν εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση, αλλά η δραστηριότητά του αναπτύσσεται κατόπιν εντολής του πελάτη που θέλει ν’ ασφαλιστεί (άρθρο 15Α παρ. 1 του Ν. 1569/1985) και συνεπώς ενεργεί ως εντολοδόχος αυτού (άρθρα 713 επ. του ΑΚ), η δε ευθύνη του περιορίζεται έναντι του ασφαλιζομένου στη σωστή τήρηση και εφαρμογή των εγγράφων εντολών του δευτέρου. Στα πλαίσια της σύμβασης εντολής και προς διαχείριση και εκτέλεση της Ασφαλιστικής σύμβασης δεν αποκλείεται να του ανατεθεί από τον πελάτη του η καταβολή για λογαριασμό του τελευταίου των οφειλομένων από αυτόν ασφαλίστρων προς την ασφαλιστική επιχείρηση. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ο ασφαλιστής να τον διορίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΚ 211 επ., 713 επ., ως πληρεξούσιο ή εντολοδόχο, οπότε αυτός, με την τελευταία αυτή ιδιότητα, αντιπροσωπεύει τον ασφαλιστή στις σχέσεις του με τους ασφαλισμένους (ΑΠ 1329/2017 ΤΝΠ Νόμος ). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Επομένως, αν αυτός στα πλαίσια νόμιμης σύμβασης εντολής έλαβε χρήματα από την εκτέλεση της εντολής για λογαριασμό του εντολέα του, έχει συμβατική υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα του τα χρήματα που έλαβε. Εφόσον συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, δηλαδή παράνομη και υπαίτια ιδιοποίηση των δοθέντων από την εκτέλεση της εντολής χρημάτων υφίσταται και υποχρέωση του εντολοδόχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 375 του ΠΚ, να αποδώσει τα ληφθέντα, ως αποζημίωση. Επομένως, ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση, όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε, κατ’ άρθρο 719 του ΑΚ, δεδομένου ότι δεν καθίσταται κύριος των δοθέντων σ’ αυτόν χρημάτων από την εκτέλεση της εντολής. Χρόνος δε τελέσεως της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 589/2017, ΑΠ 945/2016, ΑΠ 532/2015 ΤΝΠ Νόμος ).

Κύριο δε αντικείμενο της ασφάλισης είναι η υποχρέωση κάλυψης των οικονομικών αναγκών που προκαλούνται από συμβάντα στη ζωή του ανθρώπου, στηρίζεται δε στη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών αυτών με αντικαταβολές των μελών της ασφαλιστικής κοινωνίας κινδύνων, η οποία απαρτίζεται από το σύνολο των ασφαλισμένων σε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση. Ως εκ τούτου είναι πρόδηλο το δημόσιο συμφέρον για την προστασία των ασφαλισμένων, αλλά και του ασφαλιστή, με την καθιέρωση κρατικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, στη ρύθμιση της οποίας προέβαινε το ΝΔ 400/1970, με το άρθρο 1 παρ. 3 του οποίου οριζόταν ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ήταν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εμπορίου, ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 20 του Ν. 2496/1997 του Υπουργείου Ανάπτυξης, μετέπειτα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3229/2004 της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠΕΙΑ) και ήδη της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3867/2010 και το άρθρο 3 παρ. 10 του Ν. 4364/2016, η οποία (εποπτεία) ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω Νομοθετικού διατάγματος και ήδη του τελευταίου Νόμου και έχει σκοπό την προστασία και εξασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων αποζημίωσης από Ασφαλιστική σύμβαση (ΑΠ 336/2016  ΤΝΠ Nόμος). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ΝΔ 400/1970 οριζόταν μεταξύ άλλων ότι: «1. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η απόφαση περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης που ορίζει τον επόπτη και το εφαρμοστέο Δίκαιο καταχωρείται στο Μητρώο Ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων …». Περαιτέρω, ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που περιγραφόταν στις διατάξεις των άρθρων 10 και 12Α του ΝΔ 400/1970, προσομοίαζε με το θεσμό της πτώχευσης, αφού και οι δύο εξυπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό, τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξή του προβλέπονταν ανάλογες διαδικασίες. Μάλιστα έχει κριθεί νομολογιακά ότι ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης ήταν ειδικότερος από αυτόν της πτώχευσης, του οποίου και προηγούταν, αφού, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 12 Α παρ. 1 εδ. β` του ΝΔ 400/1970, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 35 παρ. 13 του Ν. 2496/1997, κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωση αυτής η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορούσε να κηρυχθεί σε πτώχευση, ενώ το εδ. β` της αυτής ως άνω παραγράφου προέβλεπε και αναστολή της διαδικασίας της πτώχευσης που είχε κηρυχθεί κατά τη διετία που είχε προηγηθεί της έναρξης ισχύος του ανωτέρω νόμου (ΕφΑθ 6286/2011, ΔΕΕ 2012/556, ΕφΠειρ 279/2001, ΔΕΕ 2001/870, ΜΠρΑθ 5808/2017  ΤΝΠ Νόμος). Η διαδικασία της θέσης μίας Ασφαλιστικής Επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση ρυθμίζεται πλέον από τις διατάξεις των άρθρων 235 επ. του Ν. 4364/2016 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25-11-2009 κ.λπ.», αφού με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 278 του νόμου αυτού, από 01-01-2016, καταργήθηκε το ΝΔ 400/1970 «Περί ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως», που ρύθμιζε τον ίδιο θεσμό. Με το ισχύον άρθρο 235 του Ν. 4364/2016 ορίζεται μεταξύ άλλων ότι: «1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την ειδική άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης … Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης, εκτός αν ορίζεται στην απόφαση … 3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, οι διατάξεις του ΚΝ 2190/1920 και του ΚΠολΔ … 4. Τριάντα (30) ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της. Η Εποπτική Αρχή μπορεί με απόφασή της να παρατείνει για ένα ή περισσότερα ασφαλιστικά χαρτοφυλάκια, το χρονικό διάστημα του πρώτου εδαφίου της παρούσας, για όσο χρόνο βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία του άρθρου 228 του παρόντος … 7. Ασφαλιστική Επιχείρηση δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτής προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Λύση, για οποιονδήποτε λόγο, του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να επέλθει εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν έχει προηγουμένως ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου». Περαιτέρω, στο άρθρο 239 του Ν. 4364/2016, που αφορά στη διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Η έναρξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης δεν εμποδίζει τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή να συνεχίζει ορισμένες δραστηριότητες της Ασφαλιστικής Επιχείρησης, εφόσον αυτό απαιτείται ή ενδείκνυται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης με την άδεια και υπό την εποπτεία της Εποπτικής Αρχής, ενδεικτικά να διαχειρίζεται την περιουσία της επιχείρησης και να συνάπτει δάνεια με πιστωτικά ιδρύματα με σκοπό να εξοφλεί δικαιούχους απαιτήσεων υπό ασφάλιση. Οι απαιτήσεις από τα δάνεια αυτά έχουν το προνόμιο της παρ. 1 του άρθρου 240 του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται ειδικότερα οι όροι εφαρμογής της παρούσας παραγράφου και οι προϋποθέσεις της συνέχισης των κατά τα ανωτέρω δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής επιχείρησης από τον Ασφαλιστικό Εκκαθαριστή. 2. Ο Ασφαλιστικός Εκκαθαριστής ενημερώνει τακτικά με τον πλέον πρόσφορο τρόπο τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση και λοιπούς πιστωτές σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης. Προς τούτο ενημερώνει την ιστοσελίδα της υπό εκκαθάριση επιχείρησης τουλάχιστον μηνιαίως σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης. 3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε Ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρον η Ασφαλιστική Επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. 4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιούμενου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό. Επίσης, στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 248 του Ν 4364/2016 περί υφιστάμενων εκκαθαρίσεων προβλέπεται ότι: «1. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διέπονται οι υφιστάμενες κατά την 31-12-2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, 2. Στις εκκαθαρίσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή τα άρθρα 235 παρ. 1, 2, 3, 5 και 6, 236 έως 239, 242 παρ. 1 και 4, 243 παρ. 1 και 3, 246 και 247 του παρόντος …».

Από τις προαναφερόμενες διατάξεις σαφώς συνάγεται, ότι σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, οι δε εκκρεμείς δίκες εισάγονται ή συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων, με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και εκκαθαριστή, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, ανεξάρτητα από το ποσό. Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση που η επιχείρηση τεθεί σε Ασφαλιστική εκκαθάριση, και προκειμένου να περαιωθούν το ταχύτερο οι εκκρεμείς δίκες, αυτές εισάγονται ή συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων, που είναι διαδικασία ταχύτερη, χωρίς ωστόσο να στερεί τα διάδικα μέρη να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά της απόφασης που θα εκδοθεί. Απλά οι σχετικές δίκες διεξάγονται ή συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων, επειδή ο νομοθέτης απέβλεψε στην όσο το δυνατόν ταχύτερη επίλυση των διαφορών που υφίστανται μετά τη θέση της επιχείρησης σε Ασφαλιστική εκκαθάριση. Επιπλέον και όσες διαφορές (δίκες) είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιούμενου στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξαρτήτως ποσού, το οποίο δικάζει κατά την ειδική διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων (ΜΠρΠειρ 77/ 2018, ΜΠρΑθ 5808/ 2017, ΜΠρΑθ 6705/2017 ΤΝΠ Νόμος ).

Στην προκειμένη περίπτωση,  με την από 7-5-2015 (γεν.αριθμ.καταθ. ……./2015) υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρεία εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι με την από 1-3-2007 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του εναγομένου, ο τελευταίος ανέλαβε να διαμεσολαβεί αντί προμήθειας για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα των συναπτόμενων συμβάσεων. Ότι κατά την ανωτέρω σύμβαση, τα ασφάλιστρα που θα εισέπραττε, όσον αφορά τις ασφαλιστικές συμβάσεις που θα καταρτίζονταν με τη διαμεσολάβησή του, θεωρούνταν παρακαταθήκη και αυτός (εναγόμενος) ευθυνόταν ως θεματοφύλακας. Ότι ο εναγόμενος στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα είχε υποχρέωση να εξοφλεί την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει, αδιαφόρως εάν εισέπραξε ή όχι τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, προς τούτο δε θα εξοφλούσε με τρίμηνη επιταγή το ποσό το οποίο θα αφορά το σύνολο της παραγωγής του του τελευταίου μήνα. Οτι ο εναγόμενος είχε υποχρέωση να αποστείλει σ΄αυτήν (ενάγουσα) για ακύρωση μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία παραλαβής τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του με την οποία θα βεβαιωνόταν ότι ειδοποίησε τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και θα ανέφερε τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και της μη ύπαρξης αναγγελίας ζημίας, ενώ η ακύρωση θα γινόταν μόνο από την ενάγουσα, που θα ειδοποιούσε σχετικά τον εναγόμενο. Οτι σε περίπτωση που ο εναγόμενος δεν προέβαινε εμπρόθεσμα στην προηγούμενη ενέργεια, υποχρεούταν στην απόδοση των ασφαλίστρων, ενώ μέχρι τέλος Ιανουαρίου κάθε χρόνου ο εναγόμενος είχε υποχρέωση να υποβάλει στην ενάγουσα αναλυτική κατάσταση των μη εισπραχθέντων ασφαλίστρων για το προηγούμενο έτος. Ότι, στη συνέχεια, με την ίδια ως ανω σύμβαση ο εναγόμενος θα εισέπραττε, για την εκτέλεση των εργασιών που του είχαν ανατεθεί, προμήθεια επι των ποσών των ασφαλιστικών συμβάσεων που είχαν συναφθεί με τη δική του διαμεσολάβηση, καθοριζόμενη σε ποσοστό επι των καθαρών ασφαλίστρων κατά κλάδο ασφάλισης, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄αυτήν (αγωγή). Ότι για την παρακολούθηση των μεταξύ των διαδίκων συναλλαγών, συμφωνήθηκε να τηρείται δοσοληπτικός λογαριασμός, όπου οι κάθε είδους συναλλαγές (όπως, καταβολές προς εξόφληση της παραγωγής του εναγομένου, καταβολές αποζημιώσεων για λογαριασμό της ενάγουσας κλπ) αποτυπώνονταν σε μηνιαίες καρτέλες εκκαθάρισης λογαριασμού, οι οποίες εκδίδονταν από το λογιστήριο της ενάγουσας και κοινοποιούνταν κάθε μήνα στον εναγόμενο με ρητή μνεία του χρόνου εξόφλησης του υπολοίπου τους. Ότι με τον τρόπο αυτό ο εναγόμενος γνώριζε κάθε μήνα το ύψος της οφειλής του προς αυτήν. Ότι μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της και την εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών δοσοληψιών προέκυψε με βάση τις αναλυτικές καταστάσεις του με αριθμό 6130 δοσοληπτικού λογαριασμού των μηνών Ιανουαρίου 2009 έως και Σεπτεμβρίου 2009, που ενσωματώνονται στην αγωγή, τελικό χρεωστικό υπόλοιπο, ποσού 32.198,19 ευρώ, το οποίο με την από 12-2-2015 εξώδικη Διαμαρτυρία –Δήλωση- Πρόσκληση κάλεσε τον εναγόμενο να της καταβάλει εντός 5 ημερών από την κοινοποίηση σ΄αυτόν της ως άνω εξώδικης δήλωσης. Ότι η ανωτέρω προθεσμία παρήλθε άπρακτη και ο εναγόμενος εξακολουθεί να της οφείλει το πιο πάνω ποσό κατά παράβαση της σχετικής συμβατικής του υποχρέωσης, ιδιοποιούμενος παράνομα αυτό, με αντίστοιχη ζημία της ενάγουσας και καταστάς έτσι, κατά τούτο, αδικαιολογήτως πλουσιότερος.

Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε, κυρίως κατά τις διατάξεις της σύμβασης και της αδικοπραξίας και επικουρικώς κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 32.198,19 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της ρητής προθεσμίας εξόφλησης, ήτοι της 22-2-2015, άλλως και επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, να διαταχθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και τέλος να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Υπό το προεκτεθέν όμως περιεχόμενο και με τα παραπάνω αιτήματα, η αγωγή αυτή αναρμοδίως εισήχθη για συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία και τούτο διότι, όπως προέκυψε από την μελέτη του φακέλου της δικογραφίας και όσα εκθέτει και η ίδια η ενάγουσα, δυνάμει της υπ΄αριθμ.156 από 16/9/2009 και 21/9/2009 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, η οποία έχει δημοσιευθεί στο υπ΄αριθμ.11292/ 21-9-2009 ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια της εταιρείας που της είχε χορηγηθεί με την υπ΄αριθμ. Κ4-4050/9-11-1081 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 3979/18-11-1981), χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση, δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας και τέθηκε αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 εως και 12β, 17α,17β, 17γ και 62 επ. του Ν.Δ.400/ 1970, όπως ισχύει. Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ΄αριθμ.2030/ 2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, διορίστηκε ως εκκαθαριστής της εταιρείας ο ορκωτός λογιστής – νόμιμος ελεγκτής ο …………. και με την υπ΄αριθμ.2100/ 2012 απόφαση του ίδιου ως ανω Δικαστηρίου καθώς και με την υπ΄αριθμ.74/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ανανεώθηκε η θητεία του μέχρι τις 30-4-2016.

Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, σε περίπτωση θέσης ασφαλιστικής εταιρίας σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση αγωγών του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών, εκκρεμών δικών, καθώς και εκκρεμών διαφορών στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, ανεξάρτητα από το ποσό, το οποίο δικάζει με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 239 ν. 4346/2016) και εν προκειμένω, λόγω παρέκτασης, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά αφού υπάρχει ρητή έγγραφη συμφωνία περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων του Πειραιά.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο τούτο πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 46 εδ.α΄ του Κ.Πολ.Δ., να παραπέμψει την αγωγή στο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά που θα δικάσει κατά την προσήκουσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου η υπόθεση να διέλθει αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και το δικαστήριο κάθε βαθμού να ασκήσει το θεσμικό του ρόλο, όπως αυτός διαγράφεται από τις οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ, μη αποκλειομένου μάλιστα και του ενδεχομένου να περατωθεί η υπόθεση σε πρώτο βαθμό ή να εισαχθεί σε δεύτερο βαθμό μόνο στην έκταση που οι διάδικοι το θεωρήσουν αναγκαίο (ΕφΑθ 1716/ 2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 746/2002 Δικογραφία 2003.114).

Επειδή δε, η απόφαση του αναρμόδιου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο είναι οριστική, γιατί αφαιρεί απ` αυτό κάθε εξουσία για την εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρο 513 παρ. Ια` του ΚΠολΔ, Εφ. Αθ. 751/1985 Δ16.396, Εφ.ΑΘ. 2339/1982 Ελλ Δ/νη 23.397), πρέπει τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, διότι οι διάδικοι δικαιολογημένα αμφέβαλαν για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου και ως εκ τούτου για την έκβαση αυτής της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου άσκησης έφεσης, που αυτός κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίατων διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ.4694/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, προκειμένου να εκδικαστεί με την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Συμψηφίζει ολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. ΚΑΙ

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του e-παραβόλου με κωδικό …………../2017 άσκησης έφεσης που κατέθεσε αυτός, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  23 Απριλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ