Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 300/2020

 Περίληψη

Έφεση της καθ’ ης η ανακοπή ερήμην της εφεσίβλητης ανακόπτουσας. Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής εκδικασθείσα πρωτοδίκως με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων. Η ερημοδικία του ανακόπτοντος στη δίκη της ανακοπής και η διαχρονική νομοθετική ρύθμισή της. Η, κατά τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρο 10 παρ. 1 του ΠτΚ, αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών κατά του τεθέντος στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτη, δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής. Δέχεται έφεση. Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση. Απορρίπτει την ανακοπή.

 

Αριθμός     300/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από την υπ’ αριθ. ….΄/4.12.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, …….., την οποία επικαλείται και προσκομίζει νομίμως η εκκαλούσα εταιρία, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο (της 21.11.2019), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην ……………., ως εκκαθαρίστρια της λυθείσας και υπό εκκαθάριση τελούσας εφεσίβλητης εταιρίας (άρθρο 126 παρ. 1γ΄ ΚΠολΔ – βλ. τις υπ’ αριθ. πρωτ. …../2.9.2014 και …/9.1.2018 ανακοινώσεις της Διεύθυνσης Εμπορίου και Βιομηχανίας του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς περί καταχώρησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο-ΓΕΜΗ της τροποποίησης και κωδικοποίησης του καταστατικού της εφεσίβλητης εταιρίας και της λύσης της ίδιας εταιρίας, αντίστοιχα, σε συνδυασμό με το …/30.7.2014 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……). Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όμως, η εφεσίβλητη εταιρία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και, συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Εξάλλου, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από την ερημοδικαζόμενη εφεσίβλητη, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΙΙ. Η υπό κρίση από 21.11.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../22.11.2018) έφεση της ηττηθείσας καθ’ ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρίας στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2501/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της ανακόπτουσας εταιρίας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση του ως άνω Κώδικα με το Ν. 4335/2015) και δέχθηκε την από 27.7.2011 ανακοπή της τελευταίας (ήδη εφεσίβλητης) κατά της υπ’ αριθ. …../2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), παραδεκτώς δε εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 22.11.2018 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ (όπως ήδη ισχύει). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση.

ΙΙΙ. Η ανακόπτουσα εταιρία με την επωνυμία «……….» (ήδη λυθείσα και υπό εκκαθάριση τελούσα εφεσίβλητη εταιρία) με την από 27.7.2011 (με αριθ. εκθ. κατάθ. ……/1.8.2011) ανακοπή της, που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τον Ν. 4055/2012), ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ζήτησε, για τον αναφερόμενο σ’ αυτήν λόγο, την ακύρωση της υπ’ αριθ. ……/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκε αυτή (ανακόπτουσα) να καταβάλει, στην καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…………» (ήδη εκκαλούσα), το ποσό των 68.002,50 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, δυνάμει των αναφερόμενων τεσσάρων μεταχρονολογημένων τραπεζικών επιταγών, εκδόσεως αυτής (ανακόπτουσας) στο Κερατσίνι, σε διαταγή της εταιρίας «……..» (οι δύο επιταγές) και της εταιρίας «…………..» (οι λοιπές δύο επιταγές), των οποίων (επιταγών) η καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρία κατέστη κομίστρια με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, μετά από συζήτηση ερήμην της μη παρασταθείσας ανακόπτουσας εταιρίας που δικάσθηκε σαν να ήταν παρούσα κατά τις διατάξεις των άρθρων 643 παρ. 2 και 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, δέχθηκε την ως άνω ανακοπή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με την αιτιολογία ότι η διαταγή αυτή είναι άκυρη, γιατί εκδόθηκε κατά παράβαση της ήδη διαταχθείσας με την αναφερόμενη δικαστική απόφαση αναστολής της άσκησης των ατομικών διώξεων των πιστωτών σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρίας. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ήδη η καθ’ ης η ανακοπή με την κρινόμενη έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.

  1. IV. Η ερημοδικία του ανακόπτοντος στη δίκη της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, αποτέλεσε αντικείμενο διαφορετικής νομοθετικής ρύθμισης διαχρονικά και συνδεόταν με το εάν η ανακοπή εκδικαζόταν με την τακτική διαδικασία ή με κάποια από τις ειδικές διαδικασίες. Μέχρι την ισχύ του Ν. 2915/2001, αν η ανακοπή εκδικαζόταν με κάποια ειδική διαδικασία, η ερημοδικία του ανακόπτοντος δεν επέφερε δυσμενείς έννομες συνέπειες και το δικαστήριο εξέταζε τη βασιμότητα των λόγων ανακοπής ωσεί παρόντος αυτού (άρθρα 643 παρ. 2, 649 παρ. 2, 672, 681 ΚΠολΔ). Αν, όμως, η ανακοπή εκδικαζόταν με την τακτική διαδικασία, τότε, επί ερημοδικίας του ανακόπτοντος, η ανακοπή απορριπτόταν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, (ή κατ’ άλλη άποψη, με βάση το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, λόγω της αποδοχής ότι αυτός επείχε τη θέση εναγομένου). Μετά την ισχύ του Ν. 2915/2001 και την καθιέρωση του μονομερούς συστήματος συζήτησης της υπόθεσης, ό,τι ίσχυε στις δίκες των ειδικών διαδικασιών για την ερημοδικία του ενάγοντος επεκτάθηκε και στη δίκη της τακτικής διαδικασίας, έτσι ώστε ο ανακόπτων να δικάζεται ωσεί παρών και να εξετάζεται η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων ανακοπής. Ακολούθως, με τα άρθρα 29 και 30 του Ν. 3994/2011, που ίσχυσε από την 25.7.2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25.7.2011), καταργήθηκε το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής στην τακτική διαδικασία και επανήλθε το σύστημα των δυσμενών συνεπειών της ερημοδικίας των διαδίκων, όπως ίσχυε πριν από το Ν. 2915/2011, έτσι ώστε στη δίκη της ανακοπής με την τακτική διαδικασία να εφαρμόζονται τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ και η ανακοπή να απορρίπτεται, ενώ το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής παρέμεινε, όταν αυτή εκδικαζόταν με κάποια ειδική διαδικασία κατ’ εφαρμογή της διάταξης του τότε ισχύοντος άρθρου 643 παρ. 2 ΚΠολΔ, με την οποία οριζόταν ότι εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 649 ΚΠολΔ, το οποίο στην παρ. 2 όριζε ότι «αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι». Στη συνέχεια, με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 (με έναρξη ισχύος από 2.4.2012), τροποποιήθηκε το άρθρο 632 ΚΠολΔ και ορίστηκε στην παρ. 2 αυτού, ότι στην εκδίκαση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής εφαρμόζεται το άρθρο 643 ΚΠολΔ, στην παρ. 2 του οποίου ορίζεται ότι εφαρμόζεται το άρθρο 649 ΚΠολΔ, που με τη σειρά του αναφέρεται στο σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής σε όλες τις δίκες ανεξάρτητα από της διαδικασία εκδίκασής της, την τακτική ή κάποια ειδική, αν και προηγουμένως τούτο ίσχυε μόνο για τη δίκη της ανακοπής που εκδικάζεται, λόγω της φύσης της απαίτησης από την ειδική διαδικασία (βλ. αναλυτικά για την διαχρονική δικονομική μεταχείριση της ερημοδικίας του διαδίκου στη δίκη της ανακοπής σε Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, έκδ. 2016, σελ. 316-322, του ιδίου, παρατηρήσεις υπό την ΜΠρΣερ 84/2014, σε ΕλλΔνη 2014, σελ. 901-902). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η πλειοψηφία της νομολογίας των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, πριν ακόμη από την ως άνω τροποποίηση του Ν. 4055/2012, δεχόταν, υιοθετώντας «conta legem» ερμηνεία, ότι το άρθρο 272 ΚΠολΔ εφαρμοζόταν και στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων με βάση την γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και την μη εφαρμογή του (τότε ισχύοντος) άρθρου 643 παρ. 2 ΚΠολΔ, το οποίο, όμως, παρέπεμπε ρητά στην ανάλογη εφαρμογή του (τότε ισχύοντος) άρθρου 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, που όριζε το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής (βλ. για τη νομολογία αυτή των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων σε Στ. Πανταζόπουλο, ό.π, σελ. 320, υποσημ. 1122). Τέλος, με το άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, που τροποποίησε τον ΚΠολΔ, ορίστηκε στο ισχύον άρθρο 632 παρ. 7 ΚΠολΔ ότι «αν ο ανακόπτων δεν λάβει μέρος κανονικά στην δίκη, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την ανακοπή». Εξάλλου, ρητά ορίζεται στη δεύτερη παράγραφο του ένατου άρθρου του Ν. 4335/2015 ότι οι διατάξεις του «Νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες (άρθρα 591-645), εφαρμόζονται επί δικογράφων που κατατίθενται από 1.1.2016 κι εφεξής, κατά την οποία ημεροχρονολογία αρχίζει, όπως ορίζει η τέταρτη παράγραφος της μεταβατικής αυτής διάταξης, η ισχύς του ως άνω νόμου κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις. Συνεπώς, κατά την εκδίκαση των ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής, οι οποίες (ανακοπές) ασκήθηκαν πριν τη θέση σε ισχύ των νέων διατάξεων, εφαρμόζονται οι προΐσχύσασες διατάξεις των ειδικών διαδικασιών. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στις ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής που ασκήθηκαν υπό την ισχύ του Ν. 3994/2011, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από την 25.7.2011 έως και την 1.4.2012, όταν αυτές εκδικάζονται με κάποια ειδική διαδικασία, δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ (που καθιερώνουν το σύστημα των δυσμενών συνεπειών της ερημοδικίας των διαδίκων), αλλά παραμένει το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 643 παρ. 2 ΚΠολΔ, με το οποίο οριζόταν ότι εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 649 ΚΠολΔ (πρβλ. ΕφΑθ 146/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της,  η εκκαλούσα τραπεζική εταιρία παραπονείται ότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρά την απουσία της ανακόπτουσας κατά την γενομένη την 22.9.2016 συζήτηση της ασκηθείσας την 2.8.2011 ανακοπής της τελευταίας κατά της υπ’ αριθ. ……./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προχώρησε σε εκδίκαση αυτής (ανακοπής) ωσεί παρούσης της ανακόπτουσας κατ’ εφαρμογή των άρθρων 643 παρ. 2 και 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ έπρεπε να απορρίψει  την ανακοπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, που, κατ’ άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφαρμοζόταν και στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, σύμφωνα  με το οποίο «αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγοντος και αυτός δεν εμφανιστεί κατά την συζήτηση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή». Ως προς τον λόγο αυτό, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Η από 27.7.2011 ανακοπή της εταιρίας «………..» κατά της υπ’ αριθ. …./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατατέθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο την 1.8.2011 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρία την 2.8.2011 (βλ. την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο αντίγραφο της ανακοπής, που προσκομίζει η καθ’ ης). Συνεπώς, αφού η ανακοπή ασκήθηκε υπό την ισχύ του ως άνω αναφερόμενου Ν. 3994/2011 (δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από την 25.7.2011 έως και την 1.4.2012) και αφού αυτή εκδικάσθηκε ορθώς από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (αφού αφορά διαταγή πληρωμής εκδοθείσα με βάση τραπεζικές επιταγές), δεν εφαρμόζεται το άρθρο 272 παρ. 1 ΚΠολΔ που καθιερώνει το σύστημα των δυσμενών συνεπειών της ερημοδικίας του διαδίκου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η καθ’ ης η ανακοπή, αλλά, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, εφαρμόζεται το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής, με ωσεί παρούσα την μη εμφανισθείσα ανακόπτουσα, με βάση το (προϊσχύον) άρθρο 643 παρ. 2 ΚΠολΔ, με το οποίο οριζόταν ότι εφαρμόζεται αναλόγως το (προϊσχύον) άρθρο 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, που, με τη σειρά του, όριζε ότι «αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι». Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, προχώρησε στην εκδίκαση της ως άνω ανακοπής με ωσεί παρούσα την μη εμφανισθείσα ανακόπτουσα κατ’ εφαρμογή των άρθρων 643 παρ. 2 και 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την καθ’ ης η ανακοπή, με τον σχετικό (πρώτο) λόγο της έφεσής της, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

  1. V. Από το συνδυασμό των άρθρων 99 έως 106 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 4013/2011, προκύπτει ότι, παρόλο που η, από τις ως άνω διατάξεις ρυθμιζόμενη, διαδικασία συνδιαλλαγής αποτελεί συλλογική συναινετική διαδικασία που λειτουργεί στο πλαίσιο της συμβατικής αυτονομίας, προβλέπεται επανειλημμένη παρέμβαση σ’ αυτήν του Δικαστηρίου, εκδηλούμενη, πλην άλλων, και με την έκδοση, στο πλαίσιο αυτής, τριών αποφάσεων, δυνάμει των οποίων ρυθμίζεται η εν λόγω διαδικασία και ειδικότερα της πρώτης (1ης) που επιτρέπει το άνοιγμα της διαδικασίας (100 ΠτΚ), της δεύτερης (2ης) που επικυρώνει ή μη την συμφωνία, που τυχόν θα συναφθεί μεταξύ του οφειλέτη και εκείνων των πιστωτών, που έχουν την πλειοψηφία των απαιτήσεων, με τη συμμετοχή του μεσολαβητή (101 παρ. 1 ΠτΚ) και της τρίτης (3ης) που διατάσσει τη λύση της συμφωνίας, λόγω μη εκπλήρωσης των όρων της (105 ΠτΚ). Με την πρώτη απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο, μπορεί, κατ’ άρθρο 100 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 10 παρ. 1 του ΠτΚ, να διατάξει οποιοδήποτε εξασφαλιστικό μέτρο κρίνει αναγκαίο, για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της και ιδίως: α) να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, β) να ορίσει μεσεγγυούχο και γ) να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, η οποία ταυτίζεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 25 του Ν. 3588/2007 αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά του πτωχού. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 3588/2007 «1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες». Κατ’ ακολουθίαν αυτών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κήρυξη της πτώχευσης αλλά και η ένταξη του οφειλέτη στη διαδικασία συνδιαλλαγής, συνεπάγονται τις ακόλουθες έννομες συνέπειες: α) η συζήτηση κάθε είδους ασκηθεισών, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών κηρύσσεται απαράδεκτη, β) η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα, αναστέλλεται αυτοδικαίως, γ) η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή, θεωρείται άκυρη, δ) η διενέργεια πράξεων συντηρητικής η αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας του πτωχού ή του τεθέντος στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτη, ακόμη και αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται και ε) η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων εκ μέρους των πιστωτών επί εγερθεισών αξιώσεών τους, απαγορεύεται. Γίνεται, όμως, δεκτό ότι η κατά τα ανωτέρω αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών κατά του πτωχεύσαντος ή του τεθέντος στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτη, δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής, ούτε την άσκηση διαπλαστικών δικαιωμάτων (καταγγελία, υπαναχώρηση επίσχεση), ούτε, τέλος, τη διεξαγωγή δικών επί υποθέσεων εκδικαζομένων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΑΠ 294/2017, ΑΠ 1600/2017, ΕφΑθ 2739/2018, ΕφΘεσ 157/2018, ΕφΠειρ 132/2018 και ΕφΛαρ 314/2017 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Σ. Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. 2007, σελ. 131, αρ. 380 και Ε. Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. 2012, παρ. 32, σελ. 223). Ειδικά δε για την περίπτωση της διαταγής πληρωμής πρέπει να αναφερθεί ότι δεν εμπίπτει στην ως άνω απαγόρευση (αναστολή καταδιωκτικών μέτρων), η υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής καθ’ εαυτής της διαταγής πληρωμής, καθόσον η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, και συγκεκριμένα δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά προδικασία αυτής, ενώ, αντιθέτως, αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή, δηλαδή αφού έχει ήδη λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ` αρθρ. 924 εδ. 1 του ΚΠολΔ, και όχι η επίδοση της διαταγής πληρωμής προς γνώση του οφειλέτη (ΑΠ 1013/2018 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2230/2008 ΕπισκΕμπΔικ 2009.160).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, η εκκαλούσα τραπεζική εταιρία παραπονείται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, ως βάσιμο, τον μοναδικό λόγο της ως άνω ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυριζόταν ότι η προσβαλλόμενη με αυτήν διαταγή πληρωμής τυγχάνει άκυρη, επειδή αυτή εκδόθηκε και της επιδόθηκε, αφού ήδη είχε εκδοθεί η με αριθμό 2815/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η σχετική αίτησή της και διατάχθηκε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής κατά τις διατάξεις των άρθρων 99-101 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007), διορίστηκε δε προς τούτο μεσολαβητής, ενώ διατάχθηκε, κατ’ άρθρο 100 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα, και η αναστολή της άσκησης από τους πιστωτές της των σε βάρος της ατομικών διώξεων μέχρι την έκδοση απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου που θα επικυρώνει ή μη τη συμφωνία μεταξύ αυτής και των πιστωτών της κατ’ άρθρο 103 παρ. 4 του ιδίου Κώδικα, ή σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, μέχρι την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο, που θα κηρύσσει τη λύση της διαδικασίας συνδιαλλαγής κατ’ άρθρο 101 παρ. 3 του ΠτΚ. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός της ανακόπτουσας, που προβάλλεται με τον μοναδικό λόγο της ανακοπής της, είναι μη νόμιμος. Και τούτο γιατί επί της διαδικασίας συνδιαλλαγής, η, κατά τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρο 10 παρ. 1 του ΠτΚ, αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών κατά του τεθέντος στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτη, δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατ’ αποδοχή του ανωτέρω μοναδικού λόγου της ανακοπής, δέχθηκε αυτήν και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου, ως ουσιαστικά βάσιμου, του σχετικού (τρίτου) λόγου της έφεσης της καθ’ ης η ανακοπή.

  1. VI. Κατόπιν αυτών, πρέπει, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου λόγου της, να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση της καθ’ ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρίας, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 27.7.2011 ανακοπή, πρέπει, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, να απορριφθεί αυτή και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επίσης, λόγω της νίκης του εκκαλούσας-καθής η ανακοπή τραπεζικής εταιρίας, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτήν του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το με αριθμό κωδικού πληρωμής …………/2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 21.11.2018 απόδειξη πληρωμής παραβόλου της ALPHA BANK (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ανακόπτουσας-εφεσίβλητης εταιρίας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή-εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης εταιρίας.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από την ερημοδικαζόμενη εφεσίβλητη εταιρία, στο ποσό των  διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 21.11.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2018) έφεση της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….»

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2501/2016  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της με την από 27.7.2011 (με αριθ. εκθ. κατάθ. ……../2011) ανακοπής της υπό εκκαθάριση εταιρίας με την επωνυμία «……….».

Απορρίπτει αυτήν.

Επικυρώνει την υπ’ αριθ. ……/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα τραπεζική εταιρία του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή-εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας σε βάρος της ανακόπτουσας-εφεσίβλητης εταιρίας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Απριλίου 2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρων της εκκαλούσας.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ