Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 336/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 336/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

—————————————————————–

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 14.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/30.11.2018 και ……../30.11.2018) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό πρώτης εναγομένης της ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 15.6.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../21.6.2017) αγωγής, και β) η από 14.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………/30.11.2018 και ……../30/.11.2018) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό δεύτερης εναγομένης της ιδίας αγωγής, αμφότερες απευθυνόμενες κατά της ενάγουσας της ανωτέρω αγωγής, και στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ. 4208/2018 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (προαναφερόμενες εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 14.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../30.11.2018 και ……../30.11.2018) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό πρώτης εναγομένης αλλοδαπής ανώνυμης εταιρίας κατά της υπ’αριθμ. 4208/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η σε βάρος της και ενός ακόμη φυσικού προσώπου  ασκηθείσα από 15.6.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../21.6.2017) αγωγή της εφεσίβλητης, διώκουσα την  αποκατάσταση της περιουσιακής και μη ζημίας της τελευταίας, που προκλήθηκε από την επικαλούμενη αντισυναλλακτική συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος της κατά τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης πώλησης του αναφερομένου πλοίου της, που τελικά ματαιώθηκε, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, εκάστη εξ αυτών εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 250.000 ευρώ, ως αποζημίωση, συνιστάμενη στα κέρδη της εκ της εκναύλωσης του πλοίου, που θα απεκόμιζε και απώλεσε λόγω της διάψευσης της εμπιστοσύνης της στην επικείμενη κατάρτιση της σύμβασης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 30.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/30.11.2018), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 12.9.2018  [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 30.11.2018, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου νόμου), αλλά και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 12.9.2018, όπως προεκτέθηκε, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ενόψει της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ως άνω  τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 14.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../30.11.2018 και ……../30/.11.2018) έφεση της επίσης εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό δεύτερης εναγομένης της ανωτέρω αγωγής κατά της ιδίας πρωτόδικης απόφασης έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 30.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/ 30.11.2018), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 12.9.2018  [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 30.11.2018, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 12.9.2018, όπως προεκτέθηκε, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ενόψει της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ως άνω  τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής με την ονομασία «ΛΠ», με την ένδικη αγωγή της, ισχυρίζεται ότι έχει κατά των εναγομένων, νομικού και φυσικού προσώπου, αλλοδαπής ανώνυμης εταιρίας, εδρεύουσας στον Παναμά, και μοναδικής μετόχου της/ασκούσας την ουσιαστική διοίκηση αυτής αντίστοιχα, φερομένης ως κατοίκου Ελβετίας, αξίωση για την αποκατάσταση της ζημίας της (περιουσιακής και μη/θετικής και αποθετικής), η οποία προκλήθηκε στο στάδιο των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων κατά το χρονικό διάστημα από τις 30.6.2016 έως και το τέλος του μηνός Οκτωβρίου του ιδίου έτους, για τη σύναψη πώλησης του ανωτέρω πλοίου της αντί συνομολογηθέντος τιμήματος, ποσού 3.000.000 ευρώ, που τελικά ματαιώθηκε, από υπαιτιότητα των αντιδίκων της, οι οποίες κατά το προσυμβατικό αυτό στάδιο ενήργησαν αντίθετα προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, όπως λεπτομερώς ιστορείται στο δικόγραφο. Επικαλούμενη περαιτέρω ότι η ζημία, που υπέστη και συνδέεται αιτιωδώς με τη διάψευση της εμπιστοσύνης της στην επικείμενη άμεσα κατάρτιση της σύμβασης και κατά τον προβλεπόμενο τύπο, κατόπιν της επίτευξης προφορικής συμφωνίας μεταξύ τους επί των ουσιωδών σημείων της πώλησης ήδη από τις 30.6.2016, όταν και, παρουσία της δεύτερης εναγόμενης, πραγματοποιήθηκε θαλάσσια δοκιμή του εν λόγω σκάφους, δικαιολογημένα δημιουργηθείσας (της εμπιστοσύνης της) από τις επ’αυτού παρασχεθείσες σαφείς διαβεβαιώσεις της ανωτέρω αντιδίκου της, συνίσταται: α) Στο συνολικό ποσό των 336.000 ευρώ, το οποίο θα αποκέρδαινε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εκναύλωση του σκάφους της κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2016, και απώλεσε, εξαιτίας της από πλευράς της αναληφθείσας δέσμευσης να παραμείνει το σκάφος, μέχρι και την τυπική σύναψη της σύμβασης και ενόψει αυτής, ελλιμενισμένο στη μαρίνα της …….., προς αποφυγήν έκθεσής του σε θαλάσσιους κινδύνους, β) στο συνολικό ποσό των 35.000 ευρώ, που αφορά στην αξία των διενεργηθεισών, κατόπιν απαίτησης συνεργάτη της δεύτερης των εναγομένων, και αναφερομένων στο δικόγραφο τεχνικών εργασιών στο σκάφος, ενόψει της πώλησής του, προκειμένου να τους παραδοθεί ακριβώς στην κατάσταση, που επιθυμούσαν, και είχε πιστοποιηθεί ως αρίστη κατόπιν της προηγηθείσης δοκιμής του στη θάλασσα, γ) στο ποσό των 12.400 ευρώ, του αναλογούντος Φ.Π.Α. συμπεριλαμβανομένου, ως αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου για τις νομικές υπηρεσίες, που της παρείχε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ενόψει της επικείμενης σύναψης της σύμβασης κατά το νόμιμο τύπο, δ) στο ποσό των 100.000 ευρώ, που απώλεσε, διότι, καλοπίστως πιστεύοντας ότι η υπό κατάρτιση σύμβαση θα συναφθεί οπωσδήποτε στο άμεσο μέλλον, απέκρουσε άλλες προσφορές, που δέχθηκε, για την πώληση του σκάφους της, και μάλιστα με ευνοϊκότερους όρους, συγκεκριμένα με τίμημα 3.100.000 ευρώ, κατά 100.000 ευρώ υψηλότερο του εν προκειμένω συμφωνηθέντος, ε) στο ποσό των 1.285 ευρώ, που αφορά στην αξία των καυσίμων του σκάφους της, τα οποία αναλώθηκαν κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας δοκιμής του, και στο ποσό των 500 ευρώ, που δαπάνησε για την αμοιβή των δύο μηχανικών της κατασκευάστριας των μηχανών του εταιρίας ………., που επίσης επέβαιναν σ’αυτό κατά τον ανωτέρω δοκιμαστικό πλου, προκειμένου να πιστοποιήσουν την ποιότητα των μηχανών του, και στ) στο ποσό των 150.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που της προκάλεσε η ματαίωση της σύμβασης λόγω της αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς των αντιδίκων της, καθώς μειώθηκε η εμπορική της πίστη, κατ’εφαρμογήν των περί αδικοπραξιών διατάξεων,  όπως κάθε επιμέρους κονδύλιο αναλυτικά εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, εκάστη ενεχομένη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 635.185 ευρώ, που συνιστά την επενεχθείσα ζημία της (θετική και αποθετική) εκ του επικαλουμένου προσυμβατικού πταίσματος των ανωτέρω, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την κατά παράβαση της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών συμπεριφορά τους, που εκδηλώθηκε στο στάδιο των διαπραγματεύσεων για την αγορά του σκάφους της, και προκλήθηκε συνεπεία των βάσιμων και εύλογων προσδοκιών της ότι η σύμβαση οπωσδήποτε θα καταρτιζόταν με τους συμφωνημένους όρους και συνθήκες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή του εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική της δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.4208/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή (η αγωγή) ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα, η καθεμία εξ αυτών εις ολόκληρον, το ποσό των 250.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ειδικότερα με την ανωτέρω απόφαση, αφού κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, καθώς και ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς, και απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η αγωγή πρέπει να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα ελλείψει εμπρόθεσμης και νομότυπης επίδοσής της στους ίδιους, ακολούθως κρίθηκε ως εφαρμοστέο επί της υπόθεσης το ελληνικό δίκαιο, με βάση το οποίο απορρίφθηκε στη συνέχεια η αγωγή ως αόριστη αναφορικά με το κονδύλιο των 35.000 ευρώ, που κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο αξιώνεται ως δαπανηθέν λόγω της εκτέλεσης από την ενάγουσα τεχνικών εργασιών στο υπό πώληση πλοίο της, ενώ έγινε δεκτή ως νόμω βάσιμη μόνον όσον αφορά την επικαλούμενη βάση της προσυμβατικής (από τις διαπραγματεύσεις) ευθύνης των εναγομένων, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 211, 297, 298, 330, 481, 340, 345 του ΑΚ, και 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη κατά τη σωρευόμενη στο δικόγραφο βάση, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, και, κατ’επέκταση ως προς το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, διερεύνησε την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, και κατόπιν εκτίμησης των προσαχθέντων ενώπιόν του από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, πλην της προσκομισθείσας από τη δεύτερη εναγόμενη υπ’αριθμ………./14.12.2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …….. …….., ως προς την οποία έκρινε ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι προσήχθη εντός της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης, χωρίς ν’αναφέρεται σ’αυτήν ότι προσκομίζεται προς απόκρουση ένορκης βεβαίωσης της ενάγουσας, δέχθηκε ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης των εναγομένων από τις διαπραγματεύσεις για την αγορά του σκάφους της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα από 30.6.2016 έως και το μήνα Οκτώβριο του ιδίου έτους, καθώς και ότι λόγω της υπαίτιας, αντισυναλλακτικής και αντίθετης στην καλή πίστη συμπεριφοράς τους κατά το προσυμβατικό αυτό στάδιο, και της ματαίωσης της κατάρτισης της σύμβασης από δική τους υπαιτιότητα, η ενάγουσα υπέστη ζημία, τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με τη συμπεριφορά τους αυτή, και συνιστάμενη στο απολεσθέν ποσό των ναύλων του σκάφους της, που θα αποκέρδαινε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων εάν δεν είχε καλοπίστως πιστεύσει στην επικείμενη σύναψη της πώλησής του, και προέβαινε στην εκναύλωσή του και κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2016, και ανέρχεται στο ποσό των 250.000 ευρώ, απορρίπτοντας ως κατ’ουσίαν αβάσιμη την περί συνυπαιτιότητάς της (άρθρο 300 του ΑΚ) προβληθείσα ένσταση των εναγομένων στην πρόκληση και έκταση της συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας της, ενώ, τέλος, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα τα κονδύλια α) των 100.000 ευρώ, που η ενάγουσα αξίωσε ως διαφορά μεταξύ του τιμήματος της πώλησης του εν λόγω σκάφους, το οποίο θα απεκόμιζε σε διαφορετική περίπτωση εάν δεν είχε αποκρούσει άλλες προσφορές, θεωρώντας βέβαιο ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν, και του συμφωνηθέντος με τις εναγόμενες τιμήματος, β) των 12.400 ευρώ, που ζητήθηκε ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας για παρασχεθείσες προς αυτήν νομικές υπηρεσίες ενόψει της επικείμενης κατάρτισης της σύμβασης, και γ) των 1.285 ευρώ και των 500 ευρώ, που φέρονται ότι δαπανήθηκαν από την ενάγουσα και αφορούν στην αξία των καυσίμων, τα οποία αναλώθηκαν κατά τη διάρκεια του διενεργηθέντος δοκιμαστικού θαλάσσιου πλου του σκάφους της, παρουσία της δεύτερης εναγομένης, και στην αμοιβή των δύο (2) μηχανικών της κατασκευάστριας των μηχανών του σκάφους εταιρίας, που επίσης παρίσταντο κατά τη εν λόγω δοκιμή, αντίστοιχα.  Κατά της ως άνω απόφασης αμφότερες οι εναγόμενες άσκησαν, ως εν μέρει ηττηθείσες διάδικοι, και, συνεπώς, ως έχουσες προφανές έννομο συμφέρον, εφέσεις, και ειδικότερα, η μεν πρώτη εξ αυτών την από 14.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………/30.11.2018 και ……../30.11.2018) έφεση, η δε δεύτερη την από 14.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../30.11.2018 και ……../30/.11.2018) έφεση αντίστοιχα, πλήττοντας τα κεφάλαια αυτής, που τις βλάπτουν, και ζητώντας για τους λόγους, που λεπτομερώς εκτίθενται στα ανωτέρω δικόγραφα, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, και συγκεκριμένα τις παραδοχές του, που αφορούν στη συνδρομή στην κρινόμενη περίπτωση των προϋποθέσεων της προσυμβατικής ευθύνης τους εκ των διατάξεων των άρθρων 197 και 198 του ΑΚ, ιδίως δε της δεύτερης εξ αυτών, την οποία αρνούνται, και στο ύψος της αποθετικής ζημίας, που έγινε δεκτό ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω της υπαίτιας και αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς τους κατά τις διαπραγματεύσεις για την αγορά του πλοίου της, και τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τη διάψευση της εμπιστοσύνης της στην επικείμενη κατάρτιση της σύμβασης, να γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί  εξαρχής η υπόθεση κατ’ουσίαν, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται για τις κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016 αγωγές «Μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Η παραπάνω προθεσμία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής.». Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται για τις κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016 αγωγές, η οποία (διάταξη άρθρου 215 παρ. 2) συνδυάζεται συστηματικά με τις ρυθμίσεις των άρθρων 237 και 238, που εισάγουν τον κανόνα της έγγραφης διαδικασίας και εκμεταλλεύονται χρονικά προς εξυπηρέτηση της οικονομίας της δίκης τον μέχρι σήμερα «νεκρό» χρόνο από την κατάθεση της αγωγής και μέχρι τη συζήτησής της (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν.4335/2015), «Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Από, δε, το συνδυασμό των ανωτέρω δύο διατάξεων έπεται πως ο εναγόμενος έχει στη διάθεσή του μόνο 70 ημέρες για τη συλλογή και κατάθεση του αποδεικτικού υλικού και των προτάσεών του, αφού είναι ενδεχόμενο να λάβει γνώση με επίδοση της εναντίον του αγωγής το αργότερο μέχρι και την 30η (60η για τους διαμένοντες στο εξωτερικό) ημέρα από την κατάθεσή της (βλ. Καλλιόπη Μακρίδου ΕΠολΔ 2014. 2, σελ. 137). Το γεγονός αυτό καθιστά χείρονα τη θέση του εναγομένου από πλευράς χρόνου προετοιμασίας για τη σύνταξη των προτάσεών του και τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού και των διαδικαστικών εγγράφων, δεδομένου μάλιστα ότι ο ενάγων πάντοτε ευρίσκεται σε θέση ισχύος και διαθέτει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, έχων τη δυνατότητα μακροχρόνιας προετοιμασίας προ της κατάθεσης της αγωγής. Συνεπώς, από δικαιοπολιτικής άποψης, παρατηρείται ότι υπό τη νέα ρύθμιση των διατάξεων 215 παρ. 2 και 237 παρ.1 ΚΠολΔ δεν διασφαλίζεται η ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων (βλ. Σπυρίδωνα Γεωργουλέα, Η δίκη ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων κατά την τακτική διαδικασία: νομοτεχνικά ζητήματα, πρακτικά προβλήματα εφαρμογής και προτεινόμενες λύσεις, ΕλλΔνη 2016. 1, σελ. 45). Ωστόσο ο Νομοθέτης, κατά τη θέσπιση του Ν.4335/2015, επέλεξε την εισαγωγή στην ελληνική δικαιϊκή τάξη της νέας διαδικασίας που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 2 και 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία είναι λιγότερο χρονοβόρα, αποβλέποντας κυρίως στην οικονομία της δίκης (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν.4335/2015). Για το λόγο αυτό και προκειμένου να εξομαλυνθεί, κατά το δυνατόν, η ανωτέρω χειροτέρευση της δικονομικής θέσης του εναγομένου και η ανισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 2 και 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο Νομοθέτης στο Ν.4335/2015, θέσπισε ως επακόλουθο της μη τήρησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικονομικού του βάρους σχετικά με την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών (ή 60 ημερών για τους διαμένοντες στο εξωτερικό η τους αγνώστου διαμονής), να θεωρείται η αγωγή ότι δεν ασκήθηκε και ως εκ τούτου αυτή να μην παράγει τις δικονομικές της συνέπειες. Έτσι, στην τακτική διαδικασία μετά τη θέση σε ισχύ του Ν.4335/2015, η μη επίδοση ή η εκπρόθεσμη επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο έχει ως συνέπεια αυτή να θεωρείται ως μη ασκηθείσα, εξεταζομένου τούτου αυτεπαγγέλτως και μάλιστα δεν επιτρέπεται η θεραπεία του ελαττώματος της μη επίδοσης ή της εκπρόθεσμης επίδοσης, διότι το εν λόγω ελάττωμα δεν συνεπάγεται πλέον απαράδεκτο της συζήτησης, αλλά καθιστά ανύπαρκτη αναδρομικά την ίδια την αγωγή (βλ. Καλλιόπη Μακρίδου/ Χαρούλα Απαλαγάκη/Γεώργιο Διαμαντόπουλο, Πολιτική Δικονομία – Επικαιροποιημένη και με το ν. 4512/2018, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Β` έκδοση, σελ. 7, Χαρούλα Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 4η έκδοση, υπό άρθρο 215 πλαγιάριθμο 8). Στην προκειμένη περίπτωση αμφότερες οι εναγόμενες προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τον ισχυρισμό περί ανυποστάτου της από 15.6.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../21.6.2017) αγωγής, ελλείψει νόμιμης επίδοσης του δικογράφου της στις ίδιες, ο οποίος απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, και τον οποίο παραδεκτά η δεύτερη εξ αυτών και ήδη εκκαλούσα επανυποβάλλει, αναλυτικά διατυπωμένο, ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και με τις καταταθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης προτάσεις της κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ (σημειωτέον ότι επιγραμματική αναφορά αυτού γίνεται και σε αμφότερα τα εφετήρια), διότι δεν πρόκειται περί ουσιώδους ισχυρισμού (ένστασης ή αντένστασης), ο οποίος τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του ουσιαστικού δικαιώματος και απορριφθείς πρωτοδίκως, θα έπρεπε, προκειμένου να αποτελέσει κεφάλαιο της εκκαλουμενης, που μεταβιβάζεται στην έκκλητη δίκη, ώστε να διερευνηθεί εκ νέου από το Δικαστήριο τούτο, να προβληθεί μόνον με λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, αρχικό ή πρόσθετο, με τον οποίο να προσάπτεται συγκεκριμένη πλημμέλεια (ορισμένο νομικό ή πραγματικό σφάλμα) στην επ’αυτού απορριπτική κρίση της  πρωτόδικης απόφασης, και όχι με τις προτάσεις, αλλά περί πραγματικού ισχυρισμού, που αφορά πλέον, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 215 παρ2 εδαφ.τελευταίο του ΚΠολΔ, στο υποστατό της αγωγής, και λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα και από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο εξετάζει και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου από τις εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες το νομότυπο της επίδοσης σ’αυτές της αγωγής. Ακριβώς για το λόγο αυτό ο ως άνω αρνητικός του υποστατού της αγωγής ισχυρισμός θα μπορούσε να προβληθεί παραδεκτά το πρώτον και στο δεύτερο βαθμό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 αριθμ.3 του ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015 και εφαρμόζεται για τα κατατιθέμενα μετά την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως είναι τα ένδικα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ιδίου νόμου), και μάλιστα και με τις προτάσεις των εκκαλουσών/εναγομένων, και όχι μόνο με το εφετήριο ή με δικόγραφο πρόσθετων λόγων, εφόσον δεν πρόκειται περί ένστασης, όπως προεκτέθηκε. Επ’αυτού λεκτέα τα κάτωθι: Όσον αφορά την πρώτη εναγόμενη, αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία, εδρεύουσα στον Παναμά, από την υπ’αριθμ……../30.6.2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……….., που προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής αυτής, με πράξη κατάθεσής της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με καθορισμό προθεσμίας για την κατάθεση προτάσεων επί της υπόθεσης (100 ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015 και εφαρμόζεται για τις κατατεθιμένες μετά την 1η.1.2016 αγωγές, όπως εν προκειμένω, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.1 του ιδίου νόμου), με αντίστοιχη επικυρωμένη μετάφραση του δικογράφου στην ισπανική γλώσσα, επιδόθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρίας  (εντός 60 ημερών από την κατάθεση της αγωγής, που έλαβε χώρα στις 21.6.2017, εφόσον πρόκειται περί νομικού προσώπου, που εδρεύει στο εξωτερικό), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 παρ.1, 123, 134 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, συντελεσθείσας τοιουτοτρόπως της απαιτουμένης για το υποστατό της αγωγής επίδοσης του δικογράφου της στην προαναφερθείσα διάδικο, και δη της πλασματικής επίδοσης, που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 134 και 136 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκειμένου για φυσικά και νομικά πρόσωπα, που διαμένουν ή εδρεύουν αντίστοιχα στην αλλοδαπή, δεδομένου ότι α) ο Παναμάς, όπου η εν λόγω εταιρία εδρεύει, δεν έχει συμβληθεί ή προσχωρήσει στη Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με το ν.1334/1983, τεθείσα σε ισχύ από 18.9.1983 (ΦΕΚ Α΄108/17.8.1983), και απαιτεί πραγματική επίδοση των δικογράφων μεταξύ των συμβληθέντων κρατών με έναν από τους σ’αυτήν προβλεπόμενους τρόπους, ούτε έχει καταρτισθεί μεταξύ του Παναμά και της Ελλάδας διμερής σύμβαση, η οποία να ρυθμίζει τα θέματα των επιδόσεων με διαφορετικό τρόπο, και β) ουδόλως προέκυψε από τη δικογραφία ότι το ανωτέρω αλλοδαπό νομικό πρόσωπο έχει διορίσει αντίκλητο στην Ελλάδα για τις επιδόσεις εγγράφων, που το αφορούν, είτε με δήλωση ενώπιον της γραμματείας αυτού του Δικαστηρίου, είτε με ρήτρα σε σύμβαση με την ενάγουσα, ή με διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου κατά το άρθρο 96 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 142 παρ.1 και 143 παρ.1-4 του ιδίου Κώδικα, και συγκεκριμένα τη Δικηγόρο Αθηνών . …….., στην οποία επίσης επιδόθηκε ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……../3.7.2017 έκθεση επίδοσης του ιδίου δικαστικού επιμελητή, που προσκομίζει η ενάγουσα, με αποτέλεσμα η επίδοση αυτή να μη συνιστά την απαιτούμενη για το υποστατό της αγωγής νομότυπη επίδοσή της στην ως άνω διάδικο, επαγόμενη έννομες συνέπειες. Επομένως, εφόσον έχει συντελεσθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα η επίδοση του δικογράφου της αγωγής στην πρώτη εναγόμενη, διά της προαναφερθείσας πλασματικής επίδοσης του δικογράφου της στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 134 και 136 παρ.1 του ΚΠολΔ, η αγωγή θεωρείται ότι έχει ασκηθεί, και λογίζεται υποστατή ως προς την ανωτέρω διάδικο, των περί του αντιθέτου επαναπροβαλλομένων με την έφεση αιτιάσεων της τελευταίας, σύμφωνα με τις οποίες η αγωγή ως προς αυτήν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν έχει ασκηθεί κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 του ΚΠολΔ εδαφ.τελευταίο, διότι δεν έλαβε χώρα πραγματική επίδοση του δικογράφου της στην ίδια στην έδρα της στον Παναμά, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση της Χάγης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος αποτελεί και ο Παναμάς, και οι οποίες (αιτιάσεις) απορρίφθηκαν ως αβάσιμες με την εκκαλουμένη απόφαση, επίσης απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, όσον αφορά τη δεύτερη εναγόμενη, κάτοικο, σύμφωνα με την αγωγή, Ζυρίχης Ελβετίας (…………..) αποδείχθηκαν τα κάτωθι: H ανωτέρω αγωγή επιδόθηκε αρχικά σε ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο, με αντίστοιχη επίσημη μετάφρασή του στη γερμανική γλώσσα, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……../30.6.2017 έκθεση επίδοσης του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή, για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, προκειμένου να της κοινοποιηθεί στη συνέχεια στην προαναφερθείσα διεύθυνση, πλην όμως τέτοια πραγματική επίδοση σ’αυτήν του αγωγικού δικογράφου δεν επακολούθησε, όπως απαιτείται από τις διατάξεις της από 30.3.1934 διμερούς σύμβασης μεταξύ της Ελλάδας και της Ελβετίας, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Α.Ν. 729 της 8/15 Ιουνίου 1937, και σε κάθε περίπτωση της επίσης ισχύουσας για τις επιδόσεις των δικογράφων Σύμβασης της Χάγης, στην οποία αμφότερες οι ως άνω χώρες αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη, διότι η εν λόγω διάδικος δε βρέθηκε στη διεύθυνση αυτή και βεβαιώθηκε αρμοδίως ότι εκεί τυγχάνει άγνωστη, με αποτέλεσμα ακολούθως η αγωγή να επιστραφεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς ανεπίδοτη. Της επίδοσης αυτής επακολούθησε έτερη επίδοση του δικογράφου της αγωγής, με επίσημη μετάφρασή του στη γερμανική γλώσσα, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς στις 4.9.2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ……./4.9.2017 έκθεση επίδοσης του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή, προκειμένου να κοινοποιηθεί στη συνέχεια στην ανωτέρω διάδικο ως κάτοικο Βερολίνου Γερμανίας, στη διεύθυνση …………, πλην όμως δεν αποδεικνύεται ότι έλαβε χώρα πραγματική επίδοση της αγωγής στην εν λόγω διεύθυνση στην προαναφερθείσα διάδικο, όπως απαιτείται από τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) υπ’αριθμ.1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου του 2007 “περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (“επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων”) και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ.1348/2000 του Συμβουλίου”, που εφαρμόζεται για τη ρύθμιση των θεμάτων των επιδόσεων εγγράφων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία περιλαμβάνεται και η Γερμανία, με κάποιον από τους διαγραφόμενους στον Κανονισμό αυτό τρόπους, με αποτέλεσμα η προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 134 και του 136 του ΚΠολΔ πλασματική επίδοση, που έχει ήδη λάβει χώρα εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα, να μην αρκεί, καθώς δεν προσκομίζεται ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπως δεν προσκομίσθηκε ούτε και στον πρώτο βαθμό, η αναφερόμενη στο άρθρο 10 του εν λόγω Κανονισμού βεβαίωση περί της συντέλεσης της επίδοσης της αγωγής στην ως άνω διάδικο. Πέραν των όσων έχουν ήδη αναφερθεί, αποδείχθηκε ότι, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. ……./4.9.2017 έκθεση επίδοσης του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής αυτής, με την πράξη κατάθεσής της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με καθορισμό προθεσμίας για την κατάθεση προτάσεων επί της υπόθεσης (100 ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015 και εφαρμόζεται για τις κατατεθιμένες μετά την 1η.1.2016 αγωγές, όπως εν προκειμένω, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.1 του ιδίου νόμου), με αντίστοιχη επικυρωμένη μετάφραση του δικογράφου της στην ισπανική γλώσσα, επιδόθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, προκειμένου να κοινοποιηθεί στη συνέχεια σ’αυτήν ως κάτοικο Ουρουγουάης πλέον, στη διεύθυνση …………. ., ήτοι εντός 60 ημερών από την κατάθεση της αγωγής, που έλαβε χώρα στις 21.6.2017, κατά τα προεκτεθέντα, εφόσον πρόκειται περί φυσικού προσώπου, που κατοικεί στο εξωτερικό, του χρονικού διαστήματος από 1-31 Αυγούστου μη συνυπολογιζομένου στην προθεσμία αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 παρ.2 του ΚΠολΔ (όπως η παράγραφος 2 έχει επίσης αντικατασταθεί από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του ν.4335/2015 και ισχύει εν προκειμένω), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 παρ.1, 123, 134 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, συντελεσθείσας τοιουτοτρόπως κατά τις νόμιμες διατυπώσεις της απαιτουμένης για το υποστατό της αγωγής επίδοσης του δικογράφου της στην προαναφερθείσα διάδικο, και δη της πλασματικής επίδοσης, που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 134 και 136 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκειμένου για φυσικά και νομικά πρόσωπα, που διαμένουν ή εδρεύουν αντίστοιχα στην αλλοδαπή, δεδομένου ότι α) η Ουρουγουάη δεν έχει συμβληθεί ή προσχωρήσει στη Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με το ν.1334/1983, τεθείσα σε ισχύ από 18.9.1983 (ΦΕΚ Α΄108/17.8.1983), και απαιτεί πραγματική επίδοση των δικογράφων μεταξύ των συμβληθέντων κρατών με έναν από τους σ’αυτήν προβλεπόμενους τρόπους, ούτε έχει καταρτισθεί μεταξύ της Ουρουγουάης και της Ελλάδας διμερής σύμβαση, η οποία να ρυθμίζει τα θέματα των επιδόσεων με διαφορετικό τρόπο, και β) ουδόλως προέκυψε από τη δικογραφία ότι το ανωτέρω φυσικό πρόσωπο έχει διορίσει αντίκλητο στην Ελλάδα για τις επιδόσεις εγγράφων, που το αφορούν, είτε με δήλωση ενώπιον της γραμματείας αυτού του Δικαστηρίου, είτε με ρήτρα σε σύμβαση με την ενάγουσα, ή με διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου κατά το άρθρο 96 του ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, παρά την αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο περί κατοικίας της δεύτερης εναγομένης στην Ελβετία, όπου και αρχικά επιχειρήθηκε να της επιδοθεί η αγωγή στην αναγραφείσα σ’αυτήν διεύθυνση, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα, διότι διαπιστώθηκε ότι στην εν λόγω διεύθυνση τυγχάνει άγνωστη, και το δικόγραφο επιστράφηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς ανεπίδοτο κατά τα προεκτεθέντα, στην προαναφερθείσα διεύθυνση στην Ουρουγουάη, την οποία άλλωστε δήλωσε και αυτή ως διεύθυνση κατοικίας της στις κατατεθείσες ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό προτάσεις της, όντως της επιδόθηκε το δικόγραφο της αγωγής, όπως συνομολογεί και η ίδια, και αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο απ’αυτήν έγγραφο της αρμόδιας δικαστικής αρχής της πόλης ….. της Ουρουγουάης, στις 15.11.2017, συνεπώς, κατά την ως άνω ημερομηνία συντελέσθηκε και πραγματική επίδοση του δικογράφου της αγωγής στην ως άνω διάδικο. Επομένως, εφόσον έλαβε χώρα εμπρόθεσμα και νομότυπα επίδοση της αγωγής στη δεύτερη εναγομένη, ως κάτοικο Ουρουγουάης, διά της πλασματικής επίδοσής της στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς στις 4.9.2017, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αγωγή θεωρείται υποστατή και ως προς την ανωτέρω διάδικο, ενώ δεν ασκεί έννομη επιρροή ο χρόνος της πραγματικής επίδοσης του αγωγικού δικογράφου στην ίδια. Η τελευταία με ισχυρισμό της, προβληθέντα πρωτοδίκως, τον οποίο, σιγή απορριφθέντα με την εκκαλουμένη απόφαση, επαναφέρει επιγραμματικά με την έφεσή της και, αναλυτικά διατυπωμένο, και με τις προτάσεις της, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, εκθέτει ότι στην τακτική διαδικασία έχει πλέον καταργηθεί η πλασματική επίδοση της αγωγής, διότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215 και 237 του ΚΠολΔ, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του ν.4335/2015, προκύπτει ότι προβλέπεται για τον ενάγοντα ένα χρονικό διάστημα 130 ημερών από την κατάθεση της αγωγής του για την κατάθεση των προτάσεών του και όλων των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων, που επικαλείται με αυτές, όταν ο εναγόμενος είναι κάτοικος αλλοδαπής, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα για τον εναγόμενο, κάτοικο αλλοδαπής, ανέρχεται σε 70 ημέρες κατ’ελάχιστον, καθώς η αγωγή, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να του επιδοθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας 60 ημερών, με αποτέλεσμα, εάν εξακολουθούσε να ισχύει υπό τα νέα δεδομένα της πολιτικής δίκης, το σύστημα της πλασματικής επίδοσης, τότε ο εναγόμενος, στον οποίο τυχόν θα επιδιδόταν πραγματικά η αγωγή μετά τις 60 ή και τις 130 ημέρες ακόμη από την κατάθεσή της, θα στερούνταν ουσιωδώς ή και θα έχανε το συνταγματικό δικαίωμα ακρόασής του, ενώ διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων θα παραγνώριζε τη νομοθετική βούληση και τη συνδυαστική επισκόπηση των ως άνω δικονομικών διατάξεων, και θα επέρριπτε στον εναγόμενο διάδικο το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει συνδρομή ανωτέρας βίας, προκειμένου, είτε διά της άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, είτε της αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, να ακουσθεί στον πρώτο βαθμό, όταν το πρόβλημα εντοπίζεται στην άγνοια της σε βάρος του ασκηθείσας αγωγής, εξαιτίας της δυσλειτουργίας του συστήματος επίδοσης, και αποτελεί βάρος του ενάγοντος να επιδώσει το ταχύτερο δυνατόν την αγωγή στον Εισαγγελέα, προκειμένου εντός του καθοριζομένου και αναγκαίου για την προετοιμασία του εναγομένου χρόνου να ολοκληρωθεί η διαδικασία της πραγματικής επίδοσης της αγωγής και στον τελευταίο. Με βάση αυτές τις παραδοχές ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι, εφόσον η εν λόγω αγωγή, που κατατέθηκε στις 21.6.2017, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα στις 4.9.2017, και στις ίδια στις 15.11.2017, ήτοι 14 ημέρες (αντί των 70 τουλάχιστον) πριν την εκπνοή της προθεσμίας για την κατάθεση προτάσεων, και ενόψει του ότι η Ουρουγουάη δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση, που απαιτεί πραγματική επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο, τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής οι ανωτέρω προσφάτως τροποποιηθείσες διατάξεις του ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα η αγωγή να πρέπει να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα (ανυπόστατη). Ο ανωτέρω ισχυρισμός, όμως, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος, διότι διά της τροποποίησης των διατάξεων των άρθρων 215 και 237 του ΚΠολΔ δεν έχει πλέον καταργηθεί στην τακτική διαδικασία η πλασματική επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο, η οποία προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 134 και 136 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, και εξακολουθεί να εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος κατοικεί σε χώρα του εξωτερικού, για την οποία δεν ισχύει ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός ή άλλη διακρατική ή διμερής σύμβαση, που να ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο την επίδοση προς αυτόν δικογράφων, και δη να απαιτεί πραγματική επίδοση, αλλά, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και καθώς, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των ανωτέρω δύο διατάξεων ο εναγόμενος έχει στη διάθεσή του μόνο 70 ημέρες για τη συλλογή και κατάθεση του αποδεικτικού υλικού και των προτάσεών του, αφού είναι ενδεχόμενο να λάβει γνώση με επίδοση της εναντίον του αγωγής το αργότερο μέχρι και την 30η (60η για τους διαμένοντες στο εξωτερικό) ημέρα από την κατάθεσή της, όπερ καθιστά χείρονα τη θέση του από πλευράς χρόνου προετοιμασίας για τη σύνταξη των προτάσεών του και τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού και των διαδικαστικών εγγράφων, ακριβώς για το λόγο αυτό, και προκειμένου να εξομαλυνθεί, κατά το δυνατόν, η ανωτέρω χειροτέρευση της δικονομικής θέσης του εναγομένου και η ανισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων, που εισάγουν οι συγκεκριμένες διατάξεις, οι οποίες αποβλέπουν μεν στην οικονομία της δίκης, αλλά δε διασφαλίζουν την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων, θεσπίσθηκε ως επακόλουθο της μη τήρησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικονομικού του βάρους σχετικά με την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών (ή 60 ημερών για τους διαμένοντες στο εξωτερικό η τους αγνώστου διαμονής),  ως τέτοια δε επίδοση νοείται και η εμπρόθεσμη και νομότυπη πλασματική επίδοση της αγωγής στον Εισαγγελέα, που κατά νομικό πλάσμα λογίζεται αντιπρόσωπος του παραλήπτη, εφόσον δεν ισχύει διαφορετική ρύθμιση περί του τρόπου της επίδοσης, ανεξαρτήτως του χρόνου της πραγματικής επίδοσης του δικογράφου στον ίδιο το διάδικο, να θεωρείται ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε και ως εκ τούτου να μην παράγει αυτή τις δικονομικές της συνέπειες, και όχι το απαράδεκτο της συζήτησής της, όπως συνέβαινε με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς. Επομένως, οι περί ανυποστάτου της αγωγής προβληθείσες αιτιάσεις της δεύτερης εναγομένης, που ορθώς απορριφθείσες από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επαναφέρονται από την ανωτέρω και ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στην έκκλητη δίκη, πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμες. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί, ανεξαρτήτως των όσων αναφέρθηκαν ήδη επί των ανωτέρω αιτιάσεων των εναγομένων, ότι οι τελευταίες, δεν ερημοδίκησαν στον πρώτο βαθμό, αλλά παρέστησαν, διά της προκατάθεσης εμπροθέσμως πολυσέλιδων προτάσεων, στις οποίες ανέπτυξαν διεξοδικά και αναλυτικά  όλους τους ισχυρισμούς τους προς απόκρουση της σε βάρος τους ασκηθείσας αγωγής, χωρίς να κάνουν χρήση του δικαιώματος, που παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 148 του ΚΠολΔ, να αιτηθούν παράταση των τασσομένων στη διάταξη του άρθρου 237 του ιδίου Κώδικα προθεσμιών, όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το ν.4335/2015, και προβλέπει δυνατότητα παράτασης των προθεσμιών, που ορίζει ο νόμος ή ο δικαστής και αφορούν τη διαδικασία, όχι μόνο από τους διαδίκους με συμφωνία τους, αλλά και από τον ίδιο το δικαστή, κατόπιν στάθμισης κάθε φορά των ειδικών περιστάσεων, εφόσον θεωρούσαν ότι ο χρόνος για να προετοιμάσουν την άμυνά τους επί της αγωγής, και ειδικότερα για τη σύνταξη των προτάσεών τους και τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού και των διαδικαστικών εγγράφων, δεν επαρκούσε.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 παρ.1 του ΑΚ, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, όποιος δε κατά το στάδιο αυτό των διαπραγματεύσεων προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε. Από τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνεται ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, η οποία έχει εφαρμογή και όταν ματαιωθεί η κατάρτιση της σύμβασης σε χρόνο κατά τον οποίο οι μεταξύ των μερών διαπραγματεύσεις έχουν τερματιστεί οριστικά και δεν υπολείπεται παρά μόνο η τυπική υπογραφή της σύμβασης, περί της οποίας ο υπαίτιος της ματαίωσης είχε δώσει στον αντισυμβαλλόμενο σαφείς διαβεβαιώσεις ότι θα πρέπει αυτή να θεωρείται βέβαιη. Σε μία τέτοια περίπτωση εκείνος που ματαίωσε τη σύμβαση μη τηρώντας τη συμπεριφορά, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, είναι υποχρεωμένος να ανορθώσει τη ζημία την οποία υπέστη ο αντισυμβαλλόμενος που πίστεψε ως επικείμενη την κατάρτισή της. Ως ζημία νοείται το καλούμενο αρνητικό της σύμβασης διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλαδή η ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα είχε αποφύγει αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση και όχι το διαφέρον εκπλήρωσης της σύμβασης αφού τα μέρη δεν είχαν νομική υποχρέωση για τη σύναψή της. Αποκαθίσταται ιδίως η ζημία που αυτός υπέστη, διότι, πιστεύοντας δικαιολογημένα ότι επίκειται κατάρτιση της σύμβασης, υποβλήθηκε σε δαπάνες ή απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με τους αυτούς ή ευνοϊκότερους όρους (ΑΠ 347/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα προϋποθέσεις της προσυμβατικής ευθύνης είναι η ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, η αντισυμβατική συμπεριφορά του αντισυμβαλλόμενου, η υπαιτιότητα, η επέλευση ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον νόμιμο λόγο ευθύνης, δηλαδή στην υπαιτιότητα και τη ζημία. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών διαπραγματεύσεις νοούνται οι προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για τη σύναψη ορισμένης σύμβασης, με τις οποίες επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών θέσεών τους σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση σύμβασης μέχρι την τελική σύμπτωσή τους ή την αδυναμία τέτοιας σύμπτωσης. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων διαρκεί μέχρι την διακοπή τους και ματαίωση της σύμβασης ή την κατάρτισή της. Κατά το στάδιο αυτό επιβάλλεται η παροχή διασαφηστικών πληροφοριών και εξηγήσεων σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και μάλιστα τέτοιων που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση του άλλου, δηλαδή η λεγόμενη υποχρέωση διαφώτισης και προστασίας. Πάντως, η υποχρέωση αυτή της διαφώτισης και προστασίας δεν φτάνει μέχρι το σημείο να επεκτείνεται και σε όσα θέματα το άλλο μέρος θα όφειλε και θα μπορούσε να πληροφορηθεί με δική του επιμελή έρευνα. Η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις που διαφέρει από την ευθύνη από την αδικοπραξία έχει εφαρμογή και στην περίπτωση ματαίωσης της σύμβασης ή της ακυρότητας αυτής όταν ο υπαίτιος της ματαίωσης έδωσε διαβεβαιώσεις για την κατάρτιση της σύμβασης ή απέκρυψε τους λόγους της ακυρότητας αυτής, οπότε έχει υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας του άλλου που πίστεψε στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης. Εξάλλου ως πταίσμα κατά την έννοια των διατάξεων αυτών νοείται η μη τήρηση της συμπεριφοράς που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Το πταίσμα κρίνεται κατά το άρθρο 330 του ΑΚ και έτσι αρκεί και αμέλεια. Η ζημία πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή την αντίθετη συμπεριφορά του άλλου προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και η υπαίτια συμπεριφορά που προκάλεσε τη ζημία να εκδηλώνεται κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Η αποζημίωση περιλαμβάνει το αρνητικό διαφέρον της σύμβασης, δηλαδή τη ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα απέφευγε αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση (ΑΠ 1435/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η αποζημίωση περιλαμβάνει, τόσο τη θετική, όσο και την αποθετική ζημία και καλύπτει το διαφέρον εμπιστοσύνης ή το αρνητικό της σύμβασης διαφέρον, το οποίο πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την, εκδηλωθείσα κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, αντίθετη στην καλή πίστη και συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου. Αποκαθίσταται ιδίως, η ζημία που ο συμβαλλόμενος υπέστη, διότι, πιστεύοντας δικαιολογημένα ότι επίκειται η κατάρτιση της σύμβασης, υποβλήθηκε σε δαπάνες ή απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με τους αυτούς ή ευνοϊκότερους όρους (βλ. σχετικά με τα ανωτέρω ΑΠ 1302/2010, ΑΠ 1610/2009,, ΑΠ 1231/2008, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 1463/2001, ΑΠ 1232/2000, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Πλέον συγκεκριμένα κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων οι απαιτή­σεις της καλής πίστης είναι δυνατόν να παραλλάσσουν κατά τις ατομικές περιστάσεις. Πρόβλεψη εκ των προτέρων για το ποιες ανάγκες θα προκύψουν και γι’ αυτό πρόβλεψη εκ των προτέ­ρων για το ποιες διαφοροποιήσεις θα επιβάλλει εκάστοτε η καλή πίστη δεν είναι πάντοτε και με ακρίβεια δυνατή (Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο § 5 αριθ. 20, Τσολακίδης, ΕφΑΔ 2009.274). Ο νομοθέτης σκόπιμα δεν καθόρισε λεπτομερειακά ποια συμπεριφορά πρέπει να τηρούν οι συναλλασσόμενοι, αλ­λά θέσπισε ως κριτήριο της συμπεριφοράς αυτής την συναλλα­κτική καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ώστε ο δικαστής, εξειδικεύοντας τη συναλλακτική καλή πίστη, να διαμορφώνει τον κατάλληλο κάθε φορά για την ατομική σχέση που πρόκει­ται να κρίνει κανόνα δικαίου (Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές σελ. 343). Η συναγωγή, ωστόσο, από τη γενική ρήτρα της καλής πί­στης των ειδικότερων, κανόνων που θα επιτρέψουν τη συγκε­κριμενοποίηση της γενικής ρήτρας της καλής πίστης στην προσυμβατική ευθύνη παρίσταται αναγκαία. Προσφορότερος τρό­πος είναι η αναγωγή σε αξιολογικά κριτήρια κατώτερης βαθμί­δας και η διαμόρφωση ενδιάμεσων κανόνων με αντικείμενο συγκεκριμένες υποχρεώσεις των μερών κατά το πρόσυμβατικό στάδιο. Οι ενδιάμεσοι αυτοί κανόνες και οι επί μέρους υποχρε­ώσεις καλόπιστης συμπεριφοράς που απορρέουν από αυτούς μπορεί να εξειδικευθούν περαιτέρω, με προσαρμογή στα ειδι­κότερα δεδομένα, αφού πάντοτε συνεκτιμάται ότι ο χαρακτη­ρισμός μιας συμπεριφοράς ως κακόπιστης συναρτάται με συ­γκεκριμένες περιστάσεις. Με τη διαμόρφωση ενδιάμεσων κα­νόνων και ομάδων περιπτώσεων, οι οποίες υπάγονται στους κανόνες αυτούς, επιτυγχάνεται η μετάβαση από το αφηρημένο επίπεδο των αρχών του δικαίου στο επίπεδο των συγκεκριμέ­νων κανόνων που είναι δεκτικοί υπαγωγής και εφαρμογής σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι η συ­γκεκριμενοποίηση αυτή εξαντλεί το κανονιστικό εύρος της γε­νικής ρήτρας, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί ανά πασά στιγμή σε ένα βιοτικό περιστατικό που δεν ομοιάζει με τις ήδη αντιμετωπισθείσες περιπτώσεις (Τσολακίδης, ό.π.). Στο πλαίσιο αυτό έχουν καθορισθεί – νομολογηθεί οι σπουδαιότερες υποχρεώ­σεις των μερών κατά το πρόσυμβατικό στάδιο. Αυτές είναι οι υποχρεώσεις διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων με ταχύτητα και σοβαρότητα, οι υποχρεώσεις διαφώτισης, που δεν φτάνει μέχρι το σημείο να επεκτείνεται και σε όσα θέματα το άλλο μέ­ρος θα όφειλε και θα μπορούσε να πληροφορηθεί με δική του επιμελή έρευνα, υποχρεώσεις αλήθειας, προστασίας, έγκαιρης προειδοποίησης για τη διακοπή των διαπραγματεύσεων (βλ. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές σελ. 343, Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές σελ. 452 επ., Λαδάς, Γενικές Αρχές σελ. 224 επ.). Από την αρχή της καλής πίστης δε γεννιέται υποχρέωση κατάρτισης της σύμβασης και η μη κατάρτιση της σύμβασης δε στοιχειοθετεί παρανομία. Διαφορετική αντίληψη θα κατέλυε την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Έτσι, η διακοπή των διαπραγματεύσεων καθ’εαυτή δεν συνιστά αντισυναλλακτική συμπερι­φορά. Ομοίως και η νομολογία αποφαίνεται, η ματαίωση της σύμβασης δεν συνιστά καθ’εαυτή αντισυναλλακτική συμπεριφορά, εκτός αν από την προηγούμενη συμπεριφορά αυτού που ματαίωσε τη σύμβαση δικαιολογείται τούτο. Αυθαίρετη και αδικαιολόγητη ματαίωση της κατάρτισης της σύμβασης εί­ναι αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μόνον αν είχε επέλθει συμφωνία επί όλων των αφορώντων τη σύμβα­ση σημείων και απέμεινε η τήρηση τύπου, ή όταν υπήρχαν διαβεβαιώσεις ότι θα καταρτιζόταν η σκοπούμενη σύμβαση (ΑΠ 1678/2001 ΕλλΔνη 45.112, ΑΠ 1175/2007 ΕλλΔνη 49.1395, ΑΠ 1505/1988 ΝοΒ 38.62, ΑΠ 309/1996 ΕλλΔνη 38.83) ή σημειώθηκε αδικαιολόγητη καθυ­στέρηση της αρνητικής απάντησης υπό συνθήκες που παρεί­χαν την εντύπωση στο άλλο μέρος ότι θα ακολουθούσε αποδο­χή (ΑΠ 1232/2000 ΕλλΔνη 2002, 112, ΕΕΝ 2002, 135, ΟλΑΠ 10/91, Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές, Λαδάς, ό.π. σελ. 237). Πταί­σμα, κατά την έννοια των αυτών ως άνω διατάξεων, νοείται η μη τήρηση της επιμέλειας του μέσου συνετού συναλλασσόμε­νου (άρθρο 330 ΑΚ),και έτσι αρκεί και αμέλεια, ακόμη και ελα­φρά (ΕφΛαρ 348/2015 ΧρΙΔ 2016.283). Η ευθύνη βαρύνει κατ’αρχήν τα μέρη, μεταξύ των οποίων θα ισχύσει η τυχόν καταρτισθησόμενη υπό διαπραγμάτευση σύμβαση και όχι τρίτους (υπαλλήλους των μερών, αντιπροσώπους αυτών κατά τη τυχόν σύναψη της υπό διαπραγμάτευση σύμβασης κλπ.). Ειδικότερα, εάν κατά τις διαπραγματεύσεις χρησιμοποιήθηκε αντιπρόσωπος, ο αντιπροσωπευόμενος ευθύνεται για το περί αυτές πταίσμα του αντιπροσώπου (ΑΠ 969/1977 ΝοΒ 26.895, ΕφΘεσ 1136/1990 Αρμ.1990.941), παράλληλα όμως ευθύνεται και ο  αντιπρόσωπος, ή ο προστηθείς, στις περιπτώσεις, ειδικότερα, κατά τις οποίες εκείνος που διαπραγματεύεται μαζί του την κατάρτιση της σύμβασης τον εμπιστεύεται και αποβλέπει στο πρόσωπό του  (Γιαννόπουλου, Γεν Αρχ. σελ.120, 121, Μπαλή, Γεν.Αρχ., παρ.87, Τούση, Γεν.Αρχ.παρ.119, Καμπίτση, Περί προσυμβατικής ευθύνης, σελ.120-124). Ειδικότερα, επί παρεμβολής τρίτων, αν αυτός που διενεργεί τις διαπραγματεύσεις έχει προσωπική βασική επιρροή σ’αυτές, προκαλεί δε και αποδέχεται την εμπιστοσύνη του άλλου μέρους στο πρόσωπό του, η διάψευση της οποίας αποτελεί σε τελευταία ανάλυση το λόγο της προσυμβατικής ευθύνης, γιατί αυτός μόνος εμφανίζεται και αποφασίζει, ή διεξάγει τις διαπραγματεύσεις προς ίδιον συμφέρον, τότε δημιουργείται αποκλειστική ευθύνη αυτού που πράγματι διενήργησε κυριαρχικά τις διαπραγματεύσεις, όχι μόνο με βάση τις ΑΚ 914 επ., αλλά και με βάση τις ΑΚ 197, 198 και 330, σε συνδυασμό με τις ΑΚ 211 επ. (ΑΠ 12/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Αν η εμπιστοσύνη του άλλου μέρους κατευθύνεται μόνο στο πρόσωπο, στο όνομα ή για λογαριασμό του οποίου γίνονται οι διαπραγματεύσεις, υπάρχει ευθύνη εκείνου στο όνομα, ή για λογαριασμό του οποίου γίνονται οι διαπραγματεύσεις. Στην περίπτωση όμως που εμφανίζεται από κοινού πρόκληση της εμπιστοσύνης από αντιπρόσωπο και αντιπροσωπευόμενο και από κοινού προς αυτούς παροχή της εμπιστοσύνης του άλλου μέρους, υπάρχει ευθύνη και των δύο μερών. Ωστόσο, υποστηρίζεται και η άποψη ότι ο αντιπροσωπευόμενος έχει σε κάθε περίπτωση την κατά τις ΑΚ 197-198 ευθύνη για τη ζημιογόνο, υπαίτια και αντίθετη στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά του αντιπροσώπου του, χωρίς να αποκλείεται και η ευθύνη του τρίτου, είτε κατά τις 914 επ. του ΑΚ, είτε κατά τις ΑΚ 197-198 (ΕφΑθ 5396/2005 ΕλλΔνη 2006.546, Παπαντωνίου, παρ.63 σελ.346, Καράσης, άρθρα 197-198 αριθμ.10, ο οποίος δέχεται εφαρμογή εν προκειμένω μάλλον της ΑΚ 922 παρά της ΑΚ 334, βλ. και Γεωργιάδη παρ.34, αριθμ.9, όμως Μπαλής παρ.87, σελ.240, Παπαστερίου/Κλαβανίδου, Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, παρ.27, αριθμ.18, οι οποίοι δέχονται εφαρμογή εν προκειμένω της ΑΚ 334).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την προσκομιζόμενη κατάθεση του, εκτός δίκης, εξετασθέντος με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μάρτυρός της . ………, η οποία δόθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. ………. εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……, και περιέχεται στην υπ’αριθμ……./28.11.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …… ., β) τις προσκομιζόμενες καταθέσεις της εκτός δίκης, με πρωτοβουλία της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων αντίστοιχα, εξετασθείσας μάρτυρός τους ……… …….., Δικηγόρου, η οποία λήφθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, σύμφωνα με τις επίσης προσκομιζόμενες υπ’αριθμ… και …/24.11.2017 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …………, και περιέχονται στις υπ’αριθμ…./29.11.2017 και …./29.11.2017 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, γ) την προσκομιζόμενη κατάθεση του εκτός δίκης, με πρωτοβουλία της δεύτερης των εναγομένων, εξετασθέντος μάρτυρός της ……… …….. ., η οποία λήφθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την επίσης προσκομιζόμενη υπ’αριθμ…/11.12.2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………, και περιέχεται στην υπ’αριθμ……./14.12.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αίγινας …………., και η οποία, προσκομισθείσα στον πρώτο βαθμό από την ανωτέρω διάδικο εντός της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης  και μη ληφθείσα υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι, όπως έγινε δεκτό, δεν αναφερόταν, ως έδει, στην προσθήκη των προτάσεών της, ότι προσκομίσθηκε προς αντίκρουση ένορκης βεβαίωσης της ενάγουσας, παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, επαναπροσκομισθείσα, ως νέο αποδεικτικό μέσο, καθώς, κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με εκείνη του άρθρου 16 παρ. 5 του Ν. 2915/2001 (η οποία δεν τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015), στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, κατά δε τη διάταξη της παρ.2 του ίδιου άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια, ενώ, ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήσαν απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα, ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο (βλ.σχετ. ΑΠ 484/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), με αποτέλεσμα η εξέταση της βασιμότητας των περιλαμβανομένων στον πρώτο λόγο αμφοτέρων των κρινόμενων εφέσεων αιτιάσεων των εκκαλουσών περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και κακής εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δεν έλαβε υπόψη την εν λόγω ένορκη βεβαίωση, δεχθέν ότι αποτελεί απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο, να καθίστανται πλέον άνευ αντικειμένου και να παρέλκει, δ) τις νόμιμα προσαγόμενες το πρώτον με επίκληση στην έκκλητη δίκη, με επιμέλεια της εκκαλούσας της από 14.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../30.11.2018 και ……../30/.11.2018) έφεσης, καταθέσεις των, εκτός δίκης, εξετασθέντων μαρτύρων της 1) προαναφερθείσας …….. …….. και 2) …….., οι οποίες, ληφθείσες κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την επίσης προσκομιζόμενη υπ’αριθμ…../4.3.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……….. και περιληφθείσες στις υπ’αριθμ… και …./7.3.2019 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο ως νέα αποδεικτικά μέσα, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 του ΚΠολΔ, των περί απόρριψής τους ως απαραδέκτων προβληθεισών αιτιάσεων της ενάγουσας διότι δεν προσκομίσθηκαν στον πρώτο βαθμό από πρόθεση στρεψοδικίας  της δεύτερης εναγομένης, άλλως από βαριά της αμέλεια, απορριπτομένων ως αβασίμων, ε) την παραδεκτά προσκομιζόμενη το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από την ενάγουσα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης επί της από 14.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../30.11.2018 και ……../30/.11.2018) έφεσης και εντός της προθεσμίας της προσθήκης αντίκρουσης επί των προτάσεων, προς αντίκρουση των ανωτέρω προσκομισθεισών από τη δεύτερη εναγόμενη ενόρκων βεβαιώσεων, κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος . …….., κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της δεύτερης εναγομένης, όπως προκύπτει από τις επίσης προσκομιζόμενες υπ’αριθμ…. και …/7.3.2019 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……., η οποία περιέχεται στην υπ’αριθμ……/13.3./2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, στ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, με την επισήμανση ότι λαμβάνονται υπόψη και τα προσκομιζόμενα από τις εκκαλούσες ξενόγλωσσα έγγραφα (μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας) με αριθμό σχετικού 7, 8, και 9, παρότι δεν συνυποβάλλεται και επικυρωμένη επίσημη μετάφρασή τους, ει μη μόνον ενός πολύ μικρού τμήματος αυτών, κατ’ άρθρο 340 παρ.1 του ΚΠολΔ, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία, αφού στην προκειμένη περίπτωση είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη σύμφωνα με το άρθρο 394 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα του όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (βλ.σχετ. ΕφΑθ 189/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), και ζ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα είναι ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, εδρεύουσα στη ……. Αττικής, η οποία σκοπό έχει, κατά το καταστατικό της, την απόκτηση με αγορά, κατασκευή ή ναυπήγηση, πλοίου ή πλοίων κάθε είδους, την εκμετάλλευση, εκναύλωση και ναύλωση των ιδιόκτητων πλοίων της εταιρίας, την επάνδρωση και το διακανονισμό των πληρωμάτων ιδιόκτητων πλοίων της εταιρίας, τη διενέργεια κάθε φύσης εργασίας και ναυτιλιακής επιχείρησης, που σχετίζεται με τον ανωτέρω σκοπό, δηλαδή την εκμετάλλευση των ιδιόκτητων πλοίων της εταιρίας και ενδεικτικά ναυλώσεων, μεταφοράς προσώπων, συντήρησης πλοίων και ρυμούλκησής τους στην ξηρά για μεταφορά τους σε χώρους επισκευής και, τέλος, τη συμμετοχή της με οποιοδήποτε τρόπο, είτε με εισφορές, είτε με απόκτηση τίτλων σε άλλες εταιρίες οποιασδήποτε νομικής μορφής και σε ατομικές επιχειρήσεις, ημεδαπές ή αλλοδαπές, που υφίστανται ή που θα συσταθούν και οι οποίες επιδιώκουν ακριβώς τον ίδιο σκοπό, ή συνεργασία με αυτές, και η διενέργεια κάθε γενικά επιχείρησης ή εργασίας απαραίτητης για την εκπλήρωση των σκοπών της εταιρίας, καθώς και η συγχώνευση, μερική ή ολική της εταιρίας με άλλη ή άλλες εταιρίες αμιγώς του ίδιου σκοπού. Η ανωτέρω εταιρία είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία πλοίου (επαγγελματικού σκάφους αναψυχής), με την ονομασία «ΛΠ», νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό νηολογίου ……….., κατασκευασμένου από χάλυβα, ολικής χωρητικότητας 146,66 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 85,47 κόρων, και ολικού μήκους 26,80 μέτρων, το οποίο φέρει δύο προωστήριες μηχανές ντήζελ (diesel) ……., και στο οποίο έχει χορηγηθεί η με Α.Μ.Ε.Π.Α. 3706, υπ’ αριθμ.πρωτ.Φ.3341.1./3706/2002, από 28.6.2002, άδεια επαγγελματικού πλοίο αναψυχής αορίστου χρόνου. Η πρώτη εναγόμενη είναι ανώνυμη κεφαλαιουχική εταιρία κατά το δίκαιο του Παναμά, συσταθείσα το μήνα Νοέμβριο του έτους 2010 και εδρεύουσα στον Παναμά, πλοιοκτήτρια ενός σκάφους αναψυχής, το οποίο αγόρασε το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011, με το όνομα «HB» και υπό ελληνική σημαία, από την εταιρία με την επωνυμία «……………..», και το οποίο μετά την αγορά του, την αλλαγή σημαίας (σε σημαία Παναμά) και τη μετονομασία του σε «ΝII», καταχωρήθηκε στο νηολόγιο του Παναμά, με αριθμό …………  Το ανωτέρω σκάφος είναι κατασκευασμένο από ενισχυμένο πλαστικό, έχει ολική χωρητικότητα 73,64 κόρους, καθαρή χωρητικότητα 59,86 κόρους, ολικό μήκος 19,77 μέτρα, και φέρει δύο (2) μηχανές ….., ιπποδύναμης 2Χ1050.  Μοναδική μέτοχος της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας είναι η δεύτερη εναγόμενη, η οποία, ως ουσιαστική της διευθύντρια, ασκεί την πραγματική της διοίκηση, λαμβάνοντας τις αποφάσεις, που την αφορούν (τύποις η εταιρία διοικείται και εκπροσωπείται από τριμελές Διοικητικό Συμβούλιο, που κατονομάζεται στο άρθρο 7 του προσκομιζομένου καταστατικού της), και αυτή, που στην πράξη χρησιμοποιεί το ανωτέρω σκάφος, πλοιοκτησίας της εν λόγω εταιρίας, συμφερόντων της, κατ’αποκλειστικότητα για την εκτέλεση πλόων αναψυχής. Ήδη από το θέρος του έτους 2015 η δεύτερη εναγόμενη εξεδήλωσε έντονο ενδιαφέρον να προβεί στην αγορά του προαναφερθέντος σκάφους πλοιοκτησίας της ενάγουσας, το οποίο διατίθετο προς πώληση, όταν το είδε αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πόρου, όπου βρισκόταν για διακοπές, πλην όμως δεν κατέστη δυνατό να το επισκεφθεί ώστε να αποκτήσει ίδιαν αντίληψη επί των εσωτερικών του χώρων, όπως επιθυμούσε, διότι ήταν ναυλωμένο, και θα προκαλείτο όχληση στους ναυλωτές. Περί το μήνα Φεβρουάριο του επομένου έτους (2016) η ανωτέρω εναγόμενη επικοινώνησε τηλεφωνικά με το …….. , νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ο ……… …….., συνταξιούχος πλοίαρχος, και επί σειρά ετών στενός συνεργάτης και πρόσωπο εμπιστοσύνης της (της δεύτερης εναγομένης), πλοίαρχος του προααναφερθέντος σκάφους «ΝII», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρίας, αποκλειστικών συμφερόντων της δεύτερης εναγομένης, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο οποίος ζήτησε, αφενός μεν να του αποσταλούν φωτογραφίες του σκάφους, ληφθείσες ενώ βρισκόταν εκτός θαλάσσης, αφετέρου δε να οργανωθεί μία συνάντηση με εκπρόσωπο της ενάγουσας, προκειμένου αυτός να επιθεωρήσει το σκάφος για λογαριασμό της.  Πράγματι εντός του ιδίου μηνός μετέβη στο σκάφος και το επιθεώρησε επισταμένως ο …….. …….., ενεργώντας ως εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, με την οποία συνδεόταν με φιλική σχέση, παρουσία του ενόρκως καταθέσαντος ενώπιον Συμβολαιογράφου μάρτυρος της ενάγουσας …….., υπαλλήλου της ανωτέρω, και στενού συνεργάτη των μετόχων και εκ των μελών του Δ.Σ. της …….. και …….. , καθώς και της τελευταίας, επίσης νόμιμης εκπροσώπου της, ο οποίος εξέφρασε την απόλυτη ικανοποίησή του από το αποτέλεσμα της επιθεώρησης αναφορικά με την κατάσταση του σκάφους, όπερ άλλωστε γνωστοποίησε αμέσως και στην ίδια τη δεύτερη εναγόμενη σε τηλεφωνική του επικοινωνία μαζί της, που έλαβε χώρα παρουσία των λοιπών επιβαινόντων ……. και …. . Ακολούθως, περί τα μέσα του μηνός Ιουνίου του έτους 2016, ο ανωτέρω ………, επικοινώνησε και πάλι τηλεφωνικά με τον εκ των νομίμων εκπροσώπων της ενάγουσας …….. , και του ζήτησε, ομιλώντας για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, να μεταβεί στην Ελλάδα από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου βρισκόταν για επαγγελματικούς λόγους, προκειμένου να είναι και αυτός παρών, σε επιθεώρηση του σκάφους από τη δεύτερη εναγόμενη και στενούς συνεργάτες της, που, όπως του μετέφερε, η ανωτέρω επιθυμούσε να λάβει χώρα άμεσα, επαναλαμβάνοντάς του το έντονο ενδιαφέρον αυτής για την απόκτηση του σκάφους. Πράγματι στις 30.6.2016 πραγματοποιήθηκε συνάντηση επί του σκάφους της ενάγουσας, το οποίο βρισκόταν τότε ελλιμενισμένο στη Μαρίνα της …….., με παρόντες τον ανωτέρω …….. , τον προαναφερθέντα . …….. και το μηχανικό του εν λόγω σκάφους . …….., καθώς και τη δεύτερη εναγόμενη, και τους συνεργάτες της τελευταίας …….. …….., . …….., μηχανικό σκαφών, και …….. …….., δικηγόρο. Πέραν των ανωτέρω προσώπων επί του σκάφους επέβαιναν επίσης και δύο μηχανικοί της κατασκευάστριας των μηχανών του σκάφους εταιρίας …….., προκειμένου να τις ελέγξουν. Κατά την εν λόγω συνάντηση το ως άνω σκάφος ελέγχθηκε και επιθεωρήθηκε επισταμένα από τους …….. και …….., και επιπροσθέτως, πραγματοποιήθηκε θαλάσσια δοκιμή αυτού (sea trial), με πρωτοβουλία του …….. , που προέβη σε δοκιμαστικό πλου πεισθείς στη σοβαρότητα της σαφώς εκδηλωθείσας πρόθεσης της δεύτερης εναγομένης να το αποκτήσει, της προσδοκίας του στην επικείμενη κατάρτιση της πώλησης δικαιολογημένα προκληθείσας από την προεκτεθείσα συμπεριφορά της, συνιστάμενη στο το επί μακρόν εμπράκτως επιδειχθέν επίμονο ενδιαφέρον της για τη συγκεκριμένη συναλλαγή, καθώς και στις κατά το παρελθόν παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις των συνεργατών της, με τις οποίους επικοινωνούσε, περί της αξιοπιστίας, της φερεγγυότητας και της οικονομικής της επιφάνειας, και θέλοντας να το παρουσιάσει και επιδείξει στην ως άνω υποψήφια αγοράστρια και σε λειτουργία εν πλω, προκειμένου να ενισχύσει την επιθυμία της να το αγοράσει και να την πείσει περί του αξιόπλοου αυτού, και μάλιστα για χρονικό διάστημα δύο ωρών, με τις μηχανές του σε πλήρη ισχύ, παρότι κάτι τέτοιο δε συνηθίζεται στις αγοραπωλησίες σκαφών προ της σύνταξης προσυμφώνου και της καταβολής προκαταβολής, χωρίς να διαπιστωθεί κάποιο πρόβλημα ως προς την εν γένει απόδοση και αξιοπλοΐα του. Κατόπιν τούτου η δεύτερη εναγόμενη εξέφρασε την ευαρέσκειά της, αλλά και την επιθυμία της να προχωρήσει η διαδικασία πώλησης του σκάφους, γνωστοποιώντας παράλληλα ότι στην περίπτωση αυτή η σύμβαση δε θα καταρτιζόταν με αγοράστρια την ίδια, αλλά την πρώτη εναγόμενη, αλλοδαπή εταιρία, ως προς την οποία δήλωσε, ενώπιον όλων, ότι, με την ιδιότητα της μοναδικής της μετόχου, ενεργεί για τη συγκεκριμένη συναλλαγή ως αντιπρόσωπός της, και για λογαριασμό της, παρότι το εν λόγω σκάφος θα χρησιμοποιείτο απ’αυτήν αποκλειστικά, καθώς και την πρόθεσή της το αγορασθέν να νηολογηθεί ακολούθως υπό σημαία Παναμά, και να μετατραπεί σε ιδιωτικό σκάφος αναψυχής, αρξαμένων έκτοτε των περί της υπό κατάρτιση πώλησης σχετικών διαπραγματεύσεων με τον εκπρόσωπο της ενάγουσας …….. . Ο τελευταίος στη συνέχεια την ενημέρωσε ότι το σκάφος πωλείται έναντι του ποσού των 3.000.000 ευρώ, τίμημα, που έγινε αμέσως αποδεκτό απ’αυτήν, η οποία με τη σειρά της πρότεινε, όσον αφορά τον τρόπο εξόφλησής του, να καταβληθεί έναντι αυτού σε μετρητά το ποσό των 2.700.000 ευρώ, και ως προς το υπόλοιπο ποσό των 300.000 ευρώ, να πωληθεί και μεταβιβασθεί ταυτοχρόνως κατά κυριότητα στην ενάγουσα το προαναφερθέν, υπό σημαία Παναμά, σκάφος αναψυχής, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρίας, συμφερόντων της ιδίας, κατά τα προεκτεθέντα, με την ονομασία «DII», εκτιμηθείσης ισόποσης αξίας, όπερ έγινε επίσης αποδεκτό από τον εκπρόσωπο της ενάγουσας, συναφθείσας, επομένως, στο στάδιο αυτό, προφορικά συμφωνίας μεταξύ των μερών καταρχάς περί του ύψους του τιμήματος της πώλησης του εν λόγω σκάφους και περί του συγκεκριμένου τρόπου αποπληρωμής του. Μάλιστα, η δεύτερη εναγόμενη εξέφρασε την επιθυμία της να επισπευθεί η διαδικασία μεταβίβασης του σκάφους στην πρώτη εναγόμενη και κατά το νόμιμο τύπο, ώστε να της παραδοθεί προ της 22ης.8.2016, όταν και θα ολοκληρωνόταν η κρουαζιέρα της στη Βόρεια Ελλάδα, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για το υπόλοιπο των καλοκαιρινών της διακοπών στο Ιόνιο. Κατόπιν τούτου και ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας ………… , βάσιμα πιστεύσας ότι η κατάρτιση της σύμβασης και κατά τους τύπους ήταν βέβαιη, και μάλιστα άμεσα, στο προσεχές μέλλον, εφόσον είχε ήδη επιτευχθεί προφορική συμφωνία μεταξύ τους επί των ουσιωδών σημείων της πώλησης, κατά τα προεκτεθέντα, και απέμενε μόνον η τήρηση του νόμιμου τύπου για τη μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους, δεσμεύθηκε ενώπιον όλων των παρισταμένων ότι, προκειμένου να παραδοθεί το σκάφος στην ίδια κατάσταση, με αυτήν στην οποία βρισκόταν κατά την επιθεώρησή του από τη δεύτερη εναγόμενη, και να αποφευχθεί η έκθεσή του σε θαλάσσιους κινδύνους,  δεν θα το διέθετε στο μεσοδιάστημα και μέχρι τη σύναψη της σύμβασης προς ναύλωση, ως εάν να ήταν ήδη πωληθέν, ακυρώνοντας τις ήδη συμφωνηθείσες ναυλώσεις, αλλά ότι θα το διατηρούσε αγκυροβολημένο, και για τον επιπρόσθετο λόγο ώστε να ολοκληρωθούν μέχρι τότε οι εργασίες, οι οποίες ζητήθηκε από το …….. …….., για λογαριασμό των εναγομένων, να εκτελεσθούν σ’αυτό προ της παράδοσής του, το κόστος των οποίων δήλωσε ότι θα αναλάμβανε η δεύτερη εναγόμενη εξ ολοκλήρου. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη, καθώς και η επίσης παριστάμενη κατά τη συνάντηση δικηγόρος της …….. …….., εξαρχής ενημερώθηκαν ότι το υπό πώληση σκάφος ήταν χαρακτηρισμένο ως επαγγελματικό, δηλαδή ήταν εφοδιασμένο με επαγγελματική άδεια σκάφους αναψυχής, και ως εκ τούτου κατά την αγορά του από την ενάγουσα είχε ανασταλεί η υποχρέωση καταβολής του αναλογούντος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), καθώς και ότι σε περίπτωση μετατροπής του σε ιδιωτικό σκάφος αναψυχής, όπως επίσης από την έναρξη των διαπραγματεύσεων δήλωσε η δεύτερη εναγόμενη ότι επιθυμούσε να λάβει χώρα σε περίπτωση αγοράς του από την πρώτη εναγόμενη, αφού το προόριζε για αποκλειστικά δική της χρήση, ενδεχομένως να ανέκυπτε ζήτημα καταβολής τέτοιου φόρου, αλλά και ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, όντας απολύτως βέβαιος ότι δε θα προέκυπτε τέτοιο θέμα στο μέλλον, όπερ και πράγματι δεν συνέβη, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, αφενός μεν διαβεβαίωσε τη δεύτερη εναγόμενη ότι οι νομικοί του παραστάτες ήταν εξαιρετικά έμπειροι σε συναλλαγές αυτού του είδους και θα αντιμετώπιζαν οποιοδήποτε θέμα τυχόν αναφυόταν στο μέλλον ως επακόλουθο της αλλαγής της χρήσης του σκάφους, αφετέρου δε ανέλαβε έναντι αυτής την υποχρέωση, εφόσον υποχρεωνόταν η τελευταία σε καταβολή Φ.Π.Α., να αποπληρωθεί αυτός από την ενάγουσα έως του ποσού των 100.000 ευρώ. Της ανωτέρω συνάντησης, κατά την οποία, όπως προεκτέθηκε, επήλθε προφορική συμφωνία των μερών επί όλων των βασικών σημείων, που αφορούσαν στην πώληση του σκάφους, και απέμενε η τήρηση του τύπου διά της σύνταξης σχετικού εγγράφου περί της μεταβίβασης, που και αυτή συμφωνήθηκε να λάβει χώρα άμεσα, και δεν αφέθηκε να ορισθεί εν ευθέτω χρόνω στο μέλλον από τα μέρη, ώστε να παραδοθεί το σκάφος στη δεύτερη εναγόμενη προ της 22ηης.8.2016, όπερ προκάλεσε δικαιολογημένες και βάσιμες προσδοκίες στην ενάγουσα περί της επικείμενης κατάρτισης της σύμβασης, επακολούθησαν επαφές μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων των μερών, και δη μεταξύ του . …….. από την πλευρά της ενάγουσας, και της ……… …….. από την πλευρά των εναγομένων, μέσω της ανταλλαγής μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, αλλά και τηλεφωνικών επικοινωνιών, προκειμένου να καθορισθούν λεπτομερώς οι ειδικότεροι όροι του συνταχθησόμενου προσυμφώνου μεταβίβασης του σκάφους. Συγκεκριμένα και ενδεικτικά, στις 11.7.2016, η ανωτέρω δικηγόρος …….. …….., σε ηλεκτρονικό μήνυμά της προς το δικηγόρο της ενάγουσας …….. …….., του γνωστοποίησε τα πλήρη στοιχεία (επωνυμία και έδρα) της πρώτης εναγομένης, που θα αγόραζε το σκάφος, καθώς και ότι νόμιμος εκπρόσωπος αυτής στην Ελλάδα ήταν η ίδια, και, αφού προηγήθηκε την 1η.7.2016, ήτοι μία ημέρα μετά τη συνάντηση των μερών στο σκάφος, η αποστολή, επίσης με ηλεκτρονικό μήνυμα, από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας ……..  προς την …….. …….. του τραπεζικού λογαριασμού της ενάγουσας, προφανώς για την κατάθεση προκαταβολής του ήδη συμφωνηθέντος τιμήματος της πώλησης, για να επακολουθήσει, με τον ίδιο τρόπο  αποστολής, ευχαριστήρια απάντηση της ……… …….., με αποτέλεσμα την ενίσχυση τοιουτοτρόπως της προσδοκίας της ενάγουσας στην άμεση κατάρτιση της σύμβασης και κατά το νόμιμο τύπο. Στις 12.7.2016 η …….. …….. απέστειλε προς τον …….. …….., επίσης με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, «τα τελευταία νομιμοποιητικά έγγραφα του σκάφους», όπως προωθήθηκαν στην ίδια από το Προξενείο του Παναμά, εννοώντας προφανώς το υπό σημαία Παναμά σκάφος με την ονομασία «DII», το οποίο συμφωνήθηκε να πωληθεί στην ενάγουσα από την πρώτη εναγόμενη αντί του ποσού των 300.000 ευρώ, και το τίμημα να συμψηφισθεί με ισόποσο μέρος του τιμήματος της αγοράς του επίμαχου σκάφους της ενάγουσας από την πρώτη εναγόμενη. Στις 13.7.2016 απεστάλη με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας από το γραφείο του δικηγόρου . …….. προς τη δικηγόρο της αγοράστριας αλλοδαπής εταιρίας …….. …….. σχέδιο προσυμφώνου της μεταβίβασης του σκάφους, το οποίο η τελευταία με τη σειρά της το προώθησε προς επεξεργασία και έλεγχο στους Ελβετούς δικηγόρους της δεύτερης εναγομένης, όπως η εντολέας της, που διατηρεί στην Ελβετία επιχειρηματικά συμφέροντα, επιθυμούσε, προκειμένου άπαντες οι εμπλεκόμενοι νομικοί παραστάτες των αντισυμβαλλομένων μερών, σε συνεργασία, να καταλήξουν σε ένα τελικό κείμενο προσυμφώνου, πλην όμως αυτοί, ελλείψει σχετικής εμπειρίας τους σε αγοραπωλησίες σκαφών αναψυχής, καθυστερούσαν, όπερ επισημάνθηκε και σε σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που απέστειλε προς το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας ……..  στις 15.7.2016 ημέρα Παρασκευή η ανωτέρω …….. …….., στο οποίο επίσης αναφέρει ότι, όπως πιστεύει, «όλα θα ολοκληρωθούν» τη Δευτέρα, καθησυχάζοντάς τον με την απάντησή της και ενισχύοντας τοιουτοτρόπως τη δικαιολογημένα σχηματισθείσα προσδοκία του περί της άμεσα επικείμενης υπογραφής του προσυμφώνου για τη μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους. Προς τούτο άλλωστε και μετά την παρέλευση ενός (1) σχεδόν μηνός από τη συνάντηση των μερών στο σκάφος και την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ τους επί των ουσιωδών σημείων της πώλησης, ο ανωτέρω νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας ……..   σε ηλεκτρονικό του μήνυμα, που απέστειλε στις 26.7.2016 στη δεύτερη εναγόμενη, ήτοι σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την παρούσα αντιδικία, εκφράζει, αφενός μεν την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπό της αναφορικά με την αξιοπιστία της, την ειλικρίνεια των προθέσεών της, και το σεβασμό της στην τήρηση των συμφωνηθέντων, αφετέρου δε την απογοήτευσή του σχετικά με την έκβαση της υπόθεσης, επισημαίνει ότι μετέβη στην Ελλάδα από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μόνο και μόνο για να της παρουσιάζει το σκάφος και να τη συναντήσει, ότι μετά τη θαλάσσια δοκιμή της θαλαμηγού, στην οποία δέχθηκε να προβεί, παρότι είναι μία ενέργεια, που συνήθως λαμβάνει χώρα μετά την υπογραφή του μεταβιβαστικού εγγράφου και την είσπραξη της προκαταβολής, επήλθε συμφωνία τους επί των λεπτομερειών της πώλησης, ότι από πλευράς του προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την ευόδωση της συμφωνίας αυτής, αλλά και στις εργασίες στο σκάφος, που προτάθηκαν από το συνεργάτη της …….. …….., προκειμένου να της παραδοθεί σε άριστη κατάσταση, έτοιμο για την επόμενη κρουαζιέρα της, χωρίς μάλιστα να έχει λάβει οποιοδήποτε ποσό ως προκαταβολή, ότι εξαρχής την ενημέρωσε πως το σκάφος φέρει ελληνική σημαία και διαθέτει διεθνή άδεια ναύλωσης, καθώς και ότι, εφόσον η ίδια επέλεξε να αγορασθεί το σκάφος για να μετατραπεί σε ιδιωτικό σκάφος αναψυχής υπό σημαία Παναμά, με τη σειρά του, και με τη συνδρομή του εξειδικευμένου σε τέτοιες αγοραπωλησίες δικηγόρου του, παρείχε κάθε δυνατή διευκόλυνση, προκειμένου να συντελεσθεί η εν λόγω μετατροπή, σημειώνει την παρεμβολή πολλών προσώπων με διαφορετική άποψη έκαστος επί της συγκεκριμένης συναλλαγής, προφανώς ως αιτία καθυστέρησης της ολοκλήρωσης της διαδικασίας, αλλά και το μεταξύ τους συμφωνηθέν χρονικό όριο για την παράδοση του σκάφους (έως την 20η Αυγούστου 2016), και τέλος, καταλήγοντας, αφού, αναφέρει ότι ο ίδιος έχει τηρήσει τα συμφωνηθέντα, την προτρέπει να παρέμβει και να υποδείξει στους δικηγόρους της να επιταχύνουν και να επισπεύσουν  τη διαδικασία, ώστε, με ευελιξία και πνεύμα συνεργασίας, να καταρτισθεί η σύμβαση. Σε απάντηση του ανωτέρω μηνύματος η δεύτερη εναγόμενη απέστειλε στο ……..  το από 26.7.2016 ηλεκτρονικό μήνυμα, στο οποίο, χωρίς να αντιλέγει επί του περιεχομένου του δικού του μηνύματος, ή να αμφισβητεί τη βασιμότητα των όσων αναφέρονται σ’αυτό, εκφράζει την έκπληξή της για την καθυστέρηση, επικαλείται το πλήθος των συμφωνιών, που έχει συνάψει έως τώρα στη ζωή της, καθώς και την ειλικρίνεια των προθέσεων, που ανέκαθεν τη χαρακτήριζε, τον ευχαριστεί για την κατανόηση, ευελπιστεί ότι η διαδικασία θα ολοκληρωθεί σύντομα, και δεσμεύεται ότι από την πλευρά της θα πράξει παν δυνατόν προς την κατεύθυνση αυτή, όπερ σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας ενίσχυσε τις προσδοκίες του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ότι η σύμβαση της μεταβίβασης του εν λόγω σκάφους θα καταρτιζόταν οπωσδήποτε και μάλιστα σύντομα. Αποδείχθηκε επίσης ότι πράγματι στη συνέχεια η δεύτερη εναγόμενη, προφανώς προς επίσπευση των διαδικασιών, έδωσε εντολή και σε έτερο δικηγόρο, περισσότερο εξειδικευμένο σε τέτοιου είδους αγοραπωλησίες, τον …….. …….. να επιληφθεί της υπόθεσης, ο οποίος με τη σειρά του ήρθε σε επαφή με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας …….. …….., και μάλιστα στις 9.8.2016 απέστειλε μεταξύ άλλων, στην …….. …….., και στον ανωτέρω …….. …….., με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, νέο σχέδιο προσυμφώνου για τη μεταβίβαση του σκάφους, και αφού είχε προηγηθεί στις 3.8.2016 αποστολή, ομοίως διά της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, από τον ίδιο και πάλι έτερου σχεδίου τέτοιου εγγράφου, το οποίο ακολούθως του απεστάλη, επίσης με τον αυτό τρόπο, κατόπιν της προσθήκης παρατηρήσεων επί συγκεκριμένων όρων του, που επέφερε στο κείμενο ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας ………. . Και ενώ μετά την 16η.8.2016 και την επιστροφή του δικηγόρου των εναγομένων ……………… από τις θερινές του διακοπές, κατά τη διάρκεια των οποίων εξακολουθούσαν οι επαφές, μέσω ανταλλαγής μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, μεταξύ αυτού και του δικηγόρου της ενάγουσας   …….., προκειμένου να οριστικοποιηθεί το περιεχόμενο του μεταβιβαστικού εγγράφου, και αφού οι ανωτέρω νομικοί παραστάτες των μερών είχαν ήδη καταλήξει σε τηλεφωνική τους επικοινωνία στο τελικό κείμενο της συμφωνίας, προηγηθείσης στις 15.8.2018 της αποστολής από το …….. …….. στον …….. …….. σχεδίου προσυμφώνου της πώλησης με παρατηρήσεις επί των όρων του από την πλευρά της ενάγουσας, και εύλογα αναμενόταν από την τελευταία η υπογραφή του συμφωνητικού, μετά την έγκρισή του και από τους Ελβετούς δικηγόρους της δεύτερης εναγομένης, ώστε να καταβληθεί αρχικά η προκαταβολή και ακολούθως και το υπόλοιπο ποσό του συνομολογηθέντος τιμήματος, αλλά και προκειμένου, κατά τα συμφωνηθέντα, να πραγματοποιηθεί η προγραμματισμένη παράδοση του σκάφους στη δεύτερη εναγόμενη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 20-22 Αυγούστου, όπως είχε η ίδια ζητήσει, για να είναι έτοιμο  με το πλήρωμά του για την κρουαζιέρα, που επιθυμούσε να πραγματοποιήσει με αυτό στο Ιόνιο στις αρχές του επομένου μηνός (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω το από 8.10.2016 επίσης αποσταλέν σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την παρούσα αντιδικία μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας ……..  προς τη δικηγόρο των εναγομένων …….. ……..), η δεύτερη εναγόμενη στις 22.8.2016, όπως γίνεται δεκτό σε σχέση με την προαναφερθείσα ημερομηνία στο αγωγικό δικόγραφο, προφορικά γνωστοποίησε στην ενάγουσα, διά της χορήγησης σχετικής εντολής προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …….. …….., ότι η κατάρτιση της σύμβασης μεταβίβασης του σκάφους ματαιώνεται, επικαλούμενη τη ψυχική αναστάτωση, που της προκάλεσε η εμπλοκή του σκάφους της πρώτης εναγομένης «DII», που κατά την επιτευχθείσα στις 30.6.2016 προφορική συμφωνία των μερών θα επωλείτο στην ενάγουσα, και το τίμημα της πώλησης αυτής, το οποίο συμφωνήθηκε στο ποσό των 300.000 ευρώ, ισόποσο της αξίας του ως άνω σκάφους, θα συμψηφιζόταν με αντίστοιχο μέρος του τιμήματος της πώλησης του σκάφους της ενάγουσας στην πρώτη εναγόμενη, σε σοβαρό θαλάσσιο ατύχημα, το οποίο έλαβε χώρα στις 16.8.2016 στην Αίγινα, με πλοίαρχο του σκάφους το στενό της φίλο και συνεργάτη …….. …….., και εξαιτίας του οποίου τέσσερις (4) άνθρωποι τραυματίσθηκαν θανάσιμα, ενώ διατάχθηκε και η προσωρινή κράτηση του ανωτέρω χειριστή του, και δη για λόγους, που αφορούσαν αποκλειστικά την ίδια, χωρίς την επίκληση δηλαδή λόγων, που να ανάγονται στο ασύμφορο της συμφωνίας για την πρώτη εναγόμενη, την οποία εκπροσωπούσε, ή σε μη τήρηση των ήδη μεταξύ τους συμφωνηθέντων επί των βασικών σημείων της πώλησης από την ενάγουσα. Ο περιεχόμενος στην αγωγή ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η δεύτερη εναγόμενη το μήνα Οκτώβριο του έτους 2016 της ανακοίνωσε οριστικά, και πάλι προφορικά, ότι η σύμβαση δεν πρόκειται να καταρτισθεί, ενώ στο μεσοδιάστημα ζητούσε πίστωση χρόνου από τους εκπροσώπους της, προκειμένου να αναρρώσει από το ψυχολογικό σοκ, που είχε υποστεί από το ως άνω θαλάσσιο ατύχημα, όπερ έγινε αποδεκτό απ’αυτούς, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί τελικά η μεταξύ τους συναλλαγή, δεν ευσταθεί, μάλιστα αναιρείται από το προσκομιζόμενο από 27 Αυγούστου 2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ……..  προς τη δεύτερη εναγόμενη, στο οποίο εκφράζει την έκπληξή του καθώς, όπως επί λέξει αναφέρει «χθες έμαθα ότι αποφασίσατε την τελευταία στιγμή να ακυρώσετε την πώληση», αλλά και από τα επίσης προσκομιζόμενα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του ανωτέρω ……..  και της έτερης νόμιμης εκπροσώπου της ενάγουσας ……. προς τη δεύτερη εναγόμενη και τη δικηγόρο της …….. …….., που επακολούθησαν, εκ των οποίων σαφώς και πέραν πάσης αμφοβολίας, συνάγεται ότι η δεύτερη εναγόμενη μετά την 22η.8.2016 ουδέποτε μετέβαλε άποψη επί του θέματος της πώλησης, ή επέδειξε διαλλακτικότητα, και έθεσε υπό περαιτέρω συζήτηση την ήδη ανακοινωθείσα απόφασή της να ματαιώσει  τη σύναψη της σύμβασης, αλλά ήταν οι ως άνω νόμιμοι εκπρόσωποι της ενάγουσας αυτοί, που επιχείρησαν επίμονα και επανειλημμένα, μεταξύ των μηνών Αυγούστου και Οκτωβρίου του έτους 2016, χωρίς αποτέλεσμα, να την μεταπείσουν, επικαλούμενοι την οικονομική ζημία, που προκάλεσε στην ενάγουσα η εν λόγω ματαίωση, προτείνοντας εναλλακτικές λύσεις για τον περιορισμό της ζημίας, ενώ η ίδια δεν ανταποκρίνεται στις συνεχείς εκκλήσεις τους, εμμένει στην απόφασή της, επισημαίνει το ανωτέρω από 27.8.2016 αποσταλέν μήνυμα του εξ αυτών …….. , εκ του οποίου εξάγει το συμπέρασμα ότι η ειλημμένη απόφασή της έχει καταστεί γνωστή στην ενάγουσα ήδη από τότε, δηλώνει ότι ουδέν έχει να προσθέσει περαιτέρω, και τους παραπέμπει εφεξής στους πληρεξούσιους δικηγόρους της πρώτης εναγομένης, αρνούμενη, επιπροσθέτως, την όποια ευθύνη της για την έκβαση της υπόθεσης. Κατ’ακολουθίαν, η παραδοχή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι η απόφαση της ματαίωσης της κατάρτισης της σύμβασης λήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη οριστικά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2016, ενώ στο διάστημα μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου συνεχίζονταν οι μεταξύ τους συζητήσεις για την εξεύρεση λύσης, είναι απόρροια εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από το ανωτέρω Δικαστήριο.  Ούτε όμως ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι μέχρι και τις 22.8.2016 δεν είχε επέλθει προφορική συμφωνία μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών επί των ουσιωδών σημείων της πώλησης, αλλά συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις τους, προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία, διότι υφίσταντο πλείστες όσες νομικές εκκρεμότητες προς διευθέτηση, που αφορούσαν κυρίως στην ανακύψασα υποχρέωση καταβολής το πρώτον του αναλογούντος Φ.Π.Α., από την οποία είχε απαλλαγεί η ενάγουσα όταν αγόρασε το σκάφος λόγω της χρήσης του ως επαγγελματικού, χορηγηθείσης μάλιστα τότε σ’αυτό σχετικής αδείας, ενόψει της εξαρχής δηλωθείσας πρόθεσης της δεύτερης εναγομένης περί αλλαγής της χρήσης του και μετατροπής του από επαγγελματικό σε ιδιωτικό σκάφος αναψυχής, όπερ θα συνεπαγόταν την επιβάρυνση της πρώτης εναγομένης ως αγοράστριάς του με την καταβολή υψηλού φόρου, που υπερέβαινε τις 600.000 ευρώ, αποδεικνύεται βάσιμος, όπως συνάγεται σαφώς εκ του ήδη αναφερθέντος περιεχομένου των προσκομιζομένων μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που αντηλλάγησαν μεταξύ των μερών καθόλο το επίμαχο χρονικό διάστημα. Ούτε βέβαια, όπως επίσης αποδείχθηκε, η κατάρτιση της σύμβασης ματαιώθηκε διότι τα μέρη διαφωνούσαν επί των ειδικότερων όρων της σύμβασης, που θα περιέχονταν στο τελικό κείμενο του προσυμφώνου ή του συμφωνητικού της πώλησης, ή διότι διαπιστώθηκε οποιοδήποτε ελάττωμα του σκάφους (νομικό ή πραγματικό), που εμπόδιζε τη σύναψη της πώλησης, ή διότι η αγοράστρια θα υποχρεωνόταν να καταβάλει υπέρογκο ποσό Φ.Π.Α., όπερ καθιστούσε την αγορά του σκάφους ασύμφορη, αφού τέτοιος φόρος τελικά δεν οφείλετο [βλ. σχετικώς το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……./30.9.2016 έγγραφο του Α΄Τελωνείου Εισαγωγής & Εφοδίων Πειραιά, σύμφωνα  με το οποίο το εν λόγω σκάφος δεν οφείλει Φ.Π.Α., κατ’άρθρο 8 του ν.1567/1985, καθώς έχει οριστικοποιηθεί η ατέλειά του, αφού παρήλθε δεκαετία από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η ατελής παράδοσή του, που φέρει μεν ημερομηνία μεταγενέστερη αυτής, κατά την οποία η δεύτερη εναγόμενη, ενεργήσασα για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, ανακοίνωσε στην ενάγουσα την απόφασή της να μην καταρτισθεί τελικά η σύμβαση αγοράς του σκάφους (στις 22.8.2016, όπως έγινε δεκτό κατά τα προεκτεθέντα), αλλά προφανώς θα χορηγείτo με ακριβώς το αυτό περιεχόμενο και σε προγενέστερο χρόνο, εφόσον εζητείτο, και δη κατά το χρονικό διάστημα από 30.6.2016 έως 22.8.2016, κατά το οποίο εύλογα αναμενόταν από την ενάγουσα η κατάρτιση της σύμβασης, καθώς και κατά το διάστημα αυτό συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ατέλειας του σκάφους, της παρέλευσης δεκαετίας από την ατελή παράδοσή του, λαμβανομένου ειδικότερα υπόψη του ότι, σύμφωνα με το ως άνω έγγραφο, το σκάφος αυτό νηολογήθηκε στα νηολόγια του Πειραιά και έλαβε άδεια επαγγελματικού σκάφους αναψυχής το έτος 2002, και δε συνέτρεξαν μεταγενέστερα]. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η κατάρτιση της σύμβασης ματαιώθηκε, χωρίς ουδεμία υπαιτιότητα της ενάγουσας, και χωρίς την προβολή από τη δεύτερη εναγόμενη λόγων, που αφορούσαν στο ασύμφορο της πώλησης, ή στη μη τήρηση στο μεσοδιάστημα από την ενάγουσα των προφορικώς μεταξύ τους συμφωνηθέντων, αλλά με την επίκληση αποκλειστικά προσωπικών λόγων της δεύτερης εναγομένης, συνισταμένων στη βεβαρημένη ψυχική κατάσταση, στην οποία αυτή περιήλθε λόγω της εμπλοκής του σκάφους της πρώτης εναγομένης σε θαλάσσιο θανατηφόρο ατύχημα, με χειριστή πρόσωπο του στενού φιλικού της (της δεύτερης εναγομένης) περιβάλλοντος, κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη, καθόλο το χρονικό διάστημα από 30.6.2016 έως και 22.8.2016, ενίσχυε, είτε η ίδια προσωπικά, είτε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της …….. …….., στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπό της, παρουσιάζοντας εαυτόν ως πρόσωπο αξιόπιστο, που σέβεται τα συμφωνηθέντα, αλλά και την πεποίθηση ότι όλα έβαιναν ομαλώς και η σύμβαση θα καταρτιζόταν άμεσα επί τη βάσει της προφορικά επιτευχθείσας συμφωνίας τους της 30ης.6.2016, καθώς ουδέποτε εξέφρασε δυσαρέσκεια, ή ενδοιασμούς, δισταγμούς ή αμφιβολίες επί της πορείας της υπόθεσης, ή αντίρρηση για οποιαδήποτε όρο της συμφωνίας τους αυτής, που να τον προβληματίσει ή να τον υποψιάσει περί του αντιθέτου, αντίθετα καθησύχαζε τους εκ της καθυστέρησης δικαιολογημένα προκληθέντες φόβους του, έχοντας ενημερωθεί μάλιστα προηγουμένως απ’αυτόν ότι το σκάφος δε διατίθετο προς ναύλωση, ως θα συνέβαινε υπό άλλας συνθήκας, αφού επρόκειτο περί επαγγελματικού σκάφους αναψυχής, με αποτέλεσμα την απώλεια εσόδων για την  ενάγουσα,  που υπαγορεύθηκε από την άμεσα επικείμενη κατάρτιση της σύμβασης, καθώς και ότι είχαν εκτελεσθεί στο σκάφος οι εργασίες, που ο στενός της συνεργάτης …….. …….. ζήτησε να διενεργηθούν, προκειμένου άμα τη παραδόσει του να είναι καθόλα αξιόπλοο προς χρήση του από την ίδια, με αποτέλεσμα να του δημιουργήσει με την προηγηθείσα συμπεριφορά της, που αναλυτικά προεκτέθηκε, βάσιμες και εύλογες προσδοκίες ότι η σύμβαση θα συναφθεί με τους συμφωνημένους όρους και συνθήκες, έως τις 22.8.2016, όταν και μετέγνωσε και με την επίκληση/πρόφαση προσωπικών – ψυχολογικών λόγων δήλωσε ότι η σύναψη της σύμβασης ματαιώνεται. Η ανωτέρω αδικαιολόγητη ματαίωση της σύναψης της σύμβασης της πώλησης από πλευράς της δεύτερης εναγομένης, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της πρώτης εξ αυτών, όπως προεκτέθηκε, συνιστά, και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, συμπεριφορά υπαίτια, μη συνάδουσα με αυτήν του μέσου συνετού συναλασσομένου, και αντισυναλλακτική, δηλαδή αντίθετη στις επιβαλλόμενες από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη υποχρεώσεις, εφόσον, αφενός μεν είχε επέλθει συμφωνία με την ενάγουσα επί όλων των ουσιωδών, αφορώντων τη σύμβαση, σημείων και δεν υπολειπόταν ει μη μόνον η περιβολή του νόμιμου τύπου, διά της σύνταξης προσυμφώνου ή του μεταβιβαστικού της κυριότητας του σκάφους εγγράφου, αφετέρου δε υπήρχαν σαφείς διαβεβαιώσεις της, πλειστάκις δοθείσες προς το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, ο οποίος εύλογα ανέμενε, κατόπιν τούτου, ότι η σκοπούμενη σύμβαση οπωσδήποτε θα καταρτιζόταν, με αποτέλεσμα να συντρέχουν εν προκειμένω ως προς αμφότερες τις εναγόμενες, οι προϋποθέσεις για την προσυμβατική ευθύνη τους (από τις διαπραγματεύσεις), των άρθρων 197 και 198 του ΑΚ, όπως αυτές ειδικότερα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή. Ειδικότερα, η πρώτη εξ αυτών, αλλοδαπή εταιρία, ευθύνεται σε κάθε περίπτωση υπό την ιδιότητα της αντιπροσωπευομένης, καθώς η δεύτερη εξ αυτών ενήργησε για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, ούσα μοναδική της μέτοχος και ουσιαστικά αυτή, που ασκούσε εν τοις πράγμασι τη διοίκησή της και ελάμβανε τις σημαντικές αποφάσεις, που την αφορούσαν, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας συνάγεται από τα προσκομιζόμενα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που αντηλλάγησαν μεταξύ των μερών κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, κατά τα προεκτεθέντα, πλην όμως ευθύνεται προσωπικά, και δη εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, και η ίδια η δεύτερη εναγόμενη, η οποία παρεμβλήθηκε κυριαρχικά στην υπόθεση, έχοντας προσωπική βασική επιρροή σ’αυτήν διότι, αφενός μεν προσδοκούσε άμεσο οικονομικό όφελος από την αγοραπωλησία, και, επομένως, διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις και προς ίδιον συμφέρον, αφετέρου δε ήταν αυτή που προκάλεσε και αποδέχθηκε την εμπιστοσύνη του έτερου μέρους στο πρόσωπό της, η διάψευση της οποίας αποτελεί σε τελευταία ανάλυση το λόγο της καθιέρωσης στο νόμο της προσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας για τη θεμελίωση και της προσωπικής ευθύνης του τρίτου αντιπροσώπου κατά την τυχόν σύναψη της υπό διαπραγμάτευση σύμβασης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με τις αυτές παραδοχές, δέχθηκε επίσης ότι η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται και ατομικά, βάσει των διατάξεων περί προσυμβατικής ευθύνης, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, χωρίς να απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της η επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο και η απόδειξη της συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων για την άρση της αυτοτέλειας της πρώτης εναγομένης ως νομικού προσώπου, όπως, επίσης ορθά, κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τις εκκαλούσες με το δεύτερο λόγο εκάστης των ένδικων εφέσεων απορριπτομένων ως αβασίμων. Επομένως, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, αμφότερες οι εναγόμενες ενέχονται, αλληλεγύως και εις ολόκληρον, σε αποζημίωση της ενάγουσας, ήτοι σε αποκατάσταση/ανόρθωση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη. Ως τέτοια δε νοείται το αρνητικό της σύμβασης διαφέρον, η διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλαδή η θετική και αποθετική ζημία της, η οποία τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την κατά παράβαση της καλής πίστης και των συναλλακτικών χρηστών ηθών συμπεριφορά του άλλου μέρους, που ματαίωσε την πώληση, και προκλήθηκε σ’αυτήν διότι ο νόμιμος εκπρόσωπός της καλοπίστως και δικαιολογημένα πίστεψε ως επικείμενη την κατάρτιση της σύμβασης, και την οποία (ζημία) θα είχε αποφύγει εάν αυτός εξαρχής τηρούσε αρνητική στάση, δηλαδή περιλαμβάνει την περιουσιακή μείωση, που προήλθε από τη διάψευση της εμπιστοσύνης του στη σύναψη της πώλησης. Στην προκειμένη περίπτωση η ζημία της ενάγουσας συνίσταται συγκεκριμένα στα  έσοδα εκ της ναύλωσης του σκάφους της, που θα αποκέρδαινε με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν εκναύλωνε το εν λόγω σκάφος κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2016 έως και τις 22.8.2016, όταν και της γνωστοποιήθηκε η απόφαση της δεύτερης εναγομένης να ματαιώσει την κατάρτιση της σύμβασης, και απώλεσε, διότι ο νόμιμος εκπρόσωπός της, δικαιολογημένα πιστεύσας ότι η σύμβαση θα καταρτισθεί οπωσδήποτε, εφόσον είχε  ήδη επέλθει ήδη από τις 30.6.2016 κατά τη συνάντηση των μερών επί του σκάφους προφορική συμφωνία επί όλων των ουσιωδών σημείων της πώλησης και απέμενε μόνον η σύνταξη του τελικού κειμένου και η υπογραφή του οικείου μεταβιβαστικού εγγράφου, αλλά και λόγω των περί αυτού παρασχεθεισών διαβεβαιώσεων του άλλου μέρους, δεσμεύθηκε ενώπιον όλων κατά τη ίδια ως άνω συνάντηση ότι από την πλευρά του δε θα διάθετε το σκάφος προς ναύλωση, όπερ θα συνέβαινε υπό άλλας συνθήκες, εφόσον πρόκειται περί επαγγελματικού σκάφους αναψυχής, και ότι θα ακυρώσει ήδη προγραμματισθείσες ναυλώσεις του, προκειμένου να διατηρηθεί στην αυτή κατάσταση, στην οποία βρισκόταν όταν ελέγχθηκε και επιθεωρήθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη και τους συνεργάτες της, και βρέθηκε της απολύτου αρεσκείας τους, και να μην εκτεθεί στο μεσοδιάστημα, μέχρι τη σύναψη της πώλησης, σε θαλάσσιους κινδύνους, χωρίς αντίρρηση από την άλλη πλευρά, καθώς κατά τη συμφωνία τους η μεταβίβαση επρόκειτο να λάβει χώρα όχι εν ευθέτω χρόνω στο μέλλον, που θα προσδιοριζόταν στη συνέχεια, αλλά άμεσα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 20-22 Αυγούστου, αλλά και προκειμένου να διενεργηθούν σ’αυτό οι εργασίες, που ζητήθηκε από το συνεργάτη της δεύτερης εναγομένης …….. …….. – επίσης παρόντα στη συνάντηση – να εκτελεσθούν προ της συνφωνηθείσας ημερομηνίας παράδοσής του, και, συνεπώς επρόκειτο περί απόφασης που υπαγορευόταν από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη, και επιπροσθέτως επιβαλλόταν και από τις περιστάσεις, προκειμένου η ενάγουσα να τηρήσει την υποχρέωσή της να παραδώσει το σκάφος αξιόπλοο και στην επιθυμητή από την εκπρόσωπο της αγοράστριας, που στην τελική ανάλυση θα το χρησιμοποιούσε, κατάσταση, και όχι περί ίδιας επιχειρηματικής απόφασης με το όποιο ρίσκο απώλειας εσόδων αυτό συνεπαγόταν, ουδόλως, επομένως, συνιστά οικείο πταίσμα της ενάγουσας (άρθρο 300 του ΑΚ) στην πρόκληση της ζημίας της, όπως επίσης έγινε ορθά δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, των αιτιάσεων των εναγομένων, που προβάλλονται με τον τρίτο λόγο αμφοτέρων των κρινόμενων εφέσεών τους, σύμφωνα με τις οποίες το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και  εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι το συγκεκριμένο κονδύλιο εμπίπτει στην έννοια της αποκαταστατέας ζημίας της ενάγουσας με βάση τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 του ΑΚ, διότι, όπως διατείνονται, δε συνδέεται αιτιωδώς με την κριθείσα ως αντισυναλλακτική συμπεριφορά τους, και σε κάθε περίπτωση απέρριψε την περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας προβληθείσα ένστασή τους στην επέλευση της ζημίας της, απορριπτομένων ως αβασίμων. Σημειωτέον ότι το κονδύλιο αυτό είναι το μόνο εκ των αγωγικών κονδυλίων, που μεταβιβάζεται με την άσκηση των κρινόμενων εφέσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, διότι ως προς αυτό και μόνον έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη με την εκκαλουμένη απόφαση, που προσβάλλεται με τα ασκηθέντα κατ’αυτής ως άνω ένδικα μέσα, ενώ όλα τα υπόλοιπα κονδύλια απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είτε ως αόριστα, είτε ως μη νόμιμα, είτε ως ουσιαστικά αβάσιμα, χωρίς η απορριπτική αυτή κρίση να πλήττεται από την έχουσα έννομο συμφέρον προς τούτο ενάγουσα με δική της έφεση. Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι ως τέτοια ζημία της ενάγουσας, την οποία υποχρεούνται να αποκαταστήσουν οι εναγόμενες λόγω της προσυμβατικής τους ευθύνης, νοούνται τα απολεσθέντα ποσά των ναύλων του σκάφους, που η ενάγουσα θα απεκόμιζε διαφορετικά, εάν δεν είχε πιστεύσει ότι η σύμβαση οπωσδήποτε θα καταρτιζόταν, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 1.7.2016 έως 22.8.2016, όταν της γνωστοποιήθηκε από το άλλο μέρος η ματαίωση της σύναψης της πώλησης, και όχι μέχρι το τέλος του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2016, όπως ζητείται με την αγωγή, ή μέχρι το τέλος του μηνός Αυγούστου του ιδίου έτους, όπως εσφαλμένα έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, διότι έκτοτε (μετά την 22η.8.2016), γνωρίζοντας ότι η σύμβαση δεν  θα καταρτιζόταν, θα μπορούσε να προβεί στην εκναύλωσή του, και, εφόσον δεν το έπραξε, συνέβαλε με δική  της υπαιτιότητα στο ύψος της ζημίας της, διότι υπαιτίως παρέλειψε να την περιορίσει. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα θα εκναύλωνε το σκάφος της κατά το χρονικό διάστημα από 20/7 έως 10/8 του έτους 2016 στον   …….., Αραβικής υπηκοότητας, σταθερό πελάτη της επί σειρά ετών, ο οποίος το ναύλωνε σχεδόν κάθε χρόνο για τις διακοπές του, αντί του ποσού των 6.000 ευρώ ημερησίως (βλ.σχετ. επί της κρίσης αυτής του παρόντος Δικαστηρίου το από 14.7.2016 απαντητικό προς αυτόν μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας …….. , που τον ενημερώνει περί της άμεσα επικείμενης πώλησης του σκάφους στο τέλος της επόμενης εβδομάδας, και, συνεπώς, περί της μη διαθεσιμότητάς του προς ναύλωση, επίσης συνταγέντος και αποσταλέντος σε ανύποπτο χρόνο, εκ του οποίου επιρρωνύεται έτι περαιτέρω η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί σχηματισμού βάσιμης πεποίθησης σ’αυτόν αναφορικά με τη σύναψη της σύμβασης,  καθώς και την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά της ………….που κατεθέτει περί τούτου, αλλά και περί του ύψους του ημερησίου ναύλου του σκάφους), με αποτέλεσμα λόγω της αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων να απολέσει το συνολικό ποσό των 120.000 ευρώ (6.000 ευρώ Χ 20 ημέρες), το οποίο θα απεκόμιζε με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν ο νόμιμος εκπρόσωπός της δεν είχε βάσιμα πιστεύσει ότι η σύμβαση της πώλησης θα καταρτιζόταν οπωσδήποτε και είχε ακυρώσει τη συγκεκριμένη προγραμματισμένη ναύλωση, και το οποίο οφείλουν να της καταβάλουν οι εναγόμενες, εκάστη εξ αυτών εις ολόκληρον, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι για το επίμαχο διάστημα είχαν προγραμματισθεί και έτερες ναυλώσεις του σκάφους για περισσότερες ημέρες, που ακυρώθηκαν ενόψει της επικείμενης πώλησής του, ούτε μπορεί να συναχθεί αντίθετο συμπέρασμα σε βαθμό σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης από τα λοιπά προσκομιζόμενα από την ενάγουσα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, με βάση τα οποία η ανωτέρω υπολογίζει στην αγωγή της το αιτούμενο για το κονδύλιο αυτό ποσό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε ότι η ζημία, που υπέστη η ενάγουσα, λόγω υπαίτιας παραβίασης από τις εναγόμενες κατά το προσυμβατικό στάδιο της επίμαχης πώλησης των επιβαλλομένων από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη υποχρεώσεών τους, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 250.000 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενες με το αντίστοιχο σκέλος του τρίτου λόγου αμφοτέρων των εφέσεών τους. Πρέπει, συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις και κατ’ουσίαν, και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο, που πλήττεται με αυτές, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, κατά το αγωγικό αίτημα, να καταβάλουν στην ενάγουσα, εκάστη εις ολόκληρον, το ποσό των 120.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση (το κεφάλαιο της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, που αφορά στους τόκους του με αυτήν επιδικασθέντος χρηματικού ποσού δεν πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις). Λόγω της εν μέρει παραδοχής των εφέσεων θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις εκκαλούσες του κατατεθέντος παραβόλου εκάστου ενδίκου μέσου (495 παρ.3, εδάφιο προτελευταίο του ΚΠολΔ), Τέλος, θα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εν μέρει ηττηθεισών εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας της ενάγουσας, που νίκησε εν μέρει, και υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις της, ανάλογο με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων της αγωγής (άρθρα 176, 178 παρ.1, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), καθώς, παρά την εν μέρει παραδοχή των εφέσεών τους ηττήθηκαν εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, α) την από 14.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/30.11.2018 και ……../30.11.2018) έφεση και β) την από 14.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………/30.11.2018 και ……../30/.11.2018) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4208/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού).

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις ανωτέρω εφέσεις.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή στην κάθε εκκαλούσα του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου του ένδικου μέσου, που άσκησε.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, που πλήττεται με τις εφέσεις.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 15.6.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/21.6.2017) αγωγής κατά το εκκληθέν και εξαφανισθέν μέρος.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εκάστη εις ολόκληρον, το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 5 Μαρτίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 30η Απριλίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως  του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,   Μαρία Κωττάκη και Μαρία Δανιήλ,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ