ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 323/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————————————–
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 80 του ΚΠολΔ:«Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν». Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 81 παρ.3 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ, ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, κατά δε το άρθρο 82 εδαφ.γ΄ του ίδιου Κώδικα, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του και το αρθ. 517 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο προσθέτως παρεμβάς πρέπει να καλείται στη συζήτηση της έφεσης για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης και να ασκήσει τα δικαιώματά του (ΑΠ 711/2015, ΑΠ 1462/2011, ΑΠ 18/2008, ΑΠ 1049/2010, ΑΠ 469/2009, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αυτός δεν έχει κλητευθεί και δεν εμφανιστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης και αυτεπάγγελτα, επειδή πρόκειται για παράβαση, η οποία αφορά την προδικασία (ΑΠ 808/2017, ΑΠ 1087/2017, ΑΠ 67/2015, ΑΠ 910/2013, ΑΠ 1462/2011, ΑΠ 18/2008, ΕφΠειρ 667/2015, ΕφΑθ 1426/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), ενώ έχει κριθεί ότι δεν απαιτείται κλήτευσή του μόνο στις περιπτώσεις που η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η συζήτησή της (ΑΠ 134/2015, ΑΠ 1033/2014, ΑΠ 2192/2013, ΑΠ 1117/2003, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 του ΑΚ με την οποία ορίζεται ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, προκύπτει ότι και η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης ή/και η επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, φέρει το χαρακτήρα μίσθωσης έργου. Με τη σύμβαση αυτή ο μηχανικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο εκπονώντας την αναληφθείσα μελέτη ή/και επιβλέποντας την κατασκευή του έργου, δικαιούται δε, παραδίδοντας τούτο (άρθρο 694 του ΑΚ), να λάβει τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Την ως άνω αμοιβή δύναται να αξιώσει είτε το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, ως υποκαθιστάμενο στα δικαιώματα του μηχανικού κατά τις διατάξεις του Β.Δ /τος 30/31.5.1956, είτε ο ίδιος ο μηχανικός (ΑΠ 445/2019, ΑΠ 921/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, από την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 και 5 του β.δ. της 30/31.5.1956 “περί κανονισμού του τρόπου καταβολής της αμοιβής των μηχανικών εν γένει”, που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 2726/1953, όπως οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 του Π.Δ. 48/1994, συνάγεται ότι την αμοιβή του μηχανικού, συμφωνημένη ή νόμιμη, για την εκπόνηση μελέτης ή σχεδίων και την επίβλεψη, δικαιούται να επιδιώξει δικαστικά εκτός από τον μηχανικό και το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, υποκαθιστάμενο εκ του νόμου στα δικαιώματα αυτού. Στη περίπτωση αυτή, το Τεχνικό Επιμελητήριο ενεργεί στη δίκη ως μη δικαιούχος διάδικος, στο δικό του όνομα και όχι ως αντιπρόσωπος του δικαιούχου μηχανικού, ούτε υπάρχει μεταξύ τους σχέση αντιπροσώπευσης αναφορικά με την είσπραξη της αμοιβής, ο δε δικαιούχος μηχανικός, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, έχει δικαίωμα να ασκήσει στη σχετική δίκη πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του Τ.Ε.Ε. (ΑΠ 755/2012, ΑΠ 1514/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 5451/2011 ΕλλΔνη 2012.831). Στην προκειμένη περίπτωση το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ» άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την ιδιότητα του υποκαταστάτου της μελετητικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………», την από 25.7.2001 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./25.7.2001) αγωγή του, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη – ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία να του καταβάλει την οφειλόμενη κατά νόμο ελάχιστη αμοιβή της ανωτέρω υποκαθισταμένης εταιρίας για την εκτέλεση από την τελευταία και παράδοση εμπροθέσμως και προσηκόντως του αναφερομένου στο δικόγραφο της αγωγής αυτής έργου (εκπόνηση μελέτης), νομιμοτόκως από τις επίσης διαλαμβανόμενες στο ίδιο δικόγραφο ημερομηνίες, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται επιπλέον σε καταβολή και του αναλογούντος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) επί των επιδικασθησομένων ποσών του κεφαλαίου της οφειλής της και των επ’αυτού τόκων. Το ανωτέρω Δικαστήριο με την υπ’αριθμ.3836/2007 οριστική απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως νόμω και ουσία βάσιμη, και αφενός μεν υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγον Ν.Π.Δ.Δ., αφετέρου αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει, τα σ’αυτήν ειδικότερα αναφερόμενα χρηματικά ποσά, πλέον τόκων όσον αφορά το επιδικασθέν ποσό της οφειλομένης εργολαβικής αμοιβής της υποκαθισταμένης μελετητικής εταιρίας των 57.371,53 ευρώ από 31.12.1988 μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Περαιτέρω, το εν λόγω Ν.Π.Δ.Δ., και ενώ ακόμη εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης από το Εφετείο Πειραιώς επί της ασκηθείσας ενώπιον αυτού από 16.1.2008 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …/23.1.2008) έφεσης της εναγομένης της ανωτέρω αγωγής κατά της υπ’αριθμ. 3836/2007 πρωτόδικης απόφασης, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την από 4.7.2008 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../11.7.2008) αγωγή του περί ανατοκισμού, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία (και εναγόμενη και της πρώτης αγωγής αντίστοιχα) να του καταβάλει, επίσης ως υποκαταστάτου της ιδίας ως άνω μελετητικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, τους κατά νόμον προβλεπόμενους τόκους υπερημερίας επί των καθυστερουμένων και απαιτητών τόκων του χρονικού διαστήματος από 11.5.2005 έως 3.7.2008, υπολογιζομένων επί του επιδικασθέντος σε βάρος της εναγομένης και υπέρ του ιδίου, υπό την ιδιότητα που προαναφέρθηκε, με την ανωτέρω υπ’αριθμ. 3836/2000 οριστική απόφαση, ποσού κεφαλαίου εκ 57.371,53 ευρώ, το οποίο αφορά σε απαίτηση της υποκαθισταμένης εταιρίας από καταρτισθείσα με την εναγόμενη σύμβαση έργου, και ορίσθηκε τοκοφόρο από τις 31.12.1998 και στο εξής, κατά τα προεκτεθέντα, και ανερχομένων (των δεδουλευμένων τόκων του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος) στο συνολικό ποσό των 20.140 ευρώ, σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο διαλαμβανόμενα, αρχής γενομένης ως προς τον αιτούμενο ανατοκισμό από την επίδοση στην αντίδικο της αγωγής του αυτής μέχρι την εξόφληση. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε ισχύσασα ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθο 677 επ. του ΚΠολΔ), η υπ’αριθμ. 2682/2009 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή ως ορισμένη, απορριφθεισών, κατ’επέκταση, σιγή, των περί του αντιθέτου προβληθεισών αιτιάσεων της εναγομένης, σύμφωνα με τις οποίες (η αγωγή) θα έπρεπε ν’απορριφθεί ως αόριστη, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο αυτής ότι η δικαστική κρίση επί της κύριας οφειλής της (της εναγομένης), επί της οποίας υπολογίζονται τόκοι, και, επομένως, και οι αιτούμενοι τόκοι τόκων, έχει καταστεί τελεσίδικη, αντίθετα γίνεται μνεία ότι κατά της υπ’αριθμ. 3836/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που επιδίκασε κατά κεφάλαιο την σε βάρος της απαίτηση του τότε και νυν ενάγοντος Ν.Π.Δ.Δ., ως υποκαταστάτου μελετητικής εταιρίας, που παράγει τόκους, καθώς και τους τόκους των δεδουλευμένων τόκων, οι οποίοι ζητείται να καταβληθούν με την αγωγή, έχει ασκηθεί από την ίδια έφεση ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, η οποία έχει ήδη συζητηθεί και εκκρεμεί η έκδοση επ’αυτής απόφασης, με το σκεπτικό ότι για τη θεμελίωση της περί ανατοκισμού αξίωσης δεν απαιτείται να έχει προηγουμένως επιδικασθεί τελεσίδικα η κύρια οφειλή, και, συνεπώς, το γεγονός τούτο να περιλαμβάνεται στο αγωγικό δικόγραφο, ως αναγκαίο περιεχόμενο αυτού, και νόμιμη, και, επομένως, περαιτέρω ερευνητέα κατ’ουσίαν, και, αφού απορρίφθηκαν ως απαραδέκτως προβληθείσες οι ενστάσεις της εναγομένης περί παραγραφής και καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, διότι, όπως κρίθηκε, προτάθηκαν μόνον με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση προτάσεις της, χωρίς προφορική πρότασή τους κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, που να περιέχεται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, στη συνέχεια, έγινε δεκτή η αγωγή αυτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στο ενάγον το ποσό των 19.993,79 ευρώ, στο οποίο υπολoγίσθηκε ότι ανέρχονται συνολικά οι τόκοι υπερημερίας του αμετακλήτως πλέον επιδικασθέντος σε βάρος της κατά κεφάλαιο με την υπ’αριθμ.3836/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ποσού της οφειλής της των 57.371.53 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 11.5.2005 έως 3.7.2008, πλέον των τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της ανωτέρω απόφασης η εναγόμενη άσκησε, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την ένδικη έφεσή της, με την οποία, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, που, συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά τις κρίσεις του επί του ορισμένου του αγωγικού δικογράφου και επί του απαραδέκτου της προβολής των προβληθεισών ενστάσεών της περί παραγραφής και καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, αφετέρου δε σε μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με τις επί της ουσίας παραδοχές του, ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί ακολούθως η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή. Περαιτέρω, η προαναφερθείσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», την αξίωση της οποίας για την καταβολή τόκων δεδουλευμένων τόκων συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος επί ήδη επιδικασθέντος κεφαλαίου απαίτησής της από την εκτέλεση σύμβασης έργου σε βάρος της εναγόμενης επεδίωξε δικαστικά το ενάγον Ν.Π.Δ.Δ. με την άσκηση της ανωτέρω από 4.7.2008 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./11.7.2008) αγωγής του, υποκατασταθέν εκ του νόμου στα δικαιώματα της εταιρίας αυτής, παρενέβη το πρώτον στην εκκρεμή δίκη επί της εν λόγω αγωγής με το ασκηθέν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 15.9.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2016) ιδιαίτερο δικόγραφό της, το οποίο απευθύνεται κατά των διαδίκων της κύριας δίκης και τιτλοφορείται ως «κύρια παρέμβαση», αν και στην πραγματικότητα πρόκειται περί πρόσθετης υπέρ του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου Τ.Ε.Ε. παρέμβασης, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, η οποία εγκύρως ασκείται για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, προ της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης στην κύρια δίκη. Επί των προαναφερθεισών έφεσης και πρόσθετης παρέμβασης εκδόθηκε ακολούθως η υπ’αριθμ.391/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, ελλείψει κλήτευσης του απολειπομένου εφεσιβλήτου Τ.Ε.Ε. να παραστεί κατ’αυτήν από την επισπεύδουσα παρεμβάσα εταιρία με την επωνυμία «…………..», καθόσον, όπως κρίθηκε, η τελευταία δεν προσκόμισε έκθεση επίδοσης, ούτε επικαλέσθηκε επίδοση αντιγράφου της έφεσης με κλήση προς το ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. για τη ορισθείσα δικάσιμο, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η συγκεκριμένη εταιρία, αφού δεν κατέστη διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, διότι δε συμμετείχε σ’αυτήν, δε νομιμοποιείτο σε κάθε περίπτωση να επισπεύσει τη συζήτηση της έφεσης διά του προσδιορισμού, με επιμέλειά της, δικασίμου προς εκδίκασή της, ενώ δεν περιλήφθηκε στο διατακτικό της διάταξη επί της πρόσθετης παρέμβασης, καθώς, όπως έγινε δεκτό, εξαιτίας του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της εν λόγω παρέμβασης, δεν είναι δικονομικά δυνατή η αυτοτελής έρευνα αυτής. Σημειωτέον ότι στην ίδια ως άνω απόφαση επισημαίνεται ότι η ανωτέρω πρόσθετη παρέμβαση έχει επιδοθεί στο Τ.Ε.Ε., υπέρ του οποίου ασκήθηκε, και γίνεται μνεία του σχετικού αποδεικτικού επίδοσης, όπως απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησής της. Μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης η υπόθεση επαναφέρθηκε προς περαιτέρω συζήτηση από το εφεσίβλητο Τ.Ε.Ε. με την από 16.11.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/16.11.2017) κλήση του, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 6ηης.12.2018, κατά την οποία η εκδίκαση εκ του οικείου πινακίου αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Πλην όμως, κατά τη συζήτηση αυτή της υπόθεσης επί της έφεσης η προσθέτως υπέρ του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου Τ.Ε.Ε. το πρώτον παρεμβάσα στον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας εταιρία περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «……………», η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά την ανωτέρω δικάσιμο, δεν κλήθηκε να παραστεί ως έδει, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης περί κλήτευσης, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης, του προσθέτως παρεμβαίνοντος σε όλες τις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, ούτως ώστε να ενημερωθεί για την εξέλιξη της υπόθεσης και να ασκήσει τα δικαιώματά του, και εν προκειμένω δεν κλητεύθηκε από το επισπεύδον τη συζήτηση της έφεσης Τ.Ε.Ε., αλλά ούτε και από την καθ’ης η κλήση – εκκαλούσα, καθώς ουδείς εξ αυτών επικαλείται σχετικό αποδεικτικό επίδοσης προς αυτήν αντιγράφου της ως άνω κλήσης επαναφοράς της υπόθεσης προς περαιτέρω συζήτηση με κλήτευσή της (της ως άνω εταιρίας) να παραστεί κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο, ή κατά την μετ’αναβολήν δικάσιμο, εφόσον επιθυμεί, για να εκφράσει τις απόψεις της, ούτε βέβαια και σε κάθε περίπτωση προσκομίζεται τέτοιο έγγραφο από τους διαδίκους, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι με την υπ’αριθμ. 319/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου η εν λόγω πρόσθετη παρέμβαση δεν απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ούτε κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αυτής, οπότε και μόνο δεν θα απαιτείτο κλήτευση της προσθέτως παρεμβάσας κατά την παρούσα συζήτηση της υπόθεσης, αλλά, αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, δεν περιλήφθηκε διάταξη στο διατακτικό επί της πρόσθετης παρέμβασης κατά τα προεκτεθέντα. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, η συζήτηση της υπόθεσης επί της κρινόμενης έφεσης, να κηρυχθεί απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως επειδή πρόκειται για παράβαση, η οποία αφορά την προδικασία. Πρέπει, τέλος να λεχθεί, ότι ενόψει των ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού, καθώς και της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, του ασκηθέντος με τις κατατεθείσες στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης προτάσεις της εκκαλούσας πρόσθετου λόγου έφεσης κατά της αυτής πρωτόδικης απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 30-4-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ