Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 721/2018

 

Αριθμός     721/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη  και από τη Γραμματέα, Γ. .Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται για συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, οι υπό κρίση εφέσεις και ειδικότερα: α) η από 31-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης  ……………. έφεση του εκκαλούντος-εναγόμενου και  β) η από 31.10.2017 και με αριθμό καταθέσεως ……………. έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος κατά της με αριθμό 2940/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών  διαφορών του άρθρου  614  παρ.3α ΚΠολΔ ( άρθρα 621-622 ΚΠολΔ) και δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την από 25.10.2016 και με αριθμό κατάθεσης …………. αγωγή. Οι ένδικες εφέσεις, έχουν ασκηθεί  σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο(άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1  ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), σημειουμένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής τους δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ), ως η προκείμενη.

Ο ενάγων με την από 25.10.2016 και με αριθμό κατάθεσης ……….. αγωγή του, την οποία  απηύθυνε  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι  δυνάµει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε µε τον εναγόµενο στις 15­-12-2012 προσελήφθη από τον τελευταίο για να απασχολείται ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων Α’ κατηγορίας, κατέχων επαγγελµατική άδεια οδηγήσεως Ε’ κατηγορίας και νόµιµη άδεια διαµονής και εργασίας (ως αλβανός υπήκοος), στο νοµίµως προβλεπόµενο ωράριο και επί πενθήµερο, έναντι των νοµίµων µικτών µηνιαίων αποδοχών ποσού 586,08 ευρώ. ‘Οτι µέχρι τις 16-6-2016, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, εκτελούσε, υπό την ανωτέρω ειδικότητά του, µεταφορές σε διάφορες επιχειρήσεις εντός του Νοµού Αττικής, εργαζόµενος καθηµερινά, και Σάββατα και Κυριακές, τουλάχιστον επί 16 ώρες, χωρίς όµως ο εναγόµενος να του καταβάλλει αµοιβή για υπερεργασία, νόµιµη και παράνοµη υπερωριακή εργασία, αμοιβή απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, αποζημίωση για μη χορηγηθείσα άδεια ετών 2013-2015, που  ο εναγόμενος  υπαιτίως ουδέποτε του χορήγησε, μολονότι του ζητήθηκε επιμόνως από τον ενάγοντα, αποδοχές και επίδομα αδείας έτους 2016 και δεδουλευμένες αποδοχές Μαΐου και Ιουνίου 2016. Με βάση δε αυτό το ιστορικό ζητούσε, με κύρια βάση την εκ της συμβάσεως εργασίας απορρέουσα ευθύνη και επικουρικά με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος – με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης- σε εν μέρει αναγνωριστικό: α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως αμοιβή υπερεργασίας και νόμιμης υπερωριακής εργασίας το συνολικό ποσό των 17.337,60 ευρώ και β) να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει για τις λοιπές ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 48.004,32 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από την ημέρα που κάθε επιμέρους μισθολογική απαίτηση κατέστη κατά νόμο απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ζητούσε, επίσης να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη με αριθμό 2940/2017 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, πλην της επί μέρους επικουρικής αδικοπρακτικής βάσης της, δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς την κύρια βάση της. Ειδικότερα α) υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ως αμοιβή για υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία το ποσό των 7.501,81 ευρώ και  β) αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για δεδουλευμένους μισθούς, αποζημίωση αδείας, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας  το ποσό των 3.516,48 ευρώ, όλα δε τα ως άνω ποσά νομιμοτόκως κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα, τόσο  ο εναγόμενος όσο και ο ενάγων, με τις υπό κρίση εφέσεις τους και τους εκτιθέμενους σ αυτές λόγους, που συνίστανται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τον εκκαλούντα-ενάγοντα να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της, κατά δε τον εκκαλούντα-εναγόμενο να απορριφθεί εξ ολοκλήρου  η αγωγή.

Ι. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής “καλή πίστη” θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των “χρηστών ηθών” χρησιμεύουν οι ιδέες του, κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως, σκεπτόμενου ανθρώπου, το δε δικαίωμα θεωρείται, ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως η πεποίθηση, ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαίτερα επαχθείς για αυτόν επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο, με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας καταστάσεως, υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των, από την ανωτέρω διάταξη, διαγραφόμενων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσας της επελεύσεως δυσμενών, απλώς για τα συμφέροντά του, επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην λιγότερο από τον προβλεπόμενο από το νόμο, για την παραγραφή του δικαιώματος, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 8/2001), το δε ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 909/2017, ΑΠ 768/2016, ΕφΘεσ 1011/2017, ΕφΘεσ 21/2016, ΕφΘεσ 187/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 του ΑΝ 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 § 1 του Ν. 3227/2004 και στη συνέχεια με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, «Ια) Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ` αναλογία με τον χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια είκοσι τεσσάρων εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας, β) Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α`. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουάριου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο». Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 4 § 1 και 5 § 1 εδ. β` του ΑΝ 539/1945 (όπως το εδ. αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 ΝΔ 3755/1957), που ορίζουν, αντίστοιχα, ότι «1. Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήση την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως… Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ` αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν, έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του μισθωτού» και ότι «επαφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ` έτος αδείας του, υποχρεούται όπως, άμα τη λήξει του έτους, καθ` ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας, ηυξημένας κατά 100%», συνάγεται ότι, για την θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής), για την θεμελίωση, όμως, της αξίωσής του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης που έχει το χαρακτήρα αστικής ποινής, ισχύει χωρίς εξαίρεση για όλους τους εργοδότες και κατοχυρώνει όλους τους μισθωτούς, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφριάς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε (ΑΠ 506/2017, ΑΠ 1420/2015, ΑΠ 1240/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος). Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο αν  ο εργαζόμενος δεν είχε πάρει την κανονική του άδεια, που του οφείλεται για το τρέχον ημερολογιακό έτος, τότε δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια καθώς και το αντίστοιχο επίδομα αδείας στο ακέραιο ( ΕφΠατρ 104/2018, δημοσιευμένη στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος-εκκαλών με σχετικό λόγο της εφέσεώς του ( υπό στοιχ.ΙΙΙ4) επαναφέρει την προταθείσα, παραδεκτά, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 262 παρ. 1 και 591 παρ. 1γ ΚΠολΔ) ένστασή του περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, επικαλούμενος ότι η εκ μέρους του ενάγοντος  άσκηση των επίδικων αξιώσεών του υπερβαίνει προφανώς τα επιβαλλόμενα, από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματός του, όρια,  καθότι ο ενάγων, κατά τα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, με την επί μακρό χρόνο θετική και αποθετική συμπεριφορά του και δη την ανεπιφύλακτη και αδιαμαρτύρητη υπογραφή από τον ίδιο των μηνιαίων εκκαθαριστικών αποδοχών του, την παντελή έλλειψη για μακρότατο χρονικό διάστημα και δη από την πρόσληψή του, που κατά τον εναγόμενο έλαβε χώρα στις 11.10.2013 έως την οικειοθελή αποχώρησή του (16-6-2016) οποιασδήποτε διαμαρτυρίας του για δήθεν οφειλόμενες από τον εναγόμενο δεδουλευμένες  αποδοχές καθώς και για πρόσθετη αμοιβή για υπερεργασία και υπερωρίες, συμπεριφορά η οποία συνεχίστηκε και μετά την τελευταία (οικειοθελή αποχώρηση), αφού, μολονότι κατήγγειλε τον εναγόμενο στο Συνδικάτο Επαγγελματικών Οδηγών Φορτηγών Αυτοκινήτων Ελλάδος  (ΣΕΟΦΑΕ) ούτε στην καταγγελία του αυτή προέβαλε αξιώσεις σε βάρος του εναγόμενου  για δήθεν εργασία του καθ υπέρβαση του ωραρίου του ή για εργασία του τα Σάββατα και τις Κυριακές, του δημιούργησε δικαιολογημένα την εντύπωση ότι δεν θα ασκήσει αυτές προσέτι δε η άσκηση των  ένδικων αξιώσεων εκ μέρους του ενάγοντος, ανερχόμενου στο υπερβολικό ποσό των  65.341,92 ευρώ, θα προκαλέσει τεράστια οικονομική βλάβη στον εναγόμενο. Ωστόσο, έχοντας το άνω περιεχόμενο η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος είναι μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα, αφού σύμφωνα με τις προηγούμενες νομικές σκέψεις, τα επικαλούμενα από τον εναγόμενο ως άνω πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση των ενδίκων αξιώσεων του ενάγοντος. Και αυτό διότι η επικαλούμενη από τον εναγόμενο  έλλειψη διαμαρτυρίας εκ μέρους του ενάγοντος και η ανεπιφύλακτη είσπραξη επί σειρά ετών των καταβαλλόμενων αποδοχών του δεν συνιστούν περιστατικά, δυνάμει των οποίων ο εναγόμενος  εύλογα θεωρούσε ότι ο αντίδικός του δεν πρόκειται να προβάλει στο μέλλον τις εργασιακές του απαιτήσεις, γιατί οποιαδήποτε παραίτηση του εργαζόμενου από τις νόμιμες αξιώσεις του απαγορεύεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 679 ΑΚ, ενώ από το γεγονός και μόνο, ότι ο κάθε εργαζόμενος αποδέχεται την καταβολή σ` αυτόν μικρότερου του νόμιμου μισθού του, κατά το διάστημα της εργασίας του, τον οποίο μισθό έχει ανάγκη, δεν μπορεί να συναχθεί και  ότι συνειδητά δεν έχει πρόθεση, για μετέπειτα δικαστική επιδίωξη των σχετικών απαιτήσεών του. Ούτε η επικαλούμενη αλλαγή στάσης του ενάγοντος συνδέεται αιτιωδώς και κατά σαφή τρόπο, με δυσανάλογη προς την ωφέλεια του τελευταίου επιβάρυνση του εναγόμενου,  η οποία (επιβάρυνση) θα είχε αποφευχθεί αν αυτός δεν βασιζόταν καλόπιστα στη συμπεριφορά του ενάγοντος και δεν διαμόρφωνε ανάλογα και τη δική του συμπεριφορά (βλ. και ΑΠ 703/2002, ΕφΘεσ 21/2016, όπ.) Συνακόλουθα, η εκκαλούμενη απόφαση, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την ως άνω ένσταση ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος εφέσεως του εναγόμενου-εκκαλούντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Aπό την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ενός από κάθε πλευρά) που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά και  την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εναγόμενο με αριθμό ……… ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων του, …………………, ενώπιον της συμβολαιογράφου ….. ……, που λήφθηκε νομότυπα,  μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος να παραστεί σ αυτή (βλ. την με αριθμό ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) ,  από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία  με νόμιμη επίκληση με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου προσκομίζουν οι διάδικοι της έκκλητης δίκης,  χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα (εκκαλούντα-εφεσίβλητο) αυτόματες συσκευές καταγραφής στοιχείων (ταχογράφοι) των αναφερόμενων σ αυτές φορτηγών αυτοκινήτων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος, …………….., ο οποίος είναι μόνιμος κάτοικος της νήσου …….. διατηρεί εκεί  ατομική επιχείρηση …………, με υποκατάστημα στον …….., το οποίο λειτουργεί από τον  Απρίλιο του 2015, προσέλαβε τον ενάγοντα, ο οποίος κατέχει επαγγελματική άδεια οδήγησης Ε κατηγορίας και νόμιμη άδεια διαμονής και εργασίας, ως αλβανός υπήκοος (βλ. υπ.αριθμ. ……………….. άδειες διαμονής και εργασίας) για να εργαστεί ως οδηγός των φορτηγών του  έναντι των νόμιμων μικτών ελάχιστων αποδοχών που προβλέπονται στο Ν.4093/2012 (ήτοι για αγάμους, άνω των 25 ετών, χωρίς προϋπηρεσία, ως ο ενάγων) ποσού 586,08 ευρώ. Συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων όπως απασχολείται ο ενάγων κατά το σύστημα της πενθήμερης εργασίας και συγκεκριμένα κατά τις ημέρες Δευτέρα έως και Παρασκευή, από τις 06.00 και 13.00 και από ώρα 19.30 έως 20.30 με διάλειμμα 11.00 με 11.20. Προσελήφθη δε ο ενάγων, ο οποίος κατοικεί στον Ασπρόπυργο Αττικής, προκειμένου να απασχοληθεί εντός του νομού Αττικής, εξυπηρετώντας τις μεταφορές μεταξύ νησιών των Κυκλάδων, κυρίως της Σύρου και της Αττικής και συγκεκριμένα ο ενάγων οδηγούσε τα φορτηγά της επιχείρησης του εναγόμενου από το λιμάνι του Πειραιά προς τις επιχειρήσεις της Αττικής και αντίστροφα, το δε ως άνω ωράριό του ήταν προσαρμοσμένο στις αφίξεις και αναχωρήσεις των πλοίων από το λιμάνι του Πειραιά προς τη νήσο ……… Οι διάδικοι ερίζουν ως προς το χρόνο πρόσληψης και έναρξης της εργασιακής απασχόλησης του  ενάγοντος στον  εναγόμενο, ο οποίος κατά τον ενάγοντα είναι αυτός της 15.12.2013, ενώ κατά τον εναγόμενο είναι αυτός της 11.10.2013, σύμφωνα και με τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα απ αυτόν σχετικά έγγραφα αναγγελίας της πρόσληψης του ενάγοντος και τον ετήσιο συμπληρωματικό πίνακα προσωπικού  (ΕΝΤΥΠΟ 4), στα οποία αναγράφεται ο επικαλούμενος απ αυτόν ως άνω χρόνος πρόσληψης.  Από τη συνεκτίμηση του συνόλου του παραπάνω εισφερόμενου στο Δικαστήριο αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι ο ενάγων δεν προσελήφθη από τον εναγόμενο και δεν εργαζόταν σ αυτόν από τους επικαλούμενους από τους διαδίκους ως άνω χρόνους αλλά τουλάχιστον από τις 29.4.2013. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται ιδίως α)  στα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ενάγοντα δελτία αποστολής-τιμολόγια της ………, η οποία ασκεί εμπορία εγχώριων προϊόντων-ζωοτροφών στα …….., τα οποία φέρουν την υπογραφή στη θέση «παραλαβών» του ενάγοντος ως οδηγού των με αριθμούς κυκλοφορίας ……. . ……… φορτηγών αυτοκινήτων του εναγόμενου και δη σ αυτά με αριθμούς …………… και β) στους προσκομιζόμενους και επικαλούμενους από τον ενάγοντα 126 ταχογράφους των φορτηγών αυτοκινήτων του εναγόμενου που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1.6.2013 έως 10.10.2013, από το συνδυασμό των οποίων προκύπτει  συνεχής και σταθερή απασχόληση του ενάγοντος στον εναγόμενο στα πλαίσια συμβάσεως εργασίας και όχι στα πλαίσια ευκαιριακής παροχής έργου, ως επικαλείται ο εναγόμενος, από τις 29.4.2013 ( βλ. το πρώτο εκ των αναφερόμενων ως άνω παραστατικών) και όχι από την έγγραφη πρόσληψή του στις 11.10.2013 που επικαλείται ο εναγόμενος, ενώ ο επικαλούμενος από τον ενάγοντα χρόνος πρόσληψής του στον εναγόμενο, ήτοι αυτός της 15.12.2013 δεν αποδείχτηκε ούτε καν από την  κατάθεση του μάρτυρα απόδειξής του, που κατ αυτόν χρόνος πρόσληψής του στον εναγόμενο ήταν, σύμφωνα με τα επί λέξει κατατεθέντα απ αυτόν πρωτόδικα «το 2013 τον  Γενάρη». Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του τα ίδια δέχτηκε ως προς το χρόνο έναρξης της εργασιακής απασχόλησης του ενάγοντος στον εναγόμενο ορθά εκτίμησε, ως προς το ζήτημα αυτό, τις  αποδείξεις, τα περί του αντιθέτου δε από τους διαδίκους υποστηριζόμενα στις κρινόμενες εφέσεις τους και τους σχετικούς λόγους αυτών (υπ.στοιχ.ΙΙΙ1 στην έφεση του εναγόμενου-εκκαλούντος και υπ.στοιχ.3 στην έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ο ενάγων δε εργάστηκε στον εναγόμενο, υπό την ως άνω ειδικότητα, έως τις 16.6.2013, οπότε, ως συνομολογείται από τους διαδίκους, λύθηκε η μεταξύ τους  σύμβαση εργασίας, με την οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος από την επιχείρηση του εναγόμενου. Περαιτέρω, ο ενάγων επικαλείται στην αγωγή του και στην ένδικη έφεσή του (υπ.στοιχ.1 και 2 λόγους αυτής) ότι , παρά το συμφωνηθέν ως άνω ωράριο εργασίας του στον εναγόμενο, αυτός,  κατά τον προαναφερόμενο χρόνο που απασχολήθηκε σ αυτόν, εργαζόταν καθημερινά, και τα Σάββατα και τις Κυριακές, τουλάχιστον επί 16 ώρες ημερησίως, αιτούμενος για το λόγο αυτό τα αναφερόμενα στα ως άνω δικόγραφά του ποσά ως αμοιβή υπερεργασίας, υπερωρίας και απασχόλησής του τα Σάββατα και τις Κυριακές. Ουδόλως, όμως, αποδείχτηκαν οι ως άνω αξιώσεις του ενάγοντος από το συνεκτίμηση του συνόλου του εισφερόμενου στο Δικαστήριο αποδεικτικού υλικού. Η  κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ως προς τα ανωτέρω ενισχύεται ιδίως  α) από το με αριθμ.πρωτ. ………… έγγραφο του ΣΕΟΦΑΕ (Συνδικάτο Επαγγελματιών Οδηγών Φορτηγών Αυτοκινήτων Ελλάδος) από το οποίο προκύπτει ότι ο ενάγων αμέσως μετά την οικειοθελή αποχώρηση του από τον εναγόμενο (16.6.2016) κατήγγειλε τον τελευταίο  στο ως άνω συνδικαλιστικό του όργανο  διαμαρτυρόμενος ότι αυτός δεν του έχει καταβάλει αποζημίωση αδείας των ετών 2013-2014-2015, την άδεια και το επίδομα αδείας του 2016 καθώς και τα δεδουλευμένα των μηνών Μαΐου και Ιουνίου 2016, ήτοι ουδεμία αξίωση προβάλει για υπερεργασία, υπερωρίες και πρόσθετη αμοιβή του για Σάββατα και Κυριακές, τις οποίες, κατά την κρίση του Δικαστηρίου με βεβαιότητα θα προέβαλε αν πράγματι αυτός εργαζόταν στον εναγόμενο καθ υπέρβαση του ωραρίου του καθώς και τα Σάββατα και τις Κυριακές, ως επικαλείται στην αγωγή του β) από τα προσκομιζόμενα  και επικαλούμενα από τον εναγόμενο 2 χειρόγραφα σημειώματα του ενάγοντος, συνταχθέντα απ αυτόν πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής που απευθύνει στον εναγόμενο, στα οποία, επίσης, ο ενάγων ουδεμία αναφορά πάλι δεν κάνει  για οφειλές του εναγόμενου λόγω εργασίας του καθ υπέρβαση του ωραρίου του και τα Σάββατα και τις Κυριακές γ) από το γεγονός ότι ούτε ο ίδιος ο επιμελεία του εξετασθείς μάρτυράς του κατέθεσε πρωτόδικα  ότι ο ενάγων εργαζόταν τα Σάββατα και τις Κυριακές  (βλ.  πρωτόδικη κατάθεσή του όπου ο τελευταίος χαρακτηριστικά επί λέξει αναφέρει απαντώντας σε σχετική ερώτηση αν οι εταιρείες με τις οποίες συνεργάζεται ο εναγόμενος είναι ανοικτές τα Σαββατοκύριακα

«Όχι είναι κλειστά… Ολες οι επιχειρήσεις δουλεύουν Δευτέρα-Παρασκευή»). Είναι βέβαια αλήθεια ότι από τους προσκομιζόμενους και επικαλούμενους από τον ενάγοντα  ταχογράφους των οδηγούμενων απ αυτόν φορτηγών αυτοκινήτων του εναγόμενου προκύπτει ότι αυτός απασχολούνταν κατά τις ημέρες που εργαζόταν συνολικά από την έναρξη της κίνησης αυτών μέχρι της τελικής βραδινής διακοπής της κατά πολύ περισσότερες των οκτώ (8) ωρών ημερησίως, πλην,  όμως,  μόνο από το γεγονός αυτό το Δικαστήριο δεν μπορεί να oδηγηθεί σε ασφαλή κρίση διάφορη της προμνησθείσας ως προς τις ώρες της ημερήσιας πραγματικής απασχόλησής του στα πλαίσια της ένδικης σύμβασης εργασίας, που κατά τον ενάγοντα ανέρχονται τουλάχιστον σε 16 ώρες ημερησίως.  Και αυτό διότι α) Καταρχάς από την επισκόπηση αυτών προκύπτει ότι δεν είναι συμπληρωμένοι ορθά, ήτοι δεν φέρουν όλες τις απαιτούμενες χειρόγραφες σημειώσεις και συγκεκριμένα στους περισσότερους εξ αυτών αναφέρεται μόνο η αφετηρία του δρομολογίου και ουδόλως ο τόπος λήξης αυτού, σε άλλους δεν αναφέρονται τα χιλιόμετρα οδομέτρου του φορτηγού κατά την έναρξη του δρομολογίου, προσέτι δε στους περισσότερους εξ αυτών ως αφετηρία διαδρομής αναφέρεται ο …………., όπου είναι η κατοικία του ενάγοντος. Το γεγονός αυτό  σε συνδυασμό με τα ανωτέρω και με το ότι προσέτι ο  ενάγων  εργαζόταν, ως αποδείχτηκε, στην Αττική, χωρίς τον έλεγχο του εναγόμενου, που η κατοικία του και η κύρια έδρα της επιχείρησής του είναι η νήσος  …….., κατά τα προαναφερόμενα,  και ως εκ τούτου είχε στη διάθεσή του τα οδηγούμενα απ αυτόν φορτηγά καθ` όλο το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ του ημερήσιου πέρατος της εργασίας του και της αναλήψεως εργασίας κατά το πρωί της επομένης ημέρας  και τη δυνατότητα χρησιμοποίησης αυτών και για άλλες προσωπικές του μετακινήσεις οδηγούν το Δικαστήριο στην κρίση ότι οι καταγραφές τους δεν  αποδίδουν αποκλειστικά και μόνο την απασχόλησή του  στα πλαίσια της ένδικης σύμβασης εργασίας, ως αυτός επικαλείται και 2) οι καταγραφές τους έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο ως άνω αποδεικτικό υλικό ως προς τις πραγματικές ώρες απασχόλησης των απασχολουμένων από τον εναγόμενο οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων  (βλ.ιδίως τόσο την επ ακροατηρίω κατάθεση του επιμελεία εξετασθέντος πρωτόδικα μάρτυρα του εναγόμενου, ………….. όσο και των ως άνω μαρτύρων, που περιλαμβάνονται στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εναγόμενο με αριθμό ……………..ένορκη βεβαίωση). Αποδείχτηκε, όμως, από τη συνεκτίμηση του συνόλου του ίδιου ως άνω αποδεικτικού υλικού και παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο τόσο πρωτοδίκως όσο και με την ένδικη έφεσή του, στον υπό στοιχ.ΙΙΙ.3 λόγο αυτής (σημειωτέον ότι ο ενάγων μ αυτόν δεν παραπονείται για τον τρόπο μαθηματικού υπολογισμού από την  εκκαλουμένη των προσβληθέντων απ αυτόν κατωτέρω αναφερόμενων κονδυλίων) ότι ο τελευταίος δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τις δεδουλευμένες αποδοχές του των μηνών Μαΐου και Ιουνίου 2016 (έως τις 16.6.2016) και ως εκ τούτου ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 896,70 ευρώ ( 586,08 ευρώ- ο μηνιαίος μισθός Χ1,53 μήνες=896,70 ευρώ), ενόψει, όμως, του ότι ο ενάγων ζητά με την αγωγή του για την αιτία αυτή το ποσό των 879,12 ευρώ και τη μη δυνατότητας του Δικαστηρίου να επιδικάσει πλέον του αιτηθέντος πρέπει να του επιδικασθεί το αιτούμενο απ αυτόν για την ως άνω αιτία ποσό των 879,12 ευρώ. Δικαιούται, επίσης, ο ενάγων για το έτος 2016, εντός του οποίου λύθηκε η σύμβασή του, να λάβει, ενόψει και των προαναφερομένων στην υπό στοιχ.ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας, τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, ανερχόμενα στο ποσό των 879,12 ευρώ. Από το ίδιο, εξάλλου, αποδεικτικό υλικό  αποδείχτηκε ότι  ο εναγόμενος δεν χορήγησε στον ενάγοντα την ετήσια άδεια και για τα έτη 2013,2014 και 2015 και ως εκ τούτου του οφείλεται για την ως άνω αιτία, ενόψει και της ίδιας ως άνω  υπό στοιχ. ΙΙ νομικής σκέψης, το αιτούμενο απ αυτόν και πρωτοδίκως επιδικασθέν για την ως άνω αιτία ποσό των 1.758,24 ευρώ ( 586,08 ευρώΧ3 έτη), σημειουμένου ότι α) για τον μαθηματικό τρόπο υπολογισμού  του ως άνω κονδυλίου δεν παραπονείται, κατά τα προαναφερόμενα,  ο εναγόμενος με σχετικό λόγο έφεσης β) δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος  «υπαιτίως» δεν χορήγησε στον ενάγοντα, κατά τα ως άνω έτη, την δικαιούμενη απ αυτόν άδεια, παρόλο που ο ενάγων τη ζήτησε, ως αυτός αναφέρει στην αγωγή του, ώστε να του επιδικασθούν οι ως άνω αποδοχές προσαυξημένες κατά 100%, ως προφανώς από παραδρομή αναγράφεται στην εκκαλουμένη απόφαση, αφού αφ ενός μεν τέτοια προσαύξηση δεν αιτείται ο ενάγων αφ ετέρου δε η εκκαλουμένη απόφαση, του επιδίκασε για την ως άνω αιτία το αιτούμενο απ αυτόν και προαναφερόμενο στην παρούσα απόφαση ποσό των 1.758,24 ευρώ. Ενισχυτικό, άλλωστε, της κρίσης του Δικαστηρίου, ως προς την βασιμότητα του ως άνω κονδυλίου του ενάγοντος είναι ότι ο εναγόμενος δεν προσκομίζει επικυρωμένο αντίγραφο από το βιβλίο κανονικών αδειών του επίδικου χρονικού διαστήματος, με τις υπογραφές του ενάγοντος, προκειμένου να αποδειχθεί η χορήγηση ή μη της ετήσιας άδειας σε αυτόν και να αποδειχθεί η καταβολή των αποδοχών αδείας του, διαφορετικά το δικαστήριο οφείλει να συνάγει ομολογία, περί της βασιμότητας της ως άνω αγωγικής του αξίωσης, καθώς το ως άνω στοιχείο της υπογραφής του μισθωτού στο βιβλίο αδειών θεσπίσθηκε με το άρθρο 6 του ισχύοντος από 15-5-2009 Ν. 3762/2009 (ΦΕΚ Α΄ 75), με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του άρθρου 4 του ΑΝ 539/1945 και καταργήθηκε, εκ νέου, με το άρθρο πρώτο υποπαρ. ΙΑ.5 παρ. 3 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α΄ 85), με το οποίο αντικαταστάθηκε, εκ νέου, η ανωτέρω ρύθμιση του ΑΝ 539/1945. Διάφορη δε της ως άνω κρίσης του Δικαστηρίου ( ήτοι ως προς του ότι οφείλει ο εναγόμενος στον ενάγοντα τα προαναφερόμενα ποσά για τις ως άνω αιτίες) δεν συνάγεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον εναγόμενο αποδείξεις μισθοδοσίας-καταθετήρια  των ετών 2013-2016, ως αυτός αβασίμως επικαλείται, αρνούμενος την ως άνω οφειλή του. Συνεπώς, με βάση τα προαναφερόμενα ο ενάγων δικαιούται για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 3.516,48 ευρώ (879,12+879,12+1.758,24).

Ενόψει των παραπάνω έπρεπε η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή  ως βάσιμη και στην ουσία της, ως προς την κύρια βάση της,  μόνο κατά τα ως άνω  αγωγικά της κονδύλια και να αναγνωρισθεί ότι  ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα γι αυτά το ως άνω ποσό.  Αρα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχτηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στον εναγόμενο καθημερινά, καθ υπέρβαση του ωραρίου του επί 2 ώρες, ήτοι 10 ώρες ημερησίως και ως εκ τούτου δικαιούνταν για αμοιβή υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης το επιδικασθέν με αυτήν ποσό των 7.501,81 ευρώ, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει αυτό στον ενάγοντα, νομιμοτόκως κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση, έσφαλε, μόνο ως προς την επιδίκαση του άνω ποσού,  ενώ κατά τα λοιπά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και δεν έσφαλε. Γι` αυτό  πρέπει ο μεν σχετικός με το ως άνω σφάλμα ( υπ.αριθμ.ΙΙΙ2) λόγος της έφεσης του εναγομένου να γίνει δεκτός και ως βάσιμος κατ ουσίαν,  όλοι δε οι περί του αντιθέτου λόγοι αυτής καθώς και της έφεσης του ενάγοντος ν` απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία, ως και ο σχετικός λόγος του εναγόμενου (υπ.αριθμ.ΙΙΙ3) στο εφετήριο με τον οποίο παραπονείται για εσφαλμένη επιδίκαση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της δικαιούμενης από τον ενάγοντα αποζημίωσης αδείας και δη προσαυξημένης κατά 100% για τα έτη 2013,2014 και 2015, γιατί, κατά τα προαναφερόμενα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρά το σφάλμα του αυτό (αναγράφεται λανθασμένα στην εκκαλουμένη ότι ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση λόγω μη χορήγησης ετήσιας αδείας για τα έτη 2013,2014 και 2015, η οποία ανέρχεται στις αποδοχές αδείας προσαυξημένες κατά 100%) σε ορθή κατ` αποτέλεσμα κρίση κατέληξε και ως εκ τούτου σε ορθό κατά το κεφάλαιο αυτό  διατακτικό.

Υστερα από τα προαναφερόμενα πρέπει η μεν έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος ν` απορριφθεί ως αβάσιμη κατ ουσίαν και να καταδικαστεί ο τελευταίος, λόγω της ήττας του,  στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου-εναγόμενου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176,183 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, η δε έφεση του εκκαλούντος-εναγομένου να γίνει δεκτή και ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της κατά το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τις διατάξεις της που δεν ανατρέπονται με την παρούσα απόφαση, είτε γιατί δεν προσβάλλονται με τις εφέσεις, είτε γιατί οι σχετικοί λόγοι αυτών απορρίφθηκαν, λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΑΠ 748/1984, 779/1984 ΕλλΔνη 26, 642), να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί στην ουσία. Στη συνέχεια πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει  δεκτή και ως εν μέρει βάσιμη μόνο κατά τα προμνησθέντα αιτήματά της και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές, το συνολικό ποσό των 3.516,48 ευρώ, νομιμοτόκως α) για τους δεδουλευμένους μισθούς από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία ημέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο ενάγων παρείχε την εργασία του ( άρθρα 341 παρ.1 και 655 ΑΚ) β) για τις αποδοχές και το επίδομα αδείας έτους 2016 από την επομένη της λύσης της σύμβασης εργασίας, ήτοι από 17-6-2016 και γ) για την αποζημίωση λόγω μη χορηγηθείσας αδείας από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής που είναι η 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους εντός του οποίου έπρεπε να χορηγηθεί η άδεια  (άρθρα 4 παρ.1 Α.Ν 539/1945, 341 ΑΚ, βλ.και ΕφΠατρ 104/2018, όπ.α). Πρέπει ακόμη ο εναγόμενος,  ως εν μέρει η ηττημένος, να καταδικαστεί και στο μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 178, 183, 191 παρ.2  ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους τις εφέσεις: α)  από 31-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης  ……… και β) από 31.10.2017 και με αριθμό καταθέσεως ………..

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ ουσίαν την από 31.10.2017 και με αριθμό καταθέσεως ……….. έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ως άνω εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια  (500) ευρώ

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την  από 31-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης  …………. έφεση του εκκαλούντος-εναγόμενου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 2940/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ στην ουσία της την από 25.10.2016 και με αριθμό καταθέσεως ……… αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή κατά ένα μέρος, ως προς την κύρια βάση της.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα  το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων δέκα έξι ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (3.516,48 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό, με τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό, έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον εναγόμενο μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των τετρακοσίων (400)ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις         30 Noεμβρίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ