Αριθμός 334 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68).
Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 18-09-2014 με γενικό αριθμό κατάθεσης ……../2014 αγωγή του κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών.
Το ως άνω Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρ.592 και 598-612 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/ 2015) ερήμην της εναγομένης, αφού αυτή κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 4-11-2016 δεν παραστάθηκε με ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η υπ’ αριθμ. 662/2017 οριστική απόφαση με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή, έγινε δεκτή ως και κατ΄ουσία βάσιμη και κηρύχθηκε λυμένος ο μεταξύ των διαδίκων γάμος που τελέστηκε στις 28-12-1985 στον Ιερό Ναό …………. στον Πειραιά κατά τους ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και τέλος καταδικάστηκε η εναγομένη στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής η εναγόμενη άσκησε την από 24-09-2017 (γεν.αριθμ.καταθ. ……./2017) υπό κρίση έφεσή της νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1και 2 ,500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.β΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.1εδαφ.α΄ και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Εφόσον λοιπόν, ασκήθηκε από διάδικο η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία ο εναγόμενη ήδη εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον της αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένης της εκκαλούσας να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ,ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Κατά το άρθρο 1439 § 1 ΑΚ καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης και προσδιορίζονται γενικά όρια εντός των οποίων θα κινηθεί ο δικαστής, χωρίς να τίθεται η υπαιτιότητα ως βάση του ισχυρού κλονισμού. Συνεπώς, τα γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν ισχυρό κλονισμό μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστά, δεν έχει δε σημασία ποιος από τους συζύγους δημιούργησε πρώτος τον λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Με την έννοια αυτή, αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως ποιόν από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα μόνο στο πρόσωπο του ενός από τους συζύγους. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται, σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμμιά πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής αποφάσεως του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση. Συνέπεια τούτων είναι ότι η απόφαση που κηρύσσει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθεαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών που επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, αφού το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσίδικα (άρθ. ΚΠολΔ 322, 324), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτόν, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου. Στην πραγματικότητα δηλαδή, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου (βλ. ΑΠ 599, 1228, 1314/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 345/2010, ΕλλΔ/νη 53.687, ΑΠ 2351/2009, ΕλλΔ/νη 52.9 , ΕφΑθ 118/ 2018, ΕφΔωδ 121/ 2017 ΤΝΠ Νόμος). ΄Eτσι ο ενάγων για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής του, με βάση την ανωτέρω διάταξη, που καθιερώνει ως λόγο διαζυγίου τον αντικειμενικό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, στον οποίο έχουν υπαχθεί όλοι οι υπαίτιοι και ανυπαίτιοι λόγοι διαζυγίου του παλαιού δικαίου, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, με την έννοια ότι πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στο αντικειμενικά πρόσφορο κλονιστικό γεγονός καθεαυτό και στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βασίμως η εξακολούθηση της εγγάμου συμβιώσεως έχει καταστεί γι` αυτόν αφόρητη (ΑΠ 47/ 20009 ΤΝΠ Νόμος).Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθύλην αρμόδιο για να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα. ΄Ετσι η τελεσίδικη απόφαση σε δίκη διατροφής και αν ακόμη το δικαστήριο έχει αποφανθεί αρμοδίως για πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν λόγω διαζυγίου, ως αναγκαία προϋπόθεση για το δικαίωμα που έκρινε, δεν αποτελεί δεδικασμένο, που εμποδίζει την εκ νέου έρευνα αυτήν σε δίκη για τη λύση του γάμου (ΑΠ 1260 /1999 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την από 18-09-2014 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/2014) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζήτησε να λυθεί ο γάμος που τέλεσε με την εναγομένη σύζυγό του, ο οποίος τελέστηκε στις 28-12-1985 στον Πειραιά, σύμφωνα με τους Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς οι σχέσεις τους έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους (όπως ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή) που αφορούν το πρόσωπο αυτής, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσής τους να είναι αφόρητη για τον ίδιο.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση που εξέδωσε δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, απήγγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων τελεσθέντος γάμου και καταδίκασε την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος τα οποία όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
Η εκκαλούσα-εναγόμενη με την υπό κρίση έφεση παραπονείται για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος.
Υπό το προεκτεθέν ως άνω περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, περιέχουσα όλα εκείνα τα συγκεκριμένα παραγωγικά γεγονότα που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου άσκησή της, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγομένη που αποτελούν και λόγο έφεσης, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα, όπως και απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο σχετικός περί αοριστίας της αγωγής πρώτος λόγος έφεσης.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση, πρακτικά του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της εναγομένης που εξετάσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και η οποία περιέχεται στα πρακτικά συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου,από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), έστω και αν δεν πληρούν όλους τους όρους του νόμου (αρθ. 681Β΄, 671 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 15/2003 Δ 35-513), από τις άμεσες ή έμμεσες ομολογίες των διαδίκων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ( άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: ΟΙ διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 28-12-1985 στον Πειραιά, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, από τον οποίο (γάμο) απέκτησαν δύο ενήλικα ήδη τέκνα, την …… και τη ….. Η έγγαμη συμβίωσή τους από το φθινόπωρο του έτους 2012 δεν εξελίχθηκε ομαλά κυρίως για λόγους που αφορούν την εναγομένη η οποία άρχισε να επιδεικνύει αντισυζυγική συμπεριφορά απέναντι στον ενάγοντα – σύζυγό της, αφού αρκετά συχνά απουσίαζε από τη συζυγική οικία ακόμη και για δύο ημέρες, εντελώς αδικαιολόγητα, χωρίς να δίνει οποιαδήποτε εξήγηση στον ενάγοντα σχετικά με τους λόγους της απουσίας της. Πολλές δε φορές ο ενάγων προσπάθησε να ανατρέψει το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με την ανωτέρω δε συμπεριφορά της η εναγομένη συχνά δημιουργούσε επεισόδια και καυγάδες που κατέληγαν ακόμη και στην άσκηση σωματικής βίας σε βάρος του ενάγοντος, έτσι ώστε σταδιακά οι διάδικοι-σύζυγοι να απομακρυνθούν τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
Για τα ανωτέρω δε πραγματικά περιστατικά,κατέθεσε με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ο εξετασθείς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μάρτυρας του ενάγοντος, για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει, και τα οποία δεν αναιρούνται ουσιωδώς από κάποιο πειστικό αποδεικτικό μέσο, ούτε και από την γενικόλογη και αόριστη κατάθεση της μάρτυρα- αδελφής της εναγομένης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου. Συνακόλουθα, η έγγαμη σχέση των διαδίκων έχει κλονισθεί σοβαρά από λόγους, που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο της εναγομένης, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να αποβαίνει αφόρητη για τον ενάγοντα. Πρέπει επομένως η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να απαγγελθεί η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου από λόγο που αφορά το πρόσωπο της εναγομένης και να συμψηφιστούν ολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της μεταξύ τους συζυγικής σχέσης ( άρθρ.179 παρ1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ακόμη δεν έχει λυθεί αμετάκλητα ο γάμος τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 662/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία γαμικών διαφορών).
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 18-09-2014 (γεν. αριθμ. καταθ. …………./2014) αγωγής.
Δέχεται αυτήν (αγωγή).
Απαγγέλει τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, ο οποίος τελέστηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1985 στον Ιερό Ναό του ……….. στον Πειραιά, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. ΚΑΙ
Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Απριλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ